Δημοσιεύτηκε στις 16 Νοεμβρίου 2014.
Συμπληρώνονται σήμερα 34 χρόνια από τη μέρα που η απόπειρα πραγματοποίησης της πορείας προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία κατά τον εορτασμό της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου αντιμετωπίστηκε με την αστυνομική βία, με αποκορύφωμα τη δολοφονία από τα ανθρωποειδή των ΜΑΤ δύο νέων ανθρώπων: του κύπριου φοιτητή Ιάκωβου Κουμή και της εργάτριας Σταματίνας Κανελλοπούλου.
Καθώς η χώρα βάδιζε προς εκλογές (που έγιναν τελικά τον Οκτώβριο 1981), οι κύριες πολιτικές δυνάμεις είχαν συναινέσει στη διατήρηση «ήπιου πολιτικού κλίματος», κατά την έκφραση που χρησιμοποιούνταν τότε. Ταυτόχρονα, στους χειρισμούς της κυβέρνησης Γεωργίου Ράλλη (ο οποίος διαδέχτηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, μετά την εκλογή του ως Προέδρου της Δημοκρατίας, στη θέση του προέδρου της Ν.Δ. και του πρωθυπουργού) βάραινε η επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, από το οποίο είχε αποχωρήσει το 1974, εξαιτίας της νατοϊκής ανοχής προς την Τουρκία κατά την επέκταση της κατοχής κυπριακών εδαφών με τον «Αττίλα 2″. Με την απαγόρευση της πορείας προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία η κυβέρνηση έστελνε το μήνυμα του φιλοαμερικανικού προσανατολισμού της.
Η κυβερνητική απαγόρευση προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης. Εντούτοις, η πλειοψηφία του Κ.Σ. της ΕΦΕΕ, αποτελούμενη από την ΠΑΣΠ (ΠΑΣΟΚ) και Πανσπουδαστική (ΚΚΕ), που ήταν υπεύθυνη για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου, αποφάσισε τη συμμόρφωση με την απαγόρευση, ορίζοντας ως σημείο λήξης της πορείας την πλατεία Συντάγματος. Στην απόφαση αυτή αντιτάχθηκαν οι δυνάμεις του Ρήγα Φεραίου (ΚΚΕ εσ.), που όμως δεν κάλεσε σε πορεία προς την Πρεσβεία, καθώς και η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (Β΄ Πανελλαδική), η ΠΠΣΠ (του ΚΚΕ μ-λ) και η ΑΑΣΠΕ (του ΕΚΚΕ), οι οποίες, μαζί με το σύνολο των άλλων δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αποφάσισαν να πραγματοποιηθεί η πορεία και να σπάσει η κυβερνητική απαγόρευση.
Την Κυριακή 16 Νοεμβρίου, περισσότεροι από 10.000 διαδηλωτές συγκρότησαν το μπλοκ που θα επιχειρούσε να σπάσει την απαγόρευση. Έτσι, ενώ οι νομιμόφρονες δυνάμεις των ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ έφτασαν μέχρι την πλατεία Συντάγματος και διαλύθηκαν, το μπλοκ αυτό προχώρησε και βρέθηκε αντιμέτωπο με τα ΜΑΤ στην αρχή της οδού Βασιλίσσης Σοφίας. Η απόπειρά του να προχωρήσει απαντήθηκε με εκτόξευση πλήθους δακρυγόνων και με άγριο ξυλοδαρμό των διαδηλωτών, που υποχώρησαν, συνεχίζοντας τις μάχες με τις αφηνιασμένες δυνάμεις καταστολής. Μεταξύ των θυμάτων της αστυνομικής επίθεσης ήταν και δεκάδες μέλη του ΚΚΕ εσ., που είχαν παραμένει στο Σύνταγμα μετά την αποχώρηση ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ.
Αποκορύφωμα της αστυνομικής εγκληματικής βίας ήταν η δολοφονία με ξυλοδαρμό του Ιάκωβου Κουμή και της Σταματίνας Κανελλοπούλου. Δολοφονήθηκαν και οι δυο στον βωμό της φιλίας της Ελλάδας με τους Αμερικάνους.
Ενώ οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν όλη τη νύχτα, μεγάλη απογοήτευση για όσους έδωσαν τη μάχη κατά της κυβερνητικής απαγόρευσης αποτέλεσαν οι ανακοινώσεις καταδίκης της «προβοκάτσιας» (όπως χαρακτηρίστηκε η απόπειρα της συνέχισης της πορείας προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία) από τον Ανδρέα Παπανδρέου και από το ΚΚΕ.
Ένα χρόνο αργότερα το ΠΑΣΟΚ ήταν κυβέρνηση. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι θα διερευνηθεί η υπόθεση της δολοφονίας των δύο νέων, καμιά ενέργεια δεν έγινε, κανένας δολοφόνος δεν αποκαλύφθηκε. Όλοι τους παρέμειναν στο δολοφονικό σώμα και αργότερα συνταξιοδοτήθηκαν από το ελληνικό δημόσιο…