Η σοσιαλδημοκρατία αντιμέτωπη με τον φασισμό. Του Γιώργου Αλεξάτου
Είναι πολύ σύνηθες, κάθε που γίνεται αναφορά στα ζητήματα που έθεσε μπροστά στο εργατικό κίνημα η εμφάνιση του φασιστικού φαινομένου και η άνοδος στην εξουσία των φασιστών σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες κατά τη μεσοπολεμική περίοδο, η συζήτηση να περιορίζεται ή έστω να επικεντρώνεται στην πολιτική που ακολούθησε η Κομμουνιστική Διεθνής (Κ.Δ.) και τα κομμουνιστικά κόμματα. Τόσο, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι οι κομμουνιστές αποτελούσαν την κύρια δύναμη στο εργατικό κίνημα της εποχής, ότι η δική τους πολιτική καθόριζε την επιτυχή ή μη αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής.
Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου κανένα ευρωπαϊκό Κ.Κ., πέραν κάποιων βαλκανικών, δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί τόσο, ώστε να ξεπεράσει σε μαζικότητα και επιρροή το σοσιαλιστικό κόμμα της χώρας του.
Η σοσιαλδημοκρατία παρέμενε, κατά συνέπεια, η κύρια δύναμη του εργατικού κινήματος, κάτι που διαπιστώθηκε αμέσως μετά την υποχώρηση του επαναστατικού κύματος του 1917-21. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε, άλλωστε, τη βάση για την επεξεργασία και προώθηση της πολιτικής συμμαχιών του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου από την Κ.Δ.
Τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, τα περισσότερα Κ.Κ. δεν ήταν παρά μικρές και σε κάποιες περιπτώσεις περιθωριακές δυνάμεις στ’ αριστερά μαζικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Ακόμα και το ισχυρότερο Κ.Κ. της εποχής, το γερμανικό, ουδέποτε κατόρθωσε να αναδειχθεί σε κύρια δύναμη της Αριστεράς.
Παρόλο που σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές η πολιτική των κομμουνιστών αποκτούσε μια βαρύτητα κατά πολύ μεγαλύτερη από την οργανωτική τους δύναμη και την επιρροή που ασκούσαν στην εργατική τάξη, ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ουδέποτε έπαψε να είναι καθοριστικός ή έστω εξαιρετικά σημαντικός. Συνολικότερα, αλλά και συγκεκριμένα στο ζήτημα της αντιμετώπισης του φασισμού.
Αποκτά, συνεπώς, ιδιαίτερη σημασία η αναφορά στην πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στον φασισμό. Πρόκειται για την ανάγκη διερεύνησης των όρων αντιμετώπισης του φασιστικού κινδύνου στο πλαίσιο μιας γενικότερης ρεφορμιστικής πολιτικής, των ενδεχομένων δυνατοτήτων της, των αντιφάσεών της και των ορίων της.
Η προσήλωση στην αστική δημοκρατία
Μιλώντας για τη σοσιαλδημοκρατία του Μεσοπολέμου, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αναφερόμαστε σε έναν ιδεολογικο-πολιτικό χώρο που -παρά την αποχώρηση της επαναστατικής πτέρυγας που συγκρότησε το κομμουνιστικό κίνημα- εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνει στις γραμμές του μεγάλη ποικιλία τάσεων. Από τους παραδοσιακούς ρεφορμιστές που αρνούνται κάθε αναφορά στον μαρξισμό και κυριαρχούν στο βρετανικό Εργατικό Κόμμα, και τους ρεβιζιονιστές οπαδούς του Μπερνστάιν, η επιρροή των οποίων είναι ισχυρή τόσο στη δεξιά πτέρυγα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας όσο και στα σκανδιναβικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, μέχρι τους «ορθόδοξους μαρξιστές» της επιρροής του Κάουτσκι, τους αριστερούς αυστρομαρξιστές κ.ά.
Εντούτοις, παρά τις επιμέρους διαφορές τους που δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποτιμώνται, οι σοσιαλδημοκράτες, συσπειρωμένοι στη Σοσιαλιστική και Εργατική Διεθνή που ιδρύθηκε το 1923 ως ανασύσταση της Β΄ Διεθνούς, και έχοντας υπό τον έλεγχό τους την ισχυρή Συνδικαλιστική Διεθνή του Άμστερνταμ, ενοποιούνται ιδεολογικο-πολιτικά γύρω από μια κοινή σε όλους ρεφορμιστική αντίληψη. Είτε πιστεύουν ότι μια μακροχρόνια διαδικασία μεταρρυθμιστικών αλλαγών θα εξαλείψει τις μεγάλες αντιθέσεις του καπιταλισμού είτε ελπίζουν σε έναν σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό, αυτό που σίγουρα απορρίπτουν είναι η επαναστατική ανατροπή, η ρήξη.
Για το σύνολο των σοσιαλδημοκρατών, ο όποιος κοινωνικός μετασχηματισμός δεν θα μπορούσε παρά να είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα προέκυπταν ως αναγκαία εξέλιξη της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ακόμα και οι τάσεις που αυτοπροσδιορίζονται μαρξιστικές κυριαρχούνται από τον κλασικό οικονομισμό του μαρξισμού της Β΄ Διεθνούς, οδηγώντας τον στις ακραίες του συνέπειες: η εμπιστοσύνη στο μέλλον του καπιταλισμού οδηγεί στην πίστη για το αναπόφευκτο του σοσιαλισμού.
Βασισμένο σ’ αυτή τη συλλογιστική, το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να βιάζει τους ρυθμούς της αντικειμενικής κίνησης της ιστορίας προς τα εμπρός. Αυτό που έχει να κάνει, είναι να προωθεί εκείνες τις αλλαγές που είναι κάθε φορά ώριμες για υλοποίηση. Η εκτίμηση της ωριμότητάς τους έγκειται στον βαθμό που η πραγμάτωσή τους δεν προκαλεί αντιπαραθέσεις τέτοιες που να θέτουν σε κίνδυνο το πλαίσιο μέσα στο οποίο καθίσταται δυνατή η προώθησή τους. Και το πλαίσιο αυτό δεν είναι άλλο από την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, οι σοσιαλδημοκράτες θεωρούν ότι η δημοκρατία δεν έχει ταξικό πρόσημο. Ως κατάκτηση των αγώνων τόσο της αστικής όσο και της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, προσφέρει τη δυνατότητα ειρηνικών πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων, από τις οποίες τελικός κερδισμένος θα είναι η εργατική τάξη. Η σταθερή μαζικοποίησή της σε βάρος των ανώτερων τάξεων αποτελεί εγγύηση για το μέλλον.
Ο Μπερνστάιν (πάντα αυτός!) θα το πει με σαφήνεια: «Η δημοκρατία είναι κατ’ αρχήν η υπέρβαση της ταξικής διακυβέρνησης, αν και δεν είναι ακόμα η υπέρβαση των τάξεων». Υπομονή!...
Ο σοσιαλδημοκρατικός αντιφασισμός
Καθώς η δημοκρατία αποτελεί το πλαίσιο για την προώθηση των πολιτικών της επιδιώξεων, η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι αντιφασιστική. Αν, κατά τους σοσιαλδημοκράτες, ο μπολσεβικισμός αποτέλεσε μια μορφή βίαιης απόπειρας για την κίνηση της ιστορίας προς τα εμπρός (και ως τέτοια παρήγαγε το τέρας του κομματικού και κρατικού αυταρχισμού), η επικράτηση του φασισμού αποτελεί μια μορφή βίαιης οπισθοδρόμησης. Είναι σαφής η διαπίστωση του Ότο Μπάουερ, ενός εκ των κορυφαίων ηγετών των Αυστριακών σοσιαλιστών: η μαζικοποίηση των φασιστικών κινημάτων από τη μικροαστική τάξη φανερώνει και τον χαρακτήρα του φασισμού ως κινήματος που αποπειράται το πισωγύρισμα σε μορφές πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που μπλοκάρουν τις διαδικασίες καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι οποίες δημιουργούν τη βάση για το πέρασμα στον σοσιαλισμό.
Οι κομμουνιστές ερμηνεύουν τη φασιστική πλημμυρίδα σαν ένδειξη όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων, άρα σαν απόδειξη ότι η περίοδος είναι επαναστατική. Προετοιμάζονται αναλόγως, ρίχνουν το σύνθημα «τάξη εναντίον τάξης», παραβλέπουν την ταξική σύνθεση της βάσης του φασισμού, εκφράζουν την αδιαφορία τους για την αστική δημοκρατία που καταρρέει (αφού είναι η προλεταριακή εξουσία που θα τη διαδεχτεί) και φυσικά καταγγέλλουν το σύνολο των άλλων πολιτικών δυνάμεων σαν φασιστικές. Αν η επανάσταση είναι στην ημερήσια διάταξη, αν ο φασισμός αποτελεί την αιχμή του δόρατος της αντεπανάστασης, όποιοι δεν είναι μαζί μας είναι με τον φασισμό. Πρώτοι απ’ όλους οι «σοσιαλφασίστες», τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και συνδικάτα, που αποπροσανατολίζουν την εργατική τάξη καλλιεργώντας ρεφορμιστικές αυταπάτες.
Οι σοσιαλδημοκράτες, από την πλευρά τους, διαπιστώνουν έναν διπλό κίνδυνο για την ομαλότητα και τη δημοκρατία, που όπως είδαμε αποτελούν, κατά την άποψή τους, προϋπόθεση για την προώθηση των στόχων του εργατικού κινήματος. Στον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ήδη από το 1917 ο μπολσεβικισμός, έχει προστεθεί και η απειλή του φασισμού. Η υπεράσπιση της δημοκρατίας αποτελεί το κύριο καθήκον του εργατικού κινήματος, φυσικός σύμμαχος του οποίου είναι εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που αντιτάσσονται τόσο στους κομμουνιστές όσο και στους φασίστες.
Όταν το 1930-33 το ναζιστικό κόμμα αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς και βαδίζει ακάθεκτο προς την εξουσία, δεν είναι μόνο οι κομμουνιστές που αρνούνται κάθε συνεργασία με τους «σοσιαλφασίστες», Είναι και οι σοσιαλδημοκράτες που αποδοκιμάζουν μετά βδελυγμίας κάθε σχέση με τον «κομμουνιστικό όχλο».
Οι Γερμανοί κομμουνιστές θυμούνται την καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών το 1919 και τη δολοφονία της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση των Έμπερτ-Νόσκε, με τη συγκρότηση των Freikorps, που αποτέλεσαν τον πρόδρομο των ναζιστικών Ταγμάτων Εφόδου. Την κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Χέρμαν Μίλερ έχουν να αντιμετωπίσουν στα 1928-30, όταν μειώνονται οι μισθοί, περιορίζονται τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, ενώ η αστυνομία της επίσης σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Πρωσίας δεν διστάζει να προσφεύγει στη χρήση όπλων για την αντιμετώπιση των κομμουνιστικών κινητοποιήσεων. Οι οποίες βάλλονται και από τα ναζιστικά Τάγματα Εφόδου, που δεν διστάζουν να επιτεθούν και κατά των σοσιαλδημοκρατών. Προς επιβεβαίωση της εκτίμησης των τελευταίων ότι η δημοκρατία κινδυνεύει από κομμουνιστές και ναζιστές, και καθώς η υπεράσπισή της αποτελεί βασική προτεραιότητα, η συνεργασία με τις αστικές δημοκρατικές δυνάμεις προβάλλει σαν μονόδρομος.
