Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα "Βαθύ Κόκκινο"
Γ. Αλεξάτος: "Το τραγούδι των ηττημένων - Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στην μεταπολεμική Ελλάδα "
Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου 2011
Ο Γιώργος Αλεξάτος είναι ένας αγωνιστής συγγραφέας με μακρόχρονη παρουσία στα κινηματικά δρώμενα. Συνδικαλιστής οικοδόμος -υπήρξε οργανωτικός γραμματέας του Συνδικάτου Οικοδόμων Θεσσαλονίκης- με πλούσια πολιτιστική δράση αρθρογραφώντας και διευθύνοντας έντυπα πολιτικού και πολιτιστικού περιεχομένου. Εχει εκδώσει τα βιβλία: "Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου" (Ρωγμή 1997), "Συνοπτική αναφορά στην ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος" (Γειτονιές του Κόσμου, Θεσσαλονίκη 2003), "Το τραγούδι των Ηττημένων" (Γειτονιές του Κόσμου, Θεσσαλονίκη 2006) και "Πλατεία Μπελογιάννη" (Εκδόσεις ΚΨΜ 2010 Αθήνα).
Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που θα είναι ένας απ' τους συντελεστές του διαδικτυακού ραδιοσταθμού μας με εκπομπές που θα ασχολούνται με το λαϊκό τραγούδι, ένα θέμα που το γνωρίζει πολύ καλά. Για να δώσουμε μια αίσθηση στους αναγνώστες μας για τον συγκεκριμένο σύντροφο και τις γνώσεις του για το λαϊκού τραγούδι παραθέτουμε την εισαγωγή του βιβλίου του "Το τραγούδι των ηττημένων - Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στην μεταπολεμική Ελλάδα "
Σχετικά με την τέχνη και την κοινωνική αντιπαράθεση στο ιδεολογικό επίπεδο
Σε μια προσπάθεια μελέτης των κοινωνικών αντιθέσεων στη μεταπολεμική Ελλάδα και των όρων ιδεολογικής και πολιτικής παρέμβασης του εργα¬τικού κινήματος στις συνθήκες που διαμόρφωσε η ήττα κατά τον εμφύλιο πόλεμο, πρόβαλε ως αναγκαία η αναφορά στην ιδιαίτερη σχέση της εργατικής τάξης με το λαϊκό τραγούδι. Κι αυτό γιατί με τη μελέτη του τραγουδιού, ως κοινωνικής-πολιτιστικής μορφής έκφρασης, δίνεται η δυνατότητα ανίχνευσης στοιχείων των άμεσων και αυθόρμητων ιδεολογικών τάσεων, που διαμορφώ¬νονται στη δεδομένη κοινωνία σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Το τραγούδι, εκτός απ' το αισθητικό στοιχείο, περιλαμβάνει αδιαχώριστα και το ιδεολογικό1, το οποίο εμπεριέχεται σε όλα τα έργα τέχνης, καθώς αυτά "πηγάζουν από μια ιδεολογική αντίληψη του κόσμου"2. Το τραγούδι όμως, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη καλλιτεχνική μορφή, επιτρέπει "τη γρήγορη και άμεση έκφραση εικόνων παραστάσεων και ιδεών με ρητά ιδεολογικά αποτελέσματα"3. Από τα ίδια τα δομικά του χαρακτηριστικά, μπορεί να αποκτήσει μια λειτουργικότητα σε μαζικό επίπεδο4.
Το ιδεολογικό στοιχείο, η ιδεολογία, δεν αναφέρεται εδώ με την έννοια της συγκροτημε'νης κοσμοθεωρίας ή της ψευδούς συνείδησης, αλλά ως "παράσταση της φανταστικής σχέσης του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης του"5. Πράγμα που σημαίνει ότι «οι "άνθρωποι" δε φαντάζονται, με την ιδεολογία, τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης τους, τον πραγματικό κόσμο, αλλά κυρίως αναπαριστούν τη σχέση τους με τις συνθήκες ύπαρξης τους. Η σχέση αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε ιδεολογικής, άρα φανταστικής, παράστασης του πραγματικού κόσμου»6.
Καθώς "οι άνθρωποι ζουν τις σχέσεις τους με τον κόσμο μέσα από την ιδεολογία"7, η τελευταία έχει υλική υπόσταση8. Η ιδεολογία δεν αποτελεί, απλώς, ένα σύνολο ιδεών και αντιλήψεων. Συνιστά βιωματικές εμπειρίες και ζωής και "υποσημαίνει τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν το ρόλο τους, τις αξίες, τις ιδε'ες και τις αντιλήψεις που τους συνδέουν με την κοινωνική τους λειτουργία και τους στερούν μια πραγματική γνώση της κοινωνίας σαν σύνολο"9.
