Σπουδές στο γαλανόμαυρο ή όταν η πάλη των τάξεων έχει χρονολογία έναρξης
Η πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου με τον κάπως μακρόσυρτο τίτλο “Σπουδές στο γαλανόμαυρο. Φασίστες και παρακρατικοί στην κοιτίδα της δημοκρατίας. Τόμος α΄. Ο ελληνικός φασισμός στον Μεσοπόλεμο. Περί της ιστορίας του φασισμού και της σημερινής της χρήσης” από τις εκδόσεις “Antifa Scripta”, προκαλεί αναμφίβολα το ενδιαφέρον, πόσο μάλλον όταν περιλαμβάνει σειρά κειμένων τα οποία γράφτηκαν σε καιρούς ανυποψίαστους για τους πολλούς. Πρόκειται για κείμενα συλλογικά, που έχουν δημοσιευτεί στα τεύχη 13-32 του περιοδικού “Antifa: πόλεμος ενάντια στον φόβο”, με τα οποία γίνεται προσπάθεια κατάθεσης μιας συγκροτημένης άποψης για ζητήματα που αφορούν στην εμφάνιση του φασισμού στην Ελλάδα κατά την κρίσιμη μεσοπολεμική περίοδο και σε άμεση σύνδεση με αυτήν επιχειρείται μια συνολική τοποθέτηση για την ταξική πάλη στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Ομολογώ πως διαβάζοντας το βιβλίο δοκίμαζα αλλεπάλληλες εκπλήξεις, καθώς μου αποκαλυπτόταν ένας τρόπος προσέγγισης ζητημάτων εξαιρετικά σοβαρών και κρίσιμων τόσο για την κατανόηση της νεοελληνικής πραγματικότητας όσο και συνολικότερα για την ταξική πάλη και την αντιμετώπιση του φασισμού, που πολύ απέχει από το να μπορεί να δώσει απαντήσεις βασισμένες στην ανάλυση πραγματικών δεδομένων.
Ας είμαι σαφής: ο τρόπος που οι συντάκτες του βιβλίου δούλεψαν το θέμα τους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεδειγμένος για την ιστορική μελέτη. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση κατέληξα στην ξεκάθαρη διαπίστωση ότι στην προκειμένη περίπτωση πρώτα φτιάχτηκε ένα θεωρητικό σχήμα αντίληψης της ιστορικής πραγματικότητας και στη συνέχεια αναζητήθηκαν τα στοιχεία που θα το τεκμηρίωναν.
Σύμφωνα με τους συντάκτες του βιβλίου, η παρέμβαση σύγχρονων δεξιών ιστοριογράφων -πρωτοστατούντος του Στάθη Καλύβα- στέρησε από την Αριστερά τη δυνατότητα να επιβάλει τη δική της αφήγηση για τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940, όπως συνέβαινε στις πρώτες μεταπολιτευτικές δεκαετίες. Ενώ η κυρίαρχη αριστερή ιστοριογραφία αναδεικνύει την Αντίσταση ως κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου της Κατοχής, την οποία διαχωρίζει από την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου του 1946-49, ο δεξιός αντίλογος αποκαλύπτει πως ο εμφύλιος πόλεμος διεξαγόταν ήδη από το 1943 με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας και την ένοπλη αντιπαράθεσή τους με τον ΕΛΑΣ. Έτσι, ακυρώνεται το ιδεολόγημα της “πανεθνικής αντίστασης” που, όπως νομίζουν οι συντάκτες του βιβλίου, υπερασπίζεται η Αριστερά και το οποίο εξυπηρετούσε την πολιτική της “εθνικής ενότητας” ιδιαίτερα κατά την περίοδο κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ.
Οφείλουμε να πούμε ότι σε κανένα βιβλίο αριστερού ιστορικού δεν θα συναντήσει κάποιος το ιδεολόγημα της “πανεθνικής αντίστασης”. Η αριστερή ιστοριογραφία δεν περίμενε τον οποιονδήποτε Καλύβα να της αποκαλύψει ότι από το 1943 είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα συνθήκη εμφυλίου πολέμου. Η διαφωνία των αριστερών ιστορικών με τους Καλύβα, Μαραντζίδη κ.ά. δεν έγκειται σ” αυτό το ζήτημα, όπως θεώρησαν οι συντάκτες του βιβλίου, αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτό.
Οι τελευταίοι, εκκινώντας απ” αυτή την “ανακάλυψη”, προεκτείνουν χρονικά τον εμφύλιο πόλεμο, υποστηρίζοντας ότι το 1943 δεν είχαμε παρά την κορύφωσή του. Κατά την άποψή τους, που αποτελεί και την κύρια υπόθεση εργασίας τους, ο εμφύλιος πόλεμος στην πραγματικότητα είχε αρχίσει ήδη αμέσως μετά το 1922, όταν στην Ελλάδα εμφανίστηκε εργατική τάξη και ταυτόχρονα άρχουσα τάξη, η οποία συγκρότησε ένα κράτος με φασιστικό προσανατολισμό για την ανακοπή της διαδικασίας ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και τελικά τη συντριβή της εργατικής τάξης.
Πρόκειται για μια άποψη που θέτει πλήθος ζητημάτων και πρώτα απ” όλα το ζήτημα του αν πράγματι ήταν το 1922 η χρονιά γέννησης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, αν τότε ήταν που γεννήθηκε και η άρχουσα τάξη, οπότε άρχισε να διεξάγεται και εδώ πάλη των τάξεων. Αν η πάλη των τάξεων σε κάθε της εκδήλωση προσλαμβάνει χαρακτηριστικά εμφυλίου πολέμου και αν για τη διεξαγωγή του η άρχουσα τάξη δεν έχει παρά μόνο ένα αποτελεσματικό όπλο: τον φασισμό.
Η θεωρητική εξέταση αυτών των θέσεων θα απαιτούσε μια συζήτηση που να περιλαμβάνει ένα σύνολο ζητημάτων, σχετικά με τις κοινωνικές τάξεις, τους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης σε οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, το κράτος, την αστική δημοκρατία, την ιδιαιτερότητα του φασισμού σε σχέση με τα άλλα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης κ.λπ. Δεν είναι δυνατόν να τεθούν εδώ όλα αυτά τα ζητήματα. Αυτό που θα κάνουμε είναι να δούμε αν η ιστορική πραγματικότητα επαληθεύει ή όχι τη βασική υπόθεση εργασίας των συντακτών του βιβλίου.
Από πότε έχουμε εργατική τάξη στην Ελλάδα;
“Του Μπολονάκη η φάμπρικα σφυρίζει, ξημερώνει.
Βόηθα, Χριστέ, την ορφανή στον αργαλειό που λιώνει”
Πειραιώτικο εργατικό τραγούδι του 19ου αιώνα
Οι συντάκτες του βιβλίου καταθέτουν με βεβαιότητα ένα σχήμα ανάγνωσης της νεοελληνικής ιστορίας, της ιστορίας της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, που είναι ξεκάθαρο και διαπερνάει ολόκληρη τη δουλειά τους:
Καθοριστικό χαρακτηριστικό της ιστορίας της Ελλάδας κατά την περίοδο που εξετάζεται είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Αυτός του Μεσοπολέμου, όχι ο Εμφύλιος του 1946-49 ή αυτός που διεξαγόταν παράλληλα με την Αντίσταση στα 1943-44 και κατά τα Δεκεμβριανά. Το αποσαφηνίζουν: “ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος δεν είναι μια διαδικασία που ξεκίνησε το 1946, αλλά μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει με ολοένα αυξανόμενη ένταση, ήδη από το 1922” (σ. 8-9). Σε άλλα -στα περισσότερα σημεία που γίνεται σχετική αναφορά- ως χρονολογία έναρξης αναφέρεται το 1923, αλλά αυτή η χρονική διαφορά του ενός χρόνου πριν ή ενός χρόνου μετά ελάχιστη σημασία έχει.
Γιατί ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε το 1922 (ή το 1923); Γιατί από τότε έχουμε και στην Ελλάδα “ένα νεογέννητο (…) προλεταριάτο” (σ. 8), ενώ παράλληλα “η δεκαετία του 1920 ήταν η δεκαετία της γέννησης των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, της σύγχρονης μορφής της ελληνικής αστυνομίας, καθώς και των πρώτων φασιστικών οργανώσεων” (σ. 8).
Στη σ. 30 οι συντάκτες επανέρχονται στη βασική τους αυτή εκτίμηση, γράφοντας ότι “ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε το 1923 με την ολοκλήρωση του ελληνικού κράτους και την εμφάνιση ενός ευμεγέθους προλεταριάτου η πλειοψηφία του οποίου ήταν οι νεοφερμένοι πρόσφυγες”. Από τότε αρχίζει και “η ιστορία του ελληνικού φασισμού (που) είναι ταυτόχρονα η ιστορία του φτιαξίματος μιας κοινωνικής τάξης (…). Σε αυτόν τον τόμο θα δούμε αυτήν την τάξη, την ελληνική αστική τάξη, να συγκροτείται πολιτικά, να βρίσκει νέα μέσα, νέες ιδέες και νέες πολιτικές για να χτυπήσει τον αντίπαλό της” (σ. 31).
