"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ Α-Δ

2023-09-16 22:48

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Έχοντας πραγματοποιήσει ήδη τέσσερις εκδόσεις (οι δύο πρώτες το 2008 και οι άλλες το 2012 και το 2017), το «Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος» δημοσιεύεται και πάλι, με την προσθήκη νέων λημμάτων και κάποιες διορθώσεις, καθώς, λόγω του μεγάλου όγκου της ύλης που περιλαμβάνει, δεν θα μπορούσε να είναι απαλλαγμένο από παραλείψεις και επιμέρους λάθη.

Αυτή τη φορά, δεκαπέντε χρόνια μετά από την πρώτη έκδοση, τίθεται στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου, μέσω του διαδικτύου. Πρόκειται για μια προσφορά προς τους χιλιάδες αναγνώστες των παλιότερων εκδόσεων, γενικότερα στον κόσμο που παρακολουθεί εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα τη συγγραφική μου δουλειά. Αλλά και προς οποιονδήποτε θα ήθελε να έχει κάποιες χρήσιμες βασικές πληροφορίες και μια αρχική ώθηση για μελέτη της ιστορίας του εργατικού κινήματος, που αποτελεί καίριο στοιχείο της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας του τόπου μας.

Το βιβλίο, συμπληρωμένο και διορθωμένο, παρατίθεται, πλέον, στην ιστοσελίδα μου, alexatosgiorgos.webnode.gr, περιλαμβάνοντας, όπως και στις έντυπες προηγούμενες εκδόσεις, σύντομα και περιεκτικά λήμματα, με αναφορές σε ιδεολογικές τάσεις, πολιτικούς, συνδικαλιστικούς και άλλους φορείς του μαζικού εργατικού, λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος, έντυπα, ιστορικά γεγονότα, βιογραφικά στοιχεία προσώπων με σημαντική παρουσία στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, καθώς και λογοτεχνών, καλλιτεχνών και διανοουμένων που συνδέθηκαν με την Αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό χώρο, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.  

Καθένας μπορεί να αναδημοσιεύσει οτιδήποτε απ’ αυτό και επαφίεται στην καλή του θέληση το να αναφέρει την πηγή. Επίσης, καθένας μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μου, στην ηλεκτρονική διεύθυνση που αναγράφεται στην ιστοσελίδα, για ενδεχόμενες συμπληρώσεις και διορθώσεις, καθώς και πάλι είναι αναπόφευκτες οι παραλείψεις και τα επιμέρους λάθη.

                                                                                                                                        Γιώργος Αλεξάτος, Σεπτέμβριος 2023

 

 

 

Α

 

Αβάντι (Εμπρός). Εφημερίδα που εκδόθηκε το 1912 από τη Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία (Φεντερασιόν) στη Θεσσαλονίκη, αντικαθιστώντας τη «Σολιδαριδάδ Οβραδέρα» («Εργατική Αλληλεγγύη»), η κυκλοφορία της οποίας είχε απαγορευτεί. Τυπωνόταν στην ισπανοεβραϊκή διάλεκτο λαντίνο που μιλούσαν οι Σεφαραδίτες Ισραηλίτες, οι οποίοι αποτελούσαν και τον κύριο όγκο των μελών της Φεντερασιόν. Διευθυντές της υπήρξαν ο Αβραάμ Μπεναρόγια και ο Αλμπέρτο Αρδίττι.

Συνέχισε να εκδίδεται και μετά τη διάλυση της Φεντερασιόν και την ίδρυση του ΣΕΚΕ, το 1918, όπως και μετά την αποχώρηση από το ΣΕΚΕ(Κ) της πλειονότητας των παλιών στελεχών της Φεντερασιόν, το 1923. Από το 1932 τυπωνόταν και στα ελληνικά. Η -συνήθως εβδομαδιαία- έκδοσή της, ως οργάνου της Κ.Ο. Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ για την ισραηλίτικη κοινότητα, με διευθυντές τους Ζακ Βεντούρα, Ιωσήφ Καράσο κ.ά., συνεχίστηκε μέχρι τη δικτατορία Μεταξά, το 1936.

 

Αβδελίδης Παρμενίων (;-1994). Στέλεχος του αγροτικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Καρδίτσα, σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και το 1949, ως εκπρόσωπος του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας, έγινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Πολιτικός πρόσφυγας στη συνέχεια, μετά το 1968 τάχθηκε με το ΚΚΕ εσωτερικού. Ασχολήθηκε με τη μελέτη ζητημάτων αγροτικής πολιτικής και έγραψε τα βιβλία «Συνεταιριστικά προβλήματα», «Συνεταιρισμός και μαρξισμός», «Το αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα στην Ελλάδα» κ.ά. 

 

Αβέρωφ φυλακές. Χτίστηκαν στην Αθήνα το 1892, δώρο του μεγαλοεπιχειρηματία Γεωργίου Αβέρωφ στη βασίλισσα Όλγα. Χρησιμοποιήθηκαν ως αναμορφωτήριο περιπλανώμενων φτωχών έφηβων, που υποχρεώνονταν να εργαστούν και διαπαιδαγωγούνταν έτσι ώστε να συνηθίσουν τη βιομηχανική εργασιακή πειθαρχία. Το αναμορφωτήριο συνέχισε να λειτουργεί μέχρι την Κατοχή, αν και ήδη είχαν δημιουργηθεί και τμήματα φυλακής για ενήλικους.

Στα χρόνια της Κατοχής πέρασαν από τις φ. Α. χιλιάδες αντιστασιακοί. Στα Δεκεμβριανά του 1944 έγιναν κέντρο σφοδρών μαχών και για ένα διάστημα είχαν καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ. Ακόμη περισσότεροι, άντρες και γυναίκες, ήταν οι αριστεροί που φυλακίστηκαν εκεί κατά τον Εμφύλιο. Εκατοντάδες είναι οι αγωνιστές και αγωνίστριες που από τις φυλακές Α. οδηγήθηκαν σε τόπους εκτελέσεων.

Οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι της προδικτατορικής περιόδου αποφυλακίστηκαν το 1966, αλλά στα  1967-71 κρατήθηκαν εκεί εκατοντάδες αντιδικτατορικοί αγωνιστές. Αργότερα οι φ. Α. κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους έχει ανεγερθεί το Δικαστικό Μέγαρο.

 

Άβλιχος Μικέλης (1844-1917). Σατιρικός ποιητής. Γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς. Κατά την περίοδο των σπουδών του στη Βέρνη συνδέθηκε με το αναρχικό κίνημα και προσωπικά με τον Μιχαήλ Μπακούνιν. Το 1872 επέστρεψε στο Ληξούρι, όπου συχνά ήρθε σε αντίθεση με το τοπικό κοινωνικό κατεστημένο. Έγραψε, κυρίως, σατιρικά σονέτα, συνεργαζόμενος με το περιοδικό «Ζιζάνιο», που εξέδιδε στο Αργοστόλι ο Γεώργιος Μολφέτας, και παρέμεινε αναρχικός έως το τέλος της ζωής του.

 

Αγγελάκας Γιάννης (1959-). Μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής, με ριζοσπαστική ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και στα 1983-2001 συμμετείχε, ως ο βασικός συντελεστής, στο συγκρότημα εναλλακτικής ροκ μουσικής «Τρύπες», έχοντας σημαντική παρουσία στη μουσική σκηνή και στη συνέχεια.

 

Αγγελόπουλος Θεόδωρος (1935-2012). Διεθνώς αναγνωρισμένος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε φιλολογία και από το 1961 συνέχισε με σπουδές φιλολογίας, εθνολογίας και κινηματογράφου στο Παρίσι. Στα 1964-67 υπήρξε συνεργάτης της «Δημοκρατικής Αλλαγής» και στα 1966-67 μέλος της Σ.Ε. του «Ελληνικού Κινηματογράφου». Το 1968 εξέδωσε, σε συνεργασία με τον Βασίλη Ραφαηλίδη, τον «Σύγχρονο Κινηματογράφο».

Καθιερώθηκε από τις πρώτες ταινίες του, τη μικρού μήκους «Εκπομπή», το 1968, και την «Αναπαράσταση», το 1970. Αντλώντας τα θέματά του κυρίως από την ιστορία των πολιτικοκοινωνικών αντιθέσεων στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, πραγματοποίησε τομή στην ποιοτική αναβάθμιση του ελληνικού κινηματογράφου, με τις ταινίες «Ο Θίασος», «Ταξίδι στα Κύθηρα», «Οι κυνηγοί», «Ο Μελισσοκόμος»,  «Τοπίο στην ομίχλη», «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» κ.ά. Σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια γυρίσματος ταινίας, έχοντας παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του ανένταχτος αριστερός. Το 2010 είχε συμμετάσχει στην ίδρυση του Αριστερού Βήματος Διαλόγου και Κοινής Δράσης.

 

Αγγέλου Γιάννης (1915-2007). Συγγραφέας και στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε φιλολογία. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, το 1948 ήταν διευθυντής του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» και στα 1950-52 υπεύθυνος έκδοσης του «Δημοκρατικού» και διευθυντής της «Δημοκρατικής». Υπήρξε πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Εξορίστηκε από τη στρατιωτική δικτατορία και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, τάχθηκε με την ανανεωτική Αριστερά. Το 1973 εξέδωσε το περιοδικό «Τώρα».  

 

Αγγουλές Φώτης (1911-1964). Ποιητής και αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας και έζησε ως πρόσφυγας στη Χίο. Το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Χονδρουλάκης. Εργάστηκε ως τυπογράφος και ασχολήθηκε με την ποίηση, εκδίδοντας την πρώτη του συλλογή («Αμαβασία») το 1934. Εντάχθηκε στην Αριστερά και στα χρόνια της Κατοχής συμμετείχε στο κίνημα Αντίστασης στη Μέση Ανατολή, όπου, στα 1944-46, φυλακίστηκε από τους Βρετανούς. Επέστρεψε στη Χίο και φυλακίστηκε ξανά στα 1948-56. Οι περιπέτειες αυτές είχαν σοβαρές συνέπειες στη σωματική και  ψυχική του υγεία. Μεταξύ των ποιητικών του συλλογών είναι οι «Φωνές», «Οπτασίες στην έρημο», «Πορεία μέσα στη νύχτα» κ.ά.

 

Αγκιτάτσια-προπαγάνδα. Από τις λατινικές λέξεις agitatia (παρότρυνση) και propaganda (διάδοση, προσηλυτισμός). Όροι του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αναφερόμενοι στη δραστηριότητα που αποβλέπει στη μαζική διάδοση των ιδεολογικοπολιτικών του θέσεων. Η α. επιδιώκει να κινητοποιήσει, ενώ η π. αποσκοπεί στο να πείσει.

Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου η Κομμουνιστική Διεθνής και τα κόμματα-μέλη της, μαζί και το ΚΚΕ, είχαν σε όλη την κλίμακα της οργανωτικής τους διάρθρωσης ιδιαίτερο τμήμα α.-π., που αναφερόταν ως Τμήμα Αγκίτ-Προπ. Ονομαζόταν και Τμήμα Διαφώτισης και ο τίτλος αυτός επικράτησε στη συνέχεια, ενώ αργότερα και μέχρι σήμερα αντίστοιχη αρμοδιότητα στο ΚΚΕ έχει το Ιδεολογικό Τμήμα της Κ.Ε.

 

Αγριγιαννάκη Μαρία. Βλ. Καραγιώργη Μαρία.

 

Αγροτική Ένωση. Δεκαπενθήμερο όργανο του ΚΚΕ για τα αγροτικά ζητήματα. Ο τίτλος αναφέρεται στην πολιτική του κόμματος για την ανάπτυξη κινήματος στην ύπαιθρο με τη δημιουργία αγροτικών ομίλων και ενώσεων. Εκδόθηκε το 1927, η έκδοσή της απαγορεύτηκε το 1929, αλλά συνέχισε να κυκλοφορεί και στα 1930-31. Το 1932 αντικαταστάθηκε από την εφημερίδα «Φτωχολογιά του Κάμπου».

 

Αγροτική Νεολαία Ελλάδας. Νεολαία του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ) με περιορισμένη οργανωτική ανάπτυξη. Ιδρύθηκε το 1928 και από το 1934 ανέπτυξε σχέσεις στενής συνεργασίας με την ΟΚΝΕ. Το 1936 συμμετείχε στη Φιλειρηνική Ένωση Οργανώσεων Νέων και με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά τέθηκε εκτός νόμου. Το 1937, ως παράνομη οργάνωση, συμμετείχε στο Αντιδικτατορικό Μέτωπο Νέων. Διαλύθηκε το 1938, για να ανασυσταθεί το 1941. Το 1942 εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων και το 1943 αυτοδιαλύθηκε και τα μέλη της συμμετείχαν στην ίδρυση της ΕΠΟΝ.

 

Αγροτική Φωνή. Όργανο του Αγροτικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδας και κατόπιν του Ανεξάρτητου Αγροτικού Κόμματος, που ίδρυσε ο Απόστολος Βογιατζής μετά την αποχώρησή του από το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ). Εκδιδόταν στα 1944-46.

 

Αγροτικό Βήμα. Εφημερίδα που εξέδιδε το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ) από το 1926 έως το 1936 και στα 1944-45. Αντικαταστάθηκε κατόπιν από τον «Νέο Δρόμο».

 

Αγροτικό κίνημα. Η ανάπτυξη μαζικών διεκδικητικών αγώνων των αγροτών για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Τα α.κ. διατρέχουν ολόκληρη την ιστορία των ταξικών κοινωνικών σχηματισμών και προσέλαβαν ιδιαίτερα μαζικό και έντονα εξεγερσιακό χαρακτήρα κατά τη μακραίωνη περίοδο κρίσης του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής και ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, κυρίως στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, με στόχο την κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας και την απόδοση της γης στους άμεσους καλλιεργητές της.

Με την επικράτηση του καπιταλισμού το α.κ. πήρε τη μορφή της αντίστασης στην επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων στην ύπαιθρο και της υπεράσπισης της απλής εμπορευματικής παραγωγής, που εξασφάλιζε την αγροτική μικροϊδιοκτησία και την εργασιακή ανεξαρτησία, και στη συνέχεια εκδηλώνεται, κυρίως, με αγώνες για την υπεράσπιση του αγροτικού εισοδήματος απέναντι στο αστικό κράτος και το κεφάλαιο.

Ενώ τα προκαπιταλιστικά α.κ. αποτέλεσαν βασικό στήριγμα της ανερχόμενης αστικής τάξης ενάντια στη φεουδαρχία, στην εποχή του καπιταλισμού συνδέονται, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με το εργατικό κίνημα. Οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα ξέσπασαν και σε πολλές περιπτώσεις νίκησαν, χάρη στη μαζική συμμετοχή των αγροτών και μάλιστα σε κοινωνικούς σχηματισμούς όπου αποτελούσαν τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού.

Το α. κ. στην Ελλάδα. Στον ελλαδικό χώρο το α.κ. εκδηλώθηκε με τη μορφή εξεγέρσεων ήδη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και είχε ιδιαίτερη ανάπτυξη στα δυτικοκρατούμενα νησιά του Ιονίου, όπου επικρατούσαν φεουδαρχικές σχέσεις. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους βασική αγροτική διεκδίκηση ήταν η διανομή στους καλλιεργητές των «εθνικών γαιών», των εδαφών που είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι τιμαριούχοι.

Με την ολοκλήρωση της διανομής, κατά τη δεκαετία του 1870, το α.κ. αναπτύχθηκε στη Θεσσαλία, όπου, μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος, τους Τούρκους τιμαριούχους αντικατέστησαν Έλληνες επιχειρηματίες που δημιούργησαν μεγάλα τσιφλίκια, τα οποία παρήγαγαν για τη διεθνή καπιταλιστική αγορά, ενώ οι αγρότες συνέχιζαν να εργάζονται ως ακτήμονες εργάτες γης. Στην ανάπτυξη του κινήματος καθοριστική ήταν η συμβολή σοσιαλιστών του Βόλου και του Μαρίνου Αντύπα, που δολοφονήθηκε από όργανο των τσιφλικάδων το 1907. Σταθμό στην ιστορία του ελληνικού α.κ. αποτέλεσε η αιματηρή εξέγερση του Κιλελέρ τον Μάρτιο 1910. Στις εκλογές του Αυγούστου του ίδιου χρόνου οι 46 από τους 48 βουλευτές της Θεσσαλίας εκλέχτηκαν ως εκπρόσωποι του α.κ., αλλά στις επόμενες, τον Νοέμβριο, οι ανεξάρτητοι αγροτιστές που εκλέχτηκαν ήταν 28, καθώς οι άλλοι είχαν προσχωρήσει στο Κόμμα των Φιλελευθέρων.

Η κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας στη Θεσσαλία πραγματοποιήθηκε το 1917 από την κυβέρνηση Βενιζέλου, σε μια κατεύθυνση ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής και των αστικών εμπορευματικών σχέσεων στην ύπαιθρο, και δημιουργίας αγοράς βιομηχανικών προϊόντων, αλλά και ως αποτέλεσμα της ανάγκης του καθεστώτος για κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό της χώρας σε μια περίοδο πολεμικών επεκτατικών εξορμήσεων. Ανάλογη πολιτική αναδασμού της γης ακολουθήθηκε και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στα 1924-25, αποβλέποντας στην αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί, κυρίως, στη βόρεια Ελλάδα, και στην αντιμετώπιση των οξύτατων κοινωνικών προβλημάτων που προκάλεσαν οι προηγηθείσες πολεμικές περιπέτειες.

Από την περίοδο του Μεσοπολέμου το α.κ. εκφράστηκε με τη διεκδίκηση προστασίας του αγροτικού εισοδήματος απέναντι στο εμπορικό και βιομηχανικό κεφάλαιο και τις τράπεζες, και για τη δημιουργία αγροτικών συνεταιρισμών, που είχαν αρχίσει να ιδρύονται από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Την περίοδο αυτή συγκροτήθηκαν και αγροτικά κόμματα βενιζελικής και αριστερής κατεύθυνσης, η επιρροή των οποίων ήταν σημαντική στην κεντρική και τη βόρεια Ελλάδα, ενώ διαμορφώθηκε και ρεύμα αγροτοσοσιαλιστικό, από διανοούμενους που εκτιμούσαν πως η σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας, με τη μεγάλη βαρύτητα του αγροτικού πληθυσμού (που έφτανε το 60%), θα επέτρεπε την ανάπτυξη α.κ. με σοσιαλιστικό προσανατολισμό.

Το αγροτιστικό κίνημα, πιεσμένο ανάμεσα στο ΚΚΕ και τη Δημοκρατική Ένωση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου (η οποία το 1926 μετονομάστηκε σε Αγροτικό και Εργατικό Κόμμα), εκφράστηκε από το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ) που είχε ιδρυθεί το 1923 και στην ηγεσία του οποίου συμμετείχαν σοσιαλιστές και αριστεροί δημοκράτες διανοούμενοι, όπως οι Δημήτρης Αβράσογλου, Αλέξανδρος Βαμβέτσος, Απόστολος Βογιατζής, Κώστας Γαβριηλίδης, Αβροτέλης Ελευθερόπουλος, Χρυσός Ευελπίδης, Κωνσταντίνος Καραβίδας, Απόστολος Παγκούτσος, Δημήτρης Πουρνάρας, Ιωάννης Σοφιανόπουλος, Αθανάσιος Τανούλας και Δημήτρης Χατζηγιάννης, οι Μπάμπης Αλιβιζάτος και Γρηγόρης Μπάμιας, που συνεργάστηκαν κατόπιν με τη δικτατορία Μεταξά, κ.ά.

Το ΣΕΚΕ αρχικά ταλαντεύτηκε ανάμεσα στη θέση για κολεκτιβοποίηση της γης και στην υπεράσπιση της μικρής ιδιοκτησίας. Σύντομα κατέληξε στην υποστήριξη της διανομής κλήρου στους ακτήμονες αγρότες, που αποτέλεσε και τον βασικό στόχο του κινήματος των «παλαιών πολεμιστών» στην ύπαιθρο στα 1923-25, περίοδο κατά την οποία εκδηλώθηκαν ακόμα και ένοπλες εξεγέρσεις.

H επιδιωκόμενη εργατοαγροτική συμμαχία καθόρισε την πολιτική του ΚΚΕ στη σχέση του με τους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς. Όσο το ΚΚΕ επιδίωκε άμεσα τη σοσιαλιστική επανάσταση, η συμμαχία με τη φτωχή αγροτιά απέβλεπε στη συμμετοχή της στην πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή. H στροφή που πραγματοποιήθηκε το 1934, με την υιοθέτηση των νέων κατευθύνσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της στρατηγικής των σταδίων, αναπροσανατόλισε το κόμμα και ως προς το αγροτικό ζήτημα και την εργατοαγροτική συμμαχία. Εκτιμώντας πως στην Ελλάδα υπάρχουν σοβαρά υπολείμματα φεουδαρχικών σχέσεων, προβλήθηκε το πρόγραμμα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης και στο πλαίσιό της υιοθετήθηκε η πάλη για την εξάλειψη της μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας, κάτι που –σύμφωνα με τους επικριτές του νέου προσανατολισμού του ΚΚΕ (τροτσκιστές, αλλά και κάποιους σοσιαλιστές)- είχε, ήδη, συντελεστεί με ελάχιστες εξαιρέσεις, που κι αυτές δεν συνιστούσαν φεουδαρχική ιδιοκτησία, αλλά μορφή καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της αγροτικής εργασίας. Η εργατοαγροτική συμμαχία, την οποία προωθούσε το ΚΚΕ, αναφερόταν, πλέον, όχι μόνο στους φτωχούς αγρότες, αλλά στη «φτωχομεσαία αγροτιά».

Η ανάπτυξη μαζικών αγροτικών αγώνων στα χρόνια που προηγήθηκαν της δικτατορίας Μεταξά έφερε σημαντικά τμήματα της αγροτιάς κοντά στο εργατικό κίνημα που εξέφραζε το ΚΚΕ, το οποίο απέκτησε υπολογίσιμες προσβάσεις, που αποτέλεσαν το πρόπλασμα της εκρηκτικής ανάπτυξης του εαμικού κινήματος στην ύπαιθρο στα χρόνια της φασιστικής Κατοχής. Το 1935-36, όταν το ΚΚΕ προχώρησε στη συνεργασία με το ΑΚΕ επιδιώκοντας τη συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου, προσανατολίστηκε και στη διάλυση των κομματικών οργανώσεων στα χωριά και την ένταξη των κομμουνιστών της υπαίθρου σ’ ένα ενιαίο αγροτικό κόμμα, η οποία, όμως, δεν πραγματοποιήθηκε.

Το 1941 το ΑΚΕ ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του ΕΑΜ. Η νεολαία της φτωχής αγροτιάς αποτέλεσε τον βασικό κορμό του ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ συγκρότησε ισχυρές οργανώσεις στην ύπαιθρο, κυρίως στις εαμοκρατούμενες απελευθερωμένες περιοχές. Το 1945 πραγματοποιήθηκε η διάλυση των οργανώσεων του ΚΚΕ στην ύπαιθρο και η ένταξη των μελών του στο ΑΚΕ, που είχε επικεφαλής τον Γαβριηλίδη.

Στο πλαίσιο του προγράμματος της Λαϊκής Δημοκρατίας που ψήφισε το 7ο Συνέδριο του 1945, προβλεπόταν η κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας, η στήριξη της μικροϊδιοκτησίας και ο προσανατολισμός στην ένταξη των αγροτών σε συνεταιρισμούς με την υποστήριξη του λαϊκοδημοκρατικού καθεστώτος, ως ενδιάμεσου σταδίου για τη μελλοντική σοσιαλιστική κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής, στη βάση της εθελοντικής συμμετοχής. H επιρροή της Αριστεράς στο α.κ. τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια εκφράστηκε και με την κατάκτηση της πλειοψηφίας στους αγροτικούς συνεταιρισμούς και στην Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ). Όταν στα τέλη του 1947 τέθηκε εκτός νόμου το ΚΚΕ, απαγορεύτηκε και η δράση του ΑΚΕ, στελέχη του οποίου συμμετείχαν στον αγώνα του ΔΣΕ και στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση των βουνών.

Το μεταπολεμικό α.κ. Μετά τον Εμφύλιο το α.κ. συνέχισε να αγωνίζεται για την υπεράσπιση του αγροτικού εισοδήματος, την παραγραφή των χρεών στην Αγροτική Τράπεζα, την επέκταση του συνεταιριστικού κινήματος, την κατάκτηση κοινωνικής ασφάλισης κ.λπ., σε συνθήκες κατά τις οποίες μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού εγκατέλειπε την ύπαιθρο, παίρνοντας τον δρόμο της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Παράλληλα, αποτέλεσε συνιστώσα του ευρύτερου λαϊκού κινήματος ενάντια στο μετεμφυλιακό καθεστώς.

H κρατική και παρακρατική τρομοκρατία, ιδιαίτερα έντονη στην επαρχία, και η μετακίνηση μεγάλου μέρους αριστερών αγροτών στις πόλεις, συνέβαλαν στον περιορισμό της επιρροής της Αριστεράς στις αγροτικές περιοχές, με κάποιες εξαιρέσεις, όπως η Θεσσαλία, όπου είχαν αναπτυχθεί ισχυροί ιστορικοί δεσμοί μεταξύ του ΚΚΕ και των αγροτικών πληθυσμών. Απέτυχαν, έτσι, προσπάθειες ανασύστασης μαζικού αγροτικού κόμματος, συνεργαζόμενου με τους κομμουνιστές, τόσο προδικτατορικά, όταν ιδρύθηκε η Νέα Αγροτική Κίνηση (ΝΑΚ) και κατόπιν το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα (ΕΑΚ) που συνεργάζονταν με την ΕΔΑ, όσο και μετά τη δικτατορία, όταν ανασυστάθηκε το ΑΚΕ, που συνεργαζόταν με το ΚΚΕ, χωρίς να κατορθώσει να μαζικοποιηθεί.

Μέχρι το 1961 υπήρξαν και διάφορα μικρά αστικά αγροτικά κόμματα, κυρίως στον χώρο του Κέντρου. Η Ένωση Αγροτικών Κομμάτων, που είχε ιδρυθεί το 1946, προσχώρησε το 1950 στην ΕΠΕΚ, και το Κόμμα Αγροτών Εργαζομένων, που ιδρύθηκε το 1956, εντάχθηκε το 1961 στην Ένωση Κέντρου.

Κεντρικό ζήτημα που πρόβαλλε η Αριστερά μετά το 1960 ήταν η προβλεπόμενη περαιτέρω συρρίκνωση της μικρής και μεσαίας αγροτικής ιδιοκτησίας στην πορεία ένταξης στην ΕΟΚ, απέναντι στην οποία εκφραζόταν συνολικότερη αντίθεση. Τη θέση αυτή, που υποστήριζαν προδικτατορικά το ΚΚΕ και η ΕΔΑ, συνέχισε να την υπερασπίζεται το ΚΚΕ και μετά τη δικτατορία, αλλά την υιοθέτησε και το ΠΑΣΟΚ, στα 1974-81, και πάνω σ’ αυτήν, κυρίως, στήριξε τη μεγάλη επέκταση της επιρροής του στους αγροτικούς πληθυσμούς. H επιρροή αυτή σταθεροποιήθηκε στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, κατά τη δεκαετία του 1980, χάρη στην αξιοποίηση των εοκικών προγραμμάτων, με τις επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων και την ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος, που συνέβαλαν στην πρόσκαιρη βελτίωση του αγροτικού βιοτικού επιπέδου. H ανατροπή αυτής της πολιτικής, κατά τη δεκαετία του 1990, συνάντησε την οξύτατη αντίθεση των αγροτών, που εκφράστηκε με τους αγροτικούς αγώνες της περιόδου 1996-99.

Η πολιτική που αποβλέπει στον περιορισμό της αγροτικής μικροϊδιοκτησίας έχει ήδη αποδώσει και στη σύνθεση του αγροτικού πληθυσμού -ο οποίος έχει συρρικνωθεί- μεγάλο μέρος αποτελούν οι μεσαίοι ιδιοκτήτες γης, που στηρίζονται και στην εκμετάλλευση της άφθονης και φτηνής εργασίας των αλλοδαπών μεταναστών. Η νέα αυτή πραγματικότητα καθιστά δύσκολη τη σχέση της Αριστεράς με τους αγροτικούς πληθυσμούς. Χαρακτηριστικό της συνολικής αδυναμίας της Αριστεράς, όσον αφορά στην παρέμβασή της στον αγροτικό χώρο, είναι και το γεγονός ότι απ’ όλες τις τάσεις της, μόνο το ΚΚΕ διατηρεί προσβάσεις στο α.κ., που κι αυτές εντοπίζονταν κυρίως στη Θεσσαλία, ενώ τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται δραστηριότητα και για την οργάνωση και κινητοποίηση των μεταναστών εργατών γης. Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο ακολουθούσε αντιμνημονιακή πολιτική, στα 2012 και τον Ιανουάριο 2015, είχε πολύ μεγάλη εκλογική άνοδο και στις αγροτικές περιοχές της χώρας, τα ποσοστά του σ’ αυτές υπολείπονταν από εκείνα των μεγάλων αστικών κέντρων και υποχώρησαν σε μεγάλο βαθμό στις εκλογές του 2023.

 

Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ). 1. Το ιστορικό κόμμα που εξέφρασε την αριστερή πτέρυγα του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα.   Ιδρύθηκε το 1923 από τον Σπύρο Χασιώτη, με τη συμμετοχή των Χρυσού Ευελπίδη, Γρηγόρη Μπάμια, Αλέξανδρου Σβώλου (ο οποίος σύντομα αποστασιοποιήθηκε) κ.ά. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου ανέδειξε τέσσερις βουλευτές. Από την περίοδο της δικτατορίας Πάγκαλου (1925-26) μπήκε σε μια διαδικασία πολυδιάσπασης, που ξεπεράστηκε προσωρινά μετά το 1929, αλλά σύντομα επανήλθε ως χαρακτηριστικό του αγροτιστικού πολιτικού χώρου.

Στην ηγεσία του ΑΚΕ συμμετείχαν και οι Δημήτρης Αβράσογλου, Αλέξανδρος Βαμβέτσος, Απόστολος Βογιατζής, Κώστας Γαβριηλίδης, Αβροτέλης Ελευθερόπουλος, Κωνσταντίνος Καραβίδας, Απόστολος Παγκούτσος, Δημήτρης Πουρνάρας, Ιωάννης Σοφιανόπουλος, Αθανάσιος Τανούλας, Δημήτρης Χατζηγιάννης κ.ά. Στις εκλογές του 1932, στις οποίες κατήλθε ενιαίο με τη συμμετοχή και υποψηφίων από το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, πήρε 6,17% και έντεκα έδρες.

Ενώ στα 1928-34 το ΚΚΕ χαρακτήριζε το ΑΚΕ «αγροτοφασιστικό», κατόπιν επιδίωκε τη συνεργασία και το κύριο τμήμα των αγροτοσοσιαλιστών συνεργαζόταν στενά με τους κομμουνιστές, τόσο σε ζητήματα που αφορούσαν στους αγρότες όσο και για την ανάπτυξη αντιφασιστικού κινήματος.

Το 1935 το ΚΚΕ αποφάσισε την ένταξη των μελών του στην ύπαιθρο στο ΑΚΕ, αλλά διαφώνησαν στελέχη του τελευταίου, μεταξύ των οποίων και ο γραμματέας του Βογιατζής, ο οποίος, εντούτοις, συνεργάστηκε, όπως και άλλα στελέχη του κόμματος, με το ΚΚΕ, στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936. Στις εκλογές αυτές κατήλθε και το ΑΚΕ, κερδίζοντας μόνο μία έδρα. Υπό την ηγεσία του Σοφιανόπουλου, συμφώνησε με το ΚΚΕ για τη συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου το καλοκαίρι του 1936, αλλά η συμφωνία δεν υλοποιήθηκε λόγω της επιβολής της δικτατορίας Μεταξά. Η δικτατορία έθεσε εκτός νόμου το κόμμα και τα στελέχη του διώχτηκαν. Μέχρι το 1938 συνέχισε την παράνομη δράση της η Αγροτική Νεολαία Ελλάδας, συνεργαζόμενη με την ΟΚΝΕ.

Το ΑΚΕ ανασυγκροτήθηκε τους πρώτους μήνες της φασιστικής Κατοχής, με επικεφαλής τον Γαβριηλίδη και μετά τη σύλληψή του την ηγεσία του ανέλαβε και πάλι ο Βογιατζής, που συνυπέγραψε το Ιδρυτικό του ΕΑΜ. Διάφορα στελέχη του, όπως ο Σοφιανόπουλος, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν και αντιτάχθηκαν και στο ΕΑΜ. Από το ΑΚΕ αποχώρησε το 1942 μια ομάδα, με επικεφαλής τον Διονύση Μπενετάτο, που επίσης τάχθηκε κατά του ΕΑΜ, και μια άλλη το 1944, με επικεφαλής τον Βογιατζή, που ίδρυσε το Αγροτικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδας και παρέμεινε στο ΕΑΜ έως το 1945.

Τον Μάρτιο 1944 το ΑΚΕ, το οποίο, όπως και κατά την προπολεμική περίοδο, είχε ιδιαίτερη επιρροή στη βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, πραγματοποίησε Συνδιάσκεψη στο Καρπενήσι, που επικύρωσε την πολιτική στενής συνεργασίας με το ΚΚΕ και ανέδειξε και πάλι στην ηγεσία του τον Γαβριηλίδη. Στα 1945-47 συμμετείχε στον Συνασπισμό Κομμάτων του ΕΑΜ και εξέδιδε την εφημερίδα «Νέος Δρόμος», που αντικατέστησε το «Αγροτικό Βήμα», το οποίο εκδιδόταν και πριν τη δικτατορία Μεταξά. Με απόφαση του 7ου Συνεδρίου, το 1945, τα μέλη του ΚΚΕ στην ύπαιθρο εντάχθηκαν στο ΑΚΕ, το οποίο τέθηκε εκτός νόμου τον Δεκέμβριο 1947.

Στελέχη του ΑΚΕ (μεταξύ των οποίων και κομμουνιστές που είχαν ενταχθεί σ’ αυτό με την απόφαση του 1945) συμμετείχαν στον αγώνα του ΔΣΕ και στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, και μετά τον Εμφύλιο έζησαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Άλλα στελέχη του συμμετείχαν στη συγκρότηση της ΕΔΑ το 1951. Ανάμεσά τους και ο εξόριστος Γαβριηλίδης, που εκλέχτηκε βουλευτής, αλλά η εκλογή του ακυρώθηκε.

Απόπειρα συγκρότησης νέου αριστερού αγροτικού κόμματος έγινε το 1958 με την ίδρυση της Νέας Αγροτικής Κίνησης, από βουλευτές που εκλέχτηκαν ως συνεργαζόμενοι με την ΕΔΑ. Το 1961 ιδρύθηκε το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα, το οποίο στις εκλογές του ίδιου χρόνου συνεργάστηκε με την ΕΔΑ, στο πλαίσιο του Πανδημοκρατικού Αγροτικού Μετώπου Ελλάδας (ΠΑΜΕ). Χωρίς να καταφέρει να μαζικοποιηθεί, διαλύθηκε το 1967 με το στρατιωτικό πραξικόπημα.

2. Μικρή πολιτική κίνηση που εμφανίστηκε ως ανασύσταση του ιστορικού ΑΚΕ μετά την πτώση της δικτατορίας. Συνεργαζόταν με το ΚΚΕ, με το οποίο εκλεγόταν βουλευτής ο ηγέτης του Κώστας Νάσης. Εξέδιδε την εφημερίδα «Δρόμος της Αγροτιάς». Διασπάστηκε το 1984, όταν στελέχη του ίδρυσαν το Προοδευτικό Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΠΑΚΕ), με επικεφαλής τον Σπύρο Σελιανίτη. Και οι δύο αυτές οργανώσεις εντάχθηκαν το 1989 στον Συνασπισμό της Αριστεράς, ενώ μετά το 1991 συνεργάζονταν με το ΚΚΕ. Ουσιαστικά έπαψαν να λειτουργούν τα επόμενα χρόνια, αν και το ΑΚΕ εξακολούθησε να εμφανίζεται τυπικά, κυρίως με ανακοινώσεις εκλογικής στήριξης του ΚΚΕ.

 

Αγροτικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Μικρό κόμμα που προήλθε από τη διάσπαση του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ) το 1926. Βασικά στελέχη του ήταν οι Απόστολος Παγκούτσος και Μηνάς Πατρίκιος, και δρούσε κυρίως στη Θεσσαλία και την κεντρική Μακεδονία, συνεργαζόμενο συχνά με το ΚΚΕ. Διαλύθηκε το 1929 και τα μέλη του επανεντάχθηκαν στο ΑΚΕ.

 

Αγροτικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδας. Μικρή οργάνωση που αποσπάστηκε πριν την Απελευθέρωση, το 1944, από το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ). Ηγέτης της ήταν ο πρώην γραμματέας του ΑΚΕ Απόστολος Βογιατζής και όργανό της η εφημερίδα «Αγροτική Φωνή». Το 1945 αποχώρησε από το ΕΑΜ και αποτέλεσε τον πυρήνα συγκρότησης του Ανεξάρτητου Αγροτικού Κόμματος.

 

Αγροτοσοσιαλισμός. Όρος που αναφέρεται σε κινήματα και θεωρητικά ρεύματα σοσιαλιστικού ή και κομμουνιστικού προσανατολισμού. Έχουν εμφανιστεί σε πολλές ιστορικές περιόδους ήδη από την Αρχαιότητα, προβάλλοντας εξισωτικούς στόχους, και στη μεσαιωνική και νεότερη δυτική Ευρώπη συνδέθηκαν με χριστιανικές αιρέσεις, συνήθως μεσσιανικού και χιλιαστικού χαρακτήρα.

Ο α. γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη στη Ρωσία κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα από το κίνημα των ναρόντνικων και των σοσιαλεπαναστατών. Πολλοί από τους τελευταίους, μάλιστα, επηρεάστηκαν από τον μαρξισμό. Αγροτοσοσιαλιστικά ρεύματα και κινήματα εμφανίστηκαν σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ενώ μεταπολεμικά αγροτοσοσιαλιστικές τάσεις παρουσιάστηκαν στις γραμμές αντιιμπεριαλιστικών και λαϊκιστικών κινημάτων σε χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

Στην Ελλάδα ο α. εμφανίστηκε ως διακριτό ρεύμα κατά τον Μεσοπόλεμο, αποτελώντας την αριστερή πτέρυγα των αγροτικών κομμάτων της εποχής. Κυριάρχησε, μάλιστα, στο αριστερό Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ) μετά το 1932, με κύριο θεωρητικό τον Δημήτρη Πουρνάρα, ενώ σημαντική ήταν και η συμβολή των Αβροτέλη Ελευθερόπουλου, Ιωάννη Σοφιανόπουλου κ.ά. Ο α. του ΑΚΕ στηριζόταν στην εκτίμηση πως, σε μια χώρα όπου η πλειονότητα των εργαζομένων ήταν αγρότες, η σοσιαλιστική προοπτική συνδεόταν με την αγροτική ανάπτυξη, στηριγμένη στη συνεταιριστική οργάνωση των αγροτών, παράλληλα με την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στη βιομηχανία, τις τράπεζες, το εξωτερικό εμπόριο κ.λπ. Ιδιαίτερες απόψεις πρόβαλε ο Κωνσταντίνος Καραβίδας, που υποστήριζε μια μορφή κοινωνικής ανασυγκρότησης θεμελιωμένης στην παράδοση των αυτοδιοικούμενων αγροτικών κοινοτήτων.

Το ΑΚΕ, κατά την Κατοχή και την πρώτη μεταπελευθερωτική περίοδο, δεν αναφερόταν στον α., αλλά απέβλεπε στην προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης των αγροτών με τη σύνδεση των αγώνων τους με το εργατικό κίνημα και με τον εαμικό προσανατολισμό της Λαϊκής Δημοκρατίας.

 

Αγώνας. 1. (Ο Α. μας). Παράνομη έκδοση του τροτσκιστικού Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΔΚΚΕ), των Άγι Στίνα, Κώστα Καστρίτη κ.ά., στα 1943-44. Χαρακτηριστικό της ήταν η αντίθεση προς το ΕΑΜ, που επικρινόταν ως εθνικιστικό, και ο προσανατολισμός στην ανάπτυξη εργατικών αγώνων.

2. Περιοδικό που εκδιδόταν στα 1970-73 από την Κ.Ο. Παρισιού του ΚΚΕ εσωτερικού. Η ομάδα που συγκροτούνταν γύρω από τον «Α.» (Άγγελος Ελεφάντης, Μάκης Καβουριάρης, Νίκος Χατζηνικολάου κ.ά.) αντιτάχθηκε το 1973 στους χειρισμούς που οδήγησαν στην αλλαγή της κομματικής ηγεσίας και της πολιτικής του κόμματος, την οποία χαρακτήριζε δεξιόστροφη.

 

Αγώνας για την Κομμουνιστική Ανανέωση. Περιοδικό της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (Β΄ Πανελλαδική), που κυκλοφόρησε από τη συγκρότησή της το 1978 έως το 1981. Βασικοί συντελεστές της έκδοσης ήταν οι  Κώστας Βουρνάς, Χρύσανθος Λαζαρίδης, Αντώνης Μαούνης, Γιάννης Μηλιός, Παναγιώτης Παναγιώτου, Δημήτρης Τρίμης, Δημήτρης Ψαρράς κ.ά. Από το δυναμικό του εκδόθηκαν τα επόμενα χρόνια το μαρξιστικό θεωρητικό περιοδικό «Θέσεις», το φοιτητικό περιοδικό «Κριτική» και το μηνιαίο πολιτικό-πολιτιστικό περιοδικό «Σχολιαστής».

 

Αγώνας του Υπαλλήλου (Ο). Παράνομη εφημερίδα που εξέδιδε το 1943 το Υπαλληλικό ΕΑΜ.

 

Αγωνιστής. 1. (Ο Α.). Εφημερίδα που εξέδωσε παράνομα τον Αύγουστο 1936, αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, το Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΑΚΕ). Κυκλοφόρησαν δύο φύλλα.

2. Παράνομη νεολαιίστικη εφημερίδα που εξέδιδε από τον Ιούνιο 1967 έως τον Οκτώβριο 1968 το τροτσκιστικό Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ).

 

Αγωνιστικές Κινήσεις. Φοιτητική παράταξη που πρόσκειται στο ΚΚΕ (μ-λ). Ιδρύθηκε το 1984, δύο χρόνια μετά τη διάλυση της ιστορικής παράταξης του χώρου, της ΠΠΣΠ. Η κύρια δύναμή της παραμένει έκτοτε στη Θεσσαλονίκη και η εκλογική της επιρροή κυμαίνεται γύρω στο 0,5%. Τάσσεται κατά της πολιτικής του αστικού εκσυγχρονισμού στην εκπαίδευση και κατά της συνδιαχείρισης, και υποστηρίζει την ανάπτυξη νεολαιίστικων αγώνων στο πλευρό του εργατικού κινήματος. Εκδίδει το περιοδικό «Έναυσμα».

 

Αγωνιστική Παράταξη Σπουδαστών (ΑΠΣ). Φοιτητική παράταξη της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ). Ιδρύθηκε το 1974, από στελέχη του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, όπως οι Ελένη Αναστασίου, Δημήτρης Λιβέρης, Σταύρος Λυγερός,  Κωστής Μανουσάκης, Αντώνης Νταβανέλος κ.ά.

Ήταν μία από τις μικρές παρατάξεις της άκρας Αριστεράς, αν και η μεγαλύτερη του πέραν του μ-λ ρεύματος χώρου. Εκτός από τα ΑΕΙ, δρούσε και στον χώρο της Τεχνικής και της Μέσης Εκπαίδευσης, έχοντας ιδιαίτερη παρέμβαση στο μαθητικό κίνημα της Πάτρας. Αντιτασσόταν στην πολιτική της κοινοβουλευτικής Αριστεράς για την εκπαίδευση, που τη χαρακτήριζε ρεφορμιστική, και συνέδεε την ανάπτυξη του σπουδαστικού κινήματος με την προοπτική της αντικαπιταλιστικής σοσιαλιστικής επανάστασης. Μετά το 1980 αυτοδιαλύθηκε και τα μέλη της συμμετείχαν στη συγκρότηση των Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών.

 

Αγωνιστική Πορεία. Εφημερίδα της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ). Κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1974 και από τις αρχές του 1975 αντικαταστάθηκε από την «Εργατική Πρωτοπορία».

 

Αγωνιστικό Μέτωπο Ελλάδας (ΑΜΕ). Αντιδικτατορική κίνηση που ιδρύθηκε από την Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας (ΟΜΛΕ), το 1968. Δεν ανέπτυξε κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα, καθώς υπερκαλυπτόταν από τη δράση της ίδιας της ΟΜΛΕ.

 

Αγωνιστικό Μέτωπο Ελλήνων Εξωτερικού (ΑΜΕΕ). Αντιδικτατορική οργάνωση που έδρασε στα 1967-74 σε χώρες της δυτικής Ευρώπης και ιδιαίτερα στην Ιταλία, έχοντας κατεξοχήν φοιτητική σύνθεση. Συνδεόταν με την Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας (ΟΜΛΕ) και από το 1972 εξέδιδε την εφημερίδα «Λαϊκή Ενότητα», με έδρα τη Μόντενα της Ιταλίας. Υποστήριζε τις θέσεις της ΟΜΛΕ ενάντια στον «σοβιετικό ρεβιζιονισμό» και υπέρ της πολιτικής του Κ.Κ. Κίνας, και αντιτασσόταν στη ρεφορμιστική -όπως τη χαρακτήριζε- πολιτική του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού. Συνέδεε τον αγώνα για την ανατροπή της δικτατορίας με την ανάπτυξη μαζικού λαϊκού αντιφασιστικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Από τις γραμμές του ΑΜΕΕ προήλθε μεγάλο μέρος του στελεχικού δυναμικού του μεταπολιτευτικού μ-λ ρεύματος.

 

Αγωνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΣΚΕ). Οργάνωση της σοσιαλιστικής Αριστεράς με μαρξιστικές αναφορές. Ιδρύθηκε το 1984 από στελέχη που είχαν αποχωρήσει τον προηγούμενο χρόνο από το ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής τον Νίκο Καργόπουλο, διαφωνώντας με την κυβερνητική πολιτική και την εγκατάλειψη του ριζοσπαστικού προγράμματος της περιόδου 1974-81. Το ΑΣΚΕ επέμεινε στον αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, στη θέση για αποχώρηση από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, καθώς και στην κατεύθυνση του σοσιαλιστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Συνεχίζει να λειτουργεί ως μικρός πολιτικός όμιλος και η δραστηριότητά του περιορίζεται στην έκδοση ανακοινώσεων για κεντρικά πολιτικά ζητήματα. Μέχρι το 2007 συμμετείχε και στις εκλογές, παίρνοντας 1.000-3.000 ψήφους.

 

Αγωνίστρια. Γυναικείο περιοδικό που εξέδιδε η Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας - Αρχειομαρξιστές (ΚΟΜΛΕΑ) το 1932. Ασχολούνταν ιδιαίτερα με προβλήματα των εργατριών και πρόβαλλε τη θέση πως η απελευθέρωση των γυναικών είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

 

Αδαμίδου Σοφία (1963-2021). Θεατρική συγγραφέας, γεννημένη στη Χαραυγή Κοζάνης. Σπούδασε νομικά και δημοσιογραφία στην Αθήνα, εργάστηκε στον «Ριζοσπάστη» και σε άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και έγραψε θεατρικά έργα και ποιητικές συλλογές. Ήταν μέλος του ΚΚΕ.

 

Αδάμος Τάκης (1914-1991). Συγγραφέας και στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Πυρσόγιαννη της Ηπείρου και σπούδασε παιδαγωγική. Το 1935 έγινε μέλος του ΚΚΕ και κατά την Κατοχή συμμετείχε στον ΕΛΑΣ. Εξορίστηκε στην Ικαρία, απ’ όπου απέδρασε και εντάχθηκε στον ΔΣΕ. Έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας και κατά περιόδους ήταν διευθυντής του περιοδικού «Νέος Κόσμος», του ραδιοσταθμού «Φωνή της Αλήθειας» και της εφημερίδας «Ελεύθερη Πατρίδα». Το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη». Υπήρξε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και ευρωβουλευτής. Έχοντας εμφανιστεί ως λογοτέχνης το 1954, με τη συλλογή διηγημάτων «Απλοί άνθρωποι», έγραψε δοκίμια και μελέτες.

 

Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου. Το πρώτο ελληνικό εργατικό σωματείο. Ιδρύθηκε το 1879 και στο Καταστατικό του, που είχε τη μορφή συμφωνητικού, γινόταν διάκριση των εργαζόμενων του κλάδου κατά ειδικότητα, απαγορευόταν η ανάληψη εργολαβικής δουλειάς χωρίς την έγκριση του σωματείου και οριζόταν 10ωρη εργασία, καθώς και το ύψος του μεροκάματου. H συνύπαρξη στο σωματείο ημερομίσθιων εργατοτεχνιτών και εργολάβων συνιστά λόγο αμφισβήτησης του καθαυτό εργατικού χαρακτήρα του.

Την ίδρυση του Συνδέσμου ακολούθησε νικηφόρα απεργιακή κινητοποίηση. Πρόκειται για την πρώτη απεργία που οργάνωσε συνδικαλιστική οργάνωση στην Ελλάδα. Ένα μήνα μετά έγινε προσπάθεια αντικατάστασης των εργατών από άλλους, που συγκεντρώθηκαν από γειτονικά νησιά. Η νέα τρίμηνη απεργία δεν είχε αποτέλεσμα και οι ναυπηγοξυλουργοί της Σύρου υποχώρησαν, αποδεχόμενοι τους όρους της εργοδοσίας.

 

Αδελφότης (-τα). Τίτλος εργατικών οργανώσεων, κυρίως αλληλοβοηθητικού χαρακτήρα, που συγκροτήθηκαν κατά την πρώτη περίοδο εμφάνισης του εργατικού κινήματος στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Ως πρώτη Α. θεωρείται ο «Γουτεμβέργιος», που ιδρύθηκε από τους τυπογράφους της Αθήνας το 1868.

Οι Α. συσπείρωναν εργαζόμενους σε τοπική βάση, κατά χώρο δουλειάς ή κατά κλάδο, και είχαν ως στόχο την οικονομική υποστήριξη των μελών τους σε περιόδους ανεργίας ή ασθένειας, υποκαθιστώντας, έτσι, το ανύπαρκτο εκείνη την εποχή σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων. Δεν είχαν ξεκάθαρο ταξικό διεκδικητικό προσανατολισμό και συνήθως στην ηγεσία τους βρίσκονταν τοπικοί παράγοντες, δικηγόροι, επιχειρηματίες, ακόμη και οι ίδιοι οι εργοδότες ή και ανώτεροι κληρικοί. Εντούτοις, αποτέλεσαν το πρόπλασμα των εργατικών συνδικάτων που ιδρύθηκαν στη συνέχεια.

Με τον νόμο 281 του 1914 απαγορεύτηκε η συμμετοχή εξωτερικών παραγόντων στις εργατικές οργανώσεις, καθώς και η λειτουργία οργανώσεων με αποκλειστικό σκοπό την οικονομική αλληλεγγύη. Οι περισσότερες από τις Α. διαλύθηκαν, ενώ άλλες μετασχηματίστηκαν σε εργατικά σωματεία.

 

Αδέσμευτη Κίνηση Γυναικών. Ιδρύθηκε το 1983 από πρώην μέλη της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας (ΕΓΕ). Υιοθέτησε τις θέσεις του νέου γυναικείου κινήματος, προβάλλοντας την αυτονομία του. Στα 1986-99 εξέδιδε ομώνυμο δελτίο και στα 1989-2019 αποτελούσε τη βασική ομάδα στήριξης του περιοδικού «Τελέσιλλα».

 

Αδέσμευτη Κίνηση Ειρήνης (ΑΚΕ). Ιδρύθηκε το 1981 και συσπείρωνε αριστερές δυνάμεις που διαφωνούσαν με τον φιλοσοβιετικό προσανατολισμό της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη, την οποία έλεγχε το ΚΚΕ. Στελεχώθηκε από μέλη του ΚΚΕ εσωτερικού και οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (ΕΚΚΕ κ.ά.), και από ανένταχτους αγωνιστές.

Η ΑΚΕ πρόβαλλε θέσεις ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και το κυνήγι των εξοπλισμών, κυρίως κατά των πυρηνικών όπλων, τόσο των δυτικών δυνάμεων όσο και της ΕΣΣΔ. Τασσόταν κατά της συμμετοχής της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας τη διάλυσή του, όπως και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, και την κατάργηση των αμερικανονατοϊκών στρατιωτικών βάσεων. Ανάμεσα στις δραστηριότητές της ήταν και η διοργάνωση ετήσιων Μαραθώνιων Πορειών Ειρήνης. Βασικά της στελέχη ήταν οι Χριστόφορος Αργυρόπουλος, Νίκος Καίσαρης, Δημήτρης Παληοτάκης, Μιχάλης Περιστεράκης, Γιάννης Ρέγκας, Τάκης Τασσόπουλος κ.ά. Η δραστηριότητά της περιορίστηκε κατά τη δεκαετία του 1990, αν και τυπικά συνέχισε να λειτουργεί και τα επόμενα χρόνια.

 

Αετόπουλα. 1. Σχηματισμοί στο πλαίσιο της ΕΠΟΝ, στους οποίους εντάσσονταν παιδιά ηλικίας μεταξύ δέκα και δεκαπέντε, περίπου, ετών. Συγκροτήθηκαν κυρίως στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας που είχε απελευθερώσει ο ΕΛΑΣ και μετά την αποχώρηση των κατακτητών, το φθινόπωρο του 1944, επεκτάθηκαν σ’ ολόκληρη, σχεδόν, τη χώρα. Σκοπός της συγκρότησής τους ήταν η αγωνιστική, πατριωτική και αντιφασιστική διαπαιδαγώγηση, αλλά και η ανάπτυξη πολιτιστικών και κοινωφελών δραστηριοτήτων. Σε κάποιες περιπτώσεις τα Α. ανέλαβαν και αποστολές που συνδέονταν με την παράνομη και ένοπλη δραστηριότητα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, κυρίως για τη μεταφορά μηνυμάτων, λειτουργώντας ως σύνδεσμοι μεταξύ των αγωνιστών.

Η δράση των Α. περιορίστηκε μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας και ουσιαστικά διαλύθηκαν το 1946. Ανασυστάθηκαν σε περιορισμένη έκταση στις περιοχές που έλεγχε ο ΔΣΕ στα 1948-49 και έως το 1956 λειτούργησαν και στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες  όπου κατέφυγαν οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες.

2. Εφημερίδα που εκδιδόταν στο Βουκουρέστι από το 1948 έως το 1953. Απευθυνόταν στα παιδιά που είχαν εγκατασταθεί στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης κατά τον Εμφύλιο.

 

Αθεϊκά. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το 1911 στον Βόλο, εξαιτίας των αντιδράσεων συντηρητικών κύκλων στη λειτουργία του πρωτοποριακού Δημοτικού Παρθεναγωγείου και των Εργατικών Κέντρων Βόλου και Λάρισας, που κατηγορήθηκαν πως ασκούν «αντεθνική, αναρχική και αντιθρησκευτική προπαγάνδα». Ξεκίνησαν με βίαια επεισόδια που προκάλεσε τον Φεβρουάριο 1911 το συντηρητικό πλήθος, μετά από απαίτηση του Μητροπολίτη να διακοπεί η λειτουργία του Παρθεναγωγείου, το οποίο διηύθυνε ο δημοτικιστής παιδαγωγός Αλέξανδρος Δελμούζος και όπου δίδασκε η Πηνελόπη Χριστάκου. Αν και το Παρθεναγωγείο υποχρεώθηκε να κλείσει, οι εκπρόσωποί του, όπως και οι εκπρόσωποι των Εργατικών Κέντρων, αθωώθηκαν στη δίκη που έγινε το 1914 στο Ναύπλιο.

 

Αθεϊσμός. Φιλοσοφική αντίληψη που συμμερίζεται ο μαρξισμός, καθώς και άλλα ιδεολογικά ρεύματα που συνδέθηκαν με το εργατικό κίνημα. Ο αθεϊστικός προσανατολισμός του μαρξισμού πηγάζει από τις φιλοσοφικές του θέσεις, που αποτέλεσαν τη βάση του διαλεκτικού υλισμού, και κυρίως από την άποψη πως οι διανοητικές λειτουργίες είναι αποτέλεσμα ανάπτυξης της ύλης, η οποία δεν αποτελεί δημιούργημα κάποιας υπέρτατης πνευματικής δύναμης.

Σύμφωνα με τους κλασικούς του μαρξισμού, η πίστη στην ύπαρξη ανώτερων πνευματικών δυνάμεων, που δημιούργησαν και επηρεάζουν τον υλικό πραγματικό κόσμο, απορρέει από την άγνοια των φυσικών νόμων και επιδιώκει να καλύψει τα κενά της επιστημονικής γνώσης, δίνοντας  απαντήσεις στην υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου. Η θρησκευτική πίστη λειτουργεί, έτσι, ως «το όπιο του λαού», κατά την κλασική έκφραση του Μαρξ, ως παρηγοριά μπροστά στις αντιξοότητες της ζωής και την αγωνία του θανάτου. Παράλληλα, χρησιμοποιείται από τις κυρίαρχες τάξεις για την ιδεολογική αποδοχή της εξουσίας τους, είτε γιατί θεωρρείται επιβεβλημένη από θεϊκές δυνάμεις είτε γιατί οι αγώνες για την ανατροπή της εντάσσονται στη ματαιότητα του φθαρτού υλικού κόσμου. Οι οργανωμένοι φορείς της θρησκευτικής πίστης (Εκκλησία κ.λπ.) λειτουργούν ως μηχανισμοί αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και οι υποσχέσεις περί «μέλλουσας, μετά θάνατον, ζωής», λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, αποτρέποντας από την επιδίωξη ανατροπής των καταπιεστικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων.

Ωστόσο, από τις γραμμές του διεθνούς εργατικού κινήματος, ακόμα και στις πολιτικές οργανωμένες μορφές του, δεν αποκλείστηκαν και οι θρησκευόμενοι. Υπήρξαν μάλιστα και ρεύματα που επιδίωκαν τον εμπλουτισμό του σοσιαλιστικού απελευθερωτικού αιτήματος με θρησκευτικής προέλευσης αντιλήψεις, έτσι ώστε να εμφανιστούν και σημαντικές τάσεις χριστιανοσοσιαλιστικές, αναρχοχριστιανικές κ.ά. Στις περιπτώσεις αυτές προβάλλονται θρησκευτικές αντιλήψεις περί ισότητας των ανθρώπων, κοινωνικής δικαιοσύνης, κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των αγαθών κ.λπ.

Ο α. και το ελληνικό εργατικό κίνημα. Αθεϊστικές αντιλήψεις προβλήθηκαν στην Ελλάδα από πρωτεργάτες του εργατικού σοσιαλιστικού και αναρχικού κινήματος, αλλά οι πρώτες σοσιαλιστικές και αναρχικές κινήσεις περιλάμβαναν και χριστιανοσοσιαλιστές, αλλά και οπαδούς θεϊστικών αντιλήψεων (Πλάτων Δρακούλης κ.ά.). Στην Πάτρα συγκροτήθηκαν και χριστιανοσοσιαλιστικές οργανώσεις, στο ρεύμα αυτό εντασσόταν ο Μαρίνος Αντύπας, κάποιοι από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου στον Βόλο κ.ά. Από την ίδρυση του ΣΕΚΕ, το 1918, οι διακηρυγμένες αθεϊστικές φιλοσοφικές θέσεις του μαρξισμού έθεταν σταθερά το ερώτημα της σχέσης των θρησκευόμενων αγωνιστών με το κόμμα.

H ιστορική ιδεολογική ταύτιση της ορθοδοξίας με τον ελληνικό εθνισμό, καθώς και το ότι η Εκκλησία δεν κατείχε μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και ο λαϊκός κλήρος ήταν στην πλειονότητά του φτωχός, δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση στην Ελλάδα αντικληρικαλιστικού κινήματος, ανάλογου μ’ αυτό που εμφανίστηκε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Αν και ο συντηρητισμός της Εκκλησίας εκφράστηκε τόσο με την αντιαθεϊστική προπαγάνδα όσο και με ακραίες εκδηλώσεις διώξεων των φορέων προοδευτικών ιδεών, όπως ήταν τα «Αθεϊκά» του Βόλου το 1911 και τα «Μαρασλειακά» το 1925, η Ορθόδοξη Εκκλησία κρατούσε, σε γενικές γραμμές, προσεκτική στάση απέναντι στους κομμουνιστές. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το 1924 η Ιερά Σύνοδος, που συγκλήθηκε για την καταδίκη του βιβλίου του Γιάννη Κορδάτου «Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επαναστάσεως του 1821», κατέληξε στην απόφαση να αποφύγει μια κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των κομμουνιστών, εκτιμώντας πως διέθεταν σημαντική επιρροή στην εργατική τάξη και σε κύκλους διανοουμένων. Εντούτοις, το 1927 εκδόθηκε εκκλησιαστική εγκύκλιος κατά του α.

Από το ΚΚΕ η προβολή αθεϊστικών απόψεων γινόταν, κυρίως, με την προσπάθεια να διαδοθεί η αθεϊστική υλιστική φιλολογία και ιδιαίτερα τα έργα που ανέπτυσσαν τις θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.

H αθεϊστική προπαγάνδα περιορίστηκε κατά την περίοδο του εαμικού κινήματος, όταν χιλιάδες κληρικοί, που συγκροτούσαν την Παγκληρική Ένωση Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και οι μητροπολίτες Κοζάνης Ιωακείμ, Ηλείας Αντώνιος, Μηθύμνης Διονύσιος, Χίου Ιωακείμ κ.ά., προσχώρησαν ή συνεργάστηκαν με το ΕΑΜ. Οι δύο πρώτοι, μάλιστα, εκλέχτηκαν και στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων τον Απρίλιο του 1944, όπως και οι ιερείς Στάθης Κτενάς και Δημήτρης Χολέβας. Είναι γνωστή και η συμμετοχή του αρχιμανδρίτη Γερμανού Δημάκη στο σώμα των μαυροσκούφηδων του Άρη Βελουχιώτη, με το ψευδώνυμο Ανυπόμονος. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ιερωμένους γνώρισαν ποικίλες διώξεις αργότερα.

Η προσπάθεια προσεταιρισμού του κλήρου και του θρησκευόμενου πληθυσμού από το ΕΑΜ συνεχίστηκε και μετά την Απελευθέρωση του 1944. Είναι χαρακτηριστική η αρθρογραφία του ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη στον «Ριζοσπάστη» το 1945, που επιχειρούσε να αναδείξει στοιχεία επαναστατικής δυναμικής στο ορθόδοξο λαϊκό συναίσθημα.  Ο α. προβαλλόταν, πλέον, αποκλειστικά μεταξύ των κομματικών και των υπό στρατολόγηση μελών.

Ανάλογη πολιτική ακολουθήθηκε και κατά τις επόμενες δεκαετίες από την Αριστερά, σε μια προσπάθεια έμπρακτης αντίκρουσης της κυρίαρχης αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, η οποία επιδίωκε τη συκοφάντηση των αριστερών, εμφανίζοντάς τους ως διώκτες του λαϊκού θρησκευτικού συναισθήματος. Στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με την ΕΔΑ το Χριστιανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΧΡΙΣΚΕ) και αργότερα η ΕΔΑ συμπαρατάχθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο στον αγώνα ενάντια στην παραεκκλησιαστική οργάνωση «Ζωή» και κατά της ένταξης της Εκκλησίας της Ελλάδας στο συνδεδεμένο με ιμπεριαλιστικά συμφέροντα Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.

Οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις («Ζωή», «Σωτήρ» κ.ά.), που στελεχώθηκαν, κυρίως, από ακροδεξιούς ιερωμένους και θεολόγους, συγκροτώντας κινήσεις χριστιανών επιστημόνων, νέων κ.ά., πρωτοστατούσαν στον αντικομμουνιστικό ιδεολογικό αγώνα του μετεμφυλιακού καθεστώς, το οποίο πρόβαλλε ως ιδεολογικό πρόσημό του τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» και ως μέσα για την προώθησή τους χρησιμοποιήθηκαν τα σχολεία, τα κατηχητικά, ο στρατός, ο Τύπος, το ραδιόφωνο κ.λπ. Αυτή η πολιτική έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-74), όταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος τη συνόψισε στο σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Ταυτόχρονα, όμως, έφτασε και στα όρια της γελοιοποίησης.

Μετά την πτώση της δικτατορίας και την κατάρρευση του μετεμφυλιακού καθεστώτος, ο α. αποτέλεσε μαζική ιδεολογική έκφραση μεγάλων τμημάτων της νεολαίας. Παράλληλα, ακολουθώντας ανάλογες επεξεργασίες δυτικών Κ.Κ., το ΚΚΕ εσωτερικού άρχισε να θέτει ζητήματα σχετικά με τον διάλογο των μαρξιστών με προοδευτικούς χριστιανούς, και αποτύπωση αυτού του προσανατολισμού ήταν η συμμετοχή του μικρού χριστιανοσοσιαλιστικού κόμματος της Χριστιανικής Δημοκρατίας στη Συμμαχία Αριστερών και Προοδευτικών Δυνάμεων, στις εκλογές του 1977.

Κατά τη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκε μέσα στους κόλπους της κομμουνιστικής Αριστεράς ρεύμα που επιδίωκε τη συνάντηση του μαρξισμού με την ορθοδοξία, επηρεασμένο από τις θέσεις των νεοορθόδοξων. Κύριοι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος ήταν ο Κωστής Μοσκώφ από το ΚΚΕ και ο Κώστας Ζουράρις από το ΚΚΕ εσ. Στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίστηκαν και κάποιοι αριστεροί καλλιτέχνες, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου, που υιοθέτησε συντηρητικές θέσεις και τελικά απομακρύνθηκε από την Αριστερά.

Αν και η Εκκλησία της Ελλάδας στήριξε καθεστώτα αντιδραστικά και αντιτάχθηκε σταθερά σε κοινωνικά αναγκαίες και ώριμες αλλαγές, δεν εκδήλωσε σοβαρές αντιδράσεις στη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου (πολιτικός γάμος, αποποινικοποίηση της μοιχείας, αυτόματο διαζύγιο κ.λπ.), που πραγματοποίησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετά το 1981. Εντούτοις, μεγάλη αντίδραση προκάλεσε η απόπειρα ελέγχου και περιορισμού της εκκλησιαστικής περιουσίας το 1987, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ της Αριστεράς και της Εκκλησίας ανέκυψαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η Εκκλησία πρωτοστάτησε στη διοργάνωση εθνικιστικών συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό, και ιδιαίτερα μετά την άνοδο του συνεργάτη της στρατιωτικής δικτατορίας, Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη,  στον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την ανοιχτή διακήρυξη συντηρητικών και αντιδραστικών θέσεων σε καίρια πολιτικά ζητήματα από την επίσημη Εκκλησία.

Παρά το ό,τι πάγιες θέσεις της Αριστεράς είναι ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας, ο περιορισμός της εκκλησιαστικής περιουσίας, η κατάργηση της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία κ.λπ., εξακολουθεί να μην υπάρχει στην Ελλάδα ισχυρό αντικληρικαλιστικό κίνημα και μεγάλο ποσοστό του κόσμου που εντάσσεται στην Αριστερά παραμένει, έστω και τυπικά, θρησκευόμενο, αν και το μεγαλύτερο μέρος των μη θρησκευόμενων και άθεων στη χώρα αποτελείται από αγωνιστές και οπαδούς της Αριστεράς.

