«Όταν ο Λαός πέθαινε από την πείνα και τον εκτελούσαν οι κατακτητές και οι προδότες, τι έκαναν αυτοί που ζητούν την ψήφο του; ΑΠΟΧΗ»
ΕΑΜ, Μάρτιος 1946
Ένα χρόνο μετά από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, η κατάσταση στην Ελλάδα διέψευδε με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο τις προσδοκίες πως θα μπορούσε να υπάρχει ομαλή δημοκρατική διέξοδος από την πολιτική κρίση που προκαλούσε η αντιπαράθεση των δυνάμεων της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος με τις δυνάμεις του αστισμού, οι οποίες είχαν και ισχυρή βρετανική πολιτική και στρατιωτική στήριξη.
Τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ ακολούθησε ένα όργιο κρατικής και παρακρατικής βίας, με συνέπεια –σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε το ΕΑΜ– να έχουν σημειωθεί, από τον Φεβρουάριο 1945 μέχρι τον Φεβρουάριο 1946, 1.192 φόνοι αγωνιστών της Αντίστασης και της Αριστεράς, 6.671 τραυματισμοί, 509 απόπειρες φόνου, 159 βιασμοί γυναικών κ.λπ. (1)
Εντούτοις και παρά το τρομοκρατικό όργιο, η επιρροή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ (που λειτουργεί ως συνασπισμός πολιτικών κομμάτων) παραμένει εξαιρετικά ισχυρή, όπως αποδεικνύει η κατάκτηση της πλειοψηφίας στο σύνολο, σχεδόν, των οργανώσεων του μαζικού κινήματος, ακόμη και της ΓΣΕΕ, της ΠΑΣΕΓΕΣ, του ΣΕΓΑΣ κ.λπ. Η ΕΠΟΝ παραμένει μαζική οργάνωση της νεολαίας, ισχυρό παραμένει το γυναικείο κίνημα, συγκροτημένο στην Πανελλήνια Ένωση Γυναικών και κατόπιν στην Πανελλαδική Ομοσπονδία Γυναικών, η κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη» και των άλλων εντύπων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, εξακολουθεί να κινείται σε ψηλά επίπεδα κ.λπ.
Στις συνθήκες αυτές τίθεται το ζήτημα της εξομάλυνσης της πολιτικής ζωής της χώρας με τη διεξαγωγή εκλογών, για τις οποίες, όμως, δεν υπήρχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Εκτός του ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι εκκαθαρίσεις των εκλογικών καταλόγων από όσους δεν βρίσκονταν, πλέον, στη ζωή, δέκα χρόνια μετά από τις προηγούμενες εκλογές του 1936, πράγμα που ευνοούσε τη νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος, η κρατική και παρακρατική τρομοκρατία, ιδιαίτερα έντονη στην ύπαιθρο, προδίκαζε τη διεξαγωγή τους υπό καθεστώς βίας από την πλευρά της Δεξιάς, στην οποία εντάσσονταν και όλοι εκείνοι οι οποίοι είχαν συνεργαστεί στα 1941-44 με τις δυνάμεις κατοχής.
Για τον αστισμό και τους Βρετανούς προστάτες του η διεξαγωγή των εκλογών αποτελούσε μονόδρομο, αποβλέποντας στη νομιμοποίηση του μεταβαρκιζιανού καθεστώτος. Επιπλέον, η δυνατότητα νόθευσης του αποτελέσματος και η άσκηση τρομοκρατίας για τον εξαναγκασμό αριστερών και δημοκρατικών πολιτών να ψηφίσουν τη Δεξιά, αποτελούσε εγγύηση για ένα αποτέλεσμα ευνοϊκό για την επιδιωκόμενη στη συνέχεια επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου Β΄ στον θρόνο, αλλά και τη συνέχιση των νομότυπων διώξεων κατά της Αριστεράς.
Αν και τη διεξαγωγή των εκλογών έχει αναλάβει η κεντρώα κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, η Δεξιά είναι αυτή που ευνοείται από τη διενέργειά τους υπό αυτές τις συνθήκες. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού, στη Θεσσαλονίκη, στις 18 Μαρτίου 1946, (2) με τις οποίες αμφισβητούσε το κατά πόσο οι εκλογές θα μπορούσαν να είναι αδιάβλητες. Παρ’ όλα αυτά, και το Κόμμα των Φιλελευθέρων (του οποίου ηγούνταν ο Σοφούλης) και τα κόμματα των Σοφοκλή Βενιζέλου και Γεωργίου Παπανδρέου (που έχουν αποδεχτεί ακόμη και την επάνοδο του βασιλιά) προτάσσουν ως κύριο στόχο την αντιμετώπιση της εαμικής Αριστεράς, όσο κι αν βλέπουν πως θίγονται και τα ίδια από την έξαρση της δεξιάς τρομοκρατίας.
Για την Αριστερά το ζήτημα της συμμετοχής ή μη στις εκλογές τίθεται επιτακτικά όσο πλησιάζει η ημερομηνία της 31ης Μαρτίου που έχει οριστεί για τη διενέργειά τους. Καθώς, παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες τους, η κυβέρνηση Σοφούλη δεν δείχνει ικανή ή και αποφασισμένη να πάρει μέτρα για την εξασφάλιση του αδιάβλητου των εκλογών, από τον Φεβρουάριο το σύνολο των αριστερών πολιτικών δυνάμεων (τα κόμματα του ΕΑΜ, οι συνεργαζόμενοι με το ΕΑΜ Αριστεροί Φιλελεύθεροι, το ΣΚ-ΕΛΔ, των Σβώλου-Τσιριμώκου, η αντιεαμική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία, η Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών, του Γιάννη Σοφιανόπουλου, κ.λπ.), αλλά και το κεντρώο Προοδευτικό Κόμμα, του Γεωργίου Καφαντάρη, οι κύκλοι γύρω από τους Εμμανουήλ Τσουδερό και Γεώργιο Καρτάλη κ.ά., ανακοινώνουν τον προσανατολισμό τους στην αποχή. Έτσι ώστε να μη συμβάλλουν στη νομιμοποίηση ενός αποτελέσματος που δεν θα ανταποκρίνεται στην πραγματική λαϊκή βούληση.
Πριν ακόμη πάρει σχετική απόφαση το ΚΚΕ –κύρια δύναμη του εαμικού συνασπισμού- ο προσανατολισμός για αποχή αποφασίζεται από το ΕΑΜ, στις 7 Φεβρουαρίου, με ξεκάθαρη τοποθέτηση των συνεργαζόμενων μικρότερων κομμάτων. Ανάλογη απόφαση παίρνουν και οι Αριστεροί Φιλελεύθεροι, ενώ στις 20 Φεβρουαρίου ανακοινώνει πως δεν θα συμμετάσχει στις εκλογές και το ΣΚ-ΕΛΔ.
Το ΚΚΕ ευθυγραμμίζεται με την απόφαση αυτή, ενώ ταυτόχρονα, κατά τη 2η Ολομέλεια της Κ.Ε., στις 12-15 Φεβρουαρίου, αποφασίζεται ο συνδυασμός της νόμιμης δράσης με μορφές ένοπλου αγώνα. Πρόκειται για το περίφημο 4ο σημείο της απόφασης της Κ.Ε., που δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη» με αποσιωπητικά. (3)
Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε μια προσπάθεια έμμεσης συμμετοχής στις εκλογές, το ΚΚΕ πρότεινε στους συνεργαζόμενους Αριστερούς Φιλελεύθερους να κατεβάσουν δικά τους ψηφοδέλτια και να τα στηρίξει το ΕΑΜ, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε. Όπως απορρίφθηκε και η πρότασή του στους κεντρώους για κοινά αντιβασιλικά-δημοκρατικά ψηφοδέλτια και μοίρασμα των εδρών εξίσου, μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς. (4)
Ήδη, ήταν χιλιάδες οι καταδιωκόμενοι αγωνιστές που είχαν καταφύγει στα βουνά, όπου συγκροτούσαν ένοπλες ομάδες. Μία από αυτές, που βρισκόταν στην περιοχή του Ολύμπου, θα αναλάμβανε δράση τη νύχτα των εκλογών, στις 30-31 Μαρτίου, χτυπώντας τον σταθμό χωροφυλακής του Λιτόχωρου Πιερίας, σηματοδοτώντας έτσι την απόφαση να μη γίνεται, πλέον, ανεκτή η μονομερής άσκηση βίας από την πλευρά του κράτους και των παρακρατικών συμμοριών.
Εντούτοις, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί η επίθεση αυτή ως η συμβολική, έστω, έναρξη του εμφυλίου και από την πλευρά της Αριστεράς, καθώς επί μήνες κατόπιν δεν εμφανίστηκε καμιά άλλη ανάλογη ενέργεια. Το Λιτόχωρο ήταν προειδοποίηση και η Αριστερά επέμεινε και για καιρό μετά στην προσπάθεια ομαλής δημοκρατικής διεξόδου. Ακόμη και σε βάρος -όπως φάνηκε τελικά- της έγκαιρης συγκρότησης του Δημοκρατικού Στρατού, πριν ακόμη εμπλακούν οι Αμερικάνοι και αναπτυχθούν αποτελεσματικές καθεστωτικές ένοπλες δυνάμεις.
Ενώ η ομάδα των ανταρτών χτυπάει στο Λιτόχωρο, αιφνιδιάζοντας χωροφύλακες και στρατιώτες, σκοτώνοντας δέκα από αυτούς και αφοπλίζοντας τους υπόλοιπους, οι εκλογές της άλλης μέρας αναδεικνύουν νικητή τον συνασπισμό της Δεξιάς με το 55% των ψήφων. Εντούτοις, η αποχή υπολογίζεται ότι παρά την άγρια τρομοκρατία, η αποχή ξεπερνούσε το ένα τρίτο των ψηφοφόρων, (5) αν και οι δυτικοί διεθνείς παρατηρητές ανακοίνωναν πως περιοριζόταν στο… 9%.
Συνέπεια των εκλογών ήταν η ανάδειξη Βουλής υπό την πλήρη κυριαρχία της Δεξιάς, ενώ η Αριστερά βρισκόταν έξω απ’ αυτήν, κατηγορούμενη, μάλιστα –λόγω της επίθεσης στο Λιτόχωρο- πως επιδίωκε εμφύλιο πόλεμο. Πρόκειται για μια κατηγορία που βασίζεται στη σκόπιμη παράβλεψη της μεταβαρκιζιανής πραγματικότητας, κατά την οποία ο εμφύλιος διεξαγόταν ήδη μονομερώς, με τη μορφή της δεξιάς «Λευκής Τρομοκρατίας».
Η αποχή από τις εκλογές, σε συνδυασμό με την έναρξη της ένοπλης δράσης των καταδιωκόμενων αγωνιστών, απασχόλησε και τότε και επί δεκαετίες στη συνέχεια, και συνεχίζει να απασχολεί την Αριστερά και τους ιστορικούς της. Κυρίαρχη άποψη –την οποία αποδεχόταν αργότερα και ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης – είναι πως η αποχή συνιστούσε ένα από τα σοβαρά λάθη της Αριστεράς εκείνων των κρίσιμων χρόνων. Υποστηρίζεται πως ακόμη και με τις δεδομένες συνθήκες βίας και νοθείας, η Αριστερά θα μπορούσε να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές εκλογικό ποσοστό, που θα της επέτρεπε να χρησιμοποιεί και το βήμα της Βουλής στον αγώνα της κατά του μεταβαρκιζιανού καθεστώτος. Επιπλέον, η συμμετοχή του αριστερού κόσμου στις εκλογές θα καθιστούσε αδύνατη την παντοδυναμία της Δεξιάς.
Πράγματι, η εκτίμηση αυτή είναι βάσιμη. Το ερώτημα, όμως, που παραμένει είναι αν η συμμετοχή στις εκλογές θα μπορούσε να αποτρέψει τον εμφύλιο πόλεμο. Αν υπήρχαν στην Ελλάδα του 1946 οι όποιες –έστω και ελάχιστες- προϋποθέσεις για μια ομαλή δημοκρατική εξέλιξη. Κι αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί.