Δηλώνοντας πως “η συζήτηση περί της “τρομερής έναρξης” του εμφυλίου πολέμου το 1943 (σ.σ. με τη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας και την ένοπλη αντιπαράθεσή τους με τον ΕΛΑΣ), μας αφήνει αδιάφορους”, υποστηρίζουν πως “το 1943 δεν ήταν η αρχή, αλλά η κορύφωση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (….). Η στιγμή της σύστασης των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν η στιγμή κατά την οποία οι τάξεις υπήρξαν όσο καθαρά μπορεί να υπάρξουν. Και ήταν δύο”. (σ. 31).
Στη σ. 33 η υπόθεση εργασίας διευκρινίζεται και πάλι: “Θεωρούμε ότι η εμφάνιση των φασιστών και των οργανώσεών τους πηγαίνει παράλληλα με την ταξική συνειδητοποίηση των “από κάτω”, με την εμφάνιση και την οργάνωση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα”.
Αγνοώ αν οι συντάκτες του βιβλίου γενικεύουν ετούτη την εκτίμηση, θεωρώντας πως η εμφάνιση του φασισμού “πηγαίνει παράλληλα” παντού και πάντα με την εμφάνιση και την οργάνωση της εργατικής τάξης. Υποθέτω πως σκεφτόμενοι, π.χ., την εργατική τάξη της Αγγλίας ή της Γαλλίας ή της Γερμανίας του 19ου αιώνα, δεν θα αναζητούν σε εκείνη την εποχή και αντίστοιχο φασιστικό αντίβαρο. Ή μήπως κάνω λάθος; Αφήνουμε το ερώτημα ανοιχτό και πάμε να δούμε κατά πόσο επαληθεύεται ο ισχυρισμός ότι η εργατική τάξη και οι οργανώσεις της εμφανίστηκαν στην Ελλάδα το 1922 ή το 1923. Τι λένε οι ίδιοι οι συντάκτες;
“…ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα η μισθωτή εργασία ήταν ήδη παρούσα, ως τις αρχές του 20ού η μισθωτή σχέση παρέμενε για τους περισσότερους εργαζόμενους περιστασιακή και δευτερεύουσα επιλογή. Γιατί μπορεί πολλοί αγρότες να κατέφευγαν στη βόρεια Πελοπόννησο προκειμένου να εργαστούν για ορισμένο διάστημα στις σταφιδοκαλλιέργειες, αποκλειστικός σκοπός τους όμως ήταν να συμπληρώσουν το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα και να επιστρέψουν στη συνέχεια στα χωριά τους.
Αντίστοιχα, από το 1890 και μετά, τόσο λόγω της κρίσης της σταφίδας όσο και λόγω του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος του Τρικούπη που έδινε νέα “ώθηση” στην καπιταλιστική οικονομία, οι εργάτες γης αναζήτησαν άλλους εργοδότες, αλλά έμειναν σταθεροί στην επιλογή της προσωρινότητας. Στράφηκαν στη νεογέννητη βιομηχανία, τη ναυτιλία, τα μεταλλεία και τους σιδηροδρόμους και συγκεντρώθηκαν στις πρώτες ελληνικές βιομηχανικές πόλεις τον Πειραιά, το Λαύριο, το Βόλο,την Πάτρα, τη Σύρο. Ωστόσο, στόχος τους παρέμενε η όσο το δυνατόν συντομότερη επιστροφή στο χωριό, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δημιουργήσουν τις σχέσεις εκείνες που θα τους επέτρεπαν να οικοδομήσουν ένα άλλο αξιακό σύστημα και έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, βασισμένο στην εργατική τους ιδιότητα. Τα κύματα των προσφύγων από τη Μικρά Ασία άλλαξαν τα δεδομένα, αφού για τους τελευταίους τα πράγματα ήταν απολύτως ξεκάθαρα: αν ήθελαν να επιβιώσουν θα έπρεπε να πουλάνε καθημερινά την εργατική τους δύναμη. Ταυτόχρονα βέβαια, όπως συνηθίζεται για τους εργάτες, στην περίπτωσή τους ίσχυε και κάτι επιπλέον, λιγότερο ξεκάθαρο: αν ήθελαν να ζήσουν, θα έπρεπε να οργανωθούν και μαζί να οργανώσουν τον ταξικό ανταγωνισμό” (σ. 33-34).
Παρατέθηκε εκτενές απόσπασμα, ακριβώς γιατί σ” αυτές τις γραμμές οι συντάκτες του βιβλίου στηρίζουν την υπόθεση εργασίας τους. Μόνο που τη στηρίζουν σε ιστορικά αβάσιμες υποθέσεις. Γιατί η ιστορία της συγκρότησης της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα δεν έχει καμιά σχέση με το σχήμα αυτό, τόσο ως γενική σύλληψη όσο και στα επιμέρους σημεία που το αποτελούν.
Ας γίνουμε συγκεκριμένοι:
Η εργατική τάξη στην Ελλάδα διαμορφώνεται μέσα στον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του, από μικρά τμήματα ανεξάρτητων παραγωγών (κυρίως αγροτών, αλλά και τεχνιτών και μικροκαραβοκύρηδων κ.ά.) που χάνουν τη μικροϊδιοκτησία και την εργασιακή τους ανεξαρτησία, ως αποτέλεσμα της διείσδυσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, των κρίσεων της αγροτικής παραγωγής που συνδέεται όλο και περισσότερο με τη διεθνή αγορά, του ανταγωνισμού της μικρής παραγωγής του εργαστηρίου από την καπιταλιστική βιομηχανία, της κρίσης της ιστιοπλοΐας που δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την ατμοπλοΐα κ.λπ. Σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης αποτελείται επίσης από πρόσφυγες που καταφεύγουν στο ελληνικό κράτος, κυρίως μετά από αποτυχημένες εξεγέρσεις σε περιοχές που ανήκουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία -κυρίως από την Κρήτη- αλλά και από πολιτικούς πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες. Σημαντικό τμήμα αυτής της εργατικής τάξης αποτελείται από ανήλικα παιδιά και έφηβους, όπως ήταν τα ορφανά της μεγάλης επιδημίας χολέρας που έπληξε την Αθήνα και τον Πειραιά κατά τον αποκλεισμό τους από τον αγγλογαλλικό στόλο στα χρόνια του Κριμαϊκού Πολέμου (1854-57).
Είναι αλήθεια ότι ήταν πολλοί αυτοί που εργάζονταν εποχιακά στη νεογέννητη ελληνική βιομηχανία της περιόδου 1860-1900, σε περιόδους αιχμής, διατηρώντας τη σχέση τους με το χωριό. Αυτοί αποτελούσαν και σημαντικό ποσοστό όσων απασχολούνταν και στη συσκευασία της σταφίδας στην Πάτρα κυρίως, αλλά και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου. Αυτή η πληροφορία έκανε, ίσως, τους συντάκτες του βιβλίου να νομίσουν πως επρόκειτο για απασχόληση στις σταφιδοκαλλιέργειες, οι οποίες, όμως, καθώς οι κλήροι ήταν πολύ μικροί, γίνονταν συνήθως από τις ίδιες τις οικογένειες των καλλιεργητών.
Η αναφορά στο 1890 ως χρονικό σημείο στροφής στη βιομηχανία κ.λπ. είναι εντελώς αυθαίρετη. Η βιομηχανία στην Ελλάδα γνωρίζει μια πρώτη περίοδο ανάπτυξης στα 1867-83, με τον δεκαπλασιασμό των εργοστασίων και της ατμοδύναμής τους, και τον πενταπλασιασμό του εργατικού τους δυναμικού (Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, Θεσμικός μετασχηματισμός και οικονομική ανάπτυξη. Κράτος και οικονομία στην Ελλάδα 1830-1922 – Εξάντας, Αθήνα 1991, σ. 196). Τη βιομηχανική ανάπτυξη ευνόησε ο αναδασμός της γης το 1871 από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου, που επέτρεψε τη δημιουργία μιας “ευρείας καταναλωτικής αγοράς” (Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας. Από την Επανάσταση του 1821 ως το κίνημα του Γουδί – Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1974, σ. 447), ενώ η ίδρυση, το 1876, του Χρηματιστηρίου Αθηνών μπορεί να θεωρηθεί σημαντική προωθητική κίνηση στη συνολική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού (Γιάννης Κορδάτος, Εισαγωγή στην ιστορία της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας – δ΄ έκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1974, σ. 58).