 

Αϊ-Στράτης. Το νησί του Βορειοανατολικού Αιγαίου Άγιος Ευστράτιος, που επί δεκαετίες ήταν τόπος εξορίας αγωνιστών του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Οι πρώτοι εξόριστοι ήταν οι καταδικασμένοι με το βενιζελικό Ιδιώνυμο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Οι εξόριστοι κομμουνιστές της περιόδου της μεταξικής δικτατορίας κρατήθηκαν εκεί και κατά την περίοδο της Κατοχής και πολλοί πέθαναν από την πείνα. Όσοι επέζησαν απελευθερώθηκαν με επιχείρηση που οργάνωσε το Γραφείο Μακεδονίας του ΚΚΕ το 1943 και εντάχθηκαν στο κίνημα της Αντίστασης.

Ο Α.-Σ. ήταν τόπος εξορίας και από τα χρόνια του Εμφυλίου μέχρι το 1962. Το 1950 μεταφέρθηκαν εκεί και 4.700 κρατούμενοι από τη Μακρόνησο, μεταξύ των οποίων και πολλές γυναίκες. Μετά την καθαίρεση της καθοδήγησης Ζαχαριάδη, το 1956, υπήρξε κέντρο της αντιπαράθεσης μεταξύ των υποστηρικτών και των αντιπάλων της νέας κομματικής πολιτικής, και εκεί διαμορφώθηκε ο πυρήνας συγκρότησης του μ-λ ρεύματος στην Ελλάδα.

Ο Α.-Σ. αναδείχτηκε σύμβολο του ηρωισμού των κομμουνιστών και της ασυμβίβαστης πάλης τους, εμπνέοντας, σε ένα από τα πιο δημοφιλή αγωνιστικά τραγούδια, τους στίχους «Εγώ Αϊ-Στράτη  δεν φοβάμαι / είναι κι αυτή μια ελληνική γωνιά / τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν / δεν μας τρομάζει η βαρυχειμωνιά».

 

Άκρα Αριστερά. Όρος που χρησιμοποιείται για τη διάκριση ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων, οργανώσεων και κομμάτων, σε αντιπαράθεση με τη μετριοπαθή ή ρεφορμιστική (μεταρρυθμιστική) Αριστερά. Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε, κυρίως, από την αστική δημοσιογραφία και τους αντικομμουνιστικούς μηχανισμούς, για να προσδιοριστεί ο χώρος της κομμουνιστικής Αριστεράς.

Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 ως α.Α. αναφέρονταν οι εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στ’ αριστερά των κομμάτων της κοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ο προσδιορισμός αυτός δεν γίνεται δεκτός από πολλές οργανώσεις, όπως αυτές του μ-λ ρεύματος, που χρησιμοποιούν ως προσδιοριστικό τους τον όρο «επαναστατική Αριστερά». Αντίθετα, τον αποδέχονται άλλα ρεύματα και οργανώσεις, π.χ. οι τροτσκιστικές, ενώ από τη δεκαετία του 1990 μεγάλο φάσμα δυνάμεων του εξωκοινοβουλευτικού χώρου αυτοπροσδιορίστηκε ως «ριζοσπαστική Αριστερά», αν και ο όρος χρησιμοποιείται και από άλλες δυνάμεις που σαφώς δεν εντάσσονται στην α.Α. Τον όρο ποτέ δεν αποδέχτηκε ως προσδιοριστικό του το ΚΚΕ και δεν τον χρησιμοποιεί ούτε για την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, στην οποία αναφέρεται με τους όρους «αριστερισμός» και «αριστερός οπορτουνισμός».

Ιστορικά, στον χώρο της α.Α. εντάσσονται οργανώσεις που προήλθαν από τη ρήξη με το ΣΕΚΕ(Κ), όπως η Κομμουνιστική Ένωση Ελλάδας και το Αρχείο του Μαρξισμού το 1924, συνολικά το αρχειομαρξιστικό ρεύμα μέχρι το 1946, το τροτσκιστικό ρεύμα που διαμορφώθηκε μετά το 1927, το μ-λ ρεύμα που συγκροτήθηκε από το 1963-64, τάσεις και οργανώσεις τροτσκιστικής ή μαοϊκής αναφοράς που άρχισαν να διαμορφώνονται στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και κατά την περίοδο της δικτατορίας, το ρεύμα του δυτικού μαοϊσμού, που εκφράστηκε, κυρίως, από την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (Β΄ Πανελλαδική) στα 1978-81, και αργότερα από τις Αριστερές Συσπειρώσεις και τις οργανώσεις που προήλθαν απ’ αυτές, καθώς και τάσεις που προήλθαν από το ΚΚΕ κατά την κρίση του 1989.

Κοινό στοιχείο των ρευμάτων, τάσεων και οργανώσεων που εντάσσονται στην α.Α. αποτελεί η απόρριψη της συναίνεσης με την πολιτική των αστικών κομμάτων και της ρεφορμιστικής πολιτικής και στρατηγικής, και ο προσανατολισμός στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής. Συχνά, ο χώρος της α.Α. διαφοροποιείται από τα «ρεφορμιστικά» -όπως τα χαρακτηρίζει- κόμματα της Αριστεράς και με την υιοθέτηση συγκρουσιακών πρακτικών και προωθημένων μορφών πάλης.

H επιρροή της α.Α. στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, σε όλη την ιστορική διαδρομή των διαφόρων ρευμάτων που την αποτέλεσαν και την αποτελούν, ήταν και είναι περιορισμένη, αν και έχει αποκτήσει σημαντικές προσβάσεις την τελευταία εικοσαετία, κυρίως σε χώρους διανοητικής εργασίας, όπως οι εκπαιδευτικοί κ.ά. Ιδιαίτερα αυξημένη είναι η επιρροή της στο νεολαιίστικο και κυρίως στο φοιτητικό κίνημα, ήδη από τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Αποτελούμενη, κάθε φορά, από μεγάλο αριθμό οργανώσεων, δεν συμμετείχε ποτέ ενιαία σε εκλογικές μάχες.

Ενώ κάποιες από τις οργανώσεις της α.Α. αποβλέπουν στην αυτόκεντρη ανάπτυξή τους ή στην ανάπτυξη του ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος όπου εντάσσονται, άλλες -κυρίως συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ- επιδιώκουν την ενότητα της α.Α., ενώ αυτές που εντάχθηκαν στον ΣΥΡIΖΑ και αργότερα στη Λαϊκή Ενότητα, αναφέρονται στην ενότητα ευρύτερων αριστερών δυνάμεων.

 

Ακριτίδης Νίκος (1910-1972). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα και εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε νομικά και εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ. Το 1935 εξορίστηκε στη Σίκινο, το 1936 πέρασε στην παρανομία και μετά τη σύλληψή του έμεινε κρατούμενος μέχρι το 1943 οπότε απέδρασε. Υπήρξε ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ, συμμετείχε στον αγώνα του ΔΣΕ και το 1949 εγκαταστάθηκε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία. Το 1950 έγινε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και έμεινε παράνομος στην Αθήνα στα 1951-53. Μετά το 1961 ανέλαβε την καθοδήγηση των οργανώσεων του ΚΚΕ στη δυτική Ευρώπη. Έχοντας ενταχθεί, μετά τη διάσπαση του 1968, στο ΚΚΕ εσωτερικού, πέθανε στην Ανατολική Γερμανία.

 

Ακροναυπλία. Το μεσαιωνικό κάστρο πάνω από την πόλη του Ναυπλίου, που συνδέθηκε με την ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος ως τόπος φυλάκισης αγωνιστών, κυρίως κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά. Καθώς το ΚΚΕ είχε δεχτεί ισχυρά πλήγματα από τη δικτατορία και ο παράνομος μηχανισμός του είχε διαβρωθεί από την Ασφάλεια, η Α. λειτουργούσε ως φερέγγυο κομματικό καθοδηγητικό κέντρο. Αποτέλεσε, επίσης, το κέντρο των ζυμώσεων μέσα στο τροτσκιστικό κίνημα.

Οι κρατούμενοι της Α. παραδόθηκαν το 1941 στους κατακτητές και οι περισσότεροι εκτελέστηκαν στα χρόνια της Κατοχής, σε αντίποινα για την αντιστασιακή δράση του ΕΛΑΣ. Στην κομματική καθοδήγηση προσάπτεται το γεγονός της αποτροπής ομαδικής απόδρασης τις πρώτες μέρες της Κατοχής. Στελέχη του ΚΚΕ που δραπέτευσαν αργότερα, έχοντας μεταφερθεί εκτός Α., συμμετείχαν στην ηγεσία του κόμματος κατά την περίοδο της Κατοχής και στη συνέχεια.

Ανάμεσα στους κρατούμενους στην Α. ήταν οι Μήτσος Βατουσιανός, Δημήτρης Γληνός, Ζήσης Ζωγράφος, Γιάννης Ιωαννίδης, Κώστας Λαζαρίδης, Κώστας Λουλές, Παναγιώτης Μαυρομάτης, Βασίλης Μπαρτζιώτας, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Λεωνίδας Στρίγκος, Ανδρέας Τζήμας, Ανδρέας Τσίπας κ.ά., τροτσκιστές, όπως οι Χρήστος Αναστασιάδης, Νώντας Γιαννακός, Γιάννης Ξυπόλητος, Παντελής Πουλιόπουλος, Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο), Άγις Στίνας κ.ά., αρχειομαρξιστές, όπως οι Ανρί Περαχιά, Χρήστος Χατζηχρήστος κ.ά., οι Χαρίδημος Σεϊτανίδης και Ηλιάδης από την Ομάδα για τη Μπολσεβικοποίηση του ΚΚΕ, κ.ά.

Η Α. αποτέλεσε σύμβολο της ανυποχώρητης στάσης των κομμουνιστών απέναντι στη φασιστική βία και ο τίτλος του «Ακροναυπλιώτη», που έφεραν όσοι φυλακίστηκαν εκεί, αποτελούσε ισόβιο τίτλο τιμής.

 

Ακυβέρνητες Πολιτείες. Περιοδικό που εξέδιδε η Εναλλακτική Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΕΑΣ), την οποία συγκρότησαν οργανώσεις και ανένταχτοι αγωνιστές της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς το 1989. Η έκδοση του περιοδικού σταμάτησε με τη διάλυση της ΕΑΣ τον επόμενο χρόνο.

 

Αλαβάνος Αλέκος (1950-). Στέλεχος της Αριστεράς. Προερχόμενος από ευκατάστατη οικογένεια της Τήνου, γιος βουλευτή του Κέντρου, γεννήθηκε στην Αθήνα. Ως φοιτητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συμμετείχε στο αντιδικτατορικό κίνημα, μέσα από τις γραμμές της παράνομης ΚΝΕ και της Αντι-ΕΦΕΕ. Μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 1978, εκλεγόταν από το 1981 ευρωβουλευτής. Με τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1991, παρέμεινε στον Συνασπισμό (ΣΥΝ), πρόεδρος του οποίου αναδείχτηκε το 2004, οπότε αποσύρθηκε από την Ευρωβουλή και εκλέχτηκε βουλευτής στο ελληνικό κοινοβούλιο. 

Η εκλογή του στην ηγεσία του ΣΥΝ συνδέθηκε με την αριστερή στροφή του κόμματος και την ενίσχυση του προσανατολισμού στη συνεργασία με άλλες δυνάμεις του χώρου της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ. Επανεκλέχτηκε βουλευτής το 2007. Το 2008 παραιτήθηκε από την προεδρία του ΣΥΝ, παραμένοντας πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έως το 2010, οπότε αποχώρησε και συμμετείχε στην ίδρυση του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής. Το 2013 ίδρυσε το Σχέδιο Β και στα 2014-15 συμμετείχε στο Μέτωπο Αριστερής Συμπόρευσης. Έχει γράψει τα βιβλία «Σημειώσεις για την Ευρωπαϊκή Αριστερά», «Σημειώσεις για την Πολιτική Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» κ.ά.

 

Αλάνα. Περιοδικό για ζητήματα της Αμερικής, βόρειας και νότιας. Εκδιδόταν στα 2006-13, από συλλογικότητα μελών οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και ανένταχτων αριστερών.

 

Αλεξάκης Βασίλης (1943-2021). Ελληνογάλλος συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα και στα 1960-63 έζησε στη Γαλλία, έχοντας πάρει υποτροφία για σπουδές δημοσιογραφίας. Επέστρεψε στη Γαλλία και πάλι το 1968, και έκτοτε ζούσε κυρίως εκεί. Κομματικά ανένταχτος, εντασσόταν ιδεολογικά στον χώρο της ευρύτερης ανανεωτικής Αριστεράς. Έχοντας γράψει κυρίως στα γαλλικά, εκδόθηκαν στα ελληνικά τα βιβλία του «Τάλγκο», «Η μητρική γλώσσα», «Η καρδιά της Μαργαρίτας» κ.ά.

 

Αλεξάκης Ωρίων (1899-1920). Από τους πρώτους Έλληνες κομμουνιστές. Καταγόταν από την Κεφαλονιά και γεννήθηκε στην Κριμαία. Έκανε νομικές και στρατιωτικές σπουδές, έγινε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων, αναδείχτηκε στέλεχός του και πήρε μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση και στον Εμφύλιο Πόλεμο. Συμμετείχε στο 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και μαζί με τον αντιπρόσωπο του ΣΕΚΕ, Δημοσθένη Λιγδόπουλο, ανέλαβαν αποστολή στα Βαλκάνια. Στο ταξίδι τους προς την Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1920, δολοφονήθηκαν στον Εύξεινο Πόντο, είτε από ληστές είτε από πράκτορες μυστικών υπηρεσιών.

 

Αλεξανδράκης Αλέκος (1928-2005). Ηθοποιός, ενταγμένος στην Αριστερά. Γεννήθηκε στην Αθήνα από ευκατάστατη οικογένεια. Εμφανίστηκε στο θέατρο και τον κινηματογράφο το 1949 και το 1961 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην ταινία «Συνοικία το Όνειρο», ένα από τα έργα του ελληνικού νεορεαλισμού. Αντιμετώπισε διώξεις, τόσο προδικτατορικά όσο και στα χρόνια της δικτατορίας. 

 

Αλεξανδρόπουλος Μήτσος (1924-2008). Λογοτέχνης και μελετητής της ελληνικής και ρωσικής λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα και ως φοιτητής της Νομικής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΚΚΕ, και συμμετείχε κατόπιν στον ΔΣΕ. Στα 1949-75 έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία και την ΕΣΣΔ, όπου σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1975. Έχει γράψει μυθιστορήματα, μυθιστορηματικές βιογραφίες Ρώσων λογοτεχνών, καθώς και την τρίτομη μελέτη «Ρωσική λογοτεχνία».

 

Αλεξάνδρου Άρης (1928-1978). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του αριστερού συγγραφέα και ποιητή Αριστοτέλη Βασιλειάδη. Γεννήθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας, από Έλληνα πατέρα και Ρωσοεσθονή μητέρα. Έζησε στη Θεσσαλονίκη από το 1928 και κατόπιν στην Αθήνα. Πήρε μέρος στην εαμική Αντίσταση, αλλά το 1943 αποχώρησε από την ΟΚΝΕ και το ΕΑΜ. Έμεινε εξόριστος από το 1947 έως το 1958 και το 1967 αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του. Το μυθιστόρημά του «Το κιβώτιο» αναφέρεται στον χαμένο αγώνα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος κατά τον Εμφύλιο. Έγραψε τις ποιητικές συλλογές «Ακόμα τούτη η άνοιξη», «Άγονος γραμμή» και «Ευθύτης οδών», ενώ μετέφρασε έργα ξένων συγγραφέων. Ήταν σύζυγος της ποιήτριας Καίτης Δρόσου.

 

Αλεξάνδρου Γιάννης (1914-1949). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Γεννήθηκε στην Κάτω Αγόριανη Φωκίδας και ως φοιτητής της Νομικής στη Θεσσαλονίκη εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ και αργότερα στο ΚΚΕ. Μετά τη σύλληψή του κατά τη δικτατορία Μεταξά, υπέγραψε δήλωση αποκήρυξης των ιδεών του και απελευθερώθηκε. Πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41 και από το 1942 έγινε στέλεχος του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Διαμαντής και επανεντάχθηκε στο ΚΚΕ. Βγήκε και πάλι στο βουνό το 1946, αναδείχθηκε σε βασικό στέλεχος του ΔΣΕ της Στερεάς Ελλάδας και σκοτώθηκε σε μάχη στη Φθιώτιδα.

 

Αλεξίου Έλλη (1894-1998). Λογοτέχνης και παιδαγωγός. Γεννήθηκε από οικογένεια λογίων στο Ηράκλειο Κρήτης, σπούδασε παιδαγωγική και φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ Λογοτεχνών και στο ΚΚΕ, και στα 1945-49 συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι. Το 1949 εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία, όπου ανέλαβε υπεύθυνες θέσεις στην οργάνωση της εκπαίδευσης των Ελληνόπουλων πολιτικών προσφύγων. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962, συμμετείχε στην ΕΔΑ και φυλακίστηκε το 1965 και ξανά το 1966. Διατήρησε σχέσεις με το ΚΚΕ μέχρι τον θάνατό της. Έγραψε τα βιβλία «Άνθρωποι», «Αναχωρήσεις και μεταλλαγές», «Ήθελε να τη λένε κυρία», «Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή» κ.ά., πολλά από τα οποία απευθύνονται σε παιδιά. Ήταν αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη.

 

Αλεξίου Χάρις (1950-). Δημοφιλής ερμηνεύτρια του λαϊκού και του έντεχνου τραγουδιού. Γεννήθηκε στη Θήβα και το πραγματικό της όνομα ήταν Χαρίκλεια Ρούπακα. Εμφανίστηκε στο τραγούδι το 1970 και συνεργάστηκε με συνθέτες και στιχουργούς όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Λοΐζος, ο Γιάννης Σπανός, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Μανώλης Ρασούλης κ.ά. Με αριστερή ιδεολογική τοποθέτηση, συμμετείχε στο μεταπολιτευτικό πολιτιστικό κίνημα.

 

Αλήθεια. 1. Ομάδα χριστιανοσοσιαλιστών που έδρασε στην Αθήνα στα 1894-95. Τη συγκροτούσαν πρώην μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου.

2. Εβδομαδιαία εφημερίδα του ΚΚΕ που εκδιδόταν το 1935, κατά την περίοδο που απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη», μετά το πραξικόπημα του Κονδύλη. Διευθυντής της ήταν ο Βάσος Γεωργίου.

3. Αντιφασιστική νεολαιίστικη οργάνωση που ιδρύθηκε το 1941. Συνδεόταν με την Παλιά Κ.Ε. του ΚΚΕ, μέσω του Νίκου Καρβούνη. Ανάμεσα στα μέλη της ήταν και τα κατοπινά στελέχη του κομμουνιστικού κινήματος Σταύρος Γιαννακόπουλος (Πέτρος Ανταίος), Κώστας Φιλίνης και Άγγελος Διαμαντόπουλος, ο Δημήτρης Μπάτσης κ.ά. Από τις πρώτες μέρες της Κατοχής μετεξελίχθηκε στη Φιλική Εταιρία Νέων. Εξέδιδε την παράνομη εφημερίδα «Ξύπνημα».

 

Αλκαίος Άλκης (1949-2012). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του στιχουργού Βαγγέλη Λιάρου. Γεννήθηκε στην Κοκκινιά Θεσπρωτίας και ως φοιτητής της Νομικής Σχολής στην Αθήνα συμμετείχε στο αντιδικτατορικό κίνημα και φυλακίστηκε. Το έργο του επηρεάστηκε από τις αριστερές του ιδέες. Συνεργάστηκε με τους συνθέτες Θάνο Μικρούτσικο, Νότη Μαυρουδή, Σωκράτη Μάλαμα κ.ά.

 

Αλλά. Πολιτικό περιοδικό που εξέδιδαν ανένταχτοι του χώρου της άκρας Αριστεράς στα 1993-95. Πρόβαλλε κυρίως κινηματικά ζητήματα. Στη συντακτική ομάδα συμμετείχαν οι Γιώργος Καλατζόπουλος, Μάκης Σέρβος, Σταύρος Σταυρίδης κ.ά.

 

Άλλα Νέα (Τα). Περιοδικό που εξέδιδε στην Ιταλία, στα 1970-71, η κίνηση Εργατική Εξουσία, που αποτελούνταν από Έλληνες συνδεδεμένους με την ομώνυμη ιταλική οργάνωση της επαναστατικής Αριστεράς. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Νέα Αριστερά».

 

Αλλαγή. 1. Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τη δεκαετία του 1950 για να προσδιορίσει τους προγραμματικούς στόχους της Αριστεράς. Το σύνθημα της Α. υιοθετήθηκε τόσο από την ΕΠΕΚ στα 1950-53 όσο και από το ΠΑΣΟΚ στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή του, απέναντι στο οποίο το ΚΚΕ αντιπαρέθετε, από το 1982, το σύνθημα της «Πραγματικής Α.».

2. Εκδοτικός οργανισμός της τροτσκιστικής Εργατικής Διεθνιστικής Ένωσης (ΕΔΕ) και κατόπιν του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος (ΕΕΚ). Ιδρύθηκε το 1975, αντικαθιστώντας τις εκδόσεις «Ρινόκερος» που είχε συστήσει η ΕΔΕ στο Λονδίνο κατά την περίοδο της δικτατορίας. Τα περισσότερα χρόνια της λειτουργίας του υπεύθυνος ήταν ο Θεοδόσης Θωμαδάκης. Μεγάλο μέρος των βιβλίων που εξέδωσε ήταν έργα του Τρότσκι. Μετά το 1990 η εκδοτική δραστηριότητα του ΕΕΚ αναπτύσσεται μέσω των εκδόσεων «Λέων».

 

Άλλη Πλευρά (Η). Περιοδικό του Εργατικού Αντιιμπεριαλιστικού Μετώπου (ΕΑΜ). Εκδιδόταν στα 2006-12.

 

Αλληλεγγύη. 1. Εφημερίδα που εξέδωσε το 1933 η Κοινωνική Αλληλεγγύη. Αντικαταστάθηκε από το περιοδικό «Η Πορεία μας».

2. Εφημερίδα που εξέδιδε στα 1944-45 η Εθνική Αλληλεγγύη.

3. Εφημερίδα αναρχοκομμουνιστικού προσανατολισμού που εκδιδόταν στα 1982-83. Αντικαταστάθηκε από την εφημερίδα «Η Αρένα και οι μονομάχοι της».

 

Άλμα Λίντα (1926-1999). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της χορεύτριας και ηθοποιού Ελένης Μαλιούφα. Γεννήθηκε στην Αθήνα και έκανε σπουδές χορού στο Παρίσι και τις ΗΠΑ. Εντάχθηκε στην Αριστερά, εξορίστηκε κατά τον Εμφύλιο και κατόπιν δραστηριοποιήθηκε στην ΕΔΑ. Ήταν σύζυγος του ηθοποιού Μάνου Κατράκη.

 

Αλτουσέρ σχολή. Ρεύμα μαρξιστικής θεωρητικής κατεύθυνσης που διαμορφώθηκε στη Γαλλία, μέσα από τις εργασίες του Λουί Αλτουσέρ και των συνεργατών του (Ντομινίκ Λεκούρ, Ρομπέρ Λινάρ, Πιέρ Μασερέ, Ετιέν Μπαλιμπάρ, Ζακ Ρανσιέρ κ.ά.). Σημαντικές επιρροές από το αλτουσεριανό ρεύμα είχε δεχτεί και ο Νίκος Πουλαντζάς. Αναφέρεται και ως δομικός μαρξισμός και θεωρείται πως έχει επηρεαστεί από τις φιλοσοφικές θέσεις του στρουκτουραλισμού και του λειτουργισμού. Θεωρείται, επίσης, ενταγμένο στο ευρύτερο ρεύμα του «δυτικού μαοϊσμού». Κάνοντας διάκριση ανάμεσα στο νεανικό έργο του Μαρξ και σ’ αυτό της ωριμότητάς του, αναφέρεται στη ρήξη του μαρξισμού με τον φιλοσοφικό ανθρωπισμό και αναδεικνύει τα στοιχεία εκείνα του μαρξικού έργου που οδηγούν σε μια ανάγνωση μη οικονομίστικη.

Τους προβληματισμούς του αλτουσεριανού ρεύματος εισήγαγαν στην Ελλάδα μαρξιστές ενταγμένοι στην αριστερή πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού και ανένταχτοι της ανανεωτικής Αριστεράς, ιδιαίτερα ο κύκλος γύρω από το περιοδικό «Ο Πολίτης», που εξέδιδε ο Άγγελος Ελεφάντης. Στον Αλτουσέρ αναφερόταν η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (Β΄ Πανελλαδική) και στη συνέχεια σημαντική τάση στις Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών, καθώς και το περιοδικό «Θέσεις», η έκδοση του οποίου συνεχίζεται. Στις επεξεργασίες της σχολής Αλτουσέρ αναφερόταν αργότερα και η πολιτική ομάδα Αριστερές Συσπειρώσεις, ενώ συνεχίζουν να αναφέρονται σ’ αυτό οι οργανώσεις ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ και ΑΡΙΣ.

 

Αλύγιστος. Τίτλος εφημερίδων που εξέδιδαν παράνομα οι κομμουνιστές εξόριστοι στην Ικαρία, τη Λέσβο κ.λπ. στα 1945-47. Κάποια φύλλα εκδόθηκαν και με τους τίτλους «Δεσμώτης» και «Πυρσός Λευτεριάς».

 

Άλφα. 1. Περιοδικό που εξέδιδε στα 1995-2000 η αριστερή τάση του Συνασπισμού. Υπήρξε έκφραση των στελεχών που συγκρότησαν το Αριστερό Ρεύμα (Αλέκος Αλαβάνος, Νίκος Βούτσης, Παναγιώτης Λαφαζάνης κ.ά.).

2. Αντιεξουσιαστική εφημερίδα που εκδιδόταν στα 1994-98. Εξέφραζε το τμήμα των αναρχικών που προσανατολιζόταν στην παρέμβαση σε μαζικά κινήματα.

 

Αμάρμπεης. Βλ. Καλλίνος Θεόδωρος.

 

Άμεση Δημοκρατία. Εκλογικό σχήμα συνεργασίας μεταξύ του Μετώπου Εργαζομένων, που είχε ιδρύσει η Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Εργατοϋπαλληλική Κίνηση (ΣΣΕΚ), παλαιών μελών του ΠΑΚ (Δαμιανός Βασιλειάδης κ.ά.) και ανένταχτων αριστερών (Γιάννης Μηλιός κ.ά.), με επικεφαλής τον Μανώλη Γλέζο. Πήρε μέρος στις εκλογές του Ιουνίου 1989 χωρίς επιτυχία (6.000 ψήφοι, 0,1%) και κατόπιν διαλύθηκε. Βασική αιτία της εκλογικής αποτυχίας ήταν το κυρίαρχο κλίμα πόλωσης, που οδήγησε την πλειονότητα των μελών της ΣΣΕΚ να επανενταχθεί στο ΠΑΣΟΚ ή να το στηρίξει εκλογικά, καθώς και η ελκτική δύναμη του νεοσύστατου Συνασπισμού της Αριστεράς.

 

Αμπατιέλος Αντώνης (1914-1995). Στέλεχος του ναυτεργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος. Κεφαλονίτικης καταγωγής, γεννήθηκε στη Σουλινά της Ρουμανίας. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και το 1932 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ. Ως ναυτεργάτης, ανέπτυξε συνδικαλιστική δραστηριότητα και ευρισκόμενος εκτός Ελλάδας απέφυγε τη σύλληψη από τη δικτατορία Μεταξά. Το 1943, με την ίδρυση της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ), ανέλαβε γενικός γραμματέας. Πιάστηκε το 1947 και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αποφυλακίστηκε το 1966 και το 1967 διέφυγε στο εξωτερικό. Το 1969 έγινε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και το 1972 μέλος του Π.Γ. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα για παράνομη δουλειά, φυλακίστηκε το 1974. Το 1981 εκλέχτηκε βουλευτής Πειραιά. Παρέμεινε μέλος του Π.Γ. έως το 1987 και της Κ.Ε. έως το 1991.

 

Αμπελικόπουλος Διονύσιος (;-;). Από τους πρωτοπόρους αναρχοσοσιαλιστές. Είχε σπουδάσει στη Γαλλία και το 1876 συμμετείχε στην ίδρυση του αναρχοσοσιαλιστικού Δημοκρατικού Συνδέσμου Πατρών, του οποίου θεωρούνταν επικεφαλής. Φυλακίστηκε το 1877 μαζί με άλλα μέλη του Συνδέσμου, ενώ το κείμενό του «Μελέτη για τον σοσιαλισμό στην Ελλάδα» δημοσιεύτηκε στο «Δελτίο της Ομοσπονδίας της Γιούρα», εφημερίδα του αναρχικού κινήματος της Ελβετίας. Εργάστηκε ως καθηγητής μαθηματικών και αργότερα αποσύρθηκε από το αναρχικό κίνημα.

 

Άμυνα. Πολιτική-συνδικαλιστική καθημερινή εφημερίδα που εκδιδόταν το 1920, με διευθυντή τον Ηρακλή Αποστολίδη και αρχισυντάκτη τον Τιμολέοντα Λαμπρινόπουλο. Υποστήριξε τη διασπαστική Διοίκηση της ΓΣΕΕ των συντηρητικών συνδικαλιστών, που ήρθαν σε ρήξη με τη σοσιαλιστική Διοίκηση της Συνομοσπονδίας εξαιτίας της απόφασης οργανικής σύνδεσης της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ. Εκτός από τους φιλοκυβερνητικούς συνδικαλιστές, με την «Α.» συνεργάζονταν οι συνδικαλιστές του ΣΚΕ του Νίκου Γιαννιού, ο αναρχικός Σταύρος Κουχτσόγλου κ.ά. Η έκδοσή της σταμάτησε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και την ήττα του βενιζελισμού που στήριζε την εφημερίδα.

 

Αμφί. Περιοδικό που κυκλοφόρησε το 1978 ως όργανο του Απελευθερωτικού Κινήματος Ομοφυλόφιλων Ελλάδας (ΑΚΟΕ), με υπεύθυνους τους Ανδρέα Βελισσαρόπουλο και Λουκά Θεοδωρακόπουλο. Το πρώτο τεύχος κατασχέθηκε. Συνέβαλε στην εμβάθυνση της κριτικής της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας για τις ερωτικές σχέσεις, την ερωτική επιθυμία και τη σεξουαλική διαφορετικότητα. Από τις σελίδες του ασκούσε, επίσης, κριτική σε αντιλήψεις και εκδηλώσεις σεξισμού και κοινωνικού συντηρητισμού που εμφανίζονταν και αναπαράγονταν στους κόλπους της Αριστεράς. Συνέχισε να κυκλοφορεί μέχρι το 1988.

 

Αναγέννηση. 1. Σοσιαλιστικό περιοδικό που κυκλοφόρησε στη Σύρο, το 1917.

2. Περιοδικό που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο 1926 από τον Δημήτρη Γληνό, ως έκφραση της αριστερής πτέρυγας του Εκπαιδευτικού Ομίλου (Ε.Ο.). Μετά τη διάσπαση του Ε.Ο., το 1927, η «Α.» διακήρυξε τον μαρξιστικό της προσανατολισμό και εμφανίστηκε ως όργανο του σοσιαλιστικού δημοτικισμού. Σταμάτησε να εκδίδεται το 1928, με τη διάλυση του Ε.Ο., και αντικαταστάθηκε από το περιοδικό «Νέος Δρόμος».

3. Περιοδικό που εξέδιδε ομάδα κομμουνιστών (Ισαάκ Ιορδανίδης, Γιάννης Χοντζέας κ.ά.), η οποία συγκροτήθηκε κυρίως στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αϊ-Στράτη και αργότερα συμπεριέλαβε και άλλα στελέχη της ΕΔΑ και της Νεολαίας της, που αντιτάσσονταν στη στροφή που εγκαινίασε το 1956 για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και για το ελληνικό η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ.

Η έκδοση του περιοδικού, τον Οκτώβριο 1964, σηματοδότησε τη συγκρότηση του μ-λ ρεύματος στην Ελλάδα. Η τοποθέτηση της «Α.» κατά της «αποσταλινοποίησης», συνοδεύτηκε με την υπεράσπιση των θέσεων του Κ.Κ. Κίνας και του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας, ενάντια στον σοβιετικό «χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό». Οι αγωνιστές που συσπειρώθηκαν γύρω από το περιοδικό και αναφέρονταν σαν «Κινέζοι», «κινεζόφιλοι» ή «μαοϊκοί», ενώ από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ χαρακτηρίζονταν «δογματικοί» και «αριστεριστές», αυτοπροσδιορίζονταν ως «συνεπείς μαρξιστές-λενινιστές». Η αντιπολίτευση που ασκούσαν στη «ρεβιζιονιστική ιδεολογία» και τη «ρεφορμιστική πολιτική» του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, οδήγησε σε διαγραφές και αποχωρήσεις.

Το 1966 οι φοιτητές που συσπειρώνονταν γύρω από την «Α.» ίδρυσαν την Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη (ΠΠΣΠ), ενώ υπήρχε μικρή παρέμβαση και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στους κλάδους των οικοδόμων, των σερβιτόρων, των λιθογράφων και των αρτεργατών. Το 1967 ιδρύθηκε η Συνεπής Πολιτική Αριστερή Κίνηση (ΣΠΑΚ), που στόχευε και στην κάθοδο στις εκλογές τις οποίες ματαίωσε η επιβολή της δικτατορίας, και κατόπιν η παράνομη Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας (ΟΜΛΕ). Το τελευταίο τεύχος της «Α.» κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1967, ενώ άρχισε να κυκλοφορεί και η εβδομαδιαία εφημερίδα «Λαϊκός Δρόμος». Από το 1963, πριν ακόμη εκδοθεί η «Α.», και μέχρι το 1967, λειτούργησε και ο εκδοτικός οίκος «Ιστορικές Εκδόσεις».  

