"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Καζαντζάκης – Ιστράτι – Γληνός: Η δίωξη του 1928

2014-12-01 10:54

Δημοσιεύτηκε στο Βαθύ Κόκκινο στις 26 Οκτωβρίου 2014.

Ο μεγάλος έλληνας λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης πέθανε σαν σήμερα, στις 26 Οκτωβρίου 1957, σε ηλικία 74 ετών. Οι φιλοσοφικές του ανησυχίες και η ευαισθησία του απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα τον προσανατόλισαν, μέσα από έντονες αντιφάσεις, προς την Αριστερά, αν και μόνο για μια τριετία (στα 1944-47) συμμετείχε ενεργά στην πολιτική δράση ως πρόεδρος της μικρής κίνησης Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση και κατόπιν ως μέλος της Κ.Ε. του Σοσιαλιστικού Κόμματος – Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας.

Τον Οκτώβριο 1927 ο Καζαντζάκης είχε επισκεφτεί τη Σοβιετική Ρωσία, προσκεκλημένος από την κυβέρνηση για να παρακολουθήσει τους εορτασμούς για τα δέκα χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Εκεί γνωρίστηκε με τον ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι, ο πατέρας του οποίου ήταν Κεφαλονίτης, και τις 11 Ιανουαρίου 1928 συμμετείχαν και οι δύο ως ομιλητές σε εκδήλωση για τη Ρωσική Επανάσταση που οργάνωσε ο Δημήτρης Γληνός, εκ μέρους του Εκπαιδευτικού Ομίλου, με τη στήριξη του ΚΚΕ, στο θέατρο «Αλάμπρα» στην Αθήνα.

Μιλώντας στην εκδήλωση, ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε στην εμπειρία του από το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ, έχοντας εντυπωσιαστεί από όσα εξελίσσονταν στη μεγάλη χώρα, μεταφέροντας και την ανησυχία  των ίδιων των σοβιετικών κομμουνιστών για το άμεσο μέλλον του επαναστατικού καθεστώτος: «Δύο είναι οι μεγάλοι κίντυνοι που απειλούν τη Σοβιετική Ρωσία», είπε. «Ο ένας είναι εσωτερικός: οι νέες αστικές τάξεις που σχηματίζονται κάτω από την προστασία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (του προγράμματος οικονομικής ανόρθωσης που εφάρμοσε ο Λένιν από το 1921 και επέτρεπε την ύπαρξη μικρής και μεσαίας ατομικής ιδιοκτησίας). Κουλάκοι, Νέπμαν, γραφειοκράτες. Ο άλλος κίντυνος είναι εξωτερικός: ο παγκόσμιος πόλεμος».

Μετά την εκδήλωση ακολούθησε πορεία στους δρόμους της Αθήνας που θορύβησε τις αρχές και διαλύθηκε βίαια από την αστυνομία. Μια βδομάδα αργότερα ο Καζαντζάκης, ο Ιστράτι και ο Γληνός κλήθηκαν σε απολογία.

Εκτός από την κατηγορία για τα γεγονότα της 11ης Ιανουαρίου, Καζαντζάκης και Ιστράτι κατηγορήθηκαν ότι υποκίνησαν μια εξέγερση των ασθενών του σανατορίου “Σωτηρία”, το οποίο επισκέφτηκαν μια μέρα πριν από κινητοποίηση των ασθενών. Μαζί τους κατηγορήθηκε και ο γιατρός – τμηματάρχης του Υπουργείου Υγείας Κωνσταντίνος Χαριτάκης.

Στον ανακριτή, ο Καζαντζάκης αρνήθηκε να απολογηθεί και κατέθεσε γραπτό υπόμνημα. Το ίδιο είχε κάνει και τρία ακριβώς χρόνια νωρίτερα, μετά τη σύλληψή του, στις 13 Φεβρουαρίου 1925, ως κομμουνιστή και υποκινητή ταραχών στο Ηράκλειο όταν απολογήθηκε με το περίφημο κείμενο “Ομολογία πίστεως”.

Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή τη φορά ο μεγάλος Κρητικός στοχαστής δηλώνει – για πρώτη και μοναδική ίσως φορά- ότι είναι ορθόδοξος μαρξιστής, οπαδός της θεωρίας του Μάρξ περί της πάλης των τάξεων και έτοιμος να ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα! Κάτι τέτοιο φυσικά δεν συνέβη, τελικά, ποτέ. Κάπου εκεί έληξε η φιλοκομμουνιστική περίοδός του. Το απολογητικό υπόμνημα υπέγραφε μαζί με τον Ιστράτι, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος απολογήθηκε και προφορικά.

Είμαστε ορθόδοξοι μαρξιστές, έγραφαν οι δύο συγγραφείς, αλλά δυστυχώς δεν ανήκουμε ακόμη στο Κ.Κ. Και διακήρυτταν ότι ήταν διανοούμενοι επαναστάτες, ανθρωπιστές, κήρυκες και εργάτες για τη δημιουργία ενός καλύτερου αύριο το οποίο θα διασφάλιζε στον άνθρωπο μια πραγματική κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Και χαρακτήριζαν το πείραμα στη Σοβιετική Ρωσία ως μια ανθρωπιστική αναγέννηση, χαραυγή ενός δικαιότερου αύριο.

