"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Η Αριστερά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και η κρίση των Ιουλιανών

2014-03-25 13:31

Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΗ ΜΕΤΕΜΦΥΛΙΑΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΙΟΥΛΙΑΝΩΝ

 

του Γιώργου Αλεξάτου

(εισήγηση στο Κάμπινγκ της ΑΡΑΝ, καλοκαίρι 2010)

 

«Μαύρα συναισθήματα με κατέχουν,
αν και εκ φύσεως δεν είμαι απαισιόδοξος.
Το κλίμα μου ενθυμίζει ολίγον ’44, ολίγον ’47».

Γεώργιος Ράλλης, καλοκαίρι του 1965

Ο συντηρητικός πολιτικός δεν ήταν ο μόνος που ανησυχούσε εκείνες τις συγκλονιστικές μέρες του 1965. Η ανησυχία και ο φόβος από την εισβολή των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο χαρακτήριζε το σύνολο σχεδόν του αστικού πολιτικού κόσμου και εκφραζόταν ακόμα και από τον πρώην πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, που η αποπομπή του αποτέλεσε την αφορμή για τη λαϊκή εξέγερση.

Καθώς δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες λαού κατέκλυζαν τους δρόμους της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων, διαδηλώνοντας και αντικρούοντας τις επιθέσεις της αστυνομίας, ο Τύπος της Δεξιάς έκανε λόγο για «βετεράνους των Δεκεμβριανών εν πλήρη δράσει», για τους «αναρχοκομμουνιστάς με τα ερυθρά υποκάμισα», για «οργανωμένον και καθοδηγούμενον από το εκτός νόμου ΚΚΕ, σχέδιον ανατροπής του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος».

Ο Γ. Παπανδρέου, εκφράζοντας την αγωνία του από την απρόσμενη εξέλιξη των γεγονότων, επέρριπτε την ευθύνη στο βασιλιά, που με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου άνοιξε τον ασκό του Αιόλου.

Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν χυθεί τόνοι μελάνης για την ανάλυση των γεγονότων και των αιτίων που τα προκάλεσαν. Οι απόψεις που έχουν κατατεθεί αποκλίνουν μεταξύ τους, ανάλογα με τις σκοπιμότητες που επιδιώκεται να εξυπηρετηθούν και με την πολιτική τοποθέτηση των φορέων τους.

Για τους υποστηρικτές του βασιλικού πραξικοπήματος, η αποδοχή από το βασιλιά Κωνσταντίνο της παραίτησης του μόλις πριν ενάμισι χρόνο εκλεγμένου με το 53% πρωθυπουργού και η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε αποστάτες του κόμματος της Ένωσης Κέντρου, αποτελούσε αναγκαία πράξη για την ανακοπή εξελίξεων που θα έθεταν σε κίνδυνο το καθεστώς.

Κατά τους υποστηρικτές του Γ. Παπανδρέου, είχε συντελεστεί αντισυνταγματικό πραξικόπημα, με σκοπό την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης και τη διατήρηση του κομματικού «Κράτους της Δεξιάς». Η πολιτική της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου όχι μόνο δεν έθετε σε κίνδυνο το καθεστώς, αλλά αντιθέτως το θωράκιζε απέναντι στην «κομμουνιστική επιβουλή», στερώντας την Αριστερά από τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται την αντίθεση του λαού απέναντι στην αστυνομοκρατία και την αντιλαϊκή πολιτική της Δεξιάς.

Η Αριστερά (το παράνομο ΚΚΕ και η νόμιμη έκφρασή της, η ΕΔΑ) συμμεριζόταν την παραπάνω άποψη, διαβεβαιώνοντας πως κάθε άλλο παρά στις προθέσεις της ήταν η καθεστωτική ανατροπή. Αυτό που επιδίωκε ήταν η πραγματοποίηση ουσιαστικών αλλαγών στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής και της βελτίωσης των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργαζομένων, ακόμα κι αν βρισκόταν εκτός κυβέρνησης. Η Αριστερά δεν κουραζόταν να διαβεβαιώνει πως στόχος της πολιτικής της δεν ήταν η ανατροπή του αστικού καθεστώτος, αλλά «η κατάργηση του Κράτους της Δεξιάς». Κατά συνέπεια, η ανησυχία του αστικού κόσμου για έναν ενδεχόμενο «Τέταρτο Γύρο» δεν θεμελιωνόταν στην πραγματικότητα, αλλά αποτελούσε προπαγανδιστικό εφεύρημα για τη διατήρηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που είχε επιβληθεί από τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου.

Η αγωνιώδης προσπάθεια της Αριστεράς να αποδείξει πως δεν έχει ανατρεπτικές προθέσεις έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την κρίση των Ιουλιανών. Όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα γιγάντιο λαϊκό κίνημα που η δυναμική του ξεπερνούσε την πολιτική της στόχευση. Ένα κίνημα που με αφορμή το βασιλικό πραξικόπημα έθετε σε αμφισβήτηση το μετεμφυλιακό καθεστώς και κατ’ επέκταση τα ίδια τα αποτελέσματα της έκβασης του Εμφυλίου.

Μέσα από την εξέγερση των Ιουλιανών αμφισβητήθηκε, κατά συνέπεια, και η πολιτική της επίσημης Αριστεράς και διαμορφώθηκαν οι όροι για την συγκρότηση μιας νέας επαναστατικής Αριστεράς που έκανε, λίγο μετά, δυναμικά την εμφάνισή της, σε ρήξη με τον "ρεφορμισμό" του ΚΚΕ.

Ουαί τοις ηττημένοις!

