Στη μνήμη του ελασίτη και μετέπειτα οικοδόμου, πατέρα μου
Πενήντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μέρα εκείνη, την 1η Δεκεμβρίου 1960, κατά την οποία το ηττημένο και καθημαγμένο, ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου, ελληνικό εργατικό κίνημα μπήκε σε μια νέα περίοδο ανάτασης και αντεπίθεσης, με την πρωτοπόρα συμβολή των οικοδόμων.
Η μεταπολεμική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού βασιζόταν σε σημαντικό βαθμό και στην κατασκευαστική δραστηριότητα, ως συνέπεια της ανάγκης κάλυψης των τεράστιων στεγαστικών αναγκών, τόσο των εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της υπαίθρου, τα σπίτια των οποίων είχαν καταστραφεί από τις πολεμικές περιπέτειες της δεκαετίας του 1940 (κυρίως από τις πυρπολήσεις εκατοντάδων χωριών από τους γερμανούς και ιταλούς κατακτητές), όσο και των εκατοντάδων χιλιάδων που συνέρρεαν από την ύπαιθρο στις μεγαλουπόλεις και ιδιαίτερα στο λεκανοπέδιο της Αττικής, προκειμένου να ξεφύγουν από την εξαθλίωση ή και από το κλίμα τρομοκρατίας που επέβαλε ο πανταχού παρών χωροφύλακας και τα ΤΕΑ. Συνάμα, η αλματώδης ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας αποτελούσε και εξαιρετικά επικερδή τοποθέτηση κεφαλαίων για τη νέα αστική και μεσοαστική τάξη, που είχε αναδειχθεί μέσω της μαύρης αγοράς και του δωσιλογισμού στα χρόνια της φασιστικής κατοχής.
Η οικοδομή, που απασχολούσε περίπου 50.000 εργαζόμενους το 1950, το 1960 έφτασε να απασχολεί 150.000, ενώ ο αριθμός των οικοδόμων εκτοξεύτηκε στις 250.000 το 1970. Στον οικοδομικό κλάδο εντάσσονταν κάθε χρόνο χιλιάδες νεοφερμένοι από την επαρχία, κυρίως εργάτες και πρώην αγρότες νεαρής ηλικίας, πολλοί από τους οποίους έφερναν μαζί τους και τις μνήμες από τους σχετικά πρόσφατους, τότε, μεγάλους αγώνες του εαμικού κινήματος, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Παράλληλα, σε μια εποχή που η εξεύρεση δουλειάς ακόμη και στα περισσότερα εργοστάσια απαιτούσε προσκόμιση του διαβόητου «Πιστοποιητικού Κοινωνικών Φρονημάτων», ήταν πολλές εκατοντάδες οι παλιοί αγωνιστές του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, που βγαίνοντας από τις φυλακές και τις εξορίες εργάζονταν στην οικοδομή.
Το συνδικαλιστικό κίνημα των οικοδόμων, παραδοσιακά συνδεδεμένο, ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, με την κομμουνιστική Αριστερά, είχε αναδείξει αριστερές διοικήσεις στις οργανώσεις του σε ολόκληρη την Ελλάδα, ακόμη και από την περίοδο της Κατοχής και μέχρι το 1946. Με την έναρξη του Εμφυλίου, οι εκλεγμένες διοικήσεις καθαιρέθηκαν, δεκάδες σωματεία διαλύθηκαν, εκατοντάδες οικοδόμοι συνδικαλιστές φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν και δεκάδες απ’ αυτούς εκτελέστηκαν. Στις διοικήσεις όσων σωματείων απέμειναν, καθώς και των νέων που ιδρύθηκαν, ως σωματεία-σφραγίδες (χωρίς πραγματική υπόσταση), τοποθετήθηκαν με δικαστικές αποφάσεις ή και με αμφισβητούμενης νομιμότητας «αρχαιρεσίες», εγκάθετοι καθεστωτικοί «συνδικαλιστές», οι περισσότεροι από τους οποίους μετέτρεψαν τον «συνδικαλισμό», τον αντικομμουνισμό και τον χαφιεδισμό σε προσοδοφόρο επάγγελμα. Κορυφαία μορφή αυτού του «εργατοπατερικού συνδικαλισμού» αναδείχτηκε ο Κωνσταντίνος Λυκιαρδόπουλος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Οικοδόμων, η ένταξη στην οποία απαιτούσε από κάθε σωματείο την υπογραφή δήλωσης αποκήρυξης του κομμουνισμού.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έγιναν οι πρώτες προσπάθειες ανασυγκρότησης του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, με την ίδρυση σωματείων εκτός Ομοσπονδίας, κυρίως από κομμουνιστές που επέστρεφαν από τις φυλακές και τις εξορίες. Το 1957 τα σωματεία αυτά συγκρότησαν στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και στη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, Συντονιστικές Επιτροπές, τόσο για τη διεξαγωγή διεκδικητικών αγώνων όσο και για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την ένταξή τους στην Ομοσπονδία.
Ιδιαίτερη ώθηση στην αγωνιστική διάθεση των οικοδόμων έδωσε η μεγάλη εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ, που αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση με το 24,4% τον Μάιο 1958. Οι διαδικασίες ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος εντάθηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια, ενώ κλιμακώθηκε από την άλλη πλευρά και η κρατική καταστολή και οι διώξεις κατά των πρωτοπόρων αγωνιστών του κλάδου.
Στα τέλη του 1960 η κυβέρνηση Καραμανλή έφερε για ψήφιση στη Βουλή τον νόμο 4104, με τον οποίο επιχειρούνταν η «αναμόρφωση» του συστήματος των κοινωνικών ασφαλίσεων, που απέβλεπε, στην πραγματικότητα, στην αφαίρεση κατακτήσεων των εργαζομένων, σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης ακόμη πιο ευνοϊκών όρων για την καπιταλιστική κερδοφορία.
Ανάμεσα σε αυτά που πρόβλεπε ο νόμος ήταν και η αύξηση των ενσήμων που απαιτούνταν για τη σύνταξη των οικοδόμων, από τα 2.500 στα 4.050 ένσημα και ο καθορισμός της συνταξιοδότησης στα 65 χρόνια.
Καθώς το ΙΚΑ δεν λειτουργούσε ακόμη και κατά τη δεκαετία του ’50 σε όλη την Ελλάδα, ενώ ακόμη και σε περιοχές όπου λειτουργούσε (κυρίως στις μεγάλες πόλεις) μεγάλος αριθμός ενσήμων δεν επικολλούνταν (τα περίφημα «υπέρ αγνώστων»), ήταν ευνόητο ότι ελάχιστοι οικοδόμοι θα μπορούσαν να συμπληρώσουν τα 4.050 ένσημα που απαιτούνταν για σύνταξη. Ταυτόχρονα, οι σκληρές συνθήκες εργασίας στην οικοδομή, σε μια εποχή που η εκμηχάνιση των οικοδομικών εργασιών βρισκόταν στα σπάργανα, καθιστούσαν απαγορευτική την απασχόληση για όσους ξεπερνούσαν κάποια ηλικία, πόσο μάλλον όταν πλησίαζαν τα 65 χρόνια.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση προκάλεσαν την αντίδραση του κλάδου, που εκφράστηκε με την άσκηση πίεσης από τις Συντονιστικές Επιτροπές προς την Ομοσπονδία για κήρυξη απεργίας. Η αντίδραση ήταν τέτοιας έκτασης ώστε, πράγματι, η εργατοπατερική Ομοσπονδία του Λυκιαρδόπουλου προκήρυξε απεργία για την 1η Δεκεμβρίου.
Τη μέρα εκείνη τα γιαπιά νέκρωσαν και περίπου 15.000 οικοδόμοι συγκεντρώθηκαν έξω από το Εργατικό Κέντρο Αθήνας. Όταν ο Λυκιαρδόπουλος θέλησε να μιλήσει στους συγκεντρωμένους, εκθειάζοντας την κυβέρνηση και εκφράζοντας την πεποίθησή του πως τα μέτρα που αφορούν στον οικοδομικό κλάδο θα τα αποσύρει ο «φιλεργάτης υπουργός», αντιμετώπισε την οργή του πλήθους, που με επικεφαλής τους συνδικαλιστές της Συντονιστικής Επιτροπής ξεκίνησε πορεία προς το Υπουργείο Εργασίας.
Πριν ακόμη αρχίσει η πορεία, χιλιάδες αστυνομικοί, ενισχυμένοι με το μηχανοκίνητο της Αστυνομίας Πόλεων, εξαπέλυσαν άγρια επίθεση, κάνοντας και χρήση δακρυγόνων. Ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούνταν χημικά για τη διάλυση λαϊκής κινητοποίησης στην Ελλάδα.
Εντούτοις, οι δυνάμεις καταστολής βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε μέχρι τότε, από την περίοδο του Εμφυλίου, οι οικοδόμοι όχι μόνο δεν διαλύθηκαν, αλλά πέρασαν και σε αντεπίθεση, στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες, καδρόνια, τούβλα από παρακείμενα γιαπιά, ακόμη και σπασμένες πλάκες από τα πεζοδρόμια, κατά των αστυνομικών, υποχρεώνοντάς τους σε αλλεπάλληλες υποχωρήσεις.
Οι μάχες σταμάτησαν μετά από πολλές ώρες και ο απολογισμός ήταν 120 τραυματίες (οι τρεις από σφαίρες αστυνομικών) και 173 προσαγωγές (139 οικοδόμοι και οι υπόλοιποι αλληλέγγυοι, κυρίως νέοι). 22 από τους προσαχθέντες παραπέμφθηκαν σε δίκη, που κράτησε από τις 5 έως τις 18 Δεκεμβρίου.
Η βιαιότητα των συγκρούσεων και το ξάφνιασμα από την ηρωική αντίσταση των οικοδόμων στις αστυνομικές επιθέσεις, προκάλεσαν ταραχή στον αστικό πολιτικό κόσμο. Ο υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης Καραμανλή, ο διαβόητος Αριστείδης Δημητράτος (που κατείχε την ίδια θέση και στη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά), μίλησε για ταραχές που «κατευθύνονται από γνωστά κομμουνιστικά στοιχεία», ενώ ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος θυμήθηκε τα Δεκεμβριανά του 1944: «Το δράμα», είπε στη Βουλή, «βαρύνει εκείνους οι οποίοι και προ δεκαέξι ακριβώς ετών αιματοκύλισαν την πόλιν των Αθηνών».
Ανάλογης έμπνευσης ήταν και το πρωτοσέλιδο της «Καθημερινής», στις 2 Δεκεμβρίου: «Με αρτίαν οργάνωσιν, αναπτύξαντες πρωτοφανή μαχητικότητα, οι κομμουνισταί προκάλεσαν χθες αιματηράς ταραχάς εις Αθήνας».
Με απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής, την οποία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί και η Ομοσπονδία, πραγματοποιήθηκε απεργία διαμαρτυρίας και την επόμενη μέρα. Ως εκδήλωση αλληλεγγύης προς τους αγωνιζόμενους οικοδόμους, απήργησαν επίσης και μια σειρά άλλοι κλάδοι στην Αθήνα και τον Πειραιά, όπως οι μηχανουργοί, οι υποδηματεργάτες, οι λογιστές, οι τυπογράφοι, οι εργαζόμενοι στο Φωταέριο, οι οδηγοί και εισπράκτορες στα λεωφορεία κ.λπ.
Στην απεργιακή συγκέντρωση συμμετείχαν αυτή τη φορά τριπλάσιοι οικοδόμοι, περίπου 45.000, και δεν έλειψαν και πάλι οι συγκρούσεις με την αστυνομία, αν και σε περιορισμένη έκταση.
Με τη μεγάλη απεργία της 1ης Δεκεμβρίου 1960 σηματοδοτήθηκε η έναρξη της διαδικασίας ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, που έφερε στα 1964-65 την Ελλάδα στην πρώτη θέση, παγκοσμίως, από την άποψη της απεργιακής δραστηριότητας. Το αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα, με πρωτοπορία τους οικοδόμους, που εξυμνήθηκαν με το εξαιρετικά δημοφιλές τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη «Οικοδόμοι παλικάρια», αποτέλεσε συνάμα και βασικό παράγοντα ανάπτυξης του παλλαϊκού κινήματος δημοκρατικής Αντίστασης, που αποκορυφώθηκε με την εξέγερση των Ιουλιανών του 1965.
Μόνο το κατέβασμα των τεθωρακισμένων και η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, το 1967, μπόρεσε να ανακόψει αυτό το κίνημα. Το οποίο, εντούτοις, άφησε μια μεγάλη ιστορική παρακαταθήκη, πηγή έμπνευσης για τους μετέπειτα κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες του λαού μας.