"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Παρουσίαση του συγγραφικού έργου του Γιώργου Αλεξάτου από την Αργυρώ Μπεκατώρου

2023-08-12 20:20

Η ομιλία της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Πατρών στην εκδήλωση που οργάνωσε προς τιμή του συγγραφέα ο Δήμος Ξηρομέρου στον Αστακό, στις 8 Αυγούστου 2023

 

Πρόκειται για έναν συγγραφέα ακούραστο, που ασχολείται κυρίως με την κοινωνική ιστορία της ελληνικής εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος, η μελέτη της οποίας είναι εξαιρετικά σημαντική και χρήσιμη δεδομένης της υφιστάμενης κατάστασης που χαρακτηρίζεται από ακραία ταξικές και αντικοινωνικές πολιτικές σε βάρος των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων, εδώ και διεθνώς, και τον κίνδυνο καταπάτησης κεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων δεκαετιών.

Ο Γιώργος Αλεξάτος γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στον Αστακό, και η ιστορία πάντα τον γοήτευε, όπως αυτό εκφράζονταν και μέσα από το παιδικό παιχνίδι, με αγαπημένο τις μάχες του Τρωικού πολέμου, όπου ενσάρκωνε συνήθως τον ήρωα της Τροίας Έκτορα, που αγωνιζόταν για την πατρίδα, τους συντρόφους, και το δίκιο. Ο Γιώργος, είναι επίσης πατέρας του Νίκου Αλεξάτου, που και αυτός είναι ιστορικός και κοινωνικός επιστήμονας, και ασχολείται κυρίως με θέματα ελληνογερμανικού ενδιαφέροντος.

Έχει εκδώσει πλήθος βιβλίων, με ιστορικό κυρίως περιεχόμενο αλλά και λογοτεχνικά. Στο κέντρο του έργο του βρίσκεται η κοινωνική ιστορία της ελληνικής εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος, έχοντας ο ίδιος εργαστεί ως οικοδόμος από τα εφηβικά χρόνια, και έχοντας ενταχθεί από νωρίς στην Αριστερά, στο αντιδικτατορικό κίνημα, και στο μεταπολιτευτικό νεολαιίστικο κίνημα. Υπήρξε επίσης, μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, και είχε έντονη συνδικαλιστική δράση ως εργαζόμενος μαθητής και στη συνέχεια ως οικοδόμος.

Το έργο του περιλαμβάνει πονήματα με διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά τον  καθιερώνει κυρίως ως ιστορικό και οργανικό διανοούμενο της εργατικής τάξης, από την οποία και προέρχεται και στο κίνημα της οποίας συμμετείχε και συμμετέχει ενεργά, δρώντας στον χώρο της μαχόμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, είτε ως στέλεχος πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων ή ως οργανωτικά ανένταχτος.

Το δημοσιευμένο έργο του περιλαμβάνει τα εξής βιβλία, κατά χρονολογική σειρά:

  • 1997. «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου», όπου περιγράφονται οι διαδικασίες ανάπτυξης και συγκρότησης της εργατικής τάξης και του κινήματος, από την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας μέχρι τον Μεσοπόλεμο.
  • 2003. «Συνοπτική αναφορά στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», που προέκυψε από μια διάλεξή του στο πλαίσιο ίδρυσης και λειτουργίας της κίνησης «Espace Marx» στη Θεσσαλονίκη.
  • 2006. «Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα», όπου καταγράφει τις αναφορές του λαϊκού τραγουδιού εκείνης της εποχής στα ζητήματα που απασχολούσαν την εργατική τάξη.
  • 2008. «Ιστορικό λεξικό του Ελληνικού εργατικού κινήματος», που προέκυψε από την συνολικότερη ενασχόλησή του με την ιστορία της ελληνικής εργατικής τάξης, και αριθμεί μέχρι σήμερα 4 αναμορφωμένες επανεκδόσεις.
  • 2010. «Το ποδόσφαιρο στην Καλλιθέα. Ιστορική περιήγηση στην ποδοσφαιρομάνα πόλη», μια μελέτη κοινωνικής ιστορίας.
  • 2010. «Πλατεία Μπελογιάννη», ένα μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας.
  • 2012. «Η παράξενη υπόσχεση», επίσης μυθιστόρημα για τη γενιά του Πολυτεχνείου.
  • 2019. «Οι ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα», όπου ερευνά και καταθέτει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των φασιστικών κινήσεων, της ακροδεξιάς και των καθεστώτων έκτακτης ανάγκης, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των κοινωνικοπολιτικών διεργασιών που διαμόρφωσαν τον σύγχρονο ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
  • 2021. «Άρης Βελουχιώτης. Ο κομμουνιστής επαναστάτης», που έχει ως στόχο να γνωρίσουν οι αναγνώστες τη διαδρομή μέσα από την οποία διαμορφώθηκε, και τις συνθήκες υπό τις οποίες έδρασε, ο κομμουνιστής επαναστάτης Θανάσης Κλάρας ως «Άρης Βελουχιώτης».

Έχει επίσης συνεργαστεί σε διάφορες εκδόσεις, όπως:

  • Αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη που δημοσιεύτηκε το 2005 στο περιοδικό «Λαϊκό Τραγούδι» και στο βιβλίο «Στέλιος Καζαντζίδης. Αφιέρωμα» σε επιμέλεια του συγγραφέα Θωμά Κοροβίνη.
  • Συλλογικό έργο του 2009 «Κεφαλονίτες και Ιθακήσιοι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973». 
  • Συλλογικό έργο του 2013 «Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες», που περιλαμβάνει κείμενα, δημοσιευμένα στο rednotebook για την κρίση, την Ευρώπη, τον εκφασισμό, τις κοινωνικές αντιστάσεις και την αριστερά.
  • Συλλογή ατομικών βιωματικών αφηγήσεων του 2019 «Όλη νύχτα εδώ. Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου».
  • Ανθολογία «Τα διηγήματα του εγκλεισμού» του 2020, με το διήγημά του «Επεράσαμ' όμορφα!»
  • Άρθρα του περιλαμβάνονται τέλος, στην έκδοση «Kommon 2020. Αντιπροσωπευτικά άρθρα», μια συλλογή 54 άρθρων που δημοσιεύτηκαν στον ισότοπο της kommon, με στόχο σύμφωνα με τους εκδότες, την αντοχή τους στο χρόνο ώστε να συνεχίσουν να πυροδοτούν τους προβληματισμούς και δράσεις που χρειάζεται η εποχής μας.

Πρόκειται τέλος, να εκδοθεί, μέσα στο 2023, το 10ο βιβλίο του, που αποτελεί συνέχεια του πρώτου, και θα έχει τίτλο: «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Κοινωνική συγκρότηση και ταξικοί αγώνες στα 1940-1990».

 

Στο πλαίσιο των πολιτικών και συνδικαλιστικών δράσεων του, ο Γιώργος Αλεξάτος άρχισε να αρθρογραφεί αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, ενώ καθοριστική, όπως επανειλημμένα έχει δηλώσει, υπήρξε η περίοδος 1989-1991 της κατάρρευσης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη και της προσχώρησης πολλών κομμουνιστικών κομμάτων στη σοσιαλδημοκρατία, η οποία κατέληξε να υιοθετεί νεοφιλελεύθερες θέσεις εγκαταλείποντας την αναφορά στην εργατική τάξη και την προοπτική του σοσιαλισμού.

Σύμφωνα με τον ίδιο, όπως προκύπτει από το έργο και τις κατά καιρούς δηλώσεις και συνεντεύξεις του, μέσα σε αυτό το επιθετικό κλίμα που διαμορφώθηκε και  επηρεασμένος από το θεωρητικό έργο εκπροσώπων του «Αριστερού Ευρωκομμουνισμού» και του «Δυτικού Μαοϊσμού», θέλησε να διερευνήσει το κατά πόσο «επιβεβαιωνόταν ιστορικά η θέση που αυτός θεωρούσε κεντρική στον μαρξισμό, ότι δηλαδή, η ιστορία αποτελεί πεδίο διεξαγωγής της ταξικής πάλης που αποτελεί και την κινητήρια δύναμή της, σε αντίθεση με τις κυρίαρχες στην Αριστερά μαρξιστικές θέσεις, που αντιμετωπίζουν την ιστορία ως μια διαδικασία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων από την οποία καθορίζεται η ταξική αντιπαράθεση».

