του Γιώργου Αλεξάτου
Μόλις δυόμισι χρόνια έχουν περάσει από τότε που για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερές έβλεπαν τη συνολική εκλογική τους δύναμη να εκτοξεύεται σε ένα ποσοστό αδιανόητο λίγο καιρό πριν και επί δεκαετίες. Το 32% των εκλογών του Ιουνίου 2012 ξεπερνούσε ως κι αυτό το ιστορικό 24,5% της ΕΔΑ του 1958 και τη μερίδα του λέοντος την κέρδιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, με το 27%.
Τόσο οι πολιτικοί αναλυτές εκείνης της περιόδου όσο και η τεράστια πλειονότητα όσων ζουν σ” αυτό τον τόπο, όταν μιλούσαν τότε για Αριστερά, απέφευγαν να συμπεριλάβουν ένα κόμμα το οποίο, εντούτοις, ήθελε να αυτοπροσδιορίζεται σαν αριστερό ακόμη και με τον τίτλο του: «Δημοκρατική Αριστερά». Ο λόγος αυτής της μη συμπερίληψής της στην Αριστερά απέρρεε από τη συμπαράταξη της ΔΗΜΑΡ με τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην αναγνώριση της αναγκαιότητας της μνημονιακής πολιτικής.
Ήταν ακριβώς η αντίθεση σ” αυτή τη μνημονιακή πολιτική, αλλά και η αναφορά στην ενότητα της Αριστεράς και στην ανάγκη αριστερής κυβέρνησης που συσπείρωσε γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ το μεγαλύτερο μέρος του αριστερού κόσμου, αναδεικνύοντάς τον, συνάμα, ως τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη εκεί όπου ζει η εργατική τάξη και τα φτωχότερα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα.
Οι όποιες επιφυλάξεις απέναντι στη ΔΗΜΑΡ επιβαιώθηκαν στη συνέχεια, με τη συμμετοχή της στη μνημονιακή συγκυβέρνηση από κοινού με τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ. Τότε, στις 24 Ιουνίου 2012, που ο πρόεδρός της Φώτης Κουβέλης, απαντώντας στην ερώτηση δημοσιογράφου «Τι έχετε να απαντήσετε σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγραψαν «ντροπή στη ΔΗΜΑΡ για την επιλογή της να μπει στην κυβέρνηση;», δήλωνε:
«Ο καθείς και τα όπλα του. Οχι μόνο δεν αισθανόμαστε ντροπή, αλλά αισθανόμαστε ότι έχουμε κρατήσει υπεύθυνη στάση για τη χώρα και την κοινωνία. Οποιος επιλέγει τα έδρανα της αντιπολίτευσης και την άνεση της μη συμμετοχής, είναι εκτεθειμένος απέναντι στις μεγάλες ώρες ευθύνης για τις δύσκολες στιγμές που περνά η Ελλάδα».
Η ΔΗΜΑΡ αποχώρησε κάποια στιγμή από τη συγκυβέρνηση, αφού εν τω μεταξύ είχε εκφράσει τη συναίνεσή της στο σύνολο των κυβερνητικών μέτρων που ενέτειναν τον δρομολογημένο από το 2010 περιορισμό της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και την κοινωνική καταστροφή σε βάρος των λαϊκών τάξεων, αλλά η κίνησή της αυτή δεν εμπόδισε τον εκλογικό καταποντισμό της στις πρόσφατες ευρωεκλογές.
Άμεση συνέπεια της εκλογικής πανωλεθρίας είναι η οξυμένη κρίση που αντιμετωπίζει, με την εκδήλωση αντιθέσεων στο εσωτερικό της. Και ενώ ένα τμήμα των μελών και στελεχών προσανατολίζεται στη συμμετοχή στις απόπειρες διάσωσης του χρεοκοπημένου χώρου της «Κεντροαριστεράς», ένα άλλο, με επικεφαλής τον Κουβέλη, επιλέγει την προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ.
«Λέμε ναι στην αλλαγή κυβέρνησης για την αλλαγή πολιτικών σε προοδευτική κατεύθυνση, με σταθερή την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και ρεαλιστική προσέγγιση των δυνατοτήτων», δήλωσε ο Κουβέλης στη χθεσινή ομιλία του στο Συνέδριο της ΔΗΜΑΡ.
Για να ακολουθήσει η ανταπόκριση από τον ΣΥΡΙΖΑ, με τον γραμματέα του Δημήτρη Βίτσα να δηλώνει στη δική του ομιλία, πως «… είναι θετική η δική σας απόφαση για το σχηματισμό προοδευτικής κυβέρνησης εναλλακτικής στη λιτότητα και τα μνημόνια. Για να εργαστούμε μαζί για τη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικής συμφωνίας για την αναδιανομή, την ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη. Μιας συμφωνίας εθνικού χαρακτήρα με ευρωπαϊκό προσανατολισμό».
Στο ίδιο πνεύμα της συμπόρευσης ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ κινείται και το σημερινό πολιτικό άρθρο της «Αυγής» με τίτλο «Η ΔΗΜΑΡ και ο προοδευτικός πόλος εξουσίας», που υπογράφει ο Σταύρος Καπάκος:
«Όσοι παραμένουν στη ΔΗΜ.ΑΡ. αναζητούν διέξοδο σε προοδευτική κατεύθυνση, την οποία καλούνται να συγκεκριμενοποιήσουν προγραμματικά και να τη συνδέσουν με τους υπαρκτούς πόλους εξουσίας. (…) Στη δύσκολη υπόθεση της συγκρότησης του προοδευτικού συνασπισμού εξουσίας έχει θέση και η ΔΗΜ.ΑΡ., χωρίς ταλαντεύσεις και επαμφοτερίζουσες στάσεις».
Είναι σαφές ότι η συμπόρευση αποτελεί δρομολογημένη επιλογή. Για τον «προοδευτικό πόλο εξουσίας» πια. Πολύ μακριά από τις διακηρύξεις του 2012 για αριστερή κυβέρνηση. Αλλά και από την Πολιτική Απόφαση του Ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, το 2013, που απέκλειε με πλήρη σαφήνεια κάθε συνεργασία με όσους έχουν υπηρετήσει από θέσεις ευθύνης τη μνημονιακή πολιτική.