Στην κατηγορία ότι στοχεύουν στην ανατροπή του αστικού καθεστώτος, Καζαντζάκης και Ιστράτι απαντούσαν, με το υπόμνημα, “ναι, είμαστε ανατροπείς, όπως μας κατηγρούν. Για να ανατρέψουμε την τυραννία και την εκμετάλλευση των αδυνάτων από τις ισχυρούς. Δεν υπάρχει καμιά επανάσταση που να μην είχε βάση την αθλιότητα και τη δυστυχία. Πιστεύουμε στον αγώνα της εργατικής τάξης, η νίκη της οποίας θα έχει αποτέλεσμα την επικράτηση μιας νέας ηθικής και πνευματικής τάξης, όμοια της οποίας δεν αναφέρει έως τώρα η ιστορία”.

Ο Καζαντζάκης, ο Ιστράτι και ο Γληνός παραπέμφθηκαν σε δίκη, με την κατηγορία ότι σκόπευαν σε πρόκληση ταραχών, υπονόμευση και ανατροπή του καθεστώτος. Η δίκη έγινε την 1η Ιουνίου 1928, αλλά ως μοναδικός κατηγορούμενος εμφανίστηκε ο Γληνός, αφού στο μεταξύ ο Ιστράτι είχε απελαθεί, ενώ ο Καζαντζάκης βρισκόταν στο εξωτερικό. Ο Γληνός αθωώθηκε, όπως και ο δικαζόμενος ερήμην Καζαντζάκης, ενώ ως μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε και ο πρώην πρωθυπουργός  Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ηγέτης του κόμματος της Δημοκρατικής Ένωσης.

 

Το υπόμνημα των Καζαντζάκη και Ιστράτι προς τον ανακριτή:

H εναντίον μας διατυπωμένη κατηγορία, την οποίαν αποκρούομεν ως όλως αβάσιμον και αστήρικτον δια τους κατωτέρω αναφερομένους λόγους, μας παρέχει την ευκαιρίαν ίνα ενώπιον της δικαστικής εξουσίας προβώμεν εις την κάτωθι δήλωσιν που επέχει και θέσιν απολογία μας.

Ο Γουλιέλμος Λίμπνεχτ, αγορεύων κατ’ Οκτώβριον του 1878 ενώπιον του Ράιχσταγ και κατακρίνων τας διατάξεις του υπό ψήφισιν νομοσχεδίου, δια την δίωξιν των σοσιαλιστών, είπε μεταξύ άλλων και τα εξής αξιομνημόνευτα, αποτεινόμενος προς τον Μπίσμαρκ και τα κόμματα της δεξιάς εξ ονόματος των σοσιαλδημοκρατών.

“… Τούτο θέλομεν να σας είπωμεν προτου αναλάβατε τον εναντίον μας αγώνα. Κτυπάτε μας όσο μπορείτε περισσότερον. Ομως μη μας συκοφαντήτε…”.

Την ανωτέρω δήλωσιν έχομεν να κάμωμεν και ημείς σήμερον προς τους κατηγόρους μας. Το να μας καταδιώξετε δια τας αρχάς, τας οποίας εκπροσωπούμεν, είνε δικαίωμα και καθήκον υμών επιτακτικόν. Το να μας αποδίδετε όμως ιδιότητας μισθάνων οργάνων της Γης Διεθνούς τούτο αποτελεί καθαράν συκοφαντίαν την οποίαν αποκρούομεν μετ’ αγανακτήσεως. Οι κατήγοροί μας, θα ήσαν συνεπέστεροι προς εαυτούς εάν, αφήνοντες κατά μέρος τας αορίστους κατηγορίας περί χρηματισμού μας εκ Μόσχας κατέθετον εις την ανάκρισιν τα αποδεικτικά στοιχεία της κατηγορίας.

Τοιαύτα όμως στοιχεία δεν κατέχουσι, διότι ουδεμία μεταξύ ημών και της Μόσχας υπάρχει σχέσις πλην της πνευματικής τοιαύτης. Θεωρούμεν μάλιστα αναγκαίον να κάμωμεν ταύτην την διασάφησιν.

Οτι μολονότι είμεθα ορθόδοξοι Μαρξισταί, και πιστεύομεν απόλυτα εις την Μαρξιστικήν αρχήν της πάλης των τάξεων, δεν ανήκομεν εν τούτοις δυστυχώς εισέτι εις το επίσημον Κομμουνιστικόν Κόμμα. Είμεθα απλώς διανοούμενοι επαναστάται, ανθρωπισταί κήρυκες και εργάται δια την δημιουργίαν μιας καλλιτέρας αύριον που θα εξασφαλίση εις τον άνθρωπον μίαν πραγματικήν κοινωνικήν δικαιοσύνην και ισότητα.

