"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

"Το ΕΑΜ μάς έσωσε απ' την πείνα...". Ο αγώνας για την επιβίωση του λαού στα 1941-42

2014-03-25 11:40

«Το ΕΑΜ μάς έσωσε απ’ την πείνα…»

Ο αγώνας για την επιβίωση του λαού στα 1941-42

 

Δημοσιεύτηκε το 2010 στο περιοδικό "Εκτός Γραμμής"

Σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης και γενικευμένης επίθεσης ενάντια στο λαϊκό εισόδημα και στο σύνολο των λαϊκών κατακτήσεων, η αναζήτηση και οργάνωση συλλογικών μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης αποτελεί ένα από τα βασικά ζητούμενα, στο πλαίσιο του συνολικού κινήματος αντίστασης και αντεπίθεσης. Το ελληνικό εργατικό και λαϊκό κίνημα έχει μια πλούσια εμπειρία ανάλογων πρακτικών, τόσο κατά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30 όσο και κατά την περίοδο της φασιστικής Κατοχής.

Οι πρώτοι μήνες της Κατοχής  χαρακτηρίστηκαν και από την αποδιοργάνωση της οικονομικής ζωής, που είχε δοκιμαστεί ήδη από τον Οκτώβριο του 1940, λόγω της μετατόπισης σημαντικού μέρους του παραγωγικού δυναμικού στο στρατό και της διάθεσης οικονομικών πόρων στην πολεμική προσπάθεια.

Το 1941 η παραγωγή μειώθηκε κατά 40% σε σχέση με την αντίστοιχη του 1938. Η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής έφτασε το 50% και σταμάτησε να λειτουργεί το 20% των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Ως συνέπεια της επιστράτευσης του 1940, η αγροτική παραγωγή σημείωσε κατακόρυφη πτώση, κατρακυλώντας στο 40% στα δημητριακά και στο 36% στα όσπρια, που αποτελούσαν βασική πηγή της λαϊκής διατροφής. Επιπλέον, διακόπηκαν οι μεταφορές από το εξωτερικό, απ’ όπου εισαγόταν το μεγαλύτερο μέρος των ειδών διατροφής.

Εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα αποτέλεσε η διάλυση του συγκοινωνιακού δικτύου, η απώλεια του 58% του ζωικού κεφαλαίου και ο περιορισμός της αλιείας, ως συνέπεια της ναρκοθέτησης μεγάλου μέρους των παράκτιων θαλάσσιων περιοχών.

Στην αλματώδη πτώση του βιοτικού επιπέδου τμημάτων του λαού, συντέλεσε και η πλήρης στέρηση των εμβασμάτων τόσο από τους μετανάστες των ΗΠΑ όσο και από τους ναυτεργάτες, που παρέμεναν άνεργοι ή και αποκλεισμένοι σε λιμάνια του εξωτερικού.

Την όλη τραγική κατάσταση επιδείνωσε η καταλήστευση μεγάλου μέρους της παραγωγής για την κάλυψη των αναγκών των κατοχικών στρατευμάτων ή τη μεταφορά του στη Γερμανία, καθώς και το άδειασμα των κρατικών ταμείων για τα έξοδα κατοχής.

Οι συνέπειες για τις λαϊκές τάξεις ήταν ήδη από τους πρώτους μήνες τραγικές, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στο Λεκανοπέδιο Αττικής. Στα χωριά η κατάσταση ήταν κάπως πιο ανεκτή, με την επαναφορά μορφών οικιακής οικονομίας και άμεσης ανταλλαγής.

Καθώς η ανεργία εκτοξεύτηκε σε πρωτόγνωρα ύψη και στις γραμμές της συνωστίζονταν εργάτες, ιδιωτικοί υπάλληλοι, αλλά και πρώην μικροβιοτέχνες και μικροέμποροι, με τον πληθωρισμό να ρίχνει στο 1/6 την αγοραστική δύναμη μισθών και ημερομισθίων,  η όλο και πιο έντονη έλλειψη βασικών ειδών διατροφής αποτέλεσε την αιτία ανάπτυξης ενός εκτεταμένου δικτύου μαύρης αγοράς. Οι επαγγελματίες μαυραγορίτες υπήρξαν αργότερα βασικό κοινωνικό στήριγμα του κατοχικού καθεστώτος. Αλλά το 1941-42 μαύρη αγορά έκανε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, για λόγους άμεσης επιβίωσης.

Η κατοχική κυβέρνηση προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με το «δελτίο», που το χειμώνα του 1941-42 περιορίστηκε στα 30 δράμια ψωμιού (κάτι λιγότερο από 40 γραμμάρια). Τυπικά, γιατί στην πραγματικότητα, τις περισσότερες μέρες δεν υπήρχε ούτε κι αυτό.

Αυτό το δραματικό χειμώνα, υπολογίζεται πως στο σύνολο του πληθυσμού μόλις το 4% τρεφόταν επαρκώς, λαμβάνοντας περισσότερες από 1.600 θερμίδες ημερησίως. Το 18% τρεφόταν ανεπαρκώς (1.200-1.600 θερμίδες), το 63% υποσιτιζόταν (600-1.200 θερμίδες), ενώ το 15% υποσιτιζόταν εντονότατα, οδεύοντας προς το θάνατο, που άπλωσε τις μαύρες φτερούγες του πάνω από τον πεινασμένο λαό. Οι νεκροί από πείνα υπολογίζονται γύρω στις 300.000. Επρόκειτο για περισσότερο από το 1/25 του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ενώ στην Αθήνα και τον Πειραιά έφτανε το 10% του πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος αποτελούνταν από πρόσφυγες, ηλικιωμένους και παιδιά.

Ένας λαός που είχε ζήσει την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και τις συνέπειές της, που είχε δοκιμαστεί με την οικονομική κρίση, που τυραννήθηκε απ’ τη μεταξική δικτατορία, που παρόλα αυτά όρθωσε το ανάστημά του και έγραψε το έπος της απόκρουσης των Ιταλών επιδρομέων, ένιωθε συντετριμμένος μετά την κατάληψη της χώρας του από τις δυνάμεις του φασιστικού Άξονα. Σε μια περίοδο που οι χιτλερικές στρατιές είχαν καταλάβει ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη και βάδιζαν απειλητικά προς τη Μόσχα, το μέλλον διαγραφόταν σκοτεινό.

Επιπλέον, ένιωθε βαθιά προδομένος από την πολιτική ηγεσία της χώρας που την κοπάνησε για το Κάιρο, από τη στρατιωτική ηγεσία που συνθηκολόγησε και στελέχωσε την κυβέρνηση των δωσιλόγων,  από την επίσημη πνευματική ηγεσία που σιωπούσε και συνιστούσε υποταγή και εγκαρτέρηση.

Με τις συνθήκες ζωής να οδεύουν προς την απόλυτη εξαθλίωση, οι τάσεις ατομικού επιβιωτισμού συμβάδιζαν με την ψυχική συντριβή. Η περιγραφή του Θανάση Χατζή είναι εξαιρετικά παραστατική:

«Μια αδιαφορία ανέβαινε σιγά σιγά στις συνειδήσεις τους και περνούσαν αδιάφοροι μπροστά από τις μακάβριες εικόνες της ανθρώπινης εξαθλίωσης και του αφανισμού. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που δρασκελίζοντας έναν ετοιμοθάνατο στο πεζοδρόμιο ο διαβάτης σκεφτόταν: “Ο καθ’ ένας για τον εαυτό του κι ο θεός για όλους”.

Η αυτοσυντήρηση είχε γίνει κανόνας. Ο Έλληνας άρχισε να μη γνωρίζει τον Έλληνα. Ο φίλος το φίλο. Οι οικογένειες σκορπούσαν. Οι δεσμοί τους χαλάρωναν. Οι σχέσεις τους χαλούσαν. Οι γονείς ζήλευαν τα παιδιά τους που τα νιάτα τους τούς δίνανε δύναμη, μπορούσαν να σαλτάρουν και κάτι ν’ αρπάξουν, μπορούσαν να γυρίσουν όλες τις γειτονιές ψάχνοντας τους σκουπιδοτενεκέδες, κι ακόμα να τρέξουν έξω από την πόλη να βρουν να φάνε κάποια πρασινάδα. Δυστυχία, αθλιότητα, πείνα, θάνατος…».

Η ανάπτυξη του κινήματος

Για το ΚΚΕ, που ήδη από τον πρώτο καιρό της Κατοχής προσανατολίστηκε στην οργάνωση της Αντίστασης,  ήταν ξεκάθαρο πως ένας λαός εξαθλιωμένος και ηθικά εξαχρειωμένος δεν ήταν δυνατόν να αντισταθεί. Τόσο η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε., τον Ιούλιο 1941, όσο και η 7η, το Σεπτέμβριο, θέτουν το ζήτημα της οργάνωσης του αγώνα για την επιβίωση ανάμεσα στις άμεσες κομματικές προτεραιότητες.

Το καθήκον αυτό επωμίζεται η Εθνική Αλληλεγγύη, που ιδρύθηκε στα πρότυπα της προπολεμικής Εργατικής Βοήθειας, με σκοπό την οικονομική και γενικότερη υποστήριξη διωκόμενων αγωνιστών, αλλά που πολύ σύντομα οι στόχοι της διευρύνονται. Αντίστοιχα καθήκοντα αναλαμβάνει και το Εργατικό ΕΑΜ, καθώς και η Πανελλήνια Επιτροπή Δημοσίων Υπαλλήλων.

Με την ίδρυση του ΕΑΜ, το Σεπτέμβριο του 1941, το σύνθημα «Πάλη για την επιβίωση του λαού» προτάσσεται για την περιοχή της πρωτεύουσας, πάνω κι απ’ το σύνθημα της Εθνικής Απελευθέρωσης. Ταυτόχρονα, ιδρύεται Κεντρικό Γραφείο Πάλης για την Επιβίωση.

Το πρώτο και κύριο ζήτημα ήταν να προταχθούν συλλογικές λύσεις που να πείθουν, μέσα από μικρές επιτυχίες, πως δεν είναι μοιραία η εξαθλίωση και ο θάνατος από την πείνα, και πως η ηθική εξαχρείωση και η επιδίωξη ατομικών λύσεων επιτείνουν το πρόβλημα.

Στις 17 Νοέμβρη 1941, με πρωτοβουλία των φοιτητών του Πολυτεχνείου, όπου δρούσε αξιόλογος πυρήνας της ΟΚΝΕ, οργανώνεται η πρώτη «φοιτητική απεργία», με αίτημα τη λειτουργία συσσιτίων και την παροχή δωρεάν ηλεκτρικού ρεύματος. Πρόκειται για την πρώτη μαζική κινητοποίηση στην κατεχόμενη Ευρώπη, που υποχρεώνει μάλιστα σε αποδοχή των αιτημάτων και απελευθέρωση των φοιτητών που είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκειά της. Τις ίδιες μέρες πραγματοποιείται διαδήλωση  των αναπήρων πολέμου, που απαιτούν συσσίτια, τσιγάρα, ιματισμό και ιατρική περίθαλψη. Οι ανάπηροι  κινητοποιούνται και πάλι τις παραμονές των Χριστουγέννων, με απεργία πείνας σε όλα τα νοσοκομεία, αποτρέπουν, με τη συμπαράσταση του λαού, τις επιθέσεις της αστυνομίας και των Ιταλών καραμπινιέρων, και πετυχαίνουν μερική ικανοποίηση των αιτημάτων τους.

Οι πρώτοι αυτοί αγώνες αποκορυφώνονται με τη μεγάλη απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, στις 12-21 Απριλίου 1942, που είναι και η πρώτη απεργία εργαζομένων σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη. Παρά την απειλή της ποινής του θανάτου για τους συμμετέχοντες, η απεργία επεκτείνεται από την Αθήνα και τον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Βόλο, τη Λάρισα, την Κοζάνη, τη Φλώρινα, ενώ στην Καρδίτσα εξελίσσεται σε παλλαϊκή εξέγερση. Λήγει με την αποδοχή των αιτημάτων και την απελευθέρωση όλων των συλληφθέντων απεργών.

Το καλοκαίρι του 1942 διαγράφεται και πάλι ο κίνδυνος να ξαναζήσει ο λαός καταστάσεις όπως αυτές του περασμένου χειμώνα. Ενώ οι τάσεις ατομικού επιβιωτισμού έχουν αρχίσει να υποχωρούν, το ΕΑΜ επιδιώκει τη συγκρότηση επιτροπών σε μαζικούς εργασιακούς χώρους ή κατά κλάδο, προβάλλοντας το αίτημα της οργάνωσης συσσιτίων για τους εργαζόμενους και της παροχής τροφίμων και άλλων βασικών ειδών για τις οικογένειές τους. Αντίστοιχες επιτροπές επιδιώκεται να οργανωθούν στις γειτονιές, κάτι που είχε δοκιμαστεί με επιτυχία και στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Σύντομα κάνουν την εμφάνισή τους οι Λαϊκές Επιτροπές, που αρχίζουν τη δραστηριότητά τους με οργανωμένες εισβολές σε αποθήκες, όπου οι μαυραγορίτες έκρυβαν τρόφιμα. Ακολουθούν πορείες προς τα δημαρχεία, όπου οι Λαϊκές Επιτροπές απαιτούσαν την οργάνωση λαϊκών συσσιτίων.

Καθώς στη φτωχολογιά των πόλεων προστίθενται και μεγάλα τμήματα πρώην «νοικοκυραίων», το ΕΑΜ αξιοποιεί ακόμα και φιλανθρωπικού τύπου πρωτοβουλίες, που ήταν περισσότερο αποδεκτές απ’ αυτόν τον κόσμο. Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση των απολίτικων επιτροπών που είχαν ιδρυθεί απ’ τον γιατρό Παπακώστα. Το ΕΑΜ συγκροτεί δεκάδες τέτοιες επιτροπές, που τη σύνθεσή τους αγνοούσε κι ο ίδιος ο Παπακώστας, προσδίδοντάς  τους τα χαρακτηριστικά των δικών του Λαϊκών Επιτροπών.

Στις 7-15 Σεπτεμβρίου 1942 απεργεί το σύνολο των εργαζομένων της Αθήνας και του Πειραιά, ενώ ταυτόχρονα κινητοποιούνται οι Λαϊκές Επιτροπές των συνοικιών, αλλά και οι φοιτητές, οι ανάπηροι και οι μαγαζάτορες, που απαιτούν το δικαίωμα στο ενοικιοστάσιο. Να μην μπορεί, δηλαδή, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού να τους κάνει έξωση.

Οι μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων μένουν στα χαρτιά, καθώς οι εργάτες του Εθνικού Τυπογραφείου απεργούν και το σχετικό διάταγμα δεν δημοσιεύεται στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Στις 11 Σεπτεμβρίου η μεγάλη απεργιακή διαδήλωση στο Σύνταγμα καταλήγει σε πολύωρες σφοδρές συγκρούσεις με την αστυνομία και τους καραμπινιέρους, που δεν διστάζουν να πυροβολήσουν. Τέσσερις μέρες αργότερα η κυβέρνηση αποδέχεται τα λαϊκά αιτήματα

Οι πρώτες επιτυχίες δίνουν τεράστια ώθηση στο κίνημα αλληλεγγύης και διεκδίκησης, που συγκροτεί ένα πανελλαδικής έκτασης συνεταιριστικό δίκτυο. Σε κάθε εργασιακό χώρο ή κλάδο, σε κάθε συνοικία και γειτονιά ιδρύονται συνεταιρισμοί που αναπτύσσουν σχέσεις άμεσης ανταλλαγής αγαθών, ενώ οι Λαϊκές Επιτροπές εξελίσσονται σε κύτταρα  λαϊκής αυτοδιοίκησης και μαζικής αυτοάμυνας.

Οι δυνάμεις του ΕΑΜ αναδεικνύονται, στη συνείδηση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του λαού, ως αυτές που τον έσωσαν από την πείνα! Καθώς στα βουνά αντηχούν τα όπλα των μαχητών του ΕΛΑΣ, στις πόλεις έχει συγκροτηθεί ένα ισχυρό και πρωτόγνωρο για τα μέχρι τότε ελληνικά δεδομένα, μαζικό εργατικό και λαϊκό κίνημα.

Ξεχωριστή σημασία έχει το γεγονός πως το ΕΑΜ κέρδισε πολύ γρήγορα τους προλεταριακούς προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου επιδίωκε να ριζώσει ο ΕΔΕΣ, αξιοποιώντας τους παραδοσιακούς δεσμούς της προσφυγιάς με τον τυπικό αρχηγό του, στρατηγό Πλαστήρα. Η οργάνωση του αγώνα για την επιβίωση αποδείχτηκε ισχυρότερη από τις γενικόλογες διακηρύξεις περί «δημοκρατίας μετά την απελευθέρωση». Σύντομα, στα παραπήγματα και στις μάντρες των προσφυγικών συνοικισμών θα αναγράφεται το σύνθημα «Λαοκρατία»!

Ο αγώνας για την επιβίωση αποτέλεσε τη βάση για την ελληνική ιδιομορφία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Εδώ, η Αντίσταση δεν περιορίστηκε σε σαμποτάζ, ούτε καν στο ένοπλο αντάρτικο. Πήρε τη μορφή παλλαϊκού κινήματος, με βασικό κορμό την εργατική τάξη των μεγαλουπόλεων, προσλαμβάνοντας χαρακτηριστικά κοινωνικής επανάστασης.

Εκτός των άλλων, η εμπειρία της περιόδου που αναφέρουμε είναι εξαιρετικά διδακτική, ως προς την εντυπωσιακή και χαρακτηριστική σε εποχές που πυκνώνει ο ιστορικός χρόνος, εναλλαγή μαζικών ψυχολογικών διαθέσεων και συμπεριφορών.

Στις 27 Οκτωβρίου 1940 θα φάνταζε επιεικώς ευφάνταστος όποιος έλεγε πως ο υποταγμένος στη δικτατορία ελληνικός λαός θα μπορούσε να ορθώσει το ανάστημά του στο φασισμό. Απ’ την επόμενη μέρα και επί μήνες κατόπιν, ο «ευφάνταστος» θα ένιωθε δικαιωμένος. Απ’ τον Απρίλιο του 1941 ο λαός ξέπεσε σε μια κατάσταση μαζικής κατάθλιψης. Απ’ το 1942 όχι μόνο στήθηκε και πάλι στα πόδια του, αλλά πολύ σύντομα θα έφτανε σε καταστάσεις μαζικής ψυχικής ανάτασης, καθώς θα διεκδικούσε πλέον το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τύχες του.

 

 Γιώργος Αλεξάτος