Μολονότι σταθερή επιλογή του αστικού πολιτικού κόσμου, αλλά και του αμερικάνικου παράγοντα, σε όλη την περίοδο από την Απελευθέρωση του 1944 και μετά ήταν η διατήρηση του καθεστώτος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ουδέποτε έπαψαν να υπάρχουν λίγο-πολύ ισχυροί κύκλοι που προσανατολίζονταν και ενίοτε προετοιμάζονταν για μια αντιδημοκρατική εκτροπή, ιδιαίτερα μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις και κυρίως στον στρατό.
Ήταν χαρακτηριστική, άλλωστε, η απόπειρα πραξικοπήματος τον Μάιο 1951 από τον ΙΔΕΑ, όπως και η συγκρότηση ομάδας αξιωματικών προερχόμενων από αυτόν, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, η οποία από το 1958 δρούσε αυτόνομα. Ήταν αυτή η ομάδα που πραγματοποίησε το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, προλαβαίνοντας ανάλογη κίνηση της αφοσιωμένης στον βασιλιά στρατιωτικής ηγεσίας.
Η ύπαρξη «χούντας» στον στρατό, δηλαδή συγκροτημένου συνδέσμου αξιωματικών που απέβλεπε στην επιβολή δικτατορίας, καταγγελλόταν σταθερά από την Αριστερά, αλλά και από το Κέντρο, ιδιαίτερα μετά το εκλογικό πραξικόπημα του 1961 κι ακόμη περισσότερο μετά το βασιλικό πραξικόπημα του Ιουλίου 1965. Επρόκειτο για μια καταγγελία που η Δεξιάαπέκρουε, υποστηρίζοντας πως πίσω απ’ αυτήν κρυβόταν η επιδίωξη των κομμουνιστών και των συνοδοιπόρων τους να συκοφαντήσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις και να πετύχουν την αποδιάρθρωσή τους, με την απομάκρυνση των εθνικοφρόνων αξιωματικών.
Εντούτοις, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δει επί δεκαετίες το φως της δημοσιότητας, η πιθανότητα και αναγκαιότητα μιας αντιδημοκρατικής εκτροπής δεν ήταν έξω από τη συλλογιστική κορυφαίων παραγόντων του καθεστώτος, με πρώτο και κύριο τον ίδιο τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Ανάμεσά τους ήταν και ο εγκατεστημένος στο Παρίσι ιδρυτής της ΕΡΕκαι πρώην πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος, το 1966, έγραφε πως «… θα πρέπει να αντιμετωπισθή ίσως η λύσις της εκτροπής»(1). Επίσης, σε επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, έγραφε: «Είναι στιγμαί κατά τας οποίας η κρίσις των θεσμών αλλά και των ηθών είναι τόσον βαθεία, ώστε δια να σώσεις την δημοκρατίαν, οφείλεις να την ξανακάνης» (2).
Απαντώντας, ο Τσάτσος, δήλωνε απερίφραστα τη συμφωνία του: «… για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, εισηγούμεθα –(λέω “…γούμεθα”, διότι ασπάζομαι… ανεπιφύλακτα τις σκέψεις σου). Εισηγούμεθα, λοιπόν, παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μίαν προσωρινήν δικτατορίαν –ίσως ενός έτους» (3). Ανάλογες θέσεις θα εκφράσει ο Καραμανλής και μετά την επιβολή της δικτατορίας. Απευθυνόμενος στον βασιλιά, στις 9 Νοεμβρίου 1967 (ένα μήνα πριν από το αποτυχημένο βασιλικό κίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967), αναγνώριζε την ανάγκη καθεστώτος «έκτακτης εξουσίας» χωρίς εκλογές, για τη συντηρητική αναθεώρηση του Συντάγματος, τη λήψη αντιδημοτικών μέτρων στην οικονομία κ.λπ. (4).
Το ιδεολογικό κλίμα για την αντιδημοκρατική εκτροπή καλλιεργείται από τον Σάββα Κωνσταντόπουλο, ο οποίος, το 1966, εκδίδει την εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος». Τον ίδιο χρόνο, με το βιβλίο του «Ο φόβος της δικτατορίας», κάνει σαφή αναφορά στο «ενδεχόμενο μίας διαιτητικής δικτατορίας» (5). Κινούμενος στη γνωστή κατεύθυνση του «κομμουνιστικού κινδύνου», υποστηρίζει ότι «η απειλή δικτατορίας, που αντιπροσωπεύει, οδηγεί πολλούς στη σκέψι, όταν παρατηρείται έντασι της κομμουνιστικής δραστηριότητας, ότι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος, για να εξουδετερωθεί, είναι η δικτατορία» (6).
Τις απόψεις Κωνσταντόπουλου επικροτούσε ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ενώ ο Καραμανλής έβρισκε το βιβλίο «ενδιαφέρον και επίκαιρο»(7). Ανάλογος ήταν ο προσανατολισμός και της στρατιωτικής ηγεσίας, που από τις αρχές Απριλίου 1967προετοιμαζόταν, σε συνεννόηση με τον βασιλιά, για την επιβολή στρατιωτικού καθεστώτος είτε λίγο πριν είτε αμέσως μετά τις εκλογές, που είχαν προκηρυχθεί για τις 23 Μαΐου.
Αν και είχε υπάρξει, ήδη, μυστική συμφωνία μεταξύ των ηγετών των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων, του Παπανδρέου και του Κανελλόπουλου, για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, οι εκλογές προκαλούσαν ανησυχία, που έφτανε μέχρι και στον πανικό, στο Παλάτι, στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, στη συντηρητική πλειονότητα της άρχουσας τάξης και σε ευρύτατους κύκλους της Δεξιάς.
Το βέβαιο είναι πως μετά τα γεγονότα του 1965, οι εκλογές προσλάμβαναν δημοψηφισματικό χαρακτήρα, σχετικά με τον βασιλικό θεσμό. Η αναμενόμενη νίκη της Ένωσης Κέντρου, συνυπολογιζόμενης της διατήρησης ή και ενίσχυσης της δύναμης της ΕΔΑ, θα σήμαινε αποδοκιμασία του βασιλιά και των χειρισμών του κατά την περίοδο 1965-67. Επιπλέον, η παρουσία στη νέα Βουλή ισχυρής ομάδας «κεντροαριστερών» βουλευτών, υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, εμπεριείχε τον κίνδυνο ανατροπής των σχεδιασμών για συνδιαλλαγή με τη Δεξιά, ανοίγοντας τον δρόμο για εξελίξεις απρόβλεπτες και κάθε άλλο παρά επιθυμητές από τους ανησυχούντες κύκλους.
Όπως είναι φανερό, μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτούσε τη συνολικότερη αμφισβήτηση, όχι μόνο του βασιλικού θεσμού, αλλά και του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προς την κατεύθυνση της εκτροπής προσανατολίζονταν ακριβώς εκείνοι οι κύκλοι που ανησυχούσαν, όχι τόσο για το ενδεχόμενο ανατροπής του ισχύοντος κοινωνικού καθεστώτος (άλλωστε, τέτοιο στόχο δεν έθεταν ούτε η ΕΔΑ και το παράνομο ΚΚΕ, ούτε οι «ανδρεϊκοί») όσο για την κατάργηση ή έστω τον περιορισμό των εξουσιών και των προνομίων που τους εξασφάλιζε το καθεστώς που επιβλήθηκε από τα χρόνια του Εμφυλίου.
Την κίνηση του βασιλιά και των στρατηγών του την πρόλαβαν οι συνταγματάρχες του Παπαδόπουλου, ο οποίος ήταν αρκετά ευφυής, ώστε να ξέρει πως δεν επιβάλλεις δικτατορία μετά την έκφραση της λαϊκής βούλησης.
Η επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου έθεσε εξαρχής το ζήτημα του χαρακτήρα της. Έτσι, κατά την Κ.Ε. του ΚΚΕ που συνήλθε στην 11η Ολομέλεια τον Ιούνιο 1967, επρόκειτο για «φασιστική δικτατορία των πιο αντιδραστικών ξενόδουλων κύκλων της ελληνικής πλουτοκρατίας, που επικράτησε με την έμπρακτη και άμεση υποστήριξη των πιο επιθετικών κύκλων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και του ΝΑΤΟ» (8). Εξήμισι χρόνια μετά, τον Δεκέμβριο 1973, η θέση αυτή θα διατυπωθεί και στις αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου του κόμματος: «Το καθεστώς της χούντας είναι ανοιχτή στρατιωτική φασιστική δικτατορία εγχώριων και ξένων, κυρίως αμερικάνικων, μονοπωλίων» (9).
Επρόκειτο, σύμφωνα με το ΚΚΕ, για «βασιλοχουντική στρατοκρατική δικτατορία που οργανώθηκε από το βασιλιά, τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές, τους πιο ξενόδουλους κύκλους της ολιγαρχίας με όργανά τους τη στρατοκρατική χούντα και τη φασιστική Δεξιά» (10).
Ανάλογες θα είναι οι θέσεις του ΚΚΕ εσωτερικού, που προήλθε από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, και του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ), που θα ιδρύσει τον ίδιο χρόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και του συνόλου, σχεδόν, των μικρότερων αριστερών πολιτικών και αντιστασιακών οργανώσεων.
Αναφερόμενοι στον ρόλο του βασιλιά και των Αμερικανών, θα πρέπει να πάρουμε υπόψη τον αιφνιδιασμό, τόσο του Παλατιού όσο και του Αμερικανού πρέσβη, από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Είναι γνωστό, πλέον, ότι ο βασιλιάς, αναμένοντας κίνημα της «χούντας των στρατηγών», δεν γνώριζε τις κινήσεις της «χούντας των συνταγματαρχών», με την οποία αναγκάστηκε να συμβιβαστεί προσωρινά.
Οι Αμερικανοί, από την πλευρά τους, δεν είχαν ομοφωνία ως προς την αντιμετώπιση του «ελληνικού προβλήματος». Όπως επισημαίνεται, «ορισμένοι ήταν υπέρ συνταγματικού πραξικοπήματος μ’ επικεφαλής το βασιλιά, άλλοι ανίχνευαν τη δυνατότητα για εξαγορά βουλευτών είτε πριν είτε μετά τις εκλογές για το σχηματισμό κυβέρνησης της απόλυτης εμπιστοσύνης τους, άλλοι είχαν επαφή με τη χούντα των στρατηγών του ΙΔΕΑ και προσέβλεπαν στη δική της παρέμβαση με τη συγκατάθεση του Θρόνου, ενώ η CIA ευνοούσε τη χούντα των συνταγματαρχών, γνώριζε και επικροτούσε τα σχέδιά τους» (11).
Για τις ΗΠΑ, το κύριο ζήτημα ήταν η αδιατάρακτη συνέχιση των σχέσεών τους με μια Ελλάδαπροσηλωμένη στην ευρωατλαντική συμμαχία και η επίλυση του Κυπριακού με μια μορφή διχοτόμησης του νησιού που να ικανοποιεί την Τουρκία, χωρίς να προκαλέσει ρήγμα στις σχέσεις με την Ελλάδα, και η απαλλαγή από τον πρόεδρο Μακάριο, που είχε εντάξει την Κυπριακή Δημοκρατία στο Κίνημα των Αδεσμεύτων Χωρών και ανέπτυσσε σχέσεις με τις σοσιαλιστικές χώρες, έχοντας τη στήριξη του ισχυρού κομμουνιστικού κόμματος της Κύπρου, του ΑΚΕΛ. Οι επιδιώξεις αυτές προσλάμβαναν χαρακτήρα κατεπείγοντος, καθώς οξύνονταν οι αντιθέσεις μεταξύ του Ισραήλ, πιστού συμμάχου τους στη Μέση Ανατολή, και των αραβικών χωρών, πολλές από τις οποίες, όπως η Αίγυπτος, η Συρία, το Ιράκ κ.ά., ακολουθούσαν φιλοσοβιετική εξωτερική πολιτική.
Κατά συνέπεια, η επιβολή της δικτατορίας, ανεξαρτήτως του ποιοι ήταν αυτοί που πραγματοποίησαν το πραξικόπημα, δεν θα μπορούσε να τις βρει αντίθετες. Επιπλέον, οι στενές σχέσεις της CIA με τον ελληνικό στρατό της επέτρεπαν να βρίσκεται σε επαφή και με τις δύο χούντες (των στρατηγών και των συνταγματαρχών) και να γνωρίζει τα σχέδιά τους.
