Είχαν περάσει μόλις πέντε μήνες από την εξέγερση του Νοέμβρη 1973 και την άγρια καταστολή της, που την ακολούθησε το πραξικόπημα των «σκληρών της Χούντας», με επικεφαλής τον Ιωαννίδη. Η επαναφορά του στρατιωτικού νόμου, της προληπτικής λογοκρισίας και της ασφυκτικής αστυνομοκρατίας, και οι μαζικές συλλήψεις μελών αριστερών κομμάτων και οργανώσεων τον Φεβρουάριο και Μάρτιο 1974 (ΚΚΕ-ΚΝΕ-Αντι/ΕΦΕΕ, ΕΔΕ κ.λπ.), έκαναν πολύ κόσμο, ακόμη και στις γραμμές του μαχόμενου αντιδικτατορικού κινήματος, να μιλάει για απομάκρυνση κάθε προοπτικής άμεσης ανατροπής της στρατιωτικής δικτατορίας.
Η φράση «η Χούντα θα μείνει στην εξουσία σαράντα και πενήντα χρόνια, όπως στην Ισπανία και την Πορτογαλία» ακουγόταν καθημερινά. Μέχρι που ήρθε εκείνη η μέρα της 25ης Απριλίου 1974, με την ξαφνική είδηση, που στην αρχή φάνηκε απίστευτη:
Ανατράπηκε η δικτατορία στην Πορτογαλία!
Τα φύλλα των λογοκριμένων εφημερίδων έγιναν ανάρπαστα, οι δείκτες των ραδιοφώνων γυρνούσαν από «Deutsche Welle» σε «BBC» και από «Ράδιο Μόσχα» σε «Φωνή της Αλήθειας», ενώ εξαντλήθηκαν και όσες ξένες εφημερίδες και περιοδικά κυκλοφορούσαν στα κεντρικά περίπτερα της Αθήνας.
Αφού έπεσε η δικτατορία της Πορτογαλίας, γιατί να μη μπορεί να πέσει και η Χούντα της Ελλάδας;
Το πορτογαλικό «Νέο Κράτος» και η αποικιοκρατία
Μία από τις πρώτες μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, η Πορτογαλία δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις ισχυρές ανταγωνίστριές της, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία, έτσι ώστε η αποικιοκρατική επέκτασή της να συμβάλλει στην καπιταλιστική της ανάπτυξη. Κύρια αιτία υπήρξε η αδυναμία της πορτογαλικής αστικής τάξης να προωθήσει εκείνες τις πολιτικο-κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα περιόριζαν την κυριαρχία της ισχυρής τάξης των μεγαλογαιοκτημόνων, για τους οποίους οι αποικίες δεν χρησίμευαν παρά μόνο ως πηγές αποθησαύρισης και όχι ως δυνατότητα κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Με την εμφάνιση του ιμπεριαλισμού, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, η Πορτογαλία ήταν ήδη –μαζί με την Ισπανία- ο «φτωχός συγγενής» μεταξύ των αποικιοκρατικών χωρών, ενώ στο εσωτερικό της η αστική τάξη επιδείκνυε χαρακτηριστική ατολμία στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει την κυριαρχία των μεγαλογαιοκτημόνων-λατιφουντιστών, που μαζί με τον στρατό και την Καθολική Εκκλησία συγκροτούσαν ισχυρό συνασπισμό που αντιτιθόταν σε όποιες αλλαγές θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αστικό εκσυγχρονισμό.
Στις συνθήκες αυτές, η δυναμική ανάπτυξη του πορτογαλικού καπιταλισμού παρεμποδιζόταν και από την τάση του μεγαλύτερου μέρους της αστικής τάξης να περιορίζει τις δραστηριότητές της στο εμπόριο του πλούτου που προερχόταν κυρίως από τις αποικίες, αλλά και των πορτογαλικών αγροτικών προϊόντων, καθώς και στην καπιταλιστική αξιοποίηση της παραδοσιακής αλιευτικής οικονομίας. Ακόμη και η περιορισμένη βιομηχανική ανάπτυξη θεμελιώθηκε στην επεξεργασία προϊόντων προερχόμενων από αυτές τις δραστηριότητες.
Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη κινήματος των εργατών γης στα λατιφούντια, ενίσχυσε τα συντηρητικά αντανακλαστικά και της αστικής τάξης, που συναίνεσε στην επιβολή της δικτατορίας το 1926, επικεφαλής της οποίας ήταν ο καθηγητής Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ, ο οποίος το 1932 ανέλαβε πρωθυπουργός.
Επηρεασμένη από τον ιταλικό φασισμό, η δικτατορία ανακήρυξε το «Νέο Κράτος», οργανωμένο σε συντεχνιακή βάση, απαγορεύοντας κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Η συντεχνιακή οργάνωση θεμελιωνόταν στη συνύπαρξη εργοδοτών και εργαζομένων, υπό την κυριαρχία των πρώτων. Ιδεολογικά, η δικτατορία αναφερόταν στην υπεράσπιση των πορτογαλικών εθνικών παραδόσεων και κυρίως στον καθολικισμό, όπως τον εξέφραζαν οι πλέον συντηρητικοί κύκλοι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
Έχοντας υποστηρίξει έμπρακτα τους φασίστες του Φράνκο κατά τον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο στα 1936-39, η Πορτογαλία παρέμεινε ουδέτερη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1949 έγινε μέλος του ΝΑΤΟ. Στις διεθνείς συνθήκες που διαμορφώθηκαν με τον Ψυχρό Πόλεμο Δύσης-Ανατολής, ο αντικομμουνιστικός προσανατολισμός του πορτογαλικού καθεστώτος αποτέλεσε το κύριο στοιχείο που καθόριζε την ανοχή των δυτικών δυνάμεων, που ενισχύθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ο πορτογαλικός στρατός βρέθηκε αντιμέτωπος με τα ένοπλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης και της Γουινέας-Μπισάου, τα οποία είχαν σαφή μαρξιστικό προσανατολισμό.
Οι δεκαετίες 1950 και ’60 χαρακτηρίστηκαν από την ένταση των ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης της Πορτογαλίας, που συνέβαλαν στην ανάδειξη μιας νέας αστικής τάξης, η οποία αντιμετώπιζε με προβληματισμό την αποκοπή της χώρας από την υπόλοιπη δυτική Ευρώπη. Το δόγμα του καθεστώτος «περήφανοι και μόνοι» όλο και περισσότερο αποδεικνυόταν εμπόδιο στην ανάπτυξη των σχέσεων της πορτογαλικής αστικής τάξης με τον συνασπισμό των δυτικοευρωπαϊκών χωρών που συνιστούσε η ΕΟΚ, ενώ η δυσαρέσκεια εντεινόταν λόγω της διάθεσης του 40% του προϋπολογισμού για τη διεξαγωγή των πολέμων στις αποικίες.
Όπως είναι αυτονόητο, η δυσαρέσκεια ήταν ακόμη μεγαλύτερη στις εργαζόμενες λαϊκές τάξεις και κυρίως στην εργατική τάξη των πόλεων και στους εργάτες γης που απασχολούνταν στα λατιφούντια του νότου. Η πλήρης απουσία συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και η καθήλωση των ημερομισθίων σε επίπεδα ασυγκρίτως χαμηλότερα από αυτά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, σε συνδυασμό με την ανεργία που προκαλούσε η διάλυση παραδοσιακών μορφών απλής εμπορευματικής παραγωγής (μικροϊδιοκτησίες γης, ανεξάρτητα εργαστήρια τεχνιτών, ανεξάρτητοι ψαράδες κ.λπ.), συνέβαλε στη δημιουργία ενός τεραστίων διαστάσεων κύματος μετανάστευσης, κυρίως προς τη Γαλλία, αλλά και προς τη Δυτική Γερμανία και άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα αποτελούσε και η επιστράτευση του ενός τετάρτου περίπου των νέων αντρών, που αποστέλλονταν στις αποικίες, για τη διεξαγωγή του πολέμου κατά των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων.
Η δυσαρέσκεια ήταν όλο και πιο έντονη και στους κύκλους της διανόησης, καθώς η λογοκρισία και ο αστυνομικός έλεγχος κάθε πνευματικής και πολιτιστικής δραστηριότητας, δημιουργούσαν συνθήκες ασφυκτικές.
Το αντιδικτατορικό κίνημα γνώρισε σημαντική ανάπτυξη κατά τη δεκαετία του ’60. Παράλληλα με το έμπειρο και δοκιμασμένο σε σκληρές διώξεις Κομμουνιστικό Κόμμα, στον αντιδικτατορικό αγώνα έμπαιναν και δυνάμεις που αναφέρονταν στη σοσιαλδημοκρατία ή και σε μια απλή δημοκρατική μεταπολίτευση, καθώς και οργανώσεις μαοϊκής, γκεβαρικής και τροτσκιστικής αναφοράς, που συγκροτούνταν στ’ αριστερά του Κ.Κ.
Η δικτατορία, με ηγέτη, από το 1968 τον καθηγητή Μαρσέλο Καετάνο, επιχειρούσε την αντιμετώπιση του αντιδικτατορικού κινήματος με ένταση της καταστολής, στην οποία πρωτοστατούσε η Ασφάλεια του καθεστώτος, η διαβόητη PIDE. Τα στελέχη της είχαν εκπαιδευτεί από Γερμανούς γκεσταπίτες, που μετά το 1945 κατέφυγαν στην Πορτογαλία, καθώς και από Αμερικανούς ειδικούς, στελέχη της CIA.
Το Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων και η Επανάσταση των Γαριφάλων
Κρίσιμο και κομβικό στοιχείο της αντίθεσης προς το δικτατορικό καθεστώς αναδείχτηκε η δυσαρέσκεια στις γραμμές του πορτογαλικού στρατού. Απογοητευμένοι από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει ο πόλεμος κατά των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και κουρασμένοι από τη μακρόχρονη παραμονή τους στην Αφρική, δεκάδες αξιωματικοί του στρατού συγκρότησαν τον Σεπτέμβριο 1973 το Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων (ΚΕΔ), με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Βάσκο ντο Σάντος Γκονσάλβες και τους ταγματάρχες Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο και Φρανσίσκο ντε Κόστα Γκόμες. Πολύ σύντομα, στο ΚΕΔ προσχώρησε πλήθος άλλων στρατιωτικών, ακόμη και μέχρι τότε αφοσιωμένων στο καθεστώς, όπως ήταν ο στρατηγός Αντόνιο ντε Σπίνολα, που είχε πολεμήσει στον ισπανικό Εμφύλιο στο πλευρό του Φράνκο.
Τη νύχτα της 24ης προς την 25η Απριλίου 1974 δύο τραγούδια που μεταδίδονται από το ραδιόφωνο δίνουν το σύνθημα προς τις στρατιωτικές μονάδες που είχαν μυηθεί στο κίνημα. Πρόκειται για το ελαφρό λαϊκό τραγούδι «Depois do adeus» («Μετά το αντίο») και το τραγούδι του αριστερού συνθέτη Ζέκα Αλφόνσο «Grandola, vila morena»: «Γκράντολα, πόλη μελαψή, γη της αδελφοσύνης, ο λαός είναι αυτός που προστάζει».
Ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τα κτίρια όπου στεγάζονται οι κρατικές υπηρεσίες, η μόνη αντίσταση που συναντούν προέρχεται από το κτίριο της PIDE, όπου σκοτώθηκαν τέσσερις ναύτες και τραυματίστηκαν πενήντα άλλοι, από πυρά των ασφαλιτών.
Παρόλο που το ΚΕΔ, για λόγους ασφάλειας, απηύθυνε έκκληση στους κατοίκους της Λισαβόνας να μείνουν στα σπίτια τους, από τα ξημερώματα της 25ης Απριλίου εκατοντάδες χιλιάδες λαού πλημμυρίζουν τους δρόμους. Καθώς στις αυλές των λαϊκών σπιτιών έχουν ανθίσει οι γαριφαλιές, χιλιάδες γαρίφαλα κόβονται και στολίζουν τις κάνες των όπλων και τις στολές των στρατιωτών. Μέσα σε λίγες ώρες, το στρατιωτικό αντιδικτατορικό κίνημα μετατρέπεται σε παλλαϊκή Επανάσταση των Γαριφάλων.
Η εξουσία έχει περάσει στο ΚΕΔ και η δικτατορία αποτελεί πλέον παρελθόν. Απελευθερώνονται οι χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι και τις αμέσως επόμενες μέρες επιστρέφουν στην Πορτογαλία χιλιάδες άλλοι αυτοεξόριστοι, από διάφορες χώρες. Ανάμεσά τους και οι ηγέτες του Κ.Κ. Αλβάρο Κουνιάλ και του Σοσιαλιστικού Κόμματος Μάριο Σοάρες, που είναι οι κύριοι ομιλητές στην τεράστια πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση, κατά την οποία η εργατική τάξη της Πορτογαλίας δηλώνει την υποστήριξή της στην Επανάσταση, απαιτώντας την ολοκλήρωσή της σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες γίνονται φανερές οι αντιθέσεις στους κόλπους του ΚΕΔ σχετικά με την προοπτική της μεταδικτατορικής Πορτογαλίας. Ενώ ένα τμήμα των στρατιωτικών, με κύριους εκπροσώπους τον συνδεόμενο με το Κ.Κ. πρωθυπουργό Βάσκο ντο Σάντος Γκονσάλβες και τον συνδεόμενο με οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς Οτέλο ντε Καρβάλιο, υποστηρίζει τον αριστερό προσανατολισμό, ένα άλλο τμήμα, με επικεφαλής τον Σπίνολα, που ανέλαβε πρόεδρος της Δημοκρατίας, τον Φρανσίσκο ντα Κόστα Γκόμες και τον Αντόνιο Ραμάλιο Εάνες, επιδιώκουν τον περιορισμό της στην αστικοδημοκρατική μεταβολή του πολιτεύματος. Με τους δεύτερους συμπαρατάσσονται, όπως είναι εύλογο, όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και το στενά συνδεδεμένο με τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία Σοσιαλιστικό Κόμμα του Σοάρες, το οποίο αναλαμβάνει να παίξει τον ρόλο του Δούρειου Ίππου στις γραμμές του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς.
Η περίοδος που ακολουθεί αποτελεί την κορυφαία στιγμή στην ιστορία των πορτογαλικών ταξικών αντιπαραθέσεων. Η κινητοποίηση των εργαζομένων που συγκροτούν μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, με πρωτοπόρους τους βιομηχανικούς εργάτες του Σετούμπαλ, τους οικοδόμους και τους εργάτες γης του νότου που καταλαμβάνουν τα λατιφούντια, προκαλεί τα συντηρητικά αντανακλαστικά του αστικού κόσμου, πόσο μάλλον που η κυβέρνηση ανακοινώνει την εθνικοποίηση σειράς κομβικών επιχειρήσεων.
Είναι προφανές πως η προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας προκαλεί και την αντίδραση ξένων ιμπεριαλιστικών κέντρων, από τις ΗΠΑ μέχρι την ΕΟΚ, με τα οποία ενορχηστρώνεται η διεθνής σοσιαλδημοκρατία, που καταγγέλλει τον κίνδυνο επιβολής «κομμουνιστικής δικτατορίας». Οι επιθέσεις κατά του πορτογαλικού εργατικού και λαϊκού κινήματος αποκορυφώνονται μετά την κατάληψη των εγκαταστάσεων της φιλοσοσιαλιστικής εφημερίδας «Ρεπούμπλικα» από τους εργαζόμενους, που καταδικάζεται σαν ενέργεια φίμωσης του Τύπου.
