"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Από την προετοιμαζόμενη δεύτερη έκδοση του βιβλίου "Η εργατική τάξη στην Ελλάδα"

2014-04-08 02:41

 

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

 

 

1. Από τις πρώτες εκδηλώσεις εργατικής διαμαρτυρίας στο “δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι”

Έχουμε δει ότι κινήσεις εργατικής διαμαρτυρίας και συγκροτημένης αντιπαράθεσης με την ανερχόμενη αστική τάξη υπήρξαν ήδη πριν την Επανάσταση του 1821 στα Αμπελάκια και την Ύδρα. Ενώ συνεχιζόταν ο απελευθερωτικός αγώνας, πραγματοποιήθηκε το 1826 απεργία των τυπογράφων της “Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος”, της εφημερίδας της κυβέρνησης, με αίτημα την πληρωμή καθυστερούμενων μισθών.

Μετά την ανεξαρτησία κυρίαρχη πολιτική, τόσο του Ιωάννη Καποδίστρια όσο και της βαυαρικής Αντιβασιλείας και του καθεστώτος του Όθωνα, είναι η ενίσχυση της κεντρικής συγκεντρωτικής εξουσίας και κατά συνέπεια ο περιορισμός των μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης, παραδοσιακών και νέων. Έτσι, το 1833, με ένα από τα πρώτα νομοθετικά μέτρα της Αντιβασιλείας θα χαρακτηριστεί αδίκημα η “εκ συστάσεως αποχή εκ της εργασίας επί σκοπώ ισχυροποιήσεως αξιώσεων”. Πρόκειται για τον πρώτο νόμο που στρέφεται κατά της απεργίας, που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι πέρα από προληπτικούς λόγους -σε μια περίοδο, μάλιστα, που η Ευρώπη συγκλονιζόταν από επαναστατική κρίση, στην οποία συμμετείχε και το νεαρό εργατικό κίνημα- θα πρέπει να υπήρχαν και ενδείξεις συγκρότησης διεκδικητικού κινήματος και στην Ελλάδα. Άλλωστε, το 1830 είχε ήδη πραγματοποιηθεί απεργία και στο Νομισματοκοπείο της Αίγινας.

Στο πλαίσιο των αντιδημοκρατικών ρυθμίσεων της βαυαρικής εξουσίας εντάσσεται και ο ποινικός νόμος του 1834 που όριζε την αστυνόμευση των σωματείων και των εν γένει ενώσεων προσώπων (Χαρίλαος Γκούτος, Ο συνδικαλισμός στο ελληνικό κράτος 1834-1914 - ΕΕΕ Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας, Αθήνα 1988, σ. 65). Οι ρυθμίσεις αυτές είναι χαρακτηριστικές του αστικού κοινωνικού καθεστώτος και αντιγράφουν ανάλογες πρακτικές και άλλων χωρών όπου η αστική τάξη βρέθηκε στην εξουσία, ανεξάρτητα από τη δημοκρατική ή την απολυταρχική μορφή άσκησής της. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται και η κατάργηση, με κρατική παρέμβαση, των υπολειμμάτων του συντεχνιακού συστήματος (Χαρίλαος Γκούτος, ό.π., σ. 64), το οποίο είχε ήδη αποδιαρθρωθεί με την παρακμή του ανατολικού τρόπου παραγωγής, αλλά και λόγω των επιπτώσεων του απελευθερωτικού αγώνα στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Η επαγγελματική οργάνωση και οι συνδικαλιστικές εκφράσεις θεωρούνταν πως αντιστρατεύονται την ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας, την οποία καθόριζε η κυριαρχία της φιλελεύθερης αρχής του “lazzer fair”.

Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αναγνωρίζεται για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του 1864, μετά την έξωση του Όθωνα, και ακολουθεί ένα κύμα ίδρυσης σωματείων κάθε είδους (τοπικών, πολιτιστικών κ.ά.), πολλά από τα οποία αποτελούν ενώσεις μικροϊδιοκτητών επαγγελματιών, εμπόρων κ.λπ.

Μέχρι και τη δεκαετία του 1870 δεν υπάρχει κανένα σωματείο εργατικό, ως προς τη σύνθεση και τους στόχους του. Ούτε εκδηλώνονται συγκροτημένοι εργατικοί διεκδικητικοί αγώνες, έστω και σε πρωτογενή μορφή. Την ερμηνεία αυτής της καθυστέρησης -σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα κάνει έντονη την παρουσία του στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες- θα μπορούσαμε να την αναζητήσουμε σε μια σειρά παράγοντες, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι:

α) Η διασπορά της μεγάλης πλειονότητας της ολιγάριθμης ελληνικής εργατικής τάξης σε μικρές παραγωγικές μονάδες, που καθιστά δύσκολη την επικοινωνία και τη δυνατότητα συνειδητοποίησης των κοινών συμφερόντων ακόμα και σε κλαδικό και ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα προϋπάρχουν τέτοιοι δεσμοί με την εργοδοσία (συντοπίτικοι, συχνά συγγενικοί κ.λπ.), που αποκρύπτουν την ταξική αντίθεση.

β) Η μη αποκοπή της μεγάλης πλειονότητας των εργατών και εργατριών από τη μικροϊδιοκτησία, που τους επιτρέπει να πιστεύουν -πολύ συχνά βάσιμα- ότι η ένταξη σε σχέσεις εξαρτημένης εργασίας θα είναι προσωρινή.

γ) Το μεγάλο ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι πρόσφυγες και μετανάστες εργάτες, αλλά και οι ανήλικοι, που έχουν πρόσθετες δυσκολίες οργανωμένης διεκδίκησης.

δ) Η ανυπαρξία εκτεταμένων και παρατεταμένων φαινομένων μαζικής εξαθλίωσης, και η δυνατότητα διατήρησης των ημερομισθίων σε σχετικά υψηλά επίπεδα για μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού. Μια δυνατότητα, που, όπως έχουμε δει, επιτυγχάνεται με την επιστράτευση στρατηγικών αντίστασης στην προλεταριοποίηση, με την εποχιακή και περιοδεύουσα εργασία και την αξιοποίηση της μεταναστευτικής διεξόδου.

Μπορούμε να πούμε πως οι εργάτες και εργάτριες της Ελλάδας εκείνων των χρόνων, καθώς βρίσκονται σε αντικειμενική σύγχυση ταξικών θέσεων μεταξύ εργατικής και μικροαστικής (κυρίως αγροτικής) τάξης, με μικρό τμήμα τους (κυρίως ανήλικοι εργαζόμενοι στη νεαρή βιομηχανία) να συγχέεται ταξικά με το υποπρολεταριάτο, αντιπαρατίθενται στην αστική τάξη, αντιτιθέμενοι στην επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων και στη σταθερή υπαγωγή τους σ' αυτές. Από την άποψη αυτή, η εργατική διεκδίκηση και αντίσταση συνδέεται με τη συνολικότερη αντίσταση του κόσμου της απλής εμπορευματικής παραγωγής, που αποτελεί την τεράστια πλειονότητα του ελληνικού λαού εκείνης της εποχής.

 

2.Το ξεκίνημα: Σύρος 1879

Παρά το ότι στην ίδια την Ελλάδα απουσιάζουν μορφές εργατικής οργάνωσης και διεκδίκησης που θα επέτρεπαν να μιλήσουμε για εργατικό κίνημα, η συγκρότηση και δράση της Α΄ Εργατικής Διεθνούς (1864-74) και η εργατική αναταραχή σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες δεν αφήνουν αδιάφορους κάποιους συντηρητικούς κύκλους. Το 1869, δυο χρόνια πριν από την Κομμούνα του Παρισιού, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος αυτής της περιόδου, εκδόθηκε από την Εταιρεία των Φίλων του Λαού φυλλάδιο με τίτλο “Εγκόλπιον του Εργατικού Λαού ή συμβουλαί προς χειρώνακτας”, στο οποίο, μεταξύ άλλων, προειδοποιούνται οι εργάτες για το ατόπημα που συνιστά η κάθοδος σε απεργία (Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος - γ' έκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972, σ. 16-17).

Εντούτοις, θα περάσουν άλλα δέκα χρόνια μέχρις ότου διαπραχθεί το “ατόπημα” και στην Ελλάδα. Τόπος εκδήλωσής του είναι η Σύρος, η μοναδική ελληνική πόλη της εποχής που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εργατούπολη, αν και ήδη η θέση της ως κύριου εμποροναυτιλιακού και βιομηχανικού κέντρου της χώρας αμφισβητείται από την ανάπτυξη του Πειραιά. Σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής κρίσης και καθώς η παραγωγικότητα της εργασίας στο νησί είναι χαμηλή, σε σύγκριση μ' αυτήν των τεχνολογικά αναπτυγμένων ευρωπαϊκών βιομηχανικών κέντρων, η απρόσκοπτη αύξηση των μεροκάματων δεν είναι δυνατή (Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης - γ΄ έκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1988, σ. 180).

Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο 1879 η Σύρος συγκλονίζεται από ένα κύμα απεργιών, που έχουν ως αφορμή την κάθετη πτώση της αγοραστικής αξίας των ημερομισθίων, ως αποτέλεσμα της υποτίμησης των ξένων νομισμάτων και της ξέφρενης ανόδου των τιμών σε όλα τα είδη λαϊκής κατανάλωσης. Την πρώτη απεργία διοργανώνει ο νεοσύστατος Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου και ακολουθεί απεργία και των βυρσοδεψεργατών, που κι αυτοί συγκροτούν συνδικαλιστική οργάνωση. Έχουμε, δηλαδή, τις πρώτες εκδηλώσεις διεκδικητικού εργατικού κινήματος, που οργανώνονται από συνδικαλιστικούς φορείςς. Αιτήματα των απεργών είναι η αύξηση κατά 25-50% των ημερομισθίων, η μείωση των ωρών εργασίας από 12-14 σε 10 και η κατάργηση της απλήρωτης εργασίας (“αγγαρείας”) της Κυριακής.

Καθώς η πρώτη απόπειρα αντιμετώπισης των απεργιών με τη χρήση αστυνομικής και στρατιωτικής βίας αποτυγχάνει, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου αποδέχεται τα αιτήματα των απεργών. Τη λύση, όμως, της απεργίας ακολουθούν μαζικές απολύσεις και αντικατάσταση των εργατών από άλλους, που μεταφέρονται από άλλα νησιά του Αιγαίου. Οι εργάτες της Σύρου μετανάστευσαν στην Αθήνα και τον Πειραιά ή και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη Ρουμανία και την Αίγυπτο (Εμμανουήλ Λυκούδης, Η εν Ελλάδι βιομηχανία και αι απεργίαι - Πρωίδης, Ερμούπολη 1883, σ. 4-5. Περικλής Ροδάκης, Τάξεις και στρώματα στη νεοελληνική κοινωνία - Μυκήναι, Αθήνα 1975, σ. 43.  Γεώργιος Αναστασόπουλος, Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας - Ελληνική Εκδοτική, Αθήνα 1947, τ. Β΄ σ. 5).

Η ίδρυση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και το ξέσπασμα των απεργιών της Σύρου το 1879 σηματοδοτούν την εμφάνιση του ελληνικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Κι αυτό, ανεξάρτητα από τις βάσιμες ενστάσεις σχετικά με τον χαρακτήρα αυτών των πρώτων οργανώσεων που δεν ήταν αμιγώς εργατικές. Σύμφωνα με μια άποψη (Χαρίλαος Γκούτος, ό.π., σ. 96), το σωματείο των ναυπηγοξυλουργών της Σύρου προσδιορίζεται από το Καταστατικό του όχι ως εργατική οργάνωση “αλλά μάλλον συνεργατική εταιρεία. Αλλά και αν υποτεθεί ότι ήταν εργατικό σωματείο, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αμιγώς εργατικό, διότι μετείχαν σ' αυτό και εργολάβοι, δηλαδή επιχειρηματίες, οι οποίοι μάλιστα δεν αποκλείεται να απασχολούσαν και μισθωτούς σε ξυλουργικές βιοτεχνίες τους, δηλαδή να ήταν και εργοδότες”. Κατά την άποψη αυτή, το πρώτο σωματείο μισθωτών στην Ελλάδα ήταν ο Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος, που ιδρύθηκε το 1873 (Χαρίλαος Γκούτος, ό.π., σ. 95).

Σχετικά με τη σύνθεση του σωματείου των ναυπηγοξυλουργών πρέπει να πούμε πως αντανακλούσε την ίδια τη σύνθεση του κλάδου, όπως και πολλών άλλων κλάδων εκείνης της εποχής, αλλά και μεταγενέστερων δεκαετιών. Κυρίαρχη μέχρι και πρόσφατα σε κλάδους όπως αυτός των οικοδόμων, η σχέση της υπεργολαβικής ανάληψης εργασίας θέτει το ζήτημα της ταξικής ένταξης των εργαζομένων που προσωρινά ή και σε μονιμότερη βάση απασχολούνται ως υπεργολάβοι. Εργαζόμενοι και οι ίδιοι, αναλαμβάνουν τη συγκρότηση συνεργείων, συμμετέχοντας στην απόσπαση υπεραξίας -έστω και μικρού μέρους της-, υποκείμενοι, εντούτοις, στη συλλογική εκμετάλλευση από τον συλλογικό εργοδότη-καπιταλιστή. Η απάντηση στο ερώτημα αν ανήκουν ή όχι στην εργατική τάξη ή αν συνιστούν τμήμα της μικροαστικής τάξης, νομίζω πως δίνεται με τη διαπίστωση ότι στον ταξικό ανταγωνισμό τοποθετούνται σταθερά στην πλευρά της εργασίας. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσαμε να τους δούμε σε αντιστοιχία με τους αρχιεργάτες της βιομηχανίας. Προνομιούχους σε σχέση με τους άλλους εργάτες, αλλά σαφώς ενταγμένους στην εργατική τάξη.

Όσον αφορά στον Διδασκαλικό Σύλλογο, αποτέλεσε όντως το πρώτο σωματείο μισθωτών, μόνο που οι δάσκαλοι, πόσο μάλλον οι καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης εκείνης της εποχής, που επίσης εντάσσονταν στον Σύλλογο, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν τμήμα της εργατικής τάξης. Η κοινωνική τους θέση και λειτουργία τούς ενέτασσε στη μισθωτή μικροαστική τάξη.

 

3. Το φαινόμενο επεκτείνεται και μονιμοποιείται.

Τρία χρόνια μετά τις απεργίες της Σύρου εκδηλώνονται απεργιακοί αγώνες και στην Αθήνα και τον Πειραιά, και τον Οκτώβριο 1882 ιδρύεται ο Εργατικός Σύνδεσμος των τυπογράφων, μετά από απεργία του κλάδου, που εκδίδει και την ομώνυμη πρώτη εργατική συνδικαλιστική εφημερίδα. Οι τυπογράφοι είχαν ιδρύσει ήδη από το 1868 οργάνωση αλληλοβοήθειας, την αδελφότητα “Γουτεμβέργιος”.

Το 1883 απεργιακοί αγώνες των υποδηματεργατών (τσαγκαράδων) και των ραπτεργατών και ραπτεργατριών της Αθήνας αντιμετωπίζονται με τη μέθοδο που θα χρησιμοποιείται πολύ συχνά και επί δεκαετίες αργότερα: με την αντικατάσταση των απεργών από απεργοσπάστες, που μεταφέρονται από άλλα μέρη. Στην περίπτωση αυτή οι απεργοσπάστες προέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.

Οι απεργίες αυτές εκδηλώθηκαν με την έναρξη της πρώτης κρίσης που γνώρισε η ελληνική βιομηχανία (1883-87), ως αντίδραση στη μείωση των ημερομισθίων που έπεσαν κατά 35-40%. Η αποτυχία τους και η ανεργία που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια είχαν ως αποτέλεσμα την ανακοπή του απεργιακού κινήματος, που δεν θα επανεμφανιστεί πριν το 1893.

Η επανεμφάνισή του συμπίπτει με την πτώχευση του ελληνικού κράτους και την έναρξη της νέας κρίσης της ελληνικής βιομηχανίας, που λειτουργεί, έτσι, αντίστροφα από αυτήν του 1883. Στην κατεύθυνση αυτή συντελούν οι μεγάλες ανατροπές που επιφέρει στην καθημερινή ζωή των εργατών:

Η δυστυχία εις την οποία έχουν καταδικαστεί και εν γένει η αθλιότης των όρων ζωής και της διαβιώσεως, περιγράφονται ως λίαν ζοφεραί δια την ως άνω τάξιν.

Ούτω δια πρώτην φοράν η απαθλίωσις των εργαζομένων εγένετο αφορμή εκδηλώσεων, αίτινες είχον σχέσιν με την όλην διεθνή εργατικήν κίνησιν” (Γεώργιος Αναστασόπουλος, ό.π., τ. Β΄ σ. 713).

Την εργατική κινητικότητα επισημαίνει ο Βλάσης Γαβριηλίδης, από τις στήλες της “Ακρόπολης”:

Δεν εσχηματίσθησαν ακόμη συμπαγείς και επιβλητικοί όμιλοι, ως εις τας ευρωπαϊκάς μεγαλουπόλεις, επιβάλλοντες δια θορυβωδών απεργιών τας θελήσεις των προς τους ιδιοκτήτας και τους παρέχοντας εν γένει εργασίαν, προς τους κεφαλαιούχους και τους αρχηγούς επιχειρήσεων, αλλά ο σταθμός των αενάων παραπόνων και των μεμψιμοιριών εσημειώθη ήδη εν τη εξελίξει της χειρωνακτικής εργασίας και παρ' ημίν” (“Ακρόπολις”, 13/3/1894).

Το απεργιακό κύμα αυτής της περιόδου εξαπλώνεται από την Αθήνα και τον Πειραιά στο Λαύριο, την Πάτρα και τον Βόλο, ενώ ιδιαίτερη μαχητικότητα εμφάνιζαν οι αλλοδαποί εργάτες των σιδηροδρομικών γραμμών. Τελικά και το δεύτερο αυτό κύμα υποχωρεί, όταν η αντιπληθωριστική και αντιαναπτυξιακή πολιτική που επιβάλει ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, μετά τον αποτυχημένο Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 (Στάθης Τσοτσορός, Η συγκρότηση του βιομηχανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα (1898-1939) - ΜΙΕΤ, Αθήνα 1993, τ. Α΄ σ. 14), καθιστά αναποτελεσματικές τις όποιες κινητοποιήσεις. Μεγάλο μέρος των εργατών που μένουν χωρίς δουλειά ή που αρνούνται να εργαστούν με τα άθλια μεροκάματα εκείνων των χρόνων επιλέγουν τη λύση της μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ.

