Από τη «Χ» στη Χρυσή Αυγή. Διαδρομές της Ακροδεξιάς και του νεοφασισμού στη μεταπολεμική Ελλάδα
του Γιώργου Αλεξάτου |
26.05.13 Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 31 / Νοέμβριος 2012 |
Στις 9 Μαΐου 1945 οι λαοί της Ευρώπης πανηγύριζαν τη συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας, με δυο συνθήματα να κυριαρχούν στις αυθόρμητες διαδηλώσεις από τα Βαλκάνια και την Ιταλία μέχρι τη μακρινή Νορβηγία: «ποτέ πια πόλεμος!», «ποτέ πια φασισμός!». Ενώ οπουδήποτε αλλού οι «δωσίλογοι», αν δεν ήταν ήδη κρατούμενοι, κρύβονταν για να αποφύγουν τη λαϊκή οργή, εδώ έκαναν αισθητή την παρουσία τους, με τον τρόπο που είχαν συνηθίσει τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Η διαδήλωση της Θεσσαλονίκης βάφτηκε στο αίμα επονιτών και επονιτισσών που σφάχτηκαν από δολοφόνους της Βασιλικής Εθνικής Νεολαίας. Επρόκειτο για ένα από τα περιστατικά που ενίσχυαν τη διαπίστωση, η οποία επιβεβαιώθηκε στα 1946-49, ότι στην Ελλάδα ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Συνάμα, ήταν και ένα από τα γεγονότα που έκαναν ολοφάνερη μια άλλη οδυνηρή πραγματικότητα: Αυτοί που επρόκειτο να δώσουν λόγο για τη συνεργασία τους με τους κατακτητές πρωτοστατούσαν και τώρα στην τρομοκρατία κατά του κόσμου της Αριστεράς και της Αντίστασης. Πολιτική κυριαρχία και ιδεολογική αδυναμία Η ΒΕΝ ήταν μια από τις δεκάδες τρομοκρατικές οργανώσεις που συγκροτήθηκαν εκείνη την περίοδο από το δυναμικό τμήμα του δωσιλογισμού, με κυριότερη τη διαβόητη «Χ». Η συνέχιση της λειτουργίας και της δράση τους και μετά την Απελευθέρωση υπήρξε συνέπεια μιας «παραξενιάς της ιστορίας», που έγκειται ακριβώς στην παρουσία οργανώσεων με ακροδεξιά και ενίοτε φασιστική ιδεολογικο-πολιτική τοποθέτηση, σε μια χώρα όπου δεν υπήρξε φασιστικό κίνημα με τα χαρακτηριστικά που το συγκρότησαν σε άλλες χώρες. Συνεκτικό στοιχείο της φασιστικής ιδεολογίας είναι ο συνδυασμός της λατρείας του κράτους με τον εθνικισμό και η κοινωνική βάση του φασιστικού κινήματος (η ύπαρξη του οποίου αποτελεί ειδοποιό χαρακτηριστικό του φασισμού, σε αντίθεση με άλλα αστικά καθεστώτα έκτακτης ανάγκης) συγκροτείται κυρίως από μικροαστικά στρώματα, μέσα από μια σχέση υποτελούς συμμαχίας με την αστική τάξη, σε αντεργατική κατεύθυνση. Στη μεσοπολεμική Ελλάδα είχε απωθηθεί ο επεκτατικός εθνικισμός μετά το βούλιαγμα της Μεγάλης Ιδέας στο λιμάνι της πυρπολημένης Σμύρνης. Ταυτόχρονα, οι όροι ζωής που βίωναν τα ευρύτατα λαϊκά στρώματα, με την παρουσία 1.300.000 προσφύγων (1.800.000 μαζί μ’ αυτούς της περιόδου 1913-22) σε έναν πληθυσμό που δεν ξεπερνούσε τα 7.000.000, και την εκτεταμένη παρουσία φαινομένων σύγχυσης ταξικών θέσεων και πολυσθένειας, διαμόρφωναν μια συνείδηση κοινών λαϊκών συμφερόντων απέναντι σ’ ένα κράτος που φάνταζε εχθρικό και μια αστική τάξη που συσσώρευε, αξιοποιώντας τη λαϊκή εξαθλίωση. Η λαϊκή συμμαχία που συγκροτήθηκε στα 1931-36 και εκφράστηκε μέσα από σκληρούς μαζικούς αγώνες, σε μια χώρα όπου οι εργατικές κινητοποιήσεις συνοδεύονταν από κλείσιμο μαγαζιών και εργαστηρίων, ενώ οι αγροτικές κάθοδοι στις πόλεις έβγαζαν στους δρόμους και τους εργάτες και τους μικρομαγαζάτορες, αποτέλεσε το πρόπλασμα του μεγάλου λαϊκού συνασπισμού του ΕΑΜ. Το εαμικό κίνημα συνέδεσε τον λαϊκό πατριωτισμό με τον αντιφασισμό, ενώ η Άκρα Δεξιά και οι φασιστικές τάσεις της ταυτίστηκαν στη λαϊκή συνείδηση με τη συνεργασία με τον κατακτητή και την εθνοπροδοσία. Η Άκρα Δεξιά, χωρίς να αποτελεί έκφραση συγκεκριμένων λαϊκών κοινωνικών τάξεων, συσπείρωσε τμήματα κοινωνικών ομάδων, οι οποίες, όμως, κατά πλειονότητα συμπαρατάσσονταν με το ΕΑΜ. Τοπικές ιδιαιτερότητες (Μάνη, τουρκόφωνα προσφυγικά χωριά της Μακεδονίας, κάποια ρουμανόφωνα βλαχοχώρια), ιδιοτελή συμφέροντα κόσμου που βρέθηκε αντιμέτωπος με το ΕΑΜ λόγω της ενασχόλησης με τη μαύρη αγορά ή γιατί μπήκε στην υπηρεσία των κατακτητών για καθαρά οικονομικούς λόγους, βαθιά συντηρητικά αντανακλαστικά άλλων κ.λπ. λειτούργησαν στην κατεύθυνση πύκνωσης των γραμμών της, χωρίς όμως να συγκροτείται κίνημα φασιστικό. Όπως και προπολεμικά, έτσι και κατά τη δεκαετία του ’40, οι οργανώσεις με απροκάλυπτη φασιστική ιδεολογική τοποθέτηση παρέμειναν άμαζες και περιθωριακές. Η μεγάλη πλειονότητα των χιτών, των παοτζήδων, των εασαδιτών, των βενιτών κ.λπ. ήταν ακραία συντηρητική, αδιάλλακτα αντικομμουνιστική και ανενδοίαστα εγκληματική. Εντούτοις, καθώς η αστική τάξη της Ελλάδας και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι και προστάτες της προσέβλεπαν στην αντιμετώπιση του κινδύνου που αντιπροσώπευε το λαϊκό κίνημα, με τη θωράκιση ενός καθεστώτος έκτακτων μέτρων, χωρίς την κατάργηση της –ούτως ή άλλως, περιορισμένης και ελεγχόμενης– κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η Άκρα Δεξιά συγκροτούνταν ως ο σκληρός πυρήνας της «εθνικόφρονος» παράταξης. Άλλωστε, ήταν ο ακροδεξιός ιδεολογικός λόγος που συνείχε τις πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς σε όλη τη μεταπολεμική και προδικτατορική περίοδο. Το Λαϊκό Κόμμα, ο Ελληνικός Συναγερμός και η ΕΡΕ τοποθετούνταν σαφώς δεξιότερα της σύγχρονής τους ευρωπαϊκής Δεξιάς των Ντε Γκάσπαρι, Μόρο και Αντρεότι, του Ντε Γκολ, του Αντενάουερ. Καθώς ο κρατικός μηχανισμός και κυρίως οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας στελεχώνονται από στοιχεία της Άκρας Δεξιάς, ενώ η κρατική εύνοια συμβάλλει στην κοινωνική ανέλιξη μεγάλου μέρους του ακροδεξιού κόσμου, ο ακροδεξιός των δεκαετιών 1950 και ’60 δεν έχει λόγους να αμφισβητήσει ένα καθεστώς που το θεωρεί δικό του δημιούργημα και του οποίου πιστεύει πως αποτελεί τον βασικό στυλοβάτη. Αυτό, φυσικά, δεν τον εμποδίζει να ερωτοτροπεί με την ιδέα της εκτροπής, σε περίπτωση που ο κομμουνιστικός κίνδυνος την καταστήσει αναγκαία. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να επιστρατευτούν και οι γνωστές από το πρόσφατο παρελθόν τρομοκρατικές πρακτικές. Και αυτό συνέβη όταν η ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, το 1958, σήμανε το καμπανάκι του κινδύνου. Η συγκρότηση της ΕΚΟΦ στα πανεπιστήμια και πολυάριθμων άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων και αυτής που πραγματοποίησε τη δολοφονία του Λαμπράκη το 1963, εντασσόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο, το οποίο αξιοποιούσε τις διαθέσεις των πιο δυναμικών τμημάτων του κόσμου της Άκρας Δεξιάς, παρέχοντας δυνατότητα έκφρασης και στις φασιστικές τάσεις, οι οποίες, όμως, παρέμεναν και πάλι περιθωριακές. Όταν το 1967 η εκτροπή πραγματοποιήθηκε, ο ακροδεξιός κόσμος είχε κάθε λόγο να επιχαίρει. Εντούτοις, γι’ ακόμη μία φορά, φασιστικό κίνημα δεν συγκροτήθηκε. Ούτε η Χούντα ούτε οι σύμμαχοι και προστάτες της απέβλεπαν στην εγκαθίδρυση φασιστικού καθεστώτος. Η στρατιωτική δικτατορία θα θωράκιζε ακόμα περισσότερο το μετεμφυλιακό καθεστώς της ελεγχόμενης και περιορισμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, θεσμοποιώντας όλα εκείνα που μέχρι τότε συνιστούσαν τους «παραθεσμούς» και το «παρασύνταγμα». Πολύ σημαντικοί λόγοι υπαγορεύουν τη βεβαιότητα ότι ακόμα κι αν οι προθέσεις των συνταγματαρχών ήταν άλλες, φασιστικό κίνημα και πάλι δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί. Τόσο γιατί εξακολουθούσε –όπως και τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και για μεγάλη περίοδο μετά την πτώση της δικτατορίας– να κυριαρχεί η συνείδηση κοινών συμφερόντων ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων με την εργατική τάξη, όσο και γιατί ο αντιιμπεριαλιστικός πατριωτισμός, που αποτελούσε συστατικό στοιχείο της λαϊκής ιδεολογίας, καθιστούσε αδύνατη την ιδεολογική ηγεμονία της ακροδεξιάς εθνικιστικής ρητορικής. Από την πτώση της δικτατορίας στην κρίση του μεταπολιτευτικού καθεστώτος Καθώς η πτώση της δικτατορίας συμπαρέσυρε ολόκληρο το οικοδόμημα του μετεμφυλιακού καθεστώτος έκτακτων μέτρων, ενώ, επερχόμενη μετά την προδοσία της Κύπρου, ακύρωσε πλήρως τον ιδεολογικό λόγο της «εθνικοφροσύνης», η Άκρα Δεξιά μετατράπηκε στο σύνολό της σε παράταξη περιθωριακή. Ο προσανατολισμός στην εύρυθμη λειτουργία των αστικοδημοκρατικών θεσμών και η επιδίωξη συμμετοχής στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση καθιστούσαν άχρηστο και ανεπίκαιρο το ακροδεξιό ιδεολογικο-πολιτικό οπλοστάσιο. Ενώ ο ακροδεξιάς προέλευσης κόσμος έβρισκε στέγη στη Νέα Δημοκρατία, έστω κι αν αυτή διαφοροποιούνταν σαφώς από τα προδικτατορικά συντηρητικά κόμματα, οι απόπειρες πολιτικής συγκρότησης της Άκρας Δεξιάς αποτύγχαναν. Η ηγεμόνευση των κομματικών της σχηματισμών από τους νοσταλγούς της χουντικής επταετίας κάθε άλλο παρά ελκυστικούς τους καθιστούσε. Μέχρις ότου άλλαξε η συνολικότερη κατάσταση και μαζί της τροποποιήθηκε και ο ακροδεξιός ιδεολογικός λόγος. Καθοριστικοί υπήρξαν οι μετασχηματισμοί που συντελέστηκαν κατά τη δεκαετία του 1990. Εντελώς επιγραμματικά, ας αναφέρουμε: Την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που βιώθηκε ως ιδεολογική κρίση της Αριστεράς. Τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ, που οδήγησε στην ταύτισή του με τη Δεξιά, ευνοώντας την απαξίωση ολόκληρου του μεταδικτατορικού πολιτικού οικοδομήματος. Τη διάρρηξη της συμμαχίας των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, καθώς οι επιθέσεις που εξαπολύθηκαν στο πλαίσιο των αστικών εκσυγχρονιστικών αναδιαρθρώσεων που απαιτούσε η συμμετοχή στην Ε.Ε. και την ΟΝΕ διεξάγονταν τμηματικά, βάλλοντας τον κάθε φορά αδύνατο κρίκο. Την απαξίωση του κόσμου της μισθωτής χειρωνακτικής εργασίας στη συνείδηση ευρύτατων μικροαστικών στρωμάτων, που τη συνέδεσαν με το μεταναστευτικό προλεταριάτο, το οποίο ούτως ή άλλως απαξιωνόταν ως μη κοινωνός της ευωχίας της «ισχυρής Ελλάδας». Κατά τη δεκαετία του 2000 έκανε την εμφάνισή του το ΛΑΟΣ, με μια ανανεωμένη θεματική, επικεντρωμένη στην κάθαρση του πολιτικού σκηνικού και στο μεταναστευτικό ζήτημα. Η ανάδειξή του σε κοινοβουλευτική δύναμη δημιούργησε τους όρους για την εξοικείωση με την ακροδεξιά ρητορική. Η ριζικά νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε από το 2010 δίνει νέες δυνατότητες έκφρασης της Άκρας Δεξιάς, καθώς η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων συνοδεύεται και από βαθιά πολιτική και ιδεολογική κρίση. Με ευρύτατα τμήματα των λαϊκών μαζών να αναζητούν διέξοδο πέρα από τον χρεοκοπημένο δικομματισμό των τελευταίων δεκαετιών, η ταξική κοινωνική πόλωση τείνει να προσλάβει και μορφή πόλωσης πολιτικής. Αν ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ αναζητά διέξοδο στην Αριστερά, ένας κόσμος συντηρητικός αποσπάται από τη Ν.Δ., αναζητώντας διέξοδο είτε στη λαϊκή Δεξιά είτε σ’ εκείνον το σχηματισμό που επαγγέλλεται τη ριζική ανατροπή του μεταπολιτευτικού καθεστώτος σε κατεύθυνση που περιγράφεται με σαφήνεια ως φασιστική. Η ανάδειξη της Χρυσής Αυγής, μιας μέχρι πολύ πρόσφατα περιθωριακής ναζιστικής συμμορίας, σε κοινοβουλευτικό κόμμα, σηματοδοτεί την ανατροπή μιας ολόκληρης ιστορικής παράδοσης αυτής της χώρας. Ο κίνδυνος συγκρότησης φασιστικού κινήματος είναι προφανής. Όπως επιτακτική είναι και η ανάγκη αποτροπής του. Αν η Χρυσή Αυγή επιδιώκει την περαιτέρω ενίσχυσή της, διεισδύοντας σε τμήματα των λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση –έχοντας κερδίσει, ήδη, σημαντική απήχηση σε μικροεργοδότες και άνεργους– επικεντρώνοντας τον ιδεολογικό της λόγο στην κάθαρση του πολιτικού σκηνικού και στην εκδίωξη των μεταναστών, καθήκον της Αριστεράς είναι να αποκαλύψει τη λειτουργία της ως αιχμής του δόρατος της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα ολόκληρου του λαού. Αλλά ούτε αυτό είναι αρκετό. Αυτό που απαιτείται είναι η αφαίρεση του εδάφους κάτω από τα πόδια των φασιστών, με την ανασύνταξη της συμμαχίας των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων και με το συνδυασμό αμυντικών και διεκδικητικών αγώνων με ένα ευρύτατο δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης. Εκείνο, τέλος, που χρειάζεται να επιστρατευθεί είναι η ιστορική μνήμη και η διεκδίκηση από την Αριστερά του πεδίου του πατριωτισμού, με τον οποίο καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει ο φασισμός, που στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους. |