«Επαναστατική πράξις» χαρακτηρίστηκε από την επίσημη κυβερνητική ανακοίνωση (1), ενώ η προσκείμενη στην κυβέρνηση των αποστατών εφημερίδα «Ελευθερία» έκανε λόγο για «απόπειραν επαναλήψεως της απεργίας της 3ης Δεκεμβρίου 1944» (2). Το μικρό λάθος του αρθρογράφου, που ανέφερε την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου -μέρα έναρξης των Δεκεμβριανών- ως μέρα απεργίας, αντί της 4ης, που ήταν Δευτέρα, ίσως να οφειλόταν στον πανικό του.
Ο πανικός του αρθρογράφου της «Ελευθερίας» ήταν δικαιολογημένος, καθώς στις 27 Ιουλίου 1965 πραγματοποιούνταν στην Ελλάδα η πρώτη πολιτική απεργία, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο σκληρών διώξεων του εργατικού κινήματος. Εντούτοις, δεν είχαν περάσει παρά μόλις είκοσι χρόνια από τη μεγάλη Μάχη της Αθήνας, τα Δεκεμβριανά του 1944, κατά τα οποία ο αστικός κόσμος είχε δει «το χάρο με τα μάτια του», και τέτοιες καταστάσεις του ξυπνούσαν μνήμες εφιαλτικές.
Αλλά ακόμη κι αν ο ίδιος ο ίδιος ο αρθρογράφος είχε επίγνωση των ορίων της «απειλής» που αντιπροσώπευε η εξαγγελθείσα πολιτική απεργία, η αναφορά στον «κόκκινο Δεκέμβρη» ήταν γενικώς πολύ χρήσιμη για την κατατρομοκράτηση των μεσοαστικών κοινωνικών στρωμάτων και του συντηρητικού κόσμου με το φόβητρο του «κομμουνιστικού κινδύνου». Πάνω στο οποίο θα στηριχτεί, άλλωστε, δύο χρόνια αργότερα και η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας.
Η πολιτική απεργία της 27ης Ιουλίου 1965 γινόταν στο αποκορύφωμα της παλλαϊκής εξέγερσης κατά του βασιλικού πραξικοπήματος, που είχε υποχρεώσει σε παραίτηση τον εκλεγμένο με το 53% των ψήφων του ελληνικού λαού, πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, και την αντικατάστασή του από ομάδα αποστατών του κόμματος της Ένωσης Κέντρου. Επικεφαλής της κυβέρνησης των ανδρεικέλων που διορίστηκε από τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο, ήταν ο μέχρι τότε πρόεδρος της Βουλής Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας και ιθύνων νους της αποστασίας ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ένα από τα κορυφαία στελέχη της κεντρώας παράταξης.
Με την πολιτική απεργία, και ενώ το γενικότερο κλίμα παραμένει ιδιαίτερα φορτισμένο από τη δολοφονία του νεαρού αγωνιστή της Αριστεράς Σωτήρη Πέτρουλα, στη διαδήλωση της 21ης Ιουλίου, η σκυτάλη του αγώνα κατά του βασιλικού πραξικοπήματος περνούσε στα χέρια της εργατικής τάξης. Κι η εξέλιξη αυτή, όπως είναι αυτονόητο, προκαλούσε τεράστια ανησυχία στους κυρίαρχους πολιτικούς και κοινωνικούς κύκλους του μετεμφυλιακού αντεργατικού, αντιλαϊκού και αντικομμουνιστικού καθεστώτος.
Η εργατική τάξη ήταν αυτή που βίωσε, περισσότερο από κάθε άλλη κυριαρχούμενη κοινωνική τάξη, τις συνέπειες της ήττας του Εμφυλίου, ενώ πάνω στη σκληρή και χωρίς όρια άγρια εκμετάλλευσή της στηρίχτηκε η μεταπολεμική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού. Συνάμα, ήταν αυτή που περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνική τάξη που συμμετείχε στον λαϊκό επαναστατικό συνασπισμό του ΕΑΜ, εξακολουθούσε να εμπνέεται από τη λαϊκοδημοκρατική του ιδεολογία, εκφράζοντας αυτή την επιμονή της και με την ψήφο της.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι στις πόλεις και συνοικίες με εργατική κοινωνική σύνθεση η ΕΔΑ, η νόμιμη πολιτική έκφραση της Αριστεράς σε συνθήκες παρανομίας του ΚΚΕ, εξασφάλιζε ποσοστά υπερπολλαπλάσια του εθνικού της ποσοστού. Έτσι, η κατεξοχήν εργατική-λαϊκή εκλογική περιφέρεια της Β΄ Πειραιά έδινε στην ΕΔΑ 61% το 1958, όταν το εθνικό ποσοστό ήταν 24,4%, ενώ ακόμη και το 1964, όταν το εθνικό ποσοστό της ΕΔΑ περιορίστηκε στο 11,8%, εκεί το ποσοστό ήταν σχεδόν τριπλάσιο (34%), φτάνοντας και το 40% στους δήμους Νίκαιας, Κερατσινίου και Δραπετσώνας.