Ένα τρίτο κύμα εργατικών αγώνων ξέσπασε από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, που ξεπέρασε σε μαζικότητα και μαχητικότητα τα προηγούμενα. Υπολογίζεται ότι από το 1904 έως το 1909 απήργησαν 51.500 εργάτες και εργάτριες διαφόρων κλάδων (Κωστής Μοσκώφ, ό.π., σ. 213). Η έξαρση του κινήματος αυτής της περιόδου συμπίπτει με το τρίτο κύμα βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας που ακολούθησε την οικονομική κρίση των προηγούμενων δέκα χρόνων.

Την περίοδο αυτή κάνουν την εμφάνισή τους στο προσκήνιο των εργατικών αγώνων οι κλάδοι των καπνεργατών και των σιγαροποιών (τσιγαράδες), καθώς και οι σιδηροδρομικοί και οι τροχιοδρομικοί (τραμβαγέρηδες), που, με εξαίρεση τους τσιγαράδες, θα συνεχίσουν να πρωτοστατούν στο εργατικό κίνημα επί δεκαετίες μετά.

Πρώτο κέντρο του καπνεργατικού κινήματος υπήρξε ο Βόλος, στον οποίο εργατικοί αγώνες αναφέρονται ήδη από το 1882. Το καπνεργατικό σωματείο ιδρύθηκε το 1901, όταν οργανώθηκε και η πρώτη απεργία του κλάδου. Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στο θεσσαλικό εμποροναυτιλιακό και βιομηχανικό κέντρο κατά τα επόμενα χρόνια κατέληξε το 1907 στην ίδρυση του Πανεργατικού Συνδέσμου και το 1908 του Εργατικού Κέντρου, μιας πολιτικο-συνδικαλιστικής οργάνωσης με σοσιαλιστικό προσανατολισμό, που θα έχει έντονη παρουσία στη ζωή της πόλης.

Σημαντική ήταν η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και στην Πάτρα, όπου το 1900 ιδρύθηκε ο Εργατικός Σύνδεσμος και το 1907 η Ελληνική Εργατική Ένωση, πολιτικο-συνδικαλιστική κίνηση ανάλογη με το Εργατικό Κέντρο του Βόλου. Συνδικαλιστικές ενώσεις ιδρύθηκαν επίσης στην Κέρκυρα, την Κεφαλονιά, τη Λάρισα κ.λπ. Τα πρώτα σωματεία των σιδηροδρομικών και των τροχιοδρομικών ιδρύθηκαν το 1905, ενώ τον ίδιο χρόνο πραγματοποίησαν απεργία οι υπάλληλοι των ταχυδρομείων.

Οι διεκδικητικοί αγώνες των εργαζομένων δυναμώνουν στα χρόνια 1907-09, καθώς εντείνονται συνολικά μέσα στην ελληνική κοινωνία οι διεργασίες που θα οδηγήσουν στο αναγεννητικό κίνημα του 1909. Στις παραμονές του κινήματος ξεχωρίζουν οι μεγάλες καπνεργατικές απεργίες του Βόλου και της Καρδίτσας τον Φεβρουάριο 1909, ενώ τον Ιούνιο απήργησαν οι τροχιοδρομικοί της Αθήνας με αίτημα τη μείωση των ωρών εργασίας από 12-14 σε 10. Δημοσίευμα της “Ακρόπολης” στις 3 Αυγούστου χαρακτηρίζει το απεργιακό κίνημα “μικρόβιον... ενδημικόν πλέον”.

Η αντιμετώπιση του εργατικού διεκδικητικού κινήματος διακηρύσσεται ως ένας από τους κύριους στόχους του Συνδέσμου Βιομηχάνων – Βιοτεχνών που ιδρύεται το 1908, ως αμιγώς εργοδοτική οργάνωση σε πανελλαδικό επίπεδο.

 

4. Οι αγώνες των μεταλλωρύχων του Λαυρίου. Τα “Λαυρεωτικά”

Στους διεκδικητικούς αγώνες αυτής της πρώτης περιόδου ανάπτυξης του ελληνικού εργατικού κινήματος ξεχωρίζουν οι κινητοποιήσεις των μεταλλωρύχων του Λαυρίου, που ξεσπούν στα 1883, '87, '96 και 1906, προσλαμβάνοντας εξεγερσιακά χαρακτηριστικά.

Τα μεταλλεία του Λαυρίου, σε σχετικά μικρή απόσταση από την Αθήνα, τα εκμεταλλευόταν από το 1864 εταιρία του ιταλού επιχειρηματία Σερπιέρι, με τη συμμετοχή και του Ανδρέα Συγγρού. Οι εργάτες προέρχονταν από διάφορα μέρη και μεγάλο αριθμό αντιπροσώπευαν οι πρόσφυγες της αποτυχημένης Κρητικής Επανάστασης του 1866-69.

Το Λαύριο αποτέλεσε πραγματικό βιομηχανικό γκέτο. Η διαφοροποίηση με βάση τη θέση στην ιεραρχία των εργασιακών σχέσεων εκφραζόταν ακόμα και στη διαμόρφωση της πόλης και “οι διακρίσεις στον ιδιωτικό χώρο κατοίκησης συνεχίζονταν και ανάμεσα σε εργάτες με οικογένεια ή χωρίς οικογένεια, σε εργαζόμενους συνδικαλιστές ή “αφοσιωμένους” στην εταιρεία κ.λπ.” (Άννη Βρυχέα, Ο οικισμός Κυπριανού - Αφιέρωμα στο Λαύριο, εφημ. “Καθημερινή”, 6-7/1/1996).

Εργαζόμενοι σε συνθήκες “κυριολεκτικά εφιαλτικές” (Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Από την Επανάσταση του 1821 ώς το κίνημα του Γουδί (1909) - Τολίδης, Αθήνα 1974, σ. 450-451), οι μεταλλωρύχοι έπεφταν συχνά θύματα εργατικών ατυχημάτων. Σε έκθεση κυβερνητικού υπευθύνου αναφερόταν πως μόνο το 1892 υπήρξαν 36 θανατηφόρα ατυχήματα (Γεώργιος Αναστασόπουλος, ό.π., τ. Β΄ σ. 695), άρα τρία ανά μήνα. Όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος (ό.π., σ. 35), η εταιρία “είχε φτιάσει το δεύτερο πάτωμα της Καμάριζας πλάι στη μηχανή, μια μαρμαρένια κάμαρα, κι εκεί κρύβονταν τα πτώματα των σκοτωμένων από τα φουρνέλα και τα βουλιμέντα. Τη νύχτα ο καροτσέρης Κάλιος Μάνθος, από τους σπιτικούς του Σερπιέρη, μαζί με άλλους πιστούς της Εταιρείας βγάζανε κρυφά τα πτώματα και τα πήγαιναν και τα παράχωναν στα πεύκα του Άη Κωνσταντίνου”.

Οι αγώνες των μεταλλωρύχων του Λαυρίου διεξάγονταν για περισσότερα από είκοσι χρόνια χωρίς συνδικαλιστική οργάνωση -ενδεικτικό του κλίματος τρομοκρατίας που επικρατούσε- και είχαν μορφή αυθόρμητων βίαιων κινητοποιήσεων, με αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία και τον στρατό. Οι πρώτες απεργίες -στα 1883 και '87- έγιναν με αιτήματα οικονομικά, καθώς και για τη λήψη μέτρων κατά των ατυχημάτων και την κατάργηση της κυριακάτικης απλήρωτης εργασίας (αγγαρείας).

Στις 8 Απριλίου 1896 ξέσπασε η μεγάλη κινητοποίηση που έμεινε στην ιστορία με το όνομα “Λαυρεωτικά”. Κράτησε δεκατρείς μέρες και συνοδεύτηκε από σφοδρές ένοπλες συγκρούσεις. Μετά τη βίαιη καταστολή της εγκαταστάθηκε στο Λαύριο μόνιμη στρατιωτική φρουρά.

Δέκα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο 1906, θα ιδρυθεί το σωματείο των μεταλλωρύχων του Λαυρίου. Την ίδρυσή του θα ακολουθήσει νέα απεργιακή κινητοποίηση, με τα ίδια αιτήματα που τίθονταν επί δύο δεκαετίες. Ούτε και τότε έλειψαν οι βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία και τον στρατό.

Με τους αγώνες αυτούς οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου, της μεγαλύτερης παραγωγικής μονάδας της χώρας, βρέθηκαν στην πρωτοπορία του ελληνικού εργατικού κινήματος κατά την πρώτη περίοδο της εμφάνισής του. Εντούτοις, βρίσκονταν κάθε φορά απομονωμένοι, καθώς απουσίαζε από την εργατική τάξη της εποχής η συνείδηση των κοινών ταξικών συμφερόντων, καθώς και αντίστοιχη ταξική συνδικαλιστική δομή.

 

5. “Συντεχνιακός” και ταξικός συνδικαλισμός

Αν και το συντεχνιακό σύστημα έχει διαλυθεί ήδη από την περίοδο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, το “συντεχνιακό πνεύμα” όχι μόνο επιβιώνει, αλλά και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο οργάνωσης, λειτουργίας και δράσης των πρώτων ελληνικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, σε πολλές από τις οποίες συνυπάρχουν μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι και μικροί εργοδότες. Καθώς απουσιάζει η συνείδηση των κοινών συμφερόντων των εργαζομένων, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, και το πνεύμα της ταξικής αλληλεγγύης, κυριαρχεί η τάση υπεράσπισης των στενών κλαδικών επαγγελματικών συμφερόντων.