Έτσι από το 1991 ασχολείται με τη μελέτη της ιστορίας της ελληνικής εργατικής τάξης από την οποία προέκυψε το πρώτο του βιβλίο, που είναι πρωτότυπο έργο αφού αποτελεί την πρώτη καταγραφή της κοινωνικής ιστορίας της ελληνικής εργατικής τάξης, ενώ και μελλοντικά γίνονται μόνο αποσπασματικές αναφορές. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας υποστηρίζει αυτό που θα αποτελέσει κεντρικό άξονα και για το μετέπειτα έργο του, δηλαδή:

  • Ότι δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη που καθορίζει τη διαμόρφωση κοινωνικών τάξεων, αλλά οι τάξεις συγκροτούνται μέσα από την ταξική πάλη που διεξάγεται ασχέτως αν οι εμπλεκόμενοι συνειδητοποιούν ή όχι την εμπλοκή τους.
  • Επίσης ότι υπήρχε ήδη από τον 18ο αιώνα μια ισχυρή ελληνική αστική τάξη, που δρούσε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και μέχρι τη Ρωσία, αντικρούοντας την κυρίαρχη στην Αριστερά άποψη περί καθυστερημένου ελληνικού καπιταλισμού.
  • Ότι η ελληνική αστική τάξη συνέχισε τις εμπορικές και τραπεζικές της δραστηριότητες μετά την Επανάσταση του 21 στην οποία και ηγήθηκε, χωρίς όμως να μπορεί διαμορφώσει όρους βιομηχανικής ανάπτυξης λόγω της αντίστασης των ανεξάρτητων μικροϊδιοκτητών της πόλης και της υπαίθρου στην μετατροπή τους σε προλετάριους.
  • Ότι απουσία μαζικής εργατικής τάξης ή εξαιρετικά αργής συσπείρωσής της, κάμπτονται οι αντιστάσεις του κόσμου της απλής παραγωγής και επεκτείνονται οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, ως συνέπεια πολιτικών και όχι τόσο οικονομικών εξελίξεων.

Και στο 2ο βιβλίο του με τίτλο «Συνοπτική αναφορά στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», αναδεικνύει την ταξική πάλη ως το πεδίο διαμόρφωσης των όρων συγκρότησης των κοινωνικών τάξεων και τελικά της ίδιας της νεοελληνικής κοινωνικής, οικονομικής, ιδεολογικής και πολιτικής πραγματικότητας.

Ήδη από τα δύο πρώτα βιβλία του χρησιμοποιεί τον όρο «εργατικό κίνημα» ως διευρυμένη έννοια, που συμπεριλαμβάνει όχι μόνο το συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά όλες τις κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτισμικές και πολιτικές εκφράσεις και εκδηλώσεις του.

Στο «Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος», που ο ίδιος θεωρεί, και που θεωρείται το κορυφαίο μεταξύ των έργων του, και είναι επίσης πρωτότυπο, παραθέτει λήμματα για το σύνολο των μικρών και μεγάλων πολιτικών φορέων του εργατικού κινήματος (των αναρχικών, σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών κ.λπ.), από τον 19ο αιώνα και μέχρι τον χρόνο έκδοσής του. Το λεξικό βασίστηκε σε τεράστιο όγκο πληροφοριών, και έχει τετράκις επανεκδοθεί αναμορφωμένο με επιμέρους διορθώσεις και προσθήκες. Θεωρείται το έργο που τον καθιερώνει ως σημαντικό ιστορικό μελετητή του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Όσον αφορά την ιστορία του φασισμού, έχει γράψει μια μελέτη με τίτλο «Σημειώσεις για την ιστορία των φασιστικών κινήσεων στην Ελλάδα», που δημοσιεύτηκε σε διάφορες ιστοσελίδες την περίοδο της εισόδου της ναζιστικής Χρυσής Αυγής στη Βουλή, και ολοκληρώνει την ενασχόλησή του με το θέμα αυτό το 2019 με την έκδοση του βιβλίου «Οι ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα». Πρόκειται για ένα πόνημα στο οποίο αναδεικνύονται οι κοινωνικοί, ιδεολογικοί και πολιτικοί όροι που δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη μαζικού φασιστικού κινήματος στην Ελλάδα, παρά το γεγονός  ότι επιβλήθηκαν καθεστώτα έκτακτης ανάγκης, όπως η δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 και της 21ης  Απριλίου του 1967.

Ο συγγραφέας, αποδεχόμενος τη διάκριση του φασισμού από τα άλλα αστικά καθεστώτα έκτακτης ανάγκης, επικεντρώνει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού: τον Λαϊκό Δημοκρατισμό κατά της βασιλικής απολυταρχίας μετά την Επανάσταση του 21, τον Λαϊκό Πατριωτισμό που δεν εκφραζόταν όμως ως εθνικισμός αφού η χώρα δεν είχε αποικιοκρατική παράδοση, και τη Λαϊκή Κοινωνική Συμμαχία που αναπτύχθηκε από τον Μεσοπόλεμο και γιγαντώθηκε με το ΕΑΜ.

Στο έργο «Κεφαλονίτες και Ιθακήσιοι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, το 1973», που επιμελήθηκε ο συγγραφέας Πέτρος Πετράτος, συμμετέχει με το κείμενο «Η άνοιξη της γενιάς μας. Από την αφασία του Γουέμπλεϊ στα οδοφράγματα της εξέγερσης», και 10 χρόνια αργότερα, το 2019, μια συνέντευξή του θα συμπεριληφθεί στο βιβλίο «Όλη νύχτα εδώ. Μια προφορική ιστορία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου», που επιμελήθηκε ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός. 

Στο τελευταίο ιστορικού περιεχομένου βιβλίο του «Άρης Βελουχιώτης. Ο κομμουνιστής επαναστάτης», αξιοποιεί τεκμηριωμένα στοιχεία για να αντικρούσει απόψεις που εμφανίζουν τον Βελουχιώτη να δρα σε αντιπαράθεση προς το ΚΚΕ, και αναδεικνύει τις διαδικασίες διαμόρφωσής του από στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος σε πρωτοπόρο αρχικαπετάνιο του ΕΛΑΣ, της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης την περίοδο της Κατοχής.

Από τα λογοτεχνικά έργα του, ξεχωρίζει το μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας και ταυτόχρονα βαθιά πολιτικό, η «Πλατεία Μπελογιάννη». Η εναλλακτική Ιστορία είναι ένα λογοτεχνικό είδος που περιγράφει μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία εάν, υποθετικά, είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Η Πλατεία Μπελογιάννη συγκεκριμένα επιχειρεί να αντικρούσει την ηττοπάθεια που εκφράστηκε με την διατύπωση «ευτυχώς που ηττηθήκαμε». Στο βιβλίο αυτό οι φανταστικοί ήρωες ( ο Άρης, που ζούσε στο Βασίλειο της Ελλάδος στον Νότο, και η Λαοκρατία, που ζούσε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας στον Βορρά), συζητούν για όλα όσα έχουν καταστήσει την υποτιθέμενη «Ελληνική Σοσιαλιστική Δημοκρατία» σημείο αναφοράς για όσους οραματίζονται μια άλλη κοινωνία. Η αφήγηση επεκτείνεται στην υποτιθέμενη ενοποίηση της χώρας το 1974, με την κατάρρευση της χούντας στον Νότο, ενώ μετά την περίοδο 1989-1991, ο ελληνικός σοσιαλισμός όχι μόνο δεν καταρρέει όπως στην ανατολική Ευρώπη, αλλά λειτουργεί ως πρότυπο για άλλες σοσιαλιστικές χώρες και για επαναστατικά κινήματα.    