Η εργατική τάξη, μετά από μια περίοδο υποχώρησης των αγώνων της ως συνέπεια των διώξεων κατά τον Εμφύλιο και τα χρόνια που τον ακολούθησαν, είχε μπει, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, σε μια διαδικασία ανασυγκρότησης των συνδικαλιστικών της δυνάμεων και των διεκδικητικών κινητοποιήσεών της. Έτσι, ενώ στα 1953-62 είχαμε κατά μέσο όρο 80 απεργούς ανά 1.000 εργαζόμενους, στα 1963-67 η σχέση αυτή εκτοξεύεται σε 361 ανά 1.000 (3).
Σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, το 1964 η Ελλάδα ήταν πρώτη παγκοσμίως σε χαμένες ώρες εργασίας λόγω απεργιών, με 3.252 ώρες επί 10.000 κατοίκων, έναντι 2.571 στην Ιταλία, 1.213 στις ΗΠΑ, 407 στη Βρετανία, 154 στην Ινδία και 44 στη Σουηδία (4).
Μεταξύ 1961 και 1966 πενταπλασιάστηκαν οι απεργίες 1-2 ημερών, υπερεφταπλασιάστηκαν οι απεργίες 3-10 ημερών και αυξήθηκαν κατά 22 φορές αυτές που κράτησαν από 11 έως 50 μέρες (5).
Η έκρηξη των αγώνων της εργατικής τάξης συνδέεται με την πρωτοπόρα παρέμβαση του ιδιαίτερα μαζικού και μαχητικού κλάδου των οικοδόμων, και, από το 1962, με τον συντονισμό των συνδικαλιστικών δυνάμεων που αντιπολιτεύονταν την υπό κυβερνητική κηδεμονία ΓΣΕΕ, μέσα από την κίνηση των 115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων. Οι οποίες το 1965 είχαν ξεπεράσει τις 600.
Η ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος πήρε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση με την κατάρρευση της κυβέρνησης Καραμανλή και την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία της Ένωσης Κέντρου, που συνοδεύτηκε και από την καθαίρεση της Διοίκησης της ΓΣΕΕ, στις 22 Δεκεμβρίου 1964, και την αντικατάστασή της από ομάδα συνδικαλιστών, προσκείμενων στη νέα κυβέρνηση.
Ήταν αυτή η νέα Διοίκηση της ΓΣΕΕ που κήρυξε την πολιτική απεργία της 27ης Ιουλίου 1965, χωρίς, βέβαια, να έχει καμιά πρόθεση να απειλήσει το κοινωνικό καθεστώς, όπως ψευδώς ισχυρίζονταν οι δεξιοί επικριτές της και η κυβέρνηση των αποστατών. Εντούτοις, και μόνο η κήρυξη μιας πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας με προβολή του πολιτικού αιτήματος της παραίτησης της κυβέρνησης και της αποκατάστασης της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος, που εκφραζόταν με το παλλαϊκό σύνθημα του «1-1-4» (6), αρκούσε για να προκαλέσει έντονες ανησυχίες.
Ακόμη κι αν ούτε η ΓΣΕΕ ούτε και η ΕΔΑ απέβλεπαν σε μια ανατρεπτική διαδικασία, ο φόβος από τη δυναμική που εμπεριείχε η ανάληψη της ιστορικής πρωτοβουλίας από την εργατική τάξη ήταν σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένος. Ποιος θα μπορούσε να καθησυχάσει τους καθεστωτικούς κύκλους από την αγωνία που προκαλούσε το ενδεχόμενο η κινητοποιημένη εργατική τάξη να ξεπεράσει τα όρια που έθετε η συνδικαλιστική ηγεσία και η επίσημη Αριστερά;
Ο φόβος αυτός φάνηκε να επαληθεύεται τη μέρα της απεργίας. Όπως πολύ παραστατικά αναφέρει ο ιστορικός του εργατικού μας κινήματος Δημήτρης Λιβιεράτος, «αυθόρμητα, μέσα στα εργοστάσια, στα μαγαζιά, στις γειτονιές, έγινε μια τεράστια προετοιμασία. Ο ένας με τον άλλον, αυτοσχέδιες επιτροπές σχηματίζονται, απεργιακές φρουρές της στιγμής δημιουργούνται από αυτούς που βαδίζουν στους δρόμους, από άγνωστους μεταξύ τους εργάτες και η απεργία παίρνει σάρκα και οστά. Η συγκοινωνία έχει σχεδόν σταματήσει, αλλά χιλιάδες, πολλές χιλιάδες εργάτες κατεβαίνουν με τα πόδια στην πλατεία της Δημαρχίας όπου θα γίνει η συγκέντρωση. [...] Τα μαγαζιά κλείνουν, τα τελευταία μέσα συγκοινωνίας σταματάνε, τα ταξιά εξαφανίζονται, η απεργία επιβάλλεται. Η τεράστια διαδήλωση γίνεται η μεγαλύτερη και μαχητικότερη απεργιακή φρουρά [...] Αν η διαδήλωση δεν γινόταν, η απεργία θα περνούσε απαρατήρητη. [...] Η διαδήλωση όμως επέβαλε την απεργία, και ήταν η μεγαλύτερη εργατική νίκη» (7).
Η διαδήλωση στην οποία αναφέρεται ο Λιβιεράτος πραγματοποιήθηκε παρά την αντίθεση της συνδικαλιστικής ηγεσίας και των στελεχών της ΕΔΑ, που επιχείρησαν να την αποτρέψουν. Οι δεκάδες χιλιάδες που συγκεντρώθηκαν το πρωί της 27ης Ιουλίου στην πλατεία Δημαρχίας (Κοτζιά) και ενώ συνεχίζονταν ακόμη οι ομιλίες και οι χαιρετισμοί, κινήθηκαν προς την πλατεία Συντάγματος. Φτάνοντας στο σημείο της οδού Σταδίου όπου πριν λίγες μέρες είχε πέσει ο Σωτήρης Πέτρουλας, το πλήθος γονάτισε και έψαλε τον Εθνικό Ύμνο, ενώ τα συνθήματα που ακούγονταν υπερέβαιναν το πολιτικό πλαίσιο που έθετε η συνδικαλιστική και πολιτική ηγεσία.
Ιδιαίτερα το σύνθημα «Δημοψήφισμα» που έθετε πολιτειακό ζήτημα, ξεπερνώντας το σύνθημα της ΕΔΑ «Η Αυλή να μαντρωθεί». Το πλήθος των εργαζομένων και της νεολαίας που διαδήλωνε δεν αρκούνταν στον περιορισμό του Θρόνου στα συνταγματικά πλαίσια, αλλά απαιτούσε την κατάργηση του θεσμού της βασιλείας. Κάτι που συνιστούσε ευθεία αμφισβήτηση του καθεστώτος που είχαν επιβάλλει οι νικητές του Εμφυλίου, βασικό πυλώνα του οποίου αποτελούσε το Παλάτι.
Η απεργία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, με τη συμμετοχή περίπου 350.000 απεργών. Με την εργατούπολη της Ελευσίνας να απεργεί κατά 100%, ενώ και σε άλλες πόλεις οι απεργοί έφταναν το 70-80%. Έτσι, το 1965 αναδείχθηκε η χρονιά με τη μεγαλύτερη απεργιακή δραστηριότητα από το 1945 και μετά, με συνολικά 864.000 απεργούς, από τους οποίους οι 636.000 απήργησαν τον Ιούλιο (8).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε μια μεταγενέστερη εκτίμηση, το ΚΚΕ έκανε λόγο για «μη έγκαιρη πραγματοποίηση πανεργατικής πολιτικής απεργίας και ευνουχισμό» του κινήματος των Ιουλιανών, «με τον περιορισμό του στα πλαίσια που καθόριζαν οι αρχές». Έτσι, δεν ανατράπηκε «το παλατιανό πραξικόπημα, που άνοιξε το δρόμο για τη νεοφασιστική δικτατορία» (9).
Σχεδόν δύο μήνες μετά την πολιτική απεργία, στις 19 Σεπτεμβρίου 1965, με δικαστική απόφαση υπαγορευμένη από την τρίτη κυβέρνηση των αποστατών, του Στέφανου Στεφανόπουλου, η ηγεσία της ΓΣΕΕ θα αντικατασταθεί από νέα, με επικεφαλής τον διαβόητο καθεστωτικό εργατοπατέρα Ιωσήφ Γαλάτη. Κάποιους από τους κεντρώους επικεφαλής της Συνομοσπονδίας, όπως τον Νίκο Παπαγεωργίου, τον Χρήστο Καρακίτσο κ.ά. θα τους συναντήσουμε και πάλι στην ηγεσία της ΓΣΕΕ, μετά τη δικτατορία. Αυτή τη φορά ως εκπροσώπους του κυβερνητικού συνδικαλισμού της Ν.Δ.
1. Εφημερίδες 27 Ιουλίου 1965.
2. Εφημερίδα «Ελευθερία», 27 Ιουλίου 1965.
3. Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήµατος. 1949-1967: Το κοινωνικό πλαίσιο της πορείας προς τη δικτατορία – Νέα Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 1998, σ. 322.
4. Γεράσιμος Στεφανάτος, Η γενική πολιτική απεργία της 27 του Ιούλη 1965 – Περιοδικό «Νέος Κόσμος», τ. 9, Σεπτέμβριος 1965.
5. Σπύρος Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 237-238.
6. Το 114 ήταν το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος του 1952, σύμφωνα με το οποίο «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».
7. Δημήτρης Λιβιεράτος, Το χρονικό του Ιουλίου 1965, στο Δημήτρης Λιβιεράτος -Γιώργος Καραμπελιάς, Ιούλης ’65. Η έκρηξη - Κομμούνα, Αθήνα 1985, σ. 28-29.
8. Βασίλης Νεφελούδης, Το συνδικαλιστικό πραξικόπημα και η πάλη για την ανατροπή του - Περιοδικό «Ελληνική Αριστερά», τ. 35-36, 1966.
9. ΚΚΕ, Το 9ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας – Αθήνα 1975, σ. 34.
*ergasianet, kommon.gr, 27 Ιουλίου 2021