Μόνο που η κατεύθυνση αυτή υποχρεώνει σε στήριξη κυβερνήσεων που ασκούν ακραία αντιλαϊκή πολιτική. Στα μάτια ευρύτατων λαϊκών μαζών η σοσιαλδημοκρατία ταυτίζεται με το καθεστώς που τις οδηγεί στην εξαθλίωση. Και καθώς ο κομμουνιστής Τέλμαν ανεμίζει τη σημαία της σοβιετικής προοπτικής, που τρομάζει τις μάζες των κατεστραμμένων μικροαστών, ο Χίτλερ είναι μια λύση. Η μοναδική λύση…
Οι αστικοδημοκρατικές αυταπάτες κυριαρχούν και στο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Αυστρίας, το πιο αριστερό κόμμα της μεσοπολεμικής Σοσιαλιστικής Διεθνούς, με τα εκλογικά του ποσοστά να κυμαίνονται μεταξύ 40 και 45%, προερχόμενα κατά κύριο λόγο από την εργατική τάξη.
Μαχητικοί και τολμηροί, οι Αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες θα οικοδομήσουν ένα ισχυρό δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών, παράλληλο με το κρατικό, ενώ ήδη από το 1923 έχουν συγκροτήσει τον Ρεπουμπλικανικό Σύνδεσμο Άμυνας για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής. Ο Σύνδεσμος έφτασε να έχει 100.000 μέλη, εκ των οποίων 17.000 δρούσαν στη Βιέννη, που έδινε τα δυο τρίτα των ψήφων της στη σοσιαλδημοκρατία.
Μολονότι η συγκρότηση του Συνδέσμου έδειχνε ότι οι Αυστριακοί σοσιαλιστές είχαν συνείδηση του κινδύνου που αντιπροσώπευε ο φασισμός, η βαθιά λεγκαλιστική αντίληψη που διαπερνούσε το σύνολο της πολιτικής τους πρακτικής δεν επέτρεψε την αξιοποίηση αυτής της δύναμης που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Το 1927, όταν η αστυνομία χτύπησε τη μεγάλη εργατική απεργία δολοφονώντας 90 εργάτες και τραυματίζοντας 1.100, το κόμμα δεν επέτρεψε την ένοπλη αντιπαράθεση. Τρία χρόνια αργότερα, ο Σύνδεσμος θα αποσυρθεί από τους δρόμους των αυστριακών πόλεων, για την αποφυγή επεισοδίων που θα μπορούσαν ν προκληθούν εξαιτίας συγκρούσεων με την ακροδεξιά Πατριωτική Άμυνα, που λειτουργούσε στα πρότυπα των ναζιστικών Ταγμάτων Εφόδου.
Ο Σύνδεσμος αδράνησε ακόμα και όταν, το 1933, ο καγκελάριος Ντόλφους διέλυσε τη Βουλή, για να περάσει στην ένοπλη αντίσταση τον Φεβρουάριο του 1934, όταν πια ήταν πολύ αργά. Η θυσία εκατοντάδων εργατών, που έπεσαν στη Βιέννη και τη Λιντς, δεν μπόρεσε να αποτρέψει την επιβολή καθεστώτος φασιστικού προσανατολισμού.
Αντιφασιστική συνεργασία και Λαϊκά Μέτωπα
Στις 12 Φεβρουαρίου 1934, τη μέρα που το αυστριακό προλεταριάτο ηττάται και η πρωτοπορία του σφαγιάζεται, οι εργάτες του Παρισιού επιβάλλουν στα κόμματα της Αριστεράς το ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο. Οι δυο απεργιακές συγκεντρώσεις και πορείες που οργανώνουν οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές συγκλίνουν ξαφνικά, με αυθόρμητη πρωτοβουλία των διαδηλωτών, στην Place de la Nation. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο, το Κ.Κ. Γαλλίας θα υπογράψει Σύμφωνο Αντιφασιστικής Δράσης με τους μέχρι τότε… «σοσιαλφασίστες», που ανακαλύπτουν κι αυτοί την ανάγκη ενότητας με εκείνους, με τους οποίους οι μέχρι τότε σχέσεις καθορίζονταν από τη χαρακτηριστική τοποθέτηση της σοσιαλιστικής «La Populaire»: «Από τους μπολσεβίκους δεν ζητάμε τίποτε. Απλώς, θα τους σπάσουμε τα δόντια».
Ενώ οι απανωτές ήττες στη Γερμανία και την Αυστρία υποχρεώνουν την Κ.Δ. να εγκαταλείψει την πολιτική «τάξη εναντίον τάξης» και να προσανατολιστεί στην ανάγκη συγκρότησης αντιφασιστικών μετώπων, η Σοσιαλιστική Διεθνής απορρίπτει πρόταση αντιφασιστικής συνεργασίας, ακόμα και το φθινόπωρο του 1934. Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο. Οι σοσιαλιστές απέρριπταν και στα 1922-28 τις προτάσεις των κομμουνιστών για συνεργασία, στο πλαίσιο Ενιαίου Εργατικού Μετώπου.
Η στάση αυτή έπαιξε κάποιο ρόλο στον αναπροσανατολισμό της Κ.Δ., η οποία τον Ιούλιο 1935, στο 7ο Συνέδριό της, απευθύνει κάλεσμα για συγκρότηση Λαϊκών Μετώπων. Δεν πρόκειται πια για επιδίωξη αντιφασιστικής συνεργασίας των δυνάμεων του εργατικού κινήματος, αλλά όλων εκείνων που αντιτάσσονται στον φασισμό, μαζί και των αστικοδημοκρατικών. Μολονότι οι κομμουνιστές δεν θα μπορούσαν να επικριθούν πλέον σαν υπονομευτές της ενότητας των δημοκρατικών δυνάμεων, μόνο οι σοσιαλιστές της Γαλλίας και της Ισπανίας θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα.
Ανεξάρτητα από τις προθέσεις των κομμουνιστών, τα Λαϊκά Μέτωπα θα συγκροτηθούν ως συμμαχίες των δυνάμεων της ευρύτερης Αριστεράς. Η συμμαχία κομμουνιστών, σοσιαλιστών και αριστερών δημοκρατών (ριζοσπαστών και ρεπουμπλικανών) θα κερδίσει τις εκλογές στις αρχές του 1936 στην Ισπανία και τη Γαλλία (αλλά και στη μακρινή Χιλή, το 1938), με κύριο στόχο τη θωράκιση της δημοκρατίας, την απόκρουση της φασιστικής απειλής και τη λήψη κάποιων μέτρων κοινωνικής πολιτικής προς όφελος των εργαζομένων. Μόνο που η εκλογική επιτυχία θα ανοίξει μια δυναμική απρόβλεπτη από τα κόμματα του Μετώπου.
Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά. Η έκρηξη ενός τεράστιου, πρωτοφανούς στις διαστάσεις του, διεκδικητικού κινήματος της γαλλικής εργατικής τάξης, πριν ακόμα προλάβει να σχηματιστεί η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου από τον σοσιαλιστή Λεόν Μπλουμ, θα υποχρεώσει στην αποδοχή των αιτημάτων του. Οι Γάλλοι εργαζόμενοι επιβάλλουν μέσα σε ένα καλοκαίρι αιτήματα που διεκδικούσαν επί δεκαετίες. Οι μεταρρυθμίσεις θα ανακοπούν λίγους μήνες αργότερα, προκαλώντας την πρώτη νέα κρίση στις σχέσεις μεταξύ σοσιαλιστών και κομμουνιστών.
