του Γιώργου Αλεξάτου
Καθώς οι Γερμανοί έχουν αρχίσει να αποχωρούν από τη δυτική Ελλάδα, τον Σεπτέμβριο 1944, ο ΕΛΑΣ εκκαθαρίζει από τα εγκληματικά σώματα των Ταγμάτων Ασφαλείας τις περιοχές που απελευθερώνονται, επιδιώκοντας συνάμα να μην έρθει σε αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ, οι οποίες ελέγχουν ένα μέρος της Ηπείρου. Η αποφυγή αντιπαράθεσης εντάσσεται στην πολιτική που ακολουθεί το ΕΑΜ μετά από τη Συμφωνία του Λιβάνου και κυρίως μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» του Γεώργιου Παπανδρέου, στην οποία συμμετέχει.
Την τακτική αυτή ακολουθεί ο ΕΛΑΣ και κατά την απελευθέρωση της Πρέβεζας, στις 14 Σεπτεμβρίου, από τμήματά του που αποβιβάστηκαν στην περιοχή στις 9 του μήνα, προερχόμενα από τη γειτονική Βόνιτσα. Έτσι, επιτρέπει την είσοδο στην πόλη και τμήματος του ΕΔΕΣ. Πραγματοποιείται μάλιστα και κοινή παρέλαση των δύο αντάρτικων στρατών.
Εντούτοις, λίγες μέρες αργότερα, από τις 17 Σεπτεμβρίου, θα αρχίσουν αψιμαχίες μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ μέσα στην πόλη, για τον έλεγχο καίριων σημείων. Την πρωτοβουλία της ένοπλης αντιπαράθεσης θα αναλάβει ο ΕΔΕΣ, στις γραμμές του οποίου είχαν ενταχθεί και ταγματασφαλίτες της Λευκάδας, μετά τη διάλυσή τους από τον ΕΛΑΣ.
Οι αψιμαχίες εξελίχθηκαν σε σφοδρές μάχες που κράτησαν μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου. Κατά τη διάρκειά τους ο ΕΔΕΣ πραγματοποίησε ένα από τα πλέον στυγερά εγκλήματα εκείνης της περιόδου. Στις 21 Σεπτεμβρίου συνέλαβε και εκτέλεσε στη θέση Παργινόσκαλα, 48 αγωνιστές του ΕΑΜ, ανάμεσά τους και το σύνολο των μελών της Υποδειγματικής ΕΠΟΝ της Πρέβεζας.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αποσύρθηκαν από την πόλη στις 26 Σεπτεμβρίου, παραδίνοντάς την στους Βρετανούς, καθώς είχε υπογραφεί η Συμφωνία της Καζέρτας. Ουσιαστικά, η Πρέβεζα περιήλθε υπό τον έλεγχο των ζερβικών δολοφόνων, που θα παραμείνουν εκεί μέχρι τον Δεκέμβριο, όταν ο ΕΛΑΣ θα τους υποχρεώσει να καταφύγουν στην Κέρκυρα.