Ξέβρασε η τσούλα η (εναλλακτική) ιστορία ότι νικήσαμε
Πρόκειται για μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας. Πώς θα ήταν η ελλάδα αν είχε νικήσει ο δημοκρατικός στρατός στο δεύτερο αντάρτικο; Το ίδιο θέμα είχε απασχολήσει το δημήτρη φύσσα, αλλά από την ακριβώς αντίθετη σκοπιά, στο δικό του βιβλίο, πλατεία λένιν, πρώην συντάγματος.
Το βιβλίο του αλεξάτου είναι στην ουσία μια απάντηση στο βιβλίο του φύσσα. Ο ένας αναφέρεται στην μετονομασμένη ομόνοια κι ο άλλος στο σύνταγμα που καταπατήθηκε (η ομόνοια να δεις). Η πρόθεση του αλεξάτου γίνεται φανερή από τον τίτλο ακόμα. Σε κάποιο σημείο μάλιστα, αφήνει στην άκρη τα προσχήματα και βάζει τους ήρωές του να αναφερθούν ευθέως στο βιβλίο του φύσσα και το ξεχέζει κανονικά (και καλά κάνει δηλ).
-Δεν ξέρω αν το πήρατε χαμπάρι, αλλά πριν από καιρό κυκλοφόρησε κάτι τέτοιο. Κάποιου τύπου που ήταν στην επον μετά την επανένωση (οι όροι δεν αντιστοιχούν στη δική μας ιστορική πραγματικότητα αλλά στην πλοκή του βιβλίου). Δεν ξέρω αν ήταν κατόπιν στο κόμμα. Αλλά και να ήταν, μάλλον νεοπασόκος θα είναι τώρα. Το πολύ-πολύ με τους εναλλακτικούς.
-Λες για το πλατεία μαρξ, πρώην βικτορίας, είπε η σοφία.
Το πιάσατε το υπονοούμενο.. Τώρα αρχίζει το νόημα.
Εκεί που έχει γέλιο το βιβλίο είναι στις ιστορικές ανακρίβειες. Όταν γράφεις εναλλακτική ιστορία, αναφέρεσαι μέχρι ενός σημείου σε πραγματικά γεγονότα και με βάση αυτά πλάθεις την υπόθεση. Για να το κάνεις, πρέπει να ξέρεις ιστορία.
Κι αφού αναφέρει τις παραχαράξεις για το μαλτέζο και το αρχείο του μαρξισμού, καταπιάνεται με το κόλλημά του για τον καζαντζίδη, που ο φύσσας τον είπε ελαφρολαϊκό.
Η όλη στιχομυθία πάντως, ξεκινά από ένα βαθύ αίσθημα αυτογνωσίας.
Κι εγώ τα έχω σκεφτεί αυτά, αλλά με τα αν δε μπορεί παρά να πέσεις στη μεταφυσική. Το πολύ να γράψεις κάνα μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας. Ενδιαφέρον. Το κρατάμε για τη συνέχεια.
Αμφότεροι γεννήθηκαν την χρονιά που έγινε το εικοστό συνέδριο (56’). Αλλά το βασικό κοινό που έχουν είναι ένα σύντομο πέρασμα από τις γραμμές του κόμματος (ή της νεολαίας στην περίπτωση του φύσσα). Κι ένας σφοδρός έρωτας που κατέληξε αντεστραμμένη αγάπη για μια διεστραμμένη ιστορική νομοτέλεια που δεν υπάκουσε στις διαστροφές μας. Κανείς (μη κουκουές) βάρβαρος, ή έστω κάποιος που δε μετείχε της κουκουέ μόρφωσης για ένα μικρό χρονικό διάστημα, δε θα είχε ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Που απασχολεί κυρίως τους ίδιους και παρεμπιπτόντως το κοινό τους. Γράφουν βασικά για να πείσουν τον εαυτό τους και να δικαιώσουν τη θέση τους.
Αυτό είναι πολύ εμφανές σε όλο το βιβλίο. Ο αλεξάτος γράφει για να πάρει ιδεολογική ρεβάνς από το φύσσα και τους ομοϊδεάτες του. Για να εκδικηθούν τα όνειρα την πραγματικότητα κι η πολιτική του θέση, ως αλτουσεριανού, τα υπόλοιπα ιστορικά ρεύματα της αριστεράς. Αλλά αφού τα νικήσει ιδεολογικά, τα αφήνει μες στο κόμμα, το οποίο παραμένει ενιαίο, ένα σουρωτήρι πολιτικών φυλών που χωράει τους πάντες. Μία διάσπαση δεν πρόλαβε μόνο η εναλλακτική διήγηση του αλεξάτου, αυτή με τους τροτσκιστές. Αλλά στην πορεία φροντίζει να γεφυρώσει κι αυτό το χάσμα.
Η πλατεία μπελογιάννη είναι ένα παραμύθι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Είναι μια (παρα)μυθική εναλλακτική ιστορία, μια τρόπον τινά μυθιστορία, αλλά δεν είναι μυθιστόρημα, γιατί έχει πολύ αδύναμη μυθοπλασία. Με σουρεάλ διαλόγους, όπως αυτόν μεταξύ του άρη και της λαοκρατίας (οι δυο βασικοί ήρωες) που συναντιούνται μετά από τριάντα χρόνια κι αντί να πουν τα δικά τους (έχουμε καιρό για αυτά, αργότερα) αναλύουν την πολιτική κατάσταση της ελλάδας και τις αποφάσεις των συνεδρίων του κόμματος! Και δεν είναι από αμηχανία, επειδή είχαν να βρεθούν πολύ καιρό. Όπως βλέπεις καμιά φορά φίλους που αρχίζουν να μιλάνε για μπάλα και ν’ αλλάζουν αναγνωριστικές μπαλιές μέχρι να ξαναβρούν το κομμένο νήμα της επαφής. Αυτοί εδώ το κάνουν συνειδητά, και δε λένε τίποτα άλλο.
Μία πρόζα με μακροπερίοδους, εναλλασσόμενους μονολόγους, όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, σαν τα ανίψια του ντόναλντ ντακ, κι όλοι μαζί τη σκέψη του συγγραφέα, που αντί για τους χαρακτήρες, μας περιγράφει στην ουσία τον εαυτό του και την ιδεολογία του. Ένα κείμενο που σου δίνει την εντύπωση ότι γράφτηκε ολόκληρο σε πλάγιο λόγο. Σαν τα πλάγια μέσα που χρησιμοποιεί ο αλεξάτος για να προβάλλει ως ιδεολογικά ηγεμονεύουσες τις ευρωμαοϊκά παρεκκλίνουσες θέσεις του και το πλάγιο ως ορθό.
Με σχεδόν ψεύτικους, μονοδιάστατους χαρακτήρες που υπάρχουν απλώς για να αφηγούνται τα γεγονότα και να δικαιώνουν τις απόψεις του αλεξάτου για την οικογένεια και τις έμφυλες σχέσεις (όπως η αμφιφυλόφιλη επονίτισσα λαοκρατία, που κάνει κι από κάνα τσιγαράκι με την αναρχική κόρη της). Οι χαρακτήρες μένουν σα μαριονέτες στα χέρια του συγγραφέα που μιλάει μέσω αυτών σαν εγκαστρίμυθος, χωρίς καμία άλλη διαμεσολάβηση με αισθητική αξία. Η εγκαστριμυθοπλασία υποκαθιστά την ωσεί παρούσα μυθοπλασία.
Η πιο αφυδατωμένη εκδοχή (αν όχι καρικατούρα) του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Που δεν είναι καν ρεαλισμός, αλλά μια βασικά ιδεολογική κατασκευή (το απωθημένο του αλτουσεριανού). Κι ακόμα και το σοσιαλιστική παίζεται, γιατί πρόκειται για ένα λαοκρατικό καθεστώς που εξαλείφει με χαρακτηριστική, βουλησιαρχική ευκολία όλες τις αντιθέσεις (χειρωνακτική-πνευματική εργασία) κι οδεύει ταχύτατα προς τον κομμουνισμό (σε μία χώρα, καθώς είναι η μόνη όπου αποτράπηκε η αντεπανάσταση την περίοδο 89-91). Ο θηλυκός μου γονιός, που δεν πρόλαβε συσπειρωσάδες στον καιρό του και το διάβασε ανυποψίαστη, στο τέλος μου είπε «καλά τα λέει, αλλά γίνονται»;
Δεν έχουμε το συναρπαστικό ειρμό του ραφαηλίδη, που τρέχει απ’ το ένα στο άλλο, ταξιδεύει σε χίλια θέματα και μέσα από ζιγκ-ζαγκ και παρενθέσεις (σε) επιστρέφει στο ίδιο σημείο αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο, με έναν πλούτο γνώσεων (ως) κέρδος από τη διαδρομή.
Δεν είναι η αιρετική τρυφερότητα του τροτσκιστή ραφαηλίδη που βγάζει το στάλιν «αναθεωρητή» γιατί εφάρμοσε δημιουργικά το μαρξισμό στην εποχή του και μας άφησε πίσω να αναρωτιόμαστε αν τον στρέβλωσε ή τον ανάπτυξε.
Δεν είναι καν η τρυφερή ματιά του σκηνοθέτη του goodbye lenin που είδε με τα μάτια της ψυχής του τη ddr και τη ζωγράφισε στο πανί όπως θα ήθελε να ήταν. Άφησε όμως την ιστορία του να μας μιλήσει για την Ιστορία. Και στο τέλος της ιστορίας (με κεφαλαίο και μικρό μαζί) αποχαιρετά τη μαμά-πατρίδα, όπως κάνει με τη δική του μητέρα ο πρωταγωνιστής της ταινίας.
Απ’ όλα αυτά ο αλεξάτος κράτησε το ρεαλισμό των φτιαχτών ρεπορτάζ του άλεξ για τη συνταγή της κόκα κόλα και το διάγγελμα του προέδρου κοσμοναύτη, μαζί με μπόλικες ιστορικές γνώσεις (αυτό δε γίνεται να μην του το αναγνωρίσεις). Μας παρουσιάζει με τα μάτια της οργάνωσής του πώς θα (ήθελε να) ήταν τα πράγματα. Στο τέλος του βιβλίου, αντί για συγκίνηση, νιώθεις ότι έχεις διαβάσει προγραμματικές θέσεις και σου έρχεται απλώς να ψηφίσεις υπέρ ή κατά (αν βρείτε ένα λευκό στην καταμέτρηση, δικό μου θα ‘ναι).
Θα μπορούσε να είναι οι θέσεις της αραν για το σοσιαλισμό. Κάπως εκλαϊκευμένες, δε λέω, αλλά αυτό δεν είναι λογοτεχνία. Τέτοιο συνδυασμό (πολιτικής και τέχνης) μόνο ο σάββας κι η οακκε τον έχουν πετύχει έως τώρα. Και κάποιοι ρήτορες στα αμφιθέατρα, που όταν αναλύουν το πλαίσιό τους, είναι σα να ραπάρουν.
Αυτό που μένει είναι ένα αντιδιαλεκτικό παραμύθι εναλλακτικής ιστορίας που ιντριγκάρει το φαντασιακό μας (με τα αν δε μπορεί παρά να πέσεις στη μεταφυσική). Ένα παραμύθι χωρίς ρεαλισμό, δυνατές αλληγορίες και τις αρετές ενός μυθιστορήματος, που σέβεται όμως τους μύθους του κινήματος και τους αποτίνει φόρο τιμής.
Τυλίγει με τρυφερότητα την ελλάδα και τους αγωνιστές της αριστεράς που άξιζαν καλύτερη τύχη (και την είχαν στα χέρια τους, αλλά την κλότσησαν). Ό,τι δε μπορεί να αγκαλιάσει όμως, το βάζει στην ιδεολογική κλίνη του προκρούστη και το φέρνει στα μέτρα του.
Δείχνει έναν ζαχαριάδη σε αλτουσεριανό κοστούμι που ασκεί μαοϊκή κριτική στους σοβιετικούς και προχωρά σε αποσταλινοποίηση από τα αριστερά, με ολίγη από κίνημα των αδεσμεύτων και γιουγκοσλάβικο μοντέλο με αυτοδιαχείριση.
Ένα αγαπησιάρικο κουκουέ που αγκαλιάζει όλες τις τάσεις (τρότσκες και μαοϊκούς, αναθεωρητές και μπρεζνιεφικούς) με ενότητα τύπου παλιάς εδά, ή τύπου ανταρσύα, κι ιδεολογική ηγεμονία των παριζιάνων (αλτουσεριανοί). Μια ντριμ τιμ της αριστεράς, που χωράει το μίσσιο και τον καρούζο, την έλλη παππά, ως και τον πολύδωρο δανιηλίδη. Με άλλα λόγια ένα κουκουέ που δεν είναι κουκουέ.
Τους κουκουέδες πολλοί αγάπησαν, το κουκουέ ουδείς.
Κάπου μάλιστα αναφέρει και την ενάντια, ως οργάνωση της αντιφασιστικής ενότητας. Το πιάσατε κι αυτό το υπονοούμενο, έτσι; Εξάλλου υπήρξε κι υποψήφιος της. Δυστυχώς έγραψε το βιβλίο μες στο 08’ και δεν πρόλαβε την ανταρσύα, το ώριμο τέκνο του δεκέμβρη, για να την χώσει κι αυτήν κάπου.
Αυτή η επιλεκτική τρυφερότητα καταλήγει να αποπνέει κατά διαστήματα μια ξινίλα επιπέδου μπλόγκερ. Θα μου πεις, μην κρίνεις εξ ιδίων τα αλλότρια. Σωστό. Ακριβώς γι’ αυτό όμως, ένεκα των εξ ιδίων, πιστεύω ότι μπορώ να το αναγνωρίσω και στους υπόλοιπους, όταν το κάνουν.
Θεωρώ ενδεικτικό ένα παράδειγμα που δεν αφορά την πολιτική (όπου ο πρώτος αμερόληπτος το λίθο βαλέτω) αλλά τα αθλητικά. Σε κάποιο σημείο η λαοκρατία –που σπουδάζει στη θεσσαλονίκη- περιγράφει το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της λδ του βορρά.
Φυσικά το ποδόσφαιρο ήταν το πιο δημοφιλές άθλημα. Οι ομάδες που κέρδιζαν τα περισσότερα πρωταθλήματα ήταν ο παοκ, που είχαν ιδρύσει προπολεμικά πρόσφυγες και η κόκκινη σημαία, η ομάδα του δσε. Στα πρωταθλήματα της α’ εθνικής κατηγορίας συμμετείχαν επίσης ο εργατικός αστέρας της γσεε, ο ηρακλής, η παλιότερη ομάδα της θεσσαλονίκης που συνδεόταν με τον δήμο, κι ο σπάρτακος καλαμαριάς. Απ’ τις επαρχιακές ομάδες ξεχώριζαν...
Και μας αραδιάζει μερικά φανταστικά ονόματα. Παρτιζάν ξάνθης, πόμπεντα φλώρινας, πας γιάννινα (προλεταριακός αθλητικός σύνδεσμος) κ.ά.
Ο άρης δεν υπάρχει πουθενά! Ξύθηκε απλώς από τη φωτογραφία. Χυδαίο, αντι-αρειανό μένος που παραπέμπει σε ωμό αντικομουνισμό.
Σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρει τις μεγάλες συναυλίες (του μίκη αν θυμάμαι καλά) στο λαϊκό στάδιο τούμπας, που κράτησαν πέντε μέρες για να προλάβει να συρρεύσει όλος ο πληθυσμός της πόλης. Και μες σε πέντε μέρες τις παρακολούθησαν κάτι εκατοντάδες χιλιάδες (νομίζω πέντε)! Ούτε ο μπούζας στην χρυσή εποχή των σπορ του βορρά δε θα φούσκωνε τόσο τους αριθμούς.
Μα είναι συνδυασμός αυτός; Παοκ κι αλτουσέρ; Σαν τον τολιάτη;
Και σκότωσα για ένα εισιτήριο… (τη γυναίκα του κατά πάσα πιθανότητα)
Παρόλα αυτά αξίζει να (δοκιμάσετε να) το διαβάστε. Κι αν σας καθίσει καλά, να το πάτε και μέχρι τέλους. Αυτό που δεν αξίζει να διαβάσετε (αν και η αντιπαραβολή έχει ένα ενδιαφέρον) είναι το πλατεία λένιν, πρώην συντάγματος. Ο φύσσας γράφει χοντρές ανακρίβειες (αποκορύφωμα η καρικατούρα του ρίτσου που μας παρουσιάζει) με αυτάρεσκο τουπέ κι έχει την εντύπωση ότι μας δίνει την ελληνική εκδοχή του 1984.
Η βασική διαφορά είναι ότι δε διεκδικεί για λογαριασμό του κάποια ιδεολογική ηγεμονία κι έτσι καταφέρνει να συνασπίσει γύρω του όλο τον «αστικό κόσμο». Ενώ ο αλεξάτος έχει πολύ λιγότερες πιθανότητες να το καταφέρει με τους δικούς του, είτε στη ζωή, είτε σαν συγγραφέας. Κι αυτό δεν είναι μόνο δικό του λάθος.
Όλα αυτά με αφορμή τη σημερινή επέτειο της εκτέλεσης του μπελογιάννη και των συντρόφων του. Του χρόνου στα 60χρονα, θα πιάσουμε και την ταινία, ο άνθρωπος με το γαρίφαλο.
Περισσότερα για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε στις ηλεκτρονικές σελίδες που ακολουθούν
https://www.youtube.com/watch?v=rl7e0a_jg8E
https://ashtonhar.blogspot.com/2010/03/blog-post_29.html
https://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=577997
Τετάρτη, 30 Μαρτίου 2011
Πλατεία Μπελογιάννη