Τριάντα τέσσερα χρόνια από την 3η Οκτωβρίου 1979, όταν ο Νίκος Πουλαντζάς έφευγε για πάντα από κοντά μας και τα τρέχοντα γεγονότα αυτών των ημερών ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα το έργο του και τις αναλύσεις του σχετικά με δύο καίρια ζητήματα: το κράτος και τον φασισμό. Δυο ζητήματα στα οποία η συμβολή του στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας ήταν εξαιρετικά σημαντική, καθώς αποτέλεσε τομή και υπέρβαση των μέχρι τότε κυρίαρχων αντιλήψεων.
Ενταγμένος στην Αριστερά από την περίοδο που ήταν φοιτητής στην Αθήνα, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Πουλαντζάς διατήρησε σταθερή τη σχέση του με το κομμουνιστικό κίνημα και στη Γερμανία, όπου συνέχισε τις σπουδές του, και στη Γαλλία, όπου αναδείχτηκε πανεπιστημιακός καθηγητής. Μέλος του ενιαίου ΚΚΕ ως το 1968, εντάχθηκε κατόπιν στο ΚΚΕ εσωτερικού, τοποθετημένος σαφώς στην αριστερή του πτέρυγα.
Επανεξετάζοντας τις πρώιμες αναφορές του στους θεωρητικούς του λεγόμενου «ανθρωπιστικού» ή «υποκειμενιστικού» μαρξισμού (κυρίως τους Λούκατς, Σαρτρ και Γκολντμάν), προσέγγισε το έργο του Γκράμσι και τις αναλύσεις του Αλτουσέρ, επικεντρώνοντας στο ζήτημα του κράτους, έχοντας διαπιστώσει την απουσία μιας σχετικής μαρξιστικής θεωρίας επιστημονικά επαρκούς. Με το έργο του «Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις», που εκδόθηκε το 1968, πραγματοποιεί μια σημαντική τομή, προτείνοντας την υπέρβαση της παραδοσιακής αντίληψης περί «εργαλείου» που χρησιμοποιείται κατά βούληση και συνειδητά από την άρχουσα τάξη. Κατά τον Πουλαντζά, το κράτος, χωρίς να παύει να συνιστά πεδίο άσκησης της πολιτικής εξουσίας της κυρίαρχης τάξης, αποτελεί ταυτόχρονα την «υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων».
Στη βάση της αντίληψής του βρίσκεται η έννοια της σχετικής αυτονομίας των τριών στοιχείων της κοινωνικής δομής: του οικονομικού, του πολιτικού και του ιδεολογικού. Καθώς το οικονομικό στοιχείο δεν είναι καθοριστικό παρά μόνο σε «τελευταία ανάλυση», όπως έγραφε ο Ένγκελς και τεκμηρίωσε ο Αλτουσέρ, το κράτος δεν εξυπηρετεί παρά τα στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου, ενώ διαπερνάται και το ίδιο από αντιφάσεις, που αντανακλούν και τις πιέσεις που δέχεται από το εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Η συγκρότηση μιας μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος που υπερβαίνει την «εργαλειακή» αντίληψη, αποτέλεσε και τη βάση για μια μαρξιστική θεωρία για τον φασισμό, κυρίως με το έργο «Φασισμός και δικτατορία». Για τον Πουλαντζά, η μελέτη του φασιστικού φαινομένου υποχρεώνει στην αναγνώριση της σχέσης του με τον ιμπεριαλισμό, ενώ ταυτόχρονα επισημαίνονται οι διαφορές του φασισμού με τις άλλες μορφές των καθεστώτων έκτακτης ανάγκης. Ως κύρια και πολιτικά άκρως σημαντική διαφορά αναφέρεται η συγκρότηση μαζικού λαϊκού «αντεπαναστατικού κινήματος», μέσα από την κινητοποίηση μικροαστικών μαζών που συμμαχούν -ηγεμονευόμενες- με την αστική τάξη ενάντια στην εργατική.
