Καταγόμενος από την Κέα και το Μεσολόγγι, ο Δημοσθένης Βουτυράς γεννήθηκε στο πλοίο με το οποίο οι γονείς του πήγαιναν για εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπουλη, τις 25 Μαρτίου 1872, και πέθανε στον Πειραιά, όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, τις 27 Μαρτίου 1958. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη ώς τα τρία του χρόνια και κατόπιν στο Μεσολλόγγι, όπου ο πατέρας του είχε διοριστεί συμβολαιογράφος. Αργότερα η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και ο πατέρας του ίδρυσε χυτήριο, η αποτυχία του οποίου και η χρεοκοπία του τον οδήγησε στην αυτοκτονία. Για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν ο Δημοσθένης Βουτυράς υποχρεώθηκε να εργαστεί επί χρόνια σε χειρωνακτικές εργασίες, ερχόμενος σε άμεση επαφή με απλό λαϊκό εργαζόμενο κόσμο.
Αδυναντώντας να τελειώσει το Γυμνάσιο και αντιμετωπίζοντας συχνές κρίσεις επιληψίας, ο Δημοσθένης Βουτυράς στράφηκε από νωρίς στη διηγηματογραφία και το 1901 δημοσίευσε σειρά διηγημάτων, μεταξύ των οποίων ξεχώρισε το αντιπολεμικό "Ο Λαγκάς". Μέχρι τον θάνατό του έγραψε περισσότερα από 400 διηγήματα, καθώς και τα μυθιστορήματα "Η σιδερένια πόρτα", "Το σπίτι των ερπετών" και "Οι τρικυμίες".
Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του καταπιάνεται με θέματα από την καθημερινή ζωή, τις αγωνίες, τις προσδοκίες και τα αδιέξοδα των λαϊκών ανθρώπων, και ήταν αυτή η θεματολογία του που του προσέδωσε τον χαρακτηρισμό "ο έλληνας Γκόρκι". Αν και αναγνωρίστηκε από λογοτέχνες όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Κώστας Βάρναλης και αργότερα ο Στρατής Τσίρκας, οι λογοτεχνικοί κύκλοι της εποχής του επέκριναν και τη θεματολογία και το ύφος της γραφής του, αποφεύγοντας την ένταξη ενός "αυτοδίδακτου" στις τάξεις τους.
Έχοντας προσεγγίσει το σοσιαλιστικό και κατόπιν το κομμουνιστικό κίνημα, ο Βουτυράς παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του ανένταχτος κομμουνιστής, χωρίς ποτέ να αποκτήσει οργανωτική σχέση με το ΚΚΕ ή την ΕΔΑ. Εντούτοις, κατά την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ.