"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Παρουσίαση του βιβλίου μου "Η παράξενη υπόσχεση" στην ιστοσελίδα "Αλφαβήτα"

2014-03-24 12:56

Η παράξενη υπόσχεση, του Γιώργου Αλεξάτου

«Έβγαλε βρώμα η Ιστορία ότι ξοφλήσαμε»…
 Όταν ένας στίχος γίνεται αίσθηση, για χρόνια, μιας γενιάς σχεδόν ολόκληρης.

Βιβλιοκριτική από τον Θανάση Σαράντη που έγινε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στη Λειβαδιά

Λένε πως τα μυθιστορήματα είναι προίόντα φαντασίας, και τα γεγονότα που συμβαίνουν σε αυτά είναι επινοημένα, «ουδεμια σχέση έχουν με την πραγματικότητα». Ίσως γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να μας επηρεάζουν τόσο όσο ο πραγματικός κόσμος: γι’ αυτόν, τον σκληρότερο πολλές φορές κι από τον πιο σκληρό μύθο, υπάρχουν άλλες μορφές λόγου και διήγησης: η ιστορία, η δημοσιογραφία, τα χρονικά. Κι αν τα λογοτεχνήματα τα διακρίνει μια ζεστασιά και μια συγκίνηση, η Ιστορία είναι απόμακρη και παγερή.

Θεωρητικά, πάντα. Γιατί στην πράξη, ξέρουμε ότι η γραμμή αυτή μεταξύ μύθου και ιστορίας, είναι τόσο λεπτή και διάτρητη ώστε ανάμεσα στα δύο να μπορούν να περνούν στιγμές, άνθρωποι, προσωπικά και συλλογικά μονοπάτια που συχνά δεν τα κατανοούμε. Κι ο συγγραφέας της «Παράξενης Υπόσχεσης» έχει αποδείξει ότι πάνω σ΄αυτή τη γραμμή μπορεί όχι απλά να στέκεται, αλλά και να βαδίζει με την ίδια ευκολία που κάποιος βαδίζει στο σπίτι του – ίσως γιατί όσο σπίτι του νιώθει τους μύθους που φτιάχνει, άλλο τόσο σπίτι του νιώθει να’ναι και η ιστορία της Ελλάδας των πενήντα τελευταίων χρόνων.
Με το προηγούμενο μυθιστόρημά του, «Πλατεία Μπελογιάννη», ο Γιώργος Αλεξάτος άνοιξε ένα παράθυρο προς το μέλλον, μιλώντας για το εναλλακτικό παρελθόν. Ξεκινώντας από μια η περισσότερες στιγμές, όπου θα μπορούσαν τα πράγματα να είχα εξελιχθεί διαφορετικά, δημιούργησε ένα φανταστικό κοινωνικό και πολιτικό τοπίο για την Ελλάδα αλλά και όλα τα Βαλκάνια, που θα μπορούσε να είχε διαμορφωθεί άν ήταν διαφορετικό το τέλος του Εμφυλίου. Μέσα από τα μάτια των βασικών του ηρώων, του Άρη και της Λαοκρατίας, προσπαθεί να φανταστεί μια άλλη ροή για τα γεγονότα, αντιμέτωπη με πραγματικά προβλήματα που θα είχαν προκύψει, αλλά και πραγματικές εξίσου λύσεις που θα μπορούσαν να έχουν δοθεί. Γιατί, ίσως, τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν γίνει έτσι…
Η Πλατεία Μπελογιάννη ήταν ένα «μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας». Ποια όμως η αφορμή να υπάρχει ένα τέτοιο μυθιστόρημα, ή ακόμα περισσότερο μια ολόκληρη κατηγορία γεμάτη από παρόμοια; Είναι μονάχα η φαντασία του συγγραφέα;
Μάλλον η ανάγκη να φανταζόμαστε μια εναλλακτική ιστορία, ως ενδεχόμενο υπαρκτό και όχι ως καρικατούρα, προκύπτει από την επίγνωση ότι δεν μας αρέσει (ή δεν μας χωράει) η ιστορία η πραγματική. Σε μια χώρα και μια ιστορία που δεν τους βρήκε όλους νικητές, ο Αλεξάτος αντέταξε μιαν άλλη αφήγηση, σπάζοντας το ατσάλινο προσωπείο της Ιστορίας, διαλύοντας την ψευδαίσθηση ότι αυτή είναι μία κι απαράλλαχτη, ότι είναι μια άσπλαχνη γυναίκα που μας τυραννάει με τα κουσούρια της, αλλά δεν θα μπορούσε να ανατραφεί διαφορετικά – έφτιαξε έτσι ο συγγραφέας ένα παραμύθι, αλλά και ένα ζεστό καταφύγιο μερικών εκατοντάδων σελίδων, για όλους όσους είδαν την ιστορία να «τους μιλάει αλλιώς», από εκείνα τα ταραγμένα χρόνια και μετά, και την βλέπουν αλλιώς να τους μιλάει και σήμερα.
Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, για ποιο μυθιστόρημα μιλάμε; Τι σχέση έχει το προηγούμενο με το τωρινό;
Το τωρινό, πολύ απλά, έρχεται κατά κάποιο τρόπο να μας προσγειώσει. Η ιστορία, μας λέει, θα μπορούσε να είναι έτσι, αλλά δυστυχώς για σένα, φίλε αναγνώστη, φίλε συγγραφέα και ονειροπόλε, εκτυλίχθηκε αλλιώς. Κι αν φαντάζεσαι τροπές, εποχές και κοινωνίες που θα μπορούσες μέσα τους να υπάρξεις, καλύτερα να γίνεις ρεαλιστής και να βρεις τον εαυτό σου στην ιστορία που διαθέτουμε εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο και σ΄αυτές τις δεκαετίες. Μέσα σ’ αυτή την ιστορία, ψάξαν να βρουν την πορεία τους και τον εαυτό τους πολλοί, ο καθένας με τα όνειρά του, ασυμβίβαστα πολλές φορές του ενός με του άλλου, αλλά τεμνόμενα πάντα, με κοινό τόπο την παρουσία των προσώπων πάνω στον ίδιο ιστορικό καμβά των νεοελληνικών χρονικών. Και δυστυχώς ή ευτυχώς, για κάθε νοητό Άρη και Λαοκρατία, υπάρχουν χιλιάδες πραγματικοί Μιχάληδες, Νίκοι, Βιργινίες – πολλούς τους ξέρουμε, άλλους δεν θα τους συναντήσουμε ποτέ. Μ’ αυτή την έννοια, αν η «Πλατεία» ήταν μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας, η «Παράξενη Υπόσχεση» είναι, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται, μυθιστόρημα ιστορίας πραγματικής.
Πάνω απ’ όλα, είναι η παραδοχή ότι τα οράματα και τα σχέδια της «Πλατείας», θα έπρεπε να τα υλοποιήσουν (όπως τα πάντα άλλωστε) άνθρωποι πραγματικοί, εύθραστοι, με αδυναμίες περισσότερες ίσως απ’ όσες θα μπορούσαν να τους επιτραπούν, και με συνέπειες αδυσώπητες και εκρηκτικές τόσο για τους ίδιους, όσο και για ό,τι μπορεί να τους ένωνε. Στην πορεία για έναν κοινό σκοπό, πάντα κάποιοι μπορεί να λυγίζουν και να αμφιβάλλουν. Όταν μάλιστα πέσει από πάνω τους και η ψυχρή σκιά της ήττας, η αντίφαση γίνεται άρνηση, η επιφύλαξη έχθρα και η απογοήτευση αποχώρηση.
Οι ήρωες του βιβλίου, λοιπόν, για πολύ καιρό βάδισαν μαζί, ύστερα ένας ένας απομακρύνθηκαν, μέχρις ότου έρθει η στιγμή να ξαναβρεθούν – και να κάνουν τον απολογισμό.
Ο τίτλος, όπως μας πληροφορεί και το οπισθόφυλλο, θα μπορούσε να ήταν και «Από το Νοέμβρη στο Δεκέμβρη». Ανάμεσα σε δυο εκρήξεις της νεολαιίστικης οργής, με απόσταση μιας βιολογικής γενιάς η μια από την άλλη, εφτά πρόσωπα, που βρέθηκαν να συμπορεύονται στα χρόνια που ακολούθησαν την Εξέγερση του Νοέμβρη του 1973, συναντιώνται και πάλι, το Δεκέμβρη του 2008. Έχουν μεσολαβήσει τόσα και τόσα κι οι διαδρομές έχουν αποκλίνει, οι ελπίδες έχουν πάψει από καιρό να τέμνονται. Τα παλιά οράματα κάποιων έχουν ξεθωριάσει. Κάποιων άλλων, λες και δεν τα άγγιξε ο χρόνος! Μια γενιά αναλογίζεται τους δρόμους που βάδισε. Και αναμετράται με τις επιλογές της…
Επτά λοιπόν οι ήρωες, επτά και οι ιστορίες τους. Για τις οποίες δεν μπορεί να πει κανείς, πόσο είναι ψεύτικες και πόσο αληθινές. Μέσα σε κάθε μια από τις επτά μπορεί να βρει ο αναγνώστης στοιχεία από την δικιά του, καθώς τα πρόσωπα τα συναντάμε όλα σχεδόν στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης: από τον απογοητευμένο αλλά πιστό αριστερό μέχρι τον πρώην αριστερό-νυν λαμόγιο, και από την «πρώην επαναστάτρια» που συμβιβάστηκε μέχρι τη συντρόφισσά της που προσπαθεί να μη συμβιβαστεί μπλέκοντας με την αυτοκαταστροφή. Σημείο τομής και των επτά, η ένταξη στην Οργάνωση (που δεν κατονομάζεται, καθώς θα μπορούσε να είναι τόσο μια από τις πολυάριθμες πολιτικές οργανώσεις εκείνων των ετών, αλλά και η ίδια η έννοια της οργάνωσης, της συλλογικής στράτευσης, της ένταξης και της αυταπάρνησης). Σημείο τομής επίσης, η αποχώρησή τους από αυτήν, που πάλι θα μπορούσε να έχει διττή σημασία, αλλά υποδηλώνει σίγουρα την αποχώρησή τους από τον κοινό με τους υπόλοιπους βηματισμό, και τη χάραξη ενός ατομικού δρόμου συχνά εκ διαμέτρου αντίθετου με όσα ενστερνίζονταν πριν. Ενός δρόμου που τους εσώκλεισε, τον έναν μετά τον άλλο και με διαφορετικό τρόπο, στο μεγάλο και σιωπηρό πλήθος του συμβιβασμού ή της αδράνειας, που εκείνοι προηγουμένως αποστρέφονταν.
Η πλοκή εκτυλίσσεται μέσα σε επτά διαφορετικά κεφάλαια, το καθένα με τίτλο έναν στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Ποιητή που, όπως και ο Στρατής Τσιρκας αλλά και πολλοί ακόμα στρατευμένοι καλλιτέχνες (εντός και εκτός εισαγωγικών…), προσπάθησε να ψηλαφήσει τη σχέση του καλλιτέχνη με τη στράτευση, τη σχέση, που πολλές φορές είναι διάσταση, του προσωπικού με το συλλογικό. Οι ήρωες του βιβλίου δεν είναι βέβαια όλοι καλλιτέχνες. Είναι όμως άνθρωποι που τη σχέση αυτή, χωρίς να το καταλαβαίνουν, την ένιωσαν να τους διαπερνάει έντονα, πολλές φορές να τους τσακίζει με τις απαιτήσεις της και τελικά να τους φέρνει τον έναν μακριά από τον άλλον. Έτσι, οι επτά διαφορετικές αφηγήσεις του βιβλίου, με πολλαπλούς εγκιβωτισμούς και χρονικά πισωγυρίσματα, προσφέρουν εφτά διαφορετικές ματιές τόσο στα κοινά των συγκεκριμένων εφτά, όσο και συνολικά στην ιστορία εκείνης της περιόδου, με σταθμό τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Τα πραγματικά μεγάλα ιστορικά γεγονότα, δεν τα κρίνει κανείς μόνο από την επιρροή τους, αλλά από το πως καταφέρνουν να ενωνουν στον ίδιο χώρο και χρόνο πρόσωπα, διαδρομές και καταστάσεις που φάνταζαν μέχρι τότε ασυμβίβαστα ή και αντίθετα. Ένα τέτοιο γεγονός ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου, ορόσημο για τη γενιά που σκιαγραφεί ο συγγραφέας, που κατάφερε να ορίσει κοινά τις τύχες των επτά ηρώων (κι έτσι, κατά μία έννοια, κεντρικός ήρωας δεν είναι κανείς από τους επτά, αλλά η ίδια η εξέγερση και το χρονικοπολιτικό της περιβάλλον).
Ο συγγραφέας όμως δεν μένει στην στείρα παράθεση των ιστοριών, ούτε όμως και στην απλή διασταύρωσή τους. Προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, στον εσωτερικό κόσμο και το σκεπτικό των πρωταγωνιστών, προσπαθεί να απαντήσει ένα ερώτημα που η γενιά αυτή ποτέ της δεν απάντησε: πως έγινε και μετά τη δίνη μιας ταραχώδους δεκαετίας, άνθρωποι που ζούσαν μαζί, αγωνιζόντουσαν, πολλές φορές ριψοκινδύνευαν μαζί, ακολούθησαν μονοπάτια τόσο διαφορετικά; Πως έβλεπε ο καθένας όσα ζούσαν τότε, και πως τα βλέπει μετά; Τι σήμαιναν για τον καθένα η προσωπική συμμετοχή, οι φιλίες, οι διαφωνίες, και τι σημαίνουν τώρα; Κι εδώ μπορεί να δει κανείς τόσο το εύκολα ερμηνεύσιμο, όσο και αυτό που στην αδυναμία μας να εξηγήσουμε, απαξιώνουμε: Ο εσωτερικός μονόλογος του πρώην στελέχους της επαναστατικής αριστεράς, και νυν αδίστακτου μεγαλοστελέχους επιχείρησης είναι ένας μονόλογος επίπονος, εξοργιστικός ανά σημεία, αλλά και εξαιρετικά διαφωτιστικός, για το πως (μπορεί να) σκέφτονται όλοι όσοι ανήκουν στην κατηγορία αυτή.