 

Αναγνωστάκη Λούλα (1931-2007). Θεατρική συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ξεκίνησε τη λογοτεχνική της παρουσία το 1965 με την τριλογία «Πόλη», που ανέβασε ο Κάρολος Κουν. Έγραψε, επίσης, τα θεατρικά έργα «Η νίκη», «Ο ήχος του όπλου», «Διαμάντια και μπλουζ» κ.ά. Το έργο της χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση των επιπτώσεων της ήττας του Εμφυλίου στις συνειδήσεις και των αδιεξόδων του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο.  Ήταν αδελφή του ποιητή Μανόλη Α. και σύζυγος του συγγραφέα Γιώργου Χειμωνά.

 

Αναγνωστάκη Νόρα (1930-2013). Συγγραφέας, δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, και το πατρικό της επώνυμο ήταν Βαρβέρη. Υπήρξε μέλος της ΕΠΟΝ. Ήταν σύζυγος του ποιητή Μανόλη Α., με τον οποίο συνεργάστηκε στο περιοδικό «Κριτική» και έζησε, επί χρόνια, στη Θεσσαλονίκη. Τα δοκίμιά της εκδόθηκαν στη συλλογή «Διαδρομή: δοκίμια κριτικής 1960-1995», ενώ έγραψε και τα βιβλία «Πνευματικές ασκήσεις», «Μαγικές εικόνες» κ.ά.

 

Αναγνωστάκης Μανόλης (1925-2005). Ποιητής και δοκιμιογράφος, αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου, ως φοιτητής της Ιατρικής Σχολής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΚΚΕ. Στα 1948-51 φυλακίστηκε, έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο. Το έργο του τον ενέταξε στους «ποιητές της ήττας». Υπήρξε μεταξύ αυτών που από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 αμφισβήτησαν το κυρίαρχο στον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Στην κατεύθυνση αυτή, εξέδιδε στα 1959-61 το λογοτεχνικό περιοδικό «Κριτική», ενώ συνεργάστηκε και με την «Επιθεώρηση Τέχνης». Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ έγινε μέλος του ΚΚΕ εσωτερικού και αργότερα της ΕΑΡ και του Συνασπισμού. Ήταν αδελφός της Λούλας και σύζυγος της Νόρας Α., και από τη δεκαετία του 1970 ζούσε στην Αθήνα. Το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργο περιλαμβάνεται στη συλλογή «Τα ποιήματα (1941-1971)» και πολλά δοκίμιά του στα «Αντιδογματικά: άρθρα και σημειώματα (1946-1977)».

 

Αναθεωρητισμός (ρεβιζιονισμός). Όρος που αναφέρεται στην εγκατάλειψη βασικών θέσεων του μαρξισμού και αργότερα του μαρξισμού-λενινισμού, και προσάπτεται ως αρνητικός χαρακτηρισμός, συχνά ταυτόσημος με την έννοια της ιδεολογικής και πολιτικής αποστασίας και προδοσίας.

Στο διεθνές εργατικό κίνημα ο όρος χρησιμοποιήθηκε για την καταδίκη των θέσεων του Έντουαρντ Μπερνστάιν, ηγετικής προσωπικότητας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ο οποίος, από τα τέλη της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, πρότεινε την αντικατάσταση της επαναστατικής προοπτικής από τη μεταρρυθμιστική (ρεφορμιστική). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια από το επαναστατικό ρεύμα που συγκρότησε το κομμουνιστικό κίνημα (Ρώσοι μπολσεβίκοι, Γερμανοί σπαρτακιστές κ.ά.), για τον χαρακτηρισμό της κυρίαρχης τάσης της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας.

Στο ελληνικό κίνημα ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους αρχειομαρξιστές και τους τροτσκιστές στην αντιπαράθεσή τους με το ΚΚΕ στον Μεσοπόλεμο. Το ΚΚΕ χαρακτήρισε αναθεωρητική την πολιτική του γιουγκοσλάβικου κόμματος που κατηγορήθηκε για «πισώπλατο χτύπημα» στον ΔΣΕ, κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Την κατηγορία του α. πρόσαψαν στο ΚΚΕ και την ΕΔΑ ο κομμουνιστές που αντιτάχτηκαν στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και της 6ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ του 1956, και συγκρότησαν το μαρξιστικό-λενινιστικό ρεύμα. Στη συνέχεια, ο όρος α. χρησιμοποιήθηκε από το ΚΚΕ για τον χαρακτηρισμό των θέσεων του ΚΚΕ εσωτερικού, ο τίτλος του οποίου δεν αναγνωριζόταν, αλλά αναφερόταν σαν «Αναθεωρητική Ομάδα». Από τους τροτσκιστές της ΕΔΕ χαρακτηρίζονταν ρεβιζιονιστικές οι θέσεις των λεγόμενων «παμπλικών» οργανώσεων (ΚΔΚΕ και αργότερα ΟΚΔΕ κ.ά.), ενώ σαν νεορεβιζιονιστική  αναφερόταν, από το ΕΚΚΕ, η ΟΜΛΕ και κατόπιν το ΚΚΕ (μ-λ).     

Στην κομμουνιστική παράδοση ο α. προσάπτεται ως αρνητικός χαρακτηρισμός κυρίως σε τάσεις «δεξιάς παρέκκλισης», ενώ οι «αριστερές παρεκκλίσεις» χαρακτηρίζονται δογματικές. Ο α. και ο δογματισμός θεωρούνται δίδυμο αλληλοσυμπληρωνόμενο, με κοινή βάση τον οπορτουνισμό που παίρνει δεξιές και αριστερές μορφές.

 

Αναιρέσεις. Περιοδική έκδοση της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση από το 1996. Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της οργάνωσης εντάσσεται και η διοργάνωση ετήσιου Φεστιβάλ των «Α.».

 

Αναμέτρηση - Ομάδα κομμουνιστών/στριών. Κίνηση στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που ιδρύθηκε το 2018, κυρίως από πρώην μέλη του ΝΑΡ και της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Το 2022 συνενώθηκε με τη Συνάντηση για μία Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά, συγκροτώντας την Αναμέτρηση - Οργάνωση για μια νέα κομμουνιστική Αριστερά. Βασικά της στελέχη ήταν οι Χρήστος Αβραμίδης, Θάνος Ανδρίτσος, Κώστας Γούσης, Κώστας Φουρίκος, Ζάχος Χριστοδουλόπουλος κ.ά.

 

Αναμέτρηση - Οργάνωση για μια νέα κομμουνιστική Αριστερά. Κίνηση που εντάσσεται στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ιδρύθηκε το 2022, με τη συνένωση της κίνησης Αναμέτρηση - Ομάδα κομμουνιστών/στριών και της Συνάντησης για μία Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά, και με τη συμμετοχή και ανένταχτων. Αποτελούμενη κυρίως από νέους εργαζόμενους και φοιτητές, επιδιώκει τη συνεργασία και ενότητα των δυνάμεων της ευρύτερης αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Βασικά της στελέχη είναι οι Χρήστος Αβραμίδης, Θάνος Ανδρίτσος, Γιάννος Γιαννόπουλος, Τόνια Κατερίνη, Αλίκη Κοσυφολόγου, Δημήτρης Λαβατσής, Αλέξανδρος Μινωτάκης, Δήμητρα Ρομποτή, Μάνια Σωτηροπούλου κ.ά.

 

Ανανεωτική Αριστερά. Όρος με τον οποίο αυτοπροσδιορίστηκαν οι τάσεις που αποσπάστηκαν από το ΚΚΕ μετά τη διάσπαση του 1968. Προδρομική οργάνωση του χώρου έχει θεωρηθεί η ΑΟΔΑ, που λειτούργησε στα 1964-65 με ηγέτη τον Λευτέρη Αποστόλου.

Κύρια δύναμη της α.Α. αναδείχτηκε το ΚΚΕ εσωτερικού, που πρόβαλε τον στόχο της «ανανέωσης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος». Το αίτημα συγκεκριμενοποιήθηκε στην ανανέωση της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας με την απαλλαγή της από τον σταλινικό δογματισμό, την αυτονομία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος και την κατάργηση της εξάρτησής του από ξένα καθοδηγητικά κέντρα (που αναφερόταν στις σχέσεις του ΚΚΕ με το ΚΚΣΕ), τη λειτουργία της εσωκομματικής δημοκρατίας, την αυτονομία των μαζικών κινημάτων και την κατάργηση της εξάρτησής τους από το κόμμα, και τη χάραξη μιας στρατηγικής προσαρμοσμένης στην ελληνική πραγματικότητα, στην κατεύθυνση ενός ελληνικού δημοκρατικού σοσιαλισμού. Πρόκειται, ουσιαστικά, για θέσεις που αποτέλεσαν τη βάση συγκρότησης του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος κατά τη δεκαετία του 1970.

H ούτως εννοούμενη ανανέωση αντιμετωπίστηκε από το ΚΚΕ σαν εκδήλωση αναθεωρητισμού: αναθεώρηση της επαναστατικής θεωρίας του μαρξισμού-λενινισμού, εγκατάλειψη του λενινιστικού μοντέλου του κόμματος νέου τύπου, άρνηση του προλεταριακού διεθνισμού, απόρριψη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας για τη σοσιαλιστική επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Τον στόχο της ανανέωσης πρόβαλαν και ομάδες και αγωνιστές που δεν εντάχθηκαν στο ΚΚΕ εσ., θεωρώντας ότι δεν μπορούσε να τον υπηρετήσει επαρκώς, αλλά και άλλοι που ως ανανέωση εννοούσαν την εγκατάλειψη της αναφοράς στο κομμουνιστικό κίνημα και στον μαρξισμό-λενινισμό, και συγκρότησαν την τάση του «Χάους».   Μέρος αυτών των αγωνιστών συμμετείχε στη μεταδικτατορική ΕΔΑ, η οποία αποτέλεσε συνιστώσα της α.Α.

Στον χώρο της α.Α. εντάχθηκε και η Σοσιαλιστική Πορεία που ιδρύθηκε από διαγραμμένα στελέχη του ΠΑΣΟΚ το 1975, καθώς και η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (Β' Πανελλαδική) που προήλθε από τη διάσπαση της νεολαίας του ΚΚΕ εσ. το 1978 και διακήρυσσε το αίτημα της «επαναστατικής ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος». Ως ενταγμένα στην α.Α. αυτοαναγνωρίζονταν και τα δύο κόμματα που προέκυψαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ εσ. το 1987, Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ) και ΚΚΕ Εσ. / Ανανεωτική Αριστερά.

Από τη δεκαετία του 1990 στον χώρο της α.Α. εντασσόταν ο Συνασπισμός και η ΑΚΟΑ, και μετά τη διάσπαση της τελευταίας, το 2000, και η Κομμουνιστική Ανανέωση. Στην α.Α. αναφερόταν και ο κύκλος που συγκροτήθηκε γύρω από το περιοδικό «Θέσεις» και η ομάδα που συγκροτούνταν γύρω από το περιοδικό «Ο Πολίτης» (1976-2008), αλλά και η ΑΕΚΑ, στα 2000-04. Στον χώρο της α.Α. αυτοεντασσόταν και η Δημοκρατική Αριστερά, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν το «άνοιγμά» του στον ευρύτερο χώρο των «προοδευτικών δυνάμεων», αυτοπροσδιοριζόταν ως κόμμα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς.

 

Ανανεωτική Εκσυγχρονιστική Κίνηση της Αριστεράς (ΑΕΚΑ). Πολιτική κίνηση που ιδρύθηκε το 2000 από στελέχη του Συνασπισμού τα οποία αποχώρησαν, εκτιμώντας ότι το κόμμα εγκατέλειψε τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά και διαμορφωνόταν σε «νεοκομμουνιστικό». Η ΑΕΚΑ υποστήριξε την πολιτική συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ για την ενότητα της Κεντροαριστεράς και το 2003 ο ηγέτης της, Νίκος Μπίστης, έγινε υφυπουργός της κυβέρνησης Σημίτη. Στις εκλογές του 2004 η κίνηση συμμετείχε στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο προσχώρησε αμέσως μετά.

 

Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά (ΑΚΟΑ). Μετονομασία του ΚΚΕ Εσωτερικού / Ανανεωτική Αριστερά από το 1991. Ανέπτυξε σχέσεις με άλλες οργανώσεις και τάσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και συνεργάστηκε με το ΚΚΕ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Το 2000, μετά την αποχώρηση ομάδας στελεχών της που συγκρότησε την Κομμουνιστική Ανανέωση, η ΑΚΟΑ συνεργάστηκε εκλογικά με τον Συνασπισμό και συμμετείχε στον Χώρο Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς και στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ. Από το 2004 ήταν ιδρυτική συνιστώσα του ΣΥPIZA και το 2013 αυτοδιαλύθηκε και ενσωματώθηκε σ’ αυτόν, με τη μετατροπή του σε ενιαίο κόμμα.

H ΑΚΟΑ αναφερόταν στην παράδοση του αριστερού ευρωκομμουνισμού, υποστήριζε την αντικαπιταλιστική προοπτική του κινήματος και της Αριστεράς και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, θεωρώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης, ενώ παράλληλα αναδείκνυε τη σημασία κοινωνικών κινημάτων, όπως το οικολογικό, το γυναικείο, το αντιρατσιστικό κ.λπ.

Η οργανωτική της ανάπτυξη ήταν σχετικά περιορισμένη, αλλά επηρέαζε σημαντικό μέρος ανένταχτων, κυρίως πρώην μέλη του ΚΚΕ εσ. Εκφραζόταν από την εβδομαδιαία εφημερίδα «Εποχή» και επικεφαλής της ήταν ο Γιάννης Μπανιάς, μέχρι τον θάνατό του, το 2011. Βασικά της στελέχη υπήρξαν οι Παύλος Κλαυδιανός, Πάνος Λάμπρου, Μάκης Μπαλαούρας, Θεόδωρος Παρασκευόπουλος, Αγγέλικα Σαπουνά κ.ά. Συμμετέχοντας στις εκλογές ως συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, στα 2007-09 εκπροσωπήθηκε στη Βουλή με τους Μπανιά και Περικλή Κοροβέση, και από το 2012 με τους Σταύρο Κοντονή, Αφροδίτη Σταμπουλή και Θεανώ Φωτίου.

 

Ανανεωτική Ομάδα Δημοκρατικής Αριστεράς (ΑΟΔΑ). Πολιτική κίνηση που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του ιστορικού ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Λευτέρη Αποστόλου το 1964, και μεταξύ των βασικών στελεχών της ήταν και ο αγωνιστής του φοιτητικού κινήματος Στέλιος Ράμφος. Η ΑΟΔΑ διακήρυξε την ανάγκη αυτοδιάλυσης του παράνομου ΚΚΕ και τον προσανατολισμό της ΕΔΑ σε συνεργασία με την Ένωση Κέντρου, ακόμα και στη στήριξή της με τη μορφή της εκλογικής ενίσχυσης, με στόχο τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής πολιτικής ζωής. Από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ χαρακτηρίστηκε δεξιά αναθεωρητική τάση. Διαλύθηκε το 1965.

 

Αναρχία. Βλ. Αναρχισμός.

 

Αναρχική Βιβλιοθήκη. Περιοδικό που εξέδιδε στην Πάτρα, στα 1898-99, ο Γιάννης Μαγκανάρας.

 

Αναρχικός. Δελτίο ενημέρωσης και κριτικής που εκδόθηκε το 1983 από τον Βασίλη Καραπλή, ο οποίος συνέχιζε την έκδοσή του μέχρι τον θάνατό του, το 2014.

 

Αναρχικός Εργατικός Όμιλος. Μικρή ομάδα που έδρασε στα 1876-77 στη Σύρο. Ιδρύθηκε από Ιταλούς και Γάλλους πολιτικούς πρόσφυγες και συνέβαλε στη συνδικαλιστική οργάνωση των ναυπηγοξυλουργών του νησιού.

 

Αναρχικός Εργατικός Σύνδεσμος. Αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1898 στην Αθήνα. Την αποτέλεσαν μέλη της ομάδας Κόσμος, που προερχόταν από τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο (Πάνος Γεροντής, Αλέξανδρος Ματιάτος, Δρόσος Μεϊντάνης, Νίκος Μωραΐτης, Ανδρέας Παπαμαρτυρόπουλος, Λουίζα Σπαρτάλη κ.ά.) και τα στελέχη του αναρχικού κινήματος της Πάτρας, Δημήτρης Καραμπίλιας και Γιάννης Μαγκανάρας, που λόγω των αστυνομικών διώξεων είχαν καταφύγει στην Αθήνα. Έπαψε να λειτουργεί μετά το 1901.

 

Αναρχικός Όμιλος Πύργου. Ομάδα που συγκροτήθηκε το 1898. Εξέδιδε την εφημερίδα «Νέον Φως» και  επικεφαλής της ήταν ο Βασίλειος Θεοδωρίδης.

 

Αναρχισμός. Ιστορικό ρεύμα του εργατικού κινήματος, που οι ρίζες του βρίσκονται σε παλιότερες εποχές αγροτικών εξισωτικών και αντιεξουσιαστικών κινημάτων. Διαμορφώθηκε θεωρητικά από τα μέσα του 19ου αιώνα με την καθοριστική συμβολή του Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν και του Μιχαήλ Μπακούνιν, και αργότερα του Πιοτρ Κροπότκιν. Βάση της θεωρητικής του συγκρότησης αποτελεί η θέση πως η ύπαρξη πολιτικής εξουσίας και κρατικού μηχανισμού συνιστά εμπόδιο στην ολόπλευρη ελεύθερη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Σύμφωνα με τους αναρχικούς, το κράτος, ως όργανο της κυρίαρχης τάξης, πρέπει να καταργηθεί (κατά τη μεγάλη πλειονότητά τους, μετά από βίαιη επανάσταση) και να αντικατασταθεί από νέες μορφές άμεσης και ελεύθερης συμμετοχής όλων των μελών της κοινωνίας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τα κοινά ζητήματα, ενώ, παράλληλα, πρέπει να καταργηθεί και η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και να αντικατασταθεί από συλλογικές (κολεκτιβιστικές) συνεταιριστικές, σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές μορφές οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας και της διανομής των αγαθών.

Οι αναρχικοί είναι αντίθετοι τόσο στη συμμετοχή στους αστικούς πολιτικούς θεσμούς -άρα και στη συγκρότηση και λειτουργία εργατικών κομμάτων- όσο και στην αντικατάσταση του αστικού κράτους από οποιοδήποτε εργατικό, το οποίο θεωρούν πως μοιραία θα λειτουργήσει ως νέο όργανο κοινωνικής καταπίεσης.

Ο α. στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα οι αναρχικές ιδέες άρχισαν να προπαγανδίζονται από το 1860 και διαδόθηκαν μεταξύ μικρών κύκλων εργατών και διανοουμένων από τα μέσα της δεκαετίας του 1870, κυρίως στην Κεφαλονιά, την Πάτρα, την Αθήνα και τη Σύρο. Σημαντική, για τα μέτρα του μικρού νεαρού εργατικού κινήματος της Ελλάδας, ήταν η ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, κυρίως στην Πάτρα, τον Πύργο, την Αθήνα και το Λαύριο.

Οι αναρχικές ομάδες της περιόδου αυτής ανέπτυξαν δραστηριότητα στην κατεύθυνση της προπαγάνδισης αναρχικών και σοσιαλιστικών ιδεών, με διακριτό το ρεύμα του αντιεξουσιαστικού χριστιανοσοσιαλισμού, καθώς και στην οργάνωση εργατικών συνδικάτων και τη διεξαγωγή διεκδικητικών αγώνων. Στην Πάτρα και τον Πύργο το αναρχικό ρεύμα συνδέθηκε και με τους σταφιδοπαραγωγικούς πληθυσμούς, αλλά υποχώρησε και διαλύθηκε προς τα τέλη της δεκαετίας, ως αποτέλεσμα της καταστολής, μετά από ενέργειες ατομικής τρομοκρατίας, και ως συνέπεια της σταφιδικής κρίσης και της αραίωσης του αγροτικού πληθυσμού.

Αναρχικοί δραστηριοποιήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, στην Αθήνα, το Λαύριο και τον Βόλο. Τελευταία οργανωτική απόπειρα αποτέλεσε η ίδρυση της Σοσιαλιστικής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης, το 1912.

Οι τελευταίοι εκφραστές αναρχικών απόψεων, μεταξύ των οποίων και ο Σταύρος Κουχτσόγλου, αντιπαρατέθηκαν στην πολιτική του ΣΕΚΕ και προχώρησαν, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, σε συνεργασία με τον συντηρητικό συνδικαλισμό. Έκτοτε και επί σειρά δεκαετιών, το αναρχικό ρεύμα στην Ελλάδα εξαφανίζεται. Καθοριστικό υπήρξε το γεγονός ότι η ανάπτυξη ισχυρού εργατικού κινήματος από τη δεκαετία του 1920 συνδέθηκε με την ύπαρξη του ΚΚΕ, το οποίο πρόβαλλε μια επαναστατική πολιτική σε προοπτική που φαινόταν ρεαλιστική, καθώς αναφερόταν στη νικηφόρα Ρωσική Επανάσταση και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση.

Το νέο αναρχικό κίνημα. Ο α. ξανακάνει την εμφάνισή του με τη συγκρότηση μικρών αντιεξουσιαστικών κύκλων τα τελευταία χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας, υπό την επίδραση της αναγέννησης των αναρχικών ιδεών στη δυτική Ευρώπη, στο πλαίσιο της νεολαιίστικης αμφισβήτησης και ιδιαίτερα της απήχησης του Μάη του 1968. Αντιστοίχως, το νέο αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα, που αναπτύσσεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, έχει ανάλογα αμφισβητησιακά νεολαιίστικα χαρακτηριστικά. Στην επανεμφάνιση του αναρχικού κινήματος σημαντική υπήρξε  η συμβολή εκδοτών αντιεξουσιαστικών έργων, όπως  ο Γιώργος Γαρμπής, ο Χρήστος Κωνσταντινίδης, ο Νίκος Μπαλής, η Σύλβια Παπαδοπούλου, ο Λεωνίδας Χρηστάκης κ.ά.

Το νέο αναρχικό κίνημα συχνά εμφανίστηκε με απροσδιόριστα τα όριά του προς συγγενικές τάσεις της Αυτονομίας και τον σιτουασιονισμό, στο πλαίσιο του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού χώρου. Από τότε έχει υπάρξει μεγάλο πλήθος ομάδων με αναρχικές ή γενικώς αντιεξουσιαστικές αναφορές. Κύριο χαρακτηριστικό του χώρου υπήρξε η πολιτιστική και πολιτισμική αμφισβήτηση, η γενικευμένη κριτική στην καθημερινή ζωή στον καπιταλισμό και η επικέντρωση της κριτικής και της δράσης ενάντια στην κρατική καταστολή και τους μηχανισμούς της. H δραστηριότητά του αντιμετωπίστηκε συχνά με αστυνομική καταστολή, με αποκορύφωμα τις δολοφονίες από αστυνομικούς των Μιχάλη Καλτεζά και Χριστόφορου Μαρίνου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, τις ποικίλες διώξεις άλλων (που χαρακτηρίστηκαν «συνήθεις ύποπτοι») και τις μαζικές συλλήψεις εκατοντάδων αναρχικών που είχαν καταλάβει το Πολυτεχνείο το 1995.

Ιδιαίτερα έντονη είναι η εκδοτική δραστηριότητα του νέου αναρχικού κινήματος. Εκτός από τις εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», «Ελεύθερος Τύπος» κ.λπ., μεγάλος αριθμός βιβλίων έχει βγει και από μικρότερους εκδοτικούς οργανισμούς, καθώς και από διάφορες ομάδες του χώρου. Έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς και πλήθος εφημερίδες και περιοδικά, με  σημαντικότερα τα «Πεζοδρόμιο», «Ιδεοδρόμιο», «Αναρχικός», «Αναρχία», «Ο Κόκορας που λαλεί στο σκοτάδι», «Σπάστης», «Αλληλεγγύη», «Αρένα», «Άναρχος», «Δοκιμή», «Τα άνθη του κακού», «Άλφα», «Εξέγερση», «Διαδρομή Ελευθερίας», «Βαβυλωνία», «Επί τα Πρόσω», «Ροσινάντε» κ.λπ.

Το νέο αναρχικό κίνημα έχει επικριθεί από τις δυνάμεις της Αριστεράς, κυρίως της κοινοβουλευτικής και ιδιαίτερα από το ΚΚΕ, αλλά και από τμήματα του εξωκοινοβουλευτικού χώρου, για δράση προβοκατόρικη. Θεωρείται πως η εμμονή στη χρησιμοποίηση βίαιων μορφών πάλης και μάλιστα κατά τη διάρκεια μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων και ανεξάρτητα από τις προθέσεις των μαζικών φορέων που τις διοργανώνουν, λειτουργεί ως πρόσχημα για την ένταση της κρατικής καταστολής ενάντια στο μαζικό κίνημα.

Στις γραμμές του αναρχικού κινήματος έχουν διαμορφωθεί ρεύματα με διαφορετικές πρακτικές και προσανατολισμούς. Ένα τμήμα προσανατολίζεται στη σύνδεση με το εργατικό και λαϊκό κίνημα, δεν απορρίπτει την τακτική συνεργασία με άλλες δυνάμεις και κυρίως με την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, και καταδικάζει δραστηριότητες που χαρακτηρίζει ως άσκοπη χρήση βίας. Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης συγκροτείται ο χώρος του «Black Bloc», που χαρακτηρίζεται από τον έντονα συγκρουσιακό χαρακτήρα του και την απόρριψη κάθε συνεργασίας με οποιαδήποτε από τις τάσεις της Αριστεράς. Πέρα από τις δύο αυτές τάσεις υπάρχει και το ρεύμα του πολιτιστικού-πολιτισμικού α., που επικεντρώνει τη δράση του στην έμπρακτη αναζήτηση μορφών εναλλακτικού τρόπου ζωής.

Στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο εντάσσονται και ομάδες που έχουν αναπτύξει ένοπλη δράση, ήδη από τη δεκαετία του 1980. Η σημαντικότερη από αυτές ήταν η Αντικρατική Πάλη, τα μέλη της οποίας Χρήστος Τσουτσουβής και Μιχάλης Πρέκας σκοτώθηκαν σε ένοπλες συγκρούσεις με αστυνομικούς το 1985 και το 1987 αντιστοίχως. Κατά τη δεκαετία του 2000 ανάλογη δραστηριότητα αναπτύχθηκε από τον Επαναστατικό Αγώνα (το μέλος του οποίου, Λάμπρος Φούντας, σκοτώθηκε από αστυνομικούς, το 2010), τη Σέχτα Επαναστατών και τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς.

 

Άναρχος. Περιοδικό που εξέδωσε πέντε τεύχη στην περίοδο 1983-86. Εξέφραζε αναρχοκομμουνιστικές απόψεις.

 

Αναρχοσυνδικαλισμός. Ρεύμα του αναρχικού κινήματος που αναπτύχθηκε από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, κυρίως σε χώρες της νοτιοδυτικής Ευρώπης (Ιταλία, Ελβετία, Γαλλία και Ισπανία), στις ΗΠΑ, το Μεξικό κ.ά. O α. ή επαναστατικός συνδικαλισμός απορρίπτει την πολιτική δράση του εργατικού κινήματος, κατά συνέπεια και την αναγκαιότητα συγκρότησης εργατικών πολιτικών κομμάτων, τη συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες κ.λπ. Επιδιώκοντας την ανεξάρτητη από κόμματα συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων, αποβλέπει στην ανάπτυξη εργατικών αγώνων με τελικό στόχο τη γενική απεργία με επαναστατικά ανατρεπτικά χαρακτηριστικά, για την κατάργηση της κρατικής εξουσίας και την κοινωνικοποίηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, για μια νέα κοινωνική οργάνωση στη βάση της εργατικής αυτοδιαχείρισης με όργανο τα εργατικά συνδικάτα.

Στην Ελλάδα ο α. εμφανίζεται ως ρεύμα του μικρού αναρχικού κινήματος κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού. Σημαντικότερη αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση ήταν ο Αναρχικός Εργατικός Σύνδεσμος, που λειτούργησε στην Αθήνα στα 1898-1901. Αναρχοσυνδικαλιστές έδρασαν και στο εργατικό κίνημα του Βόλου. Σε ανάλογη κατεύθυνση κινήθηκε η Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Οργάνωση στα 1912-14. Τελευταίος εκπρόσωπος του α. ήταν ο Σταύρος Κουχτσόγλου, που προερχόταν από το εργατικό κίνημα της Αιγύπτου και υποστήριξε τη θνησιγενή διασπαστική Διοίκηση της ΓΣΕΕ που συγκρότησαν κυβερνητικοί συνδικαλιστές το 1920.

Οι αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες επανεμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1970, στο πλαίσιο της αναγέννησης του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα, και στα 1979-82 ανέπτυξε δραστηριότητα Ομάδα Αναρχοσυνδικαλιστών. Καθώς το νέο αναρχικό κίνημα παρέμεινε, κυρίως, ρεύμα νεολαιίστικης αμφισβήτησης, οι αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες δεν έγινε κατορθωτό να συνδεθούν με το εργατικό κίνημα, αν και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα σύνδεσης, ιδιαίτερα με κλάδους όπου απασχολούνται νέοι με επισφαλείς σχέσεις εργασίας.

 

Ανάστασις. 1. Σοσιαλιστική εφημερίδα που εξέδωσε στο Αργοστόλι ο Μαρίνος Αντύπας, το 1900. Ο τίτλος της απηχούσε τις χριστιανοσοσιαλιστικές απόψεις του ιδρυτή της. Συνέχισε να εκδίδεται και μετά την αναχώρηση του Αντύπα από την Κεφαλονιά το 1903. Βασικά στελέχη της εφημερίδας και του Λαϊκού Αναγνωστηρίου, με το οποίο συνδεόταν, ήταν οι  Βρασίδας Αλεξάτος, Σπύρος Αρσένης, Κωνσταντίνος Δεστούνης, Νικόλαος Μαζαράκης κ.ά. Έπαψε να κυκλοφορεί το 1907, έχοντας συμβάλει στην ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος στο νησί, όπου το 1910 εκλέχτηκαν οι πρώτοι Έλληνες σοσιαλιστές βουλευτές (Πλάτων Δρακούλης, Δεστούνης και Μαζαράκης), ενώ το 1911 εκδηλώθηκε λαϊκή εξέγερση, με επικεφαλής τον χριστιανοσοσιαλιστή διάκονο Ιωάννη Κονιδάρη.

2. Σοσιαλιστική κίνηση που ιδρύθηκε το 1910 στη Ναύπακτο. Ο πλήρης τίτλος της ήταν Ριζοσπαστικός Σύλλογος Α.

3. Όργανο του Σοσιαλιστικού Ομίλου της Ελληνικής Νεολαίας που συγκροτήθηκε από το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας, του Νίκου Γιαννιού, το 1912. Υπεύθυνος της έκδοσης ήταν ο Κώστας Καραμούζης-Αθάνατος. Επρόκειτο για το πρώτο ελληνικό αριστερό νεολαιίστικο έντυπο.

 

Αναστασιάδης Κώστας (1908-1998). Στέλεχος του τροτσκιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ως φοιτητής εντάχθηκε στην αρχειομαρξιστική οργάνωση και πρωτοστάτησε στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1929-30. Στέλεχος της ΚΟΜΛΕΑ και αρχισυντάκτης της «Πάλης των Τάξεων», συμμετείχε το 1934 στην οργάνωση του «Μπολσεβίκου» και κατόπιν στον Νέο Δρόμο. Εξορίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά και από το 1942 συμμετείχε στην ίδρυση της Επαναστατικής Παράταξης του ΚΚΕ και στις μετεξελίξεις της. Το 1946 πήρε μέρος στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΚΔΚΕ. Εξορίστηκε στη Μακρόνησο και το 1952 εντάχθηκε στην ΕΔΑ, παραμένοντας τροτσκιστής. Μετά τη δικτατορία προσέγγισε το ΚΚΕ εσωτερικού. Ήταν σύζυγος της ποιήτριας και μεταφράστριας Γεωργίας Δεληγιάννη-Α. και πατέρας του σκηνοθέτη Σωτήρη Α.

 

Αναστασιάδης Στέργιος (1906-1949). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στο Ορτάκιοϊ της ανατολικής Θράκης, εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στην Καβάλα και το 1921 έγινε μέλος της Σοσιαλιστικής Νεολαίας, της μετέπειτα ΟΚΝΕ, και δραστηριοποιήθηκε στο αντιμιλιταριστικό κίνημα. Επί σειρά χρόνων ήταν γενικός γραμματέας της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας και το 1934 έγινε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Δραπετεύοντας το 1941 από τη Φολέγανδρο, όπου τον είχε εξορίσει η δικτατορία Μεταξά, συμμετείχε στη Μάχη της Κρήτης. Υπήρξε στέλεχος του ΕΑΜ και μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 1942. Κατά τον Εμφύλιο ανέλαβε την καθοδήγηση της παράνομης Κ.Ο. Αθήνας, συνελήφθη και εκτελέστηκε.

 

Αναστασιάδης Σωτήρης (1939-2006). Σκηνοθέτης και αγωνιστής της Αριστεράς. Γιος του Κώστα Α. και της Γεωργίας Δεληγιάννη – Α., γεννήθηκε στην Αθήνα. Εντάχθηκε στη Δ.Ν. Λαμπράκη και το 1968 συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε, ως μέλος του παράνομου Ρήγα Φεραίου. Τα βασανιστήριά του ενέπνευσαν στη μητέρα του το ποίημα «Θρήνος», που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Ως σκηνοθέτης, ασχολήθηκε κυρίως με ντοκιμαντέρ. 

 

Αναστασιάδης Χρήστος (1910-1987). Στέλεχος του τροτσκιστικού κινήματος. Κατά καιρούς χρησιμοποιούσε τα ψευδώνυμα Αθανασιάδης και Θαλασσινός. Γεννήθηκε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στην Αθήνα. Ως φοιτητής της Νομικής συμμετείχε στο φοιτητικό κίνημα και εντάχθηκε στο αρχειομαρξιστικό ρεύμα. Μετά τη διάσπαση της ΚΟΜΛΕΑ, το 1934, εντάχθηκε στον Μπολσεβίκο και κατόπιν στον Νέο Δρόμο. Με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία και το 1937 συμμετείχε στην ίδρυση της ΕΟΚΔΕ. Κατά τη Κατοχή δραπέτευσε και συμμετείχε στην ίδρυση του ΚΚΔΕ, του οποίου ήταν γραμματέας, όπως και του ΕΔΚΕ, που ιδρύθηκε το 1945. Το 1946 συμμετείχε στην ίδρυση του ΚΔΚΕ. Ήταν μεταξύ των καθοδηγητικών στελεχών του παράνομου ΚΔΚΕ και υπεύθυνος, στα 1959-67, του θεωρητικού-πολιτικού περιοδικού «Μαρξιστικό Δελτίο». Κατά τη δικτατορία του 1967-74 ήταν, επίσης, υπεύθυνος έκδοσης παράνομων εντύπων του ΚΔΚΕ. Μετά τη Μεταπολίτευση συμμετείχε στην ηγεσία της ΟΚΔΕ, μέχρι την αποχώρησή του, το 1982. Εξέδιδε και πάλι το «Μαρξιστικό Δελτίο», από το 1975 μέχρι λίγο πριν τον θάνατό του.

 

Ανασύνθεση - Οργάνωση Νεολαίας Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΟΝΡΑ). Οργάνωση που συγκροτήθηκε το 2015, μετά την αποχώρηση της πλειοψηφίας του Κ.Σ. της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, που αντιτάχθηκε στη μνημονιακή στροφή του κόμματος. Έχοντας σύνθεση κυρίως φοιτητική, το 2018 συμμετείχε στην ίδρυση της Συνάντησης για μία Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά. Το 2021 αυτοδιαλύθηκε και τα μέλη της εντάχθηκαν στη Συνάντηση που μετεξελίχθηκε σε ενιαία οργάνωση. Μεταξύ των βασικών στελεχών της ήταν οι Ηλίας Χρονόπουλος, Αναστασία Ματσούκα, Στέφανος Τυροβολάς, Μάνια Σωτηροπούλου κ.ά.

 

Ανασύνταξη. Εφημερίδα που εκδίδεται από το 1998, ως όργανο της σταλινικής-ζαχαριαδικής Κίνησης για την Ανασύνταξη του ΚΚΕ 1918-1955. Διευθυντής της είναι ο Τάσος Μπάλλος.

 

Ανάφη. Το νησί των Κυκλάδων που αποτέλεσε τόπο εξορίας αγωνιστών του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Στην Α. εξορίστηκαν το 1924 οι Γιώργης Κολοζώφ, Σεραφείμ Μάξιμος κ.ά., και επί δικτατορίας Πάγκαλου οι Ανδρόνικος Χαϊτάς, Κώστας Σκλάβος κ.ά. Εκατοντάδες άλλοι εξορίστηκαν πριν και κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά. Ανάμεσά  τους ήταν οι Δημήτρης Γληνός, Κώστας Θέος, Γιώργος Σιάντος, η μετέπειτα ηρωίδα της Αντίστασης Ηλέκτρα Αποστόλου, ο γραμματέας του Ε.Κ. Θεσσαλονίκης Γιάννης Χατζηδήμου κ.ά. Οι εξόριστοι της Α. απέδρασαν το 1941, αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή. Υπήρξε τόπος εξορίας και στα 1946-48. 

 

Ανδρεάδης Θέμης (1949-). Τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός. Γεννήθηκε στην Καλλιθέα Αττικής από φτωχή προσφυγική οικογένεια, διδάχτηκε κιθάρα από τον Νότη Μαυρουδή και εμφανίστηκε στο τραγούδι το 1966. Η αριστερή του τοποθέτηση εκφράστηκε και στην καλλιτεχνική του παρουσία, ήδη από τα τελευταία χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας.  

 

Ανδρεόπουλος Δημήτριος (1871-1947). Χριστιανοσοσιαλιστής που έδρασε στην Πάτρα στις αρχές του 20ού αιώνα, γνωστός και με το επώνυμο Κατσίβελος. Σπούδασε μαθηματικά και αρχιτεκτονική, και το 1902 συγκρότησε την κίνηση Χριστιανική Ισοπολιτεία και δραστηριοποιήθηκε στην ίδρυση εργατικών σωματείων. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Πάτρας, του οποίου έγινε πρόεδρος. Το 1910 κατέβηκε στις εκλογές ως υποψήφιος βουλευτής, χωρίς να εκλεγεί. Παρέμεινε ανεξάρτητος χριστιανοσοσιαλιστής και το 1928 εξέδωσε τη θρησκευτικοκοινωνική εφημερίδα «Σάλπιγξ». Συμμετείχε και στις εκλογές του 1933, χωρίς και πάλι να εκλεγεί.

 

Ανδριόπουλος Ηλίας (1950-). Μουσικοσυνθέτης. Γεννήθηκε στο Λαντζόι Ολυμπίας και σπούδασε μουσική στην Αθήνα. Έχει γράψει συμφωνικά έργα και τραγούδια, μεταξύ των οποίων και πολιτικά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης και τη δεκαετία του 1980. Έχουν κυκλοφορήσει οι κύκλοι τραγουδιών του «Εικόνες», «Λαϊκά προάστια», «Οι ξένες πόρτες» κ.ά.

 

Ανδρουλάκης Μίμης (1951-). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος που μετατοπίστηκε στην Κεντροαριστερά. Γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου και ως φοιτητής του Πολυτεχνείου εντάχθηκε στην παράνομη ΚΝΕ και συμμετείχε στο φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα. Υπήρξε μεταπολιτευτικά κορυφαίο στέλεχος της ΚΝΕ και του ΚΚΕ, και βουλευτής. Το 1991 αποχώρησε από το ΚΚΕ, συμμετέχοντας στη μετεξέλιξη του Συνασπισμού σε ενιαίο κόμμα, και στη συνέχεια προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ, με το οποίο εκλέχτηκε ξανά βουλευτής στα 2004, 2007 και 2009. Έχει γράψει πολιτικά και λογοτεχνικά βιβλία. 

 

Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα (ΑΕΣ). Τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1930, μετά τη ρήξη της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης με τη συντηρητική ηγεσία της ΓΣΕΕ. Επικεφαλής των ΑΕΣ ήταν ο Δημήτρης Στρατής και βασικά της στελέχη οι Γεώργιος Λάσκαρης, Δημήτρης Παππάς κ.ά. Επηρέαζαν περίπου το ένα έκτο των συνδικαλισμένων εργαζομένων και οι κύριες δυνάμεις τους βρίσκονταν στους σιδηροδρομικούς, τους ναυτεργάτες και τους ιδιωτικούς υπαλλήλους. Το 1932, από κοινού με το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, του Νίκου Καλύβα, ίδρυσαν την Πανελλαδική Συνομοσπονδία Εργασίας. Οι δυνάμεις που προέρχονταν από τα ΑΕΣ επαναπροσχώρησαν στη ΓΣΕΕ το 1935 και το 1941 τα στελέχη τους συγκρότησαν τη Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Παράταξη, που εντάχθηκε στο Εργατικό ΕΑΜ.

 

Ανεξάρτητες Εργατικές Συσπειρώσεις. Κίνηση συνεργασίας σχημάτων συνδικαλιστικής παρέμβασης του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, κατά την περίοδο 1982-85. Καθώς ο χώρος αυτός παρέμενε σε μεγάλο βαθμό φοιτητοκεντρικός, ενώ είχε μπει ήδη σε σοβαρή κρίση, η επιρροή του στους εργαζόμενους ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και οι Συσπειρώσεις δεν μπόρεσαν να μαζικοποιηθούν.

 

Ανεξάρτητη Κομμουνιστική Νεολαία Αθηνών. Οργάνωση που ιδρύθηκε το  1921 από φοιτητές, στελέχη της νεολαίας του ΣΕΚΕ που αποχώρησαν, υποστηρίζοντας την ανεξαρτησία του νεολαιίστικου κινήματος από το κόμμα. Επικεφαλής της ήταν οι Εμμανουήλ Μπερνιδάκης, Πέτρος Πικρός και Τάκης Φίτσος, και συνδεόταν με την ομάδα Σπέρα - Φανουράκη. Σύντομα αυτοδιαλύθηκε και τα μέλη της επανεντάχθηκαν στην κομματική νεολαία.

 

Ανεξάρτητη Κομμουνιστική Οργάνωση Αθήνας. Παράνομη οργάνωση που συγκροτήθηκε στην περιοχή της πρωτεύουσας στις αρχές του 1941, από κομμουνιστές που ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στα καθοδηγητικά κέντρα του κόμματος, θεωρώντας πως είχαν διαβρωθεί από την Ασφάλεια. Επικεφαλής της ήταν ο Σπύρος Καλοδίκης. Αποτέλεσε τη βάση για την ανασυγκρότηση των κομματικών δυνάμεων στην Αθήνα τους πρώτους μήνες της Κατοχής.

 

Ανεξάρτητη Σοσιαλιστική Ομάδα. Σοσιαλδημοκρατική κίνηση που συγκροτήθηκε το 1946 από πρώην στελέχη της ΕΛΔ-ΣΚΕ, με γραμματέα τον Στρατή Παπαϊωάννου και βασικά στελέχη τους Νίκο Ευαγγελόπουλο, Σπύρο Καλογερόπουλο, Γιάννη Κοκορέλη, Γεώργιο Λάσκαρη, Γιάννη Μηλιάδη κ.ά. Επέκρινε το ΣΚ-ΕΛΔ για φιλοκομμουνιστική πολιτική. Συμμετείχε στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδία που αποτελούνταν από αντικομμουνιστικές σοσιαλιστικές κινήσεις και στήριζε την Ανεξάρτητη Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Παράταξη. Στις εκλογές του 1950, συμμετέχοντας στη Σοσιαλιστική Ανασυγκρότηση, στήριξε την ΕΠΕΚ του Νικολάου Πλαστήρα, στην οποία προσχώρησε μέρος των μελών της μετά την αυτοδιάλυσή της.

 

Ανεξάρτητη Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Παράταξη. Κίνηση που ίδρυσαν το 1946 πρώην στελέχη της Σοσιαλιστικής Συνδικαλιστικής Παράταξης, με επικεφαλής τον Γεώργιο Λάσκαρη, που αποχώρησαν, διαφωνώντας με την πολιτική της, την οποία θεωρούσαν φιλοκομμουνιστική. Πολιτικά εκφράζονταν από την Ανεξάρτητη Σοσιαλιστική Ομάδα. Συγκρότησαν, σε συνεργασία με τους αρχειομαρξιστές, το Ανεξάρτητο Συνδικαλιστικό Εργατικό Μέτωπο και εντάχθηκαν στην αντικομμουνιστική πτέρυγα του συνδικαλιστικού κινήματος.

 

Ανεξάρτητο Αγροτικό Κόμμα. Συγκροτήθηκε το 1945, ως μετεξέλιξη του Αγροτικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδας, με ηγέτη τον Απόστολο Βογιατζή. Εξέδιδε την «Αγροτική Φωνή» και συμμετείχε στην Επιτροπή Συντονισμού Σοσιαλιστικών και Αγροτικών Κομμάτων. Το 1946 διασπάστηκε και ένα τμήμα του συμμετείχε στην ίδρυση του ΣΚ-ΕΛΔ, ενώ το άλλο, με επικεφαλής τον Διονύση Μπενετάτο, συμμετείχε στην αντικομμουνιστική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία, διατηρώντας τον τίτλο του.

 

Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα. Κίνηση που ίδρυσαν το 1922 οι συνδικαλιστές Κώστας Σπέρας, Γιάννης Φανουράκης, Κώστας Βαφειάδης (που αποχώρησε σύντομα) κ.ά. πρώην στελέχη του ΣΕΚΕ, που εξέδιδαν από το 1921 την εφημερίδα «Κόκκινη Σημαία» και κατόπιν τη «Νέα Ζωή». Γραμματέας ήταν ο Σταύρος Γιαννουλάτος και δημοσιογραφικό όργανο η εφημερίδα «Εργατική». Υποστήριζε την ανεξαρτησία των συνδικάτων από κομματικές παρεμβάσεις και αντιτασσόταν στην οργανική σύνδεση της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ. Το 1923 συνεργάστηκε με το ΣΚΕ του Νίκου Γιαννιού και στις εκλογές στήριξε τη Δημοκρατική Ένωση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Η δράση της ατόνησε στη συνέχεια και το 1925 διαλύθηκε, ενώ κεντρικά της στελέχη προσχώρησαν στον συντηρητικό αντικομμουνιστικό συνδικαλισμό.

 

Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Οργάνωση που συγκροτήθηκε το 1931 από τον Χρήστο Χωμενίδη και σοσιαλιστές συνδικαλιστές των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων (Δημήτρης Στρατής, Γεώργιος Λάσκαρης κ.ά.), που διαφωνούσαν με τη συμμετοχή του ηγέτη της ΓΣΕΕ, Γιάννη Καλομοίρη, στο νεοσύστατο Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ). Το 1932, μετά τη διαγραφή του Καλομοίρη, το ΑΣΚ διαλύθηκε και τα μέλη του προσχώρησαν στο ΣΚΕ.

 

Ανεξάρτητο Συνδικαλιστικό Εργατικό Μέτωπο. Περιορισμένης απήχησης συνδικαλιστική κίνηση, αντικομμουνιστικού σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού. Συγκροτήθηκε το 1947 από την Ανεξάρτητη Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Παράταξη, του Γεωργίου Λάσκαρη, και από την Αρχειομαρξιστική Συνδικαλιστική Παράταξη, του Μανώλη Μαθιόπουλου. Διαλύθηκε το 1949.

 

Ανεξάρτητος. Εφημερίδα που εξέδιδε στα 1933-36 ο αγροτοσοσιαλιστής Δημήτρης Πουρνάρας. Αποτέλεσε βήμα διαλόγου της ευρύτερης Αριστεράς και ανάμεσα στους συνεργάτες της ήταν ηγετικά στελέχη της και αριστεροί διανοούμενοι. Το 1933 μαζί με την εφημερίδα κυκλοφορούσαν και τεύχη του «Κοινωνιολογικού και Πολιτικού Λεξικού».

 

Ανεστόπουλος Θάνος (1967-2016). Μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής. Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη και ανέπτυξε δραστηριότητα στον χώρο της ροκ μουσικής στην Αθήνα. Αποκορύφωμα της καριέρας του ήταν ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στο συγκρότημα «Διάφανα Κρίνα», στα 1991-2009.

 

Άνθη του Κακού. Περιοδικό του αντιεξουσιαστικού χώρου που εκδιδόταν στα 1986 -90. Στην εκδοτική ομάδα συμμετείχαν οι  Μιχάλης Καστρινάκης, Μιχάλης Πρωτοψάλτης κ.ά.

 

Ανουσάκη Μαλαίνα (1916-2000). Ηθοποιός. Γεννήθηκε στον Πόρο και εμφανίστηκε με επιτυχία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Συμμετείχε στο ΚΚΕ και στο εαμικό κίνημα, και εξορίστηκε κατά τον Εμφύλιο. Συνέχισε τη δράση της από τις γραμμές της ΕΔΑ και μετά τη δικτατορία διατήρησε τη σχέση της με το ΚΚΕ.

 

Ανταίος. Επιστημονικό περιοδικό της Αριστεράς, προσκείμενο στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Άρχισε να κυκλοφορεί ως δεκαπενθήμερο από τον Μάιο του 1945, με στόχο τη «μελέτη των προβλημάτων της Ανοικοδόμησης» και διευθυντή τον Χαράλαμπο Θεοδωρίδη και κατόπιν τον Δημήτρη Μπάτση. Από τον κύκλο που εξέδιδε τον «Α.» ιδρύθηκε τον ίδιο χρόνο η Επιστημονική Εταιρεία για τη Μελέτη των Νεοελληνικών Προβλημάτων, που έγινε γνωστή ως Επιστήμη-Ανασυγκρότηση (ΕΠ-ΑΝ). Μεταξύ των αρθρογράφων του ήταν οι Άγγελος Αγγελόπουλος, Ανδρέας Ζάκκας, Ηλίας Ηλιού, Δημήτρης Καλιτσουνάκις, Κώστας Καραγιώργης, Νίκος Κιτσίκης, Πέτρος Κόκκαλης, Σεραφείμ Μάξιμος, Βασίλης Νεφελούδης κ.ά. Παρά τις διώξεις πολλών από τους συντελεστές του κατά τα χρόνια του Εμφυλίου και την απαγόρευση λειτουργίας της ΕΠ-ΑΝ το 1950, η έκδοσή του συνεχίστηκε μέχρι τη σύλληψη του Μπάτση το 1951, που  εκτελέστηκε μαζί με τον Νίκο Μπελογιάννη.

 

Ανταίος Πέτρος (1920-2002). Αγωνιστικό ψευδώνυμο του στελέχους του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς, Σταύρου Γιαννακόπουλου. Γεννήθηκε στην Προύσα και εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Το 1941, ως φοιτητής της ΑΣΟΕΕ, πρωτοστάτησε στην ίδρυση της νεολαιίστικης οργάνωσης Αλήθεια, που μετεξελίχθηκε στη Φιλική Εταιρία Νέων, και στα 1942-43 ήταν γραμματέας του ΕΑΜ Νέων. Ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ στη συνέχεια, συμμετείχε στον ΔΣΕ και μετά το 1949 έζησε στην ΕΣΣΔ, όπου σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, εντάχθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση. Έγραψε τα βιβλία «Οι αθώοι του οράματος», «Ν. Ζαχαριάδης, θύτης και θύμα», «Συμβολή στην ιστορία της ΕΠΟΝ» κ.ά.

 

Αντάρτικο. Αναφέρεται και ως ανταρτοπόλεμος, παρτιζάνικος ή ανορθόδοξος πόλεμος. Διεξάγεται, κυρίως, με την αποφυγή μαχών κατά παράταξη, χρησιμοποιώντας την ενέδρα, τον αιφνιδιασμό, την παρενόχληση του αντιπάλου και τη διαρκή μετακίνηση των ανταρτοομάδων.

Το α. ήταν η κύρια μορφή που χρησιμοποίησε ο ΕΛΑΣ, αν και όχι η αποκλειστική, καθώς ήταν πολλές οι μάχες κατά παράταξη που διεξήγαγε τόσο εναντίον των κατακτητών και των συνεργατών τους όσο και κατά των ένοπλων αντιεαμικών οργανώσεων. Από τον Σεπτέμβριο, μάλιστα, του 1943 συγκροτήθηκε με βάση τη δομή τακτικού στρατού.

Στον Εμφύλιο το πέρασμα από την κατά κύριο λόγο αντάρτικη δράση στην κατά κύριο λόγο μάχη κατά παράταξη αποτέλεσε σημείο σημαντικής διαφωνίας ανάμεσα στον επικεφαλής του ΔΣΕ Μάρκο Βαφειάδη και τον ηγέτη του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη, και έναν από τους λόγους απομάκρυνσης του πρώτου από τη στρατιωτική ηγεσία. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για βαθύτερη πολιτική διαφωνία σχετικά με τους στόχους και την προοπτική του ένοπλου αγώνα. Για τον Βαφειάδη, η συνέχιση του ανταρτοπολέμου θα απέβλεπε στη διαρκή εξασθένιση του αντιπάλου, που έτσι θα υποχρεωνόταν σε συμβιβασμό. Κατά τον Ζαχαριάδη, προείχε η κατάληψη σταθερού εδάφους γύρω από κάποιο αστικό κέντρο όπου θα έδρευε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, που θα μπορούσε, έτσι, να αναγνωριστεί από τις φιλικές λαϊκοδημοκρατικές κυβερνήσεις, δίνοντάς τους τη δυνατότητα νομότυπης πολιτικής και υλικής ενίσχυσης του αγώνα. Παρά την επιλογή της κατά μέτωπο παράταξης, δεν σταμάτησαν οι αντάρτικες επιχειρήσεις μέχρι και την κατάρρευση του ΔΣΕ το 1949, ενώ υπολείμματα ανταρτοομάδων παρέμειναν στη Μακεδονία, μέχρι το 1951, και σε κάποια νησιά, κατά τα επόμενα χρόνια.

H συμμετοχή στο α. και στις δύο φάσεις του, αποτέλεσε αιτία πολύχρονων διώξεων, εκτελέσεων, φυλακίσεων, εκτοπίσεων, ενώ δεκάδες χιλιάδες μαχητές του ΔΣΕ έζησαν επί δεκαετίες ως πολιτικοί πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Αποτέλεσε, παράλληλα, τίτλο τιμής, αναγνωριζόμενο όχι μόνο από τους κομμουνιστές και την Αριστερά, αλλά και ευρύτερα.

 

Αντάρτικο πόλεων. Μορφή διεξαγωγής ένοπλου επαναστατικού αγώνα, που συνίσταται στη δράση παράνομων ομάδων που προβαίνουν σε σαμποτάζ, απαλλοτριώσεις χρημάτων από τράπεζες και επιχειρήσεις, και ατομική τρομοκρατία, με απαγωγές, τραυματισμούς και εκτελέσεις προσώπων της αστικής τάξης, και στελεχών και οργάνων του κυρίαρχου καθεστώτος. Έχοντας χρησιμοποιηθεί ως μορφή πάλης κυρίως από το αναρχικό κίνημα, αλλά για σύντομο διάστημα και από το Κόμμα των Μπολσεβίκων, αποτέλεσε την κύρια μορφή διεξαγωγής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Αλγερία και την Κύπρο κατά τη δεκαετία του 1950, και προσέλαβε ιδιαίτερη έκταση από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τη δεκαετία του ’80, σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης (Ιταλία, Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Βόρεια Ιρλανδία και Ισπανία, κυρίως στη Χώρα των Βάσκων) και της Λατινικής Αμερικής (Ουρουγουάη, Βραζιλία, Αργεντινή, Μεξικό κ.ά.), και αποτέλεσε βασική μορφή δράσης του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος. Χωρίς να έχει πάψει να αποτελεί μορφή συγκρότησης και αγώνα αριστερών κινημάτων, κατά τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιείται, κυρίως, από ισλαμιστικά κινήματα.

Στην Ελλάδα το α.π. έκανε την εμφάνισή του στο πλαίσιο της Εθνικής Αντίστασης κατά την περίοδο της Κατοχής, με τη συγκρότηση της Οργάνωσης Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ), το 1943. Κάποιες μεμονωμένες ενέργειες α.π. έγιναν και με την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, στο πλαίσιο της «Στενής Αυτοάμυνας» που οργάνωσε το ΚΚΕ, και οι ομάδες που τις πραγματοποιούσαν ταυτίζονταν συχνά με την ΟΠΛΑ. Από τον Απρίλιο του 1948 και την εκτέλεση του υπουργού Δημόσιας Τάξης Χρήστου Λαδά, σταμάτησε η ένοπλη δράση στα αστικά κέντρα, ως αποτέλεσμα της καταστολής.

Το α.π. αποτέλεσε μορφή πάλης μιας σειράς αντιδικτατορικών οργανώσεων κατά την περίοδο 1967-74. Σε ενέργειες α.π., κυρίως με την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών, προέβησαν οργανώσεις όπως το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, η κεντροαριστερή Δημοκρατική Άμυνα, ακόμη και δεξιές αντιδικτατορικές ομάδες. Κορυφαία ενέργεια ήταν η αποτυχημένη απόπειρα ανατίναξης του αυτοκινήτου που μετέφερε τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλου, τον Αύγουστο 1968, από τον Αλέξανδρο Παναγούλη, μέλος της κεντροαριστερής οργάνωσης Ελληνική Αντίσταση.

Ενώ το ΚΚΕ εκτιμούσε πως ενέργειες α.π. ήταν αναποτελεσματικές, το ΚΚΕ εσωτερικού δεν ήταν εντελώς απορριπτικό, μέχρι την αλλαγή της ηγετικής του ομάδας το 1973, και στις γραμμές της προσκείμενης φοιτητικής οργάνωσης Ρήγας Φεραίος και του ΠΑΜ είχε συγκροτηθεί και η Ομάδα Άρης, προσανατολισμένη σ’ αυτή τη μορφή δράσης. Απορριπτικές ήταν και οι περισσότερες ακροαριστερές οργανώσεις, τροτσκιστικές, μ-λ κ.λπ. Άλλες, όπως η Λαϊκή Πάλη, η 20ή Οκτώβρη, η Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση κ.λπ., συγκροτήθηκαν αποσκοπώντας στη διεξαγωγή α.π.

Μετά την πτώση της δικτατορίας το α.π. προσέλαβε νέα χαρακτηριστικά, με τη δράση, κυρίως, της Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη, του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα (ΕΛΑ), της αντιεξουσιαστικής Αντικρατικής Πάλης και άλλων μικρότερων, χρονικά περιορισμένης δράσης, οργανώσεων. Οι ενέργειες των οργανώσεων που διεξήγαγαν α.π. εύρισκαν ιδιαίτερη απήχηση κατά τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, καθώς στρέφονταν εναντίον βασανιστών της δικτατορικής περιόδου, στελεχών αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών κ.λπ.

Η συνέχιση της δράσης των μαρξιστικής ή αντιεξουσιαστικής αναφοράς οργανώσεων α.π. και μετά την υποχώρηση του ένοπλου κινήματος σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για το ελληνικό κράτος. Παρά το ότι το 2002 εξαρθρώθηκε η 17 Νοέμβρη και στη συνέχεια συνελήφθησαν και άτομα που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στον ΕΛΑ –που είχε διαλυθεί ήδη προ δεκαετίας- η δράση ομάδων α.π. δεν σταμάτησε. Βασικό χαρακτηριστικό της νέας γενιάς οργανώσεων του α.π. (Επαναστατικός Αγώνας, Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, Σέχτα Επαναστατών κ.ά.), που έδρασαν, κυρίως, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, ήταν η ένταξή τους, στο σύνολό τους, στον αντιεξουσιαστικό χώρο.

Κυρίαρχη άποψη στην Αριστερά είναι η αντίθεση  στο α.π. σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, θεωρώντας πως οι ενέργειές του λειτουργούν ως πρόσχημα για τη θωράκιση του κατασταλτικού μηχανισμού και τον περιορισμό των λαϊκών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Επίσης, υποστηρίζεται πως η δράση του α.π. λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, καθώς εμφανίζεται να υποκαθιστά τη δράση των ίδιων των λαϊκών μαζών. Εντούτοις, ενώ το ΚΚΕ, τμήματα της ανανεωτικής Αριστεράς και κάποιες από τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς χαρακτηρίζουν τις οργανώσεις του α.π. συνειδητά προβοκατόρικες, άλλες δυνάμεις τις αντιμετωπίζουν ως τμήμα του κινήματος, ανεξάρτητα από την αντικειμενικά προβοκατόρικη ή έστω αποπροσανατολιστική λειτουργία τους.

 

Αντί. Αριστερό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό. Το πρώτο τεύχος εκδόθηκε από τους Αντώνη Καρκαγιάννη, Δημήτρη Παπαναγιώτου και Χρήστο Παπουτσάκη, τον Μάιο 1972, και κατασχέθηκε. Επανεκδόθηκε ως δεκαπενθήμερο από τον Παπουτσάκη μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974. Αποτέλεσε βήμα διαλόγου, κυρίως του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς. H έκδοσή του, ως μηνιαίου, συνεχίστηκε μέχρι το 2008.

 

Αντιδικτατορική Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας. 1. Παράνομη κίνηση που συγκροτήθηκε στις αρχές του 1969 από στελέχη του προδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, προερχόμενα κυρίως από τη Δ.Ν. Λαμπράκη (Κώστας Κωσταράκος, Μίμης Μανωλάκος, Φώτης Προβατάς, Γιάννης Ρέγκας και Λευτέρης Τσίλογλου) και την κεντρώα ΕΔΗΝ (Κώστας Αλαβάνος και Σήφης Βαλυράκης). Λόγω της έντονης αστυνομοκρατίας στα πανεπιστήμια δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί και διαλύθηκε, μετά από αλλεπάλληλες συλλήψεις μελών του Ρήγα Φεραίου, που αποτελούσαν και τη μεγάλη πλειονότητα των μελών της.

2. (Αντι-ΕΦΕΕ). Φοιτητική παράταξη που ιδρύθηκε το 1971 σε συνθήκες παρανομίας, με πρωτοβουλία της ΚΝΕ, και εξέδιδε την εφημερίδα «Πανσπουδαστική». Αναπτύχθηκε στα 1972-73, συμμετέχοντας ενεργά στο μαζικό φοιτητικό κίνημα, και αναδείχτηκε σε μια από τις πιο μαζικές αντιδικτατορικές φοιτητικές οργανώσεις. Αν και αντιτάχθηκε στην κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο 1973, συμμετείχε στη Συντονιστική Επιτροπή και στην εξέγερση. Εντούτοις, λίγο αργότερα, η «Πανσπουδαστική» κατήγγειλε αυτούς που πρωτοστάτησαν στην κατάληψη, σαν πράκτορες του δικτατορικού καθεστώτος. Τον Φεβρουάριο 1974 μεγάλο μέρος της στελέχωσής της συνελήφθη. H Αντι-ΕΦΕΕ διαλύθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας και τα μέλη της συγκρότησαν την Πανσπουδαστική συνδικαλιστική κίνηση. Μεταξύ των βασικών στελεχών της Αντι-ΕΦΕΕ ήταν οι Αλέκος Αλαβάνος, Αριάδνη Αλαβάνου, Μίμης Ανδρουλάκης, Νάντια Βαλαβάνη, Ιωάννα Καρυστιάνη, Γιάννης Κοροβέσης, Παναγιώτης Λαφαζάνης, Στέλιος Λογοθέτης, Νίκος Μπίστης, Τόνια Μωροπούλου, Γιώργος Φιλιππάκης κ.ά.

 

Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ). Συγκροτήθηκε στην παρανομία τον Αύγουστο του 1967 από συνδικαλιστικά στελέχη της Αριστεράς, με σκοπό την ανασύνταξη των εργατικών συνδικαλιστικών δυνάμεων, την οργάνωση διεκδικητικών αγώνων και την ανάπτυξη εργατικού αντιδικτατορικού κινήματος. Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, συνδέθηκε με το ΚΚΕ εσωτερικού.

Καθώς εκατοντάδες αριστεροί συνδικαλιστές ήταν φυλακισμένοι και εξόριστοι, και δεν παρουσιαζόταν μαζική συνδικαλιστική ή πολιτική δραστηριότητα στις γραμμές της εργατικής τάξης και γενικότερα των εργαζομένων, η δράση του ΑΕΜ παρέμεινε περιορισμένη και είχε τη μορφή συγκρότησης μικρών συνδικαλιστικών πυρήνων αντίστασης και έκδοσης ανακοινώσεων και παράνομων προκηρύξεων.

Μετά την πτώση της δικτατορίας λειτούργησε ως συνδικαλιστική παράταξη του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς (του ΚΚΕ εσ., της ΕΔΑ και πολλών κομματικά ανένταχτων συνδικαλιστών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο πρόεδρός του, Ορέστης Χατζηβασιλείου) και εξέδιδε την εφημερίδα «Εργατική Ενότητα». Προσπαθώντας να εξειδικεύσει και να εφαρμόσει στο συνδικαλιστικό κίνημα την πολιτική της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ) του ΚΚΕ εσ., με την οποία ταυτιζόταν και η πολιτική της ΕΔΑ, το ΑΕΜ συνεργάστηκε, στις εκλογές του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, το 1975, με τους κεντρώους και τους φιλοκυβερνητικούς συνδικαλιστές στο πλαίσιο της Αδέσμευτης Συνδικαλιστικής Δημοκρατικής Συνεργασίας (ΑΣΔΗΣ), με αποτέλεσμα να επικριθεί από τις άλλες δυνάμεις της συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης (την ΠΑΣΚΕ, συνδικαλιστική παράταξη του ΠΑΣΟΚ, και κυρίως από την ΕΣΑΚ, του ΚΚΕ) για πολιτική ταξικής συνεργασίας και για φιλοκυβερνητισμό. Η πολιτική της κριτικής στήριξης της κυβέρνησης της «δημοκρατικής Δεξιάς» για την απομόνωση των ακροδεξιών στοιχείων και την αποτροπή του κινδύνου νέας αντιδημοκρατικής εκτροπής, και η αντίθεση σε προωθημένες μορφές πάλης σε μια περίοδο έντασης των εργατικών αγώνων, θεωρείται πως συνέβαλαν στην περιορισμένη απήχηση του ΑΕΜ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Το ΑΕΜ προώθησε θέσεις, όπως η αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος από άμεσες κομματικές εξαρτήσεις, η δημοκρατική λειτουργία των οργανώσεών του και η υπεράσπιση της οργάνωσης κατά μεγάλη παραγωγική μονάδα (εργοστασιακός και επιχειρησιακός συνδικαλισμός). Στα 1976-81 συμμετείχε σε ενωτικές συνδικαλιστικές πρωτοβουλίες με την ΠΑΣΚΕ και την ΕΣΑΚ, και στη συγκρότηση των ΣΑΔΕΟ και της ΣΕΔΟ.

Το 1981 μετονομάστηκε σε Ανανεωτικό Εργατικό Μέτωπο και συνέχισε τη δράση του μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ο πρόεδρός του, Ορ. Χατζηβασιλείου, ανέλαβε πρόεδρος της ΓΣΕΕ στα 1982-83. Το 1985 αντιτάχθηκε στην καθαίρεση της νόμιμης Διοίκησης της ΓΣΕΕ και συνέχισε τη συμμετοχή του σ’ αυτήν. Από το 1987 λειτουργούσε ως συνδικαλιστική παράταξη της ΕΑΡ. Στα 1989-90 διαλύθηκε και τα στελέχη του εντάχθηκαν στα ενιαία συνδικαλιστικά σχήματα του Συνασπισμού της Αριστεράς.

Ανάμεσα στα βασικά στελέχη του ΑΕΜ ήταν οι Νίκος Αθανασάκος,  Μπάμπης Γαλανόπουλος, Κώστας Γκοτζαμάνης, Τάσος Δήμου (αποχώρησε μετά τη δικτατορία), Νίκος Καϊμάκης, Μαρία Καρρά, Παύλος Κλαυδιανός, Μπάμπης Κοβάνης, Μάκης Μπαλαούρας,   Βασίλης Παπαγιαννόπουλος,  Στέλιος Παππάς, Ηλίας Στάβερης (γραμματέας στα 1977-85), Τάκης Τασούλης, Χρήστος Τσεσμελής κ.ά.

 

Αντιδικτατορικό Μέτωπο Νέων. Συμμαχία πολιτικών οργανώσεων νεολαίας που συγκροτήθηκε στις αρχές του 1937, για τον συντονισμό της δράσης ενάντια στη δικτατορία Μεταξά. Την πρωτοβουλία ανέλαβε η ΟΚΝΕ και συμμετείχαν η Αγροτική Νεολαία Ελλάδας και η Σοσιαλιστική Πρωτοπορία, αλλά και οργανώσεις νεολαίας αστικών δημοκρατικών κομμάτων, όπως της Δημοκρατικής Ένωσης, του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος κ.ά. Εξέδιδε την παράνομη εφημερίδα «Ελευθερία» και κατόπιν τη «Φλόγα», και έδρασε, κυρίως, στον φοιτητικό χώρο. Η δραστηριότητα του ΑΜΝ ατόνησε μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα της Ασφάλειας, που έπληξαν ιδιαίτερα τον μηχανισμό της ΟΚΝΕ, και από τα μέσα του 1938 έπαψε να λειτουργεί.

 

Αντιεξουσιαστική Κίνηση. Συσπείρωση του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου που ιδρύθηκε το 2003. Εντάσσεται στο τμήμα εκείνο που επιδιώκει τη συμμετοχή στο μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα και τη συνεργασία με δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε κινηματικές δραστηριότητες. Οι προσανατολισμοί της αυτοί επικρίνονται από άλλες αναρχικές-αντιεξουσιαστικές ομάδες και τάσεις σαν συμβιβαστικοί και σαν εγκατάλειψη βασικών θέσεων του αναρχικού κινήματος. Εκδίδει το περιοδικό «Βαβυλωνία» και στηρίζει διάφορα πολιτικά-πολιτιστικά Κοινωνικά Κέντρα. Μεταξύ των βασικών στελεχών της είναι οι Νώντας Σκυφτούλης και Γρηγόρης Τσιλιμαντός, που είχαν φυλακιστεί παλιότερα για τη δράση τους.

 

Αντιθέσεις. Περιοδικό που εκδόθηκε από στελέχη της κίνησης Σοσιαλιστική Πορεία (Πέτρος Ευθυμίου, Στέλιος Μπαμπάς, Τάσος Παππάς κ.ά.), μετά την αυτοδιάλυσή της. Κυκλοφορούσε στα 1981-83 και εντασσόταν στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς.

 

Αντίθεση. Θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΕ (μ-λ). Εκδίδεται από το 2009 ανά τετράμηνο, με υπεύθυνο τον Μανώλη Αρκολάκη.

 

Αντιιμπεριαλιστής. Περιοδικό της Κίνησης Αντιιμπεριαλιστικής Αλληλεγγύης Φίλοι Νέων Χωρών. Εκδιδόταν στα 1966-67 με υπεύθυνο τον Νίκο Ψυρούκη, έχοντας αντικαταστήσει το «Δελτίο» της κίνησης.

 

Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία για την Ανατροπή (ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Σχήμα συνεργασίας οργανώσεων και ανένταχτων αγωνιστών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Συγκροτήθηκε το 2009 από τις οργανώσεις του ΜΕΡΑ, με εξαίρεση το Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα (ΕΕΚ), και της ΕΝΑΝΤΙΑ. Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009 πήρε 0,43% (22.000 ψήφους) και στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 0,36% (25.000 ψήφους). Ιδιαίτερη επιτυχία σημείωσαν τα σχήματα που στήριξε στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010. Στις εκλογές του Μαΐου 2012 συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό που πήρε ποτέ εξωκοινοβουλευτικό σχήμα (1,19% και 75.500 ψήφους), αλλά στις εκλογές του επόμενου μήνα περιορίστηκε στο 0,33% (20.000 ψήφοι). Στις ευρωεκλογές του 2014 πήρε 41.000 ψήφους (0,72%), στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, στις οποίες συνεργάστηκε με τη Μετωπική Αριστερή Συμπόρευση, 39.500 (0,64%), και τον Σεπτέμβριο, σε συνεργασία με το ΕΕΚ, 46.000 (0,85%). Στις ευρωεκλογές του 2019 πήρε 36.500 ψήφους (0,64%) και στις βουλευτικές εκλογές της ίδιας χρονιάς και του Μαΐου και Ιουλίου 2023, αντίστοιχα, 23.000 (0,41%), 32.000 (0,54%) και 16.000 (0,30%).

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελείται από τις οργανώσεις Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ), Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (ΣΕΚ), Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΟΚΔΕ) – Σπάρτακος, Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας (ΕΚΚΕ) και Οικολόγοι-Εναλλακτικοί, ενώ μέχρι το 2013 συμμετείχε και η Κομμουνιστική Ανανέωση, και μέχρι το καλοκαίρι του 2015 η Αριστερή Ανασύνθεση (ΑΡΑΝ) και η Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡΑΣ). Και οι τρεις αυτές οργανώσεις εντάχθηκαν στη Λαϊκή Ενότητα. Στα 2012-23 συμμετείχε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η Αριστερή Συσπείρωση (ΑΡΙΣ).

Έχοντας ταχθεί ενάντια στην πολιτική των μνημονίων, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποστηρίζει την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε., στο πλαίσιο μιας ανατρεπτικής αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης. Οι δυνάμεις της παρεμβαίνουν στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στο συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων, διαθέτοντας σημαντικές προσβάσεις στους εκπαιδευτικούς, τους τεχνικούς και άλλους κλάδους διανοητικής εργασίας, ενώ σημαντική είναι η επιρροή τους και στο φοιτητικό κίνημα, στο οποίο παρεμβαίνουν μέσω των σχημάτων της ΕΑΑΚ.

 

Αντικαπιταλιστική Πολιτική Ομάδα (ΑΠΟ). Ολιγομελής κίνηση τροτσκιστικού προσανατολισμού, προερχόμενη από διάσπαση της ομάδας Κόκκινο το 2010. Συμμετείχε στο Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής και στον ΣΥΡΙΖΑ, και στα 2015-19 στη Λαϊκή Ενότητα. Επικεφαλής της είναι ο Γιώργος Σαπουνάς.

 

Αντικαπιταλιστική Συμμαχία. Σχήμα με το οποίο συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές και στις ευρωεκλογές του 2004 το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Πήρε αντιστοίχως 8.300 (0,11%) και 12.000 ψήφους (0,19%).

 

Αντικρατική Πάλη. Ένοπλη ομάδα αναρχικού προσανατολισμού, που διεξήγαγε αντάρτικο πόλης από το 1980. Μεταξύ των ενεργειών της ήταν και η εκτέλεση του εισαγγελέα Γιώργου Θεοφανόπουλου. Έπαψε να δρα το 1985, μετά τον θάνατο του βασικού της στελέχους, Χρήστου Τσουτσουβή, σε σύγκρουση με την αστυνομία.

 

Αντιμιλιταριστικό κίνημα. Η συγκρότηση και ανάπτυξη αντιστάσεων ενάντια στη στρατοκρατία, που μπορεί να εκδηλώνεται ως άρνηση της απόλυτης εξουσίας των αξιωματικών επί των στρατιωτών και να φτάνει μέχρι και την πλήρη απόρριψη του στρατού και της έννοιας της εθνικής άμυνας. Η ανάπτυξη α.κ. υπήρξε ένας από τους σημαντικούς στόχους της Κομμουνιστικής Διεθνούς και των Κ.Κ. κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη σε διάφορες χώρες, κυρίως ευρωπαϊκές, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις ΗΠΑ, κατά την περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ, κ.λπ.

Στην Ελλάδα το α.κ. αναπτύχθηκε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, αλλά και των άλλων τάσεων της κομμουνιστικής Αριστεράς. Οι ρίζες του βρίσκονταν στην αντίθεση μεγάλου μέρους του λαού στην εμπλοκή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Μικρά Ασία οργανώθηκαν κομμουνιστικοί αντιπολεμικοί πυρήνες στρατιωτών, που προπαγάνδιζαν κατά της συνέχισής του και εξέδιδαν παράνομες εφημερίδες («Φούντα», «Αραμπάς» κ.ά.).

Μετά το 1922 το α.κ. συγκροτήθηκε με κέντρο της κινήσεις Παλαιών Πολεμιστών, που έλεγχε το ΣΕΚΕ-ΚΚΕ, και τις κινήσεις Αναπήρων Πολέμου, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των αρχειομαρξιστών. Α

Σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου το α.κ. αναφερόταν ως ΑΜΙ, πρόβαλλε θέσεις ενάντια στη στρατιωτική ιεραρχία και πειθαρχία και κατά του εθνικισμού, και συνδεόταν με το αντίστοιχο διεθνές κίνημα που συγκροτούσε η Κομμουνιστική Διεθνής. Μεταξύ άλλων, διοργάνωνε αντιπολεμικές και αντιμιλιταριστικές εκδηλώσεις κατά την επέτειο της έναρξης του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 1η Αυγούστου, που είχε ανακηρυχτεί Διεθνής Ημέρα Πάλης κατά του Πολέμου.

Η αντιμιλιταριστική δράση αποτελούσε έναν από τους βασικούς τομείς της δραστηριότητας της ΟΚΝΕ και αναπτυσσόταν και μεταξύ των στρατιωτών, έχοντας ως συνέπεια διώξεις που έφταναν μέχρι και στον εγκλεισμό σε ειδικά στρατόπεδα, με κυριότερο αυτό του Πειθαρχικού Ουλαμού Καλπακίου στην Ήπειρο. Κατά καιρούς εκδίδονταν από την ΟΚΝΕ παράνομες εφημερίδες, όπως οι «Φαντάρος», «Στρατώνας», «Κόκκινος Ναύτης», «Κόκκινος Σκαπανέας» κ.ά., ενώ το 1933 εκδόθηκε η «Κόκκινη Σημαία». Το 1929-30 δικάστηκαν κομμουνιστές στρατιώτες κρατούμενοι στο Καλπάκι και η καταδίκη τους σε θάνατο και σε βαριές ποινές ξεσήκωσε διεθνές κύμα διαμαρτυρίας, που τελικά υποχρέωσε σε μη εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων. Ανάμεσα σ’ αυτούς που συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες ήταν και o Άλμπερτ Αϊνστάιν.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 το ΚΚΕ προσανατολίστηκε στην οργανωμένη παρέμβαση και στους αξιωματικούς του στρατού, συγκροτώντας παράνομους πυρήνες αντιφασιστών και φιλοκομμουνιστών αξιωματικών, τη σύνδεση των οποίων με το κόμμα είχαν αναλάβει κομματικά στελέχη, με επικεφαλής τον Δαμιανό Μάθεση. Η προσέγγιση των αξιωματικών που εντάσσονταν στο AMΙ αυτή την περίοδο γινόταν στη βάση του αντιφασισμού και της αντίθεσης σε ενδεχόμενη εμπλοκή της Ελλάδας σε ένα νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ενώ κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά είχε εκδοθεί η παράνομη εφημερίδα «Φωνή του Στρατεύματος».

Η δραστηριότητα αυτή αποκορυφώθηκε κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41, όταν το ΚΚΕ τάχθηκε υπέρ της απόκρουσης της ιταλικής εισβολής. Ο προσανατολισμός σαφώς είχε αλλάξει και ο αντιμιλιταρισμός παραχώρησε τη θέση του στην προτεραιότητα του αντιφασιστικού αγώνα, αν και συνεχιζόταν η προπαγάνδιση των θέσεων του ΚΚΕ για ειρήνευση. Οι αξιωματικοί που είχαν συνδεθεί με το ΚΚΕ συμμετείχαν στον αρχικό πυρήνα του σώματος των αξιωματικών του ΕΛΑΣ.

Αντιμιλιταριστική δράση αναπτύχθηκε και κατά την περίοδο του Εμφυλίου, αλλά ατόνησε κατά τις επόμενες δεκαετίες, κυρίως λόγω του κλίματος τρομοκρατίας που επιβλήθηκε στον στρατό, αλλά και λόγω της πολιτικής του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, που επιχειρούσαν να αποσείσουν την κατηγορία πως εξυπηρετούν αντεθνικά συμφέροντα. Εντούτοις, καταγγέλλονταν η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο της Κορέας και στο ΝΑΤΟ, οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες και οι συνθήκες τρομοκρατίας που επικρατούσαν στον στρατό, ενώ το 1952 κυκλοφόρησε η παράνομη εφημερίδα της ΕΠΟΝ «Ο φαντάρος στον αγώνα για την ειρήνη».

Το α.κ. επανεμφανίστηκε μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 και κυρίως μετά το 1981, όταν αναπτύχθηκε το κίνημα για τον στρατό, που συνέβαλε σε σημαντικές κατακτήσεις δικαιωμάτων από τη στρατευμένη νεολαία. Παράλληλα, έκαναν την παρουσία της και κινήσεις, κυρίως από τον χώρο των αντιεξουσιαστών και των αυτόνομων, που έθεταν ζητήματα συνολικής άρνησης του αστικού στρατού. Μετεξέλιξη αυτών των κινήσεων είναι και το κίνημα άρνησης της στράτευσης που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Από τα μέσα της επόμενης δεκαετίας το α.κ. είναι σχετικά περιορισμένο και η μόνη συγκροτημένη κίνηση στον στρατό είναι το Δίκτυο Σπάρτακος, που εντάσσεται στον χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

 

Αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική επανάσταση. Προγραμματικός στρατηγικός στόχος του ΚΚΕ, που υιοθετήθηκε μετά τη στροφή στην πολιτική του το 1956. Εντάχθηκε στο Πρόγραμμα που ψήφισε το 8ο Συνέδριο του 1961, ως το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Στηρίζεται στην ανάλυση του ελληνικού καπιταλισμού ως κυριαρχούμενου από το μονοπωλιακό κεφάλαιο και εξαρτημένου από τον αμερικανικό, αλλά και τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Κατά συνέπεια, απαιτείται η ενότητα των κοινωνικών δυνάμεων που έχουν αντικειμενικά αντιιμπεριαλιστικά και αντιμονοπωλιακά συμφέροντα, και των πολιτικών δυνάμεων που τις εκφράζουν.

Στο Πρόγραμμα του 1961 σ’ αυτές τις δυνάμεις συμπεριλαμβάνεται και το μη μονοπωλιακό τμήμα της αστικής τάξης, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «εθνική αστική τάξη». Πολιτική έκφραση της τελευταίας θεωρήθηκε η Ένωση Κέντρου και η συνεργασία της Αριστεράς μαζί της εκτιμήθηκε ότι θα συντελούσε στην Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή, δηλαδή στον εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής, στην κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας και σε βασικά μέτρα κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων. Η ολοκλήρωση της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής θα άνοιγε τον δρόμο για την απεξάρτηση από την ιμπεριαλιστική κηδεμονία και τον περιορισμό της κυριαρχίας των μονοπωλίων. Θα διαμορφώνονταν, έτσι, οι προϋποθέσεις για το πέρασμα στον σοσιαλισμό.

Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το 1973, απέρριψε την ανάλυση για «εθνική αστική τάξη» και αντικατέστησε τη στρατηγική των σταδίων με τη στρατηγική του ενιαίου επαναστατικού προτσές. Στο πλαίσιο αυτό, ως άμεσος στρατηγικός στόχος τέθηκε η Νέα Δημοκρατία, τα καθήκοντα της οποίας, ως πρώτης φάσης της α.α.ε., ξεπερνούσαν τους στόχους που έθετε το παλιότερο Πρόγραμμα της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής.

Στα επόμενα συνέδρια του ΚΚΕ, μετά την πτώση της δικτατορίας και τη νομιμοποίησή του, ως άμεσος στόχος τέθηκε η ενότητα των α.α. δυνάμεων για την Πραγματική Αλλαγή. Μεταξύ αυτών των δυνάμεων περιλαμβανόταν και το ΠΑΣΟΚ. Στην ίδια κατεύθυνση, με άμεσο στόχο την α.α. ενότητα, κινήθηκε το ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του 1991. Τώρα, επιδίωξη ήταν η συγκρότηση Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου για τη διεκδίκηση της Λαϊκής Εξουσίας, που μετά από δομικές αλλαγές α.α. χαρακτήρα θα μετεξελισσόταν σε σοσιαλιστική επανάσταση, σε συνθήκες δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι θέσεις αυτές τέθηκαν σε αμφισβήτηση από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ ταυτίζει τη Λαϊκή Εξουσία με τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

H α.α.ε. αποτέλεσε στρατηγικό στόχο και του ΚΚΕ εσωτερικού. Στο Πρόγραμμα που ψηφίστηκε στο 1ο (9ο) Συνέδριο, το 1976, αναφέρονταν ως κοινωνικές δυνάμεις στήριξής της «η εργατική τάξη, η αγροτιά, η διανόηση, τα μεσαία στρώματα των πόλεων και το ευρύτερο δυνατό τμήμα της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης». Ως πρώτο και άμεσο βήμα για την προώθηση αυτού του στρατηγικού στόχου τέθηκε η επίτευξη της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ), στην οποία θα συμμετείχε το σύνολο των αντιδικτατορικών δυνάμεων (από τη Δεξιά έως την Αριστερά), με στόχο τη στερέωση και τη διεύρυνση της Δημοκρατίας. Η ολοκλήρωση της α.α. αλλαγής θα άνοιγε τον δρόμο για το δημοκρατικό πέρασμα σε ένα σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία.

Η στρατηγική των Κ.Κ. για α.α. ενότητα επικρίθηκε από ρεύματα του χώρου της άκρας Αριστεράς, σαν στρατηγική ταξικής συνεργασίας με τμήματα της αστικής τάξης, και ιδιαίτερα από τους τροτσκιστές, σαν νεότερη εκδοχή της σταλινικής στρατηγικής των σταδίων που μετέθετε στο μακρινό μέλλον τη σοσιαλιστική επανάσταση. Καθώς η α.α.ε. γινόταν αντιληπτή ως διαδικασία αλλαγής χωρίς την ανατροπή του αστικού κράτους, η κριτική της συνδέθηκε -κυρίως από ρεύματα μαοϊκής και αριστερής ευρωκομμουνιστικής αναφοράς- με την κριτική της θεωρίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, σύμφωνα με την οποία έχει υπάρξει σύμφυση κράτους-μονοπωλίων και κατά συνέπεια ο έλεγχος του κρατικού μηχανισμού από  τις αντιμονοπωλιακές δυνάμεις θα εξασφάλιζε την εξάλειψη των μονοπωλίων και τον λαϊκό έλεγχο της οικονομίας. H θεωρία αυτή αντιμετωπίστηκε σαν αναθεωρητική, καθώς εκτιμάται πως συσκοτίζει τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους και επανεισάγει τη ρεφορμιστική αντίληψη της ουδετερότητας των κρατικών μηχανισμών.

 

Αντιπληροφόρηση. Περιοδικό που εκδιδόταν στα 1975-82 και συνδεόταν με την παράνομη ένοπλη οργάνωση Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ). Η ύλη του περιλάμβανε, κυρίως, ειδήσεις από τους εργατικούς και άλλους κοινωνικούς αγώνες. Κυκλοφορούσε ημιπαράνομα, εκτός εμπορικού κυκλώματος.

 

Αντιρατσιστικό κίνημα. Κίνημα που στοχεύει στην κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων και οι ριζοσπαστικές του εκφράσεις έχουν συνδεθεί με την ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος.

Ο αγώνας κατά του ρατσισμού απορρέει από τον δημοκρατικό και διεθνιστικό προσανατολισμό του εργατικού κινήματος, και συνδέεται με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων και του δικαιώματος εθνικής αυτοδιάθεσης, καθώς και με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών εργατών. Συνδέεται, έτσι, άμεσα με τον αγώνα ενάντια στον φασισμό, καθώς συστατικό στοιχείο της φασιστικής ιδεολογίας και πρακτικής αποτελεί ο ρατσισμός. Με διευρυμένη έννοια, ο αντιρατσισμός περιλαμβάνει την αντίθεση σε κάθε κοινωνική διάκριση απέναντι στη διαφορετικότητα (φυλής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, πολιτισμικής και πολιτιστικής ταυτότητας κ.λπ.). Κατά συνέπεια, στο α.κ. εντάσσονται και τα κινήματα ενάντια σ’ αυτές της διακρίσεις.

Το α.κ. στην Ελλάδα εμφανίστηκε σε δύο διαφορετικές περιόδους, κατά τον Μεσοπόλεμο και μετά το 1990. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου η Αριστερά αντιτασσόταν στις ρατσιστικές επιθέσεις που στρέφονταν κατά των ισραηλιτικών κοινοτήτων και κυρίως της κοινότητας της Θεσσαλονίκης, που είχε κατ’ εξοχήν προλεταριακή σύνθεση. Ιδιαίτερη ανάπτυξη παρουσίασε το κίνημα στα 1931-33, μετά την πυρπόληση του εργατικού εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη από φασίστες.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το α.κ. συγκροτήθηκε με στόχο την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των αλλοδαπών μεταναστών. Στα πρώτα χρόνια εμφανίστηκαν ταλαντεύσεις σχετικά με το ζήτημα των μεταναστών, κυρίως στον χώρο του ΚΚΕ και σε μεγάλο τμήμα του συνδικαλιστικού κινήματος, που γρήγορα ξεπεράστηκαν. Εντούτοις, εξακολουθούν να εκφράζονται και στην Αριστερά μειοψηφικές απόψεις που αντιτάσσονται στο α.κ., θεωρώντας πως η παρουσία των μεταναστών εξυπηρετεί αντεργατικές επιδιώξεις του κεφαλαίου, καθώς εκτιμάται πως η έλευση μεταναστών συντελεί στην αύξηση της ανεργίας και συμβάλλει συνολικά στην πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και στην ακύρωση κατακτήσεών τους. Οι απόψεις αυτές επιχειρείται να ανατραπούν με την προβολή της θέσης για ενότητα Ελλήνων και μεταναστών εργατών. Το α.κ. υποστηρίζει την οργάνωση των μεταναστών, την ένταξή τους στο εργατικό κίνημα και τον αγώνα για την κατάκτηση εργασιακών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Τις θέσεις αυτές έχει υιοθετήσει και το συνδικαλιστικό κίνημα, αν και παραμένει εξαιρετικά χαμηλό το ποσοστό συνδικαλιστικής οργάνωσης των μεταναστών. Εντούτοις, με πρωτοβουλία του ΠΑΜΕ, έχουν γίνει κάποια βήματα στη συνδικαλιστική οργάνωση εργατών γης και βιομηχανικών εργατών, σε χώρους όπου απασχολούνται μετανάστες.

Στο πλαίσιο του α.κ. έχουν δημιουργηθεί σε διάφορες πόλεις σύλλογοι, στέκια μεταναστών και αντιρατσιστικές κινήσεις, και διοργανώνονται αντιρατσιστικά φεστιβάλ και κινητοποιήσεις. Το α.κ. δραστηριοποιείται και ενάντια στον φασισμό, καθώς κατά καιρούς έχουν εκδηλωθεί ρατσιστικές επιθέσεις, κάποιες φορές και δολοφονικές, από ακροδεξιές και νεοφασιστικές οργανώσεις, που εντάθηκαν μετά την ανάδειξη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής σε κοινοβουλευτικό κόμμα το 2012. Οι σημαντικότερες από τις κινήσεις που συμμετέχουν στο α.κ. είναι το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, η Κίνηση Ενωμένοι Ενάντια στον Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή (ΚΕΕΡΦΑ), η Κίνηση Απελάστε τον Ρατσισμό, η Νεολαία ενάντια στον Ρατσισμό στην Ευρώπη, η Αντίφα κ.ά.

 

Αντίσταση. 1. Όρος που αναφέρεται στον αγώνα ενάντια στη φασιστική Κατοχή του 1941-44 και στον αντιδικτατορικό αγώνα του 1967-74. 0 αγώνας του 1941-44 έχει αναγνωριστεί με τον όρο «Εθνική Αντίσταση», που χρησιμοποιήθηκε μετά τον πόλεμο, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής χρησιμοποιούνταν ο όρος «Αγώνας».

Στην Α. πρωτοστάτησε το ΚΚΕ και η ευρύτερη Αριστερά με το ΕΑΜ, αλλά συμμετείχαν και πολλές άλλες οργανώσεις (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, ΠΕΑΝ κ.λπ.). Στον βαθμό που το εαμικό κίνημα ισχυροποιούνταν και το αντιστασιακό κίνημα προσλάμβανε σαφέστερα ταξικά χαρακτηριστικά, οι περισσότερες από τις μη εαμικές οργανώσεις ή σημαντικά τμήματά τους, δεν δίστασαν να συνεργαστούν και με τους κατακτητές. Στις συνθήκες που επικράτησαν με τον Εμφύλιο και την ήττα του κινήματος, ως δυνάμεις Α. αναγνωρίστηκαν αυτές οι οργανώσεις, ενώ η στρατιωτική δικτατορία αναγνώρισε ως αντιστασιακούς ακόμη και τα μέλη των εξοπλισμένων από τους Γερμανούς και στενά συνεργαζόμενων μαζί τους, Ταγμάτων Ασφαλείας. H επίσημη αναγνώριση της εαμικής Εθνικής Α. αποτέλεσε πάγιο αίτημα της Αριστεράς, μέχρι την αποδοχή του από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 1982.

Οι αγωνιστές της εαμικής Α. συγκρότησαν την Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ), που λειτούργησε  στα 1964-67, με πρωτοβουλία της ΕΔΑ, και μετά το 1974 βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ΚΚΕ. Παράλληλα, μετά τη Μεταπολίτευση συγκροτήθηκε, κυρίως από μέλη του ΚΚΕ εσωτερικού, ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αγωνιστών Εαμικής Εθνικής Αντίστασης (ΠΣΑΕΕΑ) και αργότερα, στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, ιδρύθηκε η Πανελλήνια Οργάνωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΟΑΕΑ).

H αντιδικτατορική Α., στα 1967-74, διεξήχθη από ένα ευρύτατο φάσμα δυνάμεων, από την άκρα Αριστερά μέχρι και τμήματα της συντηρητικής Δεξιάς. Κυριότερες αντιστασιακές οργανώσεις ήταν το ΠΑΜ της Αριστεράς, που ακολούθησε τη διάσπαση του ΚΚΕ σε δύο πτέρυγες, το ΠΑΚ, με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου, και η Δημοκρατική Άμυνα που συγκρότησαν κεντροαριστεροί δημοκράτες. Στον χώρο της Αριστεράς εντάσσονταν, επίσης, το ΑΕΜ του ΚΚΕ εσ., η ΕΣΑΚ και η ΕΑΣΚΕΝ του ΚΚΕ, η φοιτητική οργάνωση Ρήγας Φεραίος, συνδεδεμένη με το ΚΚΕ εσ., η Αντι-ΕΦΕΕ και η ΜΟΔΝΕ, συγκροτημένες από την ΚΝΕ, το Κίνημα της 2Οής Οκτώβρη, το ΑΜΕΕ της ΟΜΛΕ, η ΑΑΣΠΕ του ΕΚΚΕ, οι ΔΕΑ του ΚΔΚΕ, ο Μαχητής, η Λαϊκή Πάλη, η ΛΕΑ κ.ά. Στον χώρο της Κεντροαριστεράς, εκτός των άλλων, έδρασε και η Ελληνική Αντίσταση, μέλος της οποίας ήταν και ο Αλέκος Παναγούλης, που αποπειράθηκε να σκοτώσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, ενώ η σημαντικότερη δεξιά αντιστασιακή οργάνωση ήταν οι Ελεύθεροι Έλληνες, αποτελούμενη, κυρίως, από απότακτους στρατιωτικούς.

Η αντιδικτατορική δράση εκδηλωνόταν με την κυκλοφορία προκηρύξεων, αλλά και με βομβιστικές ενέργειες, τις οποίες, όμως, απέφευγαν οι οργανώσεις των δύο ΚΚΕ, αν και χρησιμοποιήθηκαν από τμήματα οργανώσεων που συνδέονταν με το ΚΚΕ εσ. (Ομάδα Άρης του Ρήγα Φεραίου και του ΠΑΜ κ.ά.). H αντιδικτατορική Α. πήρε μορφή μαζική μετά το 1972 με την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος και αποκορυφώθηκε στην εξέγερση του Νοέμβρη 1973. Οι αγωνιστές της αντιδικτατορικής Α. που φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν, συγκρότησαν, μετά την πτώση της Χούντας, τον Σύνδεσμο Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-74.

2. Εφημερίδα που εξέδιδε στο Παρίσι, κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, τροτσκιστική ομάδα, με συμμετοχή και του Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο). Στελέχη της ήταν οι Γιώργος Βλαντάς, Κλεάνθης Γρίβας, Μανώλης Χατζημιχελάκης κ.ά. Η ομάδα συνεργαζόταν με το ΠΑΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου.

 

Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης. Περιοδικό για εκπαιδευτικά ζητήματα που εκδίδεται από το 1988. Ο πυρήνας της ομάδας που το εκδίδει εντάσσεται, κυρίως, στον πολιτικό χώρο του Μ-Λ ΚΚΕ και δραστηριοποιείται στα συνδικαλιστικά σχήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Στη Σ.Ε. συμμετέχουν οι Χρήστος Κάτσικας, Θανάσης Τσιριγώτης, Αγγελική Φατούρου κ.ά.

 

Αντίφα. Κίνηση αντιφασιστικής και αντιρατσιστικής δράσης.  Ιδρύθηκε το 2005 και εντάσσεται στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Εκδίδει ομώνυμο έντυπο.

 

Αντιφασίστας. 1. Έκδοση της Αντιφασιστικής Οργάνωσης (Αντίφα), που είχε συγκροτήσει το ΚΚΕ. Κυκλοφόρησε μόνο ένα τεύχος το 1934, που κατασχέθηκε. Κατόπιν εκδόθηκε το «Αντιφασιστικό Μέτωπο», ως όργανο της Πανελλαδικής Αντιφασιστικής Επιτροπής.

2. Εφημερίδα που εξέδιδε στα 1942-44 στην Αίγυπτο η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση, που λειτουργούσε στις γραμμές του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής, υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ.

3. Όργανο του Τμήματος Εξωτερικού του Αντιφασιστικού Κινήματος Ελλάδας, που συγκροτήθηκε από τους Φίλους Νέων Χωρών μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Ο «Α.» εκδιδόταν στο Παρίσι στα 1968-71, με υπεύθυνο τον Γιώργο Καραμπελιά. Από τον κύκλο του προήλθε η Ομάδα για μια Προλεταριακή Αριστερά (ΟΠΑ).

 

Αντιφασιστική Αντιιμπεριαλιστική Νεολαία. Ολιγομελής οργάνωση που ιδρύθηκε το 2003 από νέους προσκείμενους στην Κίνηση για την Ανασύνταξη του ΚΚΕ 1918-1955. Εξέδωσε δύο φύλλα της εφημερίδας «Νέα Γενιά» και σύντομα η λειτουργία της ατόνησε.

 

Αντιφασιστική Αντιιμπεριαλιστική Σπουδαστική Παράταξη Ελλάδας (ΑΑΣΠΕ). Κίνηση που συγκροτήθηκε στην παρανομία το 1972 από το ΕΚΚΕ και ανέπτυξε δραστηριότητα στο φοιτητικό κίνημα. Είχε προηγηθεί, το 1971, η ίδρυση και δραστηριοποίηση σε χώρες της δυτικής Ευρώπης της Αντιφασιστικής Αντιιμπεριαλιστικής Σπουδαστικής Παράταξης (ΑΑΣΠ). Η ΑΑΣΠΕ έγινε ευρύτερα γνωστή με τη θέση της για αποχή από τις ελεγχόμενες από τη Χούντα φοιτητικές εκλογές του Νοεμβρίου 1972. Συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση τον Πολυτεχνείου και πολλά από τα μέλη της πιάστηκαν την άνοιξη του 1974, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν.

Μετά την πτώση της δικτατορίας η ΑΑΣΠΕ έδρασε στον φοιτητικό χώρο ως συνδικαλιστική παράταξη του ΕΚΚΕ και γνώρισε γρήγορη και σημαντική ανάπτυξη, ενώ το 1975 ενσωματώθηκε στις γραμμές της και η ΑΑΣΠ. Στις φοιτητικές εκλογές έπαιρνε περίπου 3%, έναντι 5% της ανταγωνιστικής στον μ-λ χώρο ΠΠΣΠ. Από το 1979 μπήκε σε κρίση, ως συνέπεια της συνολικής κρίσης του ΕΚΚΕ, και το 1980 διαλύθηκε. Μεγάλο μέρος του δυναμικού της συνέβαλε στη συγκρότηση των Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών.

 

Αντιφασιστική Οργάνωση (Αντίφα). Κίνηση που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ το 1934, για την ανάπτυξη αντιφασιστικού κινήματος και τη συγκρότηση αντιφασιστικού μετώπου. Ήταν μέλος της Διεθνούς Αντίφα, που συνδεόταν με την Κομμουνιστική Διεθνή, και εξέδωσε ένα τεύχος του «Αντιφασίστα». Διαλύθηκε το 1936, με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά.