Παραμένει πάντα το καίριο ζήτημα που διαφοροποιεί την ελληνική περίπτωση από αυτές χωρών όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, όπου, αν και μέσα από την Αντίσταση βγήκε μια ισχυρή Αριστερά, μπόρεσαν να υπάρξουν ομαλές εξελίξεις και αποφεύχθηκε η εμφύλια αντιπαράθεση. Η διαφορά έγκειται στο ότι εδώ δεν είχαμε απλώς μια ισχυρή Αριστερά, αλλά ένα γιγάντιο λαϊκό κίνημα που θα μπορούσε –σε περίπτωση που δρομολογούνταν ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις- να διεκδικήσει νόμιμα την εξουσία. Επιπλέον, απέναντί του αυτό το κίνημα δεν είχε έναν Ντε Γκολ ή έναν Ντε Γκάσπερι.
Η ελληνική Δεξιά –στο μεγαλύτερο μέρος της- όχι μόνο δεν συμμετείχε στην Αντίσταση, αλλά συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Ενδεχόμενη άνοδος στην εξουσία του εαμικού συνασπισμού θα σήμαινε και την εκκαθάριση κι αυτών των λογαριασμών. Όχι μόνο με όσους ένοπλα στήριξαν τη φασιστική κατοχή, αλλά και με εκείνους που πλούτισαν απ’ αυτήν, συγκροτώντας τον πυρήνα της νέας μεταπολεμικής αστικής τάξης και μεγάλου μέρους των μεσοστρωμάτων.
Καθώς μια ενδεχόμενη –και πολύ βάσιμη- κυριαρχία της Αριστεράς θα είχε ως συνέπεια και την αναδιάταξη των διεθνών σχέσεων της χώρας μας, σε συνθήκες κατά τις οποίες οι γειτονικές μας χώρες στη Βαλκανική ήδη ανακηρύσσονταν λαϊκές δημοκρατίες, ενώ είχαν αρχίσει να αχνοφαίνονται τα πρώτα σημάδια του Ψυχρού Πολέμου, εκτός από τον ελληνικό αστισμό, ήταν και άλλες, ισχυρότερες, ξένες δυνάμεις που ενδιαφέρονταν για την αποτροπή μιας ομαλής εξέλιξης στην ελληνική πολιτική ζωή.
Κατά συνέπεια, μπορούμε να πούμε πως η ένοπλη εμφύλια αντιπαράθεση ήταν αναπότρεπτη. Το ζήτημα είναι αν θα συνεχιζόταν μονομερώς από την πλευρά των καθεστωτικών δυνάμεων ή αν θα επιδίωκε και το λαϊκό κίνημα να αμυνθεί ή και να διεκδικήσει τη μόνη διέξοδο που του απέμενε: την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας.
Με σαφή και αταλάντευτο προσανατολισμό, επιστράτευση όλων των δυνάμεων, που παρέμεναν ισχυρές, και αξιοποίηση των συνθηκών της περιόδου, κατά την οποία δεν είχε συγκροτηθεί ακόμη κυβερνητικός στρατός ικανός να αντιμετωπίσει ένα ένοπλο λαϊκό επαναστατικό κίνημα. Και ενώ οι Βρετανοί ήταν όλο και περισσότερο απρόθυμοι να συνεχίσουν την εμπλοκή τους, όταν ήδη η Βρετανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε σοβαρούς τριγμούς, οι Αμερικάνοι δεν ήταν ακόμη αποφασισμένοι για την υποκατάστασή τους.
- «Ριζοσπάστης», 12/2/1946
- «Ελευθερία», 19/3/1946
- Αν και έχει αμφισβητηθεί το ότι το σημείο 4 με τα αποσιωπητικά αναφερόταν στο πέρασμα στην ένοπλη πάλη, έχει επιβεβαιωθεί από τον ίδιο τον Νίκο Ζαχαριάδη, ήδη από το 1949 («Συλλογή έργων» - Κ.Ε. του ΚΚΕ - Νέα Ελλάδα, 1953, σ. 464), χωρίς τότε ή κατά τα επόμενα χρόνια να υπάρξει κάποια αμφισβήτηση απ’ όσους συμμετείχαν στη 2η Ολομέλεια.
- «Ριζοσπάστης», 15/3/1946.
- Ο υπολογισμός γίνεται με βάση το ότι στις εκλογές του Μαρτίου 1946, με την αποχή, ψήφισαν 1.120.000, έναντι 1.680.000 που ψήφισαν στο δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους και 1.700.000 στις εκλογές του 1950.