"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Η εξέγερση του Νοέμβρη. Σημείο καμπής της ταξικής πάλης στη μεταπολεμική Ελλάδα

2014-11-27 01:03

του Γιώργου Αλεξάτου

Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν έντεκα χρόνια, για την 30ή επέτειο από την εξέγερση του Νοέμβρη και δημοσιεύτηκε τότε σε διάφορα έντυπα. Θεωρώ πως είναι σωστό να παρατεθεί όπως ακριβώς ήταν γραμμένο και τότε, με ελάχιστες ορθογραφικές και συντακτικές διορθώσεις.

Στην επίσημη τελετή έναρξης της ακαδημαϊκής χρονιάς 1972-73 ο υπουργός Παιδείας της Χούντας, συνταγματάρχης Νίκος Γκαντώνας, χαιρέτιζε την ελληνική νεολαία, ως τη «φρονιμοτέραν των νεολαιών του κόσμου».
Η πραγματικότητα έμοιαζε να τον επιβεβαιώνει. Πράγματι, από το 1967, όταν επιβλήθηκε το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα, ο πλανήτης συγκλονιζόταν από κινήματα, στα οποία η έκταση της συμμετοχής της νεολαίας ήταν πρωτοφανέρωτη.
Από την έκρηξη του γαλλικού Μάη του ‘68 και του ιταλικού «θερμού Φθινοπώρου» του ’69, μέχρι το μεγαλειώδες αμερικανικό αντιπολεμικό κίνημα, από την επανεμφάνιση του ΙRΑ στη Βόρεια Ιρλανδία και της ΕΤΑ στη Χώρα των Βάσκων, μέχρι τα καστρο-γκεβαρικής έμπνευσης αντάρτικα της Λατινικής Αμερικής και τους Φενταγίν της Παλαιστίνης, το αντάρτικο στην Ινδοκίνα, στην Αγκόλα, στη Μοζαμβίκη κ.λπ., η αμφισβήτηση της κυριαρχίας του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού εκδηλωνόταν με τρόπους που κάλυπταν ολόκληρο το φάσμα των μορφών διεξαγωγής της ταξικής πάλης, από τις πιο «ειρηνικές» μέχρι τις πιο βίαιες.
Επιπλέον, η συνολική έκρηξη δεν άφηνε απέξω ούτε τις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η αντίσταση στη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968, οι εργατικές κινητοποιήσεις στην Πολωνία το 1970, το φοιτητικό κίνημα σε Γιουγκοσλαβία και Ουγγαρία και πάνω απ΄όλα η έκρηξη της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, η «έφοδος στον ουρανό» του κινεζικού προλεταριάτου και της νεολαίας για την ανατροπή της «αστικής τάξης που βρίσκεται μέσα στο ίδιο το κομουνιστικό κόμμα και το προλεταριακό κράτος», δίνουν στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο χαρακτηριστικά παγκόσμιας επαναστατικής αναταραχής, χαρακτηριστικά, δηλαδή, μιας «θαυμάσιας κατάστασης» για τους «από κάτω», εξαιρετικά ανησυχητικής για τους «από πάνω» σε Βορρά και Νότο, σε Δύση κι Ανατολή.
Για την Ελλάδα, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την ήττα του εργατικού και λαϊκού κινήματος, δεύτερη μέσα σε μία γενιά, μετά την πολιτικο-στρατιωτική συντριβή του 1949.
Η εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να ειδωθεί σε αποσύνδεση απ΄ τη μεγάλη ήττα του ’49 και την επιβολή του μετεμφυλιακού καθεστώτος του νικηφόρου αστισμού, τον οποίο ανέλαβε να διασώσει.

Από την εαμική εποποιία στο μετεμφυλιακό καθεστώς

Καθοριστική «στιγμή» και κορυφαίο σημείο στην ιστορική πορεία της ταξικής πάλης, στο πλαίσιο του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, υπήρξε η Μεγάλη Δεκατετία του 1940. Σε συνθήκες φασιστικής κατοχής συγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε ένα γιγάντιο λαϊκό κίνημα Αντίστασης, υπό την καθοδηγηση και ηγεμονία του ΚΚΕ, του κόμματος που είχε κατακτήσει την αναγνώρισή του ως κόμματος της εργατικής τάξης.
Στο κίνημα της Αντίστασης συναντήθηκαν ευρύτατες λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις, όλες εκείνες που το ενδιαφέρον τους δεν περιοριζόταν στην απαλλαγή από την ξένη κατάκτηση.
Κατά πρώτο λόγο, η εργατική τάξη που μέσα από τις γραμμές του Εργατικού ΕΑΜ (το οποίο, παρεμπιπτόντως, συγκροτήθηκε δυόμισι μήνες πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ) έβαλε τη δική της ταξική σφραγίδα στο αντιστασιακό κίνημα. Η ελληνική εργατική τάξη ήταν η πρώτη σ΄ ολόκληρη της κατεχόμενη Ευρώπη και η μοναδική- μέχρι τουλάχιστον το φθινόπωρο του 1943- που οργανώθηκε στην πλειονότητά της, που προχώρησε σε μαζικούς απεργιακούς αγώνες, σε διαδηλώσεις, συχνά αιματηρές, σε καταλήψεις χώρων εργασίας κ.λπ.
Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα συσπείρωσε, επιπλέον, τη μεγάλη πλειονότητα των φτωχών μικροϊδιοκτητών της πόλης και της υπαίθρου, του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου, της εργαζόμενης διανόησης, συγκροτούμενο, έτσι, ως ένα παλλαϊκό κίνημα υπό εργατική ιδεολογική ηγεμονία.
Στο πλαίσιο της εαμικής λαϊκοδημοκρατικής ιδεολογίας, η πάλη κατά του φασισμού και της ξένης κατοχής συνδεόταν με τον στόχο του κοινωνικού μετασχηματισμού, όπως εκφραζόταν με το παλλαϊκό αίτημα της «Λαοκρατίας». Δεν επρόκειτο για τη μαζική αποδοχή μιας θεωρητικά δομημένης αντίληψης για τον σοσιαλισμό. Κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να συμβεί και δεν συμβαίνει στα μαζικά επαναστατικά κινήματα.
Επρόκειτο για την αυθόρμητη και βαθιά βιωμένη άρνηση της επιστροφής στην προπολεμική αστική ταξική κυριαρχία. Κι αυτή η άρνηση εκφραζόταν με το αίτημα ριζικών μετασχηματισμών, σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Για τη Λαοκρατία, δηλαδή.
Αναγνωρίζοντας, ο κόσμος αυτός, το ΕΑΜ και την κύρια πολιτική δύναμη που το συγκροτούσε, το ΚΚΕ, ως πολιτικό του εκφραστή, ξέκοβε από τον αστικό «παλαιοκομματισμό» και στη θέση της προπολεμικής πολιτικής αντίθεσης μεταξύ αστικών πολιτικών τάσεων (βενιζελισμός-αντιβενιζελισμός) έμπαινε η αντίθεση του κυρίαρχου αστισμού με τις εργαζόμενες λαϊκές δυνάμεις. Πολιτικά, η αντίθεση μεταξύ αστισμού και Αριστεράς.
Η οξύτητα της ταξικής αντιπαράθεσης δεν μπορούσε παρά να πάρει τη μορφή εμφύλιας σύγκρουσης, που εκδηλώθηκε ήδη από την περίοδο της Κατοχής, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της με τη σύγκρουση του Μεγάλου Δεκέμβρη του ’44 και του Εμφυλίου Πολέμου στα 1946-49.
Δεν είναι το θέμα μας να αναφερθούμε στους λόγους που αυτό το γιγάντιο κίνημα οδηγήθηκε, τελικά, στην ήττα. Αυτό που εδώ μας ενδιαφέρει είναι ο ταξικός χαρακτήρας της αντιπαράθεσης, που η αρνητική για το εργατικό και λαϊκό κίνημα έκβασή της καθόρισε τη συγκρότηση του μετεμφυλιακού  καθεστώτος.

Το μετεμφυλιακό καθεστώς οικοδομείται, ήδη, στα χρόνια του Εμφυλίου. Επιβάλλονται μέτρα για την άμυνα του αστικού καθεστώτος απέναντι στην κομμουνιστική απειλή. Πρόκειται για ρυθμίσεις που συνιστούν κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που θα διατηρήσουν την ισχύ τους μέχρι το 1974, εικοσιπέντε χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου.
Τα μέτρα αυτά (απαγόρευση λειτουργίας και δράσης του ΚΚΕ, απαγόρευση της έκφρασης «ανατρεπτικών ιδεών», θεσμοθέτηση της κρατικής –και αστυνομικής- παρέμβασης στο μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα, των εκτοπίσεων των εμφορουμένων από αριστερές ιδέες, των περιβόητων Πιστοποιητικών Κοινωνικών Φρονημάτων, όχι μόνο για την πρόσληψη στο δημόσιο, αλλά ακόμη και για την έκδοση διαβατηρίου ή ναυτικού φυλλαδίου, για την είσοδο στα ΑΕΙ κ.λπ.), συμπληρώνονται και με την απροκάλυπτη παραβίαση των ίδιων των συνταγματικών θεσμών, καθώς. πλάι στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση, λειτουργούν, με κυρίαρχο ρόλο στη λήψη αποφάσεων, μηχανισμοί που συνδέονται άμεσα με τον ξένο παράγοντα (ΗΠΑ και ΝΑΤΟ), τον θρόνο και τον στρατό.
Η στρατιωτικο-πολιτική συντριβή του εργατικού και λαϊκού κινήματος διαμορφώνει έναν καταλυτικά αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που είχαν συνδέσει τις τύχες τους με το εαμικό εγχείρημα. Επιτρέπει, ως εκ τούτου, την ανεμπόδιστη κυκλοφορία του κεφαλαίου, σε βαθμό ώστε η μεταπολεμική Ελλάδα να βρίσκεται ανάμεσα στις πρώτες χώρες από την άποψη των ρυθμών ανάπτυξης. Κι αυτό να γίνεται σε συνθήκες έσχατης φτώχειας για την πλειονότητα του πληθυσμού, με σταθερά υψηλά ποσοστά ανεργίας, που υποχρεώνουν στην εγκατάλειψη της υπαίθρου, στη συγκέντρωση στις μεγάλες πόλεις -κυρίως στο λεκανοπέδιο Αττικής- και στη μαζική μετανάστευση στο εξωτερικό.
Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες, το καθεστώς στηρίζεται, αφενός, σε ένα σύνολο ταξικών στηριγμάτων, που επωφελούνται από την οικονομική ανάπτυξη κι από τις σχέσεις τους με την κρατική εξουσία, αφετέρου, στη βία του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα είναι ένα αστυνομικό κράτος, με εμφανή τον ρόλο παρακρατικών μηχανισμών, στελεχωμένων από τα αποβράσματα του κατοχικού δωσιλογισμού.
Το καθεστώς, εντούτοις, δεν κατορθώνει να πετύχει την ιδεολογική του νομιμοποίηση. Η κυρίαρχη ιδεολογία επιχειρείται να αρθρωθεί με κέντρο το ιδεολόγημα της «εθνικοφροσύνης»:

Πέρα και πάνω από τάξεις και ταξικές αντιθέσεις, οι Έλληνες αυτοαναγνωριζόμαστε ως έθνος, κληρονόμοι μιας τρισχιλιετούς ιστορίας, φορείς των ιδανικών του ελληνικού και χριστιανικού πολιτισμού. Εχθρός του έθνους ανακηρύσσεται ο κομμουνισμός, που διαιρώντας το, με την πρόταξη των ταξικών αντιθέσεων, εξυπηρετεί τα ανθελληνικά σχέδια του πανσλαβισμού-προαιώνιου εχθρού, που με κέντρο τη Μόσχα επιβουλεύεται την ακεραιότητα της ελληνικής πατρίδας, την ίδια την ύπαρξη της ελληνικής φυλής.
Καθώς η «εθνικοφροσύνη» αποκλείει εξ ορισμού την όποια αναφορά στην πραγματικότητα που βιώνουν ευρύτατες λαϊκές μάζες στη μεταπολεμική Ελλάδα, ενώ στυλοβάτες της αναγορεύονται σύμβολα μισητά από τον ελληνικό λαό (ο βασιλιάς, ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας, που στελεχώνονται κατ’ εξοχήν από πρώην συνεργάτες των κατακτητών κ.λπ), δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως νομιμοποιητική της αστικής κυριαρχίας. Απεναντίας, αναπαράγει και σε ιδεολογικό επίπεδο, τη διάκριση μεταξύ των κυρίαρχων και των κυριαρχούμενων. Οι τελευταίοι δεν αναγνωρίζουν τα συμφέροντά τους στη συναίνεση με την κυρίαρχη κατάσταση, άρα η συγκεκριμένη μορφή της κυρίαρχης ιδεολογίας αυτοακυρώνεται ως προς τον βασικό ρόλο της.
Οι λαϊκές μάζες, που μόλις πρόσφατα έχουν περάσει απ΄ το μεγάλο σχολείο των αγώνων της δεκαετίας του ’40, εκδηλώνουν την αντίθεσή τους στο καθεστώς, μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες διώξεων και αστυνομικής τρομοκρατίας. Η ανάδειξη της νόμιμης έκφρασης της Αριστεράς, της ΕΔΑ, σε αξιωματική αντιπολίτευση, το 1958, εννιά μόλις χρόνια μετά την ήττα, το ξέσπασμα μαζικού παλλαϊκού κινήματος κατά του «Κράτους της Δεξιάς», στα 1961-63, τελικά η κατάρρευση της κυβέρνησης της Δεξιάς (μετά από τις εκλογές βίας και νοθείας του ’61 και τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη), το 1963, εκφράζουν μια δυναμική, που διαψεύδει κάθε ισχυρισμό περί «παθητικής» αντιμετώπισης των συνεπειών της ήττας, πόσο μάλλον αποδοχής τους.
Το παλλαϊκό κίνημα, που αναπτύσσεται αυτά τα χρόνια φτάνει στο αποκορύφωμά του με τα Ιουλιανά του 1965 και την έκρηξη της λαϊκής δημοκρατικής αντίστασης ενάντια στο βασιλικό πραξικόπημα και την ανατροπή της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου, του Γεώργιου Παπανδρέου. Η έκρηξη της λαϊκής οργής, το καλοκαίρι του ’65, που πήρε τη μορφή μαζικών λαϊκών διαδηλώσεων, βίαιων και αιματηρών συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής κ.λπ, συνιστά εκδήλωση όχι μόνο της αντίθεσης προς το βασιλικό πραξικόπημα, αλλά συνολικά προς το μετεμφυλιακό καθεστώς, καθώς τίθεται, άμεσα, σε αμφισβήτηση ολόκληρο το πλέγμα που το συγκροτεί.

Η αμφισβήτηση του μετεμφυλιακού καθεστώτος σημαίνει αμφισβήτηση της ίδιας της έκβασης του Εμφυλίου, της νίκης του αστισμού. Εμπεριείχε, ως εκ τούτου, μια δυναμική ανατρεπτική, με απροσδιόριστες συνέπειες για καθεστώς της αστικής κυριαρχίας και των διεθνών σχέσεών του.
Επιπλέον, τα Ιουλιανά σηματοδοτούν της απαρχή της ρήξης με την παραδοσιακή αποδοχή από τον κόσμο της Αριστεράς των κεντρικών κατευθύνσεων της ηγεσίας της.
Το 1965 εκδηλώνονται, στο πεδίο των μαζικών λαϊκών , εργατικών και νεολαιίστικων κινητοποιήσεων, οι πρώτες αντιδράσεις ενάντια στην ηττοπαθή και λεγκαλιστική λογική, που κυριαρχεί στην πολιτική πρακτική της ΕΔΑ και του παράνομου ΚΚΕ. Λογική που υπαγορεύει προτάσεις «εξεύρεσης πολιτικής λύσης» και κατά συνέπεια της εκτόνωσης του κινήματος της λαϊκής αντίστασης.
Ο κριτικός λόγος ομάδων και οργανώσεων, που συγκροτούνται σε αντιπαράθεση με τους επίσημους φορείς της Αριστεράς, βρίσκει απήχηση έξω από κλειστούς κύκλους «αιρετικών» και μάλιστα στα μαζικά και δυναμικά τμήματα του κινήματος, στον χώρο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, σε οικοδόμους (που έχουν αναδειχτεί σε πρωτοπόρο μαχητικό κλάδο της εργατικής τάξης) κ.λπ.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, μακριά από το να αποτελεί «μια άφρονη ενέργεια επίορκων αξιωματικών», υπήρξε μια απεγνωσμένη – και επιτυχημένη- απόπειρα διάσωσης του μετεμφυλιακού καθεστώτος και τελικά της ίδιας της κυριαρχίας του αστισμού στην Ελλάδα. Η δυναμική του λαϊκού δημοκρατικού κινήματος, όπως είχε εκφραστεί με την έκρηξη των Ιουλιανών, και παρά της εκτόνωσή του, με τις μεθοδευμένες προσπάθειες τόσο της ηγεσίας του Κέντρου όσο και της ΕΔΑ, αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για το καθεστώς και τον ξένο παράγοντα.
Κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί τις εξελίξεις, μετά τον αναμενόμενο εκλογικό θρίαμβο των δυνάμεων που αντιστάθηκαν στο βασιλικό πραξικόπημα, καθώς οι εκλογές που εξαγγέλθηκαν για τον Μάιο του ’67, έπαιρναν χαρακτήρα δημοψηφίσματος, σε σχέση με τον βασιλικό θεσμό, με τους μηχανισμούς του μετεμφυλιακού κράτους, αλλά και με τις διεθνείς συμμαχίες του ελληνικού αστισμού (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ). Και όλα αυτά, σε μια κρίσιμη περίοδο όξυνσης του Κυπριακού Ζητήματος και μεγάλης αναταραχής στην Ανατολική Μεσόγειο, που κατέληξε σύντομα, τον Ιούνιο του ’67, στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο.
Σημαντικές δυνάμεις στο εσωτερικό (το Παλάτι, ο στρατός, η Δεξιά -είναι γνωστή, πλέον, η τοποθέτηση κορυφαίων παραγόντων της συντηρητικής παράταξης, όπως ο Κ. Καραμανλής, ο Γ. Ράλλης κ.ά., υπέρ μιας δυναμικής λύσης- ισχυροί οικονομικοί κύκλοι κ.λπ.), αλλά και στο εξωτερικό, ενδιαφέρονταν για την ανακοπή ανεπιθύμητων εξελίξεων. Το καθεστώς, που δεν μπόρεσε να ανεχθεί τα στοιχειώδη μέτρα εκδημοκρατισμού της περιόδου 1963-65, έβλεπε, πανικόβλητο, τους κινδύνους που περιέκλειε η δυναμική επανεμφάνιση ενός λαϊκού δημοκρατικού κινήματος, με νωπές τις μνήμες και σαφείς τις αναφορές στα εαμικά οράματα. Τελικά, τη λύση την έδωσαν τα τεθωρακισμένα των συνταγματαρχών.

Το στρατιωτικό καθεστώς και η αντιδικτατορική αντίσταση

Η στρατιωτική δικτατορία επιβάλλεται σε μια περίοδο εξαιρετικά ευνοϊκή για την ελληνική οικονομία, διασφαλίζοντας μάλιστα και τους όρους κερδοφορίας του κεφαλαίου, με την πλήρη ανατροπή του συσχετισμού σε βάρος της εργατικής τάξης, με τη διάλυση συνδικαλιστικών οργανώσεων, την απαγόρευση των διεκδικητικών αγώνων, την εκτόπιση συνδικαλιστών κ.λπ. Για το κεφάλαιο συνεχίζεται η «Χρυσή Εποχή» της γοργής ανάπτυξης, της μεγάλης συσσώρευσης και των μεγάλων κερδοφόρων επενδύσεων.
Αν και η εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα δεν βρίσκονται, πλέον, στην κατάσταση έσχατης φτώχειας της δεκαετίας του ’50 και των αρχών της δεκαετίας του ’60, συνεχίζεται το κύμα εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης και το βιοτικό επίπεδο παραμένει χαμηλό.
Η κατάσταση αυτή, κάτω από άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να πυροδοτήσει μαζικά διεκδικητικά κινήματα, όπως συνέβη εκείνη την περίοδο σε μια σειρά άλλες χώρες, όπου η εργατική τάξη διεκδίκησε, μαχητικά, έστω κάποιο μερίδιο στο μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα».
Στη χουντοκρατούμενη Ελλάδα κάτι τέτοιο δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει. Η εργατική τάξη έβγαινε από μία νέα ήττα, που λειτουργούσε συντριπτικά στις συνειδήσεις. Μετά την ανάταση των χρόνων 1961-67, η νέα ήττα γινόταν αντιληπτή ως μοιραία συνέπεια της προηγούμενης ήττας του ’49. Το καθεστώς φάνταζε πανίσχυρο, προστατευόμενο από τη διεθνή πραγματικότητα της μεταπολεμικής διανομής σφαιρών επιρροής μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων: Η Ελλάδα ανήκει στη σφαίρα επιρροής των Αμερικανών κι αυτοί εγγυώνται τη διατήρηση του μετεμφυλιακού καθεστώτος, ακόμη και με τη βία των τανκς.
Στην απροθυμία ανάπτυξης μαζικού εργατικού και λαϊκού αντιδικτατορικού κινήματος συνέβαλε, σε μεγάλο βαθμό, ίσως καθοριστικό, και η κρίση που ξέσπασε στις γραμμές της Αριστεράς, με τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968. Ο κόσμος της Αριστεράς, απογοητευμένος από τους πολιτικούς χειρισμούς της ηγεσίας του, την έβλεπε να αλληλοσπαράσσεται, για λόγους που -σε συνθήκες ανελευθερίας- δεν μπορούσε να γνωρίζει.
Η ενεργητική Αντίσταση κατά του στρατιωτικού καθεστώτος περιορίστηκε, κατά συνέπεια, σε μικρούς κύκλους κομμουνιστών, που συνδεόταν με το ένα ή το άλλο κομμάτι του διασπασμένου ΚΚΕ ή δρούσαν ανεξάρτητα από τα δύο ΚΚΕ. Απ΄ αυτές τις νέες ανεξάρτητες αντιστασιακές ομάδες και οργανώσεις, καθώς κι από τις ομάδες αριστερής κριτικής που είχαν συγκροτηθεί πριν το πραξικόπημα, συγκροτούνταν το ρεύμα μιας επαναστατικής Αριστεράς, συχνά συγκεχυμένης που αναζητούσε αναφορές στα αντίστοιχα διεθνή ρεύματα που αναδείκνυε η έκρηξη των κινημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο και η κρίση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Όλες αυτές οι διεργασίες συντελούνταν σε απόσταση όχι μόνο από τις ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες, αλλά και από τον κύριο όγκο του κόσμου της Αριστεράς, που παθητικά βίωνε την ήττα του.
Πέραν της κομμουνιστικής Αριστεράς, η Αντίσταση γίνεται υπόθεση και δυνάμεων που προέρχονται από τον χώρο της Ένωσης Κέντρου. Κύρια δύναμη αναδεικνύεται το ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα), του Ανδρέα Παπανδρέου, που με τον ριζοσπαστικό πολιτικό του λόγο και με δυναμικές ενέργειες προσπαθεί να εκφράσει τον ριζοσπαστισμό που ανέδειξε στην πρόσφατη προδικτατορική περίοδο η πολιτική και κοινωνική αντιπαράθεση. Ως εκ τούτου, το ΠΑΚ συχνά φαίνεται να τοποθετείται, με τόλμη, στ΄ αριστερά των δύο ΚΚΕ.
Με εξαίρεση την αντιδικτατορική «Δημοκρατική Άμυνα», που συσπειρώνει την σοσιαλδημοκρατίζουσα διανόηση του χώρου της Κεντροαριστεράς, και οργανώσεις όπως η «Ελληνική Αντίσταση» του Αλέκου Παναγούλη, ο παραδοσιακός αστικός παλιτικός κόσμος είτε σιωπά είτε εκφράζει την αντίθεσή του στο δικτατορικό καθεστώς, συνιστώντας, ταυτόχρονα, αποφυγή ενεργητικών αντιστασιακών ενεργειών. Για τις δυνάμεις αυτές δεν τίθεται ζήτημα ανατροπής της δικτατορίας, αλλά πολιτικής συνδιαλλαγής με τους συνταγματάρχες, με τη μεσολάβηση των δυτικών συμμάχων (κυρίως των ΗΠΑ). Είναι πρόθυμες, κατά συνέπεια, να αναγνωρίσουν το Σύνταγμα της Χούντας και να συμμετάσχουν σε διαδικασίες «πολιτικοποίησης» (με την έννοια της απόσυρσης του στρατού) του καθεστώτος. Όταν τον Οκτώβρη του 1971 επισκέπτεται την Αθήνα, προσκεκλημένος της Χούντας, ο ελληνικής καταγωγής Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρος Άγκνιου, η πλειονότητα των προδικτατορικών βουλευτών της Δεξιάς και του Κέντρου συνυπογράφει έκκληση για μεσολάβηση, για την «αποκατάσταση της Δημοκρατίας», έστω και με την εφαρμογή του χουντικού Συντάγματος.

Το μαζικό αντιδικτατορικό κίνημα και η εξέγερση του Νοέμβρη

Προφανώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μαζική λαϊκή αντίσταση, τουλάχιστον μέχρι και το 1971. Από τις αρχές της επόμενης, όμως, χρονιάς, κάτι φαίνεται να κινείται. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που η κίνηση εμφανίζεται στον χώρο της σπουδάζουσας νεολαίας.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με χώρους μαζικούς, στους οποίους βρίσκονται νέοι άνθρωποι, που δεν έχουν βιώσει άμεσα την ήττα του ’67, πόσο μάλλον του ’49. Τα ΑΕΙ έχουν μαζικοποιηθεί με γρήγορους ρυθμούς στην μεταπολεμική περίοδο, κυρίως από τη δεκαετία του ’60, ως αποτέλεσμα των αναπτυξιακών αναγκών του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και των πιέσεων που άσκησε το λαϊκό κίνημα στην περίοδο της έξαρσής του. Ταυτόχρονα, και για τους δύο αυτούς λόγους, η κοινωνική σύνθεση της σπουδάζουσας νεολαίας έχει μεταβληθεί, με την είσοδο στα ΑΕΙ νέων από τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα.
Χαρακτηριστικό της κατάστασης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος της εποχής είναι η αναντιστοιχία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τις ανάγκες της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης, πράγμα που προκαλεί την αντίθεση ακόμη και σημαντικών μερίδων της αστικής διανόησης.
Η αντίφαση αυτή εκδηλώνεται με τη γρήγορη πολιτικοποίηση της σπουδάζουσας νεολαίας, που συνειδητοποιεί τη σχέση της κατάστασης που βιώνει στα ΑΕΙ με την πολιτική πραγματικότητα που επιβάλλει η δικτατορία.
Καθώς οι πρώτες εκδηλώσεις της μαζικής φοιτητικής διεκδίκησης συνδέονται, με την ενεργή παρέμβαση των αντιδικτατορικών οργανώσεων της Αριστεράς που έχουν κάποιες προσβάσεις στους φοιτητικούς χώρους, με το αίτημα του ελεύθερου φοιτητικού συνδικαλισμού, πολύ σύντομα τα φοιτητικά αιτήματα αποτελούν τη βάση για την αμφισβήτηση του καθεστώτος και τη σύνδεση των φοιτητικών αιτημάτων με την προοπτική ανατροπής του.
Προφανώς, και παρά τη λειψή πληροφόρηση, η σπουδάζουσα νεολαία δεν μένει ανεπηρέαστη από τη διεθνή συγκυρία, καθώς βρισκόμαστε λίγα μόλις χρόνια μετά τον Μάη του ’68, ενώ χιλιάδες είναι οι έλληνες νέοι που σπουδάζουν στο εξωτερικό, συμμετέχουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, στο κίνημα των άλλων χώρων και μεταφέρουν τις εμπειρίες τους στην Ελλάδα.
Ο χουντικός υπουργός θα διαψευσθεί πολύ γρήγορα. Η προσπάθεια της Χούντας να ελέγξει, στα πρώτα του βήματα, το φοιτητικό κίνημα, με τις νόθες εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, τον Νοέμβριο του ’72, θα οδηγήσει στην περαιτέρω μαζικοποίηση του κινήματος, που θα προσλάβει δυναμικό χαρακτήρα με τις κινητοποιήσεις στις αρχές της άλλης χρονιάς, με αποκορύφωμα την κατάληψη της Νομικής.
Την ίδια περίοδο θα κάνει, δειλά, την εμφάνισή του και το εργατικό διεκδικητικό κίνημα, με σποραδικές απεργιακές κινητοποιήσεις στους χώρους των εμποροϋπαλλήλων, των εργαζομένων στα τρόλεϊ, των εργατών Τύπου, των μεταλλωρύχων της Χαλκιδικής κ.λπ. Αν και δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μαζικό εργατικό κίνημα, η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια αρχίζει να εκδηλώνεται.
Οι διεργασίες αυτές συντελούνται στο πλαίσιο μιας διεθνούς συγκυρίας αρνητικής για τον ιμπεριαλισμό. Η εμπλοκή των ΗΠΑ στον εκτεταμένο, πλέον, πόλεμο της Ινδοκίνας και τα πλήγματα που δέχεται ο αμερικανικός στρατός από τα αντάρτικα των λαών του Βιετνάμ, της Καμπότζης και του Λάος, τείνουν να οδηγήσουν σε αδιέξοδο. Στην Αφρική, μία μετά την άλλη, οι πρόσφατα απελευθερωμένες από την αποικιοκρατία χώρες αναπτύσσουν προνομιακές σχέσεις συνεργασίας με την ΕΣΣΔ και τη Λαϊκή Κίνα, ενώ τα ένοπλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της Μαύρης Ηπείρου διακηρύσσουν σαφή αντιιμπεριαλιστικό αριστερό προσανατολισμό. Στην Λατινική Αμερική οι ιμπεριαλιστές παρακολουθούν με έκδηλη αγωνία το ξέσπασμα των ένοπλων κινημάτων, αλλά και την απόπειρα του «δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό», που επιχειρεί η κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή.
Στις ιμπεριαλιστικές χώρες είναι περισσότερο από εμφανής η εξάντληση του μεταπολεμικού «οικονομικού θαύματος» και η «κρίση του πετρελαίου» σηματοδοτεί μια συνολικότερη κρίση της δυναμικής της οικονομικής ανάπτυξης. Στις συνθήκες αυτές οξύνονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, που εκδηλώνονται και με τάσεις πολιτικού επαναπροσδιορισμού της Ιαπωνίας και κυρίως των ευρωπαϊκών χωρών της ΕΟΚ, απέναντι στους μεταπολεμικούς, κοινούς με τις ΗΠΑ, στρατηγικούς προσανατολισμούς.
Ιδιαίτερα ανησυχητική εμφανίζεται η απώλεια θέσεων του ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή και στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, όπου οι αραβοϊσραηλινές αντιθέσεις και η φιλοισραηλινή πολιτική του ιμπεριαλισμού έχουν αφήσει το πεδίο ανοιχτό για την ανάπτυξη της σοβιετικής επιρροής στον αραβικό κόσμο.

Η νέα αυτή πραγματικότητα εκφράζεται και στο εσωτερικό, όπου το μεταπολεμικό μοντέλο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και κεφαλαιακής συσσώρευσης τείνει στα όριά του και η κρίση βρίσκεται προ των πυλών. Σημαντικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου αντιμετωπίζουν, πλέον, με ανησυχία το πάγωμα των διαδικασιών ένταξης στην ΕΟΚ, που επήλθε με την επιβολή της δικτατορίας. Εξίσου ανήσυχος ο αστικός πολιτικός κόσμος, η «δημοκρατική αντιπολίτευση», παρακολουθεί τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα στην Κύπρο, όπου η ανοιχτή αντιπαράθεση μεταξύ της Χούντας και των ακροδεξιών κύκλων της ΕΟΚΑ Β΄, από τη μια, και της κυβέρνησης Μακαρίου, από την άλλη, προμηνύει ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Ακόμη και για τους πλέον συντηρητικούς κύκλους της προδικτατορικής ΕΡΕ, η διατήρηση του δικτατορικού καθεστώτος έθετε, τώρα πια, σε κίνδυνο ζωτικά συμφέροντα του αστισμού. Η διεκδίκηση συμμετοχής του αστικού πολιτικού κόσμου στην κυβερνητική διαχείριση τίθεται, πλέον, επιτακτικά.
Στο πλαίσιο αυτό εκδηλώνεται, το καλοκαίρι του ’73, το κίνημα στο ναυτικό, ακολουθεί η ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας, με Πρόεδρο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τελικά η δέσμευση της Χούντας για έναρξη των διαδικασιών «φιλελευθεροποίησης», με τον σχηματισμό «πολιτικής» κυβέρνησης, υπό τον συντηρητικό πολιτικό Σπύρο Μαρκεζίνη.
Οι εξελίξεις αυτές αναδιατάσσουν, αποκαλυπτικά, το πολιτικό τοπίο. Η Χούντα, τουλάχιστον οι κυριότεροι κύκλοι της, προσπαθεί να πολιτευτεί με γνώμονα τα συνολικά πολιτικά συμφέροντα του αστισμού. Αυτό αναγνωρίζεται από τον αστικό πολιτικό κόσμο, που επικροτεί τις διαδικασίες «φιλελευθεροποίησης», στην προοπτική της διεξαγωγής εκλογών, με βάση το χουντικό Σύνταγμα, στην οποία δεσμεύονται οι συνταγματάρχες. Η αντιπολιτευτική κριτική αφορά στις εγγυήσεις πραγματικής εφαρμογής του Συντάγματος.
Την σύμπλευσή του με την πολιτική της αστικής δημοκρατικής αντιπολίτευσης εκφράζει ανοιχτά και το ΚΚΕ (εσωτ.), παρά τις σοβαρές αντιδράσεις της αριστερής του πτέρυγας. Ήδη, τον Ιανουάριο 1973, ενώπιον του στρατοδικείου που τους δίκαζε με τον νόμο 509 για κομμουνιστική δραστηριότητα, οι ηγέτες του κόμματος, Μπάμπης Δρακόπουλος και Μήτσος Παρτσαλίδης, αρνούνται την κατηγορία ότι απέβλεπαν στην ανατροπή του αστικού καθεστώτος, τασσόμενοι υπέρ της αποκατάστασης της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας.
Αντίθετα, τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες που δρομολογεί η Χούντα αρνούνται τόσο το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου όσο και το ΚΚΕ. Φυσικά και το σύνολο των πολιτικών και αντιστασιακών οργανώσεων της άκρας Αριστεράς.
Έχει ξεχωριστεί σημασία να επισημανθεί το τι θα σήμαινε η εφαρμογή του χουντικού Συντάγματος, η ολοκλήρωση, δηλαδή, της διαδικασίας «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος.

Το χουντικό Σύνταγμα εμπνεόταν από τη λογική της μετεμφυλιακής κατάστασης «έκτακτης ανάγκης». Ουσιαστικά, ενσωμάτωνε τους προδικατορικούς «παρασυνταγματικούς» θεσμούς, προβλέποντας αντιδημοκρατικές ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία του καθεστώτος, έναντι οποιασδήποτε αμφισβήτησής του.
Δεν είναι παράξενο το γεγονός της αποδοχής του Χουντοσυντάγματος, από πολιτικούς όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ευάγγελος Αβέρωφ κ.ά. Η συντηρητική Δεξιά είχε προτείνει ανάλογες, λίγο-πολύ, τροποποιήσεις στο Σύνταγμα του 1952, ήδη από το 1963. Άλλοι κύκλοι της Δεξιάς και κυρίως του Κέντρου, μπορεί να επέκριναν τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του Συντάγματος, έβλεπαν, όμως, στην εφαρμογή του τη μόνη διέξοδο για την ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής και την επάνοδό τους σ΄ αυτήν.
Το τμήμα εκείνο της Αριστεράς (κυρίαρχη τάση του ΚΚΕ εσωτ.,  Ηλίας Ηλιού κ.ά.), που αποδεχόταν τη χουντική «φιλελευθεροποίηση», προσέβλεπε σε μια ανάλογη προοπτική, ελπίζοντας ότι η δρομολόγηση αυτών των διαδικασιών θα επιτρέψει τη συγκρότηση μετώπου των «αντιδικτατορικών δημοκρατικών δυνάμεων» (από τη Δεξιά έως την Αριστερά), άρα την ανατροπή των συσχετισμών και τελικά την αναθεώρηση των αντιδημοκρατικών διατάξεων του Συντάγματος.
Σε όλες τις περιπτώσεις έμενε απέξω ο λαϊκός παράγοντας και η προοπτική ανατροπής της δικτατορίας με όρους λαϊκού κινήματος. Προοπτική που συνυπολόγιζαν στην πολιτική τους το ΠΑΚ και το ΚΚΕ, εκτιμώντας, όμως, τόσο τα ένα όσο και το άλλο, ότι πρόκειται για μια μελλοντική υπόθεση. Κρίνοντας, κυρίως, από τον βαθμό ανάπτυξης της δικής τους επιρροής και της δυνατότητάς τους να ελέγξουν τις διαδικασίες ενός μαζικού λαϊκού αντιδικτατορικού κινήματος. Η αντίθεσή τους στη χουντική «φιλελευθεροποίηση» δεν συνδυαζόταν, έτσι, με έναν προσανατολισμό αποτροπής της μέσα από την ανάπτυξη λαϊκού μαζικού κινήματος.

