"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Το ένοπλο κίνημα στη Γερμανία

2014-03-25 00:26
Γερμανία: ένοπλος αντιιμπεριαλισμός στην καρδιά του ιμπεριαλισμού
του Γιώργου Αλεξάτου   
01.04.10
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 25 / Απρίλιος 2010

Η δήλωση του ηγέτη του δυτικογερμανικού ριζοσπαστικού φοιτητικού κινήματος δεν άφηνε περιθώρια παρεξηγήσεων ως προς τον αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό της γερμανικής «Νέας Αριστεράς». Εξέφραζε, ταυτόχρονα, την αποφασιστικότητα της αντίδρασης στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους που, όντας το ίδιο ιμπεριαλιστικό, συγκροτήθηκε και λειτούργησε υπό τη άμεση προστασία και επίβλεψη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Η αντιιμπεριαλιστική θεματική θα κυριαρχήσει κατόπιν και στις διακηρύξεις και τις στοχεύσεις των γερμανικών οργανώσεων ένοπλης πάλης, συνιστώντας μια βασική διαφορά από τις αντίστοιχες ιταλικές. Το δυτικογερμανικό κράτος συγκροτήθηκε και λειτούργησε σαν προπύργιο της Δύσης, για την ανάσχεση της «σοβιετικής απειλής» στην καρδιά της Ευρώπης. Ως τέτοιο δέχτηκε την πλουσιοπάροχη στήριξη των ΗΠΑ για την οικονομική ανασυγκρότηση μετά τον πόλεμο, που σε συνδυασμό με την αξιοποίηση υποδομών και την εμπειρία του γερμανικού κεφαλαίου, αποτέλεσε τη βάση για το περίφημο μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα», που ανέδειξε τη Δυτική Γερμανία στην οικονομικά ισχυρότερη δυτικοευρωπαϊκή χώρα.

Η οικονομική ανασυγκρότηση και απογείωση συνοδεύτηκε από τη σταθερή άνοδο του βιοτικού επιπέδου των Γερμανών εργαζομένων, που συνέβαλαν καθοριστικά στην οικονομική απογείωση, με χαρακτηριστική γερμανική πειθαρχία και προσήλωση, σε συνθήκες εφαρμογής του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο εφάρμοσαν μεταπολεμικά οι χριστιανοδημοκρατικές κεντροδεξιές κυβερνήσεις.

Η κοινωνική πολιτική, που απέβλεπε πρωτίστως στη διασφάλιση της συναίνεσης της εργατικής τάξης, στηριζόταν στη δυνατότητα του γερμανικού κεφαλαίου για κοινωνικές παροχές και είχε ως εγγυητή ένα ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα, που εύκολα, σ’ αυτές τις συνθήκες, έρεπε στο «ρεαλισμό» του ρεφορμισμού. Ο φόβος πως η ύπαρξη της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (DDR), θα μπορούσε να λειτουργήσει ελκτικά προς τη δυτικογερμανική εργατική τάξη, αποτέλεσε ένα επιπλέον λόγο για την εφαρμογή του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου. Παράλληλα, υποχρέωνε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το SPD, να εξακολουθεί να αναφέρεται στο μαρξισμό της Β΄ Διεθνούς, ακόμα και μέχρι το 1959.

Ήδη, η αλματώδης οικονομική ανασυγκρότηση είχε αρχίσει να αποδίδει, ενώ ήταν πλέον οφθαλμοφανής και η αδυναμία της DDR να λειτουργήσει ως πειστικό εναλλακτικό πρότυπο. Το βιοτικό επίπεδο των Δυτικογερμανών εργατών ανέβαινε με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς απ’ όσο των συμπατριωτών τους της Ανατολικής Γερμανίας, οι θεσμοί κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης, σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης που υποχρέωνε και σε εισαγωγή ξένων εργατών απ’ τον μεσογειακό Νότο, ανταγωνίζονταν αυτούς της DDR, ενώ στη συνείδηση των εργαζομένων η σύγκριση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που απολάμβαναν ήταν καταλυτική υπέρ του δυτικογερμανικού καθεστώτος.

Στις συνθήκες αυτές ήταν εύκολος ο συνδυασμός της κοινωνικής πολιτικής και της εύρυθμης λειτουργίας των τυπικών αστικοδημοκρατικών θεσμών, με μια πολιτική καταστολής της κομμουνιστικής δραστηριότητας. Με το μεγαλύτερο μέρος της στελέχωσης του ισχυρού, κατά το Μεσοπόλεμο, Κομμουνιστικού Κόμματος, του KPD, να έχει εξοντωθεί από τους ναζί, και με το μεγαλύτερο μέρος των επιζησάντων να έχει καταφύγει στη DDR, το κόμμα δέχτηκε σημαντικό πλήγμα, το 1956, όταν τέθηκε εκτός νόμου. Η παρεμπόδιση της κομμουνιστικής δραστηριότητας έφτασε μέχρι και στην απαγόρευση της άσκησης μιας σειράς επαγγελμάτων από τους κομμουνιστές, με το περιβόητο Berufsverbot, που αποτέλεσε κάτι αντίστοιχο με τα δικά μας πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων.

Αντιιμπεριαλισμός και κινήματα κοινωνικής κριτικής

Αποκομμένη από την εργατική τάξη, η επιρροή της εντός και πέραν του SPD Αριστεράς περιορίστηκε σε μικρούς κύκλους διανοουμένων και επικέντρωσε τη δράση της στο μοναδικό πεδίο που φαινόταν πρόσφορο: το κίνημα ειρήνης, που έδινε τη δυνατότητα απεύθυνσης σε ένα λαό με οδυνηρή εμπειρία από τον σχετικά πρόσφατο πόλεμο.

Το κίνημα ενάντια στον ψυχροπολεμικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ, επίλεκτο ιδρυτικό μέλος του οποίου αποτελούσε η Δυτική Γερμανία, ενάντια στην παραμονή και ενίσχυση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη χώρα και για τον πυρηνικό αφοπλισμό, επέτρεψε μια περιορισμένη ανασυγκρότηση της Αριστεράς, που εκφράστηκε και με τη συμμετοχή στις εκλογές του 1961 και 1965, μέσα από τη Γερμανική Ένωση Ειρήνης (DFU). Τα ποσοστά του 1,9% και 1,3% είναι ενδεικτικά των συνολικότερων δύσκολων συνθηκών. Το κίνημα σημείωσε σημαντική ανάπτυξη με την αμερικανική παρέμβαση στο Βιετνάμ και οι αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις εντάθηκαν, μετά το 1965. Παράλληλα, έκανε δυναμικά την εμφάνισή του και το φοιτητικό κίνημα, ριζοσπαστική έκφραση του οποίου αποτελούσε, από το 1959, η Σοσιαλιστική Γερμανική Ένωση Σπουδαστών (SDS) και αργότερα ο Σοσιαλιστικός Σύνδεσμος.

Με δεδομένη την πρόσδεση της εργατικής τάξης στη σοσιαλδημοκρατία, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί, εκτός από τον αντιιμπεριαλισμό, στο γερμανικό ριζοσπαστικό κίνημα αναπτύσσονται προβληματισμοί επηρεασμένοι από ρεύματα όπως αυτό της Σχολής της Φρανκφούρτης ή ακόμα και των σιτουασιονιστών. Σε τέτοια βάση θα συγκροτηθεί, το 1965, η οργάνωση Ανατρεπτική Δράση, που θα διατυπώσει ανοιχτά την άποψη πως επαναστατικό κοινωνικό υποκείμενο δεν είναι η «ενσωματωμένη στο σύστημα» εργατική τάξη, αλλά οι συνειδητές ομάδες ριζοσπαστικής κριτικής. Σημαντικότερο στέλεχος της οργάνωσης είναι ο Ρούντυ Ντούτσκε, που έμεινε ανάπηρος μετά από πυροβολισμό σε διαδήλωση, τον Απρίλη του 1968.

Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την έκρηξη των κινημάτων παγκοσμίως, οι σχέσεις της δυτικογερμανικής Αριστεράς με την εργατική τάξη παραμένουν υποτυπώδεις. Το SPD, που από το 1966 συγκυβερνούσε από κοινού με τη Χριστιανοδημοκρατία, το 1969 αναδεικνύεται πρώτο κόμμα και ο ηγέτης του, Βίλυ Μπραντ, σχηματίζει κυβέρνηση συνεργασίας με το μικρό κεντρώο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών. Η πολιτική του χαρακτηρίζεται από την επιτυχημένη προσπάθεια διατήρησης της ιδεολογικής συναίνεσης της εργατικής τάξης, που για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο αναπτύσσει διεκδικητικούς αγώνες, τους οποίους καθοδηγούν τα ισχυρά σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα.

Η Αριστερά αδυνατεί και πάλι να συνδεθεί με το εργατικό κίνημα, και λόγω της ανταπόκρισης της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης στα εργατικά αιτήματα, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος πως τα πλέον εκμεταλλευόμενα τμήματα της εργατικής τάξης αποτελούνται από μετανάστες, που δεν έχουν ενσωματωθεί στη γερμανική κοινωνία και στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων. Η τυπική χαλάρωση των μέτρων αντικομμουνιστικής καταστολής επέτρεψε την επανανομιμοποίηση των φιλοσοβιετικών κομμουνιστών, που ανασύστησαν το κόμμα τους με τον τίτλο Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (DKP), ενώ παράλληλα ιδρύθηκαν και οργανώσεις φιλοκινεζικές, όπως αυτή που πήρε τον τίτλο του ιστορικού KPD, το  KΡD (m-l) κ.ά.

Και πάλι είναι η αντιιμπεριαλιστική θεματική που κυριαρχεί, με τη μορφή της υποστήριξης της εξωτερικής πολιτικής είτε της ΕΣΣΔ είτε της Λαϊκής Κίνας. Ο αντιιμπεριαλισμός είναι κυρίαρχος και στις τάσεις της «Νέας Αριστεράς», που απορρίπτουν τον κλασικό μαρξισμό-λενινισμό και συγκροτούν την ΑΡΟ, την Εξωκοινοβουλευτική Αντιπολίτευση.

Το παρατεταμένο ένοπλο

Η ΑΡΟ θα αποτελέσει το φυτώριο του γερμανικού ένοπλου κινήματος, που θα εκδηλωθεί ως αποφασισμένη έκφραση αντίθεσης σε ένα καθεστώς που θεωρείται κληρονόμος του ναζισμού και συμμέτοχο στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση των λαών. Ταυτόχρονα, το γερμανικό ένοπλο θα εκδηλωθεί και ως απελπισμένη έκφραση διαμαρτυρίας απέναντι στην ίδια τη δυτικογερμανική κοινωνία, που θεωρείται πως παρακολουθεί αδιάφορη τη σφαγή των επαναστατημένων λαών από τον ιμπεριαλισμό, επαναπαυόμενη σε μια ευημερία στηριγμένη στην πειθάρχηση που απαιτούν οι εκμεταλλευτές της και στην εισροή πλούτου από την καταλήστευση των φτωχών χωρών από τα γερμανικά μονοπώλια.

Μορφές ένοπλης δραστηριότητας έχουν εμφανιστεί ήδη από τον Απρίλη του 1968, όταν τρεις αγωνιστές, μεταξύ των οποίων και ο Αντρέας Μπάαντερ,  πραγματοποιούν βομβιστική επίθεση σε πολυκατάστημα της Φρανκφούρτης, διαμαρτυρόμενοι για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Εντούτοις, η συγκρότηση οργανώσεων ένοπλης πάλης έχει ως χρονική αφετηρία το 1970, όταν το σχετικά μαζικό φοιτητικό κίνημα εμφανίζει σημάδια κόπωσης, παραμένοντας αποκομμένο από το εργατικό κίνημα.

Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση του Μπάαντερ, που είχε φυλακιστεί απ’ τον Οκτώβρη του ’68, από ομάδα συντρόφων του, ανακοινώνεται η ίδρυση του Τμήματος Κόκκινος Στρατός, της Rote Armee Fraktion (RAF). Στην ιδρυτική προκήρυξη, το Μάη του 1970, η οργάνωση αυτοπροσδιορίζεται σαν «ένοπλο απόσπασμα της επανάστασης του Τρίτου Κόσμου στην καρδιά του ιμπεριαλισμού». Η RΑF αναπτύσσει δραστηριότητα εναντίον αμερικανικών στρατιωτικών στόχων, φτάνοντας μέχρι και σε επίθεση κατά του γενικού στρατηγείου των αμερικανικών δυνάμεων στη Φρανκφούρτη, κατά την οποία σκοτώθηκε Αμερικανός συνταγματάρχης, σκοτώνοντας τρεις Αμερικανούς στρατιώτες, μετά από παγίδευση αυτοκινήτου με εκρηκτικά, στη Χαϊδελβέργη κ.ά.

Με τη σύλληψη του ηγετικού πυρήνα της οργάνωσης (Μπάαντερ, Ουλρίκε Μάινχοφ, Γκούντρουν Ένσλιν, Χόλγκερ Μάινς κ.ά.), τον Ιούνιο 1972, αποκαλύπτεται από τη μια η αδίστακτη βιαιότητα του γερμανικού καθεστώτος και από την άλλη η ανοχή του μεγαλύτερου μέρους της δυτικογερμανικής κοινωνίας απέναντι σ’ αυτή τη βαρβαρότητα. Οι κρατούμενοι κλείνονται στα περιβόητα «Λευκά Κελιά», στις φυλακές Σταμχάιμ της Στουτγάρδης, όπου υφίστανται το βασανιστήριο της συνεχούς έκθεσης στο άσπρο χρώμα των τοίχων και των λαμπτήρων από νέον. Οι διαμαρτυρίες των κρατουμένων, με απεργίες πείνας, αφήνουν αδιάφορες τις αρχές και καταλήγουν στο θάνατο του Μάινς, το Σεπτέμβρη του 1974.

Το 1976, μετά από την καταδίκη της σε ισόβια, η Μάινχοφ θα βρεθεί κρεμασμένη  στο κελί της. Η επίσημη ανακοίνωση για «αυτοκτονία» αποσκοπεί κυρίως στο να δείξει την αδιαλλαξία του κράτους και την απόφασή του να επιβάλλει οπωσδήποτε τη θανατική ποινή στους τρομοκράτες.

Παρά τον αποκεφαλισμό της, η RAF εντείνει τη δράση της την επόμενη περίοδο, πραγματοποιώντας εξαιρετικά παράτολμες και εντυπωσιακές ενέργειες, όπως εκτελέσεις δικαστών, μεγαλοεκδοτών, τραπεζιτών, ακόμη και του προέδρου της Ένωσης Εργοδοτών που βαρυνόταν με ναζιστικό παρελθόν. Τον Οκτώβρη του 1977, μετά από αεροπειρατεία σε αεροπλάνο της Λουφτχάνσα, από Παλαιστινίους αντάρτες, με αίτημα την αποφυλάκιση αγωνιστών της RAF και Παλαιστινίων συντρόφων τους, βρέθηκαν νεκροί στα κελιά τους ο Μπάαντερ, η Ένσλιν και ο Ράσπε. Η RAF συνέχισε τη δραστηριότητά της, ακόμα και μέχρι το 1992. Εντούτοις, η δράση της ήταν πλέον περιστασιακή και υπολειπόταν κατά πολύ των εντυπωσιακών ενεργειών της περιόδου 1970-77. Το 1998 ανακοινώθηκε η αυτοδιάλυσή της.

Το Κίνημα 2 Ιουνίου αποτέλεσε μια άλλη οργάνωση ένοπλης πάλης, προερχόμενη από τη «Νέα Αριστερά». Η θεματική της ήταν επίσης αντιιμπεριαλιστική και οι απόψεις της θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αντιεξουσιαστικές. Ο τίτλος της παραπέμπει στη μέρα της δολοφονίας από την αστυνομία του Μπένο Όνεζοργκ, μέλους της οργάνωσης Kommune 1, του Δυτικού Βερολίνου. Το Κίνημα 2 Ιουνίου έδρασε από το 1972 έως το 1980, οπότε όσα από τα μέλη του δεν είχαν συλληφθεί προσχώρησαν στη RAF.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν οι οργανώσεις Revolutionare Zellen  (Επαναστατικά Κύτταρα) και Rote Zora (Κόκκινη Αράχνη). Η πρώτη, που έδρασε στην περίοδο 1973-93, είχε σαφή αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, επικεντρώνοντας στον αγώνα κατά του σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ. Είτε μόνη είτε σε συνεργασία  με την οργάνωση του Ίλιτς Ραμίρεζ Σάντσες (Κάρλος), πραγματοποίησε δυναμικές και εξαιρετικά εντυπωσιακές ενέργειες, όπως επιθέσεις κατά της εταιρίας ΙΤΤ, στο Βερολίνο και τη Νυρεμβέργη, επίθεση και ομηρία των υπουργών Ενέργειας στη Σύνοδο του ΟΠΕΚ στη Βιέννη, το 1975, αεροπειρατεία σε αεροπλάνο της Air France, από το Τελ Αβίβ στο Έντεμπε της Ουγκάντα,, τον επόμενο χρόνο, πολύ αργότερα, το 1986, επίθεση στη Βηρυτό και απαγωγή Βρετανού δημοσιογράφου, ως διαμαρτυρία για το βομβαρδισμό της Λιβύης κ.ά.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Revolutionare Zellen ήταν η αναφορά στο φεμινισμό, που αποτέλεσε και τη βάση συγκρότησης της Rote Zora. H οργάνωση αυτή, με την πρωτότυπη για το ένοπλο κίνημα θεματική, έγινε διεθνώς γνωστή το 1974, με τη βομβιστική επίθεση κατά του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, διαμαρτυρόμενη για το νόμο που έθετε εμπόδια στις αμβλώσεις.

Είναι προφανές πως το γερμανικό ένοπλο κίνημα συγκροτήθηκε και έδρασε στο περιθώριο της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του δυτικογερμανικού κοινωνικού σχηματισμού. Η χαρακτηριστική αποφασιστικότητα και ο αναμφισβήτητος ηρωισμός των αγωνιστών του γερμανικού ένοπλου δεν αρκούσαν για να προκαλέσουν μαζικές ιδεολογικές μετατοπίσεις, ενώ τα πολιτικά αποτελέσματα της δράσης τους ήταν συνολικά αντίθετα από τα αναμενόμενα. Θεωρητικοποιώντας την αδυναμία σύνδεσης της τότε επαναστατικής Αριστεράς με την εργατική τάξη, επηρεασμένοι από τις θεωρίες της «ενσωμάτωσης», απομακρύνθηκαν ακόμα περισσότερο απ’ αυτήν.