Από την ιστοσελίδα "Αφορμή".
https://www.aformi.gr/2009/10/%CF%83%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%BF-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%82-%CF%84/
«Αυτό που διαχωρίζει το λαϊκό τραγούδι, μέσα στη γενική εικόνα ενός έθνους και της κουλτούρας του, δεν είναι το καλλιτεχνικό γεγονός, ούτε η ιστορική καταγωγή, αλλά ο τρόπος που έχει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο και την ζωή, σε αντίθεση με τις ισχύουσες αντιλήψεις της κοινωνίας»
Αντόνιο Γκράμσι
Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29/8/1931 στον προσφυγικό καταυλισμό της Νέας Ιωνίας. Οι γονείς του, η μάνα του Γεσθημανή από τη Καππαδοκία και ο πατέρας του Χαράλαμπος από τον Πόντο ήταν πρόσφυγες που δούλευαν σαν καπνεργάτες. Παντρεύτηκαν στα Πετράλωνα και έζησαν στην Ν. Ιωνία, στο σπίτι που έχτισε με τα χέρια του ο Χαράλαμπος, οικοδόμος πια.
Ο πατέρας του εντάχθηκε στο ΕΑΜ και πλήρωσε αυτήν του την δραστηριότητα με τον άγριο ξυλοδαρμό του από τους φασίστες – δοσίλογους, με αποτέλεσμα σοβαρά προβλήματα υγείας που επέφεραν τον θάνατό του λίγο μετά την απελευθέρωση.
Ο ίδιος ο Καζαντζίδης αφηγείται:
« …κοίταξε, στην κατοχή η οικογένειά μου πέρασε δύσκολες στιγμές, όπως και όλος ο λαός. Το ψωμί ήταν λιγοστό και πανάκριβο. Οι άνθρωποι ξεπούλαγαν περιουσίες για ένα μπουκάλι λάδι. Οι μαυραγορίτες βέβαια θησαύρισαν. Έπιναν το αίμα του κοσμάκη… ο πατέρας μου είχε ιδέες αριστερές. Τον έκαναν υπεύθυνο της Εθνικής Τροφοδότησης Ανταρτών…κάτι Γερμανοτσολιάδες προδότες, τον έπιασαν και τον σακάτεψαν στο ξύλο. Αν μέναμε εκεί θα τον σκότωναν… ξεκινήσαμε για την Θεσσαλονίκη. Στον δρόμο, μπροστά στα μάτια μας οι χαφιέδες τον αποτελείωσαν. Έβγαζε αίμα από παντού, από το στόμα, τη μύτη, τ’ αυτιά. Χτύπησαν και την μητέρα μου. Έγκυο γυναίκα… γυρίσαμε στην Ν. Ιωνία. Η υγεία του πατέρα μου είχε κλονιστεί. Έκανε συνέχεια αιμοπτύσεις.»
Η πολιτική τοποθέτηση και ο θάνατος του πατέρα του θα σημαδέψουν την ζωή του και της υπόλοιπης οικογένειας , όχι μόνο συναισθηματικά αλλά και στο επίπεδο του κοινωνικού διωγμού και της οικονομικής εξαθλίωσης. Ο Σ. Καζαντζίδης για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του δουλεύει από πολύ μικρή ηλικία σαν μικροπωλητής, οικοδόμος, βιομηχανικός εργάτης. Υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στην Μακρόνησο.
Η ένταξή του, όπως και των γονιών του, στην εργατική τάξη του ανέπτυξε την ταξική συνείδηση και του καλλιέργησε τα αισθήματα της εργατικής αλληλεγγύης, στοιχεία που συναντιούνται στο έργο του όλα τα μετέπειτα χρόνια αλλά και διακρίνονται στην προσωπική του στάση ζωής (σύγκρουση με το κατεστημένο των δισκογραφικών εταιρειών και των κέντρων, αφοσίωσή του στον πόνο και τις ανάγκες του φτωχού λαού.)
Δεν σταμάτησε να ζει λαϊκά ακόμα και τις ημέρες της μεγάλης του οικονομικής και καλλιτεχνικής ακμής.