Την κρίση στη βιομηχανία των χρόνων 1883-86 διαδέχτηκε μια νέα σύντομη περίοδος ανάπτυξης που διακόπηκε από την πτώχευση του ελληνικού κράτους το 1893, για να συνεχιστεί σταθερά αμέσως μετά το 1900. Η εγκατεστημένη στη βιομηχανία ιπποδύναμη από 296 ίππους του 1867 είχε φτάσει τους 10.000 το 1890 και το 1920 είχε εκτιναχθεί στους 110.672 ίππους (Γ. Χαριτάκης-Α. Καλιάβας-Ν. Μικελής, Οικονομική Επετηρίς της Ελλάδος – Πυρσός, Αθήνα 1931, σ. 146. Γ. Μηλιός, Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από την επέκταση στην οικονομική ανάπτυξη – Εξάντας, Αθήνα 1988, σ. 246). Η βιομηχανική εργατική τάξη αποτελούμενη το 1893 από 17.000 μονίμως απασχολούμενους, έφτασε το 1909 τους 60.000 και το 1920 τους 153.000 (Α. Μανσόλας, Απογραφή της ελληνικής βιομηχανίας – Αθήνα 1893. Σ. Θεοδωρόπουλος, Οι εργάται της Ελλάδος προς την Διπλήν Βουλήν των Ελλήνων – ΕΚΑ 1911. Γ. Χαριτάκης κ.ά., ό.π., σ. 171). Συνολικά, η εργατική τάξη το 1920 ξεπερνούσε κατά πολύ τα 300.000 άτομα.
Όπως και για τη βιομηχανία, έτσι και για τη ναυτιλία, τα μεταλλεία κ.λπ., δεν συνέβη κάτι το 1890 που να μας κάνει να θεωρήσουμε εκείνη τη χρονιά τομή στην ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης και της συγκρότησης της εργατικής τάξης. Η ελληνική εμπορική ναυτιλία, αναπτυγμένη ήδη πριν από την Επανάσταση του 1821, συνέχισε να αναπτύσσεται, παρά τις πρόσκαιρες κρίσεις, σε όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα. Όσον αφορά στα μεταλλεία, και πριν το 1890 και μέχρι τον Μεσοπόλεμο, αναφερόμαστε κυρίως στο Λαύριο (από το 1864) και στις μικρότερες επιχειρήσεις εξόρυξης στη Σέριφο, τη Νάξο κ.λπ.
Οι συντάκτες του βιβλίου κάνουν λάθος και ως προς τον χρόνο που αναδεικνύονται σε βιομηχανικά κέντρα οι πόλεις που αναφέρουν. Η Σύρος, κύριο εμποροναυτιλιακό και βιομηχανικό κέντρο της Ελλάδας μέχρι και τη δεκαετία του ’70, το 1890 είχε μπει ήδη σε διαδικασία παρακμής, ενώ η Πάτρα και ο Πειραιάς είχαν κάνει σημαντικά βήματα εκβιομηχάνισης -τηρουμένων των μέτρων της εποχής- ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα και ο Βόλος αμέσως μετά την ίδρυσή του ως πόλη, με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881. Τι συνέβη το 1890 για να θεωρήσουμε και σ” αυτή την περίπτωση εκείνη τη χρονιά τομή; Ομολογουμένως, τίποτα το ιδιαίτερο!
Οι συντάκτες του βιβλίου -είτε από άγνοια είτε γιατί δεν εξυπηρετείται το σχήμα που προβάλλουν- αποσιωπούν πλήρως τις συνέπειες που είχε για την περαιτέρω συγκρότηση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στα 1912-13. Εκεί όπου υπήρχε ήδη σχετικά μαζικό προλεταριάτο, σημαντικό τμήμα του οποίου αποτελούσε τον καπνεργατικό κλάδο, εκείνον που θα σημαδέψει με την παρουσία και τους αγώνες του την ιστορία του εργατικού μας κινήματος μέχρι και τη δεκαετία του 1940.
Για τους ίδιους λόγους -είτε από άγνοια είτε από σκοπιμότητα- δεν υπάρχει η ελάχιστη αναφορά στο πριν τον Μεσοπόλεμο εργατικό κίνημα. Αν κάποιος, οποιοσδήποτε, διαβάσει το βιβλίο χωρίς να έχει γνώση του τι είχε προηγηθεί από το χρονικό σημείο που οι συγγραφείς ορίζουν ως σημείο γέννησης της εργατικής τάξης, της αστικής τάξης, του εργατικού κινήματος και του φασισμού, προφανώς θα του προκληθούν σοβαρές απορίες ως προς το από πού προήλθαν όλα αυτά και τι υπήρχε πριν την εμφάνισή τους. Το βέβαιο είναι πως θα ξαφνιαστεί διαβάζοντας για κάποια ΓΣΕΕ και κάποιο ΚΚΕ, που καθώς δεν αναφέρεται το 1922 ή το 1923 ως χρόνος ίδρυσής τους θα πρέπει μάλλον να είχαν ιδρυθεί παλιότερα. Πότε; Υπό ποιες συνθήκες και με τι όρους;
Αν υποτεθεί -όπως κάνουν οι συντάκτες του βιβλίου- ότι πριν το 1922 εργατική τάξη δεν υπήρχε, αυτονόητο είναι πως δεν θα υπήρχε και εργατικό κίνημα. Και τότε, από πού ξεφύτρωσε αυτή η ΓΣΕΕ και αυτό το ΚΚΕ;
Για όποιον βέβαια, έχει ασχοληθεί έστω και ελάχιστα με την ιστορία της εργατικής τάξης και του εργατικού μας κινήματος, τέτοια ερωτήματα φαντάζουν αστεία. Όλοι λίγο πολύ έχουν διαβάσει κάπου για κάτι απεργίες που οργάνωσαν κάποια νεοϊδρυθέντα σωματεία στη Σύρο το 1879. Όπως και για τις πρώτες σοσιαλιστικές, αναρχικές, χριστιανοσοσιαλιστικές κ.ά. κινήσεις που δρούσαν στην Αθήνα, την Πάτρα, το Λαύριο -όπου διεξάγονταν και σκληροί αγώνες από τους μεταλλωρύχους- και αργότερα και στον Βόλο κ.λπ. Όλο και κάτι θα ξέρουν για μια Φεντερασιόν που ίδρυσαν Εβραίοι σοσιαλιστές εργάτες στη Θεσσαλονίκη το 1909 και η οποία οργάνωσε και καθοδήγησε σειρά αγώνων, μεταξύ των οποίων και τη μεγάλη καπνεργατική απεργία του 1914 που συγκλόνισε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα. Όλο και κάπου θα έχουν συναντήσει τα ονόματα των Πλάτωνα Δρακούλη, Σταύρου Καλλέργη, Μαρίνου Αντύπα, Αβραάμ Μπεναρόγια, Νίκου Γιαννιού, Παναγή Δημητράτου κ.ά.
Κι αν δεν έχουν υπόψη τους επακριβή στοιχεία, σίγουρα θα καταλαβαίνουν πως κάποια σχετική δύναμη θα είχε αυτό το εργατικό κίνημα, για να μπορέσει να ενοποιηθεί το 1918 και συνδικαλιστικά, με την ίδρυση της ΓΣΕΕ, και πολιτικά, με την ίδρυση του ΣΕΚΕ, του μετέπειτα ΚΚΕ. Μπορεί, όμως, πολλοί να ξέρουν και συγκεκριμένα στοιχεία. Ότι στο Ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ, τον Οκτώβριο του 1918, συμμετείχαν εκπρόσωποι 215 συνδικαλιστικών οργανώσεων από 20 πόλεις, αντιπροσωπεύοντας 48 διαφορετικούς κλάδους και 65.000 συνδικαλισμένους εργάτες. Ότι το ΣΕΚΕ, με το που ιδρύθηκε ένα μήνα μετά τη ΓΣΕΕ, είχε ήδη δύο βουλευτές (τον Αλμπέρτο Κουριέλ και τον Αριστοτέλη Σίδερη) εκλεγμένους από το 1915 και ότι στις εκλογές του Νοεμβρίου 1918 πήρε 50.000 ψήφους (κάτι λιγότερο από το 10%). Ότι το 1919 έγινε σ” αυτή τη χώρα, οργανωμένη από τη ΓΣΕΕ και καθοδηγούμενη από το ΣΕΚΕ, η πρώτη πανελλαδική πανεργατική απεργία. Ότι το 1915 και το 1921 έγιναν δύο μεγάλες εργατικές-παλλαϊκές εξεγέρσεις στον Βόλο κ.ο.κ.
Όλα αυτά συνέβαιναν πριν ακόμα υπάρξει εργατική τάξη; Και ενάντια σε ποιον στρέφονταν, καθώς, σύμφωνα με τους συντάκτες του βιβλίου, ούτε αστική τάξη υπήρχε (σ. 171); Μια θέση που προκαλεί, βέβαια, τεράστια ερωτηματικά, σχετικά με το τι υπήρχε συνολικότερα σ” αυτόν τον τόπο πριν από το 1922. Όπως και ως προς το ποια τάξη απέβλεπε στην επέκταση του ελληνικού κράτους με τις πολεμικές εξορμήσεις της περιόδου 1912-22, καθώς η αστική τάξη γεννιέται κι αυτή το 1922…
Αν πιστέψουμε τους συντάκτες του βιβλίου, οι “πρώτες προσπάθειες συγκρότησης εργατικού κινήματος” στην Ελλάδα έγιναν μετά το 1922 (σ. 35) και μάλιστα ως σημαντική εκδήλωση αυτής της διαδικασίας αναφέρεται η απεργία του Αυγούστου του 1923. Που θεωρείται και η πρώτη εκδήλωση του “εμφυλίου πολέμου” για τον οποίο κάνουν λόγο. Βέβαια, όπως λένε και οι ίδιοι (σ. 39), τη μεγάλη αυτή απεργία προκάλεσε η κατάργηση κατακτήσεων της εργατικής τάξης. Πράγμα που αφήνει να εννοηθεί πως υπήρχαν τέτοιες κατακτήσεις από προηγούμενα χρόνια. Άρα και εργατική τάξη που τις διεκδίκησε και εργατικό κίνημα που τις επέβαλε.
Όπως προείπαμε, κατά τους συντάκτες του βιβλίου, η εργατική τάξη συγκροτείται το 1922 με την έλευση των προσφύγων. Είναι αυτοί που τη μαζικοποιούν και φυσικά είναι αυτοί που πρωτοστατούν και στη γέννηση και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Παραβλέποντας τα ιστορικά αβάσιμα περί γέννησης της εργατικής τάξης και του κινήματός της το 1922, είναι αλήθεια ότι η εργατική τάξη όντως μετά από εκείνη τη χρονιά μαζικοποιείται ταχύτατα. Είναι αλήθεια ότι το ελληνικό κεφάλαιο -που προϋπήρχε και μάλιστα παραδοσιακά είχε δυναμική παρουσία στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και στη Ρωσία κ.λπ.- αναγκάζεται μετά το 1922 να στραφεί κυρίως προς το εσωτερικό της χώρας, αντικαθιστώντας τη στρατηγική της εδαφικής επέκτασης με αυτήν της οικονομικής ανάπτυξης, για την οποία, εντούτοις, δεν αδιαφορούσε και κατά τις προηγούμενες περιόδους. Όπως είναι αλήθεια και πως η προλεταριοποίηση των προσφύγων προσέφερε στο ελληνικό κεφάλαιο άφθονη και φτηνή εργατική δύναμη.
Όμως:
Δεν είναι αλήθεια πως η εργατική τάξη του Μεσοπολέμου αποτελείται αποκλειστικά ή κυρίως από πρόσφυγες. Από το 1.300.000 των προσφύγων, περισσότεροι από τους μισούς εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο -κυρίως της Βόρειας Ελλάδας- και εντάχθηκαν στην αγροτιά. Από τους υπόλοιπους, που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις, ένα μέρος εντάχθηκε στα μικροαστικά-μικροϊδιοκτητικά στρώματα. Σε ένα σύνολο 685.000 εργατών και εργατριών όλων των κλάδων που κατέγραψε η απογραφή του 1928 (Εθνικόν Τυπογραφείον, Απογραφή πληθυσμού 1928 – Αθήνα 1937), οι πρόσφυγες αποτελούσαν περίπου το ένα τρίτο. Ας επιτραπεί μια παρένθεση για να μη δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις: Όταν το 1920 καταγράφονται περίπου 300.000 εργάτες ο πληθυσμός του ελληνικού κράτους ανέρχεται σε 5 εκατομμύρια. Οι 685.000 του 1928 αντιστοιχούν σε έναν πληθυσμό 6,2 εκατομμυρίων. Η αύξηση της εργατικής τάξης είναι αναμφίβολα πολύ μεγαλύτερη από την αύξηση του πληθυσμού. Ποσοστιαία, πρόκειται περίπου για διπλασιασμό των εργατών, αλλά, προφανώς, ο διπλασιασμός δεν σημαίνει γέννηση…
Δεν είναι αλήθεια πως οι πρόσφυγες πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση του εργατικού κινήματος μετά το 1922, που άλλωστε προϋπήρχε. Η αλήθεια είναι πως μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930 δεν συμμετείχαν καν στις διαδικασίες του κινήματος. Προσδεμένοι στον πολιτικά κυρίαρχο βενιζελισμό, οι πρόσφυγες προλετάριοι ελπίζουν στη μελλοντική μικροαστική τους αποκατάσταση με τις αποζημιώσεις από τις χαμένες περιουσίες τους. Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα των εκλογών του 1923 στη Θεσσαλονίκη, όπου το ΣΕΚΕ(Κ) πήρε 15-35% στα εκλογικά τμήματα των γηγενών και μόλις 5-10% στα προσφυγικά (Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα – γ΄ έκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1988, σ. 428). Ακόμα χειρότερα, στις εκλογές του 1928, όταν το ΚΚΕ πήρε 1,4%, στις προσφυγογειτονιές της Αθήνας δεν ξεπερνούσε το 0,3-0,4%.
Η παρουσία των προσφύγων συνδέεται άμεσα με τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1923, που οι συντάκτες του βιβλίου ορίζουν ως χρονική στιγμή έναρξης του “εμφυλίου πολέμου”. Όχι, όμως,επειδή υπήρξαν πρωτοπόρο κομμάτι της εργατικής τάξης, πόσο μάλλον “η εργατική τάξη”. Ήταν ακριβώς η δυνατότητα των εργοδοτών να αντικαταστήσουν τους γηγενείς εργάτες με πρόσφυγες, που προσφέρονταν να εργαστούν με μεροκάματα άθλια, που προκάλεσε την αναταραχή. Όπως και κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια, οι πρόσφυγες λειτουργούν πολύ συχνά ως απεργοσπάστες, ενώ θα είναι αυτοί που θα ενταχθούν στα λεγόμενα “εθνικά” (ενίοτε και “εθνικά-προσφυγικά”) σωματεία, τα οποία -παρεμπιπτόντως- το βιβλίο διαφοροποιεί από τα κίτρινα-εργοδοτικά (σ. 60). Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τις ίδιες οργανώσεις.
Κάπου στο βιβλίο γίνεται αναφορά και στη συμμετοχή 2.000 προσφύγων στην πυρπόληση της εβραϊκής φτωχογειτονιάς του Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη το 1931 (σ. 71). Ούτε κι αυτό, εντούτοις, υποψίασε τους συντάκτες ως προς την πολιτική συμπεριφορά των προσφυγικών πληθυσμών.
Τι ήταν αυτό που καθόριζε αυτή τη συμπεριφορά του προσφυγικού προλεταριάτου; Οι μέχρι τώρα μελέτες εντοπίζουν μια σειρά παράγοντες που δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν εδώ. Μπορεί, όμως, να γίνει μια επιγραμματική αναφορά τους.
Εκτός από την ιδεολογικο-πολιτική πρόσδεση στον βενιζελισμό και την πεποίθηση πως σύντομα θα πάψουν να είναι εργάτες, σημαντική ήταν η επίδραση και δύο άλλων παραγόντων. Σε πολύ μεγάλο ποσοστό απασχολούνταν σε βιοτεχνίες και μικρές βιομηχανίες, όπου δεν υπήρχε συνδικαλιστική οργάνωση (Μ. Δήτσα, Πρόσφυγες και εκβιομηχάνιση, στο Θ. Βερέμης-Γ. Γουλιμή, Ελευθέριος Βενιζέλος. Κοινωνία – Οικονομία – Πολιτική στην εποχή του – Γνώση, Αθήνα 1989, σ. 321. Θ. Σακελλαρόπουλος, Οικονομία, κοινωνία, κράτος στην Ελλάδα του μεσοπολέμου – Πληροφόρηση, Αθήνα 1991, σ. 17). Επίσης, πολύ μεγάλο ποσοστό αποτελούσαν οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά -που πολύ δύσκολα συνδικαλίζονταν και ήταν πιο εύκολα θύματα της εργοδοτικής τρομοκρατίας- καθώς στο ένα πέμπτο των προσφυγικών οικογενειών δεν υπήρχε πατέρας, ως συνέπεια των πολεμικών περιπετειών και της Μικρασιατικής Καταστροφής (Έφη Αβδελά, Στοιχεία για την εργασία των γυναικών στο μεσοπόλεμο, στο Γ. Μαυρογορδάτος-Χ. Χατζηιωσήφ, Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988, σ. 195).
Η συμπεριφορά αυτή των προσφύγων ενισχύεται και από τη στάση των γηγενών εργατών, που τους θεωρούν υπαίτιους για την ανεργία και τα χαμηλά μεροκάματα. Πολύ συχνά, προβάλλεται από συνδικαλιστικές οργανώσεις ελεγχόμενες από συντηρητικούς το αίτημα να φύγουν οι πρόσφυγες από τις πόλεις και να μετεγκατασταθούν στα χωριά.