 
Οι πολιτικοί αυτοί προσανατολισμοί κρίθηκαν με την έκρηξη της εξέγερσης του Νοέμβρη. Η καθοριστική απόφαση του μαζικού φοιτητικού κινήματος για κατάληψη του Πολυτεχνείου πάρθηκε σε αντίθεση με τις δυνάμεις των δύο ΚΚΕ (ΚΝΕ-ΑντιΕΦΕΕ και Ρήγας Φεραίος) και του ΠΑΚ, που δρούσαν στον φοιτητικό χώρο. Επιπλέον, η αντίθεση αυτών των δυνάμεων εκφράστηκε και όσον αφορά στην προοπτική της κατάληψης.
Συγκεκριμένα, οι δυνάμεις του ΚΚΕ (εσωτ.) διέβλεψαν –και πολύ σωστά- ότι η κατάληψη θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες εξελίξεις, με κίνδυνο να μπλοκαριστούν οι δρομολογημένες διαδικασίες «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος. Αντίστοιχο κίνδυνο επισήμαναν και στην προβολή πολιτικών συνθημάτων, πέραν των φοιτητικών-συνδικαλιστικών. Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις του γραμματέα του κόμματος Μπ. Δρακόπουλου, στις 16 Νοέμβρη, κι ενώ η κατάληψη προσλάμβανε χαρακτήρα εξέγερσης:
«Η εξέλιξη στον τόπο μας έχει περιέλθει σε λεπτό σημείο. Παράλληλα με το ευρύτατο δημοκρατικό ενωτικό κίνημα που αξιώνει την είσοδο στην δημοκρατική ομαλότητα, σκοτεινές δυνάμεις εργάζονται για να φράξουν το δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή και οργανώνουν προκλήσεις για να δικαιολογήσουν την επιβολή στρατιωτικών μέτρων… Οι αγωνιζόμενοι φοιτητές έχουν τη θερμή συμπαράσταση όλου του λαού. Και είναι επιτακτική ανάγκη να ικανοποιηθούν τα φοιτητικά αιτήματα. Ταυτόχρονα είναι ανάγκη να περιφρουρηθεί το σπουδαστικό κίνημα από τις προκλήσεις. Ο ενιαίος αγώνας των φοιτητών εκφράζει τη συνείδηση του λαού και του έθνους, την ανάγκη να μπει η χώρα στο δρόμο της δημοκρατικής ομαλότητας, της κοινωνικής προκοπής και της ανεξαρτησίας…».
Αντίστοιχη είναι η τοποθέτηση του ΚΚΕ, όπως προκύπτει κι από τις εκτιμήσεις που κάνει η Κ.Ε. και μάλιστα «εν ψυχρώ», τρία χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του ’76. Στην έκδοση της Κ.Ε. του ΚΚΕ «Για τα γεγονότα του Νοέμβρη 1973. Έκθεση και συνπεράσματα», σ.37, μεταξύ άλλων αναφέρεται:
«…πρέπει να λεχθεί ότι η κατάληψη αποτέλεσε αιφνιδιασμό για τις καθοδηγήσεις του Κόμματος και της ΚΝΕ. Δεν ήσαν προετοιμασμένες να δουν τις μέθοδες παρέμβασής τους στα γεγονότα, καθώς και τις μέθοδες συντονισμού της δράσης τους. Η ΚΟΑ και το Γραφείο του ΚΣ της ΚΝΕ είδαν καταρχήν την κατάληψη σαν μια επικίνδυνη περιπλοκή στην ανάπτυξη της αντιχουντικής πάλης. Η σκέψη τους ήταν κυρίως να πάρουν μέτρα για την άμεση απαγκίστρωση των φοιτητών από το Πολυτεχνείο και για την εξέλιξη της εκδήλωσης σε αντιδικτατορικές διαδηλώσεις προς μια ή περισσότερες κατευθύνσεις.
Όσον αφορά στην πολιτική στόχευση της κατάληψης, που δεν μπόρεσε, τελικά, να αποτραπεί, σε άλλο σημείο της «Έκθεσης» (σ.44) αναφέρεται πως «η γραμμή που ζητούσε να ρίχνονται βασικά φοιτητικά αιτήματα» συναντάει αντιδράσεις και «δεν πιάνει ούτε στα μέλη μας».
Καθώς η κατάληψη είναι μια πραγματικότητα και στον χώρο γύρω από το Πολυτεχνείο συγκεντρώνονται χιλιάδες λαού και νεολαίας, έτσι ώστε η κινητοποίηση να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά λαϊκής εξέγερσης, ενώ τα φοιτητικά συνθήματα έχουν υποκατασταθεί πλήρως από συνθήματα αντιχουντικά και αντιιμπεριαλιστικά κι οι κινητοποιημένες μάζες εκφράζουν ανοιχτά την αντίθεσή τους στη χουντική «φιλελευθεροποίηση», η προσπάθεια των δυνάμεων της «επίσημης Αριστεράς επικεντρώνεται, από τη μια, στην απεμπλοκή από το Πολυτεχνείο και την εκτόνωση μέσω διαδηλώσεων, κι απ’ την άλλη, στην προβολή του στόχου της ενότητας με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, αν και μετά από επιμονή των ακροαριστερών μελών της, απορρίφθηκε στη Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης, ανακοινώθηκε από τον ραδιοσταθμό του Πολυτεχνείου -κατόπιν συμφωνίας ΚΝΕ και Ρήγα Φεραίου, κατά την «Έκθεση» της Κ.Ε. του ΚΚΕ (σ.45)- ως πολιτικής πρόταση, κάλεσμα προς «όλες τις αντιδικτατορικές –αντιστασιακές δυνάμεις και όλα τα δημοκρατικά αντιδικτατορικά κόμματα… Να κάνουν κοινό πρόγραμμα, βασισμένο οπωσδήποτε στις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, με βασικό στόχο την ανατροπή της δικτατορίας».


