του Γιώργου Αλεξάτου
Δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας σήμερα και οι απόψεις που διατυπώνονται είναι για μια ακόμη φορά χαρακτηριστικές της συνολικότερης τοποθέτησης πολιτικών φορέων και προσώπων σχετικά με το ζήτημα του δικαιώματος των λαών στην εθνική τους αυτοδιάθεση. Ένα δικαίωμα που θεωρείται δεδομένο στη θεωρητική και αγωνιστική παράδοση του διεθνούς εργατικού κινήματος, από την εποχή που η Α΄ Διεθνής υποστήριζε τα εθνικοαπελευθερωτικά αιτήματα και τους αγώνες για εθνική ανεξαρτησία των λαών, ενώ αργότερα η Β΄ Διεθνής γινόταν πεδίο διαμάχης μεταξύ της αριστερής πτέρυγας, που αντιτασσόταν στην αποικιοκρατία και την ιμπεριαλιστική επέκταση των ευρωπαϊκών κρατών, και της δεξιάς της πτέρυγας -που έτεινε να κυριαρχήσει- όπου ακούγονταν όλο και περισσότερο απόψεις που εμφάνιζαν την αποικιοκρατική εξόρμηση σαν προϋπόθεση για την παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη, άρα σαν αναγκαία για τη δημιουργία όρων για τον σοσιαλισμό και εκτός Ευρώπης.
Το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης αποτέλεσε ένα από τα κεντρικά σημεία των θέσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς μετά την ίδρυσή της το 1919 και ήταν αυτή η τοποθέτηση που επέτρεψε στα Κ.Κ. να ηγεμονεύσουν στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα μιας σειράς χωρών επί δεκαετίες κατόπιν, αλλά και στα κινήματα Εθνικής Αντίστασης κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποδείχτηκε, τελικά, πως όρος για τη διαμόρφωση συνθηκών κοινωνικού ματασχηματισμού δεν ήταν η καπιταλιστική ανάπτυξη που θα έφερνε ο ιμπεριαλισμός, αλλά η αντίθεση στην εθνική υποδούλωση και η ανάληψη της πρωτοβουλίας συγκρότησης κινημάτων εθνικής ανεξαρτησίας από το εργατικό κίνημα.
Φυσικά, ουδέποτε τα ζητήματα αυτά υπήρξαν μονοδιάστατα. Ούτε το κομμουνιστικό κίνημα επέδειξε πάντα συνέπεια στην υποστήριξη εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Άλλες φορές το ζήτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης ενός λαού ή μιας εθνικής μειονότητας αποτελούσε πεδίο εκμετάλλευσης από ισχυρές καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το παράδειγμα της χρησιμοποίησης της γερμανικής μειονότητας των Σουδητών στην Τσεχοσλοβακία για την κατάληψή της από τους ναζί είναι χαρακτηριστικό. Όπως χαρακτηριστική είναι και η αξιοποίηση των εθνικών αντιθέσεων στη μετατιτοϊκή Γιουγκοσλαβία για την προώθηση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων ΗΠΑ και Γερμανίας κ.λπ., που συντελέστηκε ακόμη και με νατοϊκούς βομβαρδισμούς.
Καθώς το προαναγγελθέν κατά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» της ανατολικής Ευρώπης και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, «τέλος της Ιστορίας» τελικά διαψεύστηκε, η νέα εποχή που άρχισε από τότε κάθε άλλο παρά από παγκόσμια ειρήνη και συνεννόηση χαρακτηρίζεται. Ούτε οι εθνικοί ανταγωνισμοί υποχώρησαν ούτε οι αγώνες για εθνική αυτοδιάθεση. Το εντελώς αντίθετο συμβαίνει και αυτό είναι που προκαλεί την αδυναμία κατανόησης της σύγχρονης διεθνούς πραγματικότητας, ακόμη και από τμήματα της Αριστεράς που επένδυσαν στη δήθεν συντελούμενη υποχώρηση -κάποιοι μιλούσαν και για εξαφάνιση- του εθνικού ζητήματος.
Όλως περιέργως (;), οι τάσεις αυτές βρέθηκαν να συναινούν στην υποστήριξη του δικαιώματος αυτοδιάθεσης (παρά τις αναλύσεις τους ότι πλέον δεν είχε νόημα), σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που απολάμβαναν της υποστήριξης της Δύσης. Στη Γιουγκοσλαβία και την πρώην ΕΣΣΔ, κυρίως. Αντίθετα, θυμούνται πάντα το «ανεπίκαιρο» του εθνικού ζητήματος όταν τίθεται σε χώρες που ανήκουν στη Δύση ή υποστηρίζονται απ” αυτήν.
Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως, π.χ., στο ζήτημα της Παλαιστίνης, μιλάνε για υπέρβαση των εθνικών αντιθέσεων, με αποδοχή της υπάρχουσας κατάστασης. Από ποιους; Από τους Παλαιστίνιους, φυσικά, που προβάλλοντας το δικαίωμά τους να ζήσουν ελεύθεροι σε ό,τι απέμεινε από την πατρίδα τους γίνονται υπαίτιοι βίαιων αντιδράσεων του Ισραήλ!…
Σε άλλες περιπτώσεις, όπως, π.χ, στο ζήτημα των εθνών της Ιβηρικής που εντάσσονται στο ισπανικό κράτος και αυτών που εντάσσονται στο βρετανικό, ούτε που το συζητάνε. Στις περιπτώσεις αυτές η ευθυγράμμισή τους με την πολιτική των κυρίαρχων δυνάμεων είναι εντυπωσιακή. Και εκδηλώνεται αυτές τις μέρες είτε με την εκκωφαντική σιωπή τους σχετικά με το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας είτε με την απροκάλυπτη τοποθέτησή τους ενάντια σε μια τέτοια εξέλιξη.
Κι ας πρωτοστατεί η σκωτσέζικη Αριστερά σ΄ αυτόν τον αγώνα. Κι ας είναι η εργατική τάξη της Σκωτίας αυτή που κατά μεγάλη πλειονότητα διαπιστώνει πως έχει ταξικό συμφέρον από την ανεξαρτησία. Ο διεθνισμός κάποιων αριστερών στην Ευρώπη και στην Ελλάδα -που δοκιμάζεται και με τη σιωπή απέναντι στο ζήτημα της επέλασης του φασισμού στην Ουκρανία και στην αντιφασιστική αντίσταση- σταματάει εκεί που υπαγορεύει το πολιτικό συμφέρον της Ε.Ε. Καθώς πρόκειται για έναν «διεθνισμό» που ταυτίζεται προκλητικά μ΄ αυτόν των μεγαλοτραπεζιτών της ΕΚΤ. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν επηρεάζεται από τις διαθέσεις της εργατικής τάξης του Ντονμπάς και της Σκωτίας…