Η αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά του 1924 και η δολοφονία του κομμουνιστή Σωτήρη Παρασκευαΐδη
Του Γιώργου Αλεξάτου
Καθώς κοντεύει να συμπληρωθεί αιώνας από τότε, το όνομα του Σωτήρη Παρασκευαΐδη είναι πλέον άγνωστο όχι μόνο στον πολύ κόσμο αλλά ακόμη και στη μεγάλη πλειονότητα των αριστερών και των αγωνιστών του εργατικού μας κινήματος. Κι όμως, πρόκειται για έναν από τους πρώτους που έδωσαν τη ζωή τους, στρατευμένοι σ’ αυτό το κίνημα και μάλιστα στις γραμμές της κομμουνιστικής νεολαίας.
Ο Σωτήρης Παρασκευαΐδης ήταν ένας νέος εργάτης που εντάχθηκε στο κίνημα μέσα από την οδυνηρή εμπειρία των αλλεπάλληλων πολεμικών περιπετειών στις οποίες είχε εμπλακεί η Ελλάδα κατά τη δεκαετία 1912-22. Στους πολέμους αυτούς έχασε τα δυο του αδέλφια, ενώ έζησε κι ο ίδιος τον εφιάλτη του πολέμου ως στρατιώτης, μέχρι που το τυχοδιωκτικό όνειρο του ελληνικού καπιταλισμού για κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου βούλιαξε στο λιμάνι της πυρπολούμενης Σμύρνης και οι θριαμβολογίες για τη «Μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» καλύφτηκαν από τις οιμωγές του εξανδραποδισμένου μικρασιατικού Ελληνισμού.
Εργαζόμενος ως ζαχαροπλάστης, σε μια περίοδο που την αθλιότητα των συνθηκών ζωής και εργασίας την επιδείνωνε ακόμη περισσότερο η προλεταριοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, η κάθετη πτώση του μεροκάματου και η εκτεταμένη ανεργία, εντάχθηκε στο σωματείο του κλάδου του, αναπτύσσοντας συνδικαλιστική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα, συμμετείχε ενεργά στην Ένωση Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού της Αθήνας, που εντασσόταν στο μαζικό πανελλαδικό παλαιοπολεμιστικό κίνημα, το οποίο ανέπτυσσε δραστηριότητα αντιπολεμική και αντιμιλιταριστική, ενώ πρόβαλλε και ζητήματα επαγγελματικής αποκατάστασης των απολυθέντων στρατιωτών. Η προσχώρησή του στο Τμήμα Αθήνας της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας, της ΟΚΝΕ, ήταν η αναμενόμενη εξέλιξη.
Αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής των βενιζελικών κυβερνήσεων ήταν η δημιουργία όρων για τη διευκόλυνση της επενδυτικής δραστηριότητας του κεφαλαίου, ώστε να υπάρξει η αναγκαία μεταπολεμική οικονομική ανάκαμψη. Κάτι τέτοιο προϋπέθετε την ακύρωση εργατικών κατακτήσεων της προηγούμενης περιόδου, όταν η ανάγκη διατήρησης κλίματος κοινωνικής ειρήνης στο εσωτερικό για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των πολεμικών τυχοδιωκτισμών υποχρέωνε σε υποχωρήσεις έναντι των εργατικών αιτημάτων. Άλλωστε, υπήρχε πλέον και η άφθονη και φτηνή εργατική δύναμη που μπορούσε να προσφέρει το εξαθλιωμένο προσφυγικό προλεταριάτο.
Στην κατεύθυνση αυτή αποφασίστηκε η μείωση των ημερομισθίων το καλοκαίρι του 1923, που προκάλεσε τον ξεσηκωμό της εργατικής τάξης. Καθοδηγούμενη από τη ΓΣΕΕ στην οποία κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (Κομμουνιστικού), η μεγάλη εργατική έκρηξη προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες και αντιμετωπίστηκε με τη βία της κρατικής καταστολής. Αποκορύφωμα στάθηκε η δολοφονική επίθεση του στρατού της «Επανάστασης» του Πλαστήρα κατά των απεργών ναυτεργατών στο Πασαλιμάνι στις 23 Αυγούστου, που είχε ως συνέπεια τον θάνατο 11 εργατών. Ακολούθησε πολύμηνη απαγόρευση της λειτουργίας των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Ενώ πρωθυπουργός έχει γίνει ο παλιός ηγέτης των σοσιαλιζόντων «Κοινωνιολόγων» Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που πρωτοστάτησε στην κατάργηση του βασιλικού θεσμού και στην ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας στις 25 Μαρτίου 1924, η πολιτική απέναντι στην εργατική τάξη και στο συνδικαλιστικό κίνημα παρέμεινε η ίδια: αναίρεση των εργατικών κατακτήσεων και καταστολή των εργατικών αγώνων. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής απαγορεύτηκε και ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά, σε αντίθεση με την απόφαση των Εργατικών Κέντρων των δύο πόλεων. Ως χώρος εορτασμού επιτράπηκαν οι στύλοι του Ολυμπίου Διός, ενώ ορίστηκε και χρόνος έναρξης και λήξης.
Αποφασισμένο να γιορτάσει την Πρωτομαγιά στο κέντρο της πόλης, το Εργατικό Κέντρο Αθήνας (ΕΚΑ) κάλεσε σε συγκέντρωση έξω από τα γραφεία του στην πλατεία Δημοτικού Θεάτρου. Εκεί συγκεντρώθηκε πλήθος εργαζομένων, από τις 9 το πρωί της Πέμπτης 1 Μαΐου, ενώ κατά τις 10 εμφανίστηκαν δυνάμεις του στρατού και δόθηκε διαταγή να διαλυθεί η συγκέντρωση. Οι εργαζόμενοι απάντησαν με τον «Ύμνο της Διεθνούς» και με συνθήματα υπέρ της εργατικής τάξης και της ΕΣΣΔ, αντιπολεμικά και αντικυβερνητικά.
Για τη διάλυση των συγκεντρωμένων χρησιμοποιήθηκαν δύο υδραντλίες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ακολούθησαν πυροβολισμοί από τους αξιωματικούς και επέλαση του ιππικού κατά των συγκεντρωμένων, ενώ ήταν πολλοί οι στρατιώτες που αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις διαταγές.
Συνέπεια της επίθεσης ήταν οι δεκάδες τραυματισμοί διαδηλωτών, κυρίως από ξιφολόγχες, καθώς και περί τις 50 συλλήψεις. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και οι επικεφαλής του ΕΚΑ Ιωάννης Τσατσάκος και Δημήτρης Βελένζας, ο πρόεδρος της Ένωσης Σιγαροποιών Κώστας Σπέρας, ο Σεραφείμ Μάξιμος, μέλος της Κ.Ε. του ΣΕΚΕ(Κ), ο συγγραφέας και αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» Πέτρος Πικρός, αλλά και δύο νέοι αγωνιστές που θα διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος: ο φοιτητής Λευτέρης Αποστόλου, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ κατά τις δεκαετίες 1930 και ’40, και ο ηθοποιός Γιώργος Βιτσώρης, ηγετικό στέλεχος του αρχειομαρξιστικού και κατόπιν του τροτσκιστικού χώρου.
Μεταξύ των τραυματιών ήταν και ο Σωτήρης Παρασκευαΐδης, που χτυπήθηκε από ξιφολόγχη στο κεφάλι, μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο και πέθανε την άλλη μέρα, το μεσημέρι της Παρασκευής 2 Μαΐου.
Η τραγική περιπέτεια της ταφής του
Καθώς η είδηση του θανάτου του νεαρού αγωνιστή συγκλονίζει το συνδικαλιστικό κίνημα και τους κομμουνιστές, αντιπροσωπεία του ΕΚΑ και της ΓΣΕΕ επισκέφτηκε τον πατέρα του, του πρόσφερε μια αρχική οικονομική συνδρομή και του ανακοίνωσε ότι θα αναλάβει τα έξοδα και τη διοργάνωση της κηδείας.
Εντούτοις, όπως έγραψε ο «Ριζοσπάστης» την Κυριακή 4 Μαΐου, ασκήθηκε «ψυχολογική πίεσις (…) ώστε ο ατυχής πατέρας του θύματος, λιποψυχήσας προς στιγμήν κατά την απουσίαν των εργατών, εξηναγκάσθη να παραδώση τον νεκρόν του φονευθέντος υιού του, ο οποίος ετάφη εν κρυπτώ και παραβύστω, άκλαυστος και δίχως τον τελευταίον ασπασμόν από τας τόσας χιλιάδας των εργατών, που ητοιμάζοντο να τον συνοδεύσουν σήμερον μέχρι της τελευταίας του κατοικίας».
Εν τω μεταξύ, οι επίσημες ανακοινώσεις αναφέρουν ότι ο Παρασκευαΐδης ήταν άσχετος με τη συγκέντρωση και χτυπήθηκε κατά λάθος και εντελώς τυχαία, ενώ κυβέρνηση και αστικός τύπος επιρρίπτουν την ευθύνη στους κομμουνιστές που προκάλεσαν σκόπιμα επεισόδια, αρνούμενοι να συμμορφωθούν με τον νόμο και την τάξη.
Τρεις μέρες αργότερα, την Τετάρτη 7 Μαΐου, δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη» μια συγκλονιστική επιστολή του πατέρα του δολοφονημένου αγωνιστή:
«Αγαπητέ "Ριζοσπάστη"
Ο υποφαινόμενος Χρυσόστομος Παρασκευαΐδης, πατέρας του αδικοσκοτωμένου Σωτήρη Παρασκευαΐδη, δηλώνω τα παρακάτω και παρακαλώ να τα δημοσιεύσης, για να είμαι εν τάξει και με τη συνείδησί μου και με τη μνήμη του αγαπημένου μου παιδιού.
1) Ο Σωτήρης μου ήτανε γραμμένος στην Ένωση Παλαιών Πολεμιστών και την Κομμουνιστική Νεολαία Αθηνών.
2) Δεν πέθανε περαστικός τάχα και κατά τύχη, όπως θέλησαν να πούνε, αλλά υπέστη επίθεση και έφερε τραύματα, όπως αναφέρει η ιατροδικαστική έκθεση, αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή.
3) Δε φταίω καθόλου εγώ αν ο Σωτήρης, ο δολοφονημένος, θάφτηκε εν κρυπτώ και παραβύστω, όπως γράφετε άκλαυτος και αφίλητος απ’ τη μεγάλη εργατική οικογένεια της οποίας ήτο μέλος.
4) Εγώ μέσα στην παραζάλη μου και μέσα στον πόνο του ξαφνικού θανάτου του γιου μου δεν ήξερα καλά-καλά τι ήθελαν οι κύριοι (ο μάστορής του κάποιος ζαχαροπλάστης κι’ ακόμα άλλοι δύο) που καταχρώμενοι της ψυχολογικής μου καταστάσεως επήραν το νεκρό του γιου μου, ενώ είχε έρθη κι’ ο αστυνόμος με 10 χωροφύλακες.
5) Εγώ είχα και δυό άλλα παιδιά ακόμα σκοτωμένα στον πόλεμο, τον Γιάννη που σκοτώθηκε στη Θράκη και το Μανώλη που βρήκε ένα φρικτό πνιγμό μέσα στο πολεμικό καράβι έξω απ’ την Καλαμάτα και
6) Ευχαριστώ την Γεν. Συνομοσπονδία, την Κομμουνιστική Νεολαία και όλη την Εργατική Τάξι για την τόση αγάπη και εκτίμηση που δείξανε στο παιδί μου. Είθε η ακουσία εκ μέρους μου πράξις την οποία καταγγέλλω να μη βαρύνει στην αιώνια τιμημένη μνήμη ενός μάρτυρος της εργατικής Ιδέας, του αδικοσκοτωμένου Σωτήρη μου.
Με πόνο και με αγάπη προς όλους σας
Χ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ».
Η περιπέτεια αυτή θυμίζει πολύ έντονα μια ανάλογη ιστορία, που συνέβη τέσσερις δεκαετίες μετά. Και πάλι Σωτήρης ο δολοφονημένος αγωνιστής και πάλι προσπάθησαν να τον θάψουν στα κρυφά. Μόνο που αυτή τη φορά δεν τα κατάφεραν και τον Σωτήρη Πέτρουλα ήταν αναρίθμητοι αυτοί που τον συνόδευσαν, τραγουδώντας «μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε»…