Η εξέλιξη της φοιτητικής διαμαρτυρίας σε εξέγερση με παλλαϊκά χαρακτηριστικά και η εξάντληση των ορίων ανοχής του υπό «φιλελευθεροποίηση», καθεστώτος, με τη βίαιη και αιματηρή καταστολή της, άλλαξε ριζικά το πολιτικό σκηνικό. Καθόρισε όχι μόνο της άμεσες εξελίξεις, αλλά είχε και συνέπειες καθοριστικές για τη μεταδικτατορική ελληνική πραγματικότητα. Συγκεκριμένα:
α) Το Πολυτεχνείο λειτούργησε καθοριστικά στην κατεύθυνση ανακοπής των διαδικασιών εγκαθίδρυσης ενός κοινοβουλευτικού καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης», που δρομολογούνταν με τη «φιλελευθεροποίηση». Η μαζική κινητοποίηση και μάλιστα με όρους ανοιχτής αντιπαράθεσης με τη βία των τεθωρακισμένων της Χούντας, ανέδειξε τον λαϊκό παράγοντα, εξέφρασε τη λαϊκή αντίθεση στη συναίνεση του αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στην προοπτική μιας ασφυκτικά ελεγχόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, του τύπου που γνωρίζουμε από τη γειτονική Τουρκία.
β) Υποχρεώνοντας τη Χούντα να εξαντλήσει τα όρια ανοχής της, ανατρέποντας τις δρομολογημένες πολιτικές στοχεύσεις της, λειτούργησε καθοριστικά στην όξυνση των αντιπαραθέσεων στους κόλπους του καθεστώτος (ανατροπή του Παπαδόπουλου από την ομάδα Ιωαννίδη). Η δεύτερη Χούντα επιβλήθηκε και πέρασε τον σύντομο βίο της, υπό τη σκιά της ανοιχτά, πλέον, εκφρασμένης λαϊκής αντίθεσης. Ως εκ τούτου, υποχρεώθηκε σε σπασμωδικούς πολιτικούς χειρισμούς, που συντόμευσαν την πτώση της.
γ) Με εκφρασμένη τη λαϊκή βούληση, ο αστικός πολιτικός κόσμος δεν μπορούσε, πια, να επενδύει σε συνδιαλλαγές με το χουντικό καθεστώς, χωρίς τον κίνδυνο αποκοπής του από τη λαϊκή βάση στην οποία αναφερόταν. Η εξέγερση του Νοέμβρη και η αιματηρή καταστολή της λειτουργούσαν καταλυτικά ακόμη και στις συνειδήσεις της μεγάλης πλειονότητας των συντηρητικών ανθρώπων, που στον ένα ή στον άλλο βαθμό είχαν αποδεχτεί τη Χούντα, τουλάχιστον ως εγγύηση της τάξης και της ασφάλειας. Η διατήρησή της στην εξουσία περιέκλειε, πλέον, σοβαρούς κινδύνους και προκαλούσε κλίμα έντονης ανησυχίας και ανασφάλειας.
δ) Η εξέγερση όξυνε την κρίση της Αριστεράς. Διέψευσε τις λεγκαλιστικές αυταπάτες που χαρακτήριζαν την πολιτική του «κόμματος της κομμουνιστικής ανανέωσης», δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την παραπέρα αμφισβήτησή της, που εκφράστηκε στα αμέσως επόμενα χρόνια, τόσο με τη συρρίκνωση της επιρροής του όσο και με την αποδέσμευση δυνάμεων σε αριστερή κατεύθυνση (Β΄ Πανελλαδική κ.λπ). Φάνηκαν, επίσης, τα όρια της δυνατότητας του ΚΚΕ να συνδέεται με αγωνιζόμενα τμήματα του λαού και της νεολαίας και να εκφράζει τις αγωνιστικές του διαθέσεις. Η αδυναμία του αυτή- και παρά την μεταδικτατορική κυριαρχία του στον χώρο της κομουνιστικής Αριστεράς- θα αποτελέσει και τον βασικό λόγο της δημιουργίας κενού το οποίο θα καλυφθεί, για πρώτη φορά στην ελληνική πραγματικότητα, με τη μαζικοποίηση ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο, του ΠΑΣΟΚ.
ε) Με την εξέγερση του Νοέμβρη καταγράφεται, για πρώτη φορά με όρους μαζικής απεύθυνσης και αποτελεσματικότητας, ο χώρος της επαναστατικής Αριστεράς. Ομάδες και οργανώσεις που τοποθετούνταν με θέσεις αριστερής κριτικής απέναντι στα δύο Κ.Κ., ανένταχτοι αγωνιστές, βλέπουν τις πολιτικές τους προτάσεις να υιοθετούνται από ένα μαζικό κίνημα, το οποίο φτάνει στο επίπεδο της εξέγερσης, υλοποιώντας, έτσι, μια πολιτική που φαινόταν μειοψηφική ή και περιθωριακή. Η συνάντηση της επαναστατικής Αριστεράς με το κίνημα των μαζών, στο πεδίο του αγώνα, η έκφραση από τη νεολαιίστικη και λαϊκή εξέγερση των θέσεων που υπερασπίζονται μικρές ομάδες και οργανώσεις, δημιούργησε ένα εκρηκτικό μίγμα και αποτελεί τεράστιας σημασίας παρακαταθήκη.
στ) Η σημαντικότερη συνέπεια του Νοέμβρη είναι η κατάρρευση του μετεμφυλιακού καθεστώτος, στην οποία το συμπαρέσυρε η πτώση της χούντας, τον επόμενο Ιούλιο, του 1974. Το Πολυτεχνείο πέτυχε εκεί που απέτυχαν τα Ιουλιανά του ’65. Η μαζική λαϊκή εξέγερση, που ξεκίνησε και εξελίχθηκε παρά την πολιτική βούληση των δυνάμεων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και της επίσημης Αριστεράς, απέδειξε την έντονη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών και της νεολαίας και την ανέπτυξε περισσότερο. Καθώς η Χούντα καταρρέει, στις κρίσιμες μέρες της πολεμικής σύρραξης στην Κύπρο, την οποία προκάλεσε, καμιά πολιτική δύναμη δεν μπορούσε να εγγυηθεί τη διατήρηση του καθεστώτος των έκτακτων μέτρων, που επιβλήθηκε κατά τον Εμφύλιο και εδραιώθηκε ως αποτέλεσμα της έκβασής του. Κι αυτό, κυρίως, γιατί η εξέγερση του Νοέμβρη είχε αναδείξει, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, τη διάθεση του λαού να μην ανεχθεί τη διατήρηση ενός καθεστώτος που γεννούσε Χούντες.
Την απάντηση στο ερώτημα ως προς το γιατί η κατάρρευση της Χούντας και συνολικά του μετεμφυλιακού καθεστώτος δεν συνοδεύτηκε από διαδικασίες πιο ριζικών ανατροπών, θα έπρεπε να την αναζητήσουμε στις σύνθετες κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες που είχαν συντελεστεί στα χρόνια που προηγήθηκαν. Στις αλλεπάλληλες ήττες της εργατικής τάξης, που δεν μπόρεσε να αναπτύξει το δικό της μαζικό διεκδικητικό και αντιδικτατορικό κίνημα. Στη διαμόρφωση κοινωνικών στρωμάτων που η αντιχουντική τους τοποθέτηση δεν ακύρωνε τον κύριο ρόλο τους ως στηριγμάτων του κυρίαρχου αστικού συνασπισμού εξουσίας (πόσο μάλλον που η διεκδίκηση κατοχύρωσης αυτής της θέσης καθόριζε σε μεγάλο βαθμό και την τοποθέτησή τους ενάντια στο περιοριστικό καθεστώς «έκτακτης ανάγκης»). Τέλος, στην ανυπαρξία πολιτικών δυνάμεων διατεθειμένων να θέσουν, εκείνες τις κρίσιμες μέρες του Ιουλίου ’74, όταν «η εξουσία έτρεχε στους δρόμους», τέτοιους προωθημένους πολιτικούς στόχους.
Η «επίσημη Αριστερά δεν το ήθελε. Η επαναστατική Αριστερά δεν μπορούσε. Για την πρώτη, προείχε η επάνοδος στη νομιμότητα, όνειρο δεκαετιών, που επιτέλους σαρκωνόταν. Για τη δεύτερη, η συνάντησή της με τον εξεγερμένο λαό και τη νεολαία, κατά τον Νοέμβρη, δεν συνιστούσε και αυτόματη και σε βάθος ανάπτυξη σχέσεων εκπροσώπησης.

Την επαύριο της πτώσης της Χούντας η πρώτη θα προτάξει τον στόχο της όσο γίνεται μεγαλύτερης άντλησης ψήφων από τη δεξαμενή των εαμογενών ψηφοφόρων. Δυστυχώς γι΄ αυτήν, θα προτιμήσουν, στη μεγάλη τους πλειονότητα, την χειροπιαστή «Αλλαγή» που επαγγέλεται ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η δεύτερη θα αναλωθεί, κυρίως, στην εκπόνηση του προγραμμάτων της «λαϊκοδημοκρατικής» ή της «σοσιαλιστικής» (ενίοτε και της «κομμουνιστικής») επανάστασης, καταβάλλοντας, εντούτοις, και φιλότιμες –αν και αναποτελεσματικές – προσπάθειες να επιπλεύσει στο κύμα του νέου ριζοσπαστισμού των εργατικών αγώνων που σημαδεύουν την ταξική πάλη στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια.

Αν, σε κάθε περίπτωση, ο μεγάλος κερδισμένος ήταν το ΠΑΣΟΚ, ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε σχετικά με το κατά πόσο αντλήθηκαν τα κατάλληλα διδάγματα από τον Νοέμβρη. Που, σε τελική ανάλυση, δεν διαφέρουν από τα διδάγματα της όποιας άλλης ιστορικής εμπειρίας, σχετικά με το πώς συνδέεσαι με τις μάζες, πως οι προτάσεις που καταθέτεις ενώπιον του μαζικού κινήματος, όσο τολμηρές κι αν είναι, αποτελούν χειροπιαστούς, άρα πειστικούς στόχους αγώνα και δεν φαντάζουν στείρες ιδεοληψίες.