Το κείμενο αυτό, γραμμένο από τους Γιώργο Αλεξάτο και Ανέστη Ταρπάγκο, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Θέσεις" , τεύχος 74, Ιανουάριος - Μάρτιος 2001.
Η ήττα και υποχώρηση των εργατικών και λαϊκών κινημάτων, σε παγκόσμια κλίμακα, συμβαδίζει με την ταυτόχρονη ανοιχτή εκδήλωση της κρίσης του μαρξισμού, που αδυνατεί να λειτουργήσει ως μαζική ιδεολογία [1] . Ως εκ τούτου, η ανάληψη της ιστορικής πρωτοβουλίας απ' τις δυνάμεις του κεφαλαίου, που σημάδεψε το τέλος του 20ού αιώνα, συνοδεύεται απ' την επανεπιβεβαίωση της ιδεολογικής κυριαρχίας του αστισμού και --κατά συνέπεια-- την ενίσχυση του ρόλου και της αποτελεσματικότητας των ιδεολογικών μηχανισμών του αστικού κράτους.
Καθώς οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους δεν περιορίζονται στους μηχανισμούς που εντάσσονται σαφώς στην καθαυτήν κρατική δομή, αλλά αφορούν και --ή μάλλον κυρίως-- σε συγκροτήσεις της «κοινωνίας των ιδιωτών» [2], η οικογενειακή συγκρότηση διατηρεί έναν καθοριστικής σημασίας ρόλο στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και στην εγχάραξή της στα άτομα-φορείς ταξικών θέσεων.
Υποστηρίζουμε, πως καμιά προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης του κινήματος και του μαρξισμού δεν μπορεί να έχει τα κατάλληλα αποτελέσματα, αν δεν συνοδεύεται απ' την κατάληψη θέσεων στο πεδίο της ιδεολογικής πάλης, συνεπώς αν δεν βάζει στο στόχαστρό της την κυρίαρχη ιδεολογία και τους μηχανισμούς, μέσω των οποίων αυτή αναπαράγεται και θεμελιώνεται η κυριαρχία της.
Είναι προφανές --ή μάλλον θα έπρεπε να είναι-- ότι η κριτική στην αστική ιδεολογία και η προοπτική ανακατάληψης απ' τον μαρξισμό της θέσης του ως μαζικής ιδεολογίας, υποχρεώνει στην ένταση της ιδεολογικής πάλης μέσα --και ενάντια-- στους ιδεολογικούς μηχανισμούς, άρα και στον οικογενειακό μηχανισμό. Ακριβώς γιατί ο τελευταίος υπάρχει, συντηρείται, θεσμοθετείται, ενισχύεται και αναπαράγεται ως θεμελιακή μορφή κοινωνικής οργάνωσης, στα πλαίσια όλων των μέχρι τώρα γνωστών ταξικών κοινωνιών.
Παραδόξως --από μια πρώτη ματιά- ο οικογενειακός θεσμός ως τέτοιος, έμεινε στο απυρόβλητο της αριστερής θεωρητικής κριτικής και πρακτικής. Όπως και ο αστικός κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, με την ιεραρχική δόμηση και τη θεμελίωσή του στη διάκριση διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας, όπως και το ίδιο το κράτος, η οικογενειακή μορφή συγκρότησης των διαπροσωπικών σχέσεων μυθοποιήθηκε κι αποτέλεσε, μάλιστα, αντικείμενο «λαγνείας», απ' τις κυρίαρχες εκδοχές του μαρξισμού κι απ' τα κυρίαρχα ιστορικά ρεύματα της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
Το «παράδοξο» γίνεται αυτονόητο, αν πάρουμε υπόψη την επί μακρό χρονικό διάστημα --και συνεχιζόμενη-- ηγεμόνευση της ιδεολογίας της Αριστεράς απ' τη μικροαστική ιδεολογία, ακόμη κι απ' την ίδια την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, που διεισδύει στον μαρξισμό με τη μορφή του οικονομισμού και του φιλοσοφικού ανθρωπισμού.
Όσον αφορά την οικογενειακή συγκρότηση, οι οικονομίστικες αναγνώσεις του μαρξισμού μεταθέτουν τον πλούτο των μορφών που μπορούν να πάρουν οι διαπροσωπικές ερωτικές σχέσεις, σ' ένα μακρινό μέλλον. Καθώς ο οικονομισμός αντιλαμβάνεται το εποικοδόμημα ως ευθεία αντανάκλαση της οικονομικής υποδομής, θεωρείται ότι η ανατροπή των σχέσεων που αντιστοιχούν στις ταξικές κοινωνίες δεν μπορεί παρά να επέλθει, λίγο-πολύ αυτόματα, μέσα απ' τον μετασχηματισμό αυτής της υποδομής και ως συνέπειά του.
Απ' την άλλη, η αποδοχή του αστικού φιλοσοφικού ανθρωπισμού, η ένταξη στο θεωρητικό σώμα του μαρξισμού της ιδεαλιστικής έννοιας της «ανθρώπινης φύσης», συνεπάγεται την αμφισβήτηση κι αυτού του ενδεχόμενου μελλοντικού μετασχηματισμού σ' αυτού του είδους τις διαπροσωπικές σχέσεις. Για τον ανθρωπισμό --στις κυρίαρχες και συνεπείς εκδοχές του-- η μορφή που προσέλαβαν και προσλαμβάνουν οι διαπροσωπικές ερωτικές σχέσεις μέσα στις ιστορικές ταξικές κοινωνίες αντιστοιχεί σε ανάγκες της ίδιας της «ανθρώπινης φύσης», που χρησιμοποιείται ως έννοια στη θέση της φιλοσοφικής έννοιας της «ουσίας του ανθρώπου».
Το «παράδοξο», λοιπόν, καθίσταται αυτονόητο. Η μέριμνα για την οικογένεια θα είναι βασική φροντίδα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και θα αποτελέσει βασικό στοιχείο στην εκπόνηση και εφαρμογή των σοσιαλδημοκρατικών κοινωνικών συμβολαίων. Ακόμη περισσότερο, η ενίσχυση της οικογένειας θα αποτελέσει ένα απ' τα βασικά στοιχεία της κοινωνικής πολιτικής και της ιδεολογίας των καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού, που εγκαθιδρύθηκαν απ' τα κομμουνιστικά κόμματα, ως συνέπεια του εκφυλισμού των νικηφόρων επαναστατικών εκρήξεων του 20ού αιώνα [3] .
Επί της ουσίας, πρόκειται για την αποδοχή του ρόλου της οικογένειας, ως βασικής, θεμελιακής μονάδας κοινωνικής συγκρότησης, που αντιστοιχεί στην ταξική κοινωνική δομή: Τόσο η σοσιαλδημοκρατία, όσο και τα κυβερνητικά κομμουνιστικά κόμματα δεν στόχευσαν στην ανατροπή των ταξικών σχέσεων, αλλά στην εύρυθμη λειτουργία των καπιταλιστικών (ιδιωτικών ή κρατικών) σχέσεων.
Απ' την άλλη πλευρά, οι ίδιοι/ες οι εργαζόμενοι/ες, η εργατική τάξη και οι κοινωνικές τάξεις, στρώματα και κατηγορίες που συμμετείχαν σε ταξικές-κοινωνικές συμμαχίες μαζί της, εκδήλωναν τάσεις αμφισβήτησης του οικογενειακού θεσμού, σε κάποιες ιστορικές στιγμές κοινωνικών εκρήξεων (κυρίως στα 1917-21 στη Ρωσία και την Κεντρική Ευρώπη και στα χρόνια αμέσως πριν κι αμέσως μετά το1968, σε ευρύτερη κλίμακα). Ακόμη κι αν στο ζήτημα της οικογενειακής συγκρότησης, η κυριαρχία της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας πάνω στην αυθόρμητη εργατική ιδεολογική τάση είναι, ίσως, περισσότερο έκδηλη, παρά σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση. Κι αυτό, γιατί η οικογένεια --ως η μόνη κυρίαρχη επί αιώνες μορφή οργάνωσης των σχέσεων αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους-- είναι ο τόπος όπου το άτομο αυτοαναγνωρίζεται ως υποκείμενο, μέσω της αναγνώρισης του «Άλλου» (των γονέων) και της αναγνώρισής του ως υποκειμένου απ' τον «Άλλον».
Η αυθόρμητη εργατική ιδεολογία δεν μπορεί από μόνη της να φτάσει στην αμφισβήτηση της οικογενειακής συγκρότησης. Έτσι οι υπαρκτές, έμπρακτες αμφισβητήσεις, μέσω της σύναψης σχέσεων έξω απ' τα οικογενειακά πλαίσια, βιώνονται είτε ως προσωρινές (προγαμιαίες), είτε με αισθήματα ενοχής και με πρακτικές απόκρυψης (παράλληλες σχέσεις, εξωσυζυγικές, αμφισεξουαλικές, ομοφυλοφιλικές κ.λπ.).
Η αποκάλυψη του χαρακτήρα του οικογενειακού θεσμού, ως θεμελιακής μορφής κοινωνικής συγκρότησης, σαφώς ενταγμένου στην κατεύθυνση αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, αποτελεί υπόθεση του μαρξισμού. Ήδη, με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, οι Μαρξ-Ένγκελς μιλούν για την προοπτική κατάργησης του θεσμού της οικογένειας, αν και η διαπίστωση ότι κάτι τέτοιο συντελούταν μέσα απ' τη βίαιη μαζική προλεταριοποίηση, που ακολούθησε την πρώτη βιομηχανική επανάσταση, δεν επαληθεύτηκε όσον αφορά στις μετέπειτα γενιές της εργατικής τάξης.
Η αποδοχή του οικογενειακού θεσμού απ' την Αριστερά οδήγησε στην παράβλεψη των σχετικών με το ζήτημα θεωρητικών συμπερασμάτων, πολυσήμαντων έργων της μαρξιστικής διανοητικής παράδοσης, όπως η Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, του Φ. Ένγκελς, καθώς και στην αποσιώπηση έργων, όπως η Σεξουαλική απελευθέρωση της γυναίκας, της Α. Κολοντάι, η Σεξουαλική απελευθέρωση των νέων, του πρώιμου Β. Ράιχ κ.λπ.
Ακόμη και μετά την έκρηξη της νεολαιίστικης αμφισβήτησης του 1968, η επίσημη κομμουνιστική Αριστερά (παραδοσιακή και ανανεωτική), εκδηλώνει ανάλογη στάση απέναντι στο εγχείρημα του Λ. Αλτουσέρ και των συνεργατών του να επαναφέρουν τη μαρξιστική κριτική απέναντι στην αστική ιδεολογία, μέσω της ανάλυσης του ρόλου και των λειτουργιών των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους, στους οποίους περίοπτη θέση κατέχει η οικογένεια.
Το κενό που δημιουργήθηκε, καθώς ευρύτατες μάζες, κυρίως νέων, έθεταν ήδη σε κριτική τις αστικές οικογενειακές σχέσεις, καλύφθηκε προσωρινά με την ανακάλυψη ή επανανακάλυψη του λεγόμενου «φροϋδομαρξισμού» (ύστερος Β. Ράιχ, Χ. Μαρκούζε, Ε. Φρομ κ.λπ.). Εκεί που ο μαρξισμός ήταν απών, διείσδυσε μια εκδοχή του αστικού φιλοσοφικού ανθρωπισμού και το πεδίο των διαπροσωπικών ερωτικών σχέσεων αποτέλεσε προνομιακό χώρο για τις ιδεαλιστικές θεωρίες περί «αλλοτρίωσης». Σε διάσταση, βέβαια, με τα επιστημονικά κεκτημένα τόσο του μαρξισμού, όσο και της ψυχανάλυσης.
Το κοινό που υιοθέτησε τις θεωρίες αυτές, πολύ σύντομα --και στον βαθμό που η έκρηξη του '68 υποχωρούσε-- αποδέχτηκε και τις τελικές τους συνέπειες. Η αμφισβήτηση των «αστικών σχέσεων στην καθημερινή ζωή», θεωρημένη, αρχικά, ως διαδικασία παράλληλη με την αμφισβήτηση της ταξικής συγκρότησης της κοινωνίας, αυτονομήθηκε, σε μια δεύτερη φάση. Και όχι τυχαία, καθώς η σχετική θεματολογία δεν φαινόταν ν' απασχολεί ιδιαίτερα την Αριστερά --και σημαντικά τμήματα της τότε νέας επαναστατικής Αριστεράς-- με αποτέλεσμα οι αναζητήσεις να οδηγήσουν ακόμη και στην αυτόνομη συγκρότηση.
Σε μια τρίτη φάση, η αυτονόμηση μετατράπηκε σε απόρριψη της ενασχόλησης με την ταξική δομή της κοινωνίας. Συμπίπτοντας, η φάση αυτή, με την ολομέτωπη επίθεση της αστικής ιδεολογίας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και της πρακτικής στην οποία αντιστοιχεί (νεοφιλελευθερισμός και Νέα Τάξη Πραγμάτων), εμφάνισε τα φαινόμενα του νέου ατομικισμού, της ηθικής του «γιαπισμού» και του «ζήσε τη ζωή σου κι άφησε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο».
Η μαρξιστικής (γκραμσιανής, για την ακρίβεια) προέλευσης, θέση «το προσωπικό είναι πολιτικό», την οποία κατεξοχήν πρόβαλε το φεμινιστικό κίνημα, παραμερίστηκε προς χάριν του ατομικού. Έτσι, φτάνουμε στο κλείσιμο του κύκλου, στην επάνοδο στην υποκριτική ηθική των αστικών σχέσεων, με σκληρό πυρήνα την υπεράσπιση και ενίσχυση του θεσμού της μονογαμικής οικογένειας. Μόνο που τώρα, αυτό δεν γίνεται μόνο με όρους ηθικού πουριτανισμού, αλλά και μέσω ενός τύπου «ελευθεριότητας»: Καθένας και καθεμιά δικαιούται παράλληλες --προσωρινές ή μονιμότερες-- εξωσυζυγικές σχέσεις, αρκεί αυτές να μη θέτουν σε αμφισβήτηση τον οικογενειακό θεσμό, να μην κλονίζουν τη σταθερότητα των σχέσεων που εξασφαλίζουν την οικογενειακή θαλπωρή, βάζοντας σε κίνδυνο την αίσθηση ασφάλειας που παρέχει στο μεμονωμένο άτομο η οικογενειακή δομή.
Η υποκριτική μικροαστική ηθική, που τόσο καταγγέλθηκε και περιγελάστηκε κάποτε, αποβλήθηκε από την πόρτα, για να επανέλθει απ' το παράθυρο της κοινής συζυγικής στέγης. Καθένας και καθεμιά έχει δικαίωμα στη σεξουαλική ελευθερία, αρκεί αυτό να αποκρύπτεται ή να επιβάλλεται με τη δύναμη του ισχυρότερου. Έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να κάνει τη διάκριση «από 'δω, η γυναίκα μου κι από κει, το αίσθημά μου».
Η σύγχρονη αυτή μορφή υποκριτικών μικροαστικών σχέσεων αποτελεί εκδήλωση τριών παραγόντων:
α) Της αδυναμίας των παραδοσιακών κυρίαρχων μονογαμικών σχέσεων --πάνω στις οποίες στηρίζεται ο οικογενειακός θεσμός-- να ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες που δημιουργεί στους ανθρώπους η καθημερινή ζωή, στην εποχή του αναπτυγμένου σύγχρονου καπιταλισμού.
β) Της αδυναμίας αναπαραγωγής των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων, χωρίς την ταυτόχρονη διατήρηση και αναπαραγωγή της μονογαμικής οικογένειας.
γ) Της ενσωμάτωσης στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία των ανθρωπιστικών (άρα ιδεαλιστικών, όσο κι αν εμφανίζονταν ως «ριζοσπαστικές» ή και «μαρξιστικές» ή έστω «νεομαρξιστικές») κριτικών στις καθημερινές --εκτός παραγωγικής διαδικασίας-- κοινωνικές (άρα και ερωτικές, σεξουαλικές, οικογενειακές) σχέσεις.
Πουριτανική ή «ελευθεριακή», η αστική και μικροαστική ιδεολογία λειτουργεί, σε κάθε περίπτωση, ως «το τσιμέντο» που διατηρεί τη συνοχή και εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της συγκεκριμένης μορφής σχέσεων, στην προκειμένη περίπτωση των σχέσεων μέσα στα πλαίσια του οικογενειακού θεσμού.
Η οικογενειακή κοινωνική, οικονομική, θεσμική και ιδεολογική μορφή των διαπροσωπικών σχέσεων των δύο φύλων υπάρχει στην ταξική και ειδικότερα την καπιταλιστική κοινωνική οργάνωση, ως δομικό στοιχείο των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής και των σχέσεων ταξικής εξουσίας:
Κατά πρώτο, προκειμένου να εξασφαλίζεται και να νομιμοποιείται, όσον αφορά την αστική τάξη και τα μεσοστρώματα, η κληρονομική διαδοχή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Χωρίς τη λειτουργία του οικογενειακού κληρονομικού δικαίου και τους μηχανισμούς μεταβίβασης της περιουσίας στους γόνους των κυρίαρχων τάξεων δεν θα είχε νόημα και ιστορική συνέχεια η συσσώρευση του κεφαλαίου. Έτσι, η συνέχεια της αστικής ταξικής εξουσίας θα διαρρηγνυόταν.
Ωστόσο, ο θεσμός αυτός δεν θα εξασφάλιζε τη νομιμοποιητική του λειτουργία, χωρίς τη γενική εφαρμογή του και την αποδοχή απ' τις λαϊκές κυριαρχούμενες τάξεις. Για κάτι τέτοιο είναι αναγκαία η θεώρησή του ως της «φυσικής και λογικής» μορφής οργάνωσης των διαπροσωπικών σχέσεων των δύο φύλων.
Κατά δεύτερο, η οικογενειακή κοινωνική συγκρότηση εξυπηρετεί την παράταση του χρόνου απλήρωτης εργασίας, έξω κι απ' την καπιταλιστική παραγωγή, τη μείωση των εξόδων του κεφαλαίου για την ικανοποίηση των αναγκών αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης (μαγείρεμα φαγητού, πλύσιμο, φροντίδα των παιδιών κ.λπ.). Κατά συνέπεια, ο κόσμος της μισθωτής εργασίας αντιμετωπίζει ως «φυσικό και λογικό» το να αρκείται σε αμοιβές πολύ χαμηλότερες, απ' αυτές που αντιστοιχούν στο συνολικό κόστος αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης.
Στην ανάγκη αυτή του κεφαλαίου αντιστοιχεί η ιδεολογία της «νοικοκυροσύνης» των ζευγαριών, κατά κύριο --αν όχι αποκλειστικό-- λόγο των γυναικών, οι οποίες παράλληλα με την κύρια εξωοικιακή εργασία τους καλούνται να πραγματοποιήσουν και μια δεύτερη επίπονη απλήρωτη απασχόληση. Με τον ρόλο αυτό της γυναίκας-νοικοκυράς συνδέεται άμεσα και η συντριπτικά υψηλότερη, σε σχέση με το αντρικό φύλο, ανεργία των γυναικών, καθώς η ιδεολογία της «νοικοκυροσύνης» νομιμοποιεί ευκολότερα την προσωρινή ή μονιμότερη απομάκρυνσή τους απ' την παραγωγική διαδικασία.
Η γυναίκα στις λαϊκές κυριαρχούμενες τάξεις, είτε λόγω της διπλής (εξωοικιακής και οικιακής) απασχόλησης, είτε λόγω της αποκλειστικής απασχόλησης με το νοικοκυριό, οδηγείται στην κοινωνική υποβάθμιση και περιθωριοποίηση, που νομιμοποιείται ιδεολογικά μέσα απ' την κυριαρχία κι αναπαραγωγή σεξιστικών αντιλήψεων, περί ρόλων, ικανοτήτων κ.λπ.
Αλλά κι αν ακόμη και τα δύο μέλη του οικογενειακού πυρήνα ασχολούνταν ισότιμα με τις εργασίες του νοικοκυριού, αυτό σε τίποτε δεν θα τροποποιούσε τη φύση αυτών των απασχολήσεων, ως απλήρωτης εργασίας προς όφελος του κεφαλαίου. Καθώς η εργασία αυτή θεωρείται υπόθεση της οικογένειας, το κεφάλαιο απαλλάσσεται από απαιτήσεις ριζικών και δραστικών αυξήσεων του εργατικού εισοδήματος.
Κατά τρίτο, τέλος, η λειτουργία του αστικού οικογενειακού θεσμού, ως ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους, συμβάλλει καθοριστικά στην εγχάραξη αντιλήψεων, στάσεων, πρακτικών και νοοτροπιών στους γόνους των εργαζόμενων οικογενειών, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συμβατότητα με τις αστικές κοινωνικές αξίες κι η αποδοχή τους. Η πειθάρχηση απέναντι στους γονείς προετοιμάζει για την πειθάρχηση έναντι του εργοδότη και του κράτους, ενώ παράλληλα η οικογένεια είναι ο τόπος όπου «διδάσκονται» εμπράκτως οι διαφορετικοί --άνισοι και ανισότιμοι-- ρόλοι των δύο φύλων.
Οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις, στο μέτρο που παραμένουν τέτοιες, στερημένες πρακτικών κοινωνικής χειραφέτησης, δεν μπορούν παρά να λειτουργούν ως φορείς μετάδοσης και επιβολής των αστικών αξιών, και ο χώρος της οικογένειας είναι ο πλέον προνομιακός για κάτι τέτοιο. Πρόσφατη είναι η περίπτωση της μαζικής οικογενειακής πίεσης που ασκήθηκε στο μαθητικό κίνημα των καταλήψεων, το οποίο αγωνιζόταν για τη ματαίωση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της Μέσης Εκπαίδευσης. Και μόνο αυτό το παράδειγμα είναι ικανό να αποδείξει περίτρανα τη λειτουργία του αστικού οικογενειακού θεσμού, ως μηχανισμού ιδεολογικής χειραγώγησης και καταστολής της λαϊκής εφηβικής αμφισβήτησης και ριζοσπαστικότητας.
Για τους τρεις αυτούς λόγους, το αστικό καθεστώς έχει καίρια συμφέροντα απ' τη διατήρηση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών κυριαρχούμενων τάξεων στα πλαίσια αποδοχής και νομιμοποίησης του αστικού οικογενειακού θεσμού.
Επιπλέον, καθώς η ιδεολογία, εγκαλώντας το άτομο ως υποκείμενο, εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της δικής του «ελεύθερης βούλησης» και ως «οικειοθελής επιλογή τρόπου ζωής», τα ζευγάρια των εργαζομένων προσέρχονται στον αστικό γάμο και τη συνεπακόλουθη οικογενειακή οργάνωση, θεωρώντας ότι «οικειοθελώς και εκουσίως» επιλέγουν το κοινωνικό πλαίσιο διαμόρφωσης κι αναπαραγωγής της ζωής τους.
Στην πραγματικότητα, «προσχωρούν», de facto, σ' ένα προκατασκευασμένο κοινωνικό πλαίσιο, που έχει διαμορφωθεί ερήμην τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι ερωτικές και σεξουαλικές σχέσεις, ο τρόπος κοινωνικοποίησης, οι υπαρξιακές αναζητήσεις, οι συναισθηματικές ανάγκες κ.λπ., των μισθωτών εργαζομένων, τίθενται και επικαθορίζονται από ένα κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο, που εξ ορισμού υπηρετεί οικονομικές και ιδεολογικές λειτουργίες --και τελικά σκοπιμότητες-- ανταγωνιστικές προς τα κοινωνικά συμφέροντα χειραφέτησής τους.
Οι συνέπειες, για την εργατική τάξη, της λειτουργίας των διαπροσωπικών σχέσεων των δύο φύλων με τη μορφή του αστικού οικογενειακού θεσμού, τοποθετούνται στο οικονομικό, κοινωνικό και ερωτικό-σεξουαλικό πεδίο:
Οικονομικά, καθώς με την πραγματοποίηση της απλήρωτης οικιακής εργασίας απ' τον εργατικό --και κυρίως τον γυναικείο-- πληθυσμό, περιορίζεται, συχνά μέχρις εκμηδενισμού, ο ελεύθερος χρόνος και συνεπώς οξύνεται δραματικά η καπιταλιστική εκμετάλλευση, εφόσον το εργατικό νοικοκυριό υποχρεώνεται να «δαπανά εργασία» για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης των μελών του, αντί να εξασφαλίζει ένα ύψος μισθού που να επαρκεί για την αγορά υπηρεσιών καθαρισμού, μαγειρικής, κ..λπ.
Κοινωνικά, η συνολική ζωή της εργατικής τάξης, πέραν της καπιταλιστικής παραγωγής, αντικειμενικά ατομικοποιείται στο επίπεδο του οικογενειακού εγκλωβισμού. Η οικογενειακή συγκρότηση αντιπροσωπεύει έναν ξεχωριστό μικρόκοσμο, όπου αναπτύσσονται σχέσεις κυριαρχίας-ιδιοκτησίας, που αντανακλούν κι αναπαράγουν τις κυρίαρχες σχέσεις υπαγωγής στην αστική κοινωνία. Παράλληλα, το οικογενειακό πλαίσιο αποτελεί και το κύριο πεδίο αναπαραγωγής των άνισων και ανισότιμων (σε βάρος των γυναικών) σχέσεων των δύο φύλων.
Ερωτικά-σεξουαλικά, εφ' όσον το αστικό οικογενειακό πλαίσιο επικαθορίζει μονοδιάστατα τη συναισθηματική, διανοητική, ψυχολογική, ερωτική και σεξουαλική συμπεριφορά και ζωή των εργαζομένων, τους εγκλωβίζει σ' ένα αυστηρά ατομικοποιημένο πλαίσιο, όπου κάθε τάση και ροπή διαφοροποίησης στιγματίζεται ως «εκτροπή» απ' την κυρίαρχη ισορροπία και εξαναγκάζεται στην αναζήτηση στρατηγικών απόκρυψης, στην ενοχή ή και στην απώθηση-μετάθεση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχική υγεία του ατόμου.
Είναι φανερό, ότι στο επίπεδο αυτών των συνεπειών του αστικού οικογενειακού θεσμού αναπτύσσεται ένα σύνολο εκρηκτικών αντιφάσεων και αντιθέσεων, με ταξική αφετηρία και κοινωνικό-ερωτικό-σεξουαλικό περιεχόμενο. Στο πεδίο αυτό, αναβλύζουν ροπές και τάσεις με ριζοσπαστικό προσανατολισμό και δυνητική αντικαπιταλιστική κι αντισεξιστική στόχευση, τις οποίες το αριστερό κίνημα --με την εξαίρεση μεμονωμένων διανοητών και επιμέρους πρακτικών νεολαιίστικων τμημάτων του, καθώς και του αριστερού φεμινισμού-- επιδεικτικά αγνόησε και έθεσε στο περιθώριο, στο απυρόβλητο της ιδεολογικής του κριτικής και των αντίστοιχων πολιτικών του.
Ακόμη περισσότερο, με την Αριστερά να παραμένει υποταγμένη στην επιρροή και ηγεμονία της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας και στην αντίστοιχη, πουριτανικού ή δήθεν «ελευθεριακού» τύπου, ηθική, όλη η σχετική προβληματική εκχωρήθηκε στην αστική ιδεολογία. Έτσι, οι πολύπλευρες αναφορές στον έρωτα και τη σεξουαλικότητα εμφανίζονται ν' αποτελούν αντικείμενο της αστικής ιδεολογίας. Δεν αποτέλεσαν το γόνιμο και αναγκαίο εκείνο πεδίο ανάπτυξης μιας αριστερής κριτικής, απ' τη σκοπιά της υπέρβασης της αστικής οικογενειακής δομής και της γενικευμένης κοινωνικής --άρα και ερωτικής και σεξουαλικής-- χειραφέτησης της εργατικής τάξης.
Ένα κατεξοχήν κοινωνικό ζήτημα, στο οποίο εμπλέκονται κι εμπεριέχονται δυνάμει εκρηκτικές αντιθέσεις, που αφορούν τις σχέσεις των δύο φύλων και σαφέστατα στις ταξικές σχέσεις, καθορίστηκε ως «ατομικό» θέμα των εργαζομένων και των αριστερών. Εντούτοις, η επαναστατική επίλυσή του προϋποθέτει --και συνεπάγεται-- το άνοιγμα των πιο πλατειών κοινωνικών οριζόντων.
Προφανώς, τα ζητήματα αυτά αποτελούν μείζονα πεδία αντιπαράθεσης της κοινωνικής χειραφέτησης με την επιβολή των σχέσεων εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και του γυναικείου φύλου ιδιαίτερα, στον πέραν της άμεσης καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας χώρο. Ως τέτοια, απαιτούν τη συνεχή παρέμβαση της Αριστεράς και της μαρξιστικής κριτικής. Η επίλυσή τους δεν μπορεί παρά να είναι επίδικο αντικείμενο της ταξικής πάλης, με την πιο ευρεία έννοια του όρου και όχι αποτέλεσμα ατομικών-υποκειμενικών επιλογών, όσο κι αν αυτές έχουν τη δική τους πρακτική και κυρίως συμβολική πρωτοποριακή σημασία.
Επιπλέον, η επίλυση αυτών των αντιθέσεων δεν μπορεί να παραπέμπεται στο μακρινό μέλλον, στις «ελληνικές καλένδες», μέσα από αντιλήψεις αναγωγής όλων των αντιθέσεων στη βασική αντίθεση, στο οικονομικό επίπεδο. Υποστηρίζουμε πως η επίλυση των ζητημάτων αυτών αποτελεί μια διαδικασία, κάθε άλλο παρά ευθύγραμμη, που συνδέεται και συνοδεύει την όλη διαδικασία του αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική κυριαρχία, σε όλα τα επίπεδα διεξαγωγής της ταξικής πάλης (οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό).
Αναφερθήκαμε παραπάνω στην οικονομική και ιδεολογική λειτουργία της αστικής οικογενειακής συγκρότησης και στις πολιτικές συνέπειές της. Θεωρούμε, ως εκ τούτου, ότι η Αριστερά --στο βαθμό που θέλει να είναι δύναμη ανατροπής-- πρέπει να εντάσσει σταθερά στην πολιτική της ζητήματα που αφορούν τις διαπροσωπικές σχέσεις και κυρίως στον οικογενειακό θεσμό. Όχι για να προκύψει μια νέα κωδικοποίηση ηθικών κανόνων και προταγμάτων, αλλά για να αποκαλύπτεται η πραγματική εκμεταλλευτική φύση αυτών των σχέσεων, η σύνδεσή τους με τον συνολικό εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των κοινωνικών, άμεσα παραγωγικών ή μη, καπιταλιστικών σχέσεων.
Η υποστήριξη προς το φεμινιστικό κίνημα, η ένταξη της θεματικής του στη θεματική της Αριστεράς, η υποστήριξη προς τα κινήματα σεξουαλικής απελευθέρωσης (κατά της ομοφυλοφοβίας κ.λπ.), η υποστήριξη προς εναλλακτικές μορφές διαπροσωπικών ερωτικών σχέσεων, έξω απ' τα πλαίσια της αστικής οικογενειακής συγκρότησης και η κριτική προς την αστική και μικροαστική υποκριτική ηθική, αποτελούν βασικά στοιχεία μιας αριστερής ανατρεπτικής παρέμβασης.
Παράλληλα, είναι αναγκαίο η σύνδεση της κριτικής ενάντια στην αστική οικογενειακή συγκρότηση και την ιδεολογία που τη στηρίζει και αναπαράγεται μέσα απ' αυτήν, να συνδέεται με την προοπτική της συνολικής κοινωνικής χειραφέτησης. Άρα, με την προοπτική του αντικαπιταλιστικού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, σε κομμουνιστική κατεύθυνση.
Όπως δεν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική σοσιαλιστική κοινωνική οργάνωση της εργατικής και λαϊκής χειραφέτησης, χωρίς την κοινωνικοποίηση των παραγωγικών μέσων, την κατάργηση του ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας και της διάκρισης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, εξίσου δεν μπορεί να νοηθεί η κοινωνική απελευθέρωση των εργαζομένων και κυρίως των γυναικών, χωρίς την υπέρβαση των αστικών οικογενειακών δομών. Πράγμα που σημαίνει:
Ελεύθερη ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων των δύο φύλων, πέρα απ' τα περιοριστικά και μονοδιάστατα πλαίσια του αστικού γάμου και της οικογενειακής δομής, σε όλα τα επίπεδα. Διαμόρφωση όρων για κοινωνική και υπαρξιακή επικοινωνία, αυθεντικό ερωτισμό και έκφραση της σεξουαλικότητας, συναισθηματική και ψυχολογική συντροφικότητα. Απαλλαγή απ' τους οικογενειακούς αστικούς –αστυνομικού τύπου-- καταναγκασμούς, απ' τις αφόρητες οικονομικές επιβαρύνσεις και δεσμεύσεις που συνεπάγεται η διατήρηση του αστικού οικογενειακού θεσμού.
Κατά συνέπεια, απαιτούνται νέες μορφές κοινωνικοποίησης των εργασιών του «νοικοκυριού», για την απαλλαγή απ' την πρόσθετη απασχόληση που συνεπάγονται, αλλά και της περιορισμένης σε ιδιωτικά πλαίσια, φροντίδας των παιδιών.
Τελικά, απαιτείται το σπάσιμο του ατομικοποιημένου οικογενειακού οχυρού, μέσα απ' την προώθηση της εργατικής συμμετοχής σε πολύπλευρα επίπεδα κοινωνικής συλλογικότητας (διαχείριση παραγωγής, κοινωνική διεύθυνση κ.λπ.). Αντιστοίχως, κατάργηση του διαμεσολαβητικού ιδεολογικού ρόλου χειραγώγησης των παιδιών, με φορείς τους γονείς: Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ανάπτυξη της υποκειμενικότητας των παιδιών σε κοινωνίες σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής κατεύθυνσης, δεν μπορεί παρά να περνάει μέσα από διαδικασίες δημοκρατικών συλλογικών μορφών εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης.
Στην πάλη για την προώθηση νέων μορφών εναλλακτικής οργάνωσης των διαπροσωπικών ερωτικών σχέσεων, σοβαρότερο εμπόδιο είναι η ιδεολογική ηγεμονία του αστισμού πάνω στις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Οι εργαζόμενοι/ες πείθονται --πιστεύοντας μάλιστα ότι οι ιδέες αυτές είναι αποτέλεσμα δικής τους, ατομικής κάθε φορά, επιλογής-- ότι η συγκεκριμένη κυρίαρχη μορφή οργάνωσης των διαπροσωπικών ερωτικών σχέσεων είναι «φυσική, λογική και ιστορικά συνεχής».
Όπως ακριβώς συμβαίνει όταν ο μαθητικός και νεολαιίστικος πληθυσμός, που σε σημαντικό ποσοστό απομακρύνεται απ' την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, μέσα από αλλεπάλληλα εξεταστικά («αξιοκρατικά») φράγματα και οδηγείται στα ΤΕΕ, στα ΙΕΚ, ή και στην άμεση εργασία, στην ανεργία κ.λπ., «πείθεται» ιδεολογικά, ότι δεν είναι «επαρκής-ικανός» για την ανώτατη παιδεία και τις αντίστοιχες θέσεις διανοητικής εργασίας του αστικού κοινωνικού καταμερισμού.
Όπως άλλωστε και ο εργατικός πληθυσμός «πείθεται» ότι δεν κατέχει την «επιχειρηματικότητα», που θα τον αναδείκνυε σε εργοδότη, αναγνωρίζοντας, έτσι, λίγο-πολύ, ως «φυσική» και «λογική» την κοινωνική του θέση, αναγνωρίζοντας, επιπλέον, ως «φυσικό» και «λογικό» (και «ιστορικά συνεχή») τον ταξικό διαχωρισμό.
Αναδεικνύεται, έτσι, η καθοριστική λειτουργία της ιδεολογίας στη διατήρηση κι αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων, όπως κι η καθοριστική σημασία της ιδεολογικής ταξικής πάλης για την ανατροπή αυτών των σχέσεων.
Με κυρίαρχη --αν όχι και αποκλειστική-- την οικογενειακή μορφή δόμησης των διαπροσωπικών ερωτικών σχέσεων, ο/η κάθε ιδεολογικά ηγεμονευόμενος/η εργαζόμενος/η, αναλαμβάνει ρόλο «ατομικού ηθικού χωροφύλακα», τόσο απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του/της, όσο και απέναντι στον/στην σύντροφό του/της. Έλεγχος και καταστολή της ερωτικής παρόρμησης προς άλλα άτομα, τιμωρία-χωρισμός σε περίπτωση «εκτροπής», ακόμη και σε περιπτώσεις που η λειτουργούσα σχέση έχει γενικά χαρακτηριστικά επάρκειας. Στο πεδίο αυτό αναδεικνύονται και οι κύριες αντιφάσεις του οικογενειακού θεσμού, μέσα απ' το δίδυμο της αστικής ιδεολογίας, υποκριτικός πουριτανισμός - μίζερη «ελευθεριότητα». Η πουριτανική στάση της αυτοκαταστολής και της απώθησης της επιθυμίας, συμπληρώνεται με τη στάση μιας «ελευθεριότητας», που για να εκδηλωθεί --χωρίς να διαταράξει την οικογενειακή μονογαμική σταθερότητα-- έχει ανάγκη αποκρύψεων και στρατηγικών εξαπάτησης του/της άλλου/ης, αυτοαναιρούμενη ως έκφραση ελευθερίας. Εδώ ακριβώς έγκειται και η βαθιά κρίση του αστικού οικογενειακού θεσμού, για την οποία εκφράζουν την ανησυχία τους οι οργανικοί διανοούμενοι του αστικού κράτους, αλλά –δυστυχώς-- και κύκλοι της Αριστεράς.
Η ύπαρξη της «επιτυχημένης-ευτυχισμένης οικογένειας», αποτελεί «υπέρτατο στόχο», εγγύηση της ατομικής επιτυχίας στη ζωή και της προσωπικής ευτυχίας. Έτσι, ως «επιτυχία» και «ευτυχία» εκλαμβάνεται ο εγκλωβισμός στα, περιοριστικά για την ατομική ελευθερία, οικογενειακά πλαίσια, η πλήρης και τέλεια προσαρμογή της libido, του ερωτισμού, της κοινωνικότητας, της επικοινωνίας στο οικογενειακό «οχυρό», η απόλυτη αποδοχή της ανάληψης του βάρους του «νοικοκυριού» απ' το ζευγάρι, αν και συνήθως αυτό αναλαμβάνεται κατά κύριο λόγο --ή και αποκλειστικά-- απ' τη γυναίκα.
Η επιδίωξη της «επιτυχημένης-ευτυχισμένης οικογένειας» προϋποθέτει και συνεπάγεται την τοποθέτηση των συμφερόντων της πάνω από οτιδήποτε άλλο, την αναγνώριση της ένταξης στην οικογένεια ως του κύριου και βασικού στοιχείου της ατομικής ταυτότητας. Τέλος, σημαίνει την επιδίωξη της προσαρμογής των παιδιών στο καπιταλιστικό εκπαιδευτικό σύστημα και στην προετοιμασία για την ιδεολογική αποδοχή του αστικού καταμερισμού εργασίας, των εκμεταλλευτικών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της αστικής εξουσίας.
«Επιτυχημένη-ευτυχισμένη οικογένεια» σημαίνει, μ' άλλα λόγια, οικονομική, κοινωνική, ψυχολογική αποδοχή και προσαρμογή των διαπροσωπικών σχέσεων στις αστικές κοινωνικές επιταγές και ανάγκες οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής κυριαρχίας.
Βέβαια, το επιχείρημα ότι σε κάθε περίπτωση αναντιστοιχίας των μελών του οικογενειακού ζευγαριού είναι θεσμοθετημένη απ' το αστικό δίκαιο η δυνατότητα του «διαζυγίου» κι έτσι διασφαλίζεται η «ελεύθερη» επιλογή των ατόμων, είναι εντελώς ανεδαφικό, γιατί δεν πρόκειται περί αυτού:
Και στην περίπτωση του χωρισμού και διάλυσης της συγκεκριμένης οικογένειας, η μοναδική ιδεολογικά αναγνωρισμένη, άρα και επιδιωκόμενη, δυνατότητα, που διανοίγεται μπροστά στους χωρισμένους πρώην συντρόφους, δεν είναι άλλη, παρά εκείνη της δημιουργίας καινούργιων οικογενειακών συγκροτήσεων.
Το απαιτούμενο για το αστικό ταξικό κοινωνικό σύστημα είναι η λειτουργία των διαπροσωπικών ερωτικών σχέσεων στο οικογενειακό πλαίσιο, ασχέτως με το ποια μέλη συγκροτούν τον πυρήνα της οικογένειας. Απεναντίας, για την εργατική τάξη, στη χειραφετημένη έκφανση της υπόστασής της, το ζητούμενο είναι η ατελεύτητη αναζήτηση και βίωση των πιο ολοκληρωμένων μορφών επικοινωνίας (ερωτικής, υπαρξιακής, σεξουαλικής, συναισθηματικής, κοινωνικής). Πράγμα που προϋποθέτει την υπέρβαση της οικογενειακής συγκρότησης και την απελευθέρωση απ' τους περιορισμούς της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας και ηθικής.
Η προώθηση των αντικαπιταλιστικών μορφών αντίθεσης των εργαζομένων και μάλιστα στη συγκυρία του σύγχρονου κυβερνητικού νεοφιλελευθερισμού, τοποθετείται εξίσου σ' όλα τα επίπεδα ύπαρξης και αναπαραγωγής του κόσμου της μισθωτής εργασίας, γιατί οι ανάγκες χειραφέτησής του αναδεικνύονται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής: Αμοιβής της εργασίας και ταξικών συσχετισμών στην καπιταλιστική παραγωγή, οικογενειακής συγκρότησης και ερωτικής-σεξουαλικής-επικοινωνιακής απελευθέρωσης, στο πεδίο των εκπαιδευτικών μηχανισμών, για τη γενικευμένη πρόσβαση στη γνώση και την κατάργηση των «αξιοκρατικών-επιλεκτικών» εξεταστικών διαδικασιών κ.λπ.
Μ' αυτή την έννοια, οι εκρηκτικές αντιφάσεις και συνέπειες που εμφανίζονται και αναπαράγονται συστηματικά στη ζωή της εργατικής τάξης και στο επίπεδο του οικογενειακού θεσμού, χρειάζεται ν' αποτελούν ζωτικό πεδίο ριζοσπαστικής γονιμοποίησης στη στρατηγική κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης, απ' την πλευρά της Αριστεράς και της μαρξιστικής κριτικής.
Μπορεί, φυσικά, η κυρίαρχη ιδεολογία να εγχαράσσεται μέσα από ιδεολογικούς μηχανισμούς, αποτυπωνόμενη σε τρόπους ζωής, ανεξαρτήτως της κατανόησης που έχουν τα άτομα για την ίδια την πρακτική τους, δεν παύουν ωστόσο να λειτουργούν και τα αστικά ιδεολογικά επιτελεία, με επίγνωση των αντιφάσεων, αντιθέσεων και παρενεργειών που συνεπάγεται, για τον μισθωτό εργαζόμενο κόσμο, η οικογενειακή μορφή οργάνωσης των διαπροσωπικών σχέσεων. Γι' αυτό και αναπτύσσουν παρεμβάσεις, στην κατεύθυνση της άμβλυνσης αυτών των συνεπειών, για την επανενσωμάτωση των τάσεων ρήξης, που, ενδεχομένως, διαφαίνονται.
Ως εκ τούτου, οι παρεμβάσεις αυτές έχουν σαφή ταξικά, δηλαδή, αστικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, με στόχο την επαναθωράκιση του οικογενειακού θεσμού, κυρίως μέσα απ' την αποδοχή-ενσωμάτωση λόγων και πρακτικών που δεν ολοκληρώνουν τη ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική. Βρισκόμαστε, άλλωστε, πολύ μακριά απ' την εποχή που η «άπιστη» σύζυγος μαζί με τον εραστή της σταυρώνονταν στην κεντρική πλατεία των συνοικισμών της ιαπωνικής κοινωνίας, όπως με τόσο μεγαλειώδη κριτικό τρόπο ανέδειξε ο Κ. Μιζογκούτσι, στη σχετική κινηματογραφική του παραγωγή στη δεκαετία του '50.
Η ιδεολογική ηγεμονία πάνω στη εργατική τάξη κι η διανοητική χειραγώγηση των αντιφάσεων στην κατεύθυνση της επανενσωμάτωσης, είναι ένα από τα σπουδαιότερα αντικείμενα της αστικής καλλιτεχνικής παραγωγής. Κι απ' αυτή την άποψη, ο κινηματογράφος και το τραγούδι, ως τα πιο προσιτά και λαϊκά μέσα του πολιτιστικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους (αν και ως τέτοια παραμένουν πεδία ιδεολογικής πάλης και ως εκ τούτου έκφρασης και ριζοσπαστικής κριτικής), χρησιμοποιούνται κατά κόρον σ' αυτή την κατεύθυνση.
Η αστική ηθική και οι κοινωνικές συμβάσεις στις οποίες στηρίζεται η οικογενειακή συγκρότηση μπορεί να υπήρξαν αντικείμενο χλευασμού στο κλασικό ρεμπέτικο [4] και ειρωνείας στο έργο του Τσιτσάνη [5] . Εντούτοις το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, με κύριο εκπρόσωπο τον Στέλιο Καζαντζίδη, δεν μπόρεσε να φτάσει μέχρι την αμφισβήτηση, εκφράζοντας κυρίως τον τραυματικό τρόπο που άντρες και γυναίκες βίωναν, μέσα στα εργατικά και λαϊκά στρώματα, τον κλονισμό των παραδοσιακών ερωτικών και οικογενειακών σχέσεων, που προκάλεσε η μαζική εγκατάλειψη της υπαίθρου μετά τον εμφύλιο και η μαζική έξοδος της γυναίκας στην παραγωγή, σε συνδυασμό με τη συνειδητή ή μη αποδοχή των απελευθερωτικών --ως προς τον ρόλο της γυναίκας-- μηνυμάτων του προηγηθέντος ΕΑΜικού κινήματος [6] .
Η παρακμή του λαϊκού τραγουδιού, με την ανάδυση και τελικά την κυριαρχία του «σκυλάδικου», συνδέεται με την πλήρη ιδεολογική κυριαρχία του αστισμού και μικροαστισμού, την επαναπροώθηση του σεξισμού και της αστικής και μικροαστικής υποκρισίας στις ερωτικές σχέσεις. Σε αντιστοίχηση με την κυρίαρχη ιδεολογία, το ερωτικό παιχνίδι αντιμετωπίζεται ως έντονος ανταγωνισμός, η χαρά του έρωτα ως υποκαθιστάμενη απ' τις σχέσεις κυριαρχίας-υποταγής.
Στον κινηματογράφο, όπου οι εικόνες είναι πιο συγκεκριμένες και τα εκφραστικά μέσα πιο πλούσια κι αποτελεσματικά, η κυρίαρχη ιδεολογία έχει ακόμη πιο μεγάλες δυνατότητες επηρεασμού των λαϊκών συνειδήσεων. Αρκεί ν' αναφερθούμε στη μαζική παραγωγή ταινιών για λαϊκή κατανάλωση, κατά τη δεκαετία του '60 και στις αρχές της δεκαετίας του '70, στην Ελλάδα, μέσω των οποίων περνούσε η κυρίαρχη αντίληψη του, σε τελική ανάλυση, θριαμβεύοντος γάμου. Επίσης, σε σύγχρονες κινηματογραφικές «επιτυχίες», με χαρακτηριστική περίπτωση το «Safe Sex», που μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη την ιδεολογία των μεταμοντερνιστικών τηλεοπτικών σειρών και της σύγχρονης εμπορικής παρα-λογοτεχνίας (περί «φιλιών του Ιούδα» κ.λπ.).
Στην περίπτωση αυτή, ο γάμος κι η οικογένεια νομιμοποιούνται με αντίστροφο τρόπο, προβάλλοντας την άποψη ότι, πέραν αυτού του αστικού θεσμικού πλαισίου, δεν υπάρχει παρά ο εκχυδαϊσμένος σεξισμός. Άρα, αφού αυτός απορρίπτεται --και πολύ σωστά-- απ' τον μέσο όρο της λαϊκής συνείδησης, το αστικό οικογενειακό πλαίσιο και η αστική και μικροαστική ηθική επαναπροβάλλουν κραταιά, ως η μόνη αυθεντική και ορθή αντιμετώπιση των ερωτικών διαπροσωπικών ζητημάτων.
Το ίδιο συμβαίνει ακόμη και με σπουδαίες, απ' την άποψη του επιπέδου τους, κινηματογραφικές ταινίες, με διεθνή επιτυχία, όπως το «Μάτια ερμητικά κλειστά» και το «American Beauty». Η ανάδειξη υπαρκτών ζητημάτων (πηγαία ερωτική παρόρμηση, που δημιουργεί ευθέως κάθετη ρωγμή στο αστικό οικογενειακό πλαίσιο, πλήρης παραφθορά του αμερικανικού οικογενειακού θεσμού κ.λπ.), γίνεται για να χειραγωγηθούν, τελικά, οι αντιφάσεις και αντιθέσεις και να καταλήξουν στον θρίαμβο του αστικού γάμου-οικογένειας, πράγμα που στην περίπτωση ενός τόσο σημαντικού σκηνοθέτη, όπως ο Σ. Κιούμπρικ, παίρνει τη μορφή καθαρού ιδεολογικού φιάσκου.
Εδώ, οι μορφές αντίδρασης του «θιγμένου» συζύγου δεν είναι άλλες παρά είτε η προσφυγή στην πορνεία (και βέβαια, ο Τομ Κρουζ πληρώνει την πόρνη, αλλά δεν κάνει έρωτα μαζί της, παραμένοντας «άσπιλος κι αγνός» έναντι της αστικής ηθικής), είτε ο δίχως όρια αχαλίνωτος ρωμαϊκός οργιαστικός σεξισμός των αστικών ελίτ -καρπός απαγορευμένος για τη μικροαστική αναζήτηση.
Η τεραστίων διαστάσεων ιδεολογική χειραγώγηση που πραγματοποιείται μέσω αυτής της κινηματογραφικής παραγωγής, αντιπροσωπεύει τον θρίαμβο της αστικής ηθικής, τη ρεβάνς απέναντι στον ριζοσπαστισμό μιας προηγούμενης ιστορικής περιόδου, με τριπλό τρόπο:
Το οικογενειακό ζευγάρι δεν πραγματώνει τις ερωτικές παρορμήσεις του προς τον εξω-οικογενειακό κόσμο, παρά φαντασιακά. Απέναντι στον κλονιζόμενο αστικό γάμο δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, παρά ο αγοραίος έρωτας και η σεξιστική ακολασία. Ως τελική κατάληξη της φαντασιακής περιπλάνησης των μελών του οικογενειακού ζευγαριού επέρχεται η επανένωση στα σταθερά οικογενειακά βάθρα, «αιώνια και ακλόνητη» μορφή οργάνωσης των ερωτικών διαπροσωπικών σχέσεων.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε, πως ο αναγκαστικός κοινωνικός, θεσμικός και ψυχολογικός εγκλωβισμός των εργαζόμενων ζευγαριών στο αστικό οικογενειακό πλαίσιο εκμηδενίζει τον ελεύθερο χρόνο (εργασίες νοικοκυριού και ιδιωτική φροντίδα των παιδιών) και ταυτόχρονα επιδρά απόλυτα περιοριστικά στην κοινωνική λειτουργία των ατόμων. Εφ' όσον, εξ ορισμού, αποκλείεται η οποιαδήποτε αναζήτηση της διαπροσωπικής επικοινωνίας (ερωτικής, σεξουαλικής, υπαρξιακής, συναισθηματικής) με οποιονδήποτε άλλον ή άλλη, άντρα ή γυναίκα, που ανήκει προφανώς σε άλλη οικογενειακή συγκρότηση. Περιορίζεται, έτσι, ασφυκτικά, κάθε έννοια διαπροσωπικής κοινωνικοποίησης των εργαζομένων:
Πραγματικά, δύσκολα μπορεί κανείς να βρει μεγαλύτερη στέρηση της ελευθερίας, μεγαλύτερο ακρωτηριασμό της προσωπικότητας, από εκείνη που επιβάλλει το αστικό οικογενειακό περίβλημα στις διαπροσωπικές σχέσεις. Επί της ουσίας, εγκλωβισμένο το άτομο στα οικογενειακά πλαίσια, εμποδίζεται στο να συνειδητοποιήσει την ένταξή του σε άλλες διαπροσωπικές σχέσεις, ακόμη και σ' αυτές που απορρέουν άμεσα απ' την κοινωνική-ταξική του θέση. Επιπλέον, οι σχέσεις των εργαζομένων μεταξύ τους οφείλουν να είναι αυστηρά εργασιακές-επαγγελματικές ή έστω συνδικαλιστικές-πολιτικές, σε καμιά περίπτωση, όμως, άμεσα ερωτικές διαπροσωπικές, χωρίς τη μεσολάβηση του γάμου και της οικογενειακής συγκρότησης.
Η σοσιαλιστική αναγκαιότητα, ο κοινωνικός μετασχηματισμός σε κομμουνιστική κατεύθυνση και, κατά συνέπεια, οι τακτικές ταξικές, πολιτικές και ιδεολογικές εκφάνσεις του εργατικού κινήματος στο ιστορικό παρόν, απαιτούν μια συνολική διαδικασία αντικαπιταλιστικών πρακτικών και χειραφετητικών προσανατολισμών, σε όλα τα επίπεδα. Η απελευθέρωση των διαπροσωπικών ερωτικών σχέσεων, η κοινωνικοποίηση των λειτουργιών του «νοικοκυριού» και της φροντίδας των παιδιών, ο απεγκλωβισμός απ' το οικογενειακό πλαίσιο που αναπαράγει κυρίαρχους τρόπους ζωής σε βάρος των εργαζομένων, δεν συνιστούν δευτερογενή ζητήματα. Καθώς η οικογενειακή συγκρότηση αποτελεί, εκ των ουκ άνευ, όρο για τη συνολική λειτουργία των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, η υπέρβασή της δεν μπορεί παρά να συνοδεύει τη συνολική διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού, να αποτελεί συστατικό στοιχείο της.
Μ' αυτή την έννοια, η εργατική επαναστατική χειραφέτηση δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόχρονα και αδιάσπαστα οικονομική και πολιτική, μορφωτική και γνωστική, επικοινωνιακή και ερωτική-σεξουαλική. Αντίστοιχη απαιτείται να είναι και η αντικαπιταλιστική κριτική σήμερα, έτσι ώστε η ιδεολογική ταξική πάλη να διεξάγεται με ανταγωνιστικούς ως προς την κυρίαρχη ιδεολογία όρους, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Τα ζητήματα τα έχει θέσει, ήδη, η χρόνια κρίση των αστικών οικογενειακών σχέσεων. Εκεί που η Αριστερά και η μαρξιστική κριτική δεν θέλουν ή δεν μπορούν να παρέμβουν, το πεδίο θα αφήνεται ελεύθερο για την παρέμβαση της αντίπαλης ιδεολογίας, για την επανενσωμάτωση αντιθέσεων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν εκρηκτικά.
[2] Λουί Αλτουσέρ, «Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους», στο Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1977, σσ. 83-84. Όπως επισήμαινε ο γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος, ήδη ο Γκράμσι είχε παρατηρήσει τον ιδεολογικό ρόλο των μηχανισμών «ιδιωτικών φορέων». «Η διάκριση μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα είναι εσωτερική διάκριση του δικαίου της αστικής τάξης, που ισχύει εκεί όπου το αστικό δίκαιο "ασκεί" τις κανονιστικές "εξουσίες" του. Ο τομέας του κράτους του διαφεύγει γιατί βρίσκεται "πέρα από το δίκαιο": το κράτος, που είναι το κράτος της κυρίαρχης τάξης, δεν ανήκει ούτε στο δημόσιο, ούτε στον ιδιωτικό τομέα, αποτελεί αντίθετα προϋπόθεση κάθε διάκρισης μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού. Το ίδιο ισχύει και για τους ΙΜΚ (σ,σ, Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους). Λίγο ενδιαφέρει αν οι θεσμοί που τους ενσαρκώνουν είναι "δημόσιοι" ή "ιδιωτικοί"» (στο ίδιο, σ. 84).
[3] Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά όχι μόνο στα προγράμματα «σοσιαλιστικής οικοδόμησης» των ΚΚ, αλλά και στα θεωρητικά έργα του απολογητικού σοβιετικού μαρξισμού, που κάποτε κατέκλυζαν την αγορά και διαμόρφωναν «μαρξιστικές» συνειδήσεις. Απ' τις «Βάσεις της Μαρξιστικής-Λενινιστικής Φιλοσοφίας», μέχρι την περιβόητη «Μαρξιστική Ηθική», στη θεωρητική παραγωγή της Ακαδημίας Επιστημών και του Ινστιτούτου Μαρξισμού-Λενινισμού της ΕΣΣΔ, η επωδός είναι σταθερή: Η σοσιαλιστική οικογένεια αντιπαρατίθεται στην αστική παρακμή. Τα χαρακτηριστικά της είναι η «πίστη» μεταξύ των συντρόφων, η «νοικοκυροσύνη», η διαμόρφωση νέων ανθρώπων, εργατικών και πιστών στην πατρίδα (τη «σοσιαλιστική»). Όσο, μάλιστα, προχωράμε προς τον κομμουνισμό, τόσο η «σοσιαλιστική οικογένεια» θα ενισχύεται... Κι άσε τον γερο-Ένγκελς να λέει...
[4] Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός , Πλέθρον, Αθήνα 1987, σ. 135.
[5] Βλ. Μανόλη Αθανασάκη, «Βασίλης Τσιτσάνης 1946», Ο Πολίτης , τ. 80, 2000.
[6] Τασούλα Βερβενιώτη, Η γυναίκα της Αντίστασης. Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική Οδυσσέας, Αθήνα 1994, σσ. 13, 48-49, 52.