Οι οργανώσεις αυτής της περιόδου στηρίζονται κυρίως “σ' ένα πνεύμα φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης” (Γιάννης Κορδάτος, ό.π., σ. 25-26). Πρόκειται για οργανώσεις που στην πλειονότητά τους λειτουργούν ως αλληλοβοηθητικές και στις τάξεις τους ο ρόλος των ειδικευμένων τεχνιτών είναι αυξημένος σε σχέση με τους απλούς εργάτες, οι οποίοι συχνά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς το σωματείο (Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στο μεσοπόλεμο. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών - Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1993, σ. 97).

Συχνά, τα εργατικά σωματεία τίθενται υπό την προστασία κάποιου Αγίου, συνήθως του πολιούχου της πόλης ή της συνοικίας όπου εδρεύουν (Χαρακτηριστική η αναφορά της Κ.Ε. του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας, πολλά χρόνια μετά : “Πολλοί από σας εκάματε σωματείο για λούσο ή χάριν του αγίου” - Κ.Ε. του ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, 1964, σ. 94), και επικεφαλής τους βρίσκονται παράγοντες άσχετοι με την εργατική τάξη (Γιάννης Κορδάτος, ό.π., σ. 26): δικηγόροι, κληρικοί, πολιτευτές, ακόμα και επιχειρηματίες. Το φαινόμενο αυτό σχετίζεται με την έλλειψη αυτοπεποίθησης και τον φόβο των συνδικαλιστών εργατών να έρθουν σε άμεση επαφή με την εργοδοσία (Δημήτρης Στρατής, Σαράντα χρόνια αγώνες των Ελλήνων σιδηροδρομικών 1905-1945 - Αθήνα 1959, σ. 13. Για την καταστατική θεσμοθέτηση του συντεχνιασμού, Χαρίλαος Γκούτος, ό.π., σ. 104 κ.έ.). Εντούτοις, στις αυθόρμητες εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος κυριαρχούσαν οι “απλοϊκοί και αυθόρμητοι παλληκαράδες” (Κωστής Μοσκώφ, ό.π., σ. 181), σε έναν συνδυασμό αυθορμητίστικου πνεύματος και αντιλήψεων ταξικής συνεργασίας και ρεφορμισμού (Κώστας Βεργόπουλος, Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αιώνα - Εξάντας, Αθήνα 1978, σ. 158-159).

Έχει ξεχωριστή σημασία το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξαν συνδικαλιστικές οργανώσεις της εργατικής τάξης πριν τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος ίδρυσης και λειτουργίας τους, όπως είχε συμβεί σε πολλές άλλες χώρες. Έτσι, η συγκρότησή τους “με την ευλογία της δικηγορίας και της αστικής δικαιοσύνης, με βάση το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι το οποίο περιεχόταν στο Σύνταγμα του 1864” (Κώστας Μπατίκας, Συνδικάτα και πολιτική - Εργοεκδοτική, Αθήνα 1994, σ. 169) εμπεριείχε τον κίνδυνο λεγκαλιστικού προσανατολισμού.

Κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα διαμορφώνεται μια νέα γενιά συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αυτές “εμψυχώθηκαν από εργάτες, που είχαν αποκτήσει στις μικρές σοσιαλιστικές ομάδες της εποχής, μια στοιχειώδη σοσιαλιστική κατάρτιση. Ο διεκδικητικός τους χαρακτήρας ήταν σαφέστερος. Κύριος στόχος τους ωστόσο ήταν να ανυψώσουν την αυτοπεποίθηση των μελών τους, να δημιουργήσουν μια διαφορετική κλίμακα αξιών στην οποία θα δέσποζε η αξιοπρέπεια της εργασίας. Σε ένα περιβάλλον όπου ο εργάτης βρισκόταν όχι μόνο σε οικονομική, αλλά και σε κοινωνική και ιδεολογική υπάλληλη θέση, διεκδικούσαν κοινωνικό κύρος” (Αντώνης Λιάκος, ό.π., σ. 97).

Στα τέλη της δεκαετίας έχουν ιδρυθεί συνδικαλιστικές οργανώσεις σε μια σειρά πόλεις και κωμοπόλεις σε όλη την ελληνική επικράτεια. Οι οργανώσεις αυτές διακρίνονται, από την άποψη της σύνθεσής τους, σε τρεις κατηγορίες:

α) Αμιγώς εργατικές, με ηγεσία που προέρχεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους.

β) Αμιγώς εργατικές, με ηγεσία που δεν προέρχεται από τους εργαζόμενους.

γ) “Συντεχνιακού τύπου”, με τη συνύπαρξη μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και μικροεργοδοτών.

Από την άποψη του χώρου που καλύπτουν και απευθύνονται διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες.

