Το βιβλίο αυτό έχει τη δική του μικρή ιστορία από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, όταν συγκέντρωνα στοιχεία για τη συμπλήρωση του πρώτου μου βιβλίου, που είχε εκδοθεί το 1997. Σ' εκείνο το βιβλίο («Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου») η αναφορά στην ιστορία της εργατικής τάξης συμπεριλάμβανε και την ιδεολογική της διαμόρφωση, κατά συνέπεια εντάχθηκαν εκεί και κάποια πρώτα στοιχεία για τη σχέση της με το λαϊκό τραγούδι των πόλεων, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι και την περίοδο κατά την οποία μορφοποιήθηκε στο κλασικό ρεμπέτικο.
Μελετώντας τους όρους διαμόρφωσης της ιδεολογίας της εργατικής τάξης κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και την πολιτιστική της έκφραση, βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα ζήτημα που με απασχολούσε από πολύ παλιότερα. Επρόκειτο για τη μαζική απήχηση και αποδοχή ενός είδους τραγουδιού που -με την παρέμβαση, κυρίως, του Βασίλη Τσιτσάνη- αποτέλεσε μετεξέλιξη του κλασικού ρεμπέτικου, αλλά και το έδαφος για την ανάπτυξη και ανθοφορία -με την καθοριστική συμβολή του Μίκη Θεοδωράκη- αυτού που χαρακτηρίζουμε «έντεχνο λαϊκό τραγούδι».
Το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι είχε πάψει προ πολλού να αποτελεί την κύρια έκφραση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Από πολλές δεκαετίες πριν και κυρίως από τη δεκαετία του 1980, είχε υποκατασταθεί από το λεγόμενο «ελαφρολαϊκό» και το «σκυλάδικο», είδη τραγουδιού που απευθύνονταν σε ένα ευρύτατο κοινό, ανεξαρτήτως κοινωνικής-ταξικής θέσης. Ταυτόχρονα, στο «έντεχνο τραγούδι» έτειναν να κυριαρχήσουν τάσεις που το απομάκρυναν από τις λαϊκές του ρίζες και καταβολές, περιορίζοντας το κοινό του σε τμήματα των μεσοστρωμάτων με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το ανώτερο μορφωτικό επίπεδο.
Η όποια αναφορά στο παρελθόν του λαϊκού τραγουδιού περιοριζόταν στο κλασικό ρεμπέτικο της μεσοπολεμικής περιόδου ή και στην άμεση μετεξέλιξή του της δεκαετίας του 1940. Το τραγούδι που κυριάρχησε κατά τις δεκαετίες 1950 και '60 έτεινε να περιθωριοποιηθεί, παρόλο που συνέχιζε να ακούγεται από μεγάλο μέρος του λαϊκού κόσμου που το είχε αγαπήσει από τότε. Σχεδόν αποκλεισμένο από τα ΜΜΕ, αντιμετώπιζε την αδιαφορία ή ακόμα και τη χλεύη του μεγαλύτερου μέρους εκείνων που είχαν ξεχωριστό λόγο στη διαμόρφωση των λαϊκών πολιτιστικών τάσεων και διαθέσεων, που επανέφεραν στοιχεία της απαξιωτικής κριτικής που ασκούσε στο τραγούδι αυτό η αστική και μικροαστική διανόηση στα χρόνια της ακμής του.
Επρόκειτο για τον χαρακτηρισμό του σαν «εκδήλωση παρακμής του ρεμπέτικου», ενώ τα κύρια πυρά συγκέντρωνε το ύφος του, που επικρινόταν σαν «μοιρολατρικό». Οι επιθέσεις επικεντρώνονταν, μάλιστα, στο πρόσωπο του κυριότερου εκφραστή του μεταπολεμικού λαϊκού τραγουδιού, του Στέλιου Καζαντζίδη, με την επανάληψη της στερεότυπης φράσης «εξαιρετική φωνή, αλλά τα τραγούδια του πολύ κλαψιάρικα».
Έχοντας, λόγω κοινωνικής-ταξικής προέλευσης και θέσης, άμεση και έντονη βιωματική σχέση με το τραγούδι αυτό, ήταν αναμενόμενο να με απασχολήσει ιδιαίτερα η διερεύνηση των όρων διαμόρφωσής του και η σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα σ' αυτό και στην εργατική τάξη εκείνων των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Έτσι, αντί να προχωρήσει η συγγραφή του δεύτερου τόμου της «Εργατικής τάξης στην Ελλάδα» (*), προέκυψε ένα αυτοτελές βιβλίο, «Το τραγούδι των ηττημένων». Κι αυτό γιατί το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι εμφανίζει μια τόσο στενή σχέση με την εργατική τάξη της εποχής του όσο κανένα άλλο είδος τραγουδιού, προγενέστερο, σύγχρονό του ή μεταγενέστερο, όχι μόνο λόγω της θεματολογίας του (που σε μεγάλο μέρος της αντλεί από τις συνθήκες ζωής και τα καθημερινά ζητήματα που απασχολούν την εργατική τάξη), αλλά και εξαιτίας της αποδοχής του από αυτήν, σε αντιδιαστολή με την απόρριψή του από τα ανώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Προφανώς, ως μετεξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού, το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι διαφοροποιείται και μουσικολογικώς και ως προς το ύφος, και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Το λαϊκό τραγούδι παρέμενε ζωντανό σ' αυτό τον τόπο και θα ήταν ανόητο να περιμέναμε την εμμονή σε μια μορφή που κι αυτή, άλλωστε, αποτέλεσε μετεξέλιξη προγενέστερων λαϊκών μουσικών εκφράσεων.
Αυτό που πραγματικά τίθεται ως καίριο ζήτημα, καθώς άπτεται άμεσα ιδεολογικών ζητημάτων, είναι η «μοιρολατρική» θεώρηση της κοινωνικής πραγματικότητας, που φαίνεται να κυριαρχεί στο μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι. Ήταν ακριβώς αυτό το ζήτημα που με παρακίνησε να προχωρήσω αυτή τη μελέτη, σε σημείο ώστε να προκύψει αυτό το βιβλίο.
Σε αντίθεση με μια άποψη κυρίαρχη όχι μόνο στην αστική διανόηση, αλλά σε σημαντικό βαθμό και στην αριστερή, υποστηρίζω πως η θεώρηση αυτή αποτέλεσε μια φυσιολογική και ως εκ τούτου αναμενόμενη ιδεολογική συμπεριφορά της εργατικής τάξης και μεγάλων τμημάτων των άλλων φτωχών λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, σε μια περίοδο που ακολούθησε μια μεγάλη ιστορική εποποιία που κατέληξε σε τραγική ήττα. Όπως επιχειρείται να τεκμηριωθεί σ' αυτό το βιβλίο και όπως έχουν υποστηρίξει και άλλοι μελετητές του μεταπολεμικού λαϊκού τραγουδιού (Παναγιώτης Κουνάδης, Πάνος Γεραμάνης, Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης, Νέαρχος Γεωργιάδης κ.ά.), η εργατική τάξη και γενικότερα η φτωχολογιά, που αμφισβήτησε ακόμα και με το όπλο στο χέρι την αστική ταξική κυριαρχία κατά τη δεκαετία του 1940, δεν θα μπορούσε μετά τη συντριπτική στρατιωτικο-πολιτική ήττα του 1949 να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με αισιοδοξία. Μια τέτοια «απαίτηση» φανερώνει το μέγεθος της αδιαφορίας αυτών που επικρίνουν τη «μοιρολατρία» του μεταπολεμικού λαϊκού τραγουδιού για το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η εκάστοτε πολιτιστική έκφραση μιας κοινωνικής τάξης και ενός λαού.
Ο λαϊκός κόσμος, βγαίνοντας ηττημένος από τη μεγάλη ταξική αναμέτρηση της δεκαετίας του '40 και ζώντας κατόπιν μια εφιαλτική οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε να τραγουδάει ούτε επαναστατικά θούρια ούτε χαζοχαρούμενα τραγουδάκια τεχνητής αισιοδοξίας. Η έκφρασή του με το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού αποτέλεσε μια πηγαία αντίδραση σ' αυτή την πραγματικότητα. Υπήρξε ένας αψευδής μάρτυρας της άρνησής του να αποδεχτεί αυτή την πραγματικότητα. Αυτό είναι που επιχειρείται να αναδειχτεί σ' αυτό το βιβλίο.
Σ' ετούτη τη δεύτερη έκδοσή του έχουν γίνει κάποιες μικρές αλλαγές και διορθώσεις, κυρίως συντακτικές, ενώ έχουν προστεθεί και κάποια στοιχεία χρήσιμα που δεν τα είχα υπόψη μου ή δεν είχαν δημοσιοποιηθεί όταν το βιβλίο γράφτηκε για πρώτη φορά. Η πιο σημαντική αλλαγή είναι η απάλειψη της Εισαγωγής, που κρίθηκε εξαιρετικά βαριά και αφηρημένα θεωρητική από πολλούς αναγνώστες. Ακολουθώντας συμβουλές φίλων, τα ζητήματα που έθιγε η Εισαγωγή (για τη μαρξιστική έννοια της ιδεολογίας, τη σχέση ιδεολογίας και τέχνης κ.λπ.) ενσωματώθηκαν στο ίδιο το κυρίως σώμα του βιβλίου, με πιο απλή γλώσσα και σε σύνδεση με τα ζητήματα που θίγονται άμεσα σ' αυτό.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους αυτούς που συνέβαλαν με την κριτική τους στη βελτιωμένη αυτή δεύτερη έκδοση.
Γιώργος Αλεξάτος
Αιγάλεω, Δεκέμβριος 2013
* Η δουλειά για την «Εργατική τάξη στην Ελλάδα» δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Όπως προέκυψε η ενασχόληση με το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, ακολούθησε στη συνέχεια το “Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος”, η ανάγκη έκφρασης μέσα από δύο μυθιστορήματα και μια σειρά άλλες εργασίες, όπως ένα βιβλίο για την ιστορία της άκρας Δεξιάς και του φασισμού στην Ελλάδα, που είναι σχεδόν έτοιμο. Αν όλα πάνε καλά, αμέσως μετά θα ασχοληθώ -επιτέλους- και με την ολοκλήρωση του πρώτου μου βιβλίου.