Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε το 2007 στο περιοδικό "Αριστερή Ανασύνταξη", ως συμβολή στην προσυνεδριακή συζήτηση των οργανώσεων που συγκρότησαν την Κομμουνιστική Οργάνωση Ανασύνταξη.
Μεγάλο μέρος του κειμένου των Θέσεων για την ενωτική Συνδιάσκεψη της Αριστερής Ανασύνταξης και της Εργατικής Πολιτικής αναφέρεται στην ιστορική εμπειρία απ’ την απόπειρα σοσιαλιστικής μετάβασης κατά τον 20ό αιώνα, κυρίως στην ΕΣΣΔ. Η μελέτη αυτής
της εμπειρίας, η προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων, χρήσιμων για τις νέες απόπειρες του 21ου αιώνα, είναι απολύτως απαραίτητη, καθώς ο ρώσικος Οκτώβρης άνοιξε την ιστορική περίοδο των μεγάλων νικηφόρων προλεταριακών επαναστάσεων, στη Σοβιετική Ένωση έγιναν οι πρώτοι πειραματισμοί στην κατεύθυνση της μετάβασης, στη βάση του σοβιετικού πρότυπου στηρίχθηκαν και τα καθεστώτα των άλλων χωρών όπου οι κομμουνιστές βρέθηκαν στην εξουσία. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η εκτενής αναφορά στη σοβιετική εμπειρία είναι μεν αναγκαία, αλλά όχι αρκετή, όταν απουσιάζει η όποια, έστω και σύντομη αναφορά σε άλλες εμπειρίες του 20ού αιώνα. Πόσο μάλλον όταν απουσιάζει αναφορά στην εμπειρία της δεύτερης μεγάλης επανάστασης του 20ού αιώνα, της κινέζικης και στο σημαντικότερο ιστορικά ρεύμα κριτικής στο σοβιετικό μοντέλο μετάβασης, που δεν έμεινε στη θεωρητική διατύπωση, αλλά ασκήθηκε έμπρακτα. Δυστυχώς, στο κείμενο των Θέσεων όχι μόνο δεν υπάρχει η οποιαδήποτε αναφορά στην κινέζικη εμπειρία, αλλά και η μοναδική αναφορά στο ιστορικό ρεύμα του μαοϊσμού έχει αναιτιολόγητο αφοριστικό χαρακτήρα: «Το μαοϊκό ρεύμα προσπάθησε να υπερασπιστεί ορισμένες μαρξιστικές και λενινιστικές θέσεις, συνολικά όμως δεν ξέφυγε από το γενικευμένο αντιμαρξισμό του συνολικού κινήματος, γι’ αυτό και χρεοκόπησε» (Θέσεις, Αρ. Ανασύνταξη, τ. 31, σ. 26).
Να υποθέσουμε πως όταν εδώ γίνεται αναφορά στο «μαοϊκό ρεύμα» εννοείται το «μ-λ» ρεύμα ή και άλλα ρεύματα που αναφέρονται στο μαοϊσμό, χωρίς όμως να υπερασπίζονται τη σταλινική παράδοση; Ανεξάρτητα απ’ αυτό, μέσα από έναν τέτοιο αφορισμό, πώς να ανοίξεις συζήτηση για το τι είναι «αντιμαρξισμός»; Είναι τόσο εύκολο να αποφαίνεσαι ως προς τα αίτια της υποχώρησης ενός ρεύματος, με όρους μάλιστα «χρεοκοπίας»;
Θεωρώ πως η παραπάνω αφοριστικού τύπου θέση προκύπτει απ’ την υποτίμηση της σημασίας όχι μόνο της κινέζικης επανάστασης και της εμπειρίας απ’ την απόπειρα οικοδόμησης όρων σοσιαλιστικής μετάβασης στην πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη, αλλά και της κριτικής που άσκησε το ΚΚ Κίνας και μάλιστα η αριστερή του πτέρυγα, με επικεφαλής το Μάο Τσε-τούνγκ, στο σοβιετικό μοντέλο μετάβασης. Απ’ το κείμενο των θέσεων απουσιάζει κάθε αναφορά σ’ αυτή την κριτική, που εμβάθυνε στον πυρήνα των αντιθέσεων της μεταβατικής κοινωνίας, που δεν είναι άλλες, όπως και σε κάθε ταξική κοινωνία, απ’ τις αντιθέσεις που εμπεριέχονται στις κυρίαρχες παραγωγικές σχέσεις.