Σκοπός της διαλέξεώς μας ήτο να διαφωτίσωμεν επιστημονικά επί τη βάσει εντοκουμέντων και αριθμών τον ελληνικόν λαόν και τον διανοούμενον κόσμον δια την συντελουμένην εις την Ρωσσίαν ανθρωπιστικήν αναγέννησιν που κατά την γνώμη μας αποτελεί την χαραυγή μιας δικαιοτέρας αύριον. Γι’ αυτό ακριβώς και την εις το θέατρον “Αλάμπρα” διάλεξίν μας την διέκρινε πλήρης αντικειμενικότις και επιστημονική εξέτασις των κοινωνικών φαινομένων. Δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον εκπληττόμεθα ακόυοντες σήμερον ότι κατηγορούμεθα δι’ εξύβρισν της αρχής και διατάραξιν της κοινής ησυχίας.

Αλλά ποίον μέρος της αγορεύσεώς μας και ποίαι φράσεις μας αποτελούν το αδίκημα της εξυβρίσεως; Πιθανόν να υπήρξαμεν ίσως αρκετά καυστικοί εις τας εκφράσεις μας και δριμείς κατήγοροι της κρατούσης κοινωνικής τάξεως. Αλλά τούτο το επράξαμεν όχι με την δολίαν πρόθεσιν της εξυβρίσεως – στοιχείον απαραίτητον κατά τον νόμον προς τελεσιουργίαν του αδικήματος – αλλά με την πεποίθησιν της επιστημονικής ερεύνης προς σκοπόν βελτιώσεως του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος, αφού πιστεύομεν ότι οι νόμοι και τα πολιτικά και κοινωνικά καθεστώτα υπόκεινται εις την αναπόδραστον φοράν της προόδου και της εξελίξεως της ανθρωπότητος της οποίας είνε προϊόντα. Δια τους αυτούς λόγους αποκρούομεν επίσης και την κατηγορίαν επί διαταράξει της ησυχίας των πολιτών.

Οι κατήγοροί μας μας χαρακτηρίζουν ως ανατροπείς. Ναι. Τον χαρακτηρισμόν αυτόν δεν τον αποκρούομεν.

Και δεν τον αρνούμεθα, διότι πράγματι θέλομεν να ανατρέψωμεν την τάξιν την κοινωνικήν την κρατούσαν που κατά τας πεποιθήσεις μας δεν είνε τίποτε άλλο παρά η τυραννία και η εκμετάλλευσις των αδυνάτων από τους ισχυρούς. Εάν αγωνιζώμεθα, τούτο το πράττομεν διότι εις την πάλην μας οδηγεί το συναίσθημα και η βαθυτέρα επίγνωσις της αδικίας και της ανισότητος που κυριαρχεί σήμερα. Η ιστορία δεν αναφέρει καμμίαν επανάστασιν, κανένα αγώνα, ουδεμίαν εξέγερσιν που ναμην είχε αφορμήν την κοινωνικήν δυστυχίαν και αθλιότητα. Ας ερωτηθούν οι ιατροί εάν εσημειώθησαν ποτέ επιδημικά νοσήματα εις υγιείς κοινωνίας. Ας ερωτηθούν οι δικασταί που έγκειται η πηγή του εγκλήματος. Αι κοινωνικαί και πολιτικαί ιδέαι ούσαι προϊόντα ωρισμένων οικονομικών καταστάσεων δεν είνε δυνατόν να καταπολεμηθούν δια διώξεων, φυλακίσεων, απελάσεων. Τα μέτρα αυτά αποδείχθησαν παντού και πάντοτε ανίσχυρα να θέσουν φραγμόν εις την ανθρωπίνην εξέλιξιν. Μόνον η γνώσις των ελαττωμάτων και των ελλείψεων που παρουσιάζει σήμερον η κοινωνία μπορεί να αποτρέψη την επερχομένην μοιραία και αναγκαία ανατροπήν. Το να διακηρύττη κανείς ότι ο κεφαλαιοκρατισμός που αποτέλεσεν άλλοτε στοιχείον προόδου και εξελίξεως αποτελεί σήμερον ογκόλιθον και εμπόδιον εις την ανθρωπίνην πρόοδον και ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί των μέσων της παραγ ωγής είνε ως ο Μπαμπέρ υποστηρίζει, το μεγαλείτερον αδίκημα προς την ανθρωπίνην φύσιν είνε αλήθειαι των οποίων η διακήρυξης και η γνώσις δεν είνε δυνατόν να είνε κολάσιμοι. Διότι μόνο ν το γιγνώσκειν αποτελεί δύναμιν και διότι η δύναμις είνε το ιδιαίτερον γνώρισμα των ανθρώπων που ως προορισμόν των έχουν να λέγουν πάντοτε την αλήθειαν.

Αυτοί είνε εν συντομία οι λόγοι, κ. ανακριτά, δια τους οποίους πιστεύομεν απολύτως εις τον αγώνα της εργατικής τάξεως, η νίκη της οποίας θα έχη ως αποτέλεσμα την επικράτησιν μιας νέας ηθικής και πνευματικής τάξεως ομοίαν της οποίας δεν αναφέρει έως τώρα η ιστορία.