"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Μάρτα Χάρνεκερ: Ο Αλτουσέρ και ο "θεωρητικός αντιανθρωπισμός" του Μαρξ

2014-03-27 15:32
Ο Αλτουσέρ και ο «θεωρητικός αντιανθρωπισμός» του Μαρξ
 
Όσοι κατηγορούν τον Αλτουσέρ για αντιανθρωπισμό, συμπτωματικά λησμονούν τη λέξη θεωρητικός, η οποία, στο κείμενο της θέσης του, τροποποιεί τον όρο ανθρωπισμός, και χωρίς την οποία είναι αδύνατο να αντιληφθούμε για ποιο πράγμα κάνει λόγο ο Αλτουσέρ. Δεν μιλάει λοιπόν για κάποιον απόλυτο αντιανθρωπισμό, αλλά για τον θεωρητικό αντιανθρωπισμό
 
Πολλοί και έγκυροι διανοούμενοι απ’ όλο τον κόσμο θεώρησαν ότι ο Λουί Αλτουσέρ επιχείρησε να εξοβελίσει την ανθρώπινη ύπαρξη από τον μαρξισμό. Ο Γάλλος φιλόσοφος κατηγορήθηκε ότι ανήγαγε την ανθρώπινη ύπαρξη σε μια απλή μαριονέτα των δομών, αρνούμενος το ρόλο που αυτή κατέχει στην ιστορία. Μήπως η προκλητική του θέση σχετικά με το «θεωρητικό αντιανθρωπισμό του Μαρξ» (Althusser 1970: 229, [Για τον Μαρξ: 229]) δεν αποτελεί την καλύτερη απόδειξη του ισχυρισμού αυτού;

1. Το ιδεολογικό πλαίσιο των θέσεων του Αλτουσέρ

Προκειμένου να αντιληφθούμε τι εννοούσε ο Γάλλος φιλόσοφος με αυτά τα λόγια, θα αναλύσουμε τη σκέψη του χρησιμοποιώντας τη μέθοδό του. Ας εξετάσουμε κατ’ αρχήν το ιδεολογικό πλαίσιο από το οποίο αναδύεται αυτή η θέση. Το 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) τον Φεβρουάριο του 1956, το οποίο είχε ασχοληθεί με τα προβλήματα του σοσιαλισμού και της κριτικής της προσωπολατρίας, ακολούθησε μια περίοδος ανοιχτού δημόσιου διαλόγου.

Το Συνέδριο αυτό πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο σοσιαλιστικής ευφορίας. Η «κόκκινη παλίρροια» είχε εξαπλωθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και η ΕΣΣΔ, παρά τις τεράστιες υλικές ζημιές που υπέστη κατά τον πόλεμο, είχε καταστεί η δεύτερη παγκόσμια οικονομική και στρατιωτική δύναμη. Ακόμα, σύμφωνα με τις διακηρύξεις του ΚΚΣΕ, είχε ολοκληρωθεί η φάση του αναπτυγμένου σοσιαλισμού, και εισερχόμασταν στη φάση της οικοδόμησης του κομμουνισμού. Το κράτος δεν ήταν πλέον ένα ταξικό κράτος, αλλά το κράτος ολόκληρου του λαού. Η Σοβιετική Ένωση προέβαλε το σύνθημα «τα πάντα για τον άνθρωπο» και «σεβασμός στη νομιμότητα και την αξιοπρέπεια του ατόμου». Τα κόμματα της εργατικής τάξης γιόρταζαν την κατάκτηση του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού. Οι μαρξιστές διανοούμενοι αναζήτησαν τις θεωρητικές τεκμηριώσεις αυτών των θεμάτων στο Κεφάλαιο, και ακόμα περισσότερο, στα έργα του νεαρού Μαρξ. Η ανθρώπινη αλλοτρίωση αναγορεύτηκε σε κεντρικής σημασίας ζήτημα. Η κυριαρχία του λόγου γύρω από τον άνθρωπο υποσκέλισε τα ζητήματα της πάλης των τάξεων. Οι φιλόσοφοι των σοσιαλιστικών χωρών αναζήτησαν απαντήσεις στους μεγάλους σύγχρονους χριστιανούς διανοητές: Maritain, Mounier, Teihard de Chardin.

Ο Αλτουσέρ έγραψε το πολεμικού χαρακτήρα άρθρο του «Μαρξισμός και ανθρωπισμός» οκτώ χρόνια μετά το «λιώσιμο των πάγων» που εγκαινίασε το 20ό Συνέδριο, όταν η ευφορία είχε αρχίσει να υποχωρεί και η αποτυχία της επίσημης από-σταλινοποίησης είχε αρχίσει να προκαλεί βαθιά ανησυχία στους κύκλους των διανοουμένων. Ήταν πλέον προφανές ότι οι καταγγελίες που έκανε ο Χρουτσώφ και όσοι βρίσκονταν στην εξουσία, ήθελαν να είναι «ο πρόλογος», όπως λέει ο Isaac Deutscher, αλλά «και ο επίλογος της αποσταλινοποίησης» (Deutscher 1976: 117). Σε τελευταία ανάλυση, η όλη διαδικασία είχε δρομολογηθεί από τους ίδιους τους συνεργάτες του Στάλιν και ένα ριζικό «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» ίσως να έφθανε μέχρι αυτούς. «Αφού έδειξαν ένα τεράστιο σκελετό που κρυβόταν στην αποθήκη, έκλεισαν και πάλι την πόρτα» (όπ. π.: 118). Οι καταγγελίες, όχι μόνο δεν αποτέλεσαν το έναυσμα για τη διευκρίνιση πολλών ζητημάτων που σχετίζονταν με τα προβλήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αλλά και δεν στάθηκαν ικανές να διαρρήξουν τη συλλογική αμνησία του σοβιετικού λαού, με δεδομένες τόσες δεκαετίες κίβδηλης ιστορίας. Τα γεγονότα καταγγέλθηκαν, οι αιτίες όμως δεν διερευνήθηκαν.

Το αναλυτικό κενό του παρελθόντος επρόκειτο να πληρωθεί με στοχασμούς για τον κοινωνικό ανθρωπισμό. Την εποχή εκείνη ο Erich Fromm προσκάλεσε διάφορους διανοούμενους να αναλάβουν το έργο που στη συνέχεια εμφανίστηκε στις ΗΠΑ σχετικά με αυτό το θέμα. Ο Αλτουσέρ απέρριψε μια πρόσκληση συμμετοχής γιατί το περιεχόμενο του ήταν «αντίθετο με τη γενική γραμμή του έργου» που δούλευε ο ίδιος, υποστηρίζοντας ότι ο θεωρητικός διάλογος, διατυπωμένος με αυτούς τους όρους, δεν επέτρεπε την υπέρβαση του υπαρκτού δογματισμού, καθώς έμενε περιορισμένος σε επιθέσεις εναντίον αυτού που ο ίδιος περιφρονητικά αποκαλούσε «“μαρξιστική” φιλοσοφική φλυαρία γύρω από τον άνθρωπο» (Althusser 1976a: 149, [Θέσεις: 131]).

Γιατί όμως να επιτίθεται με τόσο μένος εναντίον αυτών που ήταν ειλικρινά προσηλωμένοι στην ανοικοδόμηση του «ανθρωπιστικού» χαρακτήρα του σοσιαλισμού μετά τον τρόμο και τα σφάλματα της σταλινικής περιόδου; Γιατί να παρουσιάσει μία τόσο προκλητική θέση σε μία τέτοια συγκυρία;

Ο λόγος είναι απλός. Ο Αλτουσέρ παρατηρώντας πόσο ισχυροί είναι οι προβληματισμοί αυτοί στους κύκλους της μαρξιστικής διανόησης, βλέπει καθαρά ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί σ’ ένα θεωρητικό αδιέξοδο που θα μας εμποδίσει να προχωρήσουμε πέρα από την απλή αναγνώριση των σφαλμάτων της σταλινικής περιόδου, στην κατανόηση και ανάλυσή τους. Το πραγματικό διακύβευμα είναι η δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων του σοσιαλισμού. Ο Αλτουσέρ είναι πεισμένος ότι τα προβλήματα αυτά δεν θα λυθούν αν οι διανοούμενοι είναι προσηλωμένοι σε στοχασμούς γύρω από τον άνθρωπο. Αντίθετα, μπορούν να αναλυθούν και επιλυθούν μόνο με τη μελέτη των υλικών συνθηκών που τα προκάλεσαν. Οι συνθήκες αυτές σχετίζονται με τις σχέσεις παραγωγής στις σοσιαλιστικές χώρες: την απουσία συσχέτισης μεταξύ νομικής ιδιοκτησίας και πραγματικής ιδιοποίησης, όπως και μεταξύ της επικράτησης του σταλινισμού και της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων, το πρόβλημα του καταμερισμού εργασίας, που συνδέεται με τον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, τη σχέση μεταξύ του μοναδικού κόμματος και του κράτους καθώς και τις συνέπειες αυτής της σχέσης.

Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, η έννοια της «προσωπολατρίας» είναι ξένη προς τη μαρξιστική θεωρία και, παρά το ότι ενδεχομένως καταγγέλλει κάποιες πρακτικές ως «καταχρήσεις», «σφάλματα», και σε ορισμένες περιπτώσεις, ως «εγκλήματα», δεν εξηγεί τίποτα σχετικά με τις συνθήκες και τις αιτίες τους. Το πιο επικίνδυνο είναι ότι η έννοια αυτή διατείνεται ότι εξηγεί ενώ στην πραγματικότητα ταυτολογεί και, επομένως, το μόνο που κάνει είναι να εκτρέπει τις έρευνες αυτών που επιθυμούν να φωτίσουν τα γεγονότα (Althusser 1976c, 80).
Η στυφότητα των κριτικών του Αλτουσέρ και ο προκλητικός χαρακτήρας της θέσης του εξηγούνται από την πεποίθησή του ότι το ραβδί είχε πλέον καμφθεί πολύ προς την πλευρά του ανθρωπισμού, ώστε χρειαζόταν να το κάμψουμε προς την αντίθετη μεριά, προς τον «αντιανθρωπισμό», προκειμένου να επανακτήσει την αρχική του ευθεία μορφή.

Μια τέτοια αντιμετώπιση δεν είναι καινοφανής. Σε όλες τις θεωρητικές διαμάχες, η κάθε πλευρά έχει την τάση να τραβάει την άποψή της στα άκρα, προκειμένου να τη διαφοροποιήσει από τη θέση με την οποία αντιπαρατίθεται. Είναι γνωστό ότι η στάση αυτή είναι οικεία και στους Μαρξ και Ένγκελς. Αυτή ακριβώς η έμφαση στην υλική παραγωγή, σε αντιπαράθεση με τον ιδεαλισμό που κυριαρχούσε στο ιδεολογικό πεδίο της εποχής εκείνης, ενεθάρρυνε μια οικονομιστική και εξελικτιστική ανάγνωση του μαρξισμού.Ο αντίκτυπος στον ίδιο τον Αλτουσέρ αυτού που συνέβαινε θεωρητικά και πολιτικά μεταξύ των μαρξιστών διανοουμένων την εποχή εκείνη ήταν τόσο μεγάλος και το θεωρητικό κενό που ανοιγόταν τόσο βαθύ, ώστε τελικά εγκατέλειψε το αρχικό του σχέδιο μιας μεγάλης διατριβής για τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και πολιτικής κατά τον ΧΙΧ αιώνα –μια επισκόπηση που του φαινόταν απαραίτητη για την κατανόηση της σκέψης του Μαρξ– και άρχισε να γράφει για ζητήματα που του επέτρεπαν να επαναφέρει στον μαρξισμό τον κριτικό και μετασχηματιστικό του χαρακτήρα.

2. Τι δεν αρνείται η θέση του Αλτουσέρ

Πριν από οποιαδήποτε επίθεση κατά της δυσνόητης θέσης του Αλτουσέρ, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η θέση του σχετικά το «θεωρητικό αντιανθρωπισμό» του Μαρξ, κατ’ αρχάς δεν αρνείται ότι ο αντικειμενικός στόχος του θεωρητικού και πολιτικού αγώνα του Μαρξ και των μαρξιστών είναι η πλήρης πραγμάτωση του ανθρώπου. Ο Αλτουσέρ, ερμηνεύοντας τον Μαρξ, διευκρινίζει στην αρχή του άρθρου του «Μαρξισμός και ανθρωπισμός» ότι «ο στόχος του επαναστατικού αγώνα ήταν πάντα ο τερματισμός της εκμετάλλευσης και συνεπώς η απελευθέρωση του ανθρώπου» (Althusser 1970: 221, [Για τον Μαρξ: 221]).

Κατά δεύτερον, δεν αρνείται ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν ανθρωπιστικές έννοιες που διαδραματίζουν ένα θετικό ρόλο στην ταξική πάλη και χρησιμεύουν ως κίνητρο των ανθρώπων στον απελευθερωτικό τους αγώνα.

Ο Αλτουσέρ δεν αρνείται, για παράδειγμα, το ιστορικά θετικό πρόσημο των ανθρωπιστικών ιδεολογιών που τροφοδότησαν τους αγώνες κατά της φεουδαρχίας και εναντίον της εκκλησίας, επιμένει όμως ότι δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ιδεολογίες αυτές συνδέονται αδιάσπαστα με μια ανερχόμενη αστική τάξη και εκφράζουν τα οράματά της. Η σύνδεση αυτή επιτεύχθηκε με τη μετάφραση των απαιτήσεων μιας μερκαντιλικής [εμπορευματικής] και καπιταλιστικής οικονομίας, που επικύρωναν οι αστικοί μερκαντιλικοί νόμοι, σε μια νέα γλώσσα, που αντικαθιστούσε τους παλαιούς ρωμαϊκούς νόμους. «Ο άνθρωπος ως υποκείμενο, ο άνθρωπος, ελεύθερο υποκείμενο των πράξεων και των σκέψεών του, είναι πάνω απ’ όλα, άνθρωπος ελεύθερος να κατέχει, να πουλάει και να αγοράζει, ο άνθρωπος υποκείμενο δικαίου» (Althusser 1976a: 176, [Θέσεις: 157]).

Πώς εξηγούνται λοιπόν οι κριτικές που ασκούνται στον Αλτουσέρ στο θέμα του ανθρωπισμού; Μία ερμηνεία ίσως να είναι οι υπέρμετρα ριζοσπαστικές εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο Αλτουσέρ προκειμένου να διαχωρίσει τη σκέψη του από αυτή των ανθρωπιστών φιλοσόφων της εποχής του. Πιστεύω όμως ότι ο θεμελιώδης λόγος είναι μια επιφανειακή και ατελής ανάγνωση των έργων του, τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους παρουσιάζουν ιδιαίτερη συνοχή. Πεποίθησή μου είναι ότι ο Αλτουσέρ παρερμηνεύτηκε τόσο κατά την εποχή ενός φιλο-αλτουσεριανού ξιπασμού, όσο και κατά την αντι-αλτουσεριανή περίοδο που ακολούθησε.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι όσοι κατηγορούν τον Αλτουσέρ για αντιανθρωπισμό, συμπτωματικά λησμονούν τη λέξη θεωρητικός, η οποία, στο κείμενο της θέσης του, τροποποιεί τον όρο ανθρωπισμός, και χωρίς την οποία είναι αδύνατο να αντιληφθούμε για ποιο πράγμα κάνει λόγο ο Αλτουσέρ. Δεν μιλάει λοιπόν για κάποιον απόλυτο αντιανθρωπισμό, αλλά για τον θεωρητικό αντιανθρωπισμό.

Η θέση του είναι ότι «η κατηγορία του ανθρώπου δεν παίζει κανένα θεωρητικό ρόλο στο έργο του Μαρξ» (Althusser 1976a: 173, [Θέσεις: 154]). Τι εννοεί ο Αλτουσέρ όταν λέει ότι η κατηγορία αυτή δεν έχει κανένα θεωρητικό ρόλο; Για τον Αλτουσέρ, μια κατηγορία παίζει ένα θεωρητικό ρόλο όταν αποτελεί μέρος ενός συνόλου στα πλαίσια του οποίου αλληλοϋποστηρίζει κάποιες άλλες κατηγορίες και δεν μπορεί να καταργηθεί χωρίς να μεταβληθεί η λειτουργία του συνόλου. Υπό αυτή την έννοια, αυτό που σημαίνει ο όρος «θεωρητικός ανθρωπισμός» είναι η θέση που υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου υπό τη φιλοσοφική έννοια του όρου, δηλαδή ως αρκτική και ύστατη ουσία του κόσμου του (Althusser 1976a: 176, [Θέσεις: 157]).

Η θέση του θεωρητικού αντιανθρωπισμού στο έργο του Μαρξ δεν μπορεί να διαχωριστεί και από μια άλλη θέση του Αλτουσέρ, που υποστηρίζει ότι ο Μαρξ προκάλεσε μια βαθιά θεωρητική επανάσταση και εγκαινίασε μια νέα επιστήμη: την επιστήμη της ιστορίας που θα πρέπει να θεωρείται ως τέτοια επειδή υπάρχει σ’ αυτήν ένας οριοθετημένος τύπος ντετερμινισμού, τον οποίο ο Μαρξ εκφράζει με τη σημείωση «επικαθορισμός σε τελευταία ανάλυση». Το μέγεθος αυτής της επιστημονικής ανακάλυψης δεν μπορεί να γίνει κατανοητό αν δεν αποδεχτούμε την ύπαρξη μιας επιστημολογικής τομής ή ρήξης μεταξύ της σκέψης του νεαρού Μαρξ, που παριστά την ιδεολογική του προϊστορία, και της σκέψης του ώριμου Μαρξ, θεμελιωτή της επιστήμης της ιστορίας, όπου ο άνθρωπος εξαφανίζεται ως υποκείμενο της ιστορικής διαδικασίας. Ας αναλύσουμε εν συντομία τις θέσεις αυτές, αρχίζοντας με την επιστημολογική τομή.

3. Η επιστημολογική τομή. Ο άνθρωπος ως θεωρητική έννοια εξαφανίζεται

Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, ο Μαρξ δεν ήταν σε θέση να φτάσει στην επιστημονική του θεωρία χωρίς μια ριζική κριτική της φιλοσοφίας του ανθρώπου που αποτέλεσε θεμέλιο του νεανικού του έργου.

Πράγματι, στα πρώτα του έργα μπορούμε να διακρίνουμε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση κυριαρχείται από έναν ορθολογιστικό ανθρωπισμό, συγγενή περισσότερο προς τον Καντ και τον Φίχτε, απ’ ό,τι προς τον Χέγκελ (όταν αντιμάχεται τη λογοκρισία του τύπου, τη φεουδαρχική νομοθεσία, τον πρωσικό δεσποτισμό). Στα έργα εκείνης της εποχής, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι καλούνται να είναι ελεύθεροι, η ελευθερία επιτυγχάνεται μέσω της λογικής, και η λογική μορφοποιείται στο κράτος. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο υπεραμύνεται της ελευθερίας του τύπου και θεωρεί ότι η κριτική δημοσιογραφία αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής. Την εποχή εκείνη πίστευε ότι μια τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία μπορεί να επιφέρει την αλλαγή της κοινωνίας.Σε μια δεύτερη φάση, ο Μαρξ, όπως όλοι οι νεο-χεγκελιανοί της εποχής του, απογοητεύτηκε από το κράτος που έμενε κωφό απέναντι στη λογική, και έγινε ενθουσιώδης οπαδός του ανθρωπισμού του Φόυερμπαχ, γεγονός που επιτρέπει την κατανόηση της μη λογικής ως αλλοτρίωσης. Αυτό που είναι αλλοτριωμένο είναι η ανθρώπινη ιστορία (Althusser 1970: 225, [Για τον Μαρξ: 225]).

Ο Αλτουσέρ σημειώνει, όπως είναι γενικά αποδεκτό, ότι στη Γερμανική Ιδεολογία, το 1845, ο Μαρξ διέρρηξε τους δεσμούς του με αυτή την ανθρωπιστική προβληματική σχετικά με την αδιαφοροποίητη ανθρώπινη ουσία και την αλλοτρίωση. Η ρήξη αυτή με κάθε θεωρία που ανάγει την ιστορία και την πολιτική στην ουσία του ανθρώπου, σηματοδοτεί με ριζικό τρόπο την εξέλιξη της σκέψης του.

Αργότερα, ο Αλτουσέρ επεξέτεινε αυτή την ιδέα, λέγοντας ότι «πράγματι το 1845 άρχισε κάτι μη αντιστρέψιμο», όμως πρόκειται για ένα ζήτημα «συνεχούς τομής», που ξεκινά μια «μακρά περίοδο εργασίας». Η νέα επιστήμη της ιστορίας προφανώς δεν αναδύθηκε «πάνοπλη από το κεφάλι του Μαρξ» το 1845. Τη στιγμή εκείνη δεν είχε ακόμα απαλλαγεί απ’ όλο το παρελθόν της – «όλη την ιδεολογική και φιλοσοφική προϊστορία από την οποία αναδύθηκε» (Althusser 1976b: 66-67, Απάντηση στον Τζον Λιούις: 85][2]. Κανείς δεν πρέπει να εκπλήσσεται από το ότι τα χρόνια αυτά ο Μαρξ χρησιμοποιούσε ιδεολογικές έννοιες ή φιλοσοφικές κατηγορίες που αργότερα θα απέρριπτε.

Η θεωρητική αυτή ρήξη –η οποία κατέστη εφικτή γιατί ο Μαρξ είναι σε θέση να προχωρήσει προς ταξικές θέσεις που δεν ήταν προηγουμένως ορατές, προς προλεταριακές ταξικές θέσεις– αντανακλάται σε τρεις αξεχώριστες όψεις: πρώτον, στη συγκρότηση μιας θεωρίας της ιστορίας και της πολιτικής που βασίζεται σε ριζικά νέες έννοιες: «τον τρόπο παραγωγής, τον κοινωνικό σχηματισμό, την υποδομή, το εποικοδόμημα, τις ιδεολογίες, τις τάξεις, την ταξική πάλη, κ.λπ.» (Althusser 1976d: 153)[3]. Δεύτερον, σε μια ριζοσπαστική κριτική των θεωρητικών αξιώσεων ολόκληρου του φιλοσοφικού ανθρωπισμού, και τρίτον, σ’ έναν ορισμό του ανθρωπισμού ως ιδεολογίας (Althusser 1970: 227, [Για τον Μαρξ, 227]).

«Ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός του Μαρξ σκοπεύει πολύ μακρύτερα από ένα απλό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον Φόυερμπαχ: αμφισβητεί επίσης τις υπαρκτές φιλοσοφίες της κοινωνίας και της ιστορίας και την παράδοση της κλασικής φιλοσοφίας, επομένως και κάθε αστικής ιδεολογίας» (Althusser 1976a: 177-78) [Θέσεις: 158]. Ο Αλτουσέρ υποστηρίζει ότι η κατηγορία του ανθρώπου δεν εμφανίζεται ούτε στα κεντρικής σημασίας κείμενα της μαρξιστικής φιλοσοφίας, ούτε στη μαρξική θεωρία του κοινωνικού σχηματισμού και της ιστορίας. Το υπό συζήτηση ζήτημα δεν είναι ο ανθρωπισμός εν γένει, αλλά η θεωρητική επιδίωξη μιας ανθρωπιστικής σύλληψης που επιχειρεί να εξηγήσει την κοινωνία και την ιστορία θεωρώντας ως σημείο εκκίνησης την ανθρώπινη ουσία, τον ελεύθερο άνθρωπο ως υποκείμενο, ως υποκείμενο ηθικής και πολιτικής δράσης. Ο Αλτουσέρ ισχυρίζεται ότι ο Μαρξ μπόρεσε να θεμελιώσει την επιστήμη της ιστορίας του ακριβώς επειδή ήρθε σε ρήξη με τις θεωρητικές αξιώσεις κάθε ανθρωπισμού. Γράφει:

«Στο Κεφάλαιο ο Μαρξ δείχνει ότι αυτό που καθορίζει σε τελευταία ανάλυση έναν κοινωνικό σχηματισμό, και μας επιτρέπει να τον γνωρίσουμε, δεν είναι το φάντασμα της ανθρώπινης ουσίας ή φύσης, δεν είναι ο άνθρωπος, ούτε οι “άνθρωποι”, αλλά μια σχέση, η σχέση παραγωγής, που σπονδυλώνεται σ’ ένα σώμα με τη βάση, την υποδομή» (Althusser 1976a: 179, [Θέσεις: 160]).

Οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να θεωρηθούν αποκλειστικά ανθρώπινες σχέσεις, σχέσεις μεταξύ ανθρώπων. Είναι σχέσεις μεταξύ φορέων παραγωγής, δηλαδή μεταξύ ανθρώπων που έχουν μια συγκεκριμένη λειτουργία στη διαδικασία παραγωγής. Η μεταξύ τους σχέση εξαρτάται από τη σχέση τους με τα μέσα παραγωγής –το κατά πόσο είναι κάτοχοι μέσων παραγωγής ή άμεσοι παραγωγοί. Η σχέση αυτή μεταξύ ανθρώπων διαμεσολαβείται επομένως από μια σχέση με αντικείμενα, τα μέσα παραγωγής. Μια από τις μεγαλύτερες θεωρητικές μυστικοποιήσεις είναι η άποψη ότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι μόνο ανθρώπινες σχέσεις, ενώ σ’ αυτές παρεμβαίνουν επίσης αντικείμενα, τα μέσα παραγωγής που προέρχονται από τον υλικό κόσμο. Ο Μαρξ θεωρεί τους ανθρώπους ως «φορείς» μιας λειτουργίας στην παραγωγική διαδικασία. Η εργασία που επιτελούν προσδιορίζεται από τη σχέση παραγωγής.

4. Προσδιορισμός σε τελευταία ανάλυση

Κάποιοι σχολιαστές αναγνώρισαν μια εσωτερική αντίφαση μεταξύ της μαρξιστικής έννοιας της ιστορικής διαδικασίας ως διαδικασίας ανάπτυξης υποκείμενης σε νόμους – δηλαδή ενός ορισμένου τύπου ντετερμινισμού – και της σημασίας που αποδίδει ο μαρξισμός στην ταξική πάλη, δηλαδή στην ανθρώπινη δράση μέσα στην ιστορία. Εάν ο οικονομικός αυτός ντετερμινισμός ήταν ο ίδιος με αυτόν που διέπει τις διαδικασίες της φύσης, η αντίφαση θα ήταν κραυγαλέα, όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Προκειμένου να γίνει κατανοητή η ιδιαιτερότητα του ντετερμινισμού που διέπει την ιστορική διαδικασία, ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον όρο «επικαθορισμός σε τελευταία ανάλυση».Ο Αλτουσέρ θεωρεί ότι η έκφραση αυτή, παρά την αθωότητά της, «μετασχηματίζει εκ βάθρων τις προηγούμενες αντιλήψεις που κυριαρχούσαν στην κοινωνία και την ιστορία». Ο Μαρξ, προκειμένου να εξηγήσει πώς αντιλαμβάνεται αυτό τον ντετερμινισμό, αναλύει την κοινωνία μέσω της μεταφοράς ενός οικοδομήματος. Υιοθετεί τη μορφή μιας τοποθεσίας, δηλαδή μιας διάταξης στο χώρο, μέσω της οποίας «οι διάφορες πραγματικότητες αντιστοιχούν με συγκεκριμένες θέσεις στο διάστημα» (Αλτουσέρ, 1976a: 151, [Θέσεις: 134]).

Η βάση του οικοδομήματος ή η υποδομή, συνίσταται από μια οικονομική δομή ή ένα σύνολο σχέσεων παραγωγής. Πάνω σ’ αυτή δομείται η νομικο-πολιτική και ιδεολογική υπερδομή, η οποία προσδιορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από την υποδομή. Αν υπάρχει κάποια τελευταία ανάλυση, θα υφίστανται και άλλες βαθμίδες προσδιορισμού. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Αλτουσέρ θεωρεί ότι το σχήμα αυτό (της τελευταίας ανάλυσης) παίζει ένα διττό ρόλο: «από τη μια μεριά, διαφοροποιεί ριζικά τον Μαρξ από κάθε μηχανιστική θέση, και από την άλλη εισάγει στον ντετερμινισμό ένα παιχνίδι διαφόρων βαθμίδων, που υποθέτει ότι η κοινωνία αποτελεί ένα διαφοροποιημένο όλο, σύνθετο και αρθρωμένο, έτσι ώστε η τελευταία (οικονομική) βαθμίδα να επικαθορίζει τα πραγματικά όρια όλων των άλλων βαθμίδων (της νομικο-πολιτικής και της ιδεολογικής), τη σχετική τους αυτονομία και τον τρόπο που αυτές αντεπιδρούν πάνω στην ίδια την οικονομική βάση» (Althusser 1976a: 153, [Θέσεις: 135-36].

Η δήλωση ότι η υποδομή είναι η καθοριστική δομή σε τελευταία ανάλυση ισοδυναμεί με διαφοροποίηση από όλες τις ιδεαλιστικές φιλοσοφίες της ιστορίας και υιοθέτηση μιας υλιστικής θέσης. Ωστόσο, όταν υποδεικνύουμε ότι πρόκειται μόνον για ένα προσδιορισμό σε τελευταία ανάλυση, διαφοροποιούμαστε και από κάθε μηχανιστικό ντετερμινισμό, υιοθετώντας μια διαλεκτική θέση.

Ο Αλτουσέρ δείχνει ότι η μαρξιστική διαλεκτική δεν έχει καμιά σχέση με τη χεγγελιανή διαλεκτική, δεδομένου ότι ο Μαρξ «υποβάλλει τη διαλεκτική στους πραγματικούς όρους άσκησής της, την προφυλάσσει από την ιδεαλιστική παράκρουση, της επιβάλλει την υποχρέωση να είναι υλιστική, να αναγνωρίζει δηλαδή ότι οι μορφές της προδιαγράφονται από την υλικότητα των συνθηκών τους» (Althusser 1976a: 154, [Θέσεις: 136].Όμως ο Μαρξ περιορίζεται μόνο στο να υποδείξει πού θα πρέπει να αρχίσουμε να στοχαζόμαστε σχετικά με την αιτιότητα της ίδιας της επιστήμης της ιστορίας. Το έργο του περιέχει θεωρητικές επεξεργασίες που ασχολούνται με τον νέο αυτό τύπο ντετερμινισμού. Πιστεύω ότι προκειμένου να εμβαθύνει κανείς σ’ αυτόν, θα πρέπει να μελετήσει τον χαρακτήρα των νόμων ως τάσεων που διέπουν τον κόσμο της καπιταλιστικής παραγωγής, και τον ρόλο που παίζει η πάλη των τάξεων στις τάσεις που αντιτίθενται σ’ αυτούς τους νόμους. Ας θυμηθούμε τις διατυπώσεις του σχετικά με το φθίνον ποσοστό κέρδους.

Επί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλοί διανοούμενοι, όπως και πολιτικοί ηγέτες, ξέχασαν την ιδιαιτερότητα του μαρξιστικού επικαθορισμού και διολίσθησαν προς μια εξελικτιστική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, που πλησιάζει περισσότερο προς τη μηχανιστική αιτιότητα των φυσικών επιστημών, παρά στον νέο τύπο αιτιότητας που ανέδειξε ο Μαρξ. Από εδώ πηγάζει η εξελικτιστική ερμηνεία της κρίσης του καπιταλιστικού κόσμου που εξαγγέλει την τελική κατάρρευση. Δεν αρνούμαστε ότι υπάρχουν κλασικά μαρξιστικά κείμενα που προσφέρονται σε μια τέτοια ερμηνεία. Ένα απ’ αυτά είναι η παρουσίαση του ιμπεριαλισμού από τον Λένιν ως τελικού σταδίου του καπιταλισμού (Lenin 1964).

Βλέπουμε λοιπόν τη σπουδαιότητα [της παρέμβασης] των διανοητών αυτών που επέμεναν στο ότι η δομική κρίση του καπιταλισμού δεν οδηγεί νομοτελειακά σε επανάσταση, αλλά είναι δυνατόν να έχει δύο εκβάσεις: μια μεταρρυθμιστική απάντηση στην κατεύθυνση αναδόμησης του συστήματος, ή μια επαναστατική απάντηση που να επιδιώκει την ανατροπή του παλαιού και την εγκαινίαση ενός νέου συστήματος.

5. O Μαρξισμός: όπου οι άνθρωποι ως υποκείμενα της ιστορίας εξαφανίζονται

Ας εξετάσουμε τώρα τη θέση που παρουσιάζει ο Αλτουσέρ για την ιστορία ως διαδικασία χωρίς υποκείμενο. Γράφει ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη: «Οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους, όμως δεν τη δημιουργούν όπως τους αρέσει. Δεν τη δημιουργούν υπό συνθήκες που επιλέγουν οι ίδιοι, αλλά υπό συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν» (Marx 1979: 103, [18η Μπρυμαίρ..: 15]. Αυτό ακριβώς θέλει να εκφράσει ο Αλτουσέρ με την αμφισβητούμενη θέση του σχετικά με τη «διαδικασία χωρίς υποκείμενο».

Για τον Αλτουσέρ, δεδομένου ότι οι μεμονωμένοι άνθρωποι ενεργούν μέσα και κάτω από τους καθορισμούς των μορφών ιστορικής ύπαρξης των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και αναπαραγωγής, δεν μπορούν να θεωρηθούν «ελεύθερα και καταστατικά υποκείμενα με τη φιλοσοφική έννοια των όρων». Και με αυτό το δεδομένο, οι άνθρωποι δεν μπορούν να θεωρηθούν, από φιλοσοφική άποψη, ως το Υποκείμενο της ιστορίας. Οι άνθρωποι είναι υποκείμενα μέσα στην ιστορία, και όχι της ιστορίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αποτελούν τις αποκλειστικές μηχανές της ιστορίας. Η ιστορία δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη θέλησή τους, αλλά καθώς αυτοί δρουν μέσα στην ιστορία, ανάλογα με τη δράση τους, αυτή είναι δυνατόν να κινηθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Σύμφωνα με τον Λένιν, δεν υπάρχει καμιά αντίφαση μεταξύ ιστορικής ανάγκης και σημασίας του ατόμου. Ούτε η ιδέα της ιστορικής ανάγκης υποσκάπτει τον ρόλο του ατόμου στην ιστορία, γιατί η ιστορία συντίθεται ακριβώς από ενέργειες ατόμων που είναι αναμφισβήτητες προσωπικότητες. «Το πραγματικό ερώτημα που ανακύπτει κατά την αξιολόγηση της κοινωνικής δραστηριότητας ενός ατόμου είναι: ποιες συνθήκες εξασφαλίζουν την επιτυχία των πράξεών του, ποια εγγύηση υπάρχει ότι οι πράξεις αυτές δεν θα μείνουν μια μεμονωμένη πράξη χαμένη σε μια τρικυμία αντίθετων ενεργειών» (Lenin 1960: 159).

O μαρξισμός δεν αποκλείει τους αγώνες. Αντίθετα, συμβάλει στο να βρεθεί ο τόπος εκείνος όπου ο αγώνας για το μετασχηματισμό του κόσμου είναι πιο αποτελεσματικός. «Αυτός όμως ο τόπος», σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, «δεν είναι ένα σημείο, και δεν είναι κάτι σταθερό, είναι ένα αρθρωμένο σύστημα θέσεων, που ελέγχεται από τον επικαθορισμό σε τελευταία ανάλυση» (1976a: 160, [Θέσεις: 142].Ο Αλτουσέρ θεωρεί ότι η αστική φιλοσοφία οικειοποιήθηκε την έννοια του υποκειμένου με σαφείς ιδεολογικούς στόχους, προκειμένου να τη μετασχηματίσει στην κυριότερη φιλοσοφική της κατηγορία. Να διατυπώσει το ερώτημα του υποκειμένου της γνώσης, του υποκειμένου της ηθικής και του υποκειμένου της ιστορίας. Ο Μαρξ, αντίθετα, δεν αντιλαμβάνεται την πραγματική ιστορία ως κάτι που επιδέχεται αναγωγή σε μια Αρχή, μια Ουσία, ή μια Αιτία, που θα ήταν το ταυτοποιήσιμο και υπεύθυνο Υποκείμενό της, το ικανό επομένως να έχει την ευθύνη του οτιδήποτε συμβαίνει στην ιστορία. Όταν ο Αλτουσέρ προτείνει τη ριζοσπαστική θέση της «διαδικασίας χωρίς Υποκείμενο», προσπαθεί να χαράξει μια «“διαχωριστική γραμμή” (Λένιν) μεταξύ των διαλεκτικο-υλιστικών θέσεων και των αστικών ή μικροαστικών ιδεαλιστικών θέσεων» (Althusser 1976e: 98). «Επομένως η ιστορία,» δηλώνει ο Αλτουσέρ, «δεν έχει Υποκείμενο με τη φιλοσοφική έννοια του όρου, αλλά κινητήρια δύναμη: την ίδια την πάλη των τάξεων» (Althusser 1976e: 99). Αυτός που φτιάχνει την ιστορία δεν είναι το άτομο ή το ανθρώπινο είδος εν γένει, αλλά μάλλον οι μάζες, δηλαδή οι κοινωνικές μορφές που δεσμεύονται στην πάλη των τάξεων. Όταν δεν γίνεται κατανοητό το πραγματικό νόημα της μαρξιστικής θεωρίας σε σχέση με την ιστορία και τον ρόλο που παίζει σ’ αυτή η πάλη των τάξεων, είναι δυνατόν να συμβούν δύο σφάλματα με σοβαρές συνέπειες για το επαναστατικό κίνημα: ο οικονομισμός και ο αυθορμητισμός, που υποστηρίζουν, αντίστοιχα, την υπαγωγή των ιστορικών νόμων στην οικονομική ανάπτυξη, ο πρώτος, και στον βολονταρισμό, ο δεύτερος. Και στις δύο περιπτώσεις αγνοούνται τις ελάχιστες αντικειμενικές συνθήκες που είναι αναγκαίες για να τεθεί σε κίνηση μια νικηφόρα επαναστατική δράση.
6. Θεωρητικός και πρακτικός ανθρωπισμός

Τελικά, ο Αλτουσέρ δεν μπορεί να αρνηθεί, όπως ισχυρίζονται κάποιοι από τους επικριτές του, ότι στο επίκεντρο του έργου του Μαρξ, τόσο πριν, όσο και μετά την τομή, θα συναντήσουμε όντως μια ενασχόληση με τον άνθρωπο. Αυτό που αναδεικνύει, ωστόσο, είναι ότι στα έργα του νεαρού Μαρξ η ενασχόληση αυτή συνεπάγεται ένα εγχείρημα κατανόησης των προβλημάτων του ανθρώπου μέσω της χρήσης ανθρωπιστικών κατηγοριών. Στα έργα της ωριμότητάς του, οι κατηγορίες αυτές εξαφανίζονται και τη θέση τους καταλαμβάνουν νέες, ριζικά διαφορετικές από τις προηγούμενες.

Αυτό που αμφισβητεί ο Αλτουσέρ είναι η θεωρητική αξία της έννοιας, και όχι η πραγματικότητα που αυτή υποδηλώνει, ούτε επομένως η ανάγκη της ύπαρξης ανθρωπιστικών ιδεολογιών, δεδομένου ότι αυτές μπορούν να έχουν μια σημαντική πρακτική ιδεολογική λειτουργία.Κατ’ αυτόν, είναι σαφές ότι ο ιστορικός παραλογισμός και το έλλειμμα ανθρωπισμού που βάρυναν αποφασιστικά στο παρελθόν της ΕΣΣΔ –η καταπίεση, ο (προφανής στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ) δογματισμός– αποτελούν ακριβώς και την εξήγηση της χιονοστιβάδας των προβληματισμών σχετικά με τον ανθρωπισμό τόσο στις σοσιαλιστικές χώρες, όσο και μεταξύ των μαρξιστών διανοουμένων εκείνης της εποχής (Αλτουσέρ, 1970: 237) [Θέσεις, 237-8]. Ο Αλτουσέρ δεν αρνείται τη σημασία των καταγγελιών που περιέχονται σ’ αυτού του είδους τον θεωρητικό λόγο, και τους αποδίδει μια πρακτική σημασία. Θέτουν το δάκτυλο στην πληγή, όμως δεν την επουλώνουν.

Ο όρος ανθρωπισμός είναι χρήσιμος γιατί σκιαγραφεί την πραγματικότητα και εντοπίζει μία σειρά από σφάλματα που διαπράχτηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες, επιμένουμε όμως ότι δεν μας προσφέρει τα μέσα να τα ερμηνεύσουμε. Έχουμε την ευκαιρία να αναγνωρίσουμε τα σφάλματα, όχι όμως και τις αιτίες τους, και, επομένως, δεν είμαστε σε θέση να τα διορθώσουμε. Δεν υπάρχει ιστορική θεραπεία για τα σφάλματα που διαπράχτηκαν, αν σταματήσουμε στα συμπτώματα της ασθένειας και δεν προχωρήσουμε στις αιτίες.
Προκειμένου να επιλύσουμε τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν εν τη απουσία πρακτικού ανθρωπισμού στις σοσιαλιστικές χώρες, δεν αρκεί να μιλάμε για την ανθρώπινη οντότητα. Είναι αναγκαίο να αναζητήσουμε αυτό που καθορίζει το φαινόμενο αναίρεσης του ανθρωπισμού σ’ ένα σοσιαλιστικό σύστημα, ο τελικός στόχος του οποίου, όπως παρουσιάστηκε από τον Μαρξ, ήταν η πλήρης ανάπτυξη των ατόμων, με σεβασμό των διαφορών τους –δηλαδή της ατομικότητάς τους.

Είναι ευνόητο ότι κάθε είδους κολεκτιβισμός που ακυρώνει την ατομικότητα –δηλαδή τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν κάθε μέλος της κοινωνίας– αποτελεί μια κραυγαλέα παραμόρφωση του μαρξισμού. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο Μαρξ ασκούσε κριτική στους αστικούς νόμους που διεκδικούσαν τεχνητά την επίτευξη της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, αντί να αναγνωρίσουν τις μεταξύ τους διαφορές. Θεωρούσε επομένως ότι μια πραγματικά δίκαιη κατανομή θα όφειλε να λαμβάνει υπ’ όψη της τις διαφοροποιημένες ανάγκες. Εξ ου και η ρήση του: «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».

Ο Αλτουσέρ ασκεί κριτική στην προσφυγή στην ανθρωπιστική ιδεολογία, όχι επειδή δεν συμμερίζεται τη σημασία των βαθύτερων αναζητήσεων του ανθρωπισμού, αλλά μάλλον γιατί πρόκειται για προσφυγή στην ιδεολογία αντί της θεωρίας, η οποία μας στερεί τα θεωρητικά εργαλεία για μια αυθεντική επίλυση των προβλημάτων μας.
«Θα ήταν λάθος», δηλώνει ο Αλτουσέρ, «να επεξεργαστούμε μια θεωρία της ατομικότητας που αγνοεί τα αποτελέσματα που έχει η κοινωνική δομή πάνω στο άτομο». Έτσι λοιπόν, απορρίπτει το αναγωγιστικό επιχείρημα κατά το οποίο, ό,τι συνέβη στην ΕΣΣΔ και στις σοσιαλιστικές χώρες γενικά, οφείλεται στην προσωπολατρία.

Είναι ανάγκη να συνθέσουμε μια θεωρία «σχετικά με τις μορφές ύπαρξης της ατομικότητας, αρχίζοντας με τις υπαρκτές δομές των υπαρκτών τρόπων παραγωγής: είναι ο μοναδικός τρόπος ενασχόλησης με όλα όσα αφορούν τα αποτελέσματα που έχουν πάνω στην ατομικότητα οι υπαρκτές δομές. Είναι απαραίτητο να αντιστρέψουμε την ερώτηση και έτσι, η πλειοψηφία των λογικών προβλημάτων θα βρουν τη λύση τους όταν κατανοηθούν ως συνάρτηση των κοινωνικών δομών. Η ιστορική θεραπεία των δομικών αποτελεσμάτων πάνω στο άτομο θα προκύψει με όρους μετασχηματισμού ή δημιουργίας των δομών εκείνων που απαιτούνται για την επίλυση των προβλημάτων: των δομών της οικονομικής, της πολιτικής, της πολιτιστικής και της ατομικής ύπαρξης, κ.λπ.» Τελικά, αποσαφηνίζει ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να άπτεται μόνο των ζητημάτων που ανήκουν στη σφαίρα της, και όχι σε άλλες. «Για τα ζητήματα που παραμένουν άλυτα, θα χρειαστεί να αναζητήσουμε απαντήσεις στην ψυχανάλυση και σε σχέση με αυτό που θα πρέπει να συγκροτήσουμε κάποτε: μια θεωρία των ιδεολογικών πρακτικών, όπως η τέχνη, η θρησκεία, κ.λπ.» (Αλτουσέρ, 1968).Έχουν περάσει τριάντα δύο χρόνια (το από τη δημοσίευση των αρχικών αυτών έργων του Γάλλου φιλοσόφου που προκάλεσαν τόσο πολλές κριτικές. Και τι συνέβη με τη θεωρητική παραγωγή των μαρξιστών διανοουμένων; Ποια είναι το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο μπορούμε να στηριχτούμε προκειμένου να αναλύσουμε την κρίση και την πτώση του σοσιαλισμού; Ποια σοβαρή ανάλυση διαθέτουμε τώρα για τη σημερινή μορφή που έχουν προσλάβει τα καπιταλιστικά μέσα παραγωγής; Ποια προτάγματα μας προσφέρουν μια εναλλακτική λύση απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό του πρώτου και του τρίτου κόσμου; Τι μπορούμε να κάνουμε ούτως ώστε ο «δημοκρατικός» σοσιαλισμός (που δεν είναι τίποτα άλλο από τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» των σοβιετικών) να καταστεί ένα συγκεκριμένο εναλλακτικό πρόγραμμα και όχι απλές γενικότητες –όσο ευγενικές και αν είναι οι προθέσεις τους– όπως ο «σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».Εν κατακλείδι, θα ήθελα να κάνω μια πρόταση: να καταρτίσει η Κούβα την ατζέντα των κυριότερων προς επεξεργασία θεμάτων που θα επικαιροποιήσουν την επιστήμη της ιστορίας, όπως την θεμελίωσε ο Μαρξ, και μ’ αυτό τον τρόπο θα προετοιμάσουν ιδεολογικά το λαό μας να αγωνιστεί για ένα καλύτερο κόσμο, όπου οι άνθρωποι δεν θα εκμεταλλεύονται ο ένας τον άλλο, αλλά θα είναι αδελφωμένοι.

Μάρτα Χάρνεκερ
 
Βιβλιογραφία
Έργα του Αλτουσέρ

Althusser, Louis. 1968. «Letter to Michel Simon, 14 May 1965». Σε Polemica sobre marxismo y humanismo, 197-98. Βλ. Harnecker 1968.

------. 1970. For Marx. New York: Vintage Books. [Ελλ. Έκδοση: Για τον Μαρξ, Γράμματα, Αθήνα, 1978]

------. 1976a. «Soutenance d΄Amiens». [La Pensee, October 1975.] Επανεκδόθηκε στο Positions, Paris: Editions Sociales. [Ελλ. Έκδοση: «Υποστήριξη της Αμιένης», στη συλλογή Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις, Αθήνα, Θεμέλιο, 1977]

------. 1976b. «Reply to John Lewis». Σε Essays in self-criticism, σ. 35-77. London: New Left Books. [Ελλ. Έκδοση: Απάντηση στον Τζον Λιούις, Αθήνα, Θεμέλιο, 1977].

------. 1976c. «Note on “The critique of the personality cult”». Σε Essays in self-criticism, 78-93. London: New Left Books. [Ελλ. Έκδοση: «Σημείωση σχετικά με την “Κριτική της προσωπολατρίας”», στο Απάντηση στον Τζον Λιούις, ό.π., σελ. 103-120]

------. 1976d. «On the evolution of the young Marx». Σε Essays in self-criticism, 151-61. London: New Left Books. [Ελλ. Έκδοση: Στοιχεία Αυτοκριτικής, Αθήνα, Πολύτυπο, 1983]

------. 1976e. «Remark on the category: “Process without a subject or goal(s)”». Σε Essays in self-criticism, 94-99. London: New Left Books. [Ελλ. Έκδοση: Απάντηση στον Τζον Λιούις, ό.π., σελ. 97-102]

Έργα άλλων συγγραφέων

Deutscher, Isaac. 1976. La revolucion inconclusa. Mexico City: Ediciones ERA.

Harnecker, Marta, transl. 1968. Polemica sobre marxismo y humanismo. Mexico City: Siglo Vientiuno Editores.

Lenin, Vladimir I. 1960. What the "Friends of the People" are and how they fight the social-democrats. Σε V. I. Lenin: Collected works, vol. 1: 187-304. Moscow: Progress Publishers. [Ελλ. Έκδοση: Β.Ι. Λένιν: Ποιοι είναι οι «φίλοι του λαού» και πώς πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες, Αθήνα, Θεμέλιο, 1974]

------. 1964. Imperialism: The highest stage of capitalism. Σε V. I. Lenin: Collected works, vol. 22: 187-304. Moscow: Progress Publishers. [Ελλ. Έκδοση: Β. Ι. Λένιν: Ιμπεριαλισμός, Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Αθήνα, Θεμέλιο, 1975].

Marx, Karl. 1979. «The eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte». Σε Karl Marx, Frederick Engels: Collected works, vol. 11: 99-197, New York: International Publishers. [Ελλ. Έκδοση: Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Αθήνα, Θεμέλιο, 1975]

[1] Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο «Vigencia del marxismo clasico en el centenario de la muerte de Federico Engels», Αβάνα, 19 Σεπτεμβρίου 1995. Δημοσιεύτηκε στο Nature, Society and Thought, vol. 17, no 3, σελ. 325-365. Οι εντός [] σημειώσεις παραπέμπουν στις σελίδες των ελληνικών εκδόσεων. Η Marta Harnecker (ιστοσελίδα: www.rebelion.org/harnecker.htm), που έγινε γνωστή στο ελληνικό κοινό από το βιβλίο της Βασικές έννοιες του Ιστορικού Υλισμού (εκδ. Παπαζήση, Αθήνα χ.χ.έ.), γεννήθηκε στη Χιλή και σπούδασε στο Παρίσι. Σήμερα διευθύνει στην Αβάνα της Κούβας το ερευνητικό ίδρυμα ME.P.L.A. (Memoria Popular Latinoamericana). Διετέλεσε επίσης σύμβουλος του Προέδρου Chavez της Βενεζουέλας.

[2] Στο σημείο αυτό, ο Αλτουσέρ διορθώνει τα πρώτα του κείμενα, θεωρώντας ότι η φιλοσοφική επανάσταση προσδιορίζει την επιστημολογική «τομή». Έτσι λοιπόν, όταν ο Μαρξ ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με την προηγούμενη φιλοσοφία του το 1845, «εγκατέλειψε οριστικά τις φιλελεύθερες αστικές και επαναστατικές μικροαστικές θέσεις, για να υιοθετήσει …νέες επαναστατικές-προλεταριακές θέσεις στη θεωρία». Ακριβώς γι’ αυτό, «κατάφερε να θέσει τις βάσεις της επιστημονικής του θεωρίας για την ιστορία και την πάλη των τάξεων». (1976b: 69-70, [Απάντηση στον Τζον Λιούις: 88].

[3] Τα κυριότερα έργα του Αλτουσέρ για το ζήτημα αυτό είναι: πρώτον, το «Μαρξισμός και ανθρωπισμός», άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1964 στα Cahiers de l’ INSEA, και στη συνέχεια συμπεριελήφθη στη συλλογή άρθρων που απετέλεσαν το έργο Pour Marx (1970). Δεύτερον, τα δοκίμια που γράφτηκαν στο διάστημα Μάιος 1965 - Ιούνιος 1967 ως απάντηση στην πολεμική που ήρθε στο φως μέσα από τις σελίδες της επιθεώρησης του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος La Nouvelle Critique, και τα οποία περιλήφθηκαν στο έργο Polemica sobre marxismo y humanismo (Harnecker 1968), και τρίτον, στα δοκίμια που δημοσιεύτηκαν στα ισπανικά ως Para una critica de la practica teorica (respuesta a John Lewis) και στα αγγλικά ως Essays in self-criticism (London: New Left Books, 1976). Το τελευταίο αυτό βιβλίο περιλαμβάνει τις εξής εργασίες:

a. «Reply to John Lewis» (1976b) (Ιούνιος 1972),

b. «Remark on the Category: “Process without a Subject or Goal(s)” » (1976e) (Μάιος 1973),

c. «Note on “The Critique of the Personality Cult”» (1976c) (Μάιος 1972),

d. «On the Evolution of the Young Marx» (1976d), άρθρο που γράφτηκε τον Ιούνιο του 1970 και δημοσιεύτηκε αρχικά ως Elements d΄Autocritique (Paris: Librairie Hachette, 1974).

Μια άλλη εργασία με το ίδιο θέμα είναι η «Soutenance d΄Amiens» (1976a) (Ιούνιος 1975).