Η κριτική στη διαχείριση απ’ το στρώμα των γραφειοκρατών και στην υποβάθμιση του ρόλου των σοβιέτ παρέμενε ατελής, όσο δεν έθετε το ζήτημα όχι μόνο από πού προήλθε αυτό το στρώμα, αλλά και γιατί οι θεσμοί προλεταριακής εξουσίας και ελέγχου υποχώρησαν μέχρι αχρήστευσης. Τόσο η παραδοσιακή τροτσκιστική κριτική στο σοβιετικό μοντέλο, αλλά και η ευρωκομμουνιστική, όσο και η κριτική που ασκείται με τις Θέσεις για την ενωτική Συνδιάσκεψη, επιδιώκουν να απαντήσουν με μια ταυτολογία. Η συγκρότηση της γραφειοκρατίας σε κοινωνικό στρώμα ανταγωνιστικό με την εργατική τάξη αντιμετωπίζεται ως αντικειμενική πραγματικότητα, απόρροια του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της ανάγκης διαχείρισής τους. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην απώλεια του εργατικού ελέγχου επί της γραφειοκρατίας και η προοπτική μετάβασης συνδέεται έτσι με τη διατήρηση αυτού του ελέγχου, που συνιστά και την ουσία της εργατικής δημοκρατίας.
Είναι φανερή η πλήρης παραγνώριση μιας μεγάλης ιστορικής εμπειρίας και ενός μαρξιστικού ρεύματος σκέψης που επικέντρωσε κυρίως στα ζητήματα μετάβασης. Η εμπειρία αφορά στην Κίνα και ιδιαίτερα στην περίοδο της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης (ΜΠΠΕ). Ήδη στα 1957, ο Μάο ασκεί κριτική στο σταλινικό μοντέλο, το οποίο στηρίχτηκε στην προτεραιότητα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στη βάση της κληρονομημένης απ’ τη Β΄ Διεθνή οικονομίστικης αντίληψης, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξή τους συνεπιφέρει το μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της επιρροής του οικονομίστικου μαρξισμού της Β΄ Διεθνούς πάνω στο νεοσύστατο κομμουνιστικό κίνημα ήταν και η επικέντρωση της διαμάχης των τριών τάσεων στο Κόμμα των Μπολσεβίκων (σταλινικής, τροτσκιστικής, μπουχαρινικής) κατά τη δεκαετία του 1920, σχετικά με τους όρους και τις δυνατότητες ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Η κριτική του σταλινικού οικονομισμού, το 1957, αποτέλεσε τη βάση για την αντιπαράθεση στις γραμμές του ΚΚ Κίνας ανάμεσα στην πτέρυγα που υπερασπιζόταν ένα μοντέλο ανάλογο του σοβιετικού (Λιού Σιάο-σι, Ντενγκ Ξιάο-πινγκ) και σ’ αυτήν που, με επικεφαλής το Μάο, τάχθηκε υπέρ της κινητοποίησης των ίδιων των εργαζόμενων μαζών και της νεολαίας για την επιτάχυνση των μετασχηματισμών στις παραγωγικές σχέσεις. Σύμφωνα με την άποψη που υπερασπίστηκε η αριστερά του ΚΚ Κίνας, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μόνο σε τελευταία ανάλυση οδηγεί στο μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων. Επιστρέφοντας στη βασική μαρξιστική θέση για την πάλη των τάξεων ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας, είναι οι μετασχηματισμοί στις παραγωγικές σχέσεις που ανοίγουν το δρόμο για μια παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τέτοια που να στηρίζεται στις υπό διαμόρφωση νέες σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις και να τις ενισχύει. Πρόκειται για μια τομή στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας, μια ρήξη με τον οικονομισμό, που αποτελούσε κοινή βάση του μαρξισμού της Β΄ και της Γ΄ Διεθνούς.
Καθώς η αντιπαράθεση αποκορυφώθηκε στα 1966 με την έκρηξη της ΜΠΠΕ, τα ζητήματα της γραφειοκρατίας τέθηκαν σε νέα βάση. Αν για το Λένιν η δικτατορία του προλεταριάτου έδινε τη δυνατότητα ακόμη και σε μια μαγείρισσα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του κράτους, ο μαοϊσμός επικέντρωσε στην αντίθεση διανοητικής-χειρωνακτικής και διευθυντικής-εκτελεστικής εργασίας, που το ξεπέρασμά της δημιουργεί πραγματικούς υλικούς όρους για την κατάργηση της γραφειοκρατίας ως διαχωρισμένου κοινωνικού στρώματος, άρα και για το άνοιγμα του δρόμου για τον κομμουνισμό και την αντίστοιχη αχρήστευση του διαχωρισμένου κρατικού μηχανισμού.