Μ' αυτή την έννοια, οι ιδεολογίες, εκφράζοντας κυρίως επιθυμίες και ελπίδες, κυριαρχούνται από στοιχεία φανταστικά, τα οποία "ε'χουν μια λειτουργία προσαρμογής στην πραγματικότητα"10.
Μέσα στην ιδεολογία, το άτομο αγνοεί τους πολλαπλούς καθορισμούς, τόσο απ' το ίδιο το ασυνείδητο του, όσο κι απ' τον ρόλο του ως κατόχου-φορέα συγκεκριμένης ταξικής-κοινωνικής θέσης. Αντιλαμβανόμενο τον εαυτό του σαν "υποκείμενο", λειτουργεί στην πραγματικότητα ως φορέας σχέσεων, στις οποίες "συγκατατίθεται οικειοθελώς", θεωρώντας ότι προκύπτουν σαν αποτέλεσμα της δικής του "ελεύθερης" βούλησης και πρακτικής.
Αυτή ακριβώς η λειτουργία της ιδεολογίας, το ότι "εγκαλεί τα άτομα ως υποκείμενα", εμφανίζοντας τα να "πορεύονται οικειοθελώς"11, προσδιορίζει και την ιδιαιτερότητα της πάλης των τάξεων στο ιδεολογικό επίπεδο. Μια ιδεολογία γίνεται "υλική δύναμη" -κατά την κλασική έκφραση του Μαρξ- στον βαθμό που διαχέεται στις μάζες, έτσι ώστε τα ιδεολογικά προτάγματα να γίνονται αντιληπτά ως συνειδητές επιλογές των ατόμων.
Με την ταξική πάλη στο ιδεολογικό επίπεδο διεκδικείται, τόσο απ' τις κυρίαρχες τάξεις, όσο κι απ' αυτές που αποβλέπουν στην κατάκτηση της εξουσίας, η ιδεολογική ηγεμονία. Έτσι ώστε τα ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα τους να εμφανίζονται ως συμφέροντα του "λαού", ως συνόλου.
Γνωρίζουμε, ήδη απ' την εποχή του Μαρξ, ότι κυρίαρχη ιδεολογία σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό είναι η ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Αλλά "όπως υπάρχουν άρχουσες τάξεις και τάξεις που άρχονται, το ίδιο υπάρχουν και άρχουσες ιδεολογίες και ιδεολογικές τάσεις που άρχονται"12.
Μπορούμε έτσι ν' αναγνωρίσουμε, εκτός απ' την κυρίαρχη ιδεολογία, ιδεολογικές τάσεις κυριαρχούμενες. Στην περίπτωση των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών μπορούμε να διακρίνουμε, πέρα απ' την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, την εργατική ιδεολογική τάση και την ποικιλία εκφράσεων της μικροαστικής ιδεολογικής τάσης, αλλά και την ιδεολογική τάση του περιθωριακού υποπρολεταριάτου.
Αναφερόμαστε, λοιπόν, στις ιδεολογικές τάσεις, ως εκφράσεις των άμεσων και "αυθόρμητων" τρόπων, με τους οποίους τα άτομα-φορείς ταξικών θέσεων αντιλαμβάνονται τις σχέσεις τους με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης τους, άρα και με την ταξική τους ένταξη. Μιλάμε, κατά συνέπεια, για μια αυθόρμητη αντίληψη πολλαπλά καθοριζόμενη από παράγοντες ασυνείδητους, αλλά και από στοιχεία γνώσης της πραγματικότητας και από φανταστικές αναπαραστάσεις της, που συγκροτούν αυτό που ο Λένιν χαρακτήριζε "ταξικό ένστικτο".
Οι ιδεολογικές τάσεις των κυριαρχούμενων τάξεων κυριαρχούνται, αντιστοίχως, απ' την ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Η κυρίαρχη ιδεολογία ενυπάρχει στο εσωτερικό των κυριαρχούμενων ιδεολογικών τάσεων13, έτσι ώστε οι τελευταίες να "είναι υποταγμένες ιδεολογικά και μάλιστα πάντοτε"14 κι η υποταγή τους αυτή εκφράζεται ακόμη και όταν εκδηλώνεται η διαμαρτυρία των κυριαρχούμενων τάξεων:
"Τι θέλει να πη ο Μαρξ, όταν βεβαιώνει ότι η αστική ιδεολογία κυριαρχεί πάνω στις άλλες ιδεολογίες και ιδιαίτερα πάνω στην προλεταριακή ιδεολογία: Εννοεί ότι οι εργατικές διαμαρτυρίες ενάντια στην εκμετάλλευση εκφράζονται στο εσωτερικό της δομής, συνεπώς μέσα στο σύστημα και σε μεγάλο βαθμό με παραστάσεις και έννοιες αναφοράς της άρχουσας αστικής ιδεολογίας"15.