Ο Καζαντζίδης έγινε ο βασικότερος εκφραστής του λαϊκού τραγουδιού, που ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του 50, και ο πιο αγαπητός – οικείος τραγουδιστής του λαού ( δεν είναι τυχαίο ότι ο κόσμος δεν τον αποκαλεί Καζαντζίδη αλλά Στελλάρα)
Στο κείμενο αυτό δεν θέλουμε να ασχοληθούμε με το καλλιτεχνικό φαινόμενο του Στέλιου Καζαντζίδη, αλλά με τον «πόλεμο» και την κριτική που γίνεται στο πρόσωπό του και τα τραγούδια που ερμήνευσε σαν τραγούδι της «κλάψας» και της «μιζέριας», που στην ουσία είναι πόλεμος και κριτική στο λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι που χτυπήθηκε από τη εποχή που γεννήθηκε όχι μόνο από την αστική τάξη αλλά απορρίφθηκε και από την Αριστερά (ΚΚΕ – ΕΔΑ ) και τους αριστερούς διανοούμενους της εποχής.
Αυτή η αντίληψη για το λαϊκό τραγούδι φτάνει μέχρι τις μέρες μας και σιγοντάρεται (μετά τη μεταπολίτευση) και από κάποιους πεφωτισμένους ρεμπετολόγους (μας έχει φάει η ειδίκευση, η δικτατορία των ειδικών) που θέλουν να το παρουσιάσουν σε αντιδιαστολή με το ρεμπέτικο τραγούδι καθώς και από κάποιους μικροαστούς «καλλιτέχνες» και διαπλεκόμενους μουσικούς παραγωγούς των ΜΜΕ που το απορρίπτουν συλλήβδην, ακόμα και αυτήν την «έντεχνη» μορφή του.
Σήμερα δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσει κάποιος λαϊκά τραγούδια στο ραδιόφωνο (μικρές εξαιρέσεις ο «902» και κάποιοι ελάχιστοι μικροί – επαρχιακοί σταθμοί) και ειδικά στα κρατικά ραδιόφωνα ( η κυρία Μυτιληναίου έκοψε την λαϊκή ώρα του 2ου μετά τον θάνατο του Π. Γεραμάνη) αλλά και στα λεγόμενα έντεχνα-σοβαρά ( «Μελωδία») ενώ αρκετοί από αυτούς αρέσκονται σε τραγούδια ψευτοέντεχνα, δήθεν «κουλτουριάρικα».
«Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
ποτέ δεν λένε την αλήθεια
ο κόσμος υποφέρει και πεινά
και σεις τα ίδια παραμύθια»
Δ. Σαββόπουλος
Αυτή η άποψη συναντιέται σήμερα και σε αρκετούς αριστερούς και κυρίως νεολαίους.
Ας δούμε όμως καταρχάς σε ποιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες γεννιέται και εξελίσσεται το λαϊκό τραγούδι που πήγασε μέσα από το ρεμπέτικο σαν άρρηκτη συνέχειά του.
Αύγουστος του 1949. Τελειώνει ο εμφύλιος και το έπος των απλών αγωνιστών του ΔΣΕ, με τη νίκη των αστών και με 20.000 – 25.000 νεκρούς κομμουνιστές μαχητές, 7.000 – 8.000 περίπου άμαχους εκτελεσμένους κατά την διάρκεια του εμφυλίου, 56.000-60.000 φεύγουν κυνηγημένοι πολιτικοί πρόσφυγες, 1.000.000 «υποχρεωτικώς μετακινηθέντες» ( 15% του πληθυσμού και 20%-25% του αγροτικού πληθυσμού) στοιβάζονται στις παρυφές των πόλεων σε προσφυγικά παραπήγματα, έρμαια στην ασυδοσία των καπιταλιστών σαν φτηνά εργατικά χέρια και στην κρατική και παρακρατική τρομοκρατία, άγνωστος αριθμός παιδιών (κατά κάποιους αστούς υπολογίζονται μετριοπαθώς σε 20-25 χιλιάδες) «φιλοξενούνται» στα «παιδοχώρια» της πρόνοιας, τα πιο τυχερά ήσαν όσα μπόρεσαν να επανενωθούν με τις οικογένειές τους έστω στις άθλιες συνθήκες που αυτές επιβίωναν, τα υπόλοιπα βρέθηκαν από «υπηρέτριες από το χωριό» στις ευκατάστατες αστικές οικογένειες, μέχρι σύζυγοι υπερήλικων με την προίκα και την ευχή της Φρειδερίκης και τα αγόρια φθηνά εργατικά χέρια.