 

Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση. Αριστερή οργάνωση που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο 1941, με απόφαση του ΚΚΕ και υπεύθυνο τον Γιάννη Σαλά, και ανέπτυξε δραστηριότητα στις γραμμές των τμημάτων του ελληνικού στρατού που είχαν καταφύγει στην Αίγυπτο, μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα. Σε συνεργασία με αριστερούς της ελληνικής παροικίας, ίδρυσε το τμήμα Αιγύπτου του ΕΑΜ, με τον τίτλο Ελληνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος.

Η ΑΣΟ εξέδιδε την εφημερίδα «Αντιφασίστας». Η δράση της υπήρξε αποτελεσματική και στις γραμμές της συσπείρωσε τη μεγάλη πλειονότητα των στρατιωτών και μεγάλο αριθμό αξιωματικών. Παράλληλα δρούσαν Αντιφασιστικές Οργανώσεις Ναυτικού και Αεροπορίας, με όργανα τις εφημερίδες «Ελευθερία» και «Αστέρας», αντιστοίχως.

Καθώς την πλειονότητα των αξιωματικών την αποτελούσαν μοναρχικοί και τεταρταυγουστιανοί, η δραστηριότητα της ΑΣΟ προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις, οι οποίες ενθαρρύνονταν από τους Βρετανούς, που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τα ελληνικά στρατεύματα της Μέσης Ανατολής για τη στήριξη μελλοντικής επέμβασής τους στην Ελλάδα.

Με τον σχηματισμό της κυβέρνησης της ΠΕΕΑ στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, τον Απρίλιο 1944, ξέσπασε κίνημα στην Αίγυπτο καθοδηγούμενο από την ΑΣΟ, που απαιτούσε την εκδίωξη της ακροδεξιάς στρατιωτικής ηγεσίας. Το κίνημα βρήκε αντιμέτωπη την ελληνική αστική κυβέρνηση του Καΐρου και ηττήθηκε με παρέμβαση βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Ως συνέπεια, υπήρξε η βίαιη διάλυση της ΑΣΟ και οι χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικοί που συμμετείχαν στο κίνημα κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην έρημο (Ελ Ντάμπα κ.ά.), όπου παρέμειναν μέχρι το 1945.

Σοβαρό πρόβλημα δημιούργησε η στάση της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ στις διαπραγματεύσεις με τις αστικές δυνάμεις στον Λίβανο, τον Μάιο 1944, όταν αποδέχτηκε την καταδίκη του κινήματος της Μέσης Ανατολής. Το σημείο αυτό του Συμφώνου του Λιβάνου αποτέλεσε ένα από τα ζητήματα που προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις στις γραμμές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Αργότερα το ΚΚΕ αναγνώρισε πως η καταδίκη του κινήματος της Μέσης Ανατολής υπήρξε ένα από τα σοβαρά λάθη της πολιτικής του, κατά την περίοδο της αντιφασιστικής Αντίστασης. Εντούτοις, έχει διατυπωθεί και η άποψη πως το κίνημα ήταν τυχοδιωκτικό και υποκινήθηκε για την εκκαθάριση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής από τους αντιφασίστες στρατιώτες και αξιωματικούς.

 

Αντιφασιστικό κίνημα. Το κίνημα ενάντια στην ανάπτυξη φασιστικών τάσεων, ενάντια στην επιβολή φασιστικών καθεστώτων και για την ανατροπή τους, που διαπερνάει την ιστορία του εργατικού κινήματος από τη δεκαετία του 1920 και έκτοτε. Είναι άμεσα συνδεδεμένο με άλλα κινήματα, όπως το κίνημα για τα δημοκρατικά δικαιώματα, το αντιρατσιστικό και το αντιμιλιταριστικό κίνημα, καθώς και με τα κινήματα Αντίστασης κατά τον Β΄  Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στο πλαίσιο της ανάλυσης για την «Τρίτη Περίοδο» της κρίσης του καπιταλισμού, η Κομμουνιστική Διεθνής (Κ.Δ.) ακολουθούσε στα 1928-34 την πολιτική «τάξη εναντίον τάξης», που έθετε το ζήτημα της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας. Σύμφωνα με τις αναλύσεις της, οι δυνάμεις που δεν υιοθετούσαν την άμεση επαναστατική προοπτική συνέβαλλαν αντικειμενικά στην ενίσχυση της αντεπανάστασης και χαρακτηρίζονταν φιλοφασιστικές.

H γραμμή αυτή, που εμπόδισε την ενότητα του εργατικού κινήματος στη Γερμανία για την αντιμετώπιση τον ανερχόμενου ναζισμού, αντικαταστάθηκε το 1934 με τη γραμμή του Αντιφασιστικού Μετώπου και το 7ο Συνέδριο της Κ.Δ., το 1935, επεξεργάστηκε την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου. Χαρακτηρίζοντας τον φασισμό έκφραση των πιο αντιδραστικών μερίδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η πρόταση αντιφασιστικής ενότητας απευθυνόταν στο σύνολο των δυνάμεων που υπερασπίζονταν την αστική δημοκρατία. Κατά συνέπεια, η προηγούμενη πολιτική «τάξη εναντίον τάξης» αντικαταστάθηκε από την πολιτική της συνεργασίας και με τις αστικοδημοκρατικές δυνάμεις.

Το 1939, λίγο πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με την υπογραφή του γερμανοσοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης και μέχρι τη γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο 1941, η Κ.Δ. ακολούθησε πολιτική υποβάθμισης του φασιστικού κινδύνου. Από τον Ιούνιο 1941 ο αντιφασισμός προβλήθηκε και πάλι ως αιχμή της πολιτικής της, με την επιδίωξη αντιφασιστικής ενότητας όσων αντιπάλευαν τις δυνάμεις του Άξονα, σε διεθνές επίπεδο και σε καθεμιά χώρα.

Στην πολιτική της Κ.Δ., τόσο της «Τρίτης Περιόδου» όσο και του Λαϊκού Μετώπου, αντιτάχθηκαν οι τροτσκιστές, που υποστήριζαν τη συγκρότηση Ενιαίου Εργατικού Μετώπου από τις δυνάμεις της Αριστεράς, για την απόκρουση του φασιστικού κινδύνου και το άνοιγμα του δρόμου για τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Το α.κ. στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, οι πρώτες αναφορές στην ανάγκη συγκρότησης α.κ. έγιναν από το ΣΕΚΕ(Κ) στα 1923-24, μετά την άνοδο των Ιταλών φασιστών στην εξουσία. Ως πρώτος στόχος του α.κ. τέθηκε η διάλυση ένοπλων οργανώσεων, όπως ήταν οι Κυνηγοί, που είχε ιδρύσει ο βενιζελικός στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης και ασκούσαν τρομοκρατία σε βάρος των κομμουνιστών, των εργατικών σωματείων και ιδιαίτερα κατά του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών. Μέσα στο πολιτικά ταραγμένο κλίμα του Μεσοπολέμου με τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα, η Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές, προειδοποιούσε για τον κίνδυνο επιβολής φασιστικού καθεστώτος.

Το ΚΚΕ, ακολουθώντας την πολιτική της «Τρίτης Περιόδου» στα 1928-34, αρνήθηκε κάθε συνεργασία με τις άλλες αριστερές δυνάμεις, τις οποίες χαρακτήριζε φιλοφασιστικές. Την περίοδο αυτή λειτουργούσαν σε διάφορες πόλεις Αντιφασιστικές Ενώσεις, αποτελούμενες αποκλειστικά από κομμουνιστές. Ταυτόχρονα, τόσο οι σοσιαλιστές όσο και οι αγροτιστές αρνούνταν τη συνεργασία με το ΚΚΕ και συχνά ασκούσαν αντικομμουνιστική πολιτική. Το α.κ. στα χρόνια αυτά εκδηλώθηκε με κινητοποιήσεις ενάντια στη δράση φασιστικών οργανώσεων, όπως η ΕΕΕ κ.ά.

Από το 1934 το ΚΚΕ προσανατολίστηκε στην αντιφασιστική ενότητα και πρωτοστάτησε στην υπογραφή Συμφώνου Αντιφασιστικής Συνεργασίας με τις αριστερές δυνάμεις και με τις οργανώσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Παράλληλα, ιδρύθηκε η Αντιφασιστική Οργάνωση (Αντίφα). Ο αντιφασισμός αποτέλεσε έκτοτε τον άξονα της πολιτικής του ΚΚΕ και η αποτροπή της επιβολής φασιστικού καθεστώτος καθόρισε την καταδίκη εκ μέρους του τόσο του βενιζελικού στρατιωτικού κινήματος τον Μάρτιο 1935 όσο και του πραξικοπήματος του Κονδύλη τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, που οδήγησε στην παλινόρθωση του έκπτωτου βασιλιά Γεωργίου Β΄.

Προσανατολισμένο στη συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου, το ΚΚΕ συμμετείχε στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 ως Παλλαϊκό Μέτωπο, αν και οι συνεργασίες του περιορίστηκαν σε πρόσωπα από τον χώρο του σοσιαλιστικού και αγροτιστικού κινήματος. Η συνεργασία με το Κόμμα των Φιλελευθέρων (με την υπογραφή του Συμφώνου Σοφούλη-Σκλάβαινα) δεν προχώρησε, λόγω της υπερψήφισης από τους φιλελεύθερους της κυβέρνησης Ιωάννη Μεταξά, τον οποίο το ΚΚΕ κατήγγειλε ως υποψήφιο δικτάτορα. Λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου συμφωνήθηκε με το Αγροτικό Κόμμα η ίδρυση Λαϊκού Μετώπου. Είχε προηγηθεί, τον Μάιο 1936, η εργατική-λαϊκή εξέγερση της Θεσσαλονίκης, την οποία το ΚΚΕ δεν μπόρεσε να μετατρέψει σε γενική εξέγερση με στόχο την πτώση της κυβέρνησης Μεταξά, υποχωρώντας στις αστικές δυνάμεις και κυρίως τις συντηρητικές και ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΓΣΕΕ, με τις οποίες επιδίωκε την προώθηση της ευρύτερης δημοκρατικής συνεργασίας.

Ο αντιφασιστικός προσανατολισμός αποτελούσε σταθερή πολιτική και των άλλων μικρότερων αριστερών δυνάμεων, των σοσιαλιστών, αγροτιστών, τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας έβλεπε την αντιφασιστική δράση μέσα από την επιδίωξη ευρύτερης δημοκρατικής ενότητας, που συμπεριλάμβανε και τις δυνάμεις του βενιζελισμού. Οι τροτσκιστές και οι αρχειομαρξιστές επιδίωκαν τη συγκρότηση Ενιαίου Εργατικού Μετώπου και οι αγροτιστές ταλαντεύονταν ανάμεσα στη συνεργασία με τον αστικό δημοκρατικό κόσμο και με το ΚΚΕ, αν και στις γραμμές τους εμφανίζονταν και τάσεις αγροτοφασιστικές.

Στο σύνολό της, η Αριστερά χαρακτήρισε φασιστική τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. H ανατροπή της αποτέλεσε τον κεντρικό και άμεσο στόχο του ΚΚΕ, το οποίο συνέχισε την πολιτική της ευρύτερης δημοκρατικής ενότητας, μολονότι η συνεργασία περιορίστηκε στον χώρο της νεολαίας με το Αντιδικτατορικό Μέτωπο Νέων.

Παρά τη φασιστική ρητορική της δικτατορίας και την αντιγραφή πρακτικών του ιταλικού φασιστικού και του γερμανικού ναζιστικού καθεστώτος, έχουν διατυπωθεί και απόψεις στον χώρο της μαρξιστικής Αριστεράς, που εκτιμούν πως το μεταξικό καθεστώς δεν είχε φασιστικό χαρακτήρα, κυρίως γιατί απουσίαζε ένα βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τον φασισμό: η στήριξή του από μαζικό αντεπαναστατικό κίνημα, το οποίο, στις χώρες όπου επικράτησε ο φασισμός, αποτέλεσαν μικροαστικές μάζες.

Με την ανάπτυξη του εαμικού κινήματος Αντίστασης, ο αντιφασισμός, λόγω της ξενικής Κατοχής, συνδέθηκε με τον στόχο της εθνικής απελευθέρωσης και ανεξαρτησίας. Ακόμη και μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο 1945, και τη λήξη του ένοπλου αγώνα του ΕΛΑΣ, το ΚΚΕ συνέχισε να προβάλλει τον κίνδυνο εγκαθίδρυσης «μοναρχοφασιστικού καθεστώτος» και ο αγώνας του ΔΣΕ, στα 1946-49, έγινε στο όνομα της υπεράσπισης της δημοκρατίας απέναντι στον μοναρχοφασισμό, με τον οποίο ταυτιζόταν το σύνολο των αντικομμουνιστικών αστικών πολιτικών δυνάμεων. Αν και η Αριστερά ποτέ δεν έπαψε να αναφέρεται στον αντιφασισμό, δεν υπήρξε μετά τον Εμφύλιο συγκροτημένο α.κ., ούτε καν τις παραμονές του πραξικοπήματος του 1967, το οποίο χαρακτηρίστηκε φασιστικό, αν και πάλι απουσίαζε το στοιχείο της μαζικής κοινωνικής στήριξης.

Μετά την πτώση της δικτατορίας περιορίστηκαν οι αναφορές σε ενδεχόμενο κίνδυνο φασιστικής εκτροπής, παρά το ότι το ΚΚΕ εσωτερικού θεμελίωσε την πολιτική της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Σε κίνδυνο φασιστικοποίησης αναφερόταν και το ΚΚΕ και άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, κυρίως στον μ-λ χώρο, ερμηνεύοντας ως στοιχεία της την αυταρχικοποίηση του αστικού δημοκρατικού κράτους και την ένταση της αστυνομικής καταστολής.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η εμφάνιση ρατσιστικών φαινομένων και η συγκυριακή έξαρση του εθνικισμού με το Μακεδονικό Ζήτημα, έθεσαν την ανάγκη της αντιφασιστικής δράσης σε μια σειρά οργανώσεις, κυρίως στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού κινήματος. Αν και οι καθαυτό φασιστικές οργανώσεις (Χρυσή Αυγή, Ελληνικό Μέτωπο κ.λπ.) δεν είχαν αποκτήσει μαζική βάση, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για φασιστικό κίνημα, ιδιαίτερα ανησυχητική υπήρξε η είσοδος στη Βουλή, μετά τις εκλογές του 2007, του ακροδεξιού Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, στον οποίο στεγάζονταν και εκφραστές φασιστικών τάσεων, κάποιοι από της οποίους εκλέχτηκαν και βουλευτές. Η αναγκαιότητα συγκρότησης ισχυρού α.κ. προσέλαβε  νέες διαστάσεις μετά την είσοδο στη Βουλή της ναζιστικής Χρυσής Αυγής το 2012. Η ανάπτυξή του συνέβαλε καθοριστικά στη δίωξή της ως εγκληματικής οργάνωσης και στη φυλάκιση στελεχών της. 

 

Αντιφασιστικό Κίνημα Ελλάδας (ΑΚΕ). Αντιδικτατορική οργάνωση που συγκροτήθηκε μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 από μέλη της κίνησης Φίλοι Νέων Χωρών (ΦΝΧ). Όπως και οι ΦΝΧ, το ΑΚΕ τοποθετήθηκε στο «αντιρεβιζιονιστικό ρεύμα», με αναφορές στον μαοϊσμό. Αυτοδιαλύθηκε το 1969. Ένα τμήμα της (Γιώργος Καραμπελιάς κ.ά., που εξέδιδαν στο Παρίσι τον «Αντιφασίστα»), επηρεασμένο από τον γαλλικό αυθορμητίστικο μαοϊσμό, συνέχισε τη δράση του και μετά την πτώση της δικτατορίας στην Ελλάδα, ως Ομάδα για μια Προλεταριακή Αριστερά (ΟΠΑ).

 

Αντύπας Μαρίνος (1872-1907). Ένας από τους πρωτοπόρους Έλληνες σοσιαλιστές, με χριστιανοσοσιαλιστικές απόψεις. Γεννήθηκε στα Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς, σπούδασε νομικά και το 1896 έγινε μέλος της σοσιαλιστικής κίνησης του Σταύρου Καλλέργη, μαζί με τον οποίο συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση του 1897. Φυλακίστηκε για αντιμοναρχική δραστηριότητα στα 1897-98. Επιστρέφοντας στην Κεφαλονιά, εξέδιδε στα 1900-1903 τη σοσιαλιστική εφημερίδα «Ανάστασις». Φυλακίστηκε και πάλι και το 1904 έφυγε στη Ρουμανία. Το 1906 επέστρεψε στο Αργοστόλι, όπου ίδρυσε το Λαϊκό Αναγνωστήριο «Ισότης» και συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές, ως υποψήφιος του Κοινωνιστικού Ριζοσπαστικού Κόμματος στην επαρχία Κραναίας, παίρνοντας το 40% των ψήφων.

Εργαζόμενος από το 1906 στη Θεσσαλία, προπαγάνδιζε την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τη διανομή της καλλιεργήσιμης γης στους αγρότες. Εξαιτίας της δράσης του δολοφονήθηκε στον Πυργετό της Λάρισας, από όργανο των τσιφλικάδων. Τρία χρόνια αργότερα, το 1910, ξέσπασε, κάτω και από την επίδραση των ιδεών που είχε καλλιεργήσει, η αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ.

Η δράση του Α. στην Κεφαλονιά συνέβαλε στην εδραίωση ισχυρού σοσιαλιστικού κινήματος στο νησί, όπου το 1910 εκλέχτηκαν οι τρεις πρώτοι Έλληνες σοσιαλιστές βουλευτές και τον επόμενο χρόνο εκδηλώθηκε εργατοαγροτική εξέγερση, με επικεφαλής τον οπαδό του Α., διάκονο Ιωάννη Κονιδάρη.

 

Αντώνιος (1890-1963). Μητροπολίτης, στέλεχος του εαμικού κινήματος. Γεννήθηκε στη Σύρο και το κοσμικό του όνομα ήταν Αντώνιος Πολίτης. Σπούδασε θεολογία, έγινε κληρικός το 1914 και το 1922 εκλέχτηκε Μητροπολίτης Ηλείας. Το 1943 ανέλαβε πρόεδρος του ΕΑΜ Πελοποννήσου και το 1944 συμμετείχε στην Εθνοσυνέλευση των Κορυσχάδων. Καθαιρέθηκε από τη θέση του Μητροπολίτη το 1945, αλλά αποκαταστάθηκε ως πρώην Μητροπολίτης, το 1958.

 

Ανωγειανάκης Φοίβος (1915-2003). Μουσικολόγος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης και μετά από μουσικές σπουδές εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Το 1947 από τις στήλες του «Ριζοσπάστη» πρόβαλε την άποψη ότι το ρεμπέτικο αποτελεί γνήσιο λαϊκό τραγούδι, με ρίζες στη βυζαντινή μουσική παράδοση. Αρθρογραφούσε και στα «Ελεύθερα Γράμματα», την «Αυγή», την «Επιθεώρηση Τέχνης» και άλλα έντυπα. Ίδρυσε Μουσείο Λαϊκών Μουσικών Οργάνων και έγραψε σχετικά βιβλία.

 

Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ). Τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των δημοσίων υπαλλήλων. Ιδρύθηκε τυπικά το 1945, άρχισε να λειτουργεί τον Δεκέμβριο 1947 και στα 1949-53 πραγματοποίησε κάποιες απεργιακές κινητοποιήσεις. Οι περιορισμοί που είχαν τεθεί στο δικαίωμα της συνδικαλιστικής δράσης των δημοσίων υπαλλήλων και ο αποκλεισμός των οπαδών της Αριστεράς από το Δημόσιο, μέσω των διαβόητων «πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων», είχαν ως αποτέλεσμα τον έλεγχο της ΑΔΕΔΥ από συντηρητικές δυνάμεις, αν και κατά την περίοδο 1961-67 ήταν σημαντική η παρουσία δυνάμεων που συνδέονταν με την Ένωση Κέντρου. Χαρακτηριστικό είναι το ότι μετά τη γενική δημοσιοϋπαλληλική απεργία του 1953, η επόμενη έγινε το 1980.

Κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας η Διοίκησή της διοριζόταν από την κυβέρνηση, ενώ και στα 1974-81 ελεγχόταν από καθεστωτικές δυνάμεις, μέσω αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων. Εντούτοις, αναπτύχθηκε ισχυρό αντιπολιτευτικό κίνημα, από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ., και από το 1976, παράλληλα με την ΑΔΕΔΥ, δρούσε και η Συντονιστική Επιτροπή Δημοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΣΕΔΟ).

Ο εκδημοκρατισμός της ΑΔΕΔΥ συντελέστηκε μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981. Από το 25ο Συνέδριο, του 1983, που διεξήχθη με πραγματικά δημοκρατικές διαδικασίες, η ΑΔΕΔΥ άρχισε να ελέγχεται από τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της κομμουνιστικής Αριστεράς.

Σε μια περίοδο γενικότερης κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων, η ΑΔΕΔΥ εξακολουθεί να συσπειρώνει περίπου 300.000 εργαζόμενους. Η μεγαλύτερη παράταξη απ’ αυτές που συμμετέχουν στη Διοίκησή της είναι η ΠΑΣΚΕ (ΠΑΣΟΚ, αν και μεγάλο μέρος των στελεχών της έχει ανεξαρτητοποιηθεί) και ακολουθούν οι παρατάξεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΚΕ, ενώ παρουσία έχουν και κινήσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και διάφορα σχήματα που συνδέονται με τον ΣΥΡΙΖΑ.

 

Αξελός Κώστας (1924-2010). Φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ως φοιτητής συμμετείχε στην εαμική Αντίσταση και εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Πιάστηκε και βασανίστηκε μετά τα Δεκεμβριανά και κατόπιν διέφυγε στη Γαλλία. Το 1949 καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Έχοντας αποχωρήσει από το ΚΚΕ, το 1957 συμμετείχε στην ομάδα των διαφωνούντων Γάλλων κομμουνιστών που εξέδιδαν το περιοδικό «Arguments» και στα 1964-74 συμμετείχε στη Σ.Ε. του γιουγκοσλάβικου μαρξιστικού περιοδικού «Praxis». Αντιμετώπισε κριτικά το μαρξικό έργο και μέσα από τη μελέτη της φιλοσοφίας του Ηράκλειτου κατέληξε στη διατύπωση της θεωρίας της πλανητικής σκέψης. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του περιλαμβάνεται στις συλλογές «Η εκδίπλωση της περιπλάνησης», «Η εκδίπλωση του παιχνιδιού» και «Η εκδίπλωση μιας έρευνας».

 

Αξελός Λουκάς (1947-). Συγγραφέας, ποιητής και εκδότης. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1969 ίδρυσε τις εκδόσεις «Στοχαστής», τις οποίες εξακολουθεί να διευθύνει, στα 1974-80 πρωτοστάτησε στην ίδρυση και λειτουργία της Εκδοτικής Ομάδας Εργασίας, και από το 1980 εκδίδει το περιοδικό «Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κριτικής». Έχει γράψει τα βιβλία «Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι», «Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα», «Κύπρος», «Ρήγας Βελεστινλής» κ.ά., καθώς και ποιητικές συλλογές.

 

Αξιώτη Μέλπω (1905-1972). Ποιήτρια και πεζογράφος. Καταγόταν από τη Μύκονο και γεννήθηκε στην Αθήνα. Εντάχθηκε στο εαμικό κίνημα και στο ΚΚΕ, συμμετείχε στην παράνομη έκδοση των «Πρωτοπόρων» και από το 1947 έζησε στη Γαλλία, στη Γερμανική Λ.Δ. και την Πολωνία, μέχρι το 1964, οπότε επέστρεψε στην Αθήνα. Έγραψε ποιήματα, μυθιστορήματα και ιστορικά χρονικά, μεταξύ των οποίων και τα βιβλία «Δύσκολες νύχτες», «Θέλετε να χορέψουμε, Μαρία;», «Το σπίτι μου», «Αθήνα 1941-1945» κ.ά.

 

Απελευθερωτής. Όργανο της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ, που εκδιδόταν στα 1942-44. Για μικρό διάστημα το 1944, μετά τη διάλυση της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ, συνέχισε την έκδοσή του ως όργανο της Κ.Ε. του ΕΑΜ.

 

Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλης Επιθυμίας (ΑΚΟΕ). Ιδρύθηκε το 1977 ως Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας και από τον επόμενο χρόνο εξέδιδε το περιοδικό «Αμφί». Υπήρξε η πρώτη ελληνική οργάνωση για την προώθηση των ζητημάτων που απασχολούν τους ομοφυλόφιλους, ενάντια στην ομοφοβία, τον σεξισμό και τον κοινωνικό ρατσισμό. Πρόβαλλε θέσεις ριζοσπαστικές, ασκώντας κριτική στην κατεστημένη αστική και μικροαστική ηθική. Τόσο πριν τη διάλυσή του, το 1989, όσο και στη συνέχεια ιδρύθηκαν διάφορες ομάδες με ανάλογο προσανατολισμό, ενώ το 1982 κυκλοφόρησε η «Λάβρυς», το πρώτο ελληνικό λεσβιακό περιοδικό.

Τα τελευταία χρόνια λειτουργούν πολλές κινήσεις, ενταγμένες στο συνολικότερο κίνημα που αγωνίζεται για τα δικαιώματα των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφισεξουαλικών, τρανσέξουαλ κ.ά. (ΛΟΑΤΚΙ+). Μέρος αυτών των κινήσεων εξακολουθεί να ασκεί συνολική κριτική στις αστικές κοινωνικές δομές και την αστική ιδεολογία, ενώ άλλο τμήμα περιορίζεται σε επιμέρους ζητήματα κοινωνικού ρατσισμού.

 

Απεργία. Μορφή αγώνα της εργατικής τάξης και των άλλων μισθωτών εργαζομένων, για τη στήριξη οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών διεκδικήσεων, που συνίσταται στην πρόσκαιρη αποχή από την εργασία.

Η πρώτη α. στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε από τους τυπογράφους της εφημερίδας της κυβέρνησης («Γενική Εφημερίς της Ελλάδος») το 1826, με αίτημα την καταβολή καθυστερούμενων μισθών, ενώ το 1830 απήργησαν οι εργάτες του Νομισματοκοπείου της Αίγινας. Τόσο ο Καποδίστριας όσο και οι Βαυαροί στη συνέχεια, αντιμετώπισαν αρνητικά τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Υπήρξε μάλιστα και νομοθέτημα της Αντιβασιλείας, το 1833, που χαρακτηρίζει αδίκημα την «εκ συστάσεως αποχή εκ της εργασίας επί σκοπώ ισχυροποιήσεως αξιώσεων».

Ενώ το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αναγνωρίζεται με το Σύνταγμα του 1864, το πρώτο εργατικό σωματείο (ο Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου) ιδρύεται το 1879 και η ίδρυσή του συνοδεύεται από τις πρώτες α. που διοργανώνει συνδικαλιστική οργάνωση. Απεργιακές κινητοποιήσεις γίνονται και σε άλλες πόλεις (Αθήνα, Πειραιά, Πάτρα, Βόλο κ.ά.) κατά τα επόμενα χρόνια, ενώ οι αγώνες των μεταλλωρύχων του Λαυρίου (1883, ’87, ’96 και 1906) προσλαμβάνουν εξεγερσιακό χαρακτήρα, με αιματηρές συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις. Από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα το απεργιακό κίνημα κάνει την εμφάνισή του και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της μετέπειτα βόρειας Ελλάδας, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα, και πρωτοπορία τον κλάδο των καπνεργατών, που θα συνεχίσει να έχει πρωτοποριακό ρόλο στο ελληνικό εργατικό κίνημα μέχρι και τη δεκαετία του 1940.

Στο πλαίσιο της εκσυγχρονιστικής πολιτικής που ακολουθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ ενισχύεται με τον νόμο 281 του 1914 το δικαίωμα στη σύσταση συνδικαλιστικών οργανώσεων, επιχειρείται ο έλεγχος της δραστηριότητάς τους και οι απεργιακές κινητοποιήσεις αντιμετωπίζονται συχνά με βίαιη καταστολή. Μετά, μάλιστα, από τη μεγάλη καπνεργατική α. στη Μακεδονία και τη Θράκη, τον Μάρτιο 1914, εγκαινιάστηκε και ο θεσμός της εκτόπισης και δύο από τους πρωτεργάτες της απεργίας, τα στελέχη της Φεντερασιόν, Αβραάμ Μπεναρόγια και Σαμουήλ Γιονάς, εξορίστηκαν στη Νάξο. Σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ εργατών και Χωροφυλακής, που κατέληξε στον θάνατο τεσσάρων εργατών και τριών χωροφυλάκων, εξελίχτηκε η α. των μεταλλωρύχων της Σερίφου, τον Αύγουστο 1916.

Το απεργιακό κίνημα κατά τον Μεσοπόλεμο. Η ίδρυση της ΓΣΕΕ, τον Οκτώβριο 1918, έδωσε νέες δυνατότητες συντονισμού των απεργιακών αγώνων, που συνεχίζουν να διεξάγονται, παρά το ότι η Ελλάδα βρίσκεται, μέχρι το 1922, σε εμπόλεμη κατάσταση. Ανάμεσα σ’ αυτούς ξεχωρίζει η α. που κήρυξε η Πανεργατική Ένωση Βόλου τον Φεβρουάριο 1921, η οποία πήρε χαρακτήρα παλλαϊκής εξέγερσης, και η πανεργατική απεργία του Αυγούστου 1923 που κατέληξε στη δολοφονία απεργών στο Πασαλιμάνι του Πειραιά. Μία από τις σημαντικότερες κινητοποιήσεις ήταν και η α. των καπνεργατών του Αγρινίου, τον Ιούλιο του 1926, κατά την οποία υπήρξαν και αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία.

Κατά τον Μεσοπόλεμο στην πρωτοπορία των απεργιακών κινητοποιήσεων εξακολουθεί να βρίσκεται ο κλάδος των καπνεργατών, αλλά σημαντική απεργιακή δραστηριότητα αναπτύσσεται και από τους εργαζόμενους στις μεταφορές (σιδηροδρομικοί, τραμβαγέρηδες, ναυτεργάτες), τους μυλεργάτες, αρτεργάτες, υποδηματεργάτες κ.ά. Δυσκολίες παρουσιάζονται στη διοργάνωση απεργιακών κινητοποιήσεων στη βιομηχανία, όπου η μεγάλη παρουσία γυναικών και ανήλικων λειτουργεί ανασταλτικά και επιτρέπει την άσκηση τρομοκρατίας απ’ την πλευρά των εργοδοτών. Ανασταλτικός παράγοντας ήταν και η ανεργία, που προκλήθηκε και από τη μαζική ένταξη μεγάλου μέρους των προσφύγων στο προλεταριάτο.

Μεγάλη έξαρση εμφανίζει το απεργιακό κίνημα κατά την περίοδο 1931-36, ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, με τη συμμετοχή και κλάδων που μέχρι τότε απείχαν από απεργιακές δραστηριότητες. Οι απεργιακοί αγώνες της περιόδου χαρακτηρίζονται από μαζικότητα και συχνά καταλήγουν σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία, με δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι απεργιακές κινητοποιήσεις των μυλεργατών και των λιμενεργατών στην Καλαμάτα τον Μάιο 1934, που προσέλαβε χαρακτηριστικά παλλαϊκής εξέγερσης, με εφτά νεκρούς εργάτες. Μεγάλες και αιαμτηρές κινητοποιήσεις έγιναν και το 1935, όπως στο Ηράκλειο Κρήτης, με έξι νεκρούς, τον Βόλο κ.λπ. Το απεργιακό κίνημα φτάνει στο αποκορύφωμά του τον Μάιο 1936, όταν η α. των καπνεργατών εξελίσσεται στη Θεσσαλονίκη σε πανεργατική και παλλαϊκή εξέγερση, με δεκατρείς νεκρούς και με την πόλη κατειλημμένη επί δύο μέρες από τους εξεγερμένους. Συνολικά, από το 1923 έως το 1936, οι δολοφονημένοι απεργοί ξεπέρασαν τους σαράντα.

Η έξαρση του κινήματος μετά το 1931 συνοδεύεται από την ανάπτυξη στενότερων σχέσεων του ΚΚΕ με την εργατική τάξη, καθώς οργανωτής των απεργιακών αγώνων είναι συνήθως η Ενωτική ΓΣΕΕ που ελέγχεται από τους κομμουνιστές. Οι συντηρητικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις της ΓΣΕΕ και των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων στηρίζουν πολλούς απ’ αυτούς τους αγώνες, αν και συχνά η συντηρητική ηγεσία της ΓΣΕΕ προσπαθεί να τους αποτρέψει. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, που εγκαθιδρύεται με πρόφαση την αποτροπή επαναστατικής κρίσης που θα δημιουργούσε η πανελλαδική-πανεργατική α. που διοργάνωναν για τις 5 Αυγούστου η ΓΣΕΕ και η ΕΓΣΕΕ, καταργεί και το απεργιακό δικαίωμα.

Το απεργιακό κίνημα στην περίοδο 1940-74. Η Ελλάδα είναι η πρώτη κατεχόμενη χώρα της Ευρώπης όπου, ήδη από το 1942, αναπτύσσεται ένα ισχυρό απεργιακό κίνημα υπό την καθοδήγηση του Εργατικού ΕΑΜ και της Κεντρικής Πανυπαλληλικής Επιτροπής, το οποίο εκδηλώνεται ακόμη και με μαζικές μαχητικές διαδηλώσεις και αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία και τις δυνάμεις κατοχής. Εκτός από τους αγώνες για τις οικονομικές διεκδικήσεις για την επιβίωση των εργαζομένων, το απεργιακό κίνημα απέτρεψε, το 1943, τόσο την επιστράτευση Ελλήνων εργατών και την αποστολή τους στη Γερμανία όσο και την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής στην κεντρική Μακεδονία, ενώ μεγάλοι απεργιακοί αγώνες ξέσπασαν κατά το 1944, ενάντια στην τρομοκρατία και τις σφαγές που διενεργούσαν οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους.

Την έκρηξη της σύγκρουσης των Δεκεμβριανών, το 1944, συνόδευσε γενική α., στην οποία συμμετείχε το σύνολο, σχεδόν, της εργατικής τάξης. Το απεργιακό κίνημα διατήρησε τον δυναμισμό και τη μαζικότητά του και στην επόμενη περίοδο μέχρι τα μέσα του 1946, οπότε άρχισε να υποχωρεί, με την επιβολή καθεστώτος τρομοκρατίας και έκτακτων μέτρων, τη διάλυση συνδικαλιστικών οργανώσεων και τις μαζικές διώξεις, εκτοπίσεις, φυλακίσεις, δολοφονίες και εκτελέσεις αριστερών συνδικαλιστών. Η περίοδος του Εμφυλίου χαρακτηρίζεται από την ύφεση του κινήματος, που επανεμφανίζεται μετά το 1950, αλλά δεν προσλαμβάνει μαζικό χαρακτήρα παρά μόνο από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας.

Στη νέα περίοδο της ορμητικής ανόδου του, μέχρι την επιβολή της δικτατορίας το 1967, στην πρωτοπορία των απεργιακών αγώνων βρίσκεται ο κλάδος των οικοδόμων, αλλά οι απεργιακές κινητοποιήσεις αγκαλιάζουν το σύνολο, σχεδόν, των εργαζομένων, έτσι ώστε στα 1964-65 η Ελλάδα να βρίσκεται παγκοσμίως στην πρώτη θέση από την άποψη της απεργιακής δραστηριότητας. Αποκορύφωμα στάθηκε η μεγάλη γενική πολιτική α. της 27ης Ιουλίου 1965, ενάντια στο βασιλικό πραξικόπημα και την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου. Η απεργιακή δραστηριότητα απαγορεύτηκε και πάλι με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, αν και αποτολμήθηκαν επί μέρους απεργιακοί αγώνες στα 1969-74.

Το μεταδικτατορικό απεργιακό κίνημα. Την πτώση της δικτατορίας ακολούθησε νέα έκρηξη απεργιακών κινητοποιήσεων, στις οποίες πρωτοστάτησε το βιομηχανικό προλεταριάτο, κυρίως για την κατοχύρωση του δικαιώματος συνδικαλιστικής οργάνωσης (εργοστασιακός συνδικαλισμός). Σημαντικούς απεργιακούς αγώνες διεξήγαγαν και οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα, στις τράπεζες κ.λπ., καθώς και οι οικοδόμοι, οι μεταλλωρύχοι και οι ναυτεργάτες.

Στο Σύνταγμα του 1975 υπάρχει για πρώτη φορά ρητή κατοχύρωση του δικαιώματος της α., με την παράγραφο 2 του άρθρου 23. Εντούτοις, έγινε απόπειρα περιστολής του απεργιακού δικαιώματος με την ψήφιση του νόμου 330 το 1976, που ξεσήκωσε κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων. Με αυξομειώσεις, το κίνημα συνεχίστηκε με μαζικά και μαχητικά χαρακτηριστικά μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, συμβάλλοντας καθοριστικά στην κατοχύρωση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και στην εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, κατά την πρώτη της τετραετία (1981-85), αλλά και στην απόκρουση των αντεργατικών ρυθμίσεων της περιόδου 1985-87.

Σημαντικοί απεργιακοί αγώνες πραγματοποιήθηκαν και κατά την περίοδο της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στα 1990-93, για να ακολουθήσει μια περίοδος μεγάλης υποχώρησης της απεργιακής δραστηριότητας, που συνδέεται με αναδιαρθρώσεις στην παραγωγική διαδικασία και στη σύνθεση της εργατικής τάξης, αλλά και με προβλήματα που απορρέουν από την πολιτική των κυρίαρχων παρατάξεων (ΠΑΣΚΕ, του ΠΑΣΟΚ, και ΔΑΚΕ, της Ν.Δ.) στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 εμφανίζεται κάποια ανάκαμψη του απεργιακού κινήματος, με σημαντικότερη εκδήλωση τη γενική α. του Απριλίου 2001, που απέτρεψε την κατάργηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων, αν και η κρίση του κινήματος συνεχίστηκε κατά τη δεκαετία του 2000, παρά τις επιμέρους κινητοποιήσεις, που εκδηλώνονταν κυρίως στον δημόσιο τομέα και ιδιαίτερα στον χώρο των εκπαιδευτικών.

Ιδιαίτερη έξαρση εμφάνισε το απεργιακό κίνημα μετά την ένταξη της Ελλάδας υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Στην εφταετία 2010-16 πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από τριάντα πανεργατικές α., ενώ εντυπωσιακός ήταν ο απεργιακός αγώνας των εργατών της Χαλυβουργίας Ελλάδας στον Ασπρόπυργο, που κράτησε από τον Οκτώβριο 2011 έως τον Ιούλιο 2012. Οι απεργιακοί αγώνες σημείωσαν σημαντική υποχώρηση στα 2015-21, για να ανακάμψουν, αν και σε περιορισμένη έκταση, στη συνέχεια.

Το δικαίωμα στην α. υπήρξε σημαντική κατάκτηση του εργατικού κινήματος και η διεξαγωγή απεργιακών αγώνων αποτέλεσε επίμαχο ζήτημα στις γραμμές του. Ως μορφή πάλης ανώτερη από την απλή παράσταση διαμαρτυρίας και τη στάση εργασίας, συχνά αντιμετωπίζεται, σε όλη την ιστορική διαδρομή του κινήματος, ως το σημείο διαχωρισμού ανάμεσα σε τάσεις συμβιβασμού και ταξικής συνεργασίας, και τάσεις ταξικές και αγωνιστικές. Η αντίθεση αυτή δεν διαχωρίζει μόνο τον αριστερό από τον συντηρητικό συνδικαλισμό, αλλά διαπερνά και την ίδια την Αριστερά, με τα πιο μετριοπαθή τμήματά της να χρησιμοποιούν το όπλο της α. με εξαιρετική φειδώ, σε αντίθεση με τα πιο αγωνιστικά τμήματα, που υποστηρίζουν με μεγαλύτερη συχνότητα την κάθοδο σε απεργιακούς αγώνες. Αντίστοιχη διαφορά σημειώνεται και ως προς τη διάρκεια αυτών των αγώνων, καθώς και για τα όρια των ενδεχόμενων συμβιβασμών και υποχωρήσεων.

 

Αποστολάτος Μάκης (1948-2010). Λογοτέχνης, ποιητής και κριτικός. Γεννήθηκε στο Αργοστόλι, συμμετείχε στο αντιδικτατορικό κίνημα και μετά την πτώση της δικτατορίας πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ενωτικής Πορείας Συγγραφέων. Από το 1981 και έως τον θάνατό του εξέδιδε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ομπρέλα». Έγραψε τις ποιητικές συλλογές «Γκουανταλαχάρα», «Η απεργία των αγγέλων», «Διαστολή και συστολή των σωμάτων» κ.ά., καθώς και δοκίμια.

 

Αποστολίδης Ηρακλής (1893-1970). Στέλεχος του σοσιαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας και έζησε επί χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο. Εγκαταστάθηκε κατόπιν στην Αθήνα, όπου συνεργάστηκε με τον Νίκο Γιαννιό. Το 1920 έγινε διευθυντής της εφημερίδας «Άμυνα», που υποστήριζε τη διασπαστική κίνηση των κυβερνητικών συνδικαλιστών. Αποσύρθηκε στη συνέχεια από την ενεργό δράση και υιοθέτησε συντηρητικές ιδέες. Υπήρξε εκδότης εντύπων και διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, στα 1945-59. Ήταν πατέρας του λογοτέχνη Ρένου Α.

 

Αποστολίδης Θωμάς (1892-1944). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στο Μεσενικόλα Καρδίτσας, εντάχθηκε στο ΣΕΚΕ και ανέπτυξε δραστηριότητα ως συνδικαλιστής στον κλάδο των τυπογράφων. Επικεφαλής της Πανεργατικής Ένωσης Βόλου, καθοδήγησε την εργατική κινητοποίηση τον Φεβρουάριο 1921 και μετά την καταστολή της φυλακίστηκε. Στα 1923-24 υπήρξε μέλος της τριμελούς γραμματείας και γραμματέας του ΣΕΚΕ(Κ).

Διαφώνησε με τη θέση του ΚΚΕ για το Μακεδονικό, αλλά παρέμεινε μέλος του μέχρι το 1930, οπότε διαγράφηκε, λόγω της αντίθεσής του στην ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Η δικτατορία Μεταξά τον εξόρισε στον Αϊ-Στράτη. Το 1943 έγινε γραμματέας της οργάνωσης Επαναστατικό Σοσιαλιστικό (Κομμουνιστικό) Κόμμα Ελλάδας, που υποστήριζε τον ταξικό προσανατολισμό του εαμικού κινήματος. Πιάστηκε από τους Γερμανούς, βασανίστηκε και εκτελέστηκε.

 

Αποστόλου Ηλέκτρα. 1. (1912-1944). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος και ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης, αδελφή του στελέχους του ΚΚΕ Λευτέρη Α. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σε ηλικία 14 χρόνων εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ.

Έγινε μέλος της καθοδήγησης της Οργάνωσης Αθήνας της ΟΚΝΕ και το 1933 ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας «Νεολαία» και συμμετείχε στο Παγκόσμιο Αντιπολεμικό και Αντιφασιστικό Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι. Το 1935 ήταν μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς των Νέων και αναδείχτηκε στο Γραφείο της Κ.Ε. της ΟΚΝΕ. Φυλακίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά και μετά την αποφυλάκισή της καθοδήγησε την παράνομη Οργάνωση Μακεδονίας-Θράκης της ΟΚΝΕ. Πιάστηκε ξανά το 1939 και εξορίστηκε στην Ανάφη.

Δραπέτευσε τον Αύγουστο 1942 από το Τμήμα Μεταγωγών της Αθήνας, συμμετείχε στην καθοδήγηση της ΟΚΝΕ και της οργάνωσης Λεύτερη Νέα και με την ίδρυση της ΕΠΟΝ έγινε μέλος του Κ.Σ. και κατόπιν υπεύθυνη διαφώτισης της Κ.Ο. Αθήνας του ΚΚΕ. Πιάστηκε από την Ειδική Ασφάλεια τον Ιούλιο του 1944 και πέθανε από τα βασανιστήρια.

2. Πολιτικός χώρος Η. Α. Κίνηση συνεργασίας ομάδων και αγωνιστών κομμουνιστικής, αντιφασιστικής και αντιιμπεριαλιστικής αναφοράς. Ιδρύθηκε το 2021 και συμμετέχουν η Λαϊκή Δράση - Ομάδα κομμουνιστών/αγωνιστών, η Εργατική Ομάδα Τ34 κ.ά.

 

Αποστόλου Λευτέρης (1903-1981). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν αδελφός της Ηλέκτρας Α. Εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ και το 1923 συμμετείχε στην ομάδα που εξέδιδε το «Αρχείο Μαρξισμού». Τον επόμενο χρόνο αποχώρησε από την ομάδα, αποκαλύπτοντάς την στο κόμμα, με αποτέλεσμα τη διαγραφή της.

Αναδείχτηκε σε ηγετικές θέσεις της ΟΚΝΕ και του ΚΚΕ, και το 1931 δραπέτευσε από τις φυλακές Συγγρού και διέφυγε στην ΕΣΣΔ, όπου σπούδασε στο ΚΟΥΤΒ. Επέστρεψε παράνομα το 1935, πιάστηκε το 1938 και εξορίστηκε στην Κίμωλο, απ’ όπου απέδρασε τον Μάιο 1941. Τον Σεπτέμβριο υπέγραψε εκ μέρους του ΚΚΕ το Ιδρυτικό του ΕΑΜ. Τον Νοέμβριο συνελήφθη, ενώ κατηγορήθηκε από το ΚΚΕ για παράβαση των κανόνων συνωμοτισμού, με αποτέλεσμα να μείνει εκτός κόμματος επί ένα χρόνο. Ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ στη μεταπελευθερωτική περίοδο, υποστήριξε τον μετασχηματισμό του σε ευρύτερο αντιφασιστικό κόμμα των εργαζομένων. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου έζησε στην ανατολική Ευρώπη, ως πολιτικός πρόσφυγας. Διαφώνησε με την πολιτική της ηγεσίας Ζαχαριάδη και διαγράφηκε από το κόμμα.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1955 και το 1964 ίδρυσε την Ανανεωτική Ομάδα Δημοκρατικής Αριστεράς (ΑΟΔΑ), υποστηρίζοντας τη διάλυση του ΚΚΕ και την αντικατάστασή του από τον νόμιμο φορέα, την ΕΔΑ, καθώς και τη χωρίς όρους στήριξη της Ένωσης Κέντρου. Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ εντάχθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού, επιμένοντας στις θέσεις του για την ίδρυση ευρύτερου κόμματος των εργαζομένων.

Είχε γράψει βιβλία για τον Νίκο Ζαχαριάδη και τον Άρη Βελουχιώτη, καθώς και το «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος. Η ιστορία ενός συνθήματος και οι μεταμορφώσεις του».

 

Αραμπατζής Νίκος (1906-1947). Στέλεχος του κομμουνιστικού και του καπνεργατικού κινήματος. Φυλακίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά και το 1943 δραπέτευσε και συμμετείχε στο εαμικό κίνημα. Μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 1945 και της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, το 1946, εντάχθηκε στον ΔΣΕ και σκοτώθηκε σε μάχη.

 

Αρβανίτης Άριστος (1880-;). Στέλεχος του σοσιαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στη Ροδοδάφνη Αιγίου και έγινε σοσιαλιστής  κατά την περίοδο των σπουδών του στη Γερμανία. Το 1912 συμμετείχε στη Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Οργάνωση. Μέλος της ηγεσίας του ΣΕΚΕ από την ίδρυσή του, το 1918, αποχώρησε το 1920 και στα 1927-1931 ήταν γραμματέας του Εργατικού Κόμματος Ελλάδας, του Γιάννη Καλομοίρη. Από το 1935 έζησε εκτός Ελλάδας. Έγραψε το βιβλίο «Η κρίσις του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού».

 

Αργυράκης Μίνως (1920-1998). Ζωγράφος, σκιτσογράφος και σκηνογράφος. Γεννήθηκε στη Σμύρνη και κατά την Κατοχή εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης, το 1963. Κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας διέφυγε στη δυτική Ευρώπη.

 

Αργυριάδης Παύλος-Παναγιώτης (1849-1901). Από τους πρωτοπόρους σοσιαλιστές του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Καστοριά και το 1872 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε νομικά. Διέπρεψε ως συνήγορος διωκόμενων επαναστατών και ως στέλεχος του γαλλικού σοσιαλιστικού κινήματος. Άρθρα του για τον Μαρξ δημοσιεύτηκαν σε ελληνικές σοσιαλιστικές και αναρχικές εφημερίδες κατά τη δεκαετία του 1890. Το 1884 ίδρυσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Βαλκανικής Ομοσπονδίας και από το 1886 έως τον θάνατό του εξέδιδε στα γαλλικά το ετήσιο περιοδικό «Ημερολόγιο του Κοινωνικού Ζητήματος». Από το 1889 ήταν μέλος της Κ.Ε. του γαλλικού Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος.

 

Αργυρόπουλος Περικλής (1839-1862). Από τους πρωτοπόρους σοσιαλιστές του 19ου αιώνα. Προερχόμενος από φαναριώτικη οικογένεια, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε φιλολογία και ιατρική στη Μόσχα, όπου επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες. Οπαδός του μπλανκισμού, συμμετείχε στο επαναστατικό κίνημα των ναρόντνικων και το 1861 ίδρυσε τον ριζοσπαστικό όμιλο Νέα Ρωσία. Πιάστηκε ως διοργανωτής της Συνωμοσίας του Καζάν, βασανίστηκε και πέθανε έγκλειστος σε φρενοκομείο, μετά την άρνησή του να κατονομάσει τους συνεργάτες του.

 

Άρδην. Σοσιαλιστικό περιοδικό που εξέδιδε στην Αθήνα στα 1885-87 ο Πλάτων Δρακούλης. Ανάμεσα στους βασικούς συνεργάτες του ήταν οι Ηρακλής Γαρμπής, Σπύρος Νάγος, Γεώργιος Παπαρρήτορας, Γρηγόρης Ξενόπουλος, Γεώργιος Χαιρέτης κ.ά. Πρόβαλλε συγκεχυμένες και εκλεκτικίστικες απόψεις για τον σοσιαλισμό, ως αίτημα δικαιοσύνης περισσότερο, παρά ως αγωνιστική ταξική διεκδίκηση.

 

Αρδίττι Αλμπέρτο (1891-1943;). Ισραηλίτης σοσιαλιστής. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ήταν ένα από τα ιδρυτικά και ηγετικά στελέχη της Φεντερασιόν, και διευθυντής της εφημερίδας «Αβάντι». Το 1914-15 φυλακίστηκε, κατηγορούμενος για εξύβριση του βασιλιά. Αποχώρησε από τη Φεντερασιόν το 1915, αντιτασσόμενος στην εκλογική συνεργασία με τους αντιβενιζελικούς, αλλά κατόπιν επανήλθε. Συμμετείχε στην ίδρυση του ΣΕΚΕ, απ’ το οποίο αποχώρησε το 1923, διαφωνώντας με τον κομμουνιστικό του προσανατολισμό. Πήρε μέρος στη συγκρότηση της Συγκεντρωτικής Ομάδας του ΣΕΚΕ και στις προσπάθειες ίδρυσης σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, και αργότερα αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Μετά το 1943 χάθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

 

Αρένα. Αναρχική εφημερίδα που εκδιδόταν στα 1984-85, ως μετεξέλιξη της εφημερίδας «Η Α. και οι μονομάχοι της». Την ευθύνη έκδοσής της είχε η Συντονιστική Επιτροπή Νότιας Ελλάδας.

 

Άρης. Τίτλος ομάδων δυναμικής δράσης που συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο του ΠΑΜ και του Ρήγα Φεραίου, το 1969. Στην Ομάδα Α. του ΠΑΜ ανήκε ο Κύπριος αγωνιστής Γιώργος Τσικουρής που σκοτώθηκε τον Σεπτέμβριο 1970, μαζί με την Ιταλίδα συνεργάτιδά του Μαρία-Έλενα Αντζελόνι, κατά την έκρηξη μηχανισμού που θα τοποθετούσαν στην Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Η Ομάδα Α. του Ρήγα Φεραίου αυτονομήθηκε το 1971, μετά από διαφωνία με την πολιτική του ΚΚΕ εσωτερικού, και συνέχισε έως το 1974 αυτόνομα τη δράση της, με επικεφαλής τον Κώστα Αγαπίου.

 

Αριστερά. Όρος για τον προσδιορισμό των προοδευτικών, ριζοσπαστικών και επαναστατικών πολιτικών και ιδεολογικών τάσεων, σε αντίθεση με τον όρο «Δεξιά», που χρησιμοποιείται για την αναφορά σε δυνάμεις συντηρητικές και αντιδραστικές. Η διάκριση αναφέρεται για πρώτη φορά κατά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, ως προς τις θέσεις που κατέλαβαν στην αίθουσα συνεδριάσεων της Εθνοσυνέλευσης οι αντιμαχόμενες παρατάξεις. Ο προσδιορισμός είναι σχετικός και αλλάζει κατά ιστορική περίοδο και κατά χώρα.

Στο πλαίσιο της Α. γίνεται διάκριση μεταξύ ριζοσπαστικών-επαναστατικών και μετριοπαθών-ρεφορμιστικών τάσεων. Μέχρι την εμφάνιση του εργατικού σοσιαλιστικού κινήματος, στην Α. κατατάσσονταν οι ριζοσπαστικές αστικοδημοκρατικές δυνάμεις και κατόπιν ως Α. αναφέρονται οι δυνάμεις του σοσιαλιστικού και του κομμουνιστικού κινήματος, αν και σε κάποιες περιπτώσεις συμπεριλαμβάνονται και τάσεις που προέρχονται από τον αστικοδημοκρατικό ριζοσπαστισμό. Από τα τέλη του 20ού αιώνα μεγάλο μέρος των σοσιαλδημοκρατικών και των πρώην κομμουνιστικών κομμάτων θεωρείται πως έχει μετατοπιστεί προς το Κέντρο, συγκροτώντας τη σύγχρονη Κεντροαριστερά.

Στην Ελλάδα δεν υπήρξε κατά τον 19ο αιώνα, με εξαίρεση τα Επτάνησα, ισχυρό και διακριτό αστικοδημοκρατικό ριζοσπαστικό ρεύμα. Καθώς από την περίοδο του Μεσοπολέμου μέχρι το 1974 δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί μαζικό σοσιαλιστικό ρεφορμιστικό κόμμα, ο όρος Α. ταυτίστηκε στη λαϊκή συνείδηση με το κομμουνιστικό κίνημα. Εντούτοις, σαφώς εντάσσονταν στην Α. και οι διάσπαρτες μικρές δυνάμεις των σοσιαλιστών, οι αγροτοσιαλιστές που συγκροτούσαν το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, καθώς και τάσεις των αστικών παρατάξεων που υιοθετούσαν ριζοσπαστικές πολιτικές θέσεις, όπως, π.χ., οι προερχόμενοι από τον βενιζελισμό Αριστεροί Φιλελεύθεροι και άλλοι αριστεροί δημοκράτες, που συμμετείχαν στο ΕΑΜ και κατόπιν στην ΕΔΑ. Χαρακτηριστικό αυτής της ελληνικής ιστορικής ιδιομορφίας αποτελεί και το γεγονός πως το ΠΑΣΟΚ, αν και διακήρυττε στην πρώτη περίοδο μετά την ίδρυσή του ριζοσπαστικές σοσιαλιστικές θέσεις, καταγράφηκε στη λαϊκή συνείδηση ως κόμμα κεντροαριστερό, πριν ακόμη μετακινηθεί προς τον χώρο της Κέντρου. Μετά το 2015, τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και την μετατόπισή του στον χώρο της Κεντροαριστεράς, ενταγμένες στην Α. θεωρούνται οι δυνάμεις του ΚΚΕ, του ΜέΡΑ25, της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των άλλων μικρότερων οργανώσεων μαρξιστικής αναφοράς.

 

Αριστερά! 1. Δεκαπενθήμερη εφημερίδα που εξέδιδε η πολιτική κίνηση Α/Συνέχεια από το 1996. Από το 2003 ήταν όργανο της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ελλάδας (ΚΟΕ). Η έκδοσή της σταμάτησε το 2010, όταν κυκλοφόρησε η εβδομαδιαία εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς».

2. Εκλογικό σχήμα που συμμετείχε στις ευρωεκλογές του 1999, υποστηριζόμενο από την Α/Συνέχεια. Συγκέντρωσε 8.000 ψήφους (0,15%). 

 

Αριστερά Σήμερα (Η). Διμηνιαίο πολιτικό-θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΕ εσωτερικού, που αντικατέστησε την «Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική». Εκδιδόταν στα 1983-86, με διευθυντή τον Κώστα Φιλίνη, και στη Σ.Ε. συμμετείχαν οι Σωτήρης Βαλντέν, Γιάννης Βούλγαρης, Σταύρος Ιωαννίδης, Βαγγέλης Σακελλάρης κ.ά.  Αποτέλεσε μέσο προώθησης της άποψης για μετεξέλιξη του ΚΚΕ εσ. σε ευρύτερο, μη κομμουνιστικό, κόμμα της Αριστεράς.

 

Αριστερά Σχήματα. Συνδικαλιστική κίνηση της οργάνωσης Α/Συνέχεια και κατόπιν της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ελλάδας (ΚΟΕ) στον φοιτητικό χώρο. Συγκροτήθηκε το 1991, μετά την αποχώρηση των ιδρυτικών μελών της από τις Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών, και η επιρροή της παρέμεινε περιορισμένη. Το 2007 συμμετείχε, μαζί με άλλες φοιτητικές παρατάξεις του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ, στην ίδρυση της Αριστερής Ενότητας (ΑΡΕΝ).

 

Αριστερές Συσπειρώσεις. Πολιτική συλλογικότητα που συγκροτήθηκε το 1992 από μέλη των Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών, με ιδεολογικές αναφορές στον δυτικό μαρξισμό και μαοϊσμό (σχολή Αλτουσέρ), και όργανο έκφρασης το περιοδικό «Κακώς Κείμενα». Μέλη της, που διαφώνησαν σε ζητήματα φυσιογνωμίας και πολιτικής τακτικής, αποχώρησαν το 1997 και το 1998 ίδρυσαν την Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡΑΣ). Οι Αριστερές Συσπειρώσεις ενοποιήθηκαν το 2003 με την Αριστερή Κίνηση και συγκρότησαν την Αριστερή Ανασύνθεση (ΑΡΑΝ). Βασικά στελέχη της ομάδας ήταν οι Θεόδωρος Αλεξίου, Δέσποινα Κουτσούμπα, Γιώργος Νικολαΐδης, Γιώργος Παυλόπουλος, Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Παναγιώτης Σωτήρης κ.ά.

 

Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών. Φοιτητικά πολιτικοσυνδικαλιστικά σχήματα  που συγκροτήθηκαν το 1983, από μέλη οργανώσεων που είχαν διαλυθεί (ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος B΄ Πανελλαδική, ΠΠΣΠ, ΑΑΣΠΕ κ.ά.) ή συρρικνωθεί, με τη συμμετοχή και ανένταχτων. Οι ΑΣΦ διαμόρφωσαν πανελλαδικό δίκτυο συνεργασίας και κατά τη δεκαετία του 1980 αποτέλεσαν την κύρια έκφραση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στο φοιτητικό κίνημα. Το 1991, από κοινού με τις δυνάμεις της ΚΝΕ/NAP, της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και ανένταχτους φοιτητές, συγκρότησαν την ΕΑΑΚ. Μετά το 1992 οι Αριστερές Συσπειρώσεις, από τις οποίες είχαν αποχωρήσει οι φοιτητές που συνδέονταν με τις πολιτικές οργανώσεις ΟΣΕ και Α/Συνέχεια, λειτούργησαν ως πολιτική συλλογικότητα.

 

Αριστερή Ανασύνθεση (ΑPAN). Οργάνωση που ιδρύθηκε το 2003, με την ενοποίηση των Αριστερών Συσπειρώσεων και της Αριστερής Κίνησης, που δρούσε στην Πάτρα. Εντάσσεται στον χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, με αναφορές στον δυτικό μαοϊσμό και τον μαρξισμό της σχολής Αλτουσέρ, και δραστηριοποιείται στο φοιτητικό κίνημα, συμμετέχοντας στα σχήματα της ΕΑΑΚ, και στο συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων, μέσα από τις Παρεμβάσεις-Συσπειρώσεις-Κινήσεις. Συμμετείχε στη συσπείρωση Πρωτοβουλία Αγώνα και το 2007 υπήρξε ιδρυτική συνιστώσα της ΕΝΑΝΤΙΑ. Στα 2009-15 συμμετείχε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στα 2015-19 στη Λαϊκή Ενότητα, ενώ η μειοψηφία των μελών που παρέμεινε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποχώρησε από την οργάνωση. Επικεφαλής της ήταν ο Παναγιώτης Σωτήρης και κατά καιρούς βασικά της στελέχη οι Θόδωρος Αλεξίου, Σπύρος Δρίτσας, Δέσποινα Κουτσούμπα, Γιάννης Μανώλας, Γιώργος Νικολαΐδης, Γιώργος Παυλόπουλος, Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Χρήστος Τουλιάτος, Λάμπρος Χήτας κ.ά. Εξέδιδε το περιοδικό «Εκτός γραμμής» και ο Τομέας Νεολαίας το «Εκ νέου». Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις συνεργασίας με το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, στην προοπτική ενοποίησης. 

 

Αριστερή Ανασύνταξη. 1. Οργάνωση που συγκροτήθηκε το 1992 από πρώην στελέχη του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Κώστα Μπατίκα, που αποχώρησαν το 1989 και είχαν συμμετάσχει στο NAP. Τα πρώτα χρόνια συμμετείχαν στην οργάνωση και τα πρώην στελέχη του ΚΚΕ, Κώστας Κάππος και Αγγελική Ξύδη. Ενταγμένη στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, υποστήριξε την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη βάση των επαναστατικών θέσεων του μαρξισμού-λενινισμού. Εξέδιδε ομώνυμο περιοδικό. Το 2007 ενοποιήθηκε με την Εργατική Πολιτική και συγκρότησαν την Κομμουνιστική Οργάνωση Ανασύνταξη.

2. Περιοδικό που εξέδιδε η ομώνυμη κίνηση από το 1992. Από το 2007, μετά την ενοποίηση της κίνησης με την Εργατική Πολιτική, εκδίδεται ως θεωρητικό-πολιτικό όργανο της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ανασύνταξη.

 

Αριστερή Ανατροπή. Περιοδικό που εκδίδεται από το 2013 από την οργάνωση Αριστερή Συσπείρωση (ΑΡΙΣ).

 

Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡΑΣ). Πολιτική ομάδα που συγκροτήθηκε το 1998, μετά από διάσπαση των Αριστερών Συσπειρώσεων. Εντάσσεται στον χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και δραστηριοποιείται κυρίως στο φοιτητικό κίνημα, μέσα από τα σχήματα της ΕΑΑΚ, και στο συνδικαλιστικό κίνημα των μηχανικών-τεχνικών. Ιδεολογικά επηρεάζεται από τη σχολή Αλτουσέρ. Συμμετείχε στην Πρωτοβουλία για τη σύγκλιση και την κοινή δράση της ριζοσπαστικής Αριστεράς (2000-01), στην Πρωτοβουλία Αγώνα (2002-05), στην ΕΝΑΝΤΙΑ, στα 2007-09, και στα 2009-15 στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για να ενταχθεί κατόπιν στη Λαϊκή Ενότητα, στην οποία παραμένει και μετά την κρίση του 2019. Εκδίδει το περιοδικό «Αριστερή Συσπείρωση» και βασικά της στελέχη είναι οι Γιώργος Μελισσαρόπουλος, Δημήτρης Πετρόπουλος, Δημήτρης  Σαραφιανός, Μαριάννα Τσίχλη κ.ά. Από μέλη της που αποχώρησαν, το 2012, ιδρύθηκε η Αριστερή Συσπείρωση (ΑΡΙΣ).

 

Αριστερή Αντιπολίτευση. 1. Όρος που χρησιμοποιήθηκε για να σηματοδοτήσει το ρεύμα που συγκρότησαν οι διαφωνούντες με το ΚΚΕ μετά το 1927, σε αναφορά με τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση (ΔΑΑ), η οποία, αποτελούμενη από τους οπαδούς του Τρότσκι, συγκροτήθηκε οργανωτικά το 1930. Βάση συγκρότησης της A.A. διεθνώς ήταν, κυρίως, η αντίθεση στην πολιτική της κυρίαρχης ηγετικής ομάδας στο Κόμμα των Μπολσεβίκων (Ιωσήφ Στάλιν, Νικολάι Μπουχάριν κ.ά.) που απέβλεπε στην «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια χώρα», θεωρώντας πως συνιστούσε εγκατάλειψη του διεθνιστικού προσανατολισμού. Από τη ΔΑΑ, που το 1934 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστική Διεθνιστική Ένωση, ιδρύθηκε το 1938 η τροτσκιστική 4η Διεθνής.

Στην ελληνική A.A. εντασσόταν η ομάδα του Παντελή Πουλιόπουλου, που διαγράφηκε από το ΚΚΕ κατά την κρίση του 1927-28, κατηγορούμενη για «λικβινταρισμό». Το 1928, σε συνεργασία με την ομάδα των «κεντριστών» (Σεραφείμ Μάξιμος, Κώστας Σκλάβος, Τάσος Χαΐνογλου κ.ά.), συγκρότησαν την Ενωμένη Αντιπολίτευση του ΚΚΕ και εξέδιδαν το περιοδικό «Σπάρτακος».

H ΔΑΑ αναγνώρισε ως τμήμα της στην Ελλάδα την οργάνωση των αρχειομαρξιστών (που το 1930 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας - Αρχειομαρξιστές, ΚΟΜΛΕΑ), κυρίως λόγω της μαζικότητάς της και της εργατικής της σύνθεσης.

Ο προσανατολισμός της ΔΑΑ στην ίδρυση νέων κομμουνιστικών κομμάτων και νέας Διεθνούς προκάλεσε το 1934 διάσπαση της ΚΟΜΛΕΑ. Ένα τμήμα της, που συγκροτήθηκε στο Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΑΚΕ), απέρριψε τη νέα κατεύθυνση, ενώ το τμήμα που υιοθέτησε τον νέο προσανατολισμό και ως Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας συσπειρώθηκε γύρω από την εφημερίδα «Μπολσεβίκος», αποτέλεσε το ελληνικό τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνιστικής Ένωσης, με την οποία διατηρούσε σχέσεις και η Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΟΚΔΕ) που ιδρύθηκε τον ίδιο χρόνο. Στο Ιδρυτικό Συνέδριο της 4ης Διεθνούς, το 1938, αντιπροσωπεύτηκαν και οι δύο τροτσκιστικές οργανώσεις (ΚΔΕΕ και ΕΟΚΔΕ) που λειτουργούσαν παράνομα στην Ελλάδα.

2. Η ομάδα που συγκροτήθηκε το 1927 από τους πρώην γραμματείς του ΚΚΕ, Παντελή Πουλιόπουλο και Παστία Γιατσόπουλο, και τους Νώντα Γιαννακό, Γιάννη Μοναστηριώτη, Γιώργο Νίκολη, Γιάννη Ξυπόλυτο, Κώστα Πανταζή κ.ά., μετά τη διαγραφή τους από το κόμμα, με την κατηγορία του λικβινταρισμού. Εξέδιδε το «Νέο Ξεκίνημα» και υποστήριζε τις θέσεις της ρωσικής Αριστερής Αντιπολίτευσης (Λέον Τρότσκι κ.ά.). Τον επόμενο χρόνο ενοποιήθηκε με την ομάδα των «κεντριστών» (Σεραφείμ Μάξιμος, Κώστας Σκλάβος, Τάσος Χαΐνογλου κ.ά.), συγκροτώντας την