Ιδιαίτερη υπήρξε η συνεισφορά του Πουλαντζά και στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας για τις κοινωνικές τάξεις. Εμμένοντας στη θέση του Αλτουσέρ για την αδυναμία αντιμετώπισης των τάξεων σαν παρεπόμενων των εξελίξεων στο οικονομικό επίπεδο (όπως προκύπτει από τη διάκριση μεταξύ τάξης καθαυτής και τάξης για τον εαυτό της), ο Πουλαντζάς υποστήριξε (κυρίως στο «Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό») ότι η συγκρότηση των τάξεων και η ταξική πάλη αποτελούν μια και μόνη ταυτόχρονη διαδικασία. Όπως γράφει συγκεκριμένα «ο μαρξισμός θεωρεί τις κοινωνικές τάξεις σαν τα κοινωνικά σύνολα στα οποία αναπτύσσονται (ταξικές) αντιφάσεις και (ταξικοί) αγώνες μέσα σε μια και ενιαία κίνηση: Οι κοινωνικές τάξεις δεν υπάρχουν πρώτα ως τάξεις για να μπουν ύστερα στην ταξική πάλη, πράγμα που θα άφηνε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν τάχα τάξεις χωρίς πάλη των τάξεων. Οι κοινωνικές τάξεις συμπίπτουν με τις μορφές ταξικής πρακτικής, δηλαδή με την πάλη των τάξεων και βρίσκουν τη θέση τους μόνο μέσα στην αντίθεσή τους».
Όπως είναι φανερό, ο Πουλαντζάς επιχειρεί με όλο του το έργο να παραμείνει στο έδαφος ενός μαρξισμού επιστημονικού, που έχει ως βάση του τη θέση του Μαρξ ότι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η πάλη των τάξεων. Απορρίπτει, έτσι, τις οικονομιστικές απόψεις περί προτεραιότητας της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην ιστορική διαδικασία, καθώς και αυτή η ανάπτυξη υπόκειται στους όρους που διαμορφώνει ο συσχετισμός ταξικών δυνάμεων σε κάθε ιστορική στιγμή.
Αντικρούονας τις κυρίαρχες στα Κ.Κ. της εποχής του θέσεις που ενέτασσαν στην εργατική τάξη το σύνολο των μισθωτών εργαζομένων, ο Πουλαντζάς υποστήριξε ότι κριτήριο για την ένταξη αυτή αποτελεί η άμεση συμμετοχή στην παραγωγή υπεραξίας. Απέκλειε, έτσι, μια σειρά κλάδων εργαζομένων, κυρίως όσους δεν εργάζονται χειρωνακτικά, εντάσσοντάς τους στη «νέα μικροαστική τάξη». Όσο κι αν η θέση του αυτή επικρίνεται ως εξαιρετικά περιοριστική της έννοιας της εργατικής τάξης, εντούτοις, η διατύπωσή της συνέβαλε στο προχώρημα της σχετικής συζήτησης μεταξύ των μαρξιστών.
Σοβαρές επικρίσεις δέχτηκαν από διάφορες πλευρές και οι απόψεις που διατύπωσε στο τελευταίο του βιβλίο «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός». Η προσέγγιση των θέσεων του ευρωκομμουνισμού, με τη σαφή απομάκρυνση από τη θεωρία της δυαδικής εξουσίας και της δικτατορίας του προλεταριάτου, αντιμετωπίστηκαν σαν απόκλιση από τις μέχρι τότε θεωρητικές του τοποθετήσεις. Παρόλ” αυτά, και σ” αυτό του το έργο επέμενε στην προοπτική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, στη ρήξη με τον καπιταλισμό, μέσα από έναν δημοκρατικό δρόμο που δεν είναι δημοκρατικός γιατί προσαρμόζεται στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά γιατί είναι δρόμος μαζών και μαζικών κινημάτων. Η σοσιαλιστική προοπτική, μέσα από έναν τέτοιο δρόμο κοινωνικού μετασχηματισμού δεν γίνεται νοητή ει μή μόνο με την κατοχύρωση και περαιτέρω διεύρυνση των δημοκρατικών κατακτήσεων σε μια κατεύθυνση αμεσοδημοκρατική, που ήδη θα πρέπει να αποτελεί επιδίωξη και των ίδιων των μαζικών κινημάτων. Αυτή την έννοια είχε και η περίφημη φράση του «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει».