Άρθρο που γράφτηκε το καλοκαίρι του 2012 και δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου στην ιστοσελίδα της Πρωτοβουλίας των 1.000
Δυο μήνες μετά τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις είμαστε σε θέση να δούμε τους νέους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης στην Ελλάδα που διαμόρφωσε η ολομέτωπη επίθεση του ελληνικού και ξένου κεφαλαίου και η αντίσταση του λαού μας, έτσι όπως αποκρυσταλλώθηκαν και στα εκλογικά αποτελέσματα. Να διερευνήσουμε, κατά συνέπεια, τις δυνατότητες που προσφέρονται για την περαιτέρω οργάνωση και ανάπτυξη των αγώνων του εργατικού και λαϊκού μας κινήματος, και τη νικηφόρα διεξαγωγή τους, για την ανατροπή της επίθεσης του αντιπάλου, την εργατική-λαϊκή αντεπίθεση και το άνοιγμα της προοπτικής για συνολικότερους μετασχηματισμούς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου, με την κατάκτηση της εξουσίας από τις δυνάμεις του κόσμου της εργασίας.
Δυο χρόνια σκληρών λαϊκών αγώνων απέδειξαν ότι η μεγάλη πλειονότητα του εργαζόμενου λαϊκού κόσμου όχι μόνο δεν συναίνεσε στη μνημονιακή πολιτική της εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας, του περιορισμού της λαϊκής κυριαρχίας και της κοινωνικής καταστροφής, αλλά αντιπαρέταξε σθεναρή αντίσταση, πρωτοφανή ως προς την έγκαιρη εκδήλωσή της στην ιστορία των παρεμβάσεων του ΔΝΤ σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αντίσταση, η οποία εκφράστηκε τόσο με τις συνεχείς πανελλαδικές πανεργατικές απεργιακές κινητοποιήσεις όσο και με πρωτότυπες μορφές οργάνωσης και διεξαγωγής μαζικών λαϊκών αγώνων, με αποκορύφωμα το μεγαλειώδες κίνημα των πλατειών του καλοκαιριού του 2011.
Η πολιτική συμπύκνωση
Καθώς οι αγώνες αυτοί κατέγραφαν διαδικασίες ρήξης των σχέσεων εκπροσώπησης των εργαζόμενων λαϊκών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας με τα κόμματα που στήριζαν τη μνημονιακή πολιτική, άρχισε να τίθεται όλο και πιο επίμονα το ζήτημα του περάσματος της αντιπαράθεσης από το επίπεδο των μαζικών αντιστάσεων σ’ αυτό της πολιτικής αναμέτρησης με επίδικο την κυβερνητική εξουσία. Όλο και μεγαλύτερο μέρος του δοκιμαζόμενου και αγωνιζόμενου λαού μας συνειδητοποιούσε ότι όσο η κυβερνητική εξουσία ασκείται από τις δυνάμεις της αντιλαϊκής πολιτικής, οι αγώνες δεν μπορεί να έχουν αποτελέσματα, ειμή μόνο ως καταγραφή των λαϊκών διαθέσεων. Πόσο μάλλον, όταν η προϊούσα διάλυση του παραγωγικού ιστού της χώρας καθιστά περιορισμένη την αποτελεσματικότητα του κύριου και σημαντικότερου όπλου που διαθέτουν οι εργαζόμενοι για τη διεξαγωγή των καθημερινών τους αγώνων: την απεργία.
Το ζήτημα της ανάδειξης κυβέρνησης ικανής να εκφράσει τη λαϊκή απαίτηση για ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής ήταν αυτό που κυριάρχησε στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου, εκτοξεύοντας τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ από το 4,5% του 2009 στο 17% τον Μάιο και στο πρωτοφανές για σχηματισμό της Αριστεράς σε όλη την ελληνική πολιτική ιστορία 27% τον Ιούνιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε ως πόλος έκφρασης των λαϊκών διαθέσεων, ακριβώς γιατί μπόρεσε να ανταποκριθεί στην ιστορική πρόκληση και να θέσει το ζήτημα της διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας, ως προϋπόθεσης και δυνατότητας για την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής. Θέτοντας συνάμα και το ζήτημα της ενότητας των δυνάμεων της Αριστεράς και όσων άλλων κινούνται σε φιλολαϊκή αντιμνημονιακή κατεύθυνση, ως αναγκαίου όρου για την επίτευξη της εκλογικής νίκης.
Όσο κι αν ο όρος αυτός δεν εξασφαλίστηκε –με ευθύνη δυνάμεων της Αριστεράς που αρνήθηκαν να ανταποκριθούν στην ιστορικότητα των στιγμών και τιμωρήθηκαν γι’ αυτή τους την άρνηση με εκλογική καταβαράθρωση- το αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου κατέγραψε μια εντυπωσιακή αποδοχή της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ από εκείνες ακριβώς τις κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν να συγκροτήσουν τον αναγκαίο σήμερα ιστορικό συνασπισμό για τη διεκδίκηση μιας συνολικότερης διαφορετικής προοπτικής για τη χώρα. Η υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ από την εργατική τάξη, τους μισθωτούς της χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, τους αυτοαπασχολούμενους μικροεπαγγελματίες, τους άνεργους και τη νεολαία, με ποσοστά που αγγίζουν και ενίοτε ξεπερνούν το 40%, σηματοδοτεί τη διαμόρφωση συνθήκης πολιτικής πόλωσης στην ελληνική κοινωνία με σαφείς ταξικούς όρους.
Από την πλευρά τους, τα κόμματα που υπηρετούν την κυρίαρχη πολιτική συσπείρωσαν τη μεγάλη πλειονότητα εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που είτε έχουν στρατηγικό όφελος από την ασκούμενη πολιτική είτε επιδιώκουν να λειτουργήσουν ως τάξεις-στηρίγματα του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας, ελπίζοντας στη διασφάλιση επιμέρους συμφερόντων τους, που θεωρούν ότι μια εναλλακτική διακυβέρνηση θα τα εξέθετε σε κίνδυνο μεγαλύτερο απ’ αυτόν της πολιτικής των μνημονίων.
Όσο κι αν η εκλογική επιρροή των κυρίαρχων δυνάμεων του μεταπολιτευτικού δικομματισμού συρρικνώθηκε στο μισό τής επί δεκαετίες σταθερής καταγραφής της, η ανάδειξή τους και πάλι στην κυβερνητική εξουσία δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματική διεξαγωγή λαϊκών αγώνων. Διαψεύδονται, έτσι, οι -απίθανες, επιπόλαιες και τραγικές στην ιδεολογική τους προέλευση και στις πολιτικές τους συνέπειες- προσδοκίες εκείνων των δυνάμεων της Αριστεράς που συνίστανται στην αυταπάτη της αυτόματης ανάπτυξης αγώνων μέσα από την όξυνση των αντιθέσεων που θα προκαλούσε μια νέα μετεκλογική μνημονιακή κυβέρνηση. Οι δυνάμεις αυτές υποστήριζαν, άλλοτε συγκαλυμμένα και κάποιες φορές απροκάλυπτα, ότι ενδεχόμενη αριστερή κυβέρνηση θα κατέπνιγε τις λαϊκές αντιστάσεις, υποτάσσοντας το εργατικό και λαϊκό κίνημα στις κυβερνητικές προτεραιότητες μιας αδιέξοδης διαχείρισης της κρίσης.
Είναι προφανές ότι στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: η εκλογική νίκη, έστω και με εξαιρετικά συρρικνωμένη επιρροή, των αστικών κομμάτων λειτούργησε αποθαρρυντικά στις λαϊκές συνειδήσεις. Απεναντίας, ενδεχόμενη εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, που θα του έδινε τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, δεν θα μπορούσε παρά να δράσει ως καταλύτης για την απελευθέρωση της δυναμικής των εργατικών και λαϊκών αγώνων, θεμελιωμένης στην αυτοπεποίθηση της δυνατότητας μετατροπής της νίκης στις εκλογές σε νίκη σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Θα ήταν αυτή η δυναμική του εργατικού και λαϊκού κινήματος που θα περιόριζε και τα περιθώρια πολιτικών ελιγμών μιας αριστερής η ευρύτερης αντιμνημονιακής κυβέρνησης, ανεξαρτήτως προθέσεων των ηγετικών κομματικών και κυβερνητικών επιτελείων.
Ενότητα για την ανατροπή
Με τους όρους που διαμορφώνονται σήμερα, το ζήτημα εξακολουθεί να τίθεται. Η επιμονή στην οργάνωση και ανάπτυξη εργατικών και λαϊκών αγώνων, σε συνδυασμό με την οργάνωση και ανάπτυξη νέων μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης που να ανταποκρίνονται στην ανάγκη συγκρότησης ενός πανελλαδικού ισχυρού δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης, τόσο για την αντιμετώπιση άμεσων και ζωτικών προβλημάτων του λαού μας (διατροφή, υγεία, εξασφάλιση αγαθών, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα, η δωρεάν μετακίνηση κ.λπ.) όσο και για την ανατροφοδότηση της πίστης του λαού στην αποτελεσματικότητα της συλλογικής δράσης, είναι απαραίτητο να συνδεθεί και με τον σταθερό στόχο της αναμέτρησης στο πολιτικό επίπεδο της ταξικής πάλης, όπου το επίδικο είναι η κυβερνητική εξουσία.
Η άνοδος στην κυβέρνηση των δυνάμεων που εκφράζουν πολιτικά τον νέο ιστορικό συνασπισμό εξουσίας δεν αποβλέπει σε μια άλλη «καλύτερη» διαχείριση της κρίσης ούτε αποτελεί αυτοσκοπό. Τα περιθώρια άσκησης μιας πολιτικής φιλολαϊκής διαχείρισης στο πλαίσιο των δεδομένων κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων είναι εξαιρετικά περιορισμένα, αν όχι εντελώς ανύπαρκτα. Αυτό που παρατηρούμε και κατά τη μετεκλογική περίοδο είναι η παντελής αδυναμία του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας να προωθήσει λύσεις διαφορετικές απ’ αυτές που οδηγούν σταθερά προς ακόμα μεγαλύτερα αδιέξοδα (χρεοκοπία, αποκλεισμός από την Ευρωζώνη κ.λπ.).
Η κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας από τις δυνάμεις που εκφράζουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα, από ένα μέτωπο πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που στοχεύει στην ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής, αποτελεί την αναγκαία εκείνη προϋπόθεση για συνολικότερες ανατροπές στην κατεύθυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού, βασισμένου σε ένα ισχυρό μαζικό κίνημα που θα έχει ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του, έχοντας μάθει να νικάει.
Ένας τέτοιος προσανατολισμός απαιτεί την ξεκάθαρη τοποθέτηση κάθε κομμουνιστικής και αριστερής πολιτικής συλλογικότητας, κόμματος ή οργάνωσης, κάθε αγωνιστή και αγωνίστριας του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος. Απαιτεί το άνοιγμα του διαλόγου με όρους συντροφικότητας, χωρίς την εύκολη προσφυγή σε ακυρωτικούς χαρακτηρισμούς της άλλης άποψης, που επιχειρούν να ακυρώσουν την ίδια την εναγώνια αναζήτηση του κόσμου της Αριστεράς και του λαού μας για διέξοδο. Αυτό τον διάλογο καλούμαστε να κάνουμε, σ’ αυτή τη συζήτηση καλούμαστε να συμβάλουμε.
Προφανώς, μέσα στην Αριστερά υπάρχει πληθώρα απόψεων και εξαιτίας διαφορετικών ιστορικών αφετηριών και ασύμπτωτων διαδρομών, και λόγω αποκλίσεων σε επιμέρους -λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές- εκτιμήσεις για τη συγκυρία, για τον χαρακτήρα της κρίσης, για τις επιδιωκόμενες διεξόδους.