Το 1950 είχαμε δεκάδες χιλιάδες στα μακρονήσια , 2.289 καταδικασθέντες σε θάνατο, 16.783 σε ισόβια, 5.425 υπόδικους…
Η εργατική τάξη και ο υπόλοιπος λαός στην Ελλάδα δεν έχει πια αυταπάτες. Έζησε την ήττα από τους αστούς, πλήρωσε την επανάσταση με το αίμα των καλύτερων παιδιών της και ήξερε πάρα πολύ καλά ότι θα συνέχιζε να πληρώνει το τίμημα για πολλά χρόνια ακόμα. Ο εμφύλιος δεν σταμάτησε στα βουνά του Γράμμου, Οι ξυπόλητοι και αγράμματοι που τόλμησαν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των αστών θα το πληρώσουν ακριβά και το γνωρίζουν. Ξέρουν ότι δεν θα μπορέσουν εύκολα να σηκώσουν ξανά το κεφάλι τους και ότι είναι έρμαιο των πιο άγριων διαθέσεων των καπιταλιστών, και δεν είχαν καθόλου άδικο.
Αντιλαλούνε τα βουνά (Β. Τσιτσάνης – 1950)
Η οικονομική κατάσταση στην μετεμφυλιακή Ελλάδα
«Δυο δρόμοι την χωρίζουνε την κοινωνία ετούτη Και φέρνουν μαύρη συμφορά, η φτώχεια και τα πλούτη Της κοινωνίας η διαφορά φέρνει στο κόσμο μεγάλη συμφορά» Β. Τσιτσάνης 1949 Η ήττα της αριστεράς, η διάλυση του εργατικού κινήματος και ο πλήρης έλεγχός του από τα κρατικά – παρακρατικά όργανα, η ανοιχτή τρομοκρατία, ο ρεβανσισμός και το ταξικό μίσος των νικητών, θα εμποδίσουν την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και της αντίστασης ακόμα και στο οικονομικό επίπεδο για πολλά χρόνια μετά τον εμφύλιο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα να μην πραγματωθεί με τους όρους που αυτή συντελείται στα υπόλοιπα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη. Η αστική τάξη προχωρά με γοργούς ρυθμούς στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Η βιομηχανική παράγωγη εκτοξεύεται μέσα σε λίγα χρόνια, ο κατασκευαστικός κλάδος επιδεικνύει παγκόσμιες πρωτιές, αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς ο ελληνικός εμπορικός στόλος, ανατρέπεται για πρώτη φορά το 1966 η σχέση μεταξύ βιομηχανικής και γεωργικής παραγωγής προς όφελος της πρώτης.. Η περίοδος 1950-1970 γίνεται η χρυσή περίοδο για την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα. ( ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ μεταξύ 1962-1975 είναι 6,8% έναντι 4,2% της τότε ΕΟΚ). Να ποια είναι όμως η κατάσταση της εργατικής τάξης την αντίστοιχη περίοδο. Το μεροκάματο βρίσκεται στα 1950 στο 50% του προπολεμικού και φτάνει στα επίπεδα του 1938 το 1956. Η ανεργία είναι ο μεγάλος εφιάλτης φτάνοντας σε επίπεδα του 25% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, με ανυπαρξία επιδομάτων. Ορισμένα στοιχεία για το επίπεδο διαβίωσης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων της περιόδου είναι ενδεικτικά της κατάστασης . 1957 – 58: 28% των οικογενειών συγκατοικεί με άλλες οικογένειες στο ίδιο σπίτι, το 32% των οικογενειών ζει σε ένα δωμάτιο, το 11% των σπιτιών έχει τρεχούμενο νερό, 27% ρεύμα και 2,5% λουτρό, η μέση κατανάλωση κρέατος είναι 23,5 κιλά τον χρόνο ανά άτομο. Σαν αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης έχουμε 1.500.000 μετανάστες την δεκαετία του 1960. Κοινωνία ένοχη (Χ. Κολοκοτρωνη – 1958) Κοινωνία ένοχη
Το λαϊκό τραγούδι και ο Στ. Καζαντζίδης
«…η τέλεια περιφρόνηση προς τον πλούτο,
έδωσε κουράγιο στους Έλληνες
να υπομείνουν τη φτώχεια τους»
Δ. Χαριτόπουλος
Σ’ αυτές λοιπόν τις συνθήκες ή καλύτερα θα λέγαμε, μέσα από αυτές τις συνθήκες, γεννιέται το λαϊκό τραγούδι την δεκαετία του 50.