Σε σχόλιο για το βιβλίο που αναρτήθηκε στον ιστότοπο των εκδόσεων «Εκτός Γραμμής» αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Εύστοχα ο Αλεξάτος χρησιμοποιεί πραγματικά πρόσωπα σε ρόλους ανάλογους με αυτούς που όντως έπαιξαν. Έτσι, ο Νίκος Καββαδίας γίνεται διευθυντής της Ναυτικής Ακαδημίας κι ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης διευθυντής του Κέντρου Ορθοδόξων Μελετών. Οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες που σφράγισαν το νεοελληνικό αισθητικό τοπίο παρουσιάζονται να έχουν εργαστεί στην λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα του Βορρά. Μόνη εξαίρεση ο Διονύσης Σαββόπουλος που εγκαταλείπει το Βορρά για το Νότο προς αναζήτηση του “γνησίου πνεύματος της ελληνικότητας και της ορθοδοξίας….” Αναδεικνύεται η ουτοπία μιας Ελλάδας όπου θα μπορούσε να οικοδομηθεί ένας εναλλακτικός σοσιαλισμός, ο οποίος σε όλες τις κρίσιμες καμπές που σφράγισαν την ιστορία του υπαρκτού σοσιαλισμού, θα διάλεγε την αριστερή απάντηση».

Στο δεύτερο μυθιστόρημά του «Η παράξενη υπόσχεση», περιγράφει με απολαυστικό τρόπο την πολιτική ιστορία της γενιάς του Πολυτεχνείου, μέσα από τις περιπέτειες των μελών μιας φανταστικής «οργάνωσης». Συγκεκριμένα, μέσα από μονολόγους των μελών μιας παλιάς νεανικής παρέας,  αναφέρεται στους όρους ένταξης στο κίνημα της γενιάς του Πολυτεχνείου, στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας και στα πρώτα μεταπολιτευτικά, και στην αποκλίνουσα πορεία της τις επόμενες δεκαετίες. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρεται:

«…Ανάμεσα σε δυο εκρήξεις της νεολαιίστικης οργής, με απόσταση μιας βιολογικής γενιάς η μια από την άλλη, 7 πρόσωπα, που βρέθηκαν να συμπορεύονται στα χρόνια που ακολούθησαν την Εξέγερση του Νοέμβρη του 1973, συναντιόνται και πάλι τον Δεκέμβρη του 2008. Έχουν μεσολαβήσει τόσα και τόσα κι οι διαδρομές έχουν αποκλίνει. Οι ελπίδες έχουν πάψει από καιρό να τέμνονται. Τα παλιά οράματα κάποιων έχουν ξεθωριάσει. Κάποιων άλλων, λες και δεν τα άγγιξε ο χρόνος! Μια γενιά αναλογίζεται τους δρόμους που βάδισε. Και αναμετριέται με τις επιλογές της...... H Παράξενη Υπόσχεση, είναι η ιστορία μιας χώρας που βλέπει χρόνια τώρα όνειρα και προσδοκίες να συντρίβονται, τα θύματα να γίνονται οι πιο δεινοί θύτες, τις λέξεις και τις πράξεις να χάνουν και να βρίσκουν συνεχώς νοήματα μέσα στη δίνη της Ιστορίας….»

Το τρίτο του βιβλίο «Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα», προέκυψε και αυτό στο πλαίσιο της μελέτης της ιστορίας της ελληνικής εργατικής τάξης και τη συγκέντρωση στοιχείων για τις πολιτιστικές εκφράσεις της στη μεταπολεμική περίοδο, εδώ όμως μέσα από την λαϊκή μουσική έκφραση σε συνδυασμό με τα βιώματα και τα μουσικά ακούσματα του ίδιου του συγγραφέα. Στο βιβλίο αυτό επιμένει στη θέση του σχετικά με την διεξαγωγή ταξικής αντιπαράθεσης ανεξαρτήτως της συνειδητοποίησης των εμπλεκομένων ότι συμμετέχουν σ’ αυτήν. Το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι αντιμετωπίζεται ως μια γνήσια μορφή ιδεολογικής έκφρασης της ηττημένης εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στην σκληρή μετεμφυλιακή πραγματικότητα της ανεργίας, της ανέχειας, της μετανάστευσης και της αστυνομοκρατίας. Το λαϊκό τραγούδι εκφράζει την άρνηση αποδοχής της κυρίαρχης αυτής κατάστασης, με σημείο αναφοράς τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη.

