"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Άρθρο για το κίνημα των πλατειών

2014-03-25 00:20
Οι πλατείες γράφουν ιστορία. Το συγκλονιστικό κίνημα του καλοκαιριού, ως έκφραση της παρατεταμένης λαϊκής αντίστασης
του Γιώργου Αλεξάτου   
01.10.11
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 27-28 / Οκτώβριος 2011

Κατάληψη των κεντρικών πλατειών! Μια μορφή πάλης άγνωστη πριν από τις εξεγέρσεις της βόρειας Αφρικής, που, όπως και κάθε νέα μορφή έκφρασης του κινήματος, κανένας θεωρητικός δεν είχε προβλέψει, κανένα κόμμα δεν είχε προγραμματίσει. Συνήθως, οι μορφές εκδήλωσης των αγώνων του σήμερα και του αύριο αναζητούνται στην επανάληψη δοκιμασμένων μορφών οργάνωσης και πάλης των κινημάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που καμιά συνιστώσα της Αριστεράς δεν θα μπορούσε να ξέρει, λίγους μήνες πριν, ότι από τα τέλη Μαΐου έως τα τέλη Ιουλίου η Ελλάδα θα γνώριζε ένα τόσο μαζικό και εκτεταμένο σε ολόκληρη την επικράτεια λαϊκό κίνημα.

Οι «πλατείες», ως νέα μορφή συγκρότησης και πάλης του λαϊκού κινήματος, που στην περίπτωση της Τυνησίας και της Αιγύπτου ανέτρεψε καθεστώτα τα οποία έμοιαζαν μέχρι τότε πανίσχυρα, γρήγορα επεκτάθηκε και στην απέναντι ακτή της Μεσογείου, με την κατάληψη της κεντρικής πλατείας Puerta del Sol στη Μαδρίτη, από τους Ισπανούς «αγανακτισμένους», όπως αυτοπροσδιορίστηκαν, εκφράζοντας την αγανάκτησή τους από την κυρίαρχη πολιτική της ισπανικής κυβέρνησης και της Ε.Ε., και προβάλλοντας ως κεντρικά τα αιτήματα της δημοκρατίας, της ισότητας και της αξιοπρέπειας.

Ένα πανό αναφερόταν και σε μας: «Μη φωνάζετε! Θα ξυπνήσουν οι Έλληνες!»

Δεν μας ειρωνευόταν, όπως βιάστηκαν να πουν κάποιοι, ίσως και δικαιολογημένα «ανυπόμονοι». Στη συνείδηση των ευρωπαίων, και ιδιαίτερα των αριστερών, η Ελλάδα έχει καταξιωθεί ως η χώρα των εξεγέρσεων. ΕΑΜ, Εμφύλιος, Ιουλιανά, Πολυτεχνείο, αλλά και πρόσφατα γεγονότα επιβεβαιώνουν αυτήν την εντύπωση. Ένα φοιτητικό κίνημα, που επί ένα χρόνο (2006-’07) καταλαμβάνει τις σχολές και βρίσκεται στους δρόμους, δεν είναι κάτι το συνηθισμένο στην Ευρώπη ή και οπουδήποτε αλλού. Αναμφίβολα, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η δολοφονία ενός 15χρονου μαθητή από αστυνομικό ξεσηκώνει επί ένα μήνα την ελληνική νεολαία, απ’ άκρου εις άκρον της χώρας.

«Μη φωνάζετε! Θα ξυπνήσουν οι Έλληνες», λοιπόν! Οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να ξεσηκωθούν, καθώς βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης μετά την υπαγωγή της χώρας τους στον έλεγχο του ΔΝΤ, της Ε.Ε. και της ΕΚΤ, και οι οποίοι έχουν ήδη δώσει δείγματα γραφής, από την πρώτη μέρα υπογραφής του Μνημονίου, με τη μεγαλειώδη, αν και τραγική στην κατάληξή της, κινητοποίηση της 5ης Μαΐου 2010, και με αλλεπάλληλες απεργιακές κινητοποιήσεις.

Πρόκειται για μία ακόμα ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς σε καμιά άλλη χώρα και κατά το παρελθόν και τώρα, η υπαγωγή στο ΔΝΤ δεν προκάλεσε τέτοιες άμεσες αντιδράσεις. Ακόμα και στην Αργεντινή, που δικαιολογημένα αποτελεί σημείο αναφοράς, οι αντιδράσεις ήταν εξαιρετικά περιορισμένες και η εξέγερση του 2001 ξέσπασε πολλά χρόνια μετά την υπαγωγή στο ΔΝΤ και μόνο όταν οι επιπτώσεις έφτασαν σε ακραίο σημείο.