Η βασική λειτουργία της κυρίαρχης ιδεολογίας έγκειται στην απόκρυψη της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Έτσι, το ταξικό της συμφέρον εμφανίζεται σαν το γενικό συμφέρον της κοινωνίας και οι κοινωνικοταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές ως τέτοιες.
Καθώς η κυρίαρχη ιδεολογία εμφανίζει τα άτομα σαν ελεύθερα και ίσα υποκείμενα, αποκρύπτοντας τον ρόλο τους ως δρώντων παραγόντων στο πλαίσιο συγκεκριμένων κι ανεξάρτητων απ' τη θέληση τους ταξικών - κοινωνικών σχέσεων, "τα παρουσιάζει κατά κάποιο τρόπο σε προκοινωνική κατάσταση, επιτυγχάνοντας μ' αυτό τον τρόπο αυτήν την ειδική απομόνωση των κοινωνικών σχέσεων"16.
Εμφανιζόμενη σαν "ο ενσαρκωτής του γενικού συμφέροντος"17, η άρχουσα τάξη επιτυγχάνει την "εμπέδωση των καπιταλιστικών ταξικών συμφερόντων, μέσω της ιδεολογίας ως "βιωματικής πρακτικής", ως "τρόπου ζωής" όχι μόνο των κυρίαρχων αλλά, υπό παραλλαγμένη μορφή, και των κυριαρχούμενων τάξεων"18. Έτσι, όχι μόνο η διαμαρτυρία, αλλά κι αυτή η εξέγερση ενάντια στο σύστημα κυριαρχίας, εκδηλώνεται "μέσα στο πλαίσιο αναφοράς της κυρίαρχης νομιμότητας"19.
Όπως επισήμανε ο Νίκος Πουλαντζάς, "η αντίθεση εκδηλώνεται καμιά φορά με έναν απλό τρόπο διαφορετικής συμπεριφοράς απέναντι στα σημεία και στα σύμβολα που επιβάλλει η κυρίαρχη νομιμότητα. Δεν είναι έτσι καθόλου εκπληκτικό να διαπιστώνουμε καμιά φορά, στην εργατική τάξη, όχι απλώς μια κλασική ρεφορμιστική ιδεολογία, αλλά ακόμα και την συνύπαρξη μιας επαναστατικής ιδεολογίας, στέρεα δομημένης και μιας ιδεολογίας υποταγμένης στα ουσιαστικά πλαίσια της κυρίαρχης νομιμότητας"20.
Ας επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο ζήτημα της λειτουργίας της κυρίαρχης ιδεολογίας, στο να αποκρύπτει και να παραμορφώνει την πραγματική κατάσταση των ταξικών-κοινωνικών σχέσεων. Τα όποια στοιχεία γνώσης της πραγματικότητας περιέχονται στις ιδεολογίες, βρίσκονται εκεί "πάντα ενσωματωμένα σε ένα σφαιρικό σύστημα παραστάσεων, που είναι εξ ορισμού ένα σύστημα που παραμορφώνει και μυστικοποιεί την πραγματικότητα"21. Εντούτοις, καμιά ιδεολογία δεν διαμορφώνεται αυθαίρετα. Αντίθετα, "είναι πάντοτε ένδειξη πραγματικών προβλημάτων, μολονότι είναι ενδεδυμένα με μια μορφή παραγνώρισης, και, άρα, αναγκαστικά απατηλή"22.
Αυτή την παραμόρφωση και μυστικοποίηση της πραγματικότητας θα ήταν λάθος να τη δούμε σαν δήθεν αποτέλεσμα μιας "κακής συνείδησης" ή μιας "θέλησης απάτης" της άρχουσας τάξης. Μια τέτοια αντίληψη -κυρίαρχη σε σημαντικά ρεύματα της Αριστεράς και του μαρξισμού- είναι σαφώς ιδεαλιστική23, καθώς υπονοεί ότι τα μέλη της άρχουσας τάξης δεν υπόκεινται στην ιδεολογία, κατέχουν την αντικειμενική αλήθεια και τη χειρίζονται κατά βούληση, αποφεύγοντας για τους εαυτούς τους τα παραμορφωτικά αποτελέσματα της24.
Στην πραγματικότητα, η παραμόρφωση και η μυστικοποίηση που αποτελούν συστατικά στοιχεία της ιδεολογίας, οφείλονται στο ότι η ζωή των ανθρώπων προσδιορίζεται από αντικειμενικές δομές. Η πρακτική της ζωής τους επιτρέπει, μεν, να αντιληφθούν κάποια αποτελέσματα αυτών των δομών, αλλά τους αποκρύπτει την ουσία τους25.