Ας δούμε όμως μέσα από τα ίδια τα τραγούδια και κυρίως τα τραγούδια του κύριου εκφραστή του λαϊκού τραγουδιού του Στέλιου Καζαντζίδη, πως εκφράζεται η κοινωνική κατάσταση που περιγράψαμε πιο πάνω.
Ο Καζαντζίδης ξεκινά την καριέρα του στα χνάρια της φωνής του Πρόδρομου Τσαουσάκη (μεγάλο τραγουδιστή του ρεμπέτικου και κυρίως του Τσιτσάνη) και τα πρώτα χρόνια τα τραγούδια που ερμηνεύει ανήκουν στο είδος που έχουμε συνηθίσει να λέμε ρεμπέτικο ( το γράφω με αυτό τον τρόπο γιατί η κατηγοριοποίηση του τραγουδιού σε ρεμπέτικο, λαϊκό και έντεχνο είναι εντελώς σχηματική και μερικές φορές κακόβουλα προσπαθούν μερικοί να τα παρουσιάσουν σε αντιπαράθεση).
Ο Καζαντζίδης όμως δεν συμφωνεί με την περιθωριοποίηση που εκφράζει μια μερίδα του ρεμπέτικου. Δεν θέλει τα τραγούδια του να απευθύνονται και να μιλάνε για το περιθωριοποιημένο κομμάτι του λαού. Επειδή ήταν αριστερός και με αναπτυγμένη ταξική συνείδηση, συνειδητά επιλέγει να εκφράσει τα προβλήματα και το κλίμα της εποχής. Έτσι συμβάλλει καθοριστικά στην διαμόρφωση του ρεμπέτικου σε λαϊκό, μια διαδικασία που έχει ήδη ξεκινήσει από τον Β. Τσιτσάνη .
Ο Καζαντζίδης με την απήχηση που έχει η φωνή του αλλά και η επιμονή και συνέπειά του στο να επιλέγει να τραγουδά για τον λαό και τα προβλήματά του δημιουργούν ένα ρεύμα. Σχεδόν όλοι οι συνθέτες γράφουν τραγούδια στο «στυλ Καζαντζίδη» και αρκετοί τραγουδιστές ακολουθούν τα πατήματα της φωνής του αλλά και της θεματολογίας των τραγουδιών του.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των τραγουδιών, ιδιαίτερα τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, είναι όπως προείπαμε το μαύρο χρώμα. Μιζέρια, ηττοπάθεια και κλάψα θα πουν μερικοί, και ίσως ακόμα περισσότερα ακούγοντας το πεισιθανάτιο τραγούδι του « Θέλω να πεθάνω»
« θέλω να πεθάνω για να μην πονώ.
μα ποιος θα κοιτάξει το φτωχόσπιτό μου
όταν θ’ απομείνει έρμο κι ορφανό;
Έχω μανούλα κι αδελφές
γυναίκα και παιδάκια
κι αν κλείσω τα ματάκια μου
θα μείνουν στα σοκάκια
Δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ
Όλα πια τα βάρη πέσανε σε μένα
και στα δυο μου πόδια πως να κρατηθώ»
Να όμως τι λέει ο στιχουργός του τραγουδιού Κώστας Βίρβος για το τραγούδι:
«Χάλασε κόσμο. Είναι η κραυγή ενός εξαθλιωμένου ανθρώπου στη σκληρή μετεμφυλιακή πραγματικότητα. Είναι αλήθειες που ζήσαμε και βιώσαμε…».
Ο Νέαρχος Γεωργιάδης, μελετητής του λαϊκού τραγουδιού γράφει χαρακτηριστικά:
«…το μαύρο χρώμα, η απαισιόδοξη διάθεση το πεισιθανάτιο ύφος δεν ήταν κάτι το αυθαίρετο, που ο στιχουργός επέβαλε στο λαϊκό γούστο. Ήταν κάτι που ξεκινούσε από την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων κι ο στιχουργός το μορφοποίησε και το πέρασε μέσα στο τραγούδι. Οι εργάτες, οι αγρότες και πού απελπισμένοι μικροαστοί είδαν σ’ αυτά τα τραγούδια τον εαυτό τους, για αυτό και τα αποδέχτηκαν σαν τρόπο έκφρασής τους».
Τι θα έγραφαν λοιπόν οι λαϊκοί στιχουργοί και τι θα τραγουδούσαν οι λαϊκοί τραγουδιστές;
Σαν τον πουλημένο σκλάβο (Σ. Καζαντζίδης – 1958)
Και αυτή η διαδικασία ήταν συνειδητή απ την μεριά των δημιουργών:
« Τι σημαίνει για σας κ. Καζαντζίδη ο όρος λαϊκός τραγουδιστής;
Λαϊκός τραγουδιστής είναι αυτός που εκφράζει τα προβλήματα, τα παράπονα και τις αγωνίες του απλού κόσμου. Πρέπει να βγάζει από μέσα του πόνο για να απαλύνει τον πόνο αυτών που τον ακούνε. Γιατί κακά τα ψέματα λαϊκό τραγούδι σημαίνει πόνος. Τα κάτω στρώματα είναι πάντα αδικημένα και πονεμένα. Γι’ αυτό λαϊκός τραγουδιστής σημαίνει να γίνεσαι προσιτός στη μάζα, σε αυτούς που για διάφορους λόγους δεν είχαν την τύχη να μάθουν πέντε γράμματα… ο στόχος ο δικός μου, όταν λέω ένα τραγούδι, είναι αυτός που πίνει το κατοσταράκι το κρασί με τη μαριδούλα, την ντοματούλα και τη φέτα. Γι αυτούς τραγούδησα. Ο κόσμος στον οποίο απευθύνομαι εγώ δεν έχει μεγάλες οικονομικές δυνατότητες. Εγώ τραγουδάω για τη φτώχεια. Άλλοι είναι οι άνθρωποι που πάνε στα μαγαζιά και έχουν δυνατότητες να καίνε, να σπάζουν, να χαλάνε, να πληρώνουν μπουκάλια, να χύνουν σαμπάνιες. Δεν είμαι εγώ αυτής της τάξεως τραγουδιστής. Και γι’ αυτό δεν πάω στα κέντρα. Πώς ν’ αναγκάσω τον κοσμάκη το δικό μου να κόψει το ψωμί του για να ‘ρθει να μ’ ακούσει;»
“Εγώ είμαι ένας τραγουδιστής του έρωτα και της ζωής
τραγουδάω για τη φτώχεια για την ξενιτιά
και για τους ερωτευμένους που “χουνε φωτιά
Του λαού τα ντέρτια λέω, κι όταν τραγουδάω κλαίω
γιατί είμαι πονεμένος και στη φτώχεια γεννημένος
Εγώ είμαι ένας τραγουδιστής του έρωτα και της ζωής
μ” αγαπούν οι πονεμένοι που “χουνε ψυχή
κι όλοι οι αδικημένοι μέσα στη ζωή
Του λαού τα ντέρτια λέω κι όταν τραγουδάω κλαίω
γιατί είμαι πονεμένος και στη φτώχεια γεννημένος”
Κατά μία άποψη η διαφωνία με τα τραγούδια του Καζαντζίδη και η γκρίνια για τραγούδια της κλάψας δεν έχει να κάνει τόσο με την θεματολογία του στίχου αλλά με το «ανατολίτικο» στοιχείο των τραγουδιών. Ας μην λησμονούμε άλλωστε ότι και για κομμάτια της Αριστεράς (επίσημης και μη) η δυτικότροπη τέχνη ήταν πάντα σε μεγαλύτερη εκτίμηση σε σχέση με τις επιρροές της Ανατολής. Ίσως γιατί στη δύση έβλεπαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού και την ολοκλήρωση των αντικειμενικών συνθηκών για την επανάσταση.
Μήπως όμως το λεγόμενο «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι δίνει την απάντηση για το πως θα έπρεπε να ήταν το λαϊκό τραγούδι;
Καταρχάς θα πρέπει να δούμε ότι το «έντεχνο» που ξεκίνησε από τον Θεοδωράκη στα τέλη της δεκαετίας του ’50 επηρεάστηκε έως διαμορφώθηκε από τους πρωτεργάτες του λαϊκού τραγουδιού (Χιώτη, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Ζαμπέτα). Αρκεί να θυμίσουμε ότι η πρώτη κυκλοφορία του «Επιτάφιου» που έγινε με ενορχήστρωση του Χατζιδάκη και ερμηνεύτρια την Μούσχουρη πέρασε εντελώς απαρατήρητη, μέχρι να έρθει η καθοριστική παρέμβαση του Χιώτη και η φωνή του Μπιθικώτση να απογειώσουν το ίδιο έργο και να φτάσει στα χείλη του κόσμου.
Ακόμα όμως και τα τραγούδια του Θεοδωράκη τα πρώτα χρόνια έχουν την ίδια θεματολογία και «μιζέρια» του λαϊκού τραγουδιού. Ας θυμηθούμε τα «Βρέχει στην φτωχογειτονιά», «Δόξα τω θεώ», «Το Σαββατόβραδο», «Δραπετσώνα», «Παράπονο». «Βράχο-βράχο», «Μετανάστης»… και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Η «αντίρρηση» όμως των λαϊκών συνθετών-στιχουργών για τα έντεχνα τραγούδια είναι το ότι οι στίχοι αυτοί δεν γίνονται κατανοητοί από τον απλό κόσμο. Και αυτό γιατί και οι ίδιοι παρ’ όλο που συμμετείχαν σ’ αυτήν την διαδικασία, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν αυτά που τραγουδούσαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μπιθικώτσης ο οποίος, στην αρχή της συνεργασίας του με τον Θεοδωράκη, όταν έλεγε τα τραγούδια αυτά στο κέντρο γύρναγε στους οργανοπαίχτες και έλεγε « τι κάθομαι και λέω ρε Καρανικόλα (μπουζουξής). Μπορείς εσύ να μου πεις τι λένε αυτά τα τραγούδια;»
Τα όνειρα που μένουνε
μονάχα μες στη σκέψη
κανείς μην τα πιστέψει
τα σβήνει η ζωή.
Τα όνειρα που χτίζονται
κι αντέχουνε στο χρόνο
υφαίνονται με πόνο
χωρίς αναπνοή.
Είναι τόσο σκληρός ο αγώνας
μα τόσο γλυκός,
είναι τόσο μεγάλη η ζωή
όταν ζεις διαρκώς,
κι έτσι φτάνεις στο τέρμα
χωρίς να ‘χεις νιώσει μικρός
και παλεύεις, πεθαίνεις, περνάς
μα δεν είσαι νεκρός.
Τα όνειρα που παίρνουνε
για λίγο το μυαλό μου
μερώνουν τον καημό μου
μια τόση δα στιγμή.
Στα όνειρα που χτίζονται
το είναι μου κι αν δώσω
αξίζει να ΄ναι τόσο
βαριά η πληρωμή.
Ακόμα και όταν ο Καζαντζίδης ερμηνεύει το παραπάνω τραγούδι του Άκη Πάνου «Τα όνειρα που χτίζονται» δεν αισθάνεται ότι απευθύνεται στο κόσμο με τον τρόπο που αυτός θέλει, μερικά χρόνια μετά δηλώνει :
«… ο κοσμάκης έχει τόσα προβλήματα και σκοτούρες στο κεφάλι του. Ο Καζαντζίδης λοιπόν δεν πρέπει να τον κουράζει με τα τραγούδια του. Να ψάχνουν να βρουν τα μηνύματα που κρύβει ο στίχος. Πολλοί από αυτούς που αγαπούν τα τραγούδια μου είναι αγράμματοι εντελώς ή του δημοτικού. Γι’ αυτό προτιμώ να τραγουδώ τις αλήθειες της ζωής απλά, με σταράτα και καθαρά λόγια. Δεν είναι τυχαίο ότι «Τα όνειρα που χτίζονται», που χωρίς αμφιβολία είναι ένα σπουδαίο τραγούδι, δεν πέρασε στο κόσμο όσο τα υπόλοιπα του Πάνου που είπα, όπως το «Η ζωή μου όλη», «Άιντε να περάσει η μέρα»…».
«… τη δουλειά τους την κάνουν καλά αλλά δεν κάνουν λαϊκό τραγούδι. Είναι άνθρωποι που έχουν σπουδάσει μουσική, κάνουν σωστές ενορχηστρώσεις, αλλά δεν απευθύνονται στη μάζα, δεν είναι τραγούδια του λαού. Κι όχι γιατί χρησιμοποιούν διαφορετικά όργανα ή άλλους ρυθμούς… Ο Σαββόπουλος είναι λαϊκός τραγουδιστής. Δεν ξέρω αν το γνωρίζει κι ο ίδιος. Τα τραγούδια του είναι λαϊκότατα…Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά έχει ανάγκη ο κόσμος από κοινωνικό τραγούδι. Τώρα χρειάζεται να βγει ένας τραγουδιστής να τραγουδήσει τον σημερινό πόνο του Έλληνα. Την ακρίβεια και τα άλλα προβλήματα που υπάρχουν. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν υπάρχει και αναγκάζεται να ακούει, από την πλύση εγκεφάλου που του γίνεται, διάφορες βλακείες, για να ξεδώσει λίγο» (Καζαντζίδης)
Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια ότι αυτές οι δηλώσεις κρύβουν κάποια δόση υπερβολής και εάν θέλετε και ένα παράπονο για τον παραγκωνισμό και την κατά κάποιο τρόπο αχαριστία που δέχτηκαν οι συντελεστές του λαϊκού τραγουδιού από τους δημιουργούς του «έντεχνου». Αχαριστία όχι τόσο προς τα πρόσωπα αλλά κυρίως προς το ίδιο το λαϊκό τραγούδι, φτάνοντας μέχρι του σημείου, κάποιοι από αυτούς, να το κατηγορούν ανοιχτά.
Το λαϊκό τραγούδι σήμερα
Ένα ερώτημα που απασχολεί τον κόσμο που αγαπά το λαϊκό τραγούδι είναι εάν υπάρχει σήμερα λαϊκό τραγούδι και εάν είναι δυνατόν να εκφράσουν σήμερα τα παλιά λαϊκά τραγούδια ,που για πολλούς έχουν ξεπερασμένη φόρμα και θεματολογία.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη και σίγουρα δεν μπορεί να δοθεί στα πλαίσια αυτού του κειμένου, όμως μπορούμε να θίξουμε ένα-δυο ζητήματα σχετικά μ’ αυτό.
Δεν μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει ότι η σημερινή εποχή ελάχιστη σχέση έχει με την εποχή του ’50-’60 που αναπτύχθηκε το λαϊκό τραγούδι. Η αλλαγή αυτή όμως δεν έχει να κάνει με την κατάργηση της καταπίεσης και των προβλημάτων για την εργατική τάξη αλλά με τον τρόπο που αυτά τα προβλήματα εκδηλώνονται σήμερα και πώς αυτά κατανοούνται από το ίδιο το υποκείμενο και κατ’ επέκταση πως αυτό αντανακλάται στους δημιουργούς του τραγουδιού.
Δεν υπάρχει και σήμερα υψηλή ανεργία, αβεβαιότητα για το μέλλον, ανέχεια στους νεολαίους των 700€, μετανάστευση, εξαντλητικά ωράρια εργασίας, τρομοκρατία στους χώρους δουλειά;
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι ότι δεν υπάρχουν τα προβλήματα αλλά μάλλον το ότι ο σημερινός εργάτης – εργαζόμενος , για λόγους που είναι λίγο πολύ γνωστοί, θεωρεί ότι αυτά τα προβλήματα θα τα ξεπεράσει με ατομικές λύσεις, δεν θέλει να αποδεχτεί την ταξική του θέση (πόσο μάλλον να αισθάνεται περήφανος γι’ αυτήν), να τα μοιραστεί με τους όμοιούς του. Νομίζει ότι με μια κάρτα ή ένα δάνειο θα καταφέρει να τα κρύψει κάτω από το χαλάκι. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει από εργάτες και απλό κόσμο την άποψη «δεν θέλω να ακούω τραγούδια κλαψιάρικα, μου φτάνουν τα προβλήματά μου, θέλω ν’ ακούσω κάτι χαρούμενο για να ξεδώσω».
Για να θυμηθούμε τα λόγια του Γκράμσι που αναφέρονται στην αρχή του άρθρου, εκείνο που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται ο κόσμος, και κατ’ επέκταση το λαϊκό τραγούδι, την πραγματικότητα.
Καθαριστικό ρόλο στην διαμόρφωση μιας τέτοιας συνείδησης παίζουν τα ΜΜΕ και τα πρότυπα ζωής που δημιουργούν και ειδικότερα όσον αφορά το ζήτημα του τραγουδιού οι δισκογραφικές εταιρείες και τα παρακλάδια τους (μουσικοί παραγωγοί, μουσικά ραδιόφωνα) οι οποίες θάβουν συνειδητά την όποια προσπάθεια γίνεται για την παραγωγή σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Σ’ αυτή την λογική έχουν καταφέρει να αλλοιώσουν και την αισθητική του κόσμου σχετικά με την μουσική. Το λαϊκό θεωρείτε από πολλούς «βαρύ» και προτιμούν τις εύπεπτες μπαλαντούλες των κάθε λογής Πλούταρχου, Αλεξίου…
Βέβαια σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν και οι σύγχρονοι δημιουργοί που έχουν σε μεγάλο βαθμό και εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αφομοιωθεί από το σύστημα.
« τα λαϊκά τραγούδια δεν γράφονται όταν αράζεις την Mercedes στο παρκινγκ του στούντιο και ανεβαίνεις επάνω για να ηχογραφήσεις»
Β. Τσιτσάνης
Και βέβαια λαϊκό τραγούδι δεν μπορεί να θεωρηθεί τα δήθεν «κουλτουριάρικα» τραγούδια που θέλουν κάποιοι να βαφτίσουν σαν «έντεχνα». Πέστε μου τι καταλαβαίνετε λ.χ. από το :
«Να μπορούσα στα σύννεφα
να “χα εγώ βενζινάδικο
στο κενό να κινδύνευα
για τ” αστέρι μου τ” άδικο»
ή από το
«Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει
στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι
να μπερδευτώ με τους εργάτες
να πω τον πόνο μου στις γάτες
και στη φουφού του καστανά
στάχτη να γίνεις σατανά»
Το 1989 ο Καζαντζίδης κυκλοφορεί το LP «Ότι δεν είπα» με επανεκτελέσεις παλιών λαϊκών τραγουδιών, να πως εξηγεί το γιατί:
« – Κύριε Καζαντζίδη πως αποφασίσατε να κάνετε αυτούς τους δίσκους με τα παλαιότερα τραγούδια; Δεν βρίσκατε σύγχρονο ρεπερτόριο που να καλύπτει τις ανάγκες σας;
- Και αυτό που λες είναι σωστό. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Τα τελευταία χρόνια τηλεοράσεις, εφημερίδες και ραδιόφωνα βουίζουν, ασχολούνται καθημερινά με τη λαθρομετανάστευση. Έχουν έρθει στα χέρια μου, θα έλεγα, χιλιάδες στίχοι… ε λοιπόν, ούτε ένας δεν αναφέρεται στους λαθρομετανάστες και στα προβλήματά τους. Ένα τόσο καυτό και επίκαιρο κοινωνικό θέμα δεν απασχολεί κανένα δημιουργό. Είναι να απορεί κανείς.»
Όσον αφορά το παλιό λαϊκό τραγούδι πιστεύω ότι μπορεί να υποκαταστήσει το κενό που υπάρχει σήμερα στην λαϊκή μουσική μπορεί να αγγίξει την σημερινή νεολαία και τους εργαζόμενους, όχι γιατί περιγράφει τα προβλήματα τους και τις ανάγκες τους, αλλά γιατί αναδεικνύει την ομορφιά της πραγματικής και όχι μιας ψεύτικης «δήθεν» ζωής», μπορεί να τους συντροφεύει στις δύσκολες στιγμές αλλά και σε μια περήφανη και αγωνιστική στάση ζωής.
Σωτήρης Οι.
Υ.Γ.
1. Το ότι ασχολούμαστε με τον Στ. Καζαντζίδη δεν έχει να κάνει με μια προσπάθεια θεοποίησής του αλλά γιατί όπως αναφέρθηκε αποτελεί τον κύριο εκφραστή του λαϊκού μας τραγουδιού και γιατί ήταν συνεπής μέχρι τέλους σ’ αυτά που πρέσβευε. Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια ορισμένες υπερβολές στα λεγόμενά του αλλά και τις αδυναμίες του χαρακτήρα του.
2. Ο τίτλος και το ίδιο το κείμενο είναι εμπνευσμένα από το πολύ καλό, κατά την γνώμη μας, βιβλίο το Γιώργου Αλεξάτου «Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα» Εκδόσεις Γειτονιές του κόσμου (2006).