Στην Ισπανία, η δυναμική την οποία απελευθέρωσε η εκλογική νίκη επιχειρήθηκε να ανατραπεί με το στρατιωτικό πραξικόπημα που οδήγησε στον τρίχρονο εμφύλιο πόλεμο. Πολλά έχουν γραφτεί για τη μεγάλη περιπέτεια που έζησε εκείνα τα χρόνια ο ισπανικός λαός. Αυτό που συνήθως δεν αναφέρεται ή που περνάει στα ψιλά και δεν σχολιάζεται, είναι το γεγονός ότι το μικρό Κ.Κ. Ισπανίας, στριμωγμένο μέχρι τότε ανάμεσα στο πανίσχυρο Σοσιαλιστικό Κόμμα και στο επίσης ρωμαλέο αναρχικό κίνημα, αναδείχτηκε μέσα από την ένοπλη αντιπαράθεση με τους φασίστες σε κύρια δύναμη του ισπανικού εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Καθώς ηρωισμό και αυταπάρνηση δεν έδειχναν μόνο οι κομμουνιστές, τι ήταν αυτό που οδήγησε στην υποχώρηση των δυο άλλων ρευμάτων; Στην προκειμένη περίπτωση του σοσιαλιστικού;
Η στήριξη της δημοκρατικής Ισπανίας από την ΕΣΣΔ είναι ένας σοβαρός λόγος. Η απομόνωσή της από τη γειτονική Γαλλία, στη βάση της αγγλο-γαλλικής πολιτικής της «Μη Επέμβασης» που υιοθέτησε η κυβέρνηση του σοσιαλιστή Μπλουμ (στην οποία οι κομμουνιστές δεν συμμετείχαν), ήταν ο άλλος λόγος. Δεν ήταν οι μόνες αιτίες, αλλά σίγουρα υπήρξαν εξαιρετικά σημαντικές, για ένα λαό που έδινε αγώνα ζωής και θανάτου.
Ενώ ολόκληρη σχεδόν η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τη φασιστική λαίλαπα, μένει απέξω ένα τμήμα της στο οποίο μάλιστα είναι η σοσιαλδημοκρατία που αναλαμβάνει κυβερνητικές ευθύνες. Πρόκειται για τις σκανδιναβικές χώρες, τη Δανία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία, όπου τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναδείχτηκαν σε κυβερνητικές δυνάμεις κατά τη δεκαετία του 1930. Αυτές οι περιπτώσεις χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης, καθώς εκεί το εργατικό κίνημα δεν βρέθηκε αντιμέτωπο με τον φασιστικό κίνδυνο, με εξαίρεση ίσως τη Νορβηγία και το κόμμα του Κουίσλινγκ, που κι αυτό όμως δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί τόσο ώστε να αποτελέσει πραγματικό κίνδυνο.
Ας κλείσουμε με μια τιμητική αναφορά στους Ιταλούς σοσιαλιστές. Έχοντας πλήρη την ευθύνη για την αδυναμία αντιμετώπισης του φασισμού όταν πρωτοεμφανίστηκε, στα χρόνια της έκρηξης του κινήματος κατά την «κόκκινη διετία» 1919-21, δεν μπορούν και τόσο εύκολα να εξακολουθούν πια να συντηρούν αυταπάτες. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της επικράτησης του φασισμού βρίσκονται σε στενή συνεργασία με το Κ.Κ. Ιταλίας, που κι αυτό με τη σειρά του ξεπερνάει τους αριστερισμούς των πρώτων χρόνων από την ίδρυσή του.
Οι Ιταλοί σοσιαλιστές ουδέποτε αντιμετώπισαν ως εχθρό τους το Κ.Κ. Αντιστοίχως, οι Ιταλοί κομμουνιστές, ακόμα και στην περίοδο της «σοσιαλφασιστικής» ρητορείας της Κ.Δ., διατήρησαν σχέσεις με τους σοσιαλιστές στην κοινή παράνομη αντιφασιστική δράση. Καθόλου τυχαίο, καθώς το κόμμα είχε διαμορφωθεί πλέον από τον Αντόνιο Γκράμσι και καθοδηγητής του ήταν ο Παλμίρο Τολιάτι. Καθόλου τυχαίο, επίσης, το ότι στις Διεθνείς Ταξιαρχίες που συγκροτούσε η Κ.Δ. για την ενίσχυση του αγώνα κατά του φασισμού στην Ισπανία, υπεύθυνοι στρατολόγησης ήταν δυο Ιταλοί: ο κομμουνιστής Λουίτζι Λόγκο και ο σοσιαλιστής Πιέτρο Νένι. Που και οι δυο στη συνέχεια βρέθηκαν στην Ισπανία και πολέμησαν στο πλευρό αυτών που είχαν στρατολογήσει.