Έτσι, δεν είναι η άρχουσα τάξη που παράγει τα παραμορφωτικά αποτελέσματα της ιδεολογίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να τα χρησιμοποιεί συνειδητά για την ισχυροποίηση της εξουσίας της. "Αλλά αυτό το γεγονός, δεν αλλάζει τίποτα στη γενική αρχή ότι, σε τελευταία ανάλυση, όλες οι ιδεολογικές παραστάσεις είναι αναγκαστικά παραμορφωτικές από το δομικό χαρακτήρα όλων των κοινωνιών"26.
Επιπλέον, πρέπει να δούμε ότι κι η ίδια η κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι απαλλαγμένη απ' την παρουσία των κυριαρχούμενων ιδεολογιών27, έστω κι αν αυτές υπάρχουν μέσα σ' αυτήν ακριβώς ως υποταγμένες. Κι εδώ είναι η πάλη των τάξεων και όχι μόνο σ' αυτό καθαυτό το ιδεολογικό επίπεδο, που καθορίζει τον βαθμό, την ένταση και την έκταση της παρουσίας των κυριαρχούμενων ιδεολογιών μέσα στην κυρίαρχη ιδεολογία.
Προφανώς, στα πλαίσια αυτής της Εισαγωγής δεν θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε μια στοιχειωδώς επαρκή ανάλυση και τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα της ιδεολογικής λειτουργίας της τέχνης. Πρόκειται, ούτως ή άλλως, για ένα τεράστιο θέμα κι η μέχρι τώρα ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας μόνο γενικές κατευθύνσεις μπορεί να μας υποδείξει.
Θα μείνουμε στη θέση που διατύπωσε ο Αλτουσέρ και που δεχτήκαμε στην αρχή αυτού του εισαγωγικού κειμένου. Στο ότι "κάθε έργο τέχνης προκύπτει από ένα ταυτόχρονα αισθητικό και ιδεολογικό εγχείρημα".
Σύμφωνα με τον ίδιο, «από τη στιγμή που υφίσταται ένα έργο τέχνης, παράγει σαν έργο τέχνης... ένα ιδεολογικό αποτέλεσμα... Με φανταστικό τρόπο αντικατοπτρίζεται εκεί η σχέση που διατηρούν οι "άνθρωποι" (δηλαδή οι ανήκοντες στις κοινωνικές τάξεις μέσα στην ταξική κοινωνία μας) με τις δομικές σχέσεις των "συνθηκών ύπαρξης τους"... Το έργο τέχνης δεν μπορεί να εξασκήσει μια άμεση ιδεολογική επιρροή, διατηρεί εν τούτοις, σε αντίθεση με κάθε άλλο αντικείμενο, στενότερες σχέσεις με την ιδεολογία και πάντως στην ειδική αισθητική ύπαρξη του δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτή την προνομιακή σχέση με την ιδεολογία, δηλαδή χωρίς να λαμβάνουμε υπ' όψη το άμεσο και αναπόφευκτο ιδεολογικό του αποτέλεσμα»28.
Από αυτή την άμεση και προνομιακή σχέση της τέχνης με την ιδεολογία δεν προκύπτει ότι το έργο τέχνης αποτελεί "ένα απλό μέσο, ένα "όχημα" το οποίο μεταφέρει την ιδεολογία. Δεν υπάρχει τέχνη "πριν" την ιδεολογία, δεν υπάρχει μια καλλιτεχνική μορφή στην οποία ιππεύει η ιδεολογία"29. Η ιδεολογία είναι, ούτως ή άλλως, παρούσα σε κάθε έργο τέχνης, ακριβώς γιατί με την τέχνη αποκαθίσταται μια νέα αντιληπτικότητα της πραγματικότητας30, που δεν πρόκειται για την άμεση εμπειρική σχέση μ' αυτήν, ούτε για την επιστη¬μονική γνώση της, αλλά για τη θέαση της31, που γίνεται με όρους ιδεολογικούς.
Αν και η παραγωγή και "κατανάλωση" των έργων τέχνης συντελείται -στον βαθμό που αναπτύσσεται η καπιταλιστική πολιτιστική βιομηχανία- στο οικονομικό επίπεδο της κοινωνικής δομής, η τέχνη αποτελεί μέρος του εποικοδομήματος. Ως εκ τούτου, εντάσσεται στο ιδεολογικό επίπεδο, ακριβώς γιατί, παράγει άμεσα και αναπόφευκτα ιδεολογικά αποτελέσματα.
Δεν θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι τα έργα τέχνης εκφράζουν άμεσα τη συνείδηση αυτής ή της άλλης κοινωνικής τάξης ή ότι, τελικά, με την τέχνη έχουμε μια απευθείας αναπαράσταση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Αντίθετα, μπορούμε να επιμείνουμε στον όρο "αντανάκλαση", που έχουν χρησιμοποιήσει οι κλασικοί του μαρξισμού. Σύμφωνα με τη σαφή διατύπωση του Μάο Τσε τούνγκ, τα έργα τέχνης, ως ιδεολογικές μορφές, "είναι το προϊόν της αντανάκλασης μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο της δοσμένης κοινωνικής ζωής"32.
Η "αντανάκλαση" της κοινωνικής πραγματικότητας δεν συντελείται ευθύγραμμα, αλλά με τη μεσολάβηση της ιδεολογίας, που κι αυτή έχει υλική υπόσταση. Έτσι, η τέχνη "δεν πέφτει απ' τον ουρανό", ούτε προκύπτει σαν προϊόν κάποια μυστηριώδους δημιουργικής ικανότητας.
Αποτελεί, αντίθετα, αποτέλεσμα μιας κοινωνικής πρακτικής, συνιστώντας όχι «μια "φανταστική" δραστηριότητα, αλλά "το προϊόν της αντανάκλασης", άρα μια αναγκαία υλική διαδικασία, "μιας δοσμένης κοινωνικής ζωής"»33.
Στα έργα τέχνης, η ιδεολογία δεν εκφράζεται παρά με τρόπο αντιφατικό, θέτοντας ζητήματα που δεν έχει λύσει, σαν να ήταν, ήδη, λυμένα. Ακριβώς γιατί οι συγκρουόμενες και ασυμβίβαστες ιδεολογικές αντιφάσεις δεν λύνονται με την τέχνη, παρά μόνο φανταστικά34. Έτσι, "το αδύνατον μιας τέτοιας λύσης", που αποτελεί και το "δημιουργό στοιχείο" της τέχνης, την κάνει να "σκηνοθετεί" την παράσταση "σαν λύση των ίδιων των όρων μιας ανυπέρβλητης αντίφασης, έναντι μετατοπίσεων και υποκαταστάσεων λιγότερο ή περισσότερο πολυάριθμων και σύνθετων"35.
Καθώς τα έργα τέχνης "δεν είναι αποκυήματα μυστηριακής έμπνευσης ούτε μπορούν να ερμηνευτούν απλά σε σχέση με την ψυχολογία" του δημιουργού τους, μπορούμε να πούμε πως αποτελούν "μορφές αντίληψης, ιδιαίτερους τρόπους του βλέπειν τον κόσμο και σαν τέτοια σχετίζονται με τον κυρίαρχο τρόπο του βλέπειν ή την ιδεολογία μιας εποχής"36.
Οι σχέσεις μεταξύ τέχνης και ιδεολογίας είναι σύνθετες και "αναφέρονται όχι μόνο στα θέματα και τις ενασχολήσεις, αλλά και στο ύφος, το ρυθμό, τις εικόνες, την ποιότητα και (...) τη μορφή"37. Κατά συνέπεια, δεν αναφερόμαστε στο "περιεχόμενο" ενός έργου τέχνης, όπου δήθεν ενυπάρχει ή διεισδύει η ιδεολογία, σε αντίθεση με τη μορφή, που θα αποτελούσε το εξωτερικό περίβλημα, αλλά στον ταυτόχρονο αισθητικό και ιδεολογικό προσδιορισμό του έργου τέχνης, στο πλαίσιο της ενότητας μορφής - περιεχομένου.
Η τέχνη, την αυτονομία της οποίας αναγνώριζαν οι κλασικοί του μαρξισμού, οι Μαρξ και Ένγκελς38, ο Τρότσκι39 κ.άλ., δεν προσφέρεται για την αναζήτηση "καθαρών" ιδεολογικών στοιχείων και ούτε μπορούμε να εισάγουμε τέτοια στοιχεία "απ' τα έξω"40. Εντούτοις, καθώς το ιδεολογικό στοιχείο ενυπάρχει ταυτόχρονα με το αισθητικό και η ίδια η τέχνη συνιστά μια κοινωνική λειτουργία, μπορούμε να ανιχνεύσουμε αυτό το ιδεολογικό στοιχείο και, κατά συνέπεια, να αποπειραθούμε την ένταξη της τέχνης μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, μιας δεδομένης εποχής, στην προσπάθεια μελέτης και ανάλυσης των όρων διεξαγωγής της ταξικής πάλης στο ιδεολογικό επίπεδο. Πόσο μάλλον, όταν πρόκειται για το τραγούδι, με την αμεσότητα και τη μαζική λειτουργικότητα που το χαρακτηρίζει.
Στο βιβλίο αυτό υποστηρίζεται η άποψη ότι η ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης, έχοντας αμφισβητηθεί μέσα απ' την έκρηξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος και των εμφυλίων συγκρούσεων της δεκαετίας του '40, παρέμεινε κλονισμένη και στη συνέχεια. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι οι κοινωνικές τάξεις που δεν συμμετείχαν στον κυρίαρχο μεταπολεμικό συνασπισμό εξουσίας, εξακολούθησαν να επηρεάζονται απ' το πνεύμα της Αντίστασης. Η λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία41, που διαμορφώθηκε στις γραμμές του εαμικού κινήματος, παρά τις σημαντικές αλλαγές στο περιεχόμενο της, που υπήρξαν συνέπεια της ήττας, παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη απ' τον μαρξισμό, ο οποίος είχε αναδειχθεί σε ιδεολογία μαζών.
Παρά την πολιτικο-στρατιωτική συντριβή του αριστερού και λαϊκού κινήματος στα 1949, η αστική κυριαρχία δεν κατόρθωσε να επενδυθεί το στοιχείο της ιδεολογικής νομιμοποίησης στη συνείδηση πλατειών λαϊκών εργαζόμενων μαζών. Το μετεμφυλιακό καθεστώς ήταν, για τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες, καθεστώς ξένο ως προς αυτές, εχθρικό. Ήταν το καθεστώς των "άλλων": της εκμεταλλεύτριας πλουτοκρατίας, των αμερικανών συμμάχων και προστατών της, του λαομίσητου βασιλιά, του τρομοκράτη χωροφύλακα, του νεόπλουτου πρώην μαυραγορίτη της Κατοχής που έγινε εργολάβος, του πρώην ταγματασφαλίτη που εξασφάλισε θέση στο δημόσιο.
Η δεδομένη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας δεν έγινε αποδεκτή και τα οράματα του ΕΑΜ εξακολουθούσαν ν' αποτελούν τη βάση της ιδεολογίας των κυριαρχούμενων τάξεων: Η εθνική ανεξαρτησία (ως αντίθεση, τώρα, στον ιμπεριαλισμό και τη συμμετοχή στην ψυχρο-πολεμική συμμαχία του ΝΑΤΟ), η δημοκρατία (ως άρνηση του παρατεταμένου καθεστώτος έκτακτων μέτρων και διώξεων, των εκλογικών πραξικοπημάτων, των παραεξουσιών του Θρόνου και του στρατού, της δράσης του παρακράτους κλπ.), η κοινωνική δικαιοσύνη (ως "αντιπλουτοκρατισμός", που εμπεριείχε μια αντικαπιταλιστική δυναμική).
Με τη μορφή αυτή, η λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία είναι, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, παρούσα όλη αυτή την περίοδο, σε όλες τις εκδηλώσεις και συμπεριφορές πλατειών τμημάτων των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων και κυρίως της εργατικής τάξης. Αντίστοιχα, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, οι επιρροές της είναι φανερές και στις πολιτιστικές εκδηλώσεις και συμπεριφορές και ιδιαί-τερα, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, στο λαϊκό τραγούδι της εποχής.
Στον βαθμό που η κυρίαρχη αστική ιδεολογία διαπερνάει τις κυριαρχούμενες ιδεολογικές τάσεις και διεισδύει στο εσωτερικό της εργατικής ιδεολογικής τάσης, με τη μορφή της μικροαστικής ιδεολογίας, παρατηρούμε ότι η κραυγή διαμαρτυρίας που βγαίνει απ' το λαϊκό τραγούδι, συνήθως μένει εγκλωβισμένη στα πλαίσια του ατομικού ξεσπάσματος, παίρνοντας τη μορφή έκφρασης μιας απόγνωσης. Ακόμη και τότε, όμως, δεν απουσιάζουν τα στοιχεία συνειδητοποίησης της ταξικής αντίθεσης, κάθε άλλο μάλιστα. Συχνά, τα στοιχεία αυτά είναι κυρίαρχα, προετοιμάζοντας, έτσι, το έδαφος για την εμφάνιση του λεγόμενου "έντεχνου" πολιτικού τραγουδιού.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η στάση της Αριστεράς απέναντι στο λαϊκό τραγούδι και -κατ' επέκταση- στην αυθόρμητη ιδεολογική τάση που αυτό εξέφραζε. Διαπιστώνεται πως η στάση αυτή, όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση του ρεμπέτικου, κυμαινόταν μεταξύ της αδιαφορίας και της διακηρυγμένης απόρριψης.
Πρόκειται για στάση που δικαιολογούταν με αξιολογήσεις της ποιότητας του, συνήθως ταυτόσημες μ' αυτές που καθόριζαν και την ανάλογη στάση των εκπροσώπων και φορέων του επίσημου αστικού πολιτισμού. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, το λαϊκό τραγούδι θεωρούταν ξένο προς την εθνική (και λαϊκή) μουσική παράδοση. Κι ενώ η επίσημη κρατική ιδεολογία δεν το ενέτασσε στο εθνικό σύστημα μουσικής, για λόγους όχι και τόσο άσχετους με τη δυναμική αμφισβήτησης που περιέκλειε, η Αριστερά το αποκήρυττε, βλέποντας μόνο τη μια πλευρά του, τη "μοιρολατρική", θεωρώντας την ανασταλτική στη διαδικασία πολιτικής και ταξικής συνειδητοποίησης των εργατικών και λαϊκών μαζών.
Στη βάση αυτής της αντιμετώπισης απ' την πλευρά της Αριστεράς, βρίσκεται η κυρίαρχη αντίληψη περί διάκρισης μεταξύ "τάξης καθαυτής" και "τάξης για τον εαυτό της", αντίληψη ιδεαλιστική, κληρονομημένη απ' τις χεγκελιανές επιρροές στο έργο του νεαρού -και όχι μόνο- Μαρξ42.
Σύμφωνα με το σχήμα αυτής της διάκρισης, η εργατική τάξη υπόκειται πλήρως στην επιρροή και κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας, μέχρις ότου, συνειδητοποιώντας τα ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα της, "περάσει στο στάδιο" της διεξαγωγής της πάλης των τάξεων.
Η αντίληψη αυτή σχετίζεται με την ιδεαλιστική αντιμετώπιση του ζητήματος της ιδεολογίας, που απ' τη μια θεωρείται ως αυτόματη αντανάκλαση του οικονομικού επιπέδου της κοινωνικής δομής43, κι απ' την άλλη ως "ψευδής συνείδηση", σύνολο ιδεών που η άρχουσα τάξη, συνειδητά και με σκοπό τον αποπροσανατολισμό, περνάει στην εργατική, εμποδίζοντας την να αναδειχθεί σε "τάξη για τον εαυτό της". Έτσι, η εργατική τάξη εμποδίζεται να συνειδητοποιήσει τα ταξικά της συμφέροντα και να ενταχθεί στο επαναστατικό κίνημα, άρα και στο κόμμα που εκφράζει αυτά τα συμφέροντα.
Αποδοχή αυτής της αντίληψης θα σήμαινε πως μπορεί, τάχα, να υπάρξουν τάξεις χωρίς πάλη των τάξεων. Βαθιά οικονομίστικη, η αντίληψη αυτή προϋποθέτει ότι υπάρχει μια αντικειμενική ιστορική εξέλιξη που καθορίζεται απ' την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και διαμορφώνει κοινωνικές τάξεις, οι οποίες μόνο στη συνέχεια και στον βαθμό που συνειδητοποιούν την ύπαρξη τους και την αντίθεση των συμφερόντων τους, εισέρχονται στον στίβο της πάλης αναμεταξύ τους.
Στην πραγματικότητα, "οι κοινωνικές τάξεις συμπίπτουν με τις μορφές ταξικής πρακτικής, δηλαδή με την πάλη των τάξεων"44 και καθώς αυτή διεξάγεται ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δομής, η ταξική αντιπαράθεση είναι που καθορίζει την ιστορική εξέλιξη ή, όπως το έλεγε ο Μαρξ, η πάλη των τάξεων είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
Υποστηρίζουμε ότι η ταξική πάλη ενυπάρχει, ήδη, στους ίδιους τους όρους της παραγωγικής διαδικασίας, καθορίζοντας τις παραγωγικές σχέσεις, δηλαδή σχέσεις ταξικές, άρα σχέσεις εγγενούς αντιπαλότητας. Καθώς οι παραγωγικές σχέσεις δεν νοούνται μόνο ως οικονομικές, αλλά εμπεριέχουν και το στοιχείο της ιδεολογίας και της πολιτικής, η ιδεολογική ταξική πάλη διεξάγεται, ήδη, στο επίπεδο της αντικειμενικής συγκρότησης της εργατικής τάξης, με τη μορφή της αντιπαράθεσης μεταξύ της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας και της εργατικής ιδεολογικής τάσης. Αυτή η τελευταία, ως κυριαρχούμενη απ' την πρώτη και υπό τη διαρκή πίεση και επιρροή των άλλων ιδεολογικών υποσυνόλων (μικροαστικής και υποπρολεταριακής ιδεολογικής τάσης), δεν παύει ν' αποτελεί έκφραση επιθυμιών και αυθόρμητα αντιληπτών ταξικών συμφερόντων, έκφραση, δηλαδή, του αυθόρμητου ταξικού ενστίκτου.
Η αναφορά στο μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, περιλαμβάνει τόσο τα τραγούδια που χαρακτηρίστηκαν "κοινωνικά-λαϊκά" (τραγούδια για την εργασία, τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση, τη μετανάστευση, τη φυλακή κλπ.), όσο και αυτά που, σχηματικά, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν "καθαυτό προσωπικά". Αναφερόμαστε, έτσι, και στην ερωτική θεματολογία, που και στο μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι καλύπτει τον μεγαλύτερο όγκο της καλλιτεχνικής παραγωγής.
Ο σχηματικός διαχωρισμός κοινωνικού-προσωπικού είναι κατά βάση λαθεμένος, καθώς και με το ερωτικό τραγούδι εκφράζονται οι αυθόρμητες ιδεολογικές τάσεις, σε ζητήματα που αφορούν άμεσα στους τρόπους με τους οποίους βιώνονται οι σχέσεις με καίρια ζητήματα της συνολικής κοινωνικής ζωής, όπως ο έρωτας, η οικογένεια κλπ..
Η σημασία του ερωτικού τραγουδιού της περιόδου που μας απασχολεί αναδεικνύεται ακόμη μεγαλύτερη, αν πάρουμε υπόψη ότι, ακριβώς εκείνη την περίοδο, η ελληνική κοινωνία κινούταν σε διαδικασίες γρήγορων μετασχηματισμών, με την εγκατάλειψη παραδοσιακών συμπεριφορών με ιστορία αιώνων.
Καθώς εκατοντάδες χιλιάδες φτωχών αγροτών έπαιρναν τον δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης, παράλληλα με όσους ξενιτεύονταν στο εξωτερικό, κι οι γειτονιές στις πόλεις έχαναν τον πρότερο χαρακτήρα τους, μετατρεπόμενες όλο και περισσότερο σε ένα σύνολο αδιαφοροποίητων απρόσωπων συνοικιών, οι παραδοσιακές οικογενειακές σχέσεις έμπαιναν σε κρίση, ενώ άλλαζε η παραδοσιακή μορφή σχέσεων των δυο φύλων.
Η μαζική έξοδος των γυναικών απ' το σπίτι κι η ένταξη τους στην καπιταλιστική παραγωγή, η μαζική είσοδος των νέων κοριτσιών στην εκπαίδευση, σε συνδυασμό με την απήχηση των εαμικών μηνυμάτων για την ισότητα των δύο φύλων, αλλά κι οι επιρροές απ' τα κινηματογραφικά πρότυπα και τον τρόπο ζωής σε άλλες πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, συνέβαλαν στο να συντελεστούν μεγάλες και γρήγορες αλλαγές στην κοινωνική ηθική. Οι αλλαγές αυτές βιώνονται με αντιφατικό τρόπο, τόσο απ' τους άντρες, όσο κι απ' τις γυναίκες της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών τάξεων.
Σκεφτόμενος αυτή τη δουλειά για το λαϊκό τραγούδι, είχα υπόψη μου έναν καλλιτέχνη, που το υπηρέτησε όσο κανένας άλλος και συνέβαλε στην ανάδειξη του σε τραγούδι έκφρασης της εργατικής τάξης απ' την οποία προήλθε κι ο ίδιος. Με τη σκέψη αυτή, το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη του Στέλιου Καζαντζίδη, που μπόρεσε ν' ανταποκριθεί στη "σκηνοθεσία" της λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας, μέσα απ' τα τραγούδια που αγάπησε και τραγούδησε η τάξη του.
Είναι πολλοί οι φίλοι που συνέβαλαν στο να γραφτεί αυτό το βιβλίο, να ξανακοιταχτεί, να φτάσει στην τελική του μορφή. Που βοήθησαν με το ενδιαφέρον τους, τις παρατηρήσεις τους, την ηθική και ψυχική ενθάρρυνση και στήριξη. Η Λυδία Ντοκατζή, η Σταυρίνα Μαστορίδου, ο Νίκος Μπαλτούκας, ο Γιώργος Καλημερίδης, ο Θοδωρής Φέστας, ο Διονύσης Ρούσσος, ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Γιάννης Αγγελίδης, ο Βασίλης Μαργαρίτης, η Χρυσάνθη Χάντα. Τους ευχαριστώ από καρδιάς.
Γιώργος Αλεξάτος