Η ελληνική πραγματικότητα μετά τη νίκη του αστισμού στον Εμφύλιο χαρακτηρίζεται από δυο βασικά στοιχεία: Την εδραίωση ενός καθεστώτος περιορισμένης και ελεγχόμενης αστικής δημοκρατίας και την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη, σε συνθήκες φτώχειας των λαϊκών τάξεων.

Το καθεστώς που επιβλήθηκε με τον Εμφύλιο διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος από τα έκτακτα μέτρα που πάρθηκαν κατά τη διεξαγωγή του. Απαγόρευση της λειτουργίας και δράσης του ΚΚΕ, ενισχυμένη εξουσία των σωμάτων ασφαλείας, ύπαρξη ένοπλων παραστρατιωτικών οργανώσεων (ΤΕΑ), διάκριση των πολιτών σε «εθνικόφρονες και μιάσματα», πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων κ.λπ.

Παράλληλα με το Σύνταγμα, έχει ισχύ, που το υπερβαίνει, το λεγόμενο «Παρασύνταγμα» των μέτρων έκτακτης ανάγκης, ενώ οι θεσμοί που κατοχυρώνονται συνταγματικά (κοινοβούλιο κ.ά.) υπερκαλύπτονται από τις παρεμβάσεις παραγόντων όπως ο Θρόνος, ο στρατός και η πρεσβεία των ΗΠΑ. Ο βασιλιάς συνιστά το σύμβολο συνοχής του καθεστώτος. Ο στρατός αποτελεί τη σιδερένια πυγμή του. Οι Αμερικάνοι εγγυώνται τη διατήρησή του.

Η διατήρηση των μέτρων έκτακτης ανάγκης έχει ως συνέπεια την κράτηση χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών του αντιφασιστικού αγώνα και του Εμφυλίου σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, που συνεχίζουν να γεμίζουν με αγωνιστές του μετεμφυλιακού κινήματος δημοκρατικής αντίστασης.

Η πολιτικο-στρατιωτική συντριβή της Αριστεράς, το 1949, είχε τραγικές συνέπειες και για την καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Με το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα υπό διωγμό και τη ΓΣΕΕ ελεγχόμενη από επαγγελματίες αντικομμουνιστές, με την εργοδοτική αυθαιρεσία και τρομοκρατία να οργιάζει και με την ανεργία να φτάνει, ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, στο ένα έκτο του εργατικού δυναμικού, οι συνθήκες ζωής και εργασίας παραμένουν σε επίπεδα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν άθλια.

Μέχρι το 1956 τα μεροκάματα βρίσκονται κάτω κι απ’ αυτά τα πενιχρά προπολεμικά. Το 1960 το εισόδημα των Ελλήνων εργατών αντιπροσωπεύει το 60% του εισοδήματος των εργατών στην Τουρκία, το 50% του εισοδήματος των Ιταλών εργατών, το 35-40% των Γερμανών.

Καθώς η ύπαιθρος εγκαταλείπεται και περιοχές ολόκληρες τείνουν να ερημώσουν, τεράστια προβλήματα στέγασης έρχονται να προστεθούν στα ανάλογα προβλήματα που δημιούργησε η προσφυγιά του 1922-24 και που παρέμεναν επί δεκαετίες άλυτα.

Τα συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων, πρόνοιας και υγείας παραμένουν υποτυπώδη, η εκπαίδευση αποτελεί οικονομικό βραχνά για τις εργατικές και λαϊκές οικογένειες, καθώς τα βιβλία κοστίζουν ακριβά, ενώ διατηρούνται δίδακτρα και εξέταστρα για τους φοιτητές.

Διέξοδο για ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες και Ελληνίδες, στη μεγάλη πλειονότητα νέους, αποτελεί η μετανάστευση. Πρόκειται για πληθυσμιακή αφαίμαξη, καθώς ο πληθυσμός της Ελλάδας έφτανε τότε τα οχτώ εκατομμύρια.

Οι συνθήκες αυτές αποτελούν βασικό όρο για την ξέφρενη καπιταλιστική ανάπτυξη, που συντελείται με αλματώδεις ρυθμούς, αξιοποιώντας και τη διεθνή ευνοϊκή συγκυρία. Η κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου δεν έχει προηγούμενο. Ο παραδοσιακός βασικός πυλώνας του ελληνικού καπιταλισμού, η εμπορική ναυτιλία, αναδεικνύεται, κατά τη δεκαετία του ’60, σε τρίτη δύναμη παγκοσμίως. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο εισάγει κέρδη στην Ελλάδα και πρωτοστατεί στη βιομηχανική ανάπτυξη, που τριπλασιάζει τα μεγέθη της μέσα σε μια δεκαπενταετία, απ’ το 1950 ως το 1965. Για πρώτη φορά η δευτερογενής παραγωγή ξεπερνάει την πρωτογενή. Η Ελλάδα αναδεικνύεται, κατά τη δεκαετία του ’60, στην πρώτη χώρα παγκοσμίως σε ρυθμούς κατασκευαστικής δραστηριότητας. Γενικώς, η Ελλάδα καθίσταται, μετά το 1962, μια από τις τρεις χώρες με τους μεγαλύτερους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Όπως είναι ευνόητο, η εξόφθαλμη αντίθεση ανάμεσα στην τεράστια καπιταλιστική κερδοφορία και στις άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας των εργαζομένων, δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας ενδεχόμενης κοινωνικής αναταραχής, που ο αστισμός περιγράφει με το ιδεολόγημα του «Τέταρτου Γύρου».

Η Αριστερά της σύνεσης

Ο φόβος των καθεστωτικών δυνάμεων για ενδεχόμενη ανατρεπτική δραστηριότητα της Αριστεράς, για μια τέταρτη απόπειρα των κομμουνιστών να καταλάβουν την εξουσία (σαν τρεις πρώτοι «Γύροι» θεωρούνταν η εαμική Αντίσταση, ο Δεκέμβρης του ’44 και ο αγώνας του ΔΣΕ), παρέμενε ακόμα και μετά τη στροφή της πολιτικής του ΚΚΕ, το 1956. Αν και το κόμμα επέκρινε δημοσίως, σαν αριστερίστικη και τυχοδιωκτική, τη ζαχαριαδική πολιτική του «όπλου παρά πόδα», αν και διακήρυξε την πρόθεσή του να ακολουθήσει τον «ειρηνικό δρόμο για το σοσιαλισμό», μια σειρά λόγοι αναπαρήγαγαν την ανησυχία των καθεστωτικών δυνάμεων.

Ήταν ολοφάνερο πως παρά το γεγονός ότι η Δεξιά βρισκόταν απ’ το 1952 στην κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εαμογενούς κόσμου ψήφιζε τα κόμματα του Κέντρου «για να φύγει η Δεξιά», η Αριστερά εξακολουθούσε να επηρεάζει πλατιές λαϊκά στρώματα και πρώτα και κύρια την πλειονότητα των εργατών.

Αυτή η αριστερή τοποθέτηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, εκφραζόταν κάθε φορά που γίνονταν δημοτικές εκλογές, στις οποίες οι αριστεροί υποψήφιοι συγκέντρωναν ποσοστά της τάξης του 60-80% στις εργατουπόλεις. Εκφραζόταν με τη μαζικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων που έλεγχε η Αριστερά. Εκφράστηκε στις εκλογές του 1958, εννιά μόλις χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου, με το 24,4% της ΕΔΑ, που στις εργατουπόλεις, όπως η Κοκκινιά, η Δραπετσώνα, η Καισαριανή, η Νέα Ιωνία του Βόλου, οι δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, έφτανε το 60 με 65%.

Οι δεσμοί της εργατικής τάξης με την κομμουνιστική Αριστερά παρέμεναν ισχυροί σε ολόκληρη τη μετεμφυλιακή περίοδο. Ακόμα και όταν το Φεβρουάριο 1964 η ελπίδα της αλλαγής που επαγγελλόταν ο Γ. Παπανδρέου έριχνε το εθνικό ποσοστό της ΕΔΑ στο 11,8%, στις εργατουπόλεις διατηρούνταν στο 40%. Λίγους μήνες αργότερα, στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου, οι εργατικές συνοικίες κοκκίνισαν, κάνοντας το δεξιό πολιτικό Παναγή Παπαληγούρα να εξομολογηθεί την αναστάτωσή του, στον αυτοεξόριστο στο Παρίσι Κωνσταντίνο Καραμανλή:

"Σιγά – σιγά ετοιμάζεται ο κομμουνισμός και για ένα ενδεχόμενο λαϊκών εξεγέρσεων στην περικυκλωμένη από τους συνοικισμούς Αθήνα".

Ο Παπαληγούρας έπεφτε έξω, καθώς θεωρούσε πως η ηγεσία της Αριστεράς θα αξιοποιούσε τη δύναμη και την εμπιστοσύνη των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων σε μια κατεύθυνση ανατροπής. Είχε όμως και δίκιο, καθώς διέβλεπε την εκρηκτική δυναμική του κόσμου, που στήριζε την Αριστερά, επενδύοντας σ’ αυτήν τις ελπίδες του για μια άλλη προοπτική.

Κι η Αριστερά; Μα, αυτή συνιστούσε σύνεση! Το ΚΚΕ και η ΕΔΑ είχαν σαφή προγραμματική κατεύθυνση την Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή. Ο σοσιαλισμός δεν έπαυε να αποτελεί στρατηγικό στόχο του κόμματος της εργατικής τάξης, αλλά ήταν τόσο μακρινός!...

Οι ζαχαριαδικοί αριστερισμοί περί «λαϊκοδημοκρατικής επανάστασης που θα οικοδομήσει το σοσιαλισμό», αποτελούσαν παρελθόν. Τώρα το ΚΚΕ προσανατολιζόταν σε μια αντιιμπεριαλιστική – αντιμονοπωλιακή επανάσταση, με πρώτο βήμα την Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή, η οποία θα πραγματοποιούνταν μέσα από μια πλατιά συμμαχία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Στη συμμαχία αυτή είχαν θέση ακόμα και τμήματα της αστικής τάξης.

Αγανακτούσε ο Κώστας Θέος με τον Ζαχαριάδη, που ο αριστερισμός του δεν του επέτρεπε να αντιληφθεί «τη μεγάλη σημασία του ρόλου που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν στο προχώρημα προς τα μπρος οι πατριώτες βιομήχανοι»!

Στο 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το 1961, ανακαλύφθηκε και ο όρος «εθνική αστική τάξη», για να προσδιοριστούν εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου με τα οποία επιδιωκόταν η ποθητή ενότητα. Πολιτικός εκφραστής τους ήταν η Ένωση Κέντρου και επιδίωξη της ΕΔΑ θα έπρεπε να είναι η συνεργασία μαζί της για τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, ακόμα και τη διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας, με μια πολιτική εθνικής αξιοπρέπειας, έστω και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Η ΕΔΑ επέδειξε καταπληκτική συνέπεια στην κατεύθυνση της συνεργασίας με το Κέντρο, τέτοια που μόνο οι κομμουνιστές είναι σε θέση να επιδεικνύουν, όταν χαράσσουν στόχους. Το «τι θα πει το Κέντρο;» αποτέλεσε τον ασφαλή μπούσουλα, ώστε να αποφεύγονται οι κακοτοπιές και να μη δυσχεραίνεται η συνεργασία.

Μόνο που αυτή η συνεργασία υπήρχε αποκλειστικά και μόνο στις ομιλίες των ηγετών της Αριστεράς, στις κομματικές αποφάσεις, στις εκπομπές της «Φωνής της Αλήθειας» και στην αρθρογραφία της «Αυγής».

Ο Γ. Παπανδρέου, περήφανος γιατί ήταν αυτός που «τσουβάλιασε τους κομμουνιστάς εις τον Λίβανον και τους κατατρόπωσε κατά τα Δεκεμβριανά», δεν έπαψε ούτε στιγμή να διακηρύσσει πως «ο αγών της Ενώσεως Κέντρου είναι διμέτωπος, στρεφόμενος τόσον κατά της Δεξιάς, όσον και κατά της Άκρας Αριστεράς». Εννοώντας, ως Άκρα Αριστερά, το ΚΚΕ και την ΕΔΑ.

Η συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου, λίγο πριν τις εκλογές του 1961, υπήρξε συνέπεια της ανησυχίας τμήματος της άρχουσας τάξης, αλλά και των Αμερικανών, μπροστά στην ανυπαρξία πολιτικής εναλλακτικής λύσης, απέναντι στη Δεξιά που έδειχνε αδυναμία να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί.

Η χοντρή βρομοδουλειά ήδη είχε γίνει. Οι αμερικάνικες βάσεις ήταν εγκατεστημένες, το Κυπριακό έμοιαζε να έχει κλείσει με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η οικονομική ανάπτυξη συνεχιζόταν με καταπληκτικούς ρυθμούς. Τώρα χρειαζόταν μια πολιτική που να εντάξει μεγαλύτερα τμήματα λαϊκών και κυρίως μικροαστικών τάξεων στο καθεστώς της ευημερίας, ενισχύοντας την εσωτερική αγορά, να ελέγξει την παρακρατική τρομοκρατία, που δεν περιορίζεται πάντα στη δίωξη της κομμουνιστικής δραστηριότητας, να δημιουργήσει καλύτερους όρους, ώστε η χώρα να μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την πρόσφατη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ.

Η παραμονή της Δεξιάς στην εξουσία εγκυμονούσε, πλέον, σοβαρούς κινδύνους, καθώς η πολιτική της τροφοδοτούσε καθημερινά την κομμουνιστική προπαγάνδα, ενώ η αίσθηση ιδιοκτησίας του κράτους ευνοούσε τη γραφειοκρατική κακοδιαχείριση και τα οικονομικά σκάνδαλα.

Η βία και η νοθεία, που επέτρεψαν στην ΕΡΕ να κερδίσει τις εκλογές του 1961, έδωσαν στον Γ. Παπανδρέου την ευκαιρία να προβληθεί σαν ο υπερασπιστής της εύρυθμης λειτουργίας του πολιτεύματος. Η κήρυξη του Ανένδοτου Αγώνα τον ανέδειξε επικεφαλής του κινήματος δημοκρατικής αντίστασης.

Η Αριστερά παρακολουθούσε και ακολουθούσε, πάντα με σύνεση. Έτσι, ήταν ο Παπανδρέου αυτός που συνήγειρε τη δημοκρατική νεολαία με το σύνθημα «Τρομοκρατείστε τους τρομοκράτες!». Αυτός ζήτησε την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή, αμέσως μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Μάιο του 1963. Η ΕΔΑ ταλαντεύτηκε ακόμα και ως προς τον χαρακτήρα της κηδείας του βουλευτή της, καταλήγοντας, τελικά, στην απόρριψη της υπόδειξης του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ για δυναμική κινητοποίηση με στόχο την πτώση της κυβέρνησης.

Μετά τη νίκη της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963, η ΕΔΑ παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά ο Παπανδρέου επιδιώκει αυτοδυναμία, αρνούμενος να στηριχτεί «εις τας κομμουνιστικάς ψήφους».

Η ΕΔΑ, πάντα συνεπής στον προσανατολισμό της, του τη φέρνει! Αφού αρνήθηκε τις ψήφους της στη Βουλή, του χαρίζει ψήφους εκτός κοινοβουλίου, με το να μην κατεβάσει συνδυασμούς στις μισές περίπου εκλογικές περιφέρειες. Ο Παπανδρέου βγαίνει θριαμβευτής με το 53%. Η εκλογική δύναμη της ΕΔΑ συρρικνώνεται κάτω από το 12%.

Η άνοδος του Κέντρου στην εξουσία γίνεται σε μια περίοδο έξαρσης των λαϊκών αγώνων. Στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης βρίσκεται το οικοδομικό προλεταριάτο, που επαναφέρει μορφές πάλης ξεχασμένες, όπως την αντίσταση στις αστυνομικές επιθέσεις, την αντεπίθεση και καταδίωξη των δυνάμεων καταστολής. Οι οικοδόμοι νομοθετούν οι ίδιοι, επιβάλλοντας το 7ωρο και εφαρμόζοντάς το, χωρίς αυτό να έχει ψηφιστεί από τη Βουλή.

Στο δρόμο του αγώνα ξεχύνεται και η φοιτητική νεολαία, καθώς και οι εργαζόμενοι μαθητές απ’ τα νυχτερινά. Από κοντά και οι αγρότες, που δίνουν σκληρές μάχες, ακόμα και νεκρούς, στον αγώνα ενάντια στην εξαθλίωση.

Οι εργατικοί αγώνες όχι μόνο δεν υποχωρούν, αλλά παίρνουν πρωτοφανή έκταση με την άνοδο στην κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου. Στα 1964-65 η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως από την άποψη της απεργιακής δραστηριότητας. Το καλοκαίρι του 1964 το ελληνικό προλεταριάτο υπενθυμίζει μια μορφή πάλης ξεχασμένη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο απ’ το 1945. Πρόκειται για την κατάληψη του εργοστασίου Καρέλα στο Λαύριο, που αντιμετωπίζεται με την αποστολή αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων.

Φουντώνει το κίνημα ειρήνης, με τη διοργάνωση των Μαραθώνιων Πορειών, στις οποίες συμμετέχουν δεκάδες χιλιάδες λαού. Η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη (ΔΝΛ) μαζικοποιείται ταχύτατα, οι Λέσχες των Λαμπράκηδων ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στις συνοικίες και στα χωριά, σπάζοντας την τρομοκρατία.

Πανικόβλητη η Δεξιά θα ζητήσει τη διάλυσή της. Σοβαρός πολιτικός, ακαδημαϊκός και συγγραφέας φιλοσοφικών έργων αξιώσεων, ο ηγέτης της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος θα αποδώσει τη μαζικοποίηση της Νεολαίας Λαμπράκη στις «Λαμπράκισσες με τις μαύρες κάλτσες, οι οποίες αποπλανούν τους νέους» και θα απαιτήσει να ανοίξουν τα μαγαζιά με τα φλιπεράκια και τους κουλοχέρηδες, που είχε απαγορέψει η κυβέρνηση, για να αποσπαστούν οι νέοι από τις Λέσχες των Λαμπράκηδων.

Εδώ κι εκεί, όλο και πιο συχνά, διοργανώνονται εκδηλώσεις μνήμης για τον αγώνα του ΕΑΜ. Όλο και πιο συχνά ακούγονται αντάρτικα τραγούδια.

Ο Ηλίας Ηλιού, ηγετικό στέλεχος της ΕΔΑ και κοινοβουλευτικός της εκπρόσωπος, μεταφέρει στη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής την ανησυχία εκείνου του κόσμου της Αριστεράς που, αφού ταλαιπωρήθηκε επί χρόνια, τώρα πια νοικοκυρεύτηκε και δεν έχει διάθεση για νέες περιπέτειες:

«Απεργίες, πορείες, “στ’ άρματα, στ’ άρματα”! Τρελάθηκε η ΕΔΑ;»

Λέγεται πως ήταν ο Νίκος Καρράς που απάντησε στον Ηλιού, σ’ εκείνη τη συνεδρίαση:

«Φίλε Ηλία, υπάρχει αυτός ο κόσμος που λες, αλλά υπάρχει κι ένας άλλος. Παλιότεροι, που δεν μπόρεσαν να νοικοκυρευτούν. Νεότεροι, που δεν διανοούνται πως κάποτε θα νοικοκυρευτούν. Κι αυτός ο κόσμος είναι πολύ περισσότερος κι είναι αυτός που βγαίνει κάθε τόσο στους δρόμους».

Η Αριστερά της αμφισβήτησης

Καθώς ήταν φανερό πως η Αριστερά είχε χάσει την πρωτοβουλία κινήσεων σε μια περίοδο έντασης των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, μεγάλο μέρος του κόσμου της άρχιζε να αμφιβάλει και να ανησυχεί. Αν πάρουμε υπόψη και τη ρήξη μεταξύ Κίνας και ΕΣΣΔ, την ανοιχτή έκφραση της αντίθεσης των Κινέζων κομμουνιστών στην πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης και στη στρατηγική του ειρηνικού δρόμου και την καταγγελία του «χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού», η ανησυχία δεν αφορούσε μόνο τα όσα συνέβαιναν στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα.

Οι αριστεροί προβληματίζονταν για όλα αυτά, τα συζητούσαν μεταξύ τους, πολλοί, ίσως και πάρα πολλοί, ήταν αυτοί που έδιναν δίκιο στους Κινέζους ή δεν καταλάβαιναν γιατί πρέπει οπωσδήποτε να σέρνονται πίσω από τον σφαγέα των Δεκεμβριανών, πόσο μάλλον να τον ψηφίζουν.

Όμως, δεν ήταν καθόλου εύκολο να πειστούν πως η ΕΣΣΔ έπαψε πια να είναι το προπύργιο του σοσιαλισμού. Οργίαζε ο αντισοβιετισμός στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσε υπέρτατο πολιτικό και ηθικό καθήκον για τους Έλληνες κομμουνιστές.

Εξίσου δύσκολο ήταν να δεχτούν πως η ηγεσία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ είχε αποστατήσει. Παρά τις όποιες αμφισβητήσεις ως προς την ικανότητά τους να πολιτεύονται αποτελεσματικά, παρά τις ευθύνες που είχαν για ήττες και λάθη καταστροφικά, οι ηγέτες της εποχής παρέμεναν πολύ ψηλά στη συνείδηση του αριστερού κόσμου. Τα λάθη τα είχαν πληρώσει κι οι ίδιοι. Φυλακές, εξορίες, επί χρόνια. Πολλοί είχαν γλυτώσει κατά τύχη το εκτελεστικό απόσπασμα. Σκεφτόμενοι τον στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο κόσμος της Αριστεράς αναρωτιόταν:

«Πώς να τον πεις προδότη, με είκοσι χρόνια φυλακή;»

Υπήρχε, εντούτοις, και ο κόσμος που προχωρούσε την αμφισβήτηση στις τελευταίες της συνέπειες. Ακόμα και μέχρι τη ρήξη με τον κορμό της οργανωμένης κομματικής Αριστεράς.

Στα 1963-64 εμφανίστηκαν συγκροτημένα στην Ελλάδα ομάδες που υπερασπίζονταν τις θέσεις του ΚΚ Κίνας. Πρόκειται για την Κίνηση Αντιιμπεριαλιστικής Αλληλεγγύης «Φίλοι των Νέων Χωρών» (ΦΝΧ), με επικεφαλής τον Νίκο Ψυρούκη, που διαγράφηκε από τη Νεολαία ΕΔΑ, και τη συσπείρωση γύρω από το περιοδικό «Αναγέννηση», με επικεφαλής τους Γιάννη Χοντζέα και Ισαάκ Ιορδανίδη.

Οι «Φινιχίτες» αποδέχονταν τις κινεζικές θέσεις, χωρίς να ευθυγραμμίζονται πλήρως με την κινέζικη πολιτική. Η ομάδα της «Αναγέννησης», υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις του Κ.Κ. Κίνας, θα αποτελέσει το πρόπλασμα για τη συγκρότηση του μ-λ ρεύματος στην Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1965 οι «Κινέζοι» αποτελούν μικρό μεν, αλλά διακριτό ιδεολογικο-πολιτικό ρεύμα, με επιρροή σε εκατοντάδες κομμουνιστές, κυρίως νέους και ιδιαίτερα φοιτητές.

Στις συνθήκες αυτές αμφισβήτησης της επίσημης Αριστεράς, σημεία αναζωογόνησης εμφανίζονται και στον τροτσκιστικό χώρο. Οι τροτσκιστές ένιωσαν δικαιωμένοι μετά την καταγγελία «των εγκλημάτων του Στάλιν» από το ίδιο το ΚΚΣΕ, ενώ ταυτόχρονα εξέφραζαν και την αντίθεση προς τη δεξιά πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης και του ειρηνικού δρόμου.

Το 1965 υπήρχαν στην Ελλάδα τρεις τροτσκιστικές οργανώσεις. Το παράνομο Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ), η παράνομη Εργατική Διεθνιστική Ένωση που δρούσε και νόμιμα μέσω της Εργατικής Πρωτοπορίας Ελλάδας και η Εργατική Δημοκρατία. Κυκλοφορούσαν παράνομα το περιοδικό «Μαρξιστικό Δελτίο» και η εφημερίδα «Εργατική Πάλη» και νόμιμα οι εφημερίδες «Διεθνιστής» και «Εργατική Δημοκρατία», το περιοδικό «Ο Λόγος μας» και το λογοτεχνικό περιοδικό «Μαρτυρίες».

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούσε η οργάνωση «Σοσιαλιστική Συνειδητοποίηση» (ΣΟΣΥΝ), που δρούσε ως φράξια στις γραμμές της Νεολαίας ΕΔΑ και κατόπιν στους Λαμπράκηδες. Ιδρύθηκε το 1962, στη βάση της κριτικής προς την κομματική ηγεσία για παραμέληση της ιδεολογικής συγκρότησης των μελών του κόμματος και της νεολαίας, και έδινε ιδιαίτερο βάρος στη χειραφέτηση του λαού από την αστική ιδεολογία, ως βασικής προϋπόθεσης για τη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η ΣΟΣΥΝ αντιτασσόταν στην ειρηνική συνύπαρξη και τον ειρηνικό δρόμο, χωρίς να ταυτίζεται με τις κινεζικές θέσεις. Αντιτάχθηκε, επίσης, στη διάλυση της Ν. ΕΔΑ και τη διάχυσή της στο χαλαρό σχήμα των Λαμπράκηδων.

Δυο από τα στελέχη της (οι Μάκης Παπούλιας και Γιώργος Χατζόπουλος) διαγράφηκαν απ’ τη ΔΝΛ, τον Μάρτιο 1965. Ένας τρίτος τιμωρήθηκε με μομφή λίγο καιρό πριν τον θάνατό του. Πρόκειται για τον Σωτήρη Πέτρουλα, που δολοφονήθηκε στα Ιουλιανά.

Προς την κρίση του Ιουλίου 1965

Ποια ήταν τα αίτια που προκάλεσαν την κρίση; Από τις θέσεις των βασικών πολιτικών χώρων που εκθέσαμε στην αρχή της εισήγησης, διαπιστώνουμε την απουσία ενός παράγοντα, που όμως υπήρξε σημαντικός και κατά τα γεγονότα που ακολούθησαν έπαιξε ρόλο καθοριστικό. Πρόκειται για το κίνημα λαϊκής αντίστασης και για τον φόβο των αστικών πολιτικών δυνάμεων που προκαλούσε η δυναμική του.

Δεν ήταν η ΕΔΑ που απειλούσε το καθεστώς, όπως φανταζόταν η Δεξιά. Ούτε είχε μετατραπεί ο Παπανδρέου σε όργανο της πολιτικής του παράνομου ΚΚΕ. Υπήρχε, όμως, το αναπτυσσόμενο λαϊκό κίνημα, με πρωτοπορία την εργατική τάξη, που σε κρίσιμες στιγμές στο πεδίο των καθημερινών αγώνων δεν έμοιαζε να πειθαρχεί και τόσο στις κομματικές υποδείξεις. Δεν ήταν και τόσο συνετό!

Αν στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο ο Γ. Παπανδρέου κατόρθωσε να συρρικνώσει τη δύναμη της ΕΔΑ, ως προς την αντιμετώπιση του μαζικού κινήματος υπήρξε εντελώς αναποτελεσματικός. Κάτι έφταιγε, που δεν μπορούσε να ξεπεραστεί εύκολα.

Είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε –με βάση και όσα αναφέρθηκαν για την πολιτική συμπεριφορά της εργατικής τάξης και άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων- πως το καθεστώς που επιβλήθηκε κατά τον Εμφύλιο, με τη φωτιά και το σίδερο, δεν νομιμοποιήθηκε ιδεολογικά στη συνείδηση μεγάλου μέρους του λαού.

Η ιδεολογική του νομιμοποίηση επιχειρήθηκε να γίνει μέσα από την ιδεολογία της «εθνικοφροσύνης». Επρόκειτο για μια ιδεολογία αμυντική ως προς τη λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία, που διαμορφώθηκε κατά την περίοδο του εαμικού κινήματος.

Ενώ η εαμική λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία (η μορφή με την οποία η προλεταριακή ιδεολογία του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού ηγεμόνευσε πάνω στα λαϊκά μικροαστικά ιδεολογικά υποσύνολα) βασιζόταν στη διάκριση ανάμεσα στον δημιουργικό λαό και στην εκμεταλλευτική άρχουσα τάξη, η εθνικοφροσύνη επιχειρούσε την ιδεολογική άρνηση αυτής της διάκρισης.

Κατά τους απολογητές του μετεμφυλιακού καθεστώτος, οι ταξικές διαφορές είναι επουσιώδες στοιχείο στην κυρίαρχη πραγματικότητα, που συνίσταται στην ένταξη του συνόλου των πολιτών στο τρισχιλιετές Έθνος των Ελλήνων. Κληρονόμοι του ελληνο-χριστιανικού πολιτισμού, οι Έλληνες ενδιαφέρονται πρωτίστως για την εξασφάλιση της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας που επιβουλεύεται ο πανσλαβισμός, με όργανο τον εγχώριο κομμουνισμό, για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, που και πάλι παρεμποδίζεται απ’ τους κομμουνιστές που προτάσσουν το ταξικό συμφέρον, και την εύρυθμη λειτουργία του κράτους, του νόμου και της τάξης, που διαταράσσουν οι κομμουνιστές, στρέφοντας τον έναν Έλληνα κατά του άλλου.

Δεν είναι και τόσο παράξενο το γεγονός πως η ιδεολογία της εθνικοφροσύνης δεν μπορούσε να πείσει την εργατική τάξη και το μεγάλο μέρος από τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Τα κηρύγματα "πατριωτισμού" έπεφταν στο κενό, καθώς εκπέμπονταν απ’ αυτούς που σχετικά πρόσφατα δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να συνεργαστούν με τους φασίστες κατακτητές. Η πλειονότητα των Ελλήνων δεν ανησυχούσε από ένα ενδεχόμενο σοβιετικής απειλής, όσο από την πραγματικότητα της παρουσίας αμερικάνικων στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα, από την αλαζονική συμπεριφορά του εκάστοτε Αμερικάνου πρεσβευτή απέναντι στους οσφυοκάμπτες πολιτικούς ηγέτες του τόπου, από το Κυπριακό, του οποίου η δίκαιη λύση σκόνταφτε στην αντίθεση των δυτικών νατοϊκών συμμάχων.

Αντίστοιχα, πώς να πειστεί ένας κόσμος που ζούσε στη φτώχεια και την οικονομική ανασφάλεια, ότι η οικονομική ανάπτυξη γινόταν προς όφελός του; Οι κομμουνιστές, που τον καλούσαν σε διεκδικητικούς αγώνες, τον έπειθαν σίγουρα.

Πώς να θεωρήσει ότι η αστυνομοκρατία ήταν εγγύηση της ασφάλειάς του, όταν βίωνε τον τρόμο απ’ την ασυδοσία κρατικών και παρακρατικών υπηρετών του νόμου και της τάξης; Κι εκεί το δίκιο το είχαν οι κομμουνιστές, που ήταν και τα κύρια θύματα της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας.

Αν η ιδεολογία είναι το τσιμέντο που κρατάει συνεκτικό ένα κοινωνικό καθεστώς, η ιδεολογία της εθνικοφροσύνης ήταν αποτυχημένη. Κι αυτό το ήξεραν πολύ καλά οι καθεστωτικές δυνάμεις. Όπως γνώριζαν πολύ καλά πως όπου δεν περνάει ο λόγος πίπτει ράβδος. Όταν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί αποδεικνύονται ανεπαρκείς, ο κύριος ρόλος για τη διατήρηση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης ανατίθεται στον μηχανισμό καταστολής.

Να γιατί ο ρόλος της αστυνομίας ήταν σημαντικός στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Κι ακόμα πιο σημαντικός ήταν ο ρόλος του στρατού. Στεγανοποιημένος από κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις, ο στρατός βρισκόταν περισσότερο κάτω από τον έλεγχο του Παλατιού, παρά της εκάστοτε κυβέρνησης. Λόγο σημαντικό στη διάρθρωση της ηγεσίας του στρατεύματος είχαν ασφαλώς και οι Αμερικάνοι. Αυτοί άλλωστε τον εξόπλιζαν, αυτοί όριζαν και τις αμυντικές προτεραιότητες, με βάση τη θεωρία του «από Βορράν κινδύνου».

Το ζήτημα του στρατού ήταν αυτό που προκάλεσε και την κρίση των Ιουλιανών. Όχι αυτό καθαυτό απομονωμένο, αλλά σε συνάρτηση με τη δυνατότητα ή μη του καθεστώτος να αντιμετωπίσει ένα ενδεχόμενο δυναμικής αναμέτρησης με το ανερχόμενο εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Η απόπειρα του Γ. Παπανδρέου να πραγματοποιήσει στοιχειώδεις αλλαγές στην ηγεσία του στρατού, συνάντησε την κάθετη αντίθεση των Ανακτόρων, ακόμα και του υπουργού Εθνικής Άμυνας. Η κατά παράβαση του Συντάγματος άρνηση του βασιλιά να αποδεχτεί την ανάληψη του υπουργείου απ’ τον ίδιο τον πρωθυπουργό, υποχρέωσε τον Παπανδρέου σε παραίτηση, προκαλώντας την έκρηξη της εξέγερσης των Ιουλιανών.

Πολύς λόγος έγινε τότε και συνεχίζει να γίνεται μέχρι σήμερα, σχετικά με τον ρόλο των ΗΠΑ στην κρίση του 1965. Κυρίαρχη στην Αριστερά είναι η άποψη ότι η κρίση του Ιουλίου 1965 υπήρξε έργο των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, εξαιτίας της άρνησης του Παπανδρέου να αποδεχτεί τα αμερικανικά σχέδια επίλυσης του Κυπριακού.

Στον αντίποδα αυτής της άποψης κινούνται αναλύσεις που υποβαθμίζουν το ρόλο του αμερικάνικου παράγοντα, σε μια τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά προσπάθεια να αντικρουστεί, με κάθε τρόπο και σε κάθε περίπτωση, η θεωρία της εξάρτησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού απ’ τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.

Θα είμαστε αφελείς και εκτός πραγματικότητας, αν δεν αναγνωρίζαμε πως πράγματι οι Αμερικάνοι είχαν κάθε λόγο να θέλουν να απαλλαγούν από έναν πρωθυπουργό που δεν έδειχνε και τόση διάθεση να αποδεχτεί τις υποδείξεις τους. Όχι γιατί ο Γ. Παπανδρέου ήταν αντιαμερικανός. Κάθε άλλο. Είχε, όμως, συνείδηση των ιστορικών και γενικότερων συμφερόντων του ελληνικού καπιταλισμού και επιδίωκε την εφαρμογή μιας εξωτερικής πολιτικής, ανάλογης μ’ αυτήν που ακολουθήθηκε και από την ίδια τη Δεξιά μετά τη Μεταπολίτευση.

Σε ένα τέτοιο προσανατολισμό ωθούσε, κυρίως, ο γιος του πρωθυπουργού Ανδρέας Παπανδρέου, κυβερνητικό στέλεχος και εκπρόσωπος νέων κοινωνικών δυνάμεων (κυρίως δυναμικών μεσοαστικών στρωμάτων, τμημάτων της νέας μικροαστικής τάξης των μισθωτών διανοητικά εργαζόμενων, νέων τεχνοκρατών κ.λπ.) που ενδιαφέρονταν για έναν συνολικότερο προοδευτικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Ανάμεσα στα άλλα και για μια πολύπλευρη εξωτερική πολιτική, ανάλογη με αυτήν που ακολουθούσαν και άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Μόνο που στις συνθήκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας μια τέτοια πολιτική δεν ήταν ανεκτή. Οι Αμερικάνοι δεν είχαν εκτεθεί ακόμα με τη στήριξη της Χούντας και την κυπριακή τραγωδία του 1974. Ήταν ακόμα σε θέση να υποδεικνύουν την εξωτερική πολιτική στις ελληνικές κυβερνήσεις, όχι γιατί ήταν τα μεγάλα αφεντικά, αλλά γιατί ήταν σίγουρα οι μεγάλοι σύμμαχοι και προστάτες.

Εξάλλου, δεν ανησυχούσαν κι αυτοί λιγότερο απ’ τους καθεστωτικούς κύκλους της Ελλάδας από την ανάπτυξη ενός κινήματος που θα μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση το μετεμφυλιακό καθεστώς, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για τα συμφέροντά τους στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως η κρίση του Ιουλίου 1965 υπήρξε αποτέλεσμα του φόβου των καθεστωτικών δυνάμεων του Κράτους της Δεξιάς, απέναντι στην ανάπτυξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος και στο ενδεχόμενο να μην μπορούν να την αντιμετωπίσουν, αν ο στρατός έπαυε να βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχό τους.

Στην πρόκληση της κρίσης συνέβαλαν και οι ΗΠΑ, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.

Ο φόβος απ’ το ενδεχόμενο ενός κινήματος με ανατρεπτική προοπτική αποδείχτηκε υπερβολικός. Όχι γιατί δεν υπήρχαν τέτοιες διαθέσεις στις λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις, αλλά γιατί και η επίσημη Αριστερά είχε τον ίδιο φόβο. Για τους δικούς της, βέβαια, λόγους, όπως είχε πει κι ο Ηλιού.

 

Και το απέδειξε περίτρανα με το ξέσπασμα της κρίσης και της λαϊκής εξέγερσης. Με τις λαϊκές μάζες στους δρόμους, η Αριστερά πανικόβλητη συνέχισε να συνιστά σύνεση. Προκαλώντας σοβαρές ρωγμές στις σχέσεις εκπροσώπησης που διατηρούσε, μέσα απ’ τις οποίες ξεπρόβαλε, περισσότερο πειστική απ’ όσο μέχρι τότε, η αριστερή αμφισβήτηση.