Αναφερόμενοι στον χαρακτήρα του καθεστώτος, δεν μπορούμε να πούμε πως η στρατιωτική δικτατορία του 1967-74 ήταν φασιστική. Όχι γιατί μεταξύ των ηγετών, των στελεχών και των οπαδών της δεν υπήρχαν φασίστες. Κάθε άλλο. Είχαμε, μάλιστα, και ηγετικά στελέχη της, όπως ο Ιωάννης Λαδάς, ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης, ο Αντώνιος Μέξης, ο Δημήτριος Πατίλης, οΑντώνιος Λέκκας κ.ά., που διατηρούσαν σχέσεις με τους κύκλους του Κόμματος 4ης Αυγούστουκαι δεν έκρυβαν τη φασιστική τους ταυτότητα. Όσο για το σύνολο όσων εκφράζονταν υπέρ των φασιστικών ιδεών, δεν χωράει καμιά αμφιβολία πως τάχθηκαν από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του καθεστώτος.
Αυτό που μας κάνει να μη θεωρήσουμε το καθεστώς της 21ης Απριλίου φασιστικό είναι η απουσία βασικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τον φασισμό.
Πρώτα απ’ όλα, το καθεστώς δεν στηρίχτηκε σε κανένα μαζικό κίνημα ούτε και ενδιαφέρθηκε να το συγκροτήσει στη συνέχεια. Επιπλέον, όχι μόνο δεν διακήρυξε κάποια ολοκληρωτική ιδεολογία, αλλά από την πρώτη μέρα και σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, τονιζόταν ο προσωρινός της χαρακτήρας.
Η δικτατορία δεν διέθετε ιδιαίτερη ιδεολογία που να διαφοροποιείται απ’ αυτήν της μετεμφυλιακής περιόδου(12), ενώ στην υποστήριξή της προσέτρεξαν θεωρητικοί και απολογητές, που εξέφραζαν «μία ολόκληρη γκάμα αποχρώσεων». Από τις φασιστικές αντιλήψεις των Ιωάννη Λαδά και Κώστα Πλεύρη (περιθωριακές, όπως και το κόμμα του), στις «κοινοτιστικές», του πανεπιστημιακού Δημήτρη Τσάκωνα, και τις αντικομμουνιστικές τωνΘεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου και Γεωργίου Γεωργαλά, που στον τελευταίο συνδυαζόταν με «κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας» (13).
Ο «Ελεύθερος Κόσμος» του Κωνσταντόπουλου αναδεικνύεται σε κύριο μέσο δημοσιογραφικής έκφρασης του καθεστώτος, προβάλλοντας το παγιωμένο από τα χρόνια του Εμφυλίουιδεολόγημα περί «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», ενώ η εκτροπή από την κοινοβουλευτική δημοκρατική νομιμότητα εμφανίζεται ως προσωρινή αναγκαιότητα, προκειμένου να θεμελιωθεί μια δημοκρατία ισχυρά θωρακισμένη έναντι του «κομμουνιστικού κινδύνου». Όπως επισημαίνεται, ο Σάββας Κωνσταντόπουλος πρόβαλλε μια ελιτίστικη αντίληψη για τη δημοκρατία, ενώ ο στρατός εμφανιζόταν ως εγγυητής της χάρη στο ήθος του (14).
Η «Πολιτική Αγωγή» του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου, μεγάλο μέρος της οποίας αποτέλεσε σχολικό εγχειρίδιο για τους μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης, αποτέλεσε μια πλήρη και συστηματική έκθεση των ιδεολογικών θέσεων του καθεστώτος.
Η φιλοσοφία του βιβλίου διαπερνάται από το χαρακτηριστικό ψυχροπολεμικό ιδεολόγημα της «αντιπαράθεσης δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού». Έτσι, αναφέρεται πως «αποτελεί ειλικρινή προσπάθεια όπως εξοπλισθή η νέα ιδίως γενεά με εμπεριστατωμένη γνώσιν των αξιών, τας οποίας αγωνίζεται να διατηρήσει ο ελεύθερος κόσμος και των κινδύνων, οι οποίοι τον απειλούν» (15).
Ο Παπακωνσταντίνου παραθέτει τις θέσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε, ήδη από τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, ο διεθνής αντικομμουνισμός, οι οποίες αποτέλεσαν και τη βάση της αντικομμουνιστικής ιδεολογίας του ελληνικού κράτους από την περίοδο του Εμφυλίου. Σύμφωνα μ’ αυτές, η δημοκρατία στην Ευρώπη βρέθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμοαντιμέτωπη με ένα «ολοκληρωτικόν κίνημα», φορείς του οποίου ήταν «ο μπολσεβικισμός και ο φασισμός (και ο εθνικοσοσιαλισμός)» (16) . Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάρρευση του φασισμού, ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού αντιπροσωπεύεται από την εξάπλωση του κομμουνισμού (17).
Τους σχεδιασμούς του Παπαδόπουλου, που θα είχαν ως συνέπεια την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος ελεγχόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε πλαίσιο ακόμη πιο ασφυκτικό από αυτό της προδικτατορικής εποχής, ματαίωσε η εξέγερση του Νοέμβρη 1973. Και καθώς «το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε η δικτατορία στα επτά χρόνια κυριαρχίας της ήταν η αδυναμία νομιμοποίησης της εξουσίας της» (18), η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, μετά από το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακάριου από τη χούντα του Ιωαννίδη, τη στέρησε από κάθε δυνατότητα συνέχισής της.
Παίρνοντας υπόψη την άποψη ότι το καθεστώς της 21ης Απριλίου εντασσόταν στα «συντηρητικά ή πραιτοριανά γραφειοκρατικά-εθνικά καθεστώτα που ήταν ημιπλουραλιστικά και δεν κατέβαλλαν ιδιαίτερες προσπάθειες κινητοποίησης των μαζών” (19), μπορούμε να πούμε πως επρόκειτο για ένα τυπικό καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας. Με μία από τις πιο σοβαρές επιδιώξεις του, την αποτροπή του κινδύνου ανατροπής του μετεμφυλιακού καθεστώτος, που θα απειλούσε και την αναβαθμισμένη θέση που είχαν κατακτήσει μετά τη νίκη τους στονΕμφύλιο οι στρατιωτικοί. Και από την άποψη αυτή, κάθε άλλο παρά τομή αποτελούσε σε σχέση με το καθεστώς που επιβλήθηκε από εκείνα τα χρόνια.
- Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχεία, Γεγονότα και Κείμενα – Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 244.
- Στο ίδιο, σ. 219.
- Στο ίδιο, σ. 220.
- Στο ίδιο, τ. 7, σ. 42.
- Σάββας Κωνσταντόπουλος, Ο φόβος της δικτατορίας – Αθήνα 1966, σ. 27.
- Στο ίδιο, σ. 37.
- Γιώργος Α. Λεονταρίτης, Σάββας Κωνσταντόπουλος, τα άγνωστα ντοκουμέντα (1966-1981) – Προσκήνιο, Αθήνα 2003, σ. 25 και 31.
- Περιοδ. «Νέος Κόσμος», τ. 7, 1967.
- Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ – Αθήνα 1974, σ. 10.
- ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009, τ. 10, σ. 11.
- ΚΚΕ, Δικτατορία 1967-1974. Κείμενα και ντοκουμέντα – Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017, σ. 155.
- Απόστολος Χαρίσης, Ορισμένες πλευρές της ιδεολογίας της στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974, στο ΚΚΕ, ό.π., σ. 107.
- Στο ίδιο, σ. 117.
- Δέσποινα Παπαδημητρίου, Από το λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων. Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967 – Σαββάλας, Αθήνα 2006, σ. 288-289.
- Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, Πολιτική Αγωγή – Καμπανά, Αθήνα 1970, σ. 15.
- Στο ίδιο, σ. 55.
- Στο ίδιο, σ. 119.
- Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Η Ελλάδα στη μεταπολίτευση. Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις – Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 35-36.
- Στάνλεϊ Πέιν, Μια Ιστορία του Φασισμού 1914-1945 – Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σ. 649.