Πρόλογος του Θωμά Κοροβίνη
στην πρώτη έκδοση του βιβλίου "Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα" (2006)
Γνώρισα τον Γιώργο Αλεξάτο πριν λίγα χρόνια, μαζί με τα διαβρωτικά γραπτά του, το συνθηματικό γέλιο του και την φλογισμένη αγάπη του για ο,τιδήποτε ατόφιο λαϊκό. Μαζί του γνώρισα και θαύμασα και τις «Γειτονιές του Κόσμου» στο παλιό τους καταφύγιο (*). Ζήτησα τη συνεργασία του για τον τόμο-αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη που επιμελήθηκα και εκδόθηκε από την «Οδό Πανός». Μου έδωσε μαζί με ένα απόσπασμα από το «Τραγούδι των ηττημένων» και ένα πρωτότυπο κείμενό του για τον Στέλιο που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Λαϊκό Τραγούδι». Αυτά τα δυο γραπτά έκαναν, όπως διαπίστωσα, πολύ ξεχωριστή εντύπωση. Πιστεύω γιατί δεν έχουμε συνηθίσει ή δεν αναγνωρίζουμε τα τελευταία χρόνια πρόζα τέτοιου ύφους και τέτοιας πρωτοτυπίας με ζωηρή έμφαση στην βυθοσκόπηση της ουσίας και την απομυθοποίηση της μορφής των πραγμάτων.
Ο Γιώργος είναι εφοδιασμένος με ταλέντο, οξύνοια, διορατικότητα, γνώση, αλλά και έντονα κριτικό προσανατολισμό προς την ιστορία και τις εξελίξεις, αποσταγμένη ιδεολογία, αυθεντικά επαναστατικό βλέμμα, αγάπη για τον λαό μας και τους καταφρονεμένους κάθε μορφής και πάθος για το λαϊκό τραγούδι. Έχει μελετήσει με σύστημα και έχει συνείδηση του νέου κοινωνικού μορφώματος και των αιτίων που το προκάλεσαν, ώστε ο λαός μας να περιέλθει σε ένα θλιβερό ιδεολογικό και ψυχολογικό καθεστώς «μη αντίδρασης» απέναντι στις πιέσεις και τις επιτυχείς μεθόδους εξαπάτησής του που διαμόρφωσαν το νέο «στάτους». Έτσι ώστε οι ελπίδες για την πραγμάτωση των ουσιωδών και δραστικών δομικών αλλαγών που ευαγγελίζονταν οι λαϊκές εκρήξεις και οι πολιτικές αντιδράσεις του πρόσφατου παρελθόντος να ναυαγήσουν και να διαψευστούν.
«Εδώ σιωπή και σκοτεινή υγρασία
σημαία βουβή του παλιού καιρού.
Δίχως σκοπό τραγούδι του νερού
Η Επανάσταση απλώς εικασία»
Μάρκος Μέσκος «Ιδιωτικό νεκροταφείο» («Μαύρο δάσος»)
Ο Αλεξάτος μελετά τον βηματισμό της ιστορίας και των παραφυάδων της ακολουθώντας το διεισδυτικό του ένστικτο και πατώντας γερά πάνω στις βάσεις των μαρξιστικών και των συνακόλουθων μεταμαρξιστικών θεωριών χωρίς να απορρίπτει τον διάλογο και με άλλες επιστημονικές ή εμπειρικές μεθόδους. Ταυτόχρονα μιλάει σαν παιδί που το βασανίζει η δυσβάσταχτη προίκα της ανεπούλωτης μνήμης των προδομένων προγόνων που «δεν παραδέχτηκαν την ήττα» (Αναγνωστάκης, «όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα»), παρόλο που δεν προλάβαιναν να αφομοιώσουν τις αλλεπάλληλες απώλειες και συντριβές.
«Σ' όλους τους πολέμους χάσαμε κι από ένα γιο»
Κώστας Μόντης «Αγνώστω ανθρώπω»
Ο μελετητής αποδεικνύει με την εμβριθή και χρονοβόρα έρευνά του ότι το μετεμφυλιακό-μεταρεμπέτικο λαϊκό τραγούδι παρακολούθησε σε μεγάλο ποσοστό για λιγότερο από 30 χρόνια την πορεία των αγώνων και των παθών του λαού μας, ιστορικοί πυρήνες που μαζί με τις διάφορες εκφάνσεις (κυρίως τις δραματικότερες) του ερωτικού θέματος αποτέλεσαν και την κύρια βάση της θεματογραφίας του. Το λαϊκό τραγούδι της καζαντζιδικής κυρίως περιόδου εξέφρασε, όσο κανένα άλλο είδος τραγουδιού του 20ού αιώνα, τις ποικίλες κοινωνικές, πολιτικές και προσωπικές ανάγκες των ανθρώπων της εργατικής τάξης, δίνοντας σκληρές μάχες για να επιβιώσει ανάμεσα στις συμπληγάδες των διώξεων της εξουσίας και των παρεξηγήσεων της Αριστεράς.
«Έχω τη μοίρα του ορυκτού με προσμονή χιλετηρίδων
ω ελπίδα χοϊκή
τραγουδώ τους καημούς
κ' είμαι χωρίς φωνή»
Νίκος Καρούζος «Ο δρόμος» («Η πρώτη εποχή»)
Μέσα σε έντεκα κεφάλαια ο Αλεξάτος διαπραγματεύεται το θέμα της γέννησης, άνθησης και παρακμής του ρεμπέτικου και του μεταπολεμικού λαϊκού τραγουδιού σε συνάρτηση με την διαμόρφωση, την εξέλιξη και την περιθωριοποίηση του εργατικού κινήματος και την εξιστόρηση των κοινωνικών αλλαγών στην Ελλάδα σχεδόν μέχρι τις μέρες μας. Παράλληλα θίγει ή προξενεί την δημιουργία ζητημάτων που αφορούν σε αξιολογήσεις, επαναπροσδιορισμούς και ανατροπές κατεστημένων ή ανεξερεύνητων θεμάτων γύρω από την φιλοσοφία και την ιδεολογία που αφορούν στην οικοδόμηση της «νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας». Ζητήματα που επί μέρους έχουν κατά καιρούς βασανίσει το φιλέρευνο πνεύμα επιστημονικών ή ερασιτεχνικών προσεγγίσεων της εθνογραφίας, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής, της τέχνης, της ιστορίας ή ζητήματα που από άγνοια, παρανόηση ή προϊδεασμό πέρασαν στο ντούκου. Ο Αλεξάτος, είναι φανερό, στοχεύει χωρίς φόβο στην αλήθεια.
«Όπως αργεί τ' ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ' τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι»
Άρης Αλεξάνδρου «Το μαχαίρι» («Ευθύτης οδών»)
Εργασίες τέτοιας ποιότητας είναι παράγωγα ηθελημένης ή αναγκαστικής δημιουργικής μοναξιάς. Ταιριάζουν με τον δυναμισμό, την περηφάνια, την αυτονομία και την «κοινωνική μοναχικότητα» του αντρικού ζεϊμπέκικου που η επίδειξη της εσωτερικότητάς του συντελείται πάντοτε γυμνή ενώπιον όλων.
«Χορός της μέσης
ο καρσιλαμάς
χορός της κοιλιάς
το τσιφτετέλι
χορός της μοναξιάς
το ζεϊμπέκικο»
Κώστας Ριτσώνης «Φωτισμένο εργοστάσιο»
Η εργασία του Αλεξάτου είναι από πολλές πλευρές πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα. Είναι μια μελέτη πολύτιμη, γιατί ο ερευνητής με οργανωμένη σκέψη και κρίση, επιστημονική μέθοδο προσέγγισης και ανάλυσης των φαινομένων και των προσώπων, παράθεση ζωντανών και πειστικών παραδειγμάτων, χρήση πλούσιας βιβλιογραφίας και συμπάθειας (με την έννοια του «συμπάσχω») για τα προϊόντα του λαϊκού μας πολιτισμού, μας προσφέρει ένα χρήσιμο εργαλείο για την συνέχιση και την ολοκλήρωση της προσπάθειας για την περαιτέρω διερεύνηση της εθνικής (κοινωνικής και λαϊκής) μας αυτογνωσίας.
Τώρα που «όλα μοιάζουν να παίρνουν ένα τέλος», και η εποχή των «ηττημένων» που έγραψαν όμως την ιστορία τους από θέση άμυνας ή εξορισμού σαν πραγματικοί νικητές για να δώσουν χρώμα, δύναμη και αξία στην ιστορία των επίσημων νικητών, που έγραψαν όμως από θέση ισχύος και επιβολής την ιστορία τους σαν πραγματικά ηττημένοι, θέλω να ευχαριστήσω βαθιά από μέρους όλων μας τον φίλο Γιώργο Αλεξάτο και να του χαρίσω αυτό το ποίημα.
«Ο πόλεμος της Τροίας τελείωσε προσφέροντας στους τρώες
ο πολύτροπος το δούρειο τζουκ-μποξ.
Βαδίζω έξω από κέντρα που παίζει δυνατά το μπουζούκι
ενώ υψώνονται γύρω μου τα καταστήματα καταποντισμένων
ανθρώπων.
Δίπλα στο πρακτορείο προπο και το σουβλατζίδικο
το κομμωτήριο ένας βυθός με γυναίκες ασάλευτες.
Εργάτες αυτή τη στιγμή στήνουν χορό πάνω σε
κρανία τρώων πολεμιστών και μια
ανήλικη πόρνη γνέφοντας και ακτινοβολώντας
με μωβ φουστάνι πέτσινες μπότες λιγνά δάχτυλα
φουντωμένα μαλλιά και σέξυ φωνή
να λικνίζεται στις 45 στροφές του δίσκου
και τα μάτια της έχοντας τη λάμψη των ματιών της Κίρκης.
Ραψωδοί σε φωτισμένα σανίδια στο απέναντι
καμπαρέ όπου στριπτιζέζ της πεντάρας
και μισοφάλακροι νεόπλουτοι»
Λευτέρης Πούλος «Λεηλατημένη μέρα»
(*) Αναφέρεται στο καφέ-τσιπουράδικο «Γειτονιές του Κόσμου», που λειτούργησε στη Θεσσαλονίκη τις αρχές της περασμένης δεκαετίας.
Το τραγούδι των ηττημένων. Πρόλογος του Θωμά Κοροβίνη στην πρώτη έκδοση του 2006.
2014-03-25 19:23