Η έκρηξη του κινήματος και οι αντιφάσεις του

Λόγος για κατάληψη της πλατείας Συντάγματος γινόταν ήδη από το Φλεβάρη, πριν από κάθε μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση. Κάτι τέτοιο αποδεικνυόταν ανέφικτο, καθώς, με το που έφταναν τα μαζικά μπλοκ των διαδηλωτών, με τη συνδυασμένη δράση αστυνομίας και «μπάχαλων» –παρακρατικών ή μη– η πλατεία πνιγόταν στα χημικά. Τελικά, το μαζικό αυθόρμητο βρήκε το δικό του τρόπο να εκφραστεί, με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει το διαδίκτυο.

Το πολιτικό πλαίσιο του καλέσματος ήταν γενικόλογο. Οι «αγανακτισμένοι» (κατ’ αντιστοιχία με τον αυτοπροσδιορισμό των Ισπανών) καλούνταν να εκφράσουν την αντίθεσή τους σε μια πολιτική που απαξιώνει τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια του πολίτη, ενώ ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στον ειρηνικό χαρακτήρα των κινητοποιήσεων.

Η ανταπόκριση στο κάλεσμα, από την πρώτη μέρα, την Τετάρτη 25 Μαΐου, ήταν εντυπωσιακή και προμήνυε το τι θα επακολουθήσει. Τις αμέσως επόμενες μέρες και ιδιαίτερα το Σαββατοκύριακο, οι πλατείες Συντάγματος και Λευκού Πύργου αποτέλεσαν σημεία συγκέντρωσης δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών, ενώ δεκάδες χιλιάδες άλλοι άρχισαν να πραγματοποιούν ανάλογες συγκεντρώσεις σε όλη την Ελλάδα.

Αποκορύφωμα υπήρξε η Κυριακή 5 Ιουνίου, όταν υπολογίστηκε πως οι συγκεντρωμένοι στην πλατεία Συντάγματος και στους γύρω δρόμους ίσως και να ξεπέρασαν τις 400.000. Επρόκειτο για τη μαζικότερη διαδήλωση των τελευταίων δεκαετιών, ισάξια με τις μεγάλες κινητοποιήσεις των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων.

Ο ειρηνικός χαρακτήρας των κινητοποιήσεων διατηρήθηκε μέχρι την 15η Ιουνίου, μέρα έναρξης της κοινοβουλευτικής συζήτησης για το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, όταν η απόπειρα αποκλεισμού της Βουλής αντιμετωπίστηκε με βίαιη αστυνομική καταστολή, που έγινε ακόμα πιο άγρια, έως και δολοφονική, κατά την ψήφισή του, στις 29 και 30 Ιουνίου. Οι πλατείες, που παρά την καταστολή διατήρησαν το δυναμισμό και μεγάλο μέρος τα μαζικότητάς τους μέχρι τα τέλη του Ιουλίου, έγραψαν μια νέα λαμπρή σελίδα στην ιστορία των αγώνων του λαού μας. Πάνω απ’ όλα, απέδειξαν ότι η πολιτική του Μνημονίου δεν έχει καμιά λαϊκή νομιμοποίηση, ότι η κυβερνητική πολιτική ασκείται χωρίς καμιά λαϊκή συναίνεση.

Συνάμα, ανέδειξαν μια σειρά αντιφάσεις του ίδιου του λαϊκού κινήματος, που σχετίζονται με την ίδια την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, με την αμφισβήτηση των συλλογικών μορφών οργάνωσης και πάλης (ως αποτέλεσμα τόσο της απαξίωσης του επί χρόνια υποταγμένου συνδικαλισμού όσο και της αδυναμίας του συνδικαλιστικού κινήματος να καλύψει μεγάλο μέρος εργαζομένων και κυρίως τον κόσμο της επισφαλούς απασχόλησης και της ανεργίας) κ.ά.

Στις πλατείες συναντήθηκε κόσμος από όλες τις κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις και από κοινωνικές κατηγορίες που η περίοδος κρίσης και η ολομέτωπη επίθεση ενάντια σε κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών τείνουν να πολώσουν προς την πλευρά της εργατικής τάξης. Αποτέλεσαν, έτσι, ένα πρώτο πεδίο διαμόρφωσης μιας αυθόρμητης μορφής λαϊκής συμμαχίας, που τη συγκρότησε η κοινή αντίθεση προς την κυρίαρχη πολιτική και εκφράστηκε από την πρώτη μέρα, με τα αυθόρμητα συνθήματα κατά της κυβέρνησης και του Μνημονίου. Στο πλαίσιο αυτής της αυθόρμητης κινητοποίησης και της υπό διαμόρφωση κοινωνικής συμμαχίας εκφράστηκαν λαϊκές ιδεολογικές τάσεις που ανέδειξαν μια σειρά ζητήματα, τα οποία συμπυκνώθηκαν στο τρίπτυχο της υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας, της δημοκρατίας και των κοινωνικών κατακτήσεων.

Η συγκεχυμένη και αντιφατική εκδήλωση των λαϊκών διαθέσεων και η απουσία σαφούς ιεράρχησης των σημείων του βασικού τρίπτυχου, εκφράστηκε με την ανισοβαρή έκφρασή τους, η οποία προσέλαβε και μορφή, συχνά ιδιαίτερα διακριτής, χωροταξικής οριοθέτησης. Έτσι, στο πάνω μέρος της πλατείας Συντάγματος κυριάρχησαν συνθήματα που αναδείκνυαν κατά προτεραιότητα το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας, προσφέροντας πεδίο δράσης τάσεων που κάλυπταν ολόκληρο το φάσμα του λεγόμενου «πατριωτικού χώρου». Αντιθέτως, στο κάτω μέρος της πλατείας, όπου συγκροτήθηκε και λειτούργησε η λαϊκή συνέλευση, εκφράστηκαν κυρίως τάσεις του ευρύτερου αριστερού και του αντιεξουσιαστικού χώρου, που έδιναν προτεραιότητα στα ζητήματα των κοινωνικών κατακτήσεων.

Το αίτημα της δημοκρατίας τέθηκε είτε με τη μορφή της απόρριψης πλευρών του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, που σχετίζονται με την αδιαφάνεια, τη διαφθορά και τη διαπλοκή, και εκφράστηκε με την απαξίωση του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανόμενης και της Αριστεράς, είτε με την προβολή της «Άμεσης Δημοκρατίας», το περιεχόμενο της οποίας παρέμεινε αδιευκρίνιστο και αποτέλεσε αντικείμενο, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρής, ιδεολογικής αντιπαράθεσης.

Οι αντιφάσεις της Αριστεράς. και κάποια διδάγματα

Η Αριστερά, στο μεγαλύτερο μέρος της, αντιμετώπισε το κίνημα με επιφύλαξη, που σε κάποιες περιπτώσεις –με πλέον χαρακτηριστική αυτή του ΚΚΕ– έφτανε μέχρι και την αποκήρυξή του, ως «κατευθυνόμενο από ύποπτους κύκλους», «προβαλλόμενο από τα καθεστωτικά ΜΜΕ» και ως «ανάχωμα στην ανάπτυξη εργατικών αγώνων». Ανάλογη ήταν η αντιμετώπιση και από δυνάμεις του εξωκοινοβουλευτικού χώρου, από αντιεξουσιαστικές συσπειρώσεις κ.λπ.

Εντούτοις, υπήρξαν και κάποιες αριστερές δυνάμεις που από την πρώτη στιγμή προσπάθησαν να κατανοήσουν τον πραγματικό χαρακτήρα των λαϊκών κινητοποιήσεων, επιλέγοντας –με επιφυλάξεις ή και ανεπιφύλακτα– τη συμμετοχή τους σ’ αυτές και την πολιτική τους κάλυψη. Επρόκειτο κυρίως για δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΣΥΡΙΖΑ και του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής, αν και ούτε και απ’ αυτούς τους χώρους απουσίασαν συνιστώσες που οι επιφυλάξεις τους έφταναν μέχρι και την αποκήρυξη.

Εντούτοις, και ανάμεσα στις δυνάμεις που παρενέβησαν και συμμετείχαν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, στο κίνημα, εμφανίστηκαν σημαντικές διαφορές, σχετικά με την ανάγνωση του λαϊκού αυθόρμητου και τη στάση απέναντί του. Οι διαφορές εκδηλώθηκαν είτε με την υπόκλιση στο αυθόρμητο, ακόμα κι όταν προσλάμβανε σαφώς απολίτικα χαρακτηριστικά, είτε με την απόπειρα ποδηγέτησής του, κυρίως με τις προσπάθειες λήψης αποφάσεων από τη λαϊκή συνέλευση, ανεξαρτήτως των πραγματικών διαθέσεων του κόσμου που συμμετείχε στις διαδικασίες. Από αυτήν την άποψη, λίγες ήταν οι συγκροτημένες αριστερές δυνάμεις που κατάφεραν, ή έστω επιδίωξαν, να έχουν ισορροπημένη παρέμβαση, βασισμένη στην αναγνώριση της διαλεκτικής σχέσης αυθόρμητου και συνειδητού.

Η πλέον χαρακτηριστική εκδήλωση της αδυναμίας κατανόησης αυτής της διαλεκτικής ήταν η αντιμετώπιση της «πάνω πλατείας», που εκφράστηκε και με την υποτιμητική έκφραση «κερκίδα», ενώ έντονες ήταν και οι ενστάσεις σχετικά με την έκφραση του λαϊκού πατριωτισμού που εκδηλωνόταν με το ανέμισμα της εθνικής σημαίας. Κάποιοι –και δυστυχώς, πάρα πολλοί– αριστεροί μοιάζει να αγνοούν ή και να παραβλέπουν τις επαναστατικές παραδόσεις του ΕΑΜ, του ΔΣΕ και του Νοέμβρη, αδυνατώντας συνάμα να κατανοήσουν το αυτονόητο: πως άλλος είναι ο συμβολισμός της ελληνικής σημαίας στα χέρια του φασίστα που καταδιώκει μετανάστες και εντελώς αντίθετος στα χέρια κάποιου που διαμαρτύρεται για την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας στην Ε.Ε., στους διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς και στο κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών χωρών.

Ο δογματισμός εκφράστηκε και με τη μορφή της ανυπομονησίας, του να «τελειώνουμε με τις πλατείες, για να περάσουμε στους εργατικούς αγώνες». Την απάντηση, φυσικά, την έδωσε η ίδια η διαδικασία της ταξικής πάλης, καθώς οι πλατείες όχι μόνο δεν αποτέλεσαν «ανάχωμα», αλλά αντίθετα λειτούργησαν ως το σημείο ενοποίησης του εργατικού με το ευρύτερο λαϊκό κίνημα, κατά τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις του Ιουνίου.

Σημαντικό είναι και το ζήτημα της σχέσης μεταξύ ειρηνικών και δυναμικών κινητοποιήσεων, που αναδείχτηκε για μια ακόμα φορά. Διαψεύδοντας όσους, έχοντας φετιχοποιήσει τη βίαιη αναμέτρηση με τις δυνάμεις καταστολής, χλεύαζαν τον ειρηνικό χαρακτήρα των κινητοποιήσεων (βασική προϋπόθεση για το κατέβασμα στο δρόμο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, που έχουν κάθε λόγο να αρνούνται τη χρησιμοποίησή τους σαν ασπίδας για τη δράση ανεγκέφαλων «επαναστατών» και παρακρατικών μηχανισμών), ο κόσμος των πλατειών, ο λαϊκός κόσμος δηλαδή, τόσο στις 15 όσο και στις 29 και 30 Ιουνίου, απέδειξε πως μπορεί να αντιμετωπίζει ανυποχώρητα και με ηρωισμό την αστυνομική βία, απονομιμοποιώντας την.

Οι πλατείες, ως μορφή συγκρότησης των λαϊκών αντιστάσεων στο πλαίσιο του παρατεταμένου αγώνα ενάντια στην πολιτική των Μνημονίων, δεν έχουν εξαντλήσει όλη τους τη δυναμική. Μπορεί, αμέσως μετά το καλοκαίρι, να είναι οι νεολαιίστικοι και εργατικοί αγώνες που πέρασαν στην πρώτη γραμμή, αλλά οι μεγάλες κινητοποιήσεις της πρόσφατης 48ωρης γενικής απεργίας την πλατεία Συντάγματος είχαν και πάλι ως σημείο αναφοράς, με την περικύκλωση της Βουλής στις 19 Οκτωβρίου. Άλλωστε, είναι πολλές οι συνοικίες όπου οι λαϊκές συνελεύσεις, που προέκυψαν από το κίνημα των πλατειών, εδραιώνονται ως νέα μορφή έκφρασης της λαϊκής συλλογικής συγκρότησης και αυτενέργειας.

Ανεξαρτήτως του τι μορφές θα πάρει η λαϊκή αντίσταση, οι πλατείες προσφέρονται για την εξαγωγή σημαντικών διδαγμάτων, με κυριότερα την ανάγκη εμβάθυνσης στην κατανόηση της διαλεκτικής σχέσης αυθόρμητου-συνειδητού και την ανάγκη αναγνώρισης νέων, πρωτότυπων μορφών έκφρασης του λαϊκού κινήματος και δημιουργίας προπλασμάτων λαϊκών αντι-θεσμών. Εκκρεμεί το ζήτημα της μαρξιστικής μελέτης της ταξικής δομής της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, της σύγχρονης λαϊκής ιδεολογίας, της μορφής που μπορεί να πάρει σήμερα η λαϊκή συμμαχία και των όρων με τους οποίους μπορεί να επιδιωχθεί, στο πλαίσιό της, η εργατική ηγεμονία, καθιστώντας δυνατή τη μετατόπιση της λαϊκής αγανάκτησης σε συνειδητή πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή, και κατά συνέπεια η ανάδειξη του επείγοντος ζητήματος της συγκρότησης αριστερού μετώπου, ως πολιτικής έκφρασης αυτής της ηγεμονίας.