Η ΜΠΠΕ, παρά τις υπαρκτές ακρότητες και τον παιδισμό πολλών απ’ τις εκδηλώσεις της, αποτέλεσε μια πρώτη (και γι’ αυτό περιορισμένη και ανολοκλήρωτη) απόπειρα ξεπεράσματος της υποκατάστασης της προλεταριακής εξουσίας απ’ το σώμα των ειδικών της διαχείρισης, που τελικά, διαμορφώνοντας συνείδηση των ιδιαίτερων συμφερόντων του, συγκροτεί τον πυρήνα της νέας αστικής τάξης που αναδεικνύεται και κυριαρχεί μέσα από διαδικασίες καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Όπως συνέβη στην ΕΣΣΔ και στις ανατολικοευρωπαϊκές Λαϊκές Δημοκρατίες, όπως συμβαίνει στην ίδια την Κίνα, μετά την υποχώρηση και την ήττα της ΜΠΠΕ.
Δεν μπορούμε, κατά συνέπεια, να αναφερθούμε στην εμπειρία των καθεστώτων που εγκαθιδρύθηκαν απ’ το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα του 20ού αιώνα, παραγνωρίζοντας την κινέζικη εμπειρία, ούτε να ξεμπερδεύουμε με το μαοϊσμό και τα θεωρητικά ρεύματα που επηρέασε έμμεσα ή άμεσα (όπως π.χ. το ρεύμα του δυτικού μαοϊσμού, με κύρια έκφραση τον αλτουσεριανισμό), με μια αφοριστική διατύπωση.
Η μελέτη της θεωρητικής συνεισφοράς του μαοϊσμού στις διάφορες εκδοχές του και η αποτίμηση της εμπειρίας του κινέζικου επαναστατικού κινήματος και ιδιαίτερα της ΜΠΠΕ, αποτελεί αναγκαίο όρο για την κατανόηση των αντιθέσεων που συνδέονται με τις διαδικασίες μετάβασης και φυσικά δεν αφορά μόνο σε όσους αυτοαναγνωρίζονται ως μαοϊστές.
Με την παραγνώριση εμπειριών πέραν της σοβιετικής συνδέεται και η εκτίμηση των Θέσεων πως κρίσιμο σημείο καμπής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα υπήρξε η διάλυση της Γ΄ Διεθνούς, το 1943, και η παραγνώριση των μετέπειτα, κοσμοϊστορικής σημασίας, επιτυχιών του. Απ’ τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη του 1945, στην οποία η συμβολή του κομμουνιστικού κινήματος ήταν καθοριστική, στις νικηφόρες επαναστάσεις της Γιουγκοσλαβίας, της Κίνας, της Κορέας, του Βιετνάμ κι απ’ το φούντωμα των αγώνων που οδήγησαν στην κατάργηση της αποικιοκρατίας, στη νίκη της κουβανέζικης επανάστασης και στη μεγάλη έκρηξη της δεκαετίας του 1960 και 1970, με το γαλλικό Μάη του ’68 και το ιταλικό θερμό φθινόπωρο του ’69, με τη συντριβή το αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στις χώρες της Ινδοκίνας, με την πορτογαλική επανάσταση και τη νίκη στις πρώην πορτογαλικές αποικίες και με τελευταίο σταθμό τη σαντινίστικη επανάσταση της Νικαράγουας το 1979, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, παρά την κυριαρχία του σταλινισμού και κατόπιν του σταλινοθρεμένου «αντισταλινισμού» στις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», παρά τη ρεβιζιονιστική και ρεφορμιστική στροφή των δυτικών ΚΚ, παρά την κυριαρχία της στρατηγικής του ειρηνικού δρόμου και την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης, μετά το 1956, συνέχισε να έχει επιτυχίες, πολλές απ’ τις οποίες συνδέθηκαν και με τη ρήξη κομμάτων και κινημάτων μ’ αυτές τις κυρίαρχες πολιτικές. Η μη αναφορά, έστω και επιγραμματική, σε μια τέτοια μεγάλη περίοδο αντιφατικών διαδικασιών στο διεθνές κίνημα, επίσης δεν βοηθάει σε μια συνολικότερη εκτίμηση της εμπειρίας του 20ού αιώνα και στην εξαγωγή συμπερασμάτων για το σήμερα και το αύριο.
Ανεξάρτητα απ’ τις παρατηρήσεις αυτές, όπως και από άλλες που θα μπορούσαν να γίνουν σε ένα κείμενο που εμπεριέχει ενδιαφέρουσες επισημάνσεις και εκτιμήσεις σε μια σειρά βασικά ζητήματα που θέτει, η ίδια η διαδικασία της ενοποίησης επαναστατικών κομμουνιστικών οργανώσεων αποτελεί γεγονός εξαιρετικά σημαντικό. Καθώς ο προσανατολισμός είναι η ενότητα και η κοινή δράση της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και η επιδίωξη του ενιαίου μετώπου πάλης για την ανάπτυξη των ταξικών κοινωνικών αγώνων, εύχομαι κάθε επιτυχία στην ενωτική Συνδιάσκεψη και στη συνέχιση του διαλόγου που άνοιξε με τις διαδικασίες της.