Διαπιστώνει στο βιβλίο, ότι τα λαϊκά τραγούδια της εποχής αν και είχαν επικριθεί ως μοιρολατρικά εμπόδια στην ταξική συνειδητοποίηση αφού δεν περιείχαν ξεκάθαρα πολιτικά προτάγματα, είχαν εντελώς το αντίθετο αποτέλεσμα, αποτελώντας βάση για την ανάταση του ελληνικού τραγουδιού, που σηματοδότησε, κυρίως, το έργο του Μίκη Θεοδωράκη.

Στο κεφάλαιο «Το μαύρο τραγούδι της δεκαετίας του 50» γράφει: «Καθώς οι ευρύτατες λαϊκές μάζες έχουν βιώσει τις περιπέτειες, ελπίδες και τις διαψεύσεις της δεκαετίας του 40, η επόμενη δεκαετία, με κυρίαρχη τη φτώχεια και την ανέχεια, την αίσθηση της ανημπόριας μπροστά σε μια σκληρή πραγματικότητα, κυριαρχείται από μια μαζική ψυχολογική διάθεση που αντανακλάται στο λαϊκό τραγούδι της εποχής. Λόγω των συνολικότερων χαρακτηριστικών του, μπορούμε να μιλάμε για τραγούδι μαύρο, απαισιόδοξο, που φτάνει μέχρι και σε πεισιθανάτιες εκφράσεις…  Η θεματολογία του τραγουδιού χαρακτηρίζεται απ’ την κυριαρχία του στοιχείου της κοινωνικής καταγγελίας, έστω κι αν δεν φτάνει στην παραγωγή άμεσων πολιτικών μηνυμάτων και προταγμάτων διεξόδου. Ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης αναφέρεται με σαφήνεια που δεν επιτρέπει παρερμηνείες στη βάση της θεματολογίας του λαϊκού τραγουδιού στην οποία εμπεριέχεται η αίσθηση της κοινωνικής αδικίας. Στην αυτοβιογραφία του κάνει σαφή αναφορά στον κλονισμό που δέχτηκε, μικρό παιδί ακόμα, από τις καταστάσεις της φτώχειας που έζησε, ενώ θυμόταν ακόμη στα γεράματά του, ένα ποίημα που τον εντυπωσίασε όταν πήγαινε στο σχολείο και το αναφέρει:

«Όποιος επείνασε πολύ, πεινώ ποτέ δεν λέει

Κοιτάζει μόνο το ψωμί από μακριά και κλαίει»

Το βιβλίο προλογίζει ο Θωμάς Κοροβίνης, και θα κλείσω με απόσπασμά του για τον Γιώργο Αλεξάτο, που περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την προσωπικότητα, τους στόχους του και τις διαπιστώσεις που προκύπτουν από το σύνολο του έργου του: «Ο Γιώργος Αλεξάτος είναι εφοδιασμένος με ταλέντο, οξύνοια, διορατικότητα, γνώση, αλλά και έντονα κριτικό προσανατολισμό προς την ιστορία και τις εξελίξεις, αποσταγμένη ιδεολογία, αυθεντικά επαναστατικό βλέμμα, αγάπη για το λαό μας και τους καταφρονεμένους κάθε μορφής, και πάθος για το λαϊκό τραγούδι… Έχει μελετήσει το σύστημα και έχει συνείδηση του νέου κοινωνικού μορφώματος και των αιτιών που το προκάλεσαν, ώστε ο λαός μας να περιέλθει σε ένα θλιβερό ιδεολογικό και ψυχολογικό καθεστώς “μη αντίδρασης” απέναντι στις πιέσεις και τις επιτυχείς μεθόδους εξαπάτησής του, που διαμόρφωσαν το νέο “στάτους”. Έτσι ώστε οι ελπίδες για την πραγμάτωση ουσιωδών και δραστικών δομικών αλλαγών που ευαγγελίζονταν οι λαϊκές εκρήξεις και οι πολιτικές αντιδράσεις του πρόσφατου παρελθόντος να ναυαγήσουν και να διαψευστούν».