Κάποιες απ’ αυτές τις αντιθέσεις είναι πράγματι αγεφύρωτες. Δεν τέμνεται πουθενά η άποψη ότι σήμερα τίθεται άμεσα ζήτημα σοσιαλιστικής επανάστασης και εγκαθίδρυσης της εξουσίας της εργατικής τάξης, με την εκτίμηση πως μπορεί να υπάρξει αριστερή διαχείριση της κρίσης χωρίς ανοιχτή ταξική αντιπαράθεση και ριζικούς, δομικού τύπου, μετασχηματισμούς. Και καμία απ’ αυτές δεν συναντιέται με την άποψη που υπερασπιζόμαστε:
Καθώς οι αντιθέσεις που ανέδειξε η κρίση στην ελληνική κοινωνία συμπυκνώνονται στο πολιτικό επίπεδο, οι αριστερές δυνάμεις είναι υποχρεωμένες να διαμορφώσουν εκείνους τους όρους συνεργασίας μεταξύ τους, που θα τους επιτρέψουν τη διεκδίκηση και την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, με τη διαμόρφωση ενός συνασπισμού ικανού να εξασφαλίσει την υποστήριξη της λαϊκής πλειοψηφίας. Η κυβερνητική εξουσία, στηριγμένη σε ένα ισχυρό μαζικό εργατικό και λαϊκό κίνημα, στην προσπάθειά της να ανατρέψει την πολιτική που επιβλήθηκε τα τελευταία χρόνια, θα αναγκαστεί να έρθει σε αντιπαράθεση με ισχυρά ντόπια και ξένα συμφέροντα, η αντιμετώπιση των οποίων θα την υποχρεώνει να πραγματοποιεί τομές τέτοιες που θα ανοίγουν τον δρόμο για ριζικότερους μετασχηματισμούς και για τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας. Μέσα απ’ αυτή τη δυναμική -και με αυτή τη δυναμική- θα τεθούν και θα επιλυθούν και τα ζητήματα των σχέσεων της Ελλάδας με την Ευρωζώνη (αν δεν έχουν λυθεί με καταστροφικό τρόπο στο πολύ άμεσο μέλλον) και την Ε.Ε., όσο και μια σειρά άλλα ζητήματα που θα αναδείξουν οι πραγματικές αντιθέσεις μέσα στη ζωή και όχι ερήμην της, στα συνθήματα των αυτοανακηρυσσόμενων πρωτοποριών του ιδεολογικού ναρκισσισμού.
Η σαφής τοποθέτηση κατά της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. προφανώς χαρακτηρίζει εκείνες τις δυνάμεις της Αριστεράς, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν έναν ξεκάθαρο αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό και συγκεκριμένες εργατικές-λαϊκές ταξικές αναφορές. Στο βαθμό, όμως, που η αντίθεση αυτή δεν έχει αναγνωριστεί ως κύρια από τις ίδιες τις κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες μας ενδιαφέρουν, δεν μπορεί και η τοποθέτηση σχετικά μ’ αυτήν να θεωρείται κύριος όρος για τη συνεργασία και την ενότητα της Αριστεράς.
Η συνεργασία και ενότητα στη βάση της αντίθεσης με την κυρίαρχη μνημονιακή πολιτική ασφαλώς συνδέεται τόσο με τη διακηρυγμένη πρόθεση δραστικής διαγραφής του χρέους όσο και με τη δέσμευση «καμιά θυσία για το ευρώ». Όπως και με την επεξεργασία προγραμματικών στόχων στην κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας από μια κυβέρνηση αριστερού προσανατολισμού, που να στοχεύει στην αυτοδύναμη ανάπτυξη, με εκτεταμένες εθνικοποιήσεις των στρατηγικών τομέων της οικονομίας και τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου διεθνών σχέσεων που να υπερβαίνει τα στενά όρια της Ε.Ε., πόσο μάλλον σε περίπτωση ρήξης, ως συνέπεια αντιπαραθέσεων που σήμερα θα ήταν άνευ σημασίας να περιγράψουμε χωρίς τον κίνδυνο να κάνουμε ανώφελες ασκήσεις επί χάρτου.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο συζήτησης μπορεί να τεθούν τα οποιαδήποτε επιμέρους ζητήματα. Το κύριο όλων είναι η πρόθεση και η συνειδητή επιδίωξη συστράτευσης εκείνων των δυνάμεων της κομμουνιστικής Αριστεράς που βρίσκονται εκτός ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τοποθετούνται αντιπαραθετικά απέναντί του και ενδιαφέρονται για την αναζήτηση του δρόμου για κοινό βηματισμό αυτών των ίδιων και όλης της Αριστεράς. Έτσι ακριβώς όπως το απαίτησε με την ψήφο του ο αριστερός κόσμος, έτσι ακριβώς όπως το επιθυμεί ο κόσμος της εργασίας και η νεολαία μας.
Η μορφή που θα πάρει η συστράτευση αυτών των δυνάμεων και οι σχέσεις που θα επιδιώξουν να διαμορφώσουν με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις άλλες εκφράσεις της Αριστεράς αποτελεί, επίσης, αντικείμενο συζήτησης. Η κρισιμότητα των στιγμών που ζούμε δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε καθυστέρηση στη διεξαγωγή της και στην άμεση πρακτική υλοποίηση των απολήξεών της.
Γιώργος Αλεξάτος