Ο συγγραφέας του βιβλίου σίγουρα δεν ανήκει στην παραπάνω κατηγορία. Άνθρωπος που από πολύ μικρός αναγκάστηκε να αλλάξει πλειάδα επαγγελμάτων, να βγάλει νυχτερινό σχολείο δουλεύοντας ως οικοδόμος αλλά και έχοντας παράλληλα τεράστια και ενεργό συμμετοχή στο λαϊκό κίνημα.
Με καταγωγή από την Κεφαλλονιά, γεννήθηκε το 1956 στον Αστακό Ακαρνανίας. Εργάστηκε και ως δημοσιογράφος, διευθυντής και εκδότης εφημερίδων, ιδιοκτήτης καφενείων και μπαρ. Από οικογένεια αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, εντάχθηκε από τα εφηβικά του χρόνια στην κομμουνιστική Αριστερά και συμμετείχε στο νεολαιίστικο και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα: μέλος της διοίκησης του Συλλόγου Εργαζομένων Μαθητών, του Σωματείου Κτιστών Πειραιά και του Συνδικάτου Οικοδόμων Θεσσαλονίκης, αλλά και μέλος του Κ.Σ. της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, υποψήφιος βουλευτής της ΕΝΑΝΤΙΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Μέλος των συντακτικών επιτροπών πολλών ιστορικών και πολιτικών περιοδικών, ασχολείται με την κοινωνική ιστορία της ελληνικής εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος. Έχει δουλέψει συστηματικά πάνω στην ελληνική μεταπολεμική ιστορία, αλλά και την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, με πλήθος βιβλίων και άρθρων του να έχουν εκδοθεί.
Από το έργο του, μπορούμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα: ιστορία, μύθος και τέχνη διαπλέκονται εν αγνοία μας, αφήνοντάς μας μόνο μια αίσθηση συγκεκριμένη. Βλέποντας την ιστορία μέσω της μυθοπλασίας, αλλά και τη μυθοπλασία μέσω της ιστορίας, μπορούμε να βρούμε τη θέση μας σ’ αυτόν τον κόσμο, κάτι που ακούγεται συχνά κοινότοπο, αλλά πιο πολύ ίσως τη θέση μας σ’ έναν άλλο, κάτι που σε εποχές σαν τις δικές μας είναι όλο και περισσότερο ζητούμενο…
Τι είναι τελικά η Παράξενη Υπόσχεση; Είναι η ιστορία μιας γενιάς εξωτερικά όμοιας, αλλά εξαιρετικά αντιφατικής. Είναι η ιστορία ανθρώπων που συμπορεύτηκαν, αλλά και χώρισαν με ρυθμούς έντονους και εκρηκτικούς. Είναι η ιστορία μιας χώρας που βλέπει χρόνια τώρα όνειρα και προσδοκίες να συντρίβονται, τα θύματα να γίνονται οι πιο δεινοί θύτες, τις λέξεις και τις πράξεις να χάνουν και να βρίσκουν συνεχώς νοήματα, μέσα στη δίνη της Ιστορίας. Ο τίτλος προέρχεται από τη σύζευξη δύο χαρακτηρισμών που έχουν δοθεί για να περιγραφεί σε δύο διαφορετικές στιγμές η έννοια και σημασία του αγώνα: της Μεγάλης Υπόσχεσης, του Άγγελου Ελεφάντη, και του Παράξενου Παιχνιδιού, του Ροζέ Βαγιάν. Διαβάζοντας το βιβλίο, θα συνειδητοποιήσουμε πολλά που δεν ξέραμε για τον εαυτό μας, τις οικογένειές μας, τα βιώματα του τόπου αυτού. Πάνω από όλα όμως, θα πειστούμε ίσως ότι υπάρχει και για εμάς ακόμη μια Παράξενη Υπόσχεση: σήμερα, την ώρα που κάποιοι συνεχίζουν με λύσσα να στήνουν στην πλάτη μας ένα Μεγάλο Παιχνίδι, χρέος μας να σκίσουμε την τσόχα, να αναποδογυρίσουμε το τραπέζι και να βάλουμε, επιτέλους, τους δικούς μας κανόνες επί σκηνής…
ΠΗΓΗ: alfavita