Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Η μαζική παλλαϊκή οργάνωση που καθοδήγησε την εθνική αντιφασιστική Αντίσταση κατά την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και με τη συμμετοχή και άλλων μικρότερων αριστερών κομμάτων (Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας και Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας). Αμέσως μετά την ίδρυση του ΕΑΜ εντάχθηκε και το Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδας του Γιάννη Καλομοίρη. Αργότερα θα προσχωρήσουν και άλλοι παράγοντες προερχόμενοι από τον βενιζελισμό (Αριστεροί Φιλελεύθεροι, τμήμα του προπολεμικού κόμματος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου Δημοκρατική Ένωση, στρατιωτικοί, όπως οι Στέφανος Σαράφης, Ευριπίδης Μπακιρτζής, Νεόκοσμος και Φοίβος Γρηγοριάδης, Εμμανουήλ Μάντακας, Προλεμαίος Σαρηγιάννης κ.ά.), διάφορες μικρές σοσιαλιστικές κινήσεις (όπως το Κόμμα Εργασίας του Γεωργίου Γεωργιάδη) κ.λπ. Είχαν ενταχθεί, επίσης, η Εθνική Αλληλεγγύη και του Εργατικό ΕΑΜ.
H ίδρυση του ΕΑΜ αποτέλεσε κεντρικό στόχο του ΚΚΕ, για την ενότητα όλων των δυνάμεων που αντιτάσσονταν στη φασιστική κατοχή και τη διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώχτηκε η ευρύτερη δυνατή διεύρυνση του Μετώπου, χωρίς ιδεολογικο-πολιτικούς περιορισμούς και με απεύθυνση στο σύνολο των αντιφασιστικών δυνάμεων, ανεξαρτήτως ιδεολογικο-πολιτικής προέλευσης και ένταξης (αριστερών, βενιζελικών και αντιβενιζελικών). Ως εκ τούτου, το ΕΑΜ πρότασσε τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση, μεταθέτοντας για τη μεταπελευθερωτική περίοδο την επίλυση ζητημάτων όπως το πολιτειακό (διατήρηση ή μη του βασιλικού θεσμού), μέσα από δημοψήφισμα και εκλογές για την ανάδειξη Εθνοσυνέλευσης.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι αντιρρήσεις στα ζητήματα αυτά είχαν οι σοσιαλιστές που συμμετείχαν στην ίδρυση του ΕΑΜ και υποστήριζαν πως το ΕΑΜ πρέπει να διακηρύσσει σαφείς αντιμοναρχικούς και σοσιαλιστικούς στόχους, ενώ η αντιστασιακή οργάνωση του ΕΔΕΣ, που συγκρότησαν σχεδόν ταυτόχρονα βενιζελικοί κύκλοι, διακήρυσσε την αντιμοναρχική της τοποθέτηση και την προοπτική σοσιαλιστικής πολιτικής. H συγκρότηση του ΕΑΜ, με την πρόταξη του στόχου της εθνικής απελευθέρωσης και την επιδίωξη εθνικής ενότητας, επικρίθηκε από το σύνολο των δυνάμεων του ελληνικού τροτσκισμού και του αρχειομαρξισμού, σαν προδοσία των ταξικών συμφερόντων και υποταγή στον εθνικισμό.
Ωστόσο, οι προσπάθειες για διεύρυνση του ΕΑΜ με τη συμμετοχή και των αστικών πολιτικών δυνάμεων δεν απέδωσαν. Ο αστικός πολιτικός κόσμος είτε αδράνησε, περιμένοντας τις εξελίξεις, δυσπιστώντας στις δυνατότητες ανάπτυξης εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος Αντίστασης και υποστηρίζοντας την αστική κυβέρνηση που κατέφυγε στην Αίγυπτο, είτε συνεργάστηκε με τους κατακτητές, στηρίζοντας την κυβέρνηση που αυτοί είχαν διορίσει.
Η ανάπτυξη του εαμικού κινήματος. Το ΕΑΜ ανέπτυξε δραστηριότητα σε πολλές κατευθύνσεις. Πρώτα απ' όλα, στην κατεύθυνση της επιβίωσης των λαϊκών μαζών που μαστίζονταν από την πείνα. Οργανώθηκαν κινητοποιήσεις για την εξασφάλιση συσσιτίων και ειδών ένδυσης, που όχι μόνο συνέβαλαν στον περιορισμό των θανάτων, αλλά διαμόρφωσαν και αγωνιστική συνείδηση και εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα των μαζικών συλλογικών αγώνων. Στην κατεύθυνση αυτή, αναπτύχθηκε από το ΕΕΑΜ και την Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή ιδιαίτερη δραστηριότητα στους μαζικούς χώρους των εργαζομένων, ενώ σε επίπεδο συνοικίας, πόλης και χωριού δραστηριοποιούνταν η Εθνική Αλληλεγγύη.
H Ελλάδα υπήρξε η μόνη κατεχόμενη χώρα στην οποία αναπτύχθηκε ένα μεγάλων διαστάσεων διεκδικητικό κίνημα εργαζομένων, με μαζικές απεργίες, διαδηλώσεις, ακόμη και καταλήψεις χώρων εργασίας και κυβερνητικών υπηρεσιών. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην οργάνωση της αντιφασιστικής-αντικατοχικής προπαγάνδας και ενημέρωσης, έργο που διεκπεραίωνε κυρίως το ΕΑΜ Νέων στα 1942-43 και κατόπιν η ΕΠΟΝ.
Το ΕΑΜ εξ αρχής προσανατολίστηκε στην οργάνωση ένοπλου αγώνα και τον Φεβρουάριο 1942 ιδρύθηκε ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) και το 1944 το Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό (ΕΛΑΝ), η Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ) και η Εθνική Πολιτοφυλακή.
Η δραστηριότητα του ΕΛΑΣ δεν περιορίστηκε στις σποραδικές, αντάρτικου τύπου, ένοπλες επιθέσεις ενάντια σε τμήματα των στρατευμάτων κατοχής, αλλά πήρε και τη μορφή μετωπικών αντιπαραθέσεων, με τη διεξαγωγή μεγάλων μαχών, που εντείνονταν, στον βαθμό που μαζικοποιούνταν οι γραμμές του. Επιπλέον, η εμφάνιση του ΕΛΑΣ και στη συνέχεια η κυριαρχία του στις ορεινές περιοχές της χώρας, στην Ελεύθερη Ελλάδα, είχε καταλυτικά αποτελέσματα στην εξάλειψη του κλίματος ανασφάλειας των αγροτικών πληθυσμών και στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, μέσα από μορφές αυτοοργάνωσης της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, της Λαϊκής Δικαιοσύνης και της Λαϊκής Εκπαίδευσης. Τεράστιος είναι ο αριθμός των εντύπων (εφημερίδων και περιοδικών) που εκδόθηκαν από τις εαμικές οργανώσεις, ενώ κεντρικό όργανο ήταν η «Ελεύθερη Ελλάδα». Περιοχές ολόκληρες της ελληνικής υπαίθρου έρχονταν για πρώτη φορά σε επαφή με πολιτιστικές εκφράσεις (θέατρο κ.λπ.), χάρη στη δραστηριότητα που ανέπτυξαν πολυάριθμοι καλλιτέχνες που εντάχθηκαν στο ΕΑΜ. Ξεχωριστή σημασία έχει η ενεργητική συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών στις οργανώσεις και τις δραστηριότητες του εαμικού κινήματος, που αποτέλεσε τομή για την ελληνική κοινωνία.
Η ανάπτυξη της οργάνωσης και της επιρροής του ΕΑΜ ακολούθησε αλματώδεις ρυθμούς. Σε Πανελλαδική Σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1944, υπολογίστηκε πως τα μέλη των εαμικών οργανώσεων ξεπερνούσαν το ενάμισι εκατομμύριο, σε μια χώρα εφτά εκατομμυρίων κατοίκων. Περίπου 135.000 ήταν οι άντρες και οι γυναίκες που εντάσσονταν στις ένοπλες οργανώσεις (ΕΛΑΣ, ΕΛΑΝ, Εθνική Πολιτοφυλακή και ΟΠΛΑ). Περισσότεροι από 500.000 νέοι και νέες συμμετείχαν στην ΕΠΟΝ, που είχε ιδρυθεί τον Φεβρουάριο του 1943. Εκατοντάδες χιλιάδες, κυρίως γυναίκες, ήταν τα μέλη της Εθνικής Αλληλεγγύης. Το ΕΕΑΜ είχε κερδίσει τον έλεγχο του συνόλου των συνδικαλιστικών οργανώσεων και η Κεντρική του Επιτροπή αυτοανακηρύχθηκε Διοίκηση της ΓΣΕΕ. Μεγάλη ήταν η επιρροή του ΕΑΜ στον λαϊκό κλήρο και χιλιάδες ιερείς συμμετείχαν στην Εθνική Αλληλεγγύη. Αξοσημείωτο είναι και το γεγονός πως τμήμα του ΕΑΜ είχε δημιουργηθεί ακόμα και στις γραμμές της αστυνομίας, που οργάνωσε τον Ιούνιο 1943 τη μοναδική απεργία αστυνομικών που έγινε σε κατεχόμενη χώρα, ενώ εξέδιδε και την παράνομη εφημερίδα «Αστυνομικόν Βήμα». Σύμφωνα με όλες τις σοβαρές εκτιμήσεις και μαρτυρίες, ακόμη και αντιπάλων του εαμικού κινήματος, την περίοδο εκείνη το ΕΑΜ αποτελούσε, αναμφισβήτητα, την κύρια πολιτική δύναμη. Εξέφραζε τη μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, μεγάλα τμήματα των αγροτικών πληθυσμών, των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων των πόλεων, του υπαλληλικού κόσμου και της διανόησης.
Εθνική Αντίσταση και εμφύλια αντιπαράθεση. Η ραγδαία ανάπτυξη του ΕΑΜ και η ανάδειξή του σε κύρια δύναμη Αντίστασης, αλλά και στη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της χώρας, υπήρξε αποτέλεσμα της ιστορικής πρωτοβουλίας συγκρότησής του, όταν ο αστισμός κρατούσε στάση αναμονής, επιφύλαξης ή και απόρριψης κάθε αντιστασιακής δραστηριότητας. Το εαμικό κίνημα συμπύκνωσε την πολύχρονη δυσαρέσκεια ευρύτατων λαϊκών μαζών απέναντι στη μεσοπολεμική πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα, που τη χαρακτήριζε η εξαθλίωση των προσφυγικών πληθυσμών, οι οδυνηρές για τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 1930, η οικονομική και πολιτιστική ένδεια της ελληνικής υπαίθρου, η διαρκώς αναπαραγόμενη πολιτική κρίση, με τις πολιτειακές αλλαγές, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα και τελικά την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά-Γλύξμπουργκ κ.λπ. Η κατάρρευση του μετώπου, με την εισβολή των Γερμανών το 1941, και η πολιτική συμπεριφορά του αστικού κόσμου στη συνέχεια, σηματοδότησε το ανοιχτό ξέσπασμα κρίσης εμπιστοσύνης και εκπροσώπησης. Το κενό που δημιουργήθηκε καλύφτηκε από το ΕΑΜ.
Μέσα από τις οργανώσεις και τις δραστηριότητες του ΕΑΜ, η πλειονότητα του ελληνικού λαού κατάκτησε την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της και στη δυνατότητα να υπάρξει καλύτερο μέλλον, σε μια Ελλάδα που απαλλασσόμενη από τη φασιστική κατοχή θα χάραζε νέους δρόμους, μακριά από τις εμπειρίες του παρελθόντος.
Αυτός ο ιδεολογικός αναπροσανατολισμός συνδέεται άμεσα με την καθοριστική παρουσία και δράση του ΚΚΕ. Όντας το μαζικό κόμμα της εργατικής τάξης κατά τον Μεσοπόλεμο, δοκιμασμένο σε σκληρούς αγώνες και διώξεις κάθε είδους, το ΚΚΕ ήταν συνάμα και η μόνη πολιτική δύναμη που πολύ γρήγορα μπόρεσε να ανασυγκροτηθεί πανελλαδικά, χάρη στην οργανωτική του διάρθρωση και κυρίως την αγωνιστική διαπαιδαγώγηση των μελών του. Οι κομμουνιστές πρωτοστατούσαν στη συγκρότηση των εαμικών οργανώσεων και στις δραστηριότητές τους. Τα άλλα εαμικά κόμματα παρέμεναν μικροί κύκλοι, με περιορισμένες δυνατότητες επικοινωνίας με τις λαϊκές μάζες που εντάσσονταν ή ακολουθούσαν το ΕΑΜ.
Το ΚΚΕ, όσο κι αν πρότασσε τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση, δεν έπαυε να διακηρύσσει τους στρατηγικούς του στόχους, ενώ παράλληλα σημαντική συμβολή στη διεύρυνση της επιρροής του ήταν και η καθοριστική συμμετοχή της ΕΣΣΔ στον αγώνα ενάντια στον ναζισμό. H προοπτική της εθνικής απελευθέρωσης ταυτιζόταν όλο και περισσότερο και για όλο και μεγαλύτερο τμήμα του λαού, με την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης, όπως αυτή προβαλλόταν μέσα από το σύνθημα της «Λαοκρατίας». H Λαοκρατία, το πρόγραμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας που υιοθετήθηκε από το ΕΑΜ, λειτουργούσε στις λαϊκές συνειδήσεις ως η προοπτική ενός άμεσου μέλλοντος χωρίς εθνική, πολιτική, κοινωνική και οικονομική καταπίεση. Συσπειρώνοντας κατά πλειοψηφία την εργατική τάξη και εργαζόμενα φτωχά λαϊκά στρώματα, το ΕΑΜ μετεξελίχτηκε σε ευρύτατο ταξικό εργατικό-λαϊκό μέτωπο, υπό την ηγεμονία του κόμματος της εργατικής τάξης.
Την πραγματικότητα αυτή διέγνωσαν οι δυνάμεις της ελληνικής και ξένης αντίδρασης (οι Βρετανοί, που είχαν στρατηγικού χαρακτήρα συμφέροντα στην Ελλάδα και τη γύρω περιοχή της ανατολικής Μεσογείου), διαβλέποντας τον κίνδυνο που συνιστούσε για την ίδια την αστική ταξική κυριαρχία η ανάπτυξη του εαμικού κινήματος και του ΚΚΕ. Αν και κατά την πρώτη περίοδο του αντιστασιακού αγώνα οι Βρετανοί ενίσχυαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αποβλέποντας στην απασχόληση των στρατευμάτων κατοχής και τη διευκόλυνση του πολέμου που διεξήγαγαν στη βόρεια Αφρική, σύντομα άλλαξαν στάση και επιδόθηκαν στη μονομερή πολύμορφη ενίσχυση των μη εαμικών οργανώσεων ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.λπ.
Η προσπάθεια αυτή συνοδεύτηκε και από απόπειρες ελέγχου περιοχών όπου δρούσε ή είχε απελευθερώσει ο ΕΛΑΣ, που ενέτειναν δύο φαινόμενα, καθοριστικά για τις παραπέρα εξελίξεις. Από τη μια, οι μη εαμικές οργανώσεις εγκατέλειπαν ακόμη και τη φραστική αναφορά σε καθεστωτικές αλλαγές και υιοθετούσαν θέσεις αντιδραστικές (αποδοχή του βασιλικού θεσμού κ.λπ.). Από την άλλη, εντείνονταν οι τάσεις συνεργασίας με τις δυνάμεις κατοχής και τους συνεργάτες τους, που από το 1943 είχαν συγκροτήσει τα ένοπλα σώματα των Ταγμάτων Ασφαλείας. Διαμορφώθηκαν, έτσι, όροι ανοιχτής εμφύλιας ταξικής αντιπαράθεσης, που εκδηλώθηκε με ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του ΕΑΜ και των αντιεαμικών δυνάμεων.
Σε μια περίοδο κατά την οποία ο ΕΛΑΣ διεξήγαγε συχνά μεγάλου επιπέδου μάχες με τις δυνάμεις των κατακτητών, υποχρεωνόταν να αντιμετωπίσει και το αντιεαμικό μέτωπο, το οποίο στήριζαν τόσο οι κατακτητές όσο και οι Βρετανοί. Στα 1943-44 η Ελλάδα βρέθηκε σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου, ανεξάρτητα απ' τις προθέσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, που εξακολουθούσαν να προτάσσουν τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση. Στην κατεύθυνση αυτή επιδιώχτηκε επανειλημμένα η αντιμετώπιση της κατάστασης με συμφωνίες με τους Βρετανούς και τις αντιεαμικές αντιστασιακές οργανώσεις, παρά το ότι οι τελευταίες δεν έλεγχαν παρά περιορισμένες περιοχές, όταν ο ΕΛΑΣ είχε απελευθερώσει το σύνολο, σχεδόν, του ορεινού όγκου της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Σε μια προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων, αλλά και τοποθέτησης των βάσεων για τη μεταπελευθερωτική κατάσταση, σχηματίστηκε τον Μάρτιο 1944 η εαμική «κυβέρνηση των βουνών», η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), και τον επόμενο μήνα συγκλήθηκε στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας το Εθνικό Συμβούλιο, εκλεγμένο από ενάμισι εκατομμύριο ψηφοφόρους. Η συγκρότηση της ΠΕΕΑ προκάλεσε σοβαρή ανησυχία στους κύκλους του αστισμού και στους Βρετανούς, που οργάνωσαν διαπραγματεύσεις οι οποίες κατέληξαν στο Σύμφωνο του Λιβάνου τον Μάιο 1944. Το Σύμφωνο, που πρόβλεπε τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή εκπροσώπων του αστικού πολιτικού κόσμου και του ΕΑΜ, συνάντησε την οξύτατη αντίδραση στις γραμμές του εαμικού κινήματος και του ΚΚΕ, χαρακτηριζόμενη ως απαράδεκτη αποδοχή των θέσεων του αντιπάλου. Εντούτοις, οι αντιδράσεις κάμφθηκαν και τον Σεπτέμβριο 1944 το ΕΑΜ συμμετείχε στην κυβέρνηση του Γεώργιου Παπανδρέου. Τον ίδιο μήνα και ενώ οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να αποχωρούν από την Ελλάδα, υπογράφηκε στην Καζέρτα της Ιταλίας Συμφωνία, με την οποία αναγνωριζόταν ως επικεφαλής του συνόλου των ένοπλων δυνάμεων της Αντίστασης και των τμημάτων του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής ο βρετανός στρατηγός Σκόμπι.
Με τις συμφωνίες αυτές το ΕΑΜ επιδίωκε την αποφυγή γενικευμένης εμφύλιας σύρραξης και την υλοποίηση του ιδρυτικού στόχου του, τόσο για την επίλυση του πολιτειακού ζητήματος όσο και για το άνοιγμα του δρόμου για ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Στην πολιτική αυτή βάρυνε και η πρόθεση να μην υπάρξει αντιπαράθεση με τη Μεγάλη Βρετανία, που ήταν σύμμαχος της ΕΣΣΔ στον πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας.
Η Απελευθέρωση, τον Οκτώβριο 1944, βρήκε το σύνολο σχεδόν της χώρας, στην ύπαιθρο, αλλά και στα αστικά κέντρα, υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Με την έκρηξη της δεκεμβριανής σύγκρουσης, οι αντιεαμικές οργανώσεις έλεγχαν κάποιες περιοχές της Ηπείρου και μικρό τμήμα της ανατολικής Μακεδονίας και η εξουσία της κυβέρνησης περιοριζόταν στο κέντρο της Αθήνας. Εκτιμάται πως θα ήταν εξαιρετικά εύκολη η κατάληψη της εξουσίας τον Οκτώβριο, με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, αλλά κάτι τέτοιο ήταν έξω από τις προθέσεις της εαμικής ηγεσίας και της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Ενάμισι μόλις μήνα μετά την εγκατάσταση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στην Αθήνα ξέσπασε η κρίση που οδήγησε στα Δεκεμβριανά. Αιτία ήταν η απόφαση της κυβέρνησης και του Σκόμπι να διαλυθούν τα ένοπλα σώματα της Αντίστασης και να συγκροτηθεί εθνικός στρατός, με όρους που περιόριζαν στο ελάχιστο τη δυνατότητα της Αριστεράς να ελέγχει τη σύνθεσή του. Η αντίθεση του ΕΑΜ στην απόφαση αυτή κατέληξε στην παραίτηση των εαμικών υπουργών και μετά τη δολοφονία από αστυνομικές δυνάμεις εαμικών διαδηλωτών, στις 3 και 4 Δεκεμβρίου, η αντιπαράθεση πήρε χαρακτήρα ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ του ΕΛΑΣ και των δυνάμεων της αντίδρασης, που τον κύριο και καλύτερα εξοπλισμένο όγκο τους αποτελούσαν τα βρετανικά στρατεύματα.
Με εξαίρεση τις επιχειρήσεις που οδήγησαν στη διάλυση των αντιδραστικών δυνάμεων στην Ήπειρο, οι μάχες δόθηκαν κυρίως στην Αθήνα μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου, όταν ο ΕΛΑΣ υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από την πρωτεύουσα. Η αντιπαράθεση του Δεκέμβρη αποτέλεσε κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, αν και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είχε συνειδητοποιηθεί από την ηγεσία του κινήματος.
'Ηδη είχαν παρουσιαστεί σοβαρά ρήγματα στις γραμμές του ΕΑΜ. Το ΣΚΕ, η ΕΛΔ και άλλες μικρότερες οργανώσεις, αλλά και προσωπικότητες προερχόμενες από τον χώρο της Κεντροαριστεράς είχαν εκφράσει, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, την αντίθεσή τους στην ανοιχτή ένοπλη αντιπαράθεση, με αποτέλεσμα η δεκεμβριανή σύγκρουση να διεξάγεται κυρίως από το ΚΚΕ. Το ίδιο το ΚΚΕ δεν διεξήγαγε τον αγώνα με σκοπό την επικράτηση, αλλά επιδιώκοντας τη δημιουργία όρων που θα επέτρεπαν μια ομαλή δημοκρατική εξέλιξη. Επιπλέον, αν και ήταν τα βρετανικά στρατεύματα που σήκωναν το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης με τον ΕΛΑΣ, το ΚΚΕ απέφευγε τη γενίκευση της σύγκρουσης, με την ενίσχυση του ΕΛΑΣ της Αθήνας και με την εξαπόλυση επίθεσης ενάντια στους Βρετανούς και έξω από την πρωτεύουσα.
Την υποχώρηση του ΕΛΑΣ και την ανακωχή ακολούθησε η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945, ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση Πλαστήρα. Με τη Συμφωνία αυτή αποφασίστηκε η διάλυση των αντάρτικων οργανώσεων, η παράδοση των όπλων και η δρομολόγηση της συγκρότησης εθνικού στρατού, με όρους δυσμενείς για την Αριστερά. Ακόμη περισσότερο, η ποινικοποίηση δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να κριθούν πως δεν ήταν απαραίτητες για τους πολιτικούς στόχους, σήμανε το άνοιγμα του δρόμου για τη νόμιμη δίωξη των αγωνιστών του κινήματος.
Ο Συνασπισμός Κομμάτων του ΕΑΜ. Αμέσως μετά τη Βάρκιζα το εύρος των πολιτικών δυνάμεων που εντάσσονταν στο ΕΑΜ περιορίστηκε, με την αποχώρηση όσων είχαν διαφωνήσει με τη δεκεμβριανή αντιπαράθεση (ΣΚΕ, ΕΛΔ κ.ά.). Οι δυνάμεις που παρέμειναν στο ΕΑΜ και εξέφραζαν την τεράστια πλειονότητα του εαμικού κόσμου (κυρίως το ΚΚΕ, αλλά και το ΑΚΕ και άλλες μικρότερες πολιτικές κινήσεις, όπως το ΣΚΕ του Γιάννη Πασαλίδη, το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Μιχάλη Κύρκου κ.ά.) συγκρότησαν τον Μάρτιο 1945 τον Συνασπισμό των Κομμάτων του ΕΑΜ, με τον οποίο συνεργαζόταν και το Κόμμα των Αριστερών Φιλελευθέρων. Κύρια επιδίωξη ήταν η ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, με τη διενέργεια δημοψηφίσματος για τον θεσμό της Μοναρχίας και ελεύθερων εκλογών. Το ΕΑΜ εξακολουθούσε να συσπειρώνει τη μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης, όπως φάνηκε και από τις εκλογικές επιτυχίες του Εργατικού Αντιφασιστικού Συνασπισμού στις αρχαιρεσίες των συνδικάτων σε όλη την Ελλάδα και την κατάκτηση της Διοίκησης της ΓΣΕΕ τον Μάρτιο 1946, καθώς και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των άλλων εργαζόμενων φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Εντούτοις, λίγο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας εξαπολύθηκε ένα εντεινόμενο κύμα βίας και τρομοκρατίας ενάντια στον κόσμο της Αριστεράς. Η δραστηριότητα του ΕΑΜ στις περισσότερες περιοχές της χώρας περιοριζόταν, ως αποτέλεσμα της τρομοκρατίας, ενώ χιλιάδες αγωνιστές της Αντίστασης κατέφευγαν και πάλι στα βουνά για να προστατευτούν.
Το ΕΑΜ απείχε από τις εκλογές του Μαρτίου 1946, όπως έκαναν και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Τους επόμενους μήνες η τρομοκρατία εντάθηκε ακόμη περισσότερο και από το καλοκαίρι του 1946 ενισχύθηκε με μια σειρά μέτρων έκτακτης ανάγκης, που οδήγησαν σε μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτοπίσεις, στην αποπομπή των νόμιμων αριστερών διοικήσεων από τις οργανώσεις του μαζικού κινήματος, και πολύ σύντομα ακόμη και σε εκτελέσεις αγωνιστών.
Ενώ στα βουνά εντεινόταν η δράση ανταρτοομάδων, το ΕΑΜ συνέχιζε να επιδιώκει την εξασφάλιση όρων δημοκρατικής διεξόδου, ακόμη και μετά την επάνοδο του βασιλιά με το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1946, που χαρακτηρίστηκε από γενικευμένη βία και νοθεία.
Τον Δεκέμβριο 1947, με τη γενίκευση του Εμφυλίου Πολέμου και τον σχηματισμό κυβέρνησης των βουνών (Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση) από το ΚΚΕ, το ΕΑΜ τέθηκε εκτός νόμου, όπως και όλες οι μαζικές οργανώσεις που καθοδηγούσε (ΕΠΟΝ, Εθνική Αλληλεγγύη κ.λπ.), καθώς και τα βασικά κόμματα που το συγκροτούσαν (ΚΚΕ και ΑΚΕ).
Το ΕΑΜ αποτέλεσε την πλέον πετυχημένη, μαζική και ιστορικά σημαντική πολιτική συμμαχία που οικοδόμησε το ΚΚΕ από την ίδρυσή του. Αν και πρόθεση ήταν η συσπείρωση όλων των δυνάμεων που αντιτάσσονταν στον φασισμό και την ξένη κατοχή, η πολιτική συμπεριφορά των αστικών πολιτικών δυνάμεων δημιούργησε μεγάλο κενό εκπροσώπησης και έκφρασης των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, που καλύφτηκε από το ΕΑΜ, στο οποίο ήταν αναμφισβήτητη η ηγεμονία του ΚΚΕ. Το ΕΑΜ αποτέλεσε, έτσι, τον ισχυρό πόλο συσπείρωσης ευρύτατων λαϊκών δυνάμεων, την κύρια δύναμη Αντίστασης στη φασιστική κατοχή, και σηματοδότησε την ανάδειξη της Αριστεράς και μάλιστα του ΚΚΕ, σε πλειοψηφική τάση στην ελληνική κοινωνία. Παρά τα καθοριστικής σημασίας πολιτικά λάθη της ηγεσίας του που οδήγησαν τελικά στην ήττα του κινήματος, το ΕΑΜ εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς για την ευρύτερη Αριστερά.
Από το 1945 μέχρι το 1974 οι αγωνιστές που μετείχαν στο ΕΑΜ γνώρισαν ποικίλες διώξεις (φυλακίσεις, εξορίες, βασανισμούς, εκτελέσεις, αλλά και στέρηση του δικαιώματος στην εργασία κ.λπ.). Η καθοριστική συμβολή του στην Εθνική Αντίσταση αναγνωρίστηκε επίσημα από το ελληνικό κράτος δεκαετίες μετά, το 1982, όταν στην εξουσία είχε ανέλθει το ΠΑΣΟΚ, το οποίο διεκδικούσε μέρος της κληρονομιάς της εαμικής παράδοσης.
Στην ηγεσία του ΕΑΜ συμμετείχε το σύνολο των βασικών στελεχών του ΚΚΕ, από το οποίο προέρχονταν και οι εκάστοτε γραμματείς του (Αποστόλου, Θανάσης Χατζής, Μιλτιάδης Πορφυρογένης και Μήτσος Παρτσαλίδης), ηγετικά στελέχη των συμμάχων κομμάτων (Ηλίας Τσιριμώκος από την ΕΛΔ, Απόστολος Βογιατζής και Κώστας Γαβριηλίδης από το ΑΚΕ, Δημήτρης Στρατής και Χρήστος Χωμενίδης από το ΣΚΕ, Γιάννης Καλομοίρης από το ΕΣΚΕ, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης από τους Αριστερούς Φιλελεύθερους κ.ά.), καθώς και ανένταχτοι παράγοντες, όπως οι Άγγελος Αγγελόπουλος, Νίκος Ασκούτσης, Γεώργιος Γεωργαλάς, Αλέξανδρος Σβώλος κ.ά.