Μπορεί να χαλάει το σχήμα περί “εμφυλίου πολέμου” που διεξάγεται με όρους ανάπτυξης του εργατικού κινήματος από το 1923, αλλά η αλήθεια είναι πικρή. Και όχι μόνο για τους συγγραφείς του βιβλίου, που αν μελετήσουν συγκεκριμένα τις εξελίξεις εκείνων των χρόνων θα δουν να διαψεύδονται οι βεβαιότητές τους. Πικρή υπήρξε για το ίδιο το εργατικό κίνημα, το οποίο από το 1923 μπήκε σε μια περίοδο κρίσης και υποχώρησης, με κομβικούς σταθμούς την ήττα της μεγάλης απεργίας που οι συντάκτες θεωρούν απαρχή του “εμφυλίου” και της ανάπτυξης του κινήματος, την ήττα της μεγάλης απεργίας των σιδηροδρομικών στις αρχές του 1925, τον περιορισμό των συνδικαλιστικών ελευθεριών από τη δικτατορία Πάγκαλου (παράξενο, αλλά η δικτατορία αυτή ούτε που αναφέρεται στο βιβλίο), την πραξικοπηματική ανάληψη του ελέγχου της ΓΣΣΕ από τις συνασπισμένες αντικομμουνιστικές δυνάμεις το 1926 και την ολοκλήρωση του πραξικοπήματος το 1928, με συνέπεια την οργανωτική διάσπαση του επόμενου χρόνου κ.λπ.
Το εργατικό κίνημα ανασυντάσσεται και αντεπιτίθεται μετά το 1930-31, όταν η διεθνής οικονομική κρίση πλήττει και την Ελλάδα, και τότε είναι που αρχίζουν να εντάσσονται σ” αυτό μαζικά και οι πρόσφυγες. Δεν είναι μόνο η περαιτέρω εξαθλίωση που προκαλεί η κρίση η αιτία της μεταστροφής τους. Κύρια αιτία αποτελεί η παραγραφή των αποζημιώσεων για τις χαμένες περιουσίες τους, με το Σύμφωνο που υπέγραψαν οι Βενιζέλος και Ινονού, που γκρεμίζει τις ελπίδες της μικροαστικής αποκατάστασης. Το παίρνουν, πια, απόφαση πως είναι εργάτες και αρχίζουν να αγωνίζονται ως εργάτες. Έτσι, το 0,3-0,4% που είχε πάρει το ΚΚΕ στους προσφυγικούς συνοικισμούς του 1928 θα εκτοξευθεί το 1933 στο 10-12%.
Η εμμονή στο προκατασκευασμένο σχήμα και η άγνοια της ιστορικής πραγματικότητας οδηγούν τους συντάκτες του βιβλίου να ερμηνεύουν την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Βόρεια Ελλάδα -που, όντως, ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη απ” αυτή της Νότιας- με την παρουσία των προσφύγων (σ. 45). Όπως προειπώθηκε, αγνοούν την ιστορία της Φεντερασιόν της περιόδου 1909-18, όπως και το ότι η τεράστια πλειονότητα των προσφύγων εκείνων των περιοχών ήταν αγρότες. Ίσως να μπερδεύουν τους καπνοπαραγωγούς με τους καπνεργάτες. Και οι καπνεργάτες ήταν και πρόσφυγες, αλλά και γηγενείς, οι οποίοι διέθεταν σημαντική εμπειρία συνδικαλιστικής οργάνωσης και αγώνων, ήδη από πολλά χρόνια πριν τον Μεσοπόλεμο.
Είναι προφανές, νομίζω, μετά από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ότι οι συντάκτες του βιβλίου είτε αγνοούν την ιστορία του εργατικού μας κινήματος είτε την παραχαράζουν σκόπιμα. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση υπάρχει πρόβλημα και μάλιστα σοβαρό. Που γίνεται ακόμα πιο σοβαρό όταν από τις σελίδες του βιβλίου εξαπολύουν επίθεση εναντίον του συνόλου όσων έχουν καταπιαστεί με αυτήν ακριβώς την ιστορία, κάνοντας σαφώς λόγο για σκοπιμότητα: οι εργάτες του Μεσοπολέμου είναι “απόντες από τις αφηγήσεις της αριστερής ιστοριογραφίας που τους κρατάει σκόπιμα κλειδωμένους στο χρονοντούλαπο για να μην ξεπηδήσουν οι εφιάλτες του παρελθόντος” (σ. 136).
Ελπίζω να μην παρεξηγηθεί η αναφορά στο βιβλίο “Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου” (Ρωγμή, Αθήνα 1997), όπου το θέμα του υποφαινόμενου αριστερού ιστοριογράφου είναι ακριβώς αυτό. Χωρίς κανέναν φόβο, καθώς δεν είχα κανέναν εφιάλτη. Όπως δεν είχε κανέναν εφιάλτη ο Κωστής Μοσκώφ όταν έγραφε το βιβλίο που έχουμε αναφέρει ήδη ή ο Δημήτρης Λιβιεράτος, όταν έγραφε τους τέσσερις τόμους για τους “Κοινωνικούς αγώνες στην Ελλάδα”, με αναφορά ακριβώς στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Στην εργατική τάξη αναφέρεται μεγάλο μέρος από τα βιβλία για την ιστορία του που έχει εκδώσει το ΚΚΕ, αλλά ίσως αυτό να μην… πιάνεται. Όπως εκτενείς αναφορές στην εργατική τάξη της εποχής εκείνης υπάρχουν σε πλήθος εργασιών παλιότερων και νέων αριστερών μελετητών, που μάλλον οι συντάκτες του βιβλίου αγνοούν.
Προφανώς, η άγνοια δεν είναι αρετή. Πολλώ δε μάλλον, δεν σου δίνει το δικαίωμα να βγάζεις εκτιμήσεις και να εκτοξεύεις κατηγορίες για σκοπιμότητες. Νομίζω πως για ό,τι δεν ξέρουμε καλό είναι να ρωτάμε. Κι όταν μιλάμε, ας είμαστε επιφυλακτικοί και οπωσδήποτε λιγότερο αμετροεπείς.
Αβλεψίες, προχειρότητες και σκοπιμότητες
“Η πολιτική του “αν” έχει πολλούς οπαδούς…
γιατί το “αν” απαλλάσσει από το να σκέφτονται και να μελετούν”
Αντόνιο Γκράμσι
Το θέμα του βιβλίου είναι ο φασισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Οι συγγραφείς μελετούν το θέμα τους με σκοπό την τεκμηρίωση της άποψης ότι ο φασισμός εμφανίζεται εκεί όπου εμφανίζεται και το εργατικό κίνημα, αποτελώντας τη μορφή με την οποία η αστική τάξη επιδιώκει να το αντιμετωπίσει. Γιατί, αναρωτιούνται, δεν υπήρχαν εκδηλώσεις φασισμού πριν το 1922 στην Ελλάδα; Μα, γιατί δεν υπήρχε εργατική τάξη και εργατικό κίνημα! Και καθώς μόνο με την ταύτιση κάθε αστικής πολιτικής με τον φασισμό γίνεται νοητή η διεξαγωγή της ταξικής πάλης από την πλευρά του κεφαλαίου, άρα με όρους εμφυλίου πολέμου, μέχρι την εμφάνιση του φασισμού δεν είχαμε μόνο ανυπαρξία εργατικής τάξης και εργατικού κινήματος, αλλά και ανυπαρξία άρχουσας τάξης και αστικής πολιτικής.
Συνεπείς στην κατεύθυνση αυτή, οι συντάκτες του βιβλίου εξαπολύουν με κάθε ευκαιρία επίθεση στην Αριστερά γιατί δεν χαρακτήριζε και τότε και δεν το κάνει και στη συνέχεια, το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων και κυβερνήσεων σαν φασιστικών. Ακόμα περισσότερο, όταν δεν χαρακτηρίζεται από πολλούς αριστερούς μελετητές σαν φασιστικό ούτε καν αυτό το καθεστώς της δικτατορίας Μεταξά.
Είναι προφανές πως οι συντάκτες του βιβλίου θεωρούν ότι αν δεν αποκαλέσεις κάποιον “φασίστα” δεν τον θεωρείς αντίπαλο. Αν δεν δεχτείς πως οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν κατά τον Μεσοπόλεμο “ήταν όλες ακροδεξιές” (σ. 99), είσαι ύποπτος για συγκάλυψη του φασισμού. Καθώς η αστική τάξη δεν μπορεί παρά να είναι φασιστική, όπως και το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, αλλά όχι μόνο αυτών.
Στη σ. 91 το Σύμφωνο Κοινής Αντιφασιστικής Δράσης που υπέγραψε το ΚΚΕ, τον Οκτώβριο 1934, με άλλα αριστερά κόμματα και με τις εργατικές συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, εντάσσεται στην εγκατάλειψη της ταξικής πολιτικής. Πολλές σελίδες πιο κάτω, στην 137, η υπογραφή του Αντιφασιστικού Συμφώνου αναφέρεται απροκάλυπτα σαν “προδοσία”. Βέβαια, έχουμε κάθε λόγο να αμφισβητούμε το κατά πόσο οι συντάκτες γνωρίζουν ποιες ήταν αυτές οι δυνάμεις που συνυπέγραψαν το Σύμφωνο, αν κρίνουμε από το ότι στη σ. 91 δεν αναφέρεται το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, που το αναφέρουν κατόπιν, αλλά προσθέτουν και άλλα δύο κόμματα: Το Εργατικό και το Σοσιαλδημοκρατικό. Αγνοούν, προφανώς, πως πρόκειται για ένα και το αυτό κόμμα, το Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδας. Παρόλ” αυτά, ξέρουν τι δυνάμεις ήταν αυτές με τις οποίες συνεργάστηκε το ΚΚΕ για να προδώσει την εργατική τάξη!…
Όπως ξέρουν και ότι το κάλεσμα της 12ης Ολομέλειας της Κ.Ε. τον Ιούνιο 1936, για αγώνα υπεράσπισης της ειρήνης ενάντια στον πόλεμο που προμήνυαν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η επιθετικότητα των φασιστικών καθεστώτων, αποτελούσε επίσης προδοσία:
“Μάλιστα! Τι είδους, όμως, ήταν αυτή η “ειρήνη” για τη διατήρηση της οποίας έπρεπε κιόλας να παλέψει κανείς; Από πού κι ως πού η εμφυλιοπολεμικού τύπου κοινωνική συνθήκη που κυριαρχούσε στην Ελλάδα για περισσότερα από δέκα χρόνια ονομαζόταν “ειρήνη”; Από πού κι ως πού καλούσαν μια εργατική τάξη που δεν είχε σταματήσει να μετράει νεκρούς, τραυματίες και συλληφθέντες να υπερασπιστεί αυτήν ακριβώς την ισορροπία του τρόμου;” (σ. 143).
Ε, ναι! Τι την ένοιαζε την εργατική τάξη το αν θα οδηγούνταν και πάλι στο σφαγείο όπως στα 1914-18 κι ακόμα περισσότερο την ελληνική εργατική τάξη που μακελευόταν από το 1912 έως το 1922; Αφού, ούτως ή άλλως, σε εμφύλιο πόλεμο ζούσε από το 1923! Με νεκρούς και τραυματίες και συλληφθέντες. Πόσο περισσότερο θα της στοίχιζε κι ένας ακόμα πόλεμος;
Αναμφίβολα, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ασυνεπείς τους συντάκτες του βιβλίου και ως προς το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης, που εντάσσεται στο συνολικότερο θεωρητικό τους σχήμα: Από τότε που εμφανίζονται οι δυο ανταγωνιστικές τάξεις, από το 1923 δηλαδή, ούτως ή άλλως διεξάγεται εμφύλιος πόλεμος. Γιατί θα ήταν χειρότερος ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός;
Οι συντάκτες του βιβλίου συναντούν ένα ζήτημα που απασχολεί καθέναν από όσους έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα του φασισμού στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για την απουσία μαζικών φασιστικών οργανώσεων. Για κάποιους, αυτό δείχνει πως στην Ελλάδα εκείνης της εποχής δεν υπήρχαν κοινωνικοί και ιδεολογικο-πολιτικοί όροι για τη συγκρότηση ισχυρού φασιστικού κινήματος. Υποχρεώνονται, κατά συνέπεια, να αναζητήσουν τις αιτίες με τη μελέτη της μεσοπολεμικής πραγματικότητας, της ταξικής σύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας, της κοινωνικής βαρύτητας των μικροαστικών-μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, των ιδεολογικο-πολιτικών τους προσανατολισμών, των όρων διαμόρφωσης κοινωνικών συμμαχιών κ.λπ.
Για τους συντάκτες του βιβλίου, όλα αυτά είναι περιττά. Αυτοί δεν ασχολούνται με τέτοια ζητήματα. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αποφαίνονται πως το 1943 οι τάξεις στην Ελλάδα ήταν δύο: η αστική και η εργατική. Ίσως να νομίζουν πως το ίδιο συνέβαινε και κατά τον Μεσοπόλεμο. Στην πραγματικότητα -σε μια χώρα στην οποία μέχρι τη δεκαετία του 1960 το 60% του πληθυσμού ανήκε στα μικροϊδιοκτητικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου- κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε ποτέ, αλλά ας το προσπεράσουμε. Η ερμηνεία που δίνουν για την απουσία μαζικού φασιστικού κινήματος (“οργανώσεις που στην εποχή τους μπορεί να φάνταζαν ασήμαντες ή περιθωριακές”- σ. 78) είναι ξεκάθαρη: αφού ήταν φασιστικό το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων (ίσως και τα εκτός ΚΚΕ αριστερά κόμματα, που η συνεργασία του μαζί τους συνιστούσε ταξική προδοσία), δεν υπήρχε ανάγκη για τέτοιο κίνημα…
Έτσι, ενώ γίνεται εκτενής αναφορά στις φασιστικές οργανώσεις και στην αποτυχία τους, δεν εξηγείται γιατί απέτυχαν. Γιατί κόπηκε η κρατική χρηματοδότηση την οποία αναφέρουν στη σ. 73; Αλήθεια, γιατί κόπηκε;
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εκτενής αναφορά σε ένα Συνέδριο για την ενοποίηση των φασιστικών οργανώσεων, το 1934. Όπως λένε, αφού είχε γραφτεί το σχετικό κείμενο και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό, από το οποίο προέρχονται τα κείμενα του βιβλίου, ανακαλύφθηκε πως αυτό το Συνέδριο τελικά δεν έγινε.
Κι όμως, έχουν αντληθεί συμπεράσματα από τις εργασίες και τις αποφάσεις του, με πρώτο και κύριο ότι αποτελούσε “εθνικιστική απάντηση στο Παλλαϊκό Μέτωπο που προσπαθούσε τότε να στήσει το ΚΚΕ ακολουθώντας τις κατευθύνσεις της Διεθνούς” (σ. 78-79). Προφανώς, παραβλέπουν το γεγονός ότι η “γραμμή” για τα Λαϊκά Μέτωπα (Παλλαϊκό Μέτωπο ονομάστηκε συγκυριακά το εκλογικό σχήμα του ΚΚΕ το 1936) αποφασίστηκε στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το καλοκαίρι του 1935, άρα δεν εντασσόταν στον σχεδιασμό του ΚΚΕ το 1934.
Μεταξύ των συμπερασμάτων που έβγαλαν, πριν ανακαλύψουν ότι τέτοιο Συνέδριο τελικά δεν έγινε, είναι και αυτά που αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους της συνολικής αντίληψής τους για τις σχέσεις κράτους και φασισμού. Αφού διαπιστώσουν ότι “όντως το Συνέδριο κατέληξε στη σύσταση ενός “Εθνικού Μετώπου” (σ. 79), επιβεβαιώνουν τη συνολικότερη εκτίμηση: “Με λίγα λόγια, αυτό που κινούνταν πίσω από το Συνέδριο ήταν ο Ελληνικός φασισμός που ξεπερνούσε τη γραφικότητά του, ξεχώριζε τους σημαντικούς από τους ασήμαντους, ανίχνευε τις συμμαχίες του και ετοιμαζόταν να γίνει ελληνικό κράτος” (σ. 82). Και παρακάτω: “Παρακολουθώντας το Πρώτο Συνέδριο Φασιστικών Οργανώσεων παρακολουθούμε ένα κομμάτι της δημιουργίας αυτού του κράτους” (σ. 83).
Το παρακολούθησαν το Συνέδριο που δεν έγινε!…
Δυστυχώς, είναι εκπληκτικός ένας τρόπος δουλειάς που αδιαφορεί για τη διασταύρωση πληροφοριών και στοιχείων, ενώ αρκείται επιλεκτικά σε ό,τι θα μπορούσε να δικαιώσει το θεωρητικό σχήμα που προβάλλεται ως υπόθεση εργασίας. Χαρακτηριστική είναι η απορία που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας στη σ. 159 ότι από το 1915 έχουμε μια σημαντική αλλαγή στην κοινωνική συμπεριφορά των νέων αντρών κ.λπ. Γιατί το 1915; Στην επόμενη σελίδα η απορία λύθηκε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο: ο λόγος που θεώρησαν το 1915 ως χρονιά στροφής ήταν η μελέτη του Κώστα Τσικνάκη “Ελληνικός Νεανικός Τύπος (1915-1936)”. Ο μελετητής όρισε τυχαία μια χρονιά για να αρχίσει τη μελέτη του. Οι συντάκτες θεώρησαν ότι το 1914, πόσο μάλλον το ’13 ή το ’12, φαινόμενα σαν αυτά που ο συγγραφέας ερευνά με αφετηρία το 1915 απλώς δεν υπήρχαν!
Την ίδια προχειρότητα συναντάμε και σε πολλά άλλα σημεία του βιβλίου, αντιλαμβανόμενοι πως δεν ήταν τα ιστορικά γεγονότα που ενδιέφεραν όσο η κατάθεση της άποψης, έστω και σε βάρος της ιστορικής αλήθειας. Κάποια από τα πραγματολογικά λάθη, βέβαια, δεν φαίνεται να εξυπηρετούν καμιά τέτοια σκοπιμότητα, αλλά φανερώνουν μια απουσία ενδιαφέροντος για το θέμα που αναφέρεται κάθε φορά. Κάποια άλλα εξυπηρετούν!
Σταχυολογώ, εν τάχει:
Γράφεται ότι κατά τον Μεσοπόλεμο δεν υπήρχε εργατική νομοθεσία (σ. 45). Λάθος μέγα! Υπήρχε ήδη από το 1911 και ήταν μάλιστα και εξαιρετικά προωθημένη σε σχέση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τουλάχιστον ως το 1918. Το πρόβλημα βρισκόταν στην καταπάτησή της από την εργοδοσία.
Μεταξύ των φασιστικών οργανώσεων αναφέρεται και “το σωματείο Casa degli Italiani, παράρτημα της ιταλικής πρεσβείας στο οποίο γίνονταν δεκτοί “μη πτωχεύσαντες αντικομμουνιστές” κι ας ήταν και Εβραίοι” (σ. 62). Αυτό το “κι ας ήταν και Εβραίοι” φανερώνει πως οι συντάκτες του βιβλίου αγνοούν ότι ο ιταλικός φασισμός δεν ήταν αντισημιτικός.
Η τροτσκιστική οργάνωση του “Σπάρτακου” αναφέρεται ως “εσωτερική αντιπολίτευση του ΚΚΕ” (σ. 85). Υποθέτω πως διάβασαν κάπου τον πλήρη τίτλο “Αριστερή Αντιπολίτευση του ΚΚΕ / Σπάρτακος” και θεώρησαν ότι επρόκειτο για αντιπολιτευτική ομάδα στο πλαίσιο του κόμματος. Αλλού, βέβαια, (σ. 88 και 121) αναφέρουν ότι ο Πουλιόπουλος ήταν διαγραμμένος από το ΚΚΕ ήδη από 1927. Ίσως να μη γνωρίζουν τη σχέση του με τον Σπάρτακο.
Στη σ. 121 αναφέρουν ότι ο Σεραφείμ Μάξιμος συμμετείχε το 1927 στην Ενωμένη Αντιπολίτευση και τον Σπάρτακο. Πράγμα αδύνατο να συνέβαινε, καθώς ο “Σπάρτακος” ως περιοδικό και η Ενωμένη Αντιπολίτευση ως κίνηση των διαγραμμένων του ΚΚΕ ιδρύθηκαν το 1928.
Στη σ. 111 αναφέρεται ότι ο Ζαχαριάδης αντικατέστησε το 1934 τον προηγούμενο γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, το όνομα του οποίου αποσιωπάται. Είναι προφανές το μπέρδεμα. Διάβασαν κάπου ότι ο Ζαχαριάδης εκλέχτηκε το 1934 γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, αλλά αγνοούν ότι βρισκόταν στην ηγεσία του κόμματος ως άτυπος ηγέτης από το 1931, έχοντας αντικαταστήσει από τότε τον Ανδρόνικο Χαϊτά.
Διαπιστώνουν ότι το 1935 “έτσι για να μην υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το ποιος έκανε κουμάντο, το 7ο παγκόσμιο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς έλαβε χώρα στη Μόσχα” (σ. 123). Τα προηγούμενα πού λάμβαναν χώρα;
Ο Μεταξάς αναφέρεται ότι έκανε τη δικτατορία ως “πρώην στρατιωτικός και πρώην πρωθυπουργός” (σ. 104). Είναι γνωστό ότι ο Μεταξάς έκανε τη δικτατορία όντας πρωθυπουργός.
Στη σ. 187 διαβάζουμε ότι ο Παπάγος έγινε πρωθυπουργός το 1953. Του έκλεψαν ένα χρόνο πρωθυπουργίας!
Αναφέρεται η Αντιφασιστική Οργάνωση που εξέδιδε το “Κόκκινο Μέτωπο” “και ακόμα και το ΚΚΕ αποκαλεί “μαχητική” (χωρίς να δίνει καμία παραπάνω διευκρίνιση για τη δράση της” (σ. 141). Προφανώς, αγνοούν ότι η Αντιφασιστική Οργάνωση είχε συγκροτηθεί από το ίδιο το ΚΚΕ και εξέδιδε τον “Αντιφασίστα”. Το “Κόκκινο Μέτωπο” ήταν όργανο του εκλογικού σχήματος του κόμματος (Ενιαίο Μέτωπο Εργατών – Αγροτών) και από το 1934 αντικαταστάθηκε από το “Ενιαίο Μέτωπο”.
Ας σταματήσουμε εδώ…
Όλοι φασίστες, όλα φασισμός! Και οι φασίστες και ο φασισμός τι είναι, λοιπόν;
Στις σ. 170-172 υπό τον τίτλο “βασικές θέσεις μέχρι στιγμής” παρατίθενται οι θεωρητικές απολήξεις της μελέτης. Αυτές που στην πραγματικότητα έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως προϋπήρχαν και η μελέτη έγινε με τρόπο τέτοιο ώστε να δικαιωθούν οπωσδήποτε.
Ως πρώτη θέση αναφέρεται ότι “κομβικό σημείο στην ιστορία του ελληνικού κράτους είναι η δημιουργία ενός ευμεγέθους προλεταριάτου” που συντελέστηκε το 1922-23. Ταυτόχρονα, το ελληνικό κράτος “έχοντας ήδη εγκαταλείψει τα όνειρα της μεγάλης ιδέας αναγκάστηκε να στραφεί από τους εξωτερικούς εχθρούς στον πολύ δυσκολότερα αντιμετωπίσιμο εσωτερικό εχθρό”, φτιάχνοντας μυστικές υπηρεσίες, σύγχρονη αστυνομία και φασιστικές οργανώσεις.
“Αυτή η ιστορική εξέλιξη οδήγησε στην έναρξη ενός εμφυλίου πολέμου χαμηλής έντασης”, αναφέρεται ως δεύτερη θέση και διευκρινίζεται ότι “αποκαλούμε ελληνικό εμφύλιο πόλεμο το “φτιάξιμο” του ελληνικού προλεταριάτου και μαζί της ελληνικής άρχουσας τάξης”.
Η θέση αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όπου “φτιάχνεται” προλεταριάτο και μαζί άρχουσα τάξη έχουμε εμφύλιο πόλεμο. Καθώς, όπως γνωρίζουμε, η ύπαρξη προλεταριάτου και αστικής τάξης συνεπάγεται ταξική πάλη, “εμφύλιος πόλεμος” είναι ο όρος που χρησιμοποιείται από τους συγγραφείς γι” αυτήν ακριβώς την ταξική πάλη. Κατά συνέπεια, και καθώς ξέρουμε ότι στην πραγματικότητα στην Ελλάδα είχαμε εργατική τάξη και “άρχουσα τάξη” ήδη από τον 19ο αιώνα, ακολουθώντας τη λογική των συντακτών του βιβλίου, θα πρέπει να μιλάμε για ελληνικό εμφύλιο πόλεμο από τότε. Ίσως από τη δεκαετία του 1870, μπορεί όμως και λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα. Αντιστοίχως, ο αγγλικός ή ο γαλλικός εμφύλιος πόλεμος διεξάγεται από τον 18ο αιώνα, ο γερμανικός και ο ιταλικός κάπως αργότερα κ.ο.κ.
Καθώς, ούτως ή άλλως, ο ταξικός ανταγωνισμός διεξάγεται στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, θα μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε ταυτόσημες τις έννοιες “ταξική πάλη” και “εμφύλιος πόλεμος”. Αν, βέβαια, βρίσκαμε έναν άλλο όρο για τη μορφή ένοπλης αντιπαράθεσης που συνήθως ονομάζουμε “εμφύλιο πόλεμο”. Βέβαια, εδώ γίνεται λόγος για “εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης”, που πήρε ολοκληρωμένη μορφή το 1943 με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Το σίγουρο είναι ότι, κατά τους συγγραφείς, αυτός ο εμφύλιος άρχισε το 1922. Τότε που φτιάχτηκε -μαζί με το προλεταριάτο- και η αστική τάξη, η οποία (κατά την τρίτη θέση) διεξάγει τον αγώνα της κατά της εργατικής και αυτός ο αγώνας χαρακτηρίζεται “ελληνικός φασισμός”. Ο φασισμός, κατά συνέπεια, αποτελεί τη μορφή άσκησης της πολιτικής της αστικής τάξης και του κράτους και εμφανίζεται στην Ελλάδα μετά το 1922, ακριβώς γιατί από τότε έχουμε και στη χώρα αυτή αστική τάξη.
Ακολουθώντας αυτή τη λογική και γνωρίζοντας ότι οι συγγραφείς κάνουν λάθος στον εντοπισμό της ιστορικής περιόδου κατά την οποία εμφανίστηκε η ελληνική αστική τάξη, μπορούμε να πούμε πως ο ελληνικός φασισμός υπάρχει ήδη από τον 19ο αιώνα, ο αγγλικός από πολύ παλιότερα κ.λπ.
Η τέταρτη θέση είναι ακόμα πιο σαφής: Έχοντας μιλήσει για τον ελληνικό φασισμό που γεννήθηκε μαζί με το προλεταριάτο και την αστική τάξη το 1922, και τον εμφύλιο πόλεμο που κορυφώνεται κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι συγγραφείς υποστηρίζουν “ότι ιστορική συνέχεια ενώνει τις διάφορες εκφράσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης από το 1922 και έπειτα. Θεωρούμε πως όλες είναι προϊόντα μίας και της αυτής διαδικασίας: του φτιαξίματος της ελληνικής άρχουσας τάξης. Το ελληνικό κράτος είναι κράτος με μία ιστορία”. Αυτό το “μία” μάλιστα τονίζεται ιδιαίτερα.
Καταντάει ίσως κουραστικό, αλλά θα επαναλάβουμε αυτά που είπαμε πιο πάνω: ξέροντας ότι η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα δεν φτιάχτηκε μετά το 1922, γνωρίζοντας πως το ελληνικό κράτος -όπως και κάθε κράτος- πάντα είχε άρχουσα τάξη, να υποθέσουμε ότι “το ελληνικό κράτος είναι κράτος με μία ιστορία”, αυτή του φασισμού, ήδη από τη συγκρότησή του;
Νομίζω πως οι συγγραφείς δεν θα ισχυρίζονταν κάτι τέτοιο, καθώς θα φαινόταν και θα ήταν εντελώς ανόητο να πεις φασίστα τον Καποδίστρια! Αυτοί είναι ξεκάθαροι: ο φασισμός γεννιέται μετά το 1922, μαζί με το προλεταριάτο και την άρχουσα τάξη και αποτελεί έκτοτε την ιστορία του ελληνικού κράτους. Μέχρι και τη δεκαετία του 1940; Μέχρι το ’74; Μέχρι σήμερα;
Οι ίδιοι θεωρούν πως έχουν κάνει μια μεγάλη ανακάλυψη και μάλιστα απορούν γιατί αυτή την προφανή ανακάλυψη δεν την έχουν κάνει και άλλοι: “Είμαστε εμείς έξυπνοι; Είναι οι άλλοι χαζοί; Ζούμε στον κόσμο μας;” (σ. 171). Βέβαια, αμέσως πιο κάτω αποκαλύπτουν πως οι άλλοι δεν δέχονται αυτές τις “προφανείς θέσεις” όχι “επειδή τους λείπει η “αλήθεια”, αλλά επειδή ελάχιστοι ενδιαφέρονται για χρήσεις όπως αυτές που επιδιώκουμε εμείς”. (σ. 172).
Για ποιές χρήσεις ενδιαφέρονται οι συγγραφείς, που αφήνουν αδιάφορους όλους τους άλλους, πλην ελαχίστων; Μα, είναι κι αυτό προφανές: αυτοί ενδιαφέρονται για την ταξική πάλη όπως διεξάγεται σήμερα και για να κατανοηθούν οι όροι διεξαγωγής της χρειάζονται συγκεκριμένες ταξικές ιστορικές αφηγήσεις. Οι ίδιοι κάνουν μια τέτοια αφήγηση, ξέροντας ότι τα συμπεράσματά τους “ανταποκρίνονται στα δεδομένα της ιστορίας του ελληνικού κράτους”, ότι έχουν φτάσει “σε ορισμένες συγκεκριμένες προκείμενες κατανόησης της ελληνικής ιστορίας από το 1920 και μετά”. Φυσικά, γράφουν, “μας φαίνεται ότι δεν έχουμε κάνει πολλά λάθη και σπανίως βρισκόμαστε μπροστά σε ιστορικά γεγονότα ή θέσεις που να μας διαψεύδουν. Από την άλλη όμως, ακόμα σπανιότερα βρίσκουμε και άλλους από τους χιλιάδες ασχολούμενους με την ελληνική ιστορία που να συμφωνούν μαζί μας” (σ. 171).
Ούτε και θα βρουν!… Γιατί κανένας απ” όσους ασχολούνται -με μια στοιχειώδη σοβαρότητα- με την ελληνική ιστορία δεν πρόκειται να δεχτεί ότι μέχρι το 1922 σ” αυτόν τον τόπο δεν υπήρχε άρχουσα τάξη και ότι τόσο αυτή όσο και το προλεταριάτο φτιάχτηκαν μόλις τότε, αρχίζοντας έναν ταξικό αγώνα με τη μορφή του εμφυλίου πολέμου, έστω και χαμηλής έντασης. Γιατί αν εμφύλιος πόλεμος χαμηλής έντασης είναι η καταστολή απεργιών και οι δολοφονίες απεργών και αγωνιστών του εργατικού κινήματος, οι τραυματισμοί και οι συλλήψεις, εμφύλιο πόλεμο έχουμε κατά καιρούς ή και κατ” εξοχήν σε όλες σχεδόν τις καπιταλιστικές χώρες από τον 19ο αιώνα. Κι αν αυτός ο εμφύλιος πόλεμος δείχνει ότι η αστική τάξη είναι ούτως ή άλλως φασιστική (όπως είπαμε, το βιβλίο διαπερνάται από την άποψη πως όλοι οι αστοί πολιτικοί είναι φασίστες, και όποιος ισχυρίζεται ότι δεν είναι αποδεικνύει την πρόθεσή του να συγκαλύψει τον φασισμό), κανένας ιστορικός δεν πρόκειται να δεχτεί ότι η αγγλική, η αμερικανική, η γαλλική ή η γερμανική αστική τάξη ήταν ανέκαθεν φασιστική και τα αντίστοιχα κράτη από πάντα φασιστικά.
Ξέροντας οι συγγραφείς πως αν ισχυρίζονταν κάτι τέτοιο για οποιαδήποτε ιστορική περίοδο πριν τη δεκαετία του 1920 θα διαψεύδονταν με το πρώτο -καθώς, ως γνωστόν, ο φασισμός πρωτοεμφανίζεται στην Ιταλία ως κίνημα το 1919 και ως καθεστώς μετά το 1922-26- ξεμπερδεύουν με το παρελθόν και “ανακαλύπτουν” όλα αυτά τα απίθανα και ιστορικά πλήρως αστήρικτα περί γέννησης της εργατικής και της αστικής τάξης το 1922 ή ’23 κ.λπ.
Για να πουν ότι το κράτος -κάθε αστικό κράτος- έχει μία ιστορία κι αυτή είναι η ιστορία του φασισμού.Κατά συνέπεια, ο αντιφασιστικός αγώνας ταυτίζεται με τον αγώνα κατά του κράτους συνολικά, αποτελώντας τη μορφή που διεξάγεται η πάλη των τάξεων, που νοείται ως εμφύλιος πόλεμος έστω και χαμηλής έντασης.
Τα πάντα φασισμός και όλοι φασίστες. Και όσοι δεν είναι ακριβώς φασίστες είναι αριστεροί, που αρνούμενοι να αποδεχτούν ότι πριν το 1922 δεν υπήρχε στην Ελλάδα άρχουσα τάξη και εργατική τάξη ή ότι ο φασισμός είναι η μόνη μορφή με την οποία μπορεί να υπάρξει το αστικό κράτος κ.λπ. κ.λπ., φανερώνουν την απροθυμία τους να πολεμήσουν τον φασισμό. Δηλαδή, το αστικό κράτος.
Ας μας επιτρέψουν οι συντάκτες του βιβλίου να συνεχίσουμε να μελετάμε την ιστορία βασισμένοι -στον βαθμό που μπορούμε- σε ιστορικά στοιχεία. Και όταν κάνουμε μια υπόθεση εργασίας, να δοκιμάζουμε την επαλήθευση ή τη διάψευσή της στη βάση αυτών των στοιχείων και όχι να επιλέγουμε ή να επινοούμε εκείνα που νομίζουμε πως θα πείσουν για την ορθότητα του θεωρητικού μας σχήματος.
Όπως γράφουν κι οι ίδιοι, “το μόνο σίγουρο σήμερα είναι ότι η άγνοια περί του τι είναι αυτή η χώρα είναι μια πολυτέλεια που, μπορεί να υπήρχε στο παρελθόν, σήμερα όμως τελειώνει” (σ.92). Ας μελετήσουμε συγκεκριμένα, λοιπόν, την ιστορία αυτής της χώρας. Τους όρους διαμόρφωσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και των κοινωνικών τάξεων που ανταγωνίζονται στο εσωτερικό του. Της πάλης των τάξεων που διεξήγαγαν οι εργάτες ήδη από τον 19ο αιώνα. Των φάσεων ανόδου και υποχώρησης του εργατικού κινήματος. Των διαφόρων εκφράσεων της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Ας μελετήσουμε τον φασισμό, ως συγκεκριμένη μορφή αντίδρασης στο εργατικό κίνημα που εμφανίστηκε σε μια σειρά χώρες όπου προϋπήρχαν και άρχουσα τάξη και αστικό κράτος και προλεταριάτο, και επανεμφανίζεται σήμερα απειλητικός.
Ανάλυση συγκεκριμένη χρειαζόμαστε για το καθετί. Στη βάση πραγματικών στοιχείων και με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια. Ακριβώς γιατί η άγνοια και η προχειρότητα -πόσο μάλλον η διαστρέβλωση- δεν βοηθάνε. Ιδιαίτερα σήμερα που δεν έχουμε την πολυτέλεια ούτε να αγνοούμε ούτε να προχειρολογούμε ούτε να διαστρεβλώνουμε. Αν την είχαμε ποτέ…