α) Κλαδικές, που καλύπτουν ένα συγκεκριμένο επάγγελμα σε τοπικό επίπεδο, ανεξαρτήτως χώρου εργασίας.

β) Επιχειρησιακές, που καλύπτουν τους εργαζόμενους μιας συγκεκριμένης επιχείρησης, όπως, π.χ., το σωματείο των μεταλλεργατών του Λαυρίου.

γ) Πανεργατικές τοπικές, που καλύπτουν τους εργαζόμενους ανεξαρτήτως κλάδου και επιχείρησης, όπως, π.χ., η Εργατική Ένωση Πάτρας, το Εργατικό Κέντρο Βόλου κ.λπ.

δ) Πανελλαδικές, που καλύπτουν τους εργαζόμενους ενός κλάδου σε πανελλαδικό επίπεδο, όπως ο Σύνδεσμος των Σιδηροδρομικών.

Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση των πανεργατικών τοπικών ενώσεων, που η συγκρότησή τους πήγασε από την ανάγκη συνδικαλιστικής έκφρασης μιας εργατικής τάξης διάσπαρτης σε πλήθος μικροεπιχειρήσεων, σε μια εποχή κατά την οποία πολλοί κλάδοι δεν είχαν σε τοπικό επίπεδο την απαιτούμενη μαζικότητα για αυτόνομη συνδικαλιστική οργάνωση.

Οι ενώσεις αυτές “συντόνιζαν αγώνες που προκαλούνταν όχι τόσο από ιδιαίτερα κλαδικά αιτήματα όσο από την αύξηση των τιμών, από αιτήματα δηλαδή τα οποία αποκτούσαν αναγκαστικά χαρακτήρα πολιτικό. Βρισκόταν επίσης εγγύτερα στη συνδικαλιστική βάση, επηρέαζαν τις ευρύτερες λαϊκές μάζες της πόλης και είχαν τη δυνατότητα να γίνουν τοπική δύναμη. Ως τοπική δύναμη όμως περιέκλειαν και τη δυνατότητα να ενσωματωθούν στο πλέγμα των αστικών πολιτικών κομμάτων και ταυτόχρονα να ενσωματώσουν σ' αυτά την εργατική τάξη” (Αντώνης Λιάκος, ό.π., σ. 99). Αναμφίβολα, πάντως, οι τοπικές αυτές ενώσεις συνέβαλαν τόσο στην πολιτικοποίηση των αγώνων της εργατικής τάξης όσο και στην καταπολέμηση του κλειστού συντεχνιακού πνεύματος των επιμέρους κλάδων, αναπτύσσοντας την ταξική αλληλεγγύη των εργαζομένων, ανεξαρτήτως επαγγέλματος.

Τη διαμόρφωση του νεαρού ελληνικού εργατικού κινήματος καθόρισαν και δυο άλλοι παράγοντες, καθόλου αμελητέοι:

Από τη μια, λόγω του μικρού μεγέθους της τεράστιας πλειονότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, οι εργοδότες εργάζονταν συνήθως και οι ίδιοι πλάι στους μισθωτούς. Αυτή η φυσική παρουσία του εργοδότη στον χώρο εργασίας επέτρεπε την αύξηση του ελέγχου και την ένταση της εκμετάλλευσης της εργασίας (Περικλής Ροδάκης, ό.π., σ. 43), ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στη διαμόρφωση σχέσεων που καθιστούσαν δύσκολη την ανοιχτή ταξική αντιπαράθεση (Γιαννης Κορδάτος, ό.π., σ. 138).

Από την άλλη, απουσίαζε από τις ελληνικές παραγωγικές μονάδες, με το χαμηλό επίπεδο τεχνικής εξειδίκευσης, εκείνη η κατηγορία τεχνιτών και εργοδηγών που θα μπορούσε να οργανώσει τον διεκδικητικό λόγο των εργατών, αλλά και να αμβλύνει την οξύτητα των αντιπαραθέσεων με την εργοδοσία ή και να λειτουργήσει ανασταλτικά στην ανάπτυξη του κινήματος (Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η γηραιά σελήνη.  Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία 1830-1930- Θεμέλιο, Αθήνα 1993, σ. 88). Απουσίαζε, δηλαδή, το στρώμα της “εργατικής αριστοκρατίας”.

Είναι προφανές πως η οργανωτική προσπάθεια της εργατικής τάξης, ήδη από το πρώτο της ξεκίνημα, δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την πολιτική εξουσία. Παράλληλα με την επιστράτευση κατασταλτικών μέσων, καθώς εξακολουθούσε να ισχύει ο αντεργατικός νόμος του 1834, γίνονταν και συστηματικές προσπάθειες ελέγχου του κινήματος, κυρίως με την ανάμιξη σ' αυτό παραγόντων του αστικού πολιτικού κόσμου, με τη συκοφάντηση των σοσιαλιστικών ιδεών κ.λπ.