"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Αρχειομαρξισμός. Από το "Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος"

2014-04-10 11:49

Αρχειομαρξισμός. Αυτογενές ρεύμα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος που διαμορφώθηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου και συνδέθηκε με τον διεθνή τροτσκισμό. Ο όρος προέρχεται από το θεωρητικό περιοδικό «Αρχείο Μαρξισμού», που πρωτοκυκλοφόρησε την Πρωτομαγιά του 1923 από στελέχη του ΣΕΚΕ(Κ). Ο πυρήνας της ομάδας που εξέδωσε το περιοδικό αποτελούνταν από παλιότερα στελέχη της Σοσιαλιστικής Νεολαίας Αθήνας, που προωθούσαν τις κομμουνιστικές θέσεις σε αντιπαράθεση με την ηγεσία του ΣΕΚΕ, η οποία ταλαντευόταν μεταξύ της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Το 1919 η ομάδα αποχώρησε από το κόμμα και μαζί με άλλους αποχωρήσαντες ίδρυσε την Ένωση Μαρξιστικών Μορφωτικών Ομίλων, το περιοδικό «Κομμουνισμός» και την Κομμουνιστική Ένωση. Το 1921 επαναπροσχώρησε στο ΣΕΚΕ(Κ).

Με την έκδοση του «Αρχείου Μαρξισμού» η ομάδα ανασυγκροτήθηκε ως φράξια στο εσωτερικό του κόμματος, επιδιώκοντας τη θεωρητική διαπαιδαγώγηση των αγωνιστών, εκτιμώντας πως αυτή ήταν έξω από τις προτεραιότητες της κομματικής ηγεσίας. Επικεφαλής βρισκόταν οι Φραγκίσκος Τζουλάτης και βασικά στελέχη ήταν οι Λευτέρης Αποστόλου, Κώστας Γκοβόστης, Χρήστος Δεδούσης, Παναγιώτης Καββαδάς (Σφυρής), Μανόλης Κόρακας (που αποχώρησε σύντομα), Γιώργος και Γρηγόρης Σαραντίδης, Σωτήρης Τσιγαρίδης (Ποντίκης), Νίκος Φωτόπουλος κ.ά.

Μετά την αποχώρηση του Αποστόλου από την ομάδα και την αποκάλυψη των στελεχών της φράξιας στο κόμμα, που οδήγησε στη διαγραφή τους τον Απρίλιο 1924, οι αρχειομαρξιστές, όπως ονομάζονταν πλέον, συγκροτήθηκαν σε χωριστή οργάνωση, με κέντρο το περιοδικό.

Λειτουργούσαν στη βάση αυστηρών συνωμοτικών κανόνων, ρίχνοντας βάρος στη θεωρητική συγκρότηση στελεχών που στρατολογούσαν μεταξύ των μελών του κόμματος, αλλά, κυρίως, έξω απ' αυτό. Χαρακτηριστικό τους ήταν ο λιτός και συχνά ασκητικός τρόπος ζωής. Θεωρείται πως ο κώδικας ηθικής στον οποίο βάσιζαν τη ζωή τους δεν είναι άσχετος με την κοινωνική τους θέση, καθώς στην πλειονότητά τους ήταν βίαια προλεταριοποιημένοι ειδικευμένοι τεχνίτες, στους οποίους παραμένουν συνήθως κυρίαρχες οι αξίες των ανεξάρτητων μικροϊδιοκτητών παραγωγών, που ενισχύονται από τον φόβο μήπως ξεπέσουν ακόμη πιο κάτω, στην κατάσταση του λούμπεν υποπρολεταριάτου. Εκτιμώντας πως η ελληνική εργατική τάξη ήταν ιδιαίτερα καθυστερημένη πολιτικά, επιδίωκαν την πνευματική, διανοητική και ηθική εξύψωση των εργατών.

Η εμμονή στη θεωρητική δουλειά ταυτίστηκε από το ΚΚΕ με την υποτίμηση της πρακτικής πολιτικής και συνδικαλιστικής παρέμβασης, και στην κίνηση προσάφθηκε η θέση «πρώτα μόρφωση και μετά δράση». Στην πραγματικότητα, οι αρχειομαρξιστές επιδίωκαν την παρέμβαση σε περιορισμένους χώρους όπου υπήρχαν στελέχη τους, όπως στο κίνημα των αναπήρων πολέμου, έχοντας κατακτήσει από το 1923 τη Συνομοσπονδία τους με επικεφαλής τον Σταύρο Βερούχη, καθώς και σειρά εργατικών σωματείων, όπως το Σωματείο Μπετόν Αρμέ Αθήνας, το Σωματείο Αρτοποιών Πειραιά κ.ά. Εντούτοις, απέφευγαν να εκτίθενται ανοιχτά, επιδιώκοντας τη συντήρηση και αναπαραγωγή των δυνάμεών τους, προετοιμαζόμενοι για μαζική παρέμβαση σε ευνοϊκότερες συνθήκες. Το ΚΚΕ χαρακτήριζε επίσης και τον τρόπο λειτουργίας τους σαν «μασονικού τύπου», εξαιτίας της τήρησης αυστηρών συνωμοτικών κανόνων, που έφταναν μέχρι και στο να αγνοούν τα μέλη της οργάνωσης ποια πρόσωπα αποτελούσαν την ηγεσία.

Η αντιπαράθεση με το ΣΕΚΕ(Κ)-ΚΚΕ ήταν οξυμμένη στα 1924-25, καθώς στο δημοψήφισμα για το πολιτειακό υποστήριζαν τη συμμετοχής με άκυρα ψηφοδέλτια με το σύνθημα «σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία», ενώ το ΣΕΚΕ(Κ) υπερψήφισε την αβασίλευτη δημοκρατία, και στη συνέχεια εκδήλωσαν την αντίθεσή τους στη θέση του ΚΚΕ για ενιαία ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη. Το 1925, με την επιβολή της δικτατορίας του Πάγκαλου, και ενώ το περιοδικό διέκοψε την έκδοσή του, οι αρχειομαρξιστές απέφυγαν τις διώξεις, εντείνοντας τη μορφωτική δραστηριότητα σε κλειστούς κύκλους. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της καθοδήγησης και στελέχωσης του ΚΚΕ είχε φυλακιστεί ή εξοριστεί, είχαν κάποιες επιτυχίες στη στρατολόγηση νέων μελών. Την ίδια περίοδο η οργάνωση επέκτεινε τη δράση της και στη Θεσσαλονίκη, το Αγρίνιο, την Πάτρα, την Καλαμάτα κ.λπ.

Το 1926, μετά την ξαφνική αποχώρηση του Τζουλάτη από την καθοδήγηση και την αδρανοποίηση των Δεδούση και Γρ. Σαραντίδη, συγκροτήθηκε νέα ηγετική ομάδα, από τους Γιώργη Βιτσιώρη, Δημήτρη Γιωτόπουλο, Κώστα Καστρίτη, Μήτσο Σούλα, Τσιγαρίδη κ.ά. Στην πραγματικότητα, την εξουσία μέσα στην οργάνωση τη συγκέντρωσε στα χέρια του ο Γιωτόπουλος και μέχρι το 1929 η καθοδήγηση ήταν μονοπρόσωπη και αναφερόταν με το όνομα «Εργασία».

Αντιδρώντας στην απουσία δημοκρατικών διαδικασιών και επιδιώκοντας ουσιαστικό προσανατολισμό στο μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα και συμπόρευση της οργάνωσης με το ΚΚΕ, ομάδα στελεχών του Αρχείου, με επικεφαλής τους Γκοβόστη και Κώστα Μάρα, αποσπάστηκε το 1927 και συγκρότησε την Τρίτη Κατάσταση.

Η σύνδεση με το τροτσκιστικό κίνημα. Μετά τη ρήξη Στάλιν-Τρότσκι η κίνηση προσέγγισε το τροτσκιστικό ρεύμα που θα συγκροτούνταν το 1930 στη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση (ΔΑΑ). Αν και οι θέσεις της οργάνωσης που συγκροτούνταν γύρω από το περιοδικό «Σπάρτακος», με επικεφαλής τον πρώην γραμματέα του ΚΚΕ Παντελή Πουλιόπουλο, ταυτίζονταν με τις απόψεις της ΔΑΑ, η τελευταία επέλεξε τη συνεργασία με τους αρχειομαρξιστές, κυρίως λόγω της μαζικότητας και της εργατικής σύνθεσης της οργάνωσής τους. Παράλληλα, τέθηκε στους αρχειομαρξιστές ως όρος η ανασυγκρότηση της οργάνωσης στη βάση των λενινιστικών αρχών λειτουργίας και η οργανωμένη παρέμβαση στο μαζικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Το 1929 ο οργάνωση ονομάζεται Ένωση Διεθνιστών Κομμουνιστών και τον επόμενο χρόνο Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας – Αρχειομαρξιστές (ΚΟΜΛΕΑ), ενώ τμήμα των μελών της (οι λεγόμενοι «φραξιονιστές») αποχωρεί και ιδρύει την Κομμουνιστική Ενωτική Ομάδα. Η ΚΟΜΛΕΑ εκδίδει την εφημερίδα «Πάλη των Τάξεων» και εντάσσεται στη ΔΑΑ, αποτελώντας και το πιο μαζικό τμήμα της. Ο Γιωτόπουλος, μάλιστα, αναδεικνύεται γενικός γραμματέας της ΔΑΑ.

Καθώς το ΚΚΕ διέρχεται βαθιά κρίση, η παρέμβαση των αρχειομαρξιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα αποδίδει, ενώ η επιρροή τους αυξάνεται σε όλες, σχεδόν, τις εργατουπόλεις. Αναδεικνύονται συνδικαλιστικά στελέχη, όπως ο οικοδόμος Γιάννης Θεοδωράτος, ο αρτεργάτης Αλέκος Σάκκος, ο τσαγκάρης Πέτρος Ανδρώνης, ο εμποροϋπάλληλος Καστρίτης κ.ά., στελέχη του φοιτητικού κινήματος, όπως οι Κώστας και Χρήστος Αναστασιάδης και Βάσος Βαρίκας, και εκδίδονται εφημερίδες σε διάφορους τομείς παρέμβασης, όπως το «Εργατικό Βήμα», η «Αγωνίστρια», ο «Υπάλληλος», ο «Φοιτητής» κ.ά.

Οι σχέσεις των αρχειομαρξιστών με το ΚΚΕ οξύνονται ιδιαίτερα αυτή την περίοδο και συχνά παίρνουν χαρακτήρα ακόμα και αιματηρών συγκρούσεων. Σε μια απ' αυτές, το 1928, είχε σκοτωθεί ο αρχειομαρξιστής Ηλίας Γεωργοπαπαδάκος, πρόεδρος του Σωματείου Αρτοποιών Πειραιά. Οι αρχειομαρξιστές συγκροτούσαν ομάδες περιφρούρησης, ακόμα και ένοπλες, και τόσο το ΚΚΕ όσο και οι τροτσκιστές της ομάδας Σπάρτακος τους προσέδιδαν το χαρακτηρισμό «φαλτσετοφόροι». Οι πρακτικές αυτές, όπως και η στάση των μελών της οργάνωσης στα δικαστήρια, όπου απέκρυπταν την πολιτικο-ιδεολογική τους ταυτότητα, προκάλεσαν παρέμβαση του Τρότσκι τον Οκτώβριο 1930.

Αν και η οργάνωση μαζικοποιείται και κερδίζει μια σειρά συνδικαλιστικές οργανώσεις, κυρίως σε κλάδους με μικρές παραγωγικές μονάδες, ενώ απουσιάζει από τα εργοστάσια και τον μαζικό και δυναμικό καπνεργατικό κλάδο -με εξαίρεση τα καπνεργατικά σωματεία του Αγρινίου και της Καλαμάτας- η ευρύτερη επιρροή της δεν είναι και τόσο σημαντική. Χαρακτηριστικές είναι οι δημοτικές εκλογές στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο 1930, όταν ο αρχειομαρξιστής υποψήφιος πήρε λιγότερες από 400 ψήφους, έναντι 2.500 ψήφων του υποψήφιου του ΚΚΕ.

Από το 1932, με την ανασυγκρότηση των δυνάμεων του ΚΚΕ και το ξεπέρασμα της κρίσης του, η αρχειομαρξιστική επιρροή περιορίζεται. Μολονότι σε έκθεση προς τη ΔΑΑ, το 1933, η ΚΟΜΛΕΑ εμφανίζει 500 μέλη, 400 νέα μέλη και 1.400 δόκιμα, όταν μετά από ένα χρόνο διασπάται τα μέλη της δεν ξεπερνούν τα 150, που μοιράζονται στις δυο νέες οργανώσεις που προέκυψαν.

Στα 1933-34 η ΚΟΜΛΕΑ αντιμετωπίζει το ζήτημα του αναπροσανατολισμού της ΔΑΑ, που μετά την ήττα του γερμανικού εργατικού κινήματος και την επικράτηση του ναζισμού θεωρεί πως η Κομμουνιστική Διεθνής έχει χρεοκοπήσει πλέον, μετονομάζεται σε Κομμουνιστική Διεθνιστική Ένωση και καλεί στη συγκρότηση νέων επαναστατικών οργανώσεων και κομμάτων, στην προοπτική ίδρυσης νέας, 4ης Διεθνούς. Η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της ΚΟΜΛΕΑ, σχετικά με την αποδοχή αυτών των κατευθύνσεων, οδηγεί στη διάσπαση. Το ένα τμήμα, που συσπειρώνεται ως Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας γύρω από την εφημερίδα «Μπολσεβίκος», με επικεφαλής τον Βιτσιώρη, ευθυγραμμίζεται με τις νέες απόψεις του Τρότσκι, ενώ το άλλο, με επικεφαλής τον Γιωτόπουλο, αποσπάται από το τροτσκιστικό ρεύμα, συγκροτεί το Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΑΚΕ) και αργότερα συνδέεται με το Διεθνές Επαναστατικό Μαρξιστικό Κέντρο, στο οποίο εντάσσονταν οργανώσεις και κόμματα που είχαν παρεμφερείς απόψεις, όπως το ισπανικό Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενότητας (POUM), το αγγλικό Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα, το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μαρσό Πιβέρ κ.ά. Το ΚΑΚΕ διατήρησε ως όργανο την εφημερίδα «Πάλη των Τάξεων» μέχρι το 1935, οπότε εξέδωσε τη «Φωνή των Εργατών και Αγροτών». Συμμετείχε και στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, κερδίζοντας 1.150 ψήφους, έναντι 300 των τροτσκιστών και 73.500 που πήρε το Παλλαϊκό Μέτωπο του ΚΚΕ.

Με την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 το ΚΑΚΕ τέθηκε εκτός νόμου και τα μέλη του διώχτηκαν, φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν. Ούτε και από το ΚΑΚΕ απουσίασαν αυτοί που υπέγραψαν δηλώσεις νομιμοφροσύνης, ενώ κάποιοι, όπως το ηγετικό στέλεχος Π. Καββαδάς (Σφυρής), πέρασαν και στην υπηρεσία του καθεστώτος. Ο Γιωτόπουλος διέφυγε στη Γαλλία κι από εκεί στην Ισπανία, όπου συνεχιζόταν ο Εμφύλιος Πόλεμος.

Κατά την περίοδο της Κατοχής το ΚΑΚΕ ανασυγκροτείται στην παρανομία, χαρακτηρίζει τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και προπαγανδίζει τη μετατροπή του σε εμφύλιο, με στόχο τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση. Μεταφέρει, δηλαδή, στις συνθήκες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την ανάλυση που έκανε η επαναστατική Αριστερά κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υποτιμώντας τη βασική διαφορά που συνιστούσε ο κίνδυνος επικράτησης του φασισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και χαρακτηρίζει εθνικιστικό το ΕΑΜ, εντούτοις μέλη του εντάσσονται σ' αυτό, αλλά και στον ΕΛΑΣ, με στόχο την προπαγάνδιση των θέσεών τους. Αυτή τους η δραστηριότητα αντιμετωπίζεται από το ΚΚΕ με σκληρά μέτρα, ακόμα και με εκτελέσεις, που συνεχίστηκαν και εντάθηκαν κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών του 1944. Πολλοί αρχειομαρξιστές, που ήταν κρατούμενοι από την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, εκτελέστηκαν και από τις δυνάμεις κατοχής.

Η στροφή προς τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία. Η τελευταία σημαντική εκδήλωση αριστερής κριτικής προς το ΚΚΕ εκ μέρους του ΚΑΚΕ ήταν η αντίθεση στη Συμφωνία της Βάρκιζας το 1945. Τον επόμενο χρόνο μέλη του, που είχαν αποσπαστεί και δρούσαν ως Ομάδα Κομμουνιστών, προσχώρησαν στο ΚΚΕ.

Καθώς στη χώρα διαμορφώνονταν συνθήκες εμφυλίου πολέμου, ενώ και σε διεθνές επίπεδο εμφανίζονται τα προμηνύματα του Ψυχρού Πολέμου, οι αρχειομαρξιστές, όπως και το σύνολο των κομμάτων και οργανώσεων που συγκροτούσαν το Διεθνές Επαναστατικό Μαρξιστικό Κέντρο, εγκαταλείπουν την αναφορά στον επαναστατικό μαρξισμό και προσανατολίζονται σε θέσεις της αντικομμουνιστικής δεξιάς πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας. Η μετατόπιση αυτή σχετίζεται άμεσα με τη διάψευση της ελπίδας πως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα προκαλούσε πανευρωπαϊκή σοσιαλιστική επανάσταση. Εκτιμώντας πως η ισχυροποίηση της Σοβιετικής Ένωσης και η επέκταση της επιρροής της στην ανατολική Ευρώπη σήμαινε νίκη του σταλινισμού, τον οποίο καταδίκαζαν σαν εφάμιλλο του φασισμού, πρόβαλαν ως κύριο ζήτημα την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας από τον «ολοκληρωτισμό» και τον «ρωσικό ιμπεριαλισμό».

Το 1947 το ΚΑΚΕ απαλείφει την αναφορά στον κομμουνισμό και μετονομάζεται σε Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ), ενώ στο συνδικαλιστικό κίνημα συνεργάζεται με τις δυνάμεις της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας στο πλαίσιο του Ανεξάρτητου Εργατικού Συνδικαλιστικού Μετώπου, το οποίο συμμαχεί με δυνάμεις του εργατοπατερισμού, σε μια περίοδο διώξεων των αριστερών συνδικαλιστών. Συνεπές στη νέα του κατεύθυνση, τάσσεται υπέρ της νίκης του κυβερνητικού στρατού κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, υιοθετώντας την επίσημη αντικομμουνιστική προπαγάνδα κατά του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, χαρακτηρίζοντας τον αγώνα τους «αντεθνικό», στην υπηρεσία του «ρωσικού ιμπεριαλισμού». Το Οκτώβριο 1949, μετά την ήττα του ΔΣΕ, η 3η Συνδιάσκεψη του ΑΚΕ έστειλε και συγχαρητήριο μήνυμα για τη νίκη του κυβερνητικού στρατού.

Ο νέος προσανατολισμός απομονώνει πλήρως τον αρχειομαρξισμό από τον κόσμο της Αριστεράς. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στις εκλογές του 1950 το ΑΚΕ, έχοντας μετονομαστεί σε Σοσιαλιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας, καλεί σε υπερψήφιση κεντρώων κομμάτων που δεν είναι ύποπτα για συνεργασία με τους κομμουνιστές, αποκλείοντας έτσι ακόμη και την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, ενώ το 1951 κατέρχεται στις εκλογές και παίρνει μόλις 53 ψήφους.

Μετά από αυτή την εκλογική πανωλεθρία, οι αρχειομαρξιστές παύουν να εμφανίζονται ως αυτόνομη κίνηση και κάποιοι συνεχίζουν τη δράση τους, συνεργαζόμενοι με ομάδες και κινήσεις της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας που αρνούνται κάθε συνεργασία με την ΕΔΑ. Οι Γιωτόπουλος και Τσιγαρίδης ίδρυσαν το 1959 τη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Κίνηση, η οποία συγχωνεύτηκε κατόπιν με άλλες σοσιαλδημοκρατικές κινήσεις, στις οποίες συμμετείχαν, τοποθετημένοι στη δεξιά τους πτέρυγα.

Ανεξάρτητα από την τελική κατάληξη του αρχειομαρξιστικού ρεύματος, στο τμήμα εκείνο που αποτέλεσε οργανικό κομμάτι του τροτσκιστικού ρεύματος εντάσσονταν δεκάδες αγωνιστές που παρέμειναν προσηλωμένοι στην υπόθεση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Ανάμεσά τους υπήρξαν και κορυφαία στελέχη του διεθνούς κινήματος, όπως ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) και ο Βιτσιώρης, αλλά και στελέχη του ελληνικού τροτσκισμού, όπως οι Κ. και Χρ. Αναστασιάδης, ο Βερούχης, ο Θεοδωράτος, ο Καστρίτης κ.ά. Αναδείχτηκαν, επίσης, και γυναίκες στελέχη, όπως οι Ντίνα Αναστασιάδη, Μαρίκα Βερούχη, η ηθοποιός Νίτσα Βιτσιώρη (μετέπειτα Τσαγανέα), Αμαλία Δελή (μέλος της ηγεσίας του ΚΑΚΕ), Κατερίνα Εμμανουηλίδου κ.ά.