Από τη διεθνή ιστορική εμπειρία λαϊκών κινημάτων κοινωνικής αλληλεγγύης
των Γιώργου Αλεξάτου και Νίκου Βασιλόπουλου |
01.10.11 Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 27-28 / Οκτώβριος 2011 |
Όταν μιλάμε για λαϊκά κινήματα κοινωνικής αλληλεγγύης αναφερόμαστε σε κινήματα που αναπτύχθηκαν σε καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ή σε κοινωνικούς σχηματισμούς όπου είχαν εμφανιστεί και έτειναν να κυριαρχήσουν καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η συγκρότηση ενός εκτεταμένου δικτύου αυτοοργάνωσης, έξω και συνήθως ενάντια στους κρατικούς μηχανισμούς, με σκοπό την κάλυψη των κενών της κρατικής πολιτικής για την κοινωνική προστασία των κυριαρχούμενων τάξεων. Τα κινήματα αυτά εμφανίζονται και αναπτύσσονται συνήθως σε περιόδους κοινωνικών και οικονομικών κρίσεων, αλλά όχι πάντα. Εμπνέονται από θρησκευτικά ή πολιτικά προτάγματα και συνδέονται με ευρύτερα κινήματα κοινωνικού ή πολιτικού μετασχηματισμού, αλλά μπορεί να εμφανίζονται και ως κινήματα τοπικιστικά ή εθνικοαπελευθερωτικά. Συνολικά δεν επιδιώκουμε να εξετάσουμε σε όλη του την έκταση το φαινόμενο, καθώς αποτελεί προϊόν μονογραφίας και όχι άρθρου σε περιοδικό. Μέσα όμως από τις εμπειρίες που αναφέρουμε, μπορούμε να δούμε τη μεγάλη σημασία αυτών των κινημάτων στην ανάπτυξη των σχέσεων των λαϊκών μαζών με τις οργανωμένες δυνάμεις που αναλαμβάνουν σχετικές πρωτοβουλίες, αλλά και την αδυναμία των κινημάτων αλληλεγγύης να αποτελέσουν από μόνα τους μοχλό πολιτικής, πολύ δε περισσότερο κοινωνικής ανατροπής, όταν μάλιστα τα κινήματα αυτά κατευθύνονται από τα πάνω και δεν επιδιώκεται η αυτενέργεια του ίδιου του κόσμου στον οποίο απευθύνονται. Ακόμα περισσότερο, όταν δεν συνδέονται με την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής και του σοσιαλιστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Η Β΄ Διεθνής, και η εργατική αυτοοργάνωση και αλληλεγγύη Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής –πρωτοστατούντος του γερμανικού, που αποτελούσε και το ισχυρότερο ανάμεσά τους– και τα συνδικάτα ίδρυσαν προμηθευτικούς καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, σχολεία για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, σχολές επιμόρφωσης, αυτοδιαχειριζόμενες πολιτιστικές λέσχες, αθλητικούς συλλόγους, ακόμα και λαϊκά ιατρεία. Η έκταση που πήρε το κίνημα αυτό, ιδιαίτερα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, συνέβαλε καθοριστικά στην ευρύτατη απήχηση της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στην εργατική τάξη, σε σημείο ώστε η ένταξη στο κόμμα ή ακόμα και στο συνδικάτο να ταυτίζεται με την ένταξη σε μια «παράλληλη κοινωνική οργάνωση». Η ευρύτητα και αποτελεσματικότητα του κινήματος, και κυρίως του συνεταιριστικού, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και των ρεφορμιστικών τάσεων στις γραμμές της σοσιαλδημοκρατίας. Καλλιέργησε την αυταπάτη πως η παραπέρα επέκταση των θεσμών της εργατικής αυτοοργάνωσης, παράλληλα με την επέκταση των κατακτήσεων των συνδικάτων και την ενίσχυση της κοινοβουλευτικής επιρροής του κόμματος, θα μπορούσε να διαμορφώσει όρους ειρηνικού σταδιακού κοινωνικού μετασχηματισμού. Μεταξύ των βασικών φορέων αυτής της άποψης ήταν και οι δεκάδες χιλιάδες επαγγελματικά στελέχη που ανέδειξαν οι οργανώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης, οι οποίοι μαζί με τα κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη αποτέλεσαν το στρώμα της σοσιαλδημοκρατικής γραφειοκρατίας. Αποκορύφωμα της ανάπτυξης δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης απ’ τη σοσιαλδημοκρατία υπήρξε η πολιτική στην «Κόκκινη Βιέννη» στα 1923-’34, όταν η δημοτική αρχή περιήλθε υπό σοσιαλιστικό έλεγχο. Χαρακτηριστική, μεταξύ πολλών άλλων, ήταν η οικοδόμηση 64.000 εργατικών διαμερισμάτων, όπου στεγάστηκε το 12% του πληθυσμού της πόλης. Το πείραμα της δημιουργίας «παράλληλου κράτους» κατέρρευσε με την επιβολή της φασιστικής δικτατορίας του Ντόλφους, παρά το γεγονός ότι το βιεννέζικο προλεταριάτο διέθετε ακόμα και ένοπλες πολιτοφυλακές. Κόμμα επαναστατικό δεν διέθετε, καθώς οι αριστερές διακηρύξεις των σοσιαλιστών δεν άφηναν πολλά περιθώρια ανάπτυξης στο ΚΚ. Ισπανία: η αναρχική εμπειρία αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης Το αναρχικό κίνημα της Ισπανίας, ιδιαίτερα μαζικό στην Καταλονία, συγκρότησε μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης και κοινωνικής αλληλεγγύης από τα τέλη του 19ου αιώνα, που του επέτρεπαν να συνδέεται με σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης, σε συνθήκες παρανομίας και ημιπαρανομίας. Αυτοδιαχειριζόμενα σχολεία, ιατρεία, συνεταιρισμοί κ.λπ. διαμόρφωναν ένα εκτεταμένο δίκτυο, που πήρε ακόμα μεγαλύτερη έκταση στο «σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας» με την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου το 1936. Είχε διαμορφωθεί στην Καταλονία κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβαινε στις χώρες όπου στο εργατικό κίνημα κυριαρχούσε η σοσιαλδημοκρατία. Η διαφορά βρίσκεται κυρίως στο σχετικά μικρό ποσοστό του βιομηχανικού προλεταριάτου και στην κυριαρχία της φιγούρας του ανεξάρτητου ή εργαζόμενου σε βιοτεχνικές συνθήκες τεχνίτη. Η απόπειρα της FAI/CNT να επιβάλει, συχνά βίαια, την επέκταση κολεκτιβίστικων μορφών παραγωγής-κατανάλωσης σε μια κοινωνία μικροπαραγωγών απέτυχε και έστρεψε εναντίον τους μεγάλο μέρος του πληθυσμού, που είτε αποδέχτηκε την ένοπλη διάλυση του αναρχικού κινήματος από τη δημοκρατική κυβέρνηση της αριστεράς είτε στράφηκε ακόμα και στο φρανκισμό, που ανήγαγε την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας σε βασική ιδεολογική του αξία. Όπου δεν φτάνει το κράτος, φτάνει η Κόζα Νόστρα Χαρακτηριστική περίπτωση συγκρότησης κινήματος κοινωνικής αλληλεγγύης υπό τον έλεγχο και με πρωτοβουλία οργάνωσης που εξελίχθηκε τελικά σε εγκληματική, η Κόζα Νόστρα (γνωστή κατόπιν ως «Μαφία») συγκροτήθηκε μετά την Επανάσταση του 1860 και την ενοποίηση της Ιταλίας, στη βάση των τοπικών παραδόσεων κοινωνικής αλληλεγγύης της Σικελίας, με στόχο την υπεράσπιση των φτωχών αγροτικών πληθυσμών από τους ντόπιους φεουδάρχες και την ιταλική κρατική εξουσία. Ο τίτλος της («Το δικό μας πράγμα») υποδηλώνει την τοπικιστική υπεράσπιση «του κόσμου μας, των παραδόσεών μας, των αξιών μας». Πολύ σύντομα, ο προσανατολισμός στην υπεράσπιση των παραδοσιακών αξιών αξιοποιήθηκε από το Βατικανό, ενώ, στο βαθμό που η δράση της οργάνωσης άρχισε να αποδίδει κέρδη προς όφελος των μελών της και των ηγετικών κλιμακίων, μετατράπηκε σε καθαρά εγκληματική. Σημείο τομής ήταν η εγκαθίδρυση του φασισμού, τη δεκαετία του 1920, οπότε η δράση μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ, όπου αξιοποιήθηκαν οι δυνατότητες που έδινε η ποτοαπαγόρευση. Αργότερα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μαφία αποτέλεσε, με τη συμβολή και της CIA, στυλοβάτη του αντικομμουνισμού σε ΗΠΑ και Ιταλία. Ισχυρό δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης που επιχειρεί να καλύψει τα κενά της ανύπαρκτης κρατικής μέριμνας αναπτύσσουν τις τελευταίες δεκαετίες και οι οργανώσεις των μεγαλεμπόρων όπλων, ναρκωτικών και πορνείας οι οποίες δραστηριοποιούνται στις φαβέλες (τενεκεδουπόλεις) της Βραζιλίας. Τον τελευταίο καιρό επιχειρείται να αντιμετωπιστούν με πραγματικές πολεμικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Κοινωνική αλληλεγγύη στο όνομα του Ισλάμ Έχοντας ιδρυθεί στην Αίγυπτο το 1928 από τον Χασάν Αλ Μπανά, η οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων απευθύνεται προνομιακά στην εργατική τάξη και τα λαϊκά πληβειακά στρώματα, διακηρύσσοντας τον αγώνα ενάντια στη δυτική αποικιοκρατική εκμετάλλευση και την αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής στη βάση των ισλαμικών αρχών της κοινότητας και της αλληλεγγύης. Το 1940 έφτασε το ένα εκατομμύριο μέλη, μπορούσε να ελέγχει πλήθος συνδικαλιστικών οργανώσεων, να συντηρεί σχολεία, φαρμακεία και νοσοκομεία. Παράλληλα, διαμόρφωνε ένα τεράστιο δίκτυο αλληλεγγύης, που ήταν σε θέση να παρέχει ακόμα και επιδόματα ανεργίας. Επεκτεινόμενη σε μια σειρά άλλες αραβικές χώρες, η οργάνωση συμμετείχε ενεργά στην παλαιστινιακή Αντίσταση το 1948, με αποτέλεσμα τον επόμενο χρόνο να τεθεί εκτός νόμου στην Αίγυπτο. Παραμένοντας στην παρανομία και κατά την περίοδο του Νάσερ, που, παρά τον αντιιμπεριαλισμό του, η πολιτική του συναντούσε την αντίθεση της οργάνωσης καθώς απέβλεπε στον δυτικού τύπου εκσυγχρονισμό της Αιγύπτου, επανήλθε στη νομιμότητα από τον Σαντάντ, που επιδίωξε να χρησιμοποιήσει την οργάνωση για τη συντριβή της Αριστεράς. Τελικά δολοφονήθηκε από μέλη της, ως εκδίκηση για τις συμφωνίες φιλίας με το Ισραήλ. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι θα ανασυγκροτήσουν το δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης από τη δεκαετία του 1980• χάρη σ’ αυτό μάλιστα είχαν αναδειχτεί στην ισχυρότερη δύναμη αντιπολίτευσης στο καθεστώς Μουμπάρακ. Παράλληλα, η επέκταση της οργάνωσης και σε άλλες αραβικές χώρες, όπου επίσης αναπτύσσονται δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, θα συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη του ισλαμικού πολιτικού κινήματος (π.χ. Γκαμάα Αλ Ισλαμίγια) Μεταξύ των οργανώσεων που προέρχονται απ’ τους αδελφούς Μουσουλμάνους η επιρροή των οποίων οφείλεται και στις πρακτικές της κοινωνικής αλληλεγγύης, είναι η παλαιστινιακή Χαμάς. Το «παράλληλο κράτος» της Χεζμπολάχ Η Χεζμπολάχ (Το κόμμα του Θεού) ιδρύθηκε το 1982 στο Λίβανο με αφορμή τον Πρώτο Πόλεμο του Λιβάνου. Βασισμένη στους σιίτες μουσουλμάνους, κατάφερε όχι μόνο να εμπλέξει μέσω των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης το σύνολο του λιβανέζικου λαού, αλλά και να οργανώσει τη δίκαιη αντίσταση του σε τρεις τουλάχιστον νικηφόρες εμπόλεμες αναμετρήσεις με το Ισραήλ, με τελευταία αυτήν του 2006. Αν και ξεκίνησε ως αυστηρά θρησκευτική σιίτικη οργάνωση, σήμερα η Χεζμπολάχ είναι μια πολιτική οργάνωση που παλεύει για όλους τους φτωχούς και καταπιεσμένους Λιβανέζους ως δύναμη αντίστασης, και καλεί όλους τους πολίτες του Λιβάνου σε ένα κοινό μέτωπο αντίστασης ενάντια στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Σε αντίθεση με το ιδρυτικό της πρόγραμμα, άρχισε από το 1992 να συμμετέχει σε εκλογές εθνικές και δημοτικές, αλλά να κάνει δουλειά και στα συνδικάτα. Σήμερα έχει 57 εκλεγμένους βουλευτές (μαζί με τους συμμάχους της) και θεωρείται υπεύθυνη για τη διάλυση της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» του Χαρίρι. Το εκλογικό της πρόγραμμα απευθύνεται σε όλους τους φτωχούς και καταπιεσμένους. Η Χεζμπολάχ, στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεγγύης, έχει τουλάχιστον τέσσερα νοσοκομεία, δώδεκα κλινικές, δώδεκα σχολεία κ.ο.κ., στα οποία δέχεται όχι μόνο σιίτες, αλλά οποιονδήποτε φτωχό, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, αναγκάζοντας ακόμα και το CNN να ανακοινώσει κατά τη διάρκεια του Τρίτου Πολέμου το 2006 ότι: «Η Χεζμπολάχ έκανε όλα όσα θα έπρεπε να έχουν γίνει από την κυβέρνηση». |