Με την εκστρατεία αυτή συμπορεύτηκαν ως ένα σημείο και Κ.Κ., όπως το ισπανικό, το ιταλικό κ.ά, που τάχθηκαν κατά των παραβιάσεων της «δημοκρατικής νομιμότητας», ενώ υπήρξε και φιλοκινεζική πορτογαλική οργάνωση (το MRPP) που κατήγγειλε την απόπειρα επιβολής σοσιαλφασιστικού καθεστώτος, οργάνου του σοβιετικού σοσιαλιμπεριαλισμού. Μια θέση από την οποία διαφοροφοποιήθηκε με σαφήνεια το Κ.Κ. Πορτογαλίας (ανασυγκροτημένο), που συσπείρωνε την πλειονότητα των αγωνιστών του μ-λ ρεύματος.
Καθώς εντείνονταν οι ταξικές αντιπαραθέσεις, το Κ.Κ.Π. βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Οι επιθέσεις στρέφονταν όλο και περισσότερο εναντίον του και κατ’ επέκταση κατά της ΕΣΣΔ, που κατηγορούνταν για προσπάθεια ανατροπής του status quo στην Ευρώπη, άρα για παραβίαση των αμερικανοσοβιετικών συμφωνιών για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου.
Μέσα από έντονες συγκρούσεις στους κόλπους του ΚΕΔ, η υποχωρητικότητα του Κ.Κ. και η οξύτατη πολεμική των συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων κατά της επαναστατικής Αριστεράς που εξέφραζε ο Καρβάλιο, διαμόρφωναν όλο και πιο έντονα αρνητικό συσχετισμό. Η προσπάθεια ανατροπής του με το κίνημα της 25ης Νοεμβρίου 1975 από δυνάμεις που τοποθετούνταν υπέρ της επαναστατικής προοπτικής, απέτυχε. Λίγους μήνες αργότερα, οι εκλογές θα αναδείξουν κυβέρνηση του Σοάρες, βάζοντας τέρμα στις ελπίδες ότι η Επανάσταση θα μπορούσε να προωθηθεί σε κατεύθυνση σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Εντούτοις, στις προεδρικές εκλογές ο Καρβάλιο πήρε το 16,2%, έναντι 7,5% του υποψήφιου του Κ.Κ. Οκτάβιο Πάτο. Σαφής η υπεροχή της επαναστατικής Αριστεράς απέναντι στο διστακτικό Κ.Κ., αλλά και πολύ μακριά από τη δυνατότητα ισχυρισμού ότι θα μπορούσε να αντιστραφεί η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την υποχώρηση της επαναστατικής δυναμικής.
Μελετώντας την εμπειρία της πορτογαλικής Επανάστασης, της τελευταίας απόπειρας σοσιαλιστικής προοπτικής στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, είναι φανερό πως τα ζητήματα που τίθενται δεν μπορούν να απαντηθούν με όρους «προδοσίας» του Κ.Κ. ή «εξτρεμισμού» της επαναστατικής Αριστεράς.
Μάλλον είναι αναγκαίο να μελετηθεί σε βάθος ο πραγματικός συσχετισμός ταξικών δυνάμεων στην Πορτογαλία εκείνης της περιόδου, να ερευνηθούν οι δυνατότητες κοινωνικών συμμαχιών που θα απέτρεπαν την πολιτική απομόνωση των πιο μαχητικών τμημάτων της εργατικής τάξης κ.ά. Είναι, με άλλα λόγια, αναγκαίο να ξανασυζητήσουμε για τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, ως διαδικασίας που στηρίζεται σε ισχυρά μαζικά κινήματα και συνδυάζει την κατάκτηση θέσεων στο επίπεδο των πολιτικών θεσμών με την επιδίωξη ρήξεων και ανατροπών στις οποίες πρωτοστατούν οι ίδιοι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι: ο κοινωνικός συνασπισμός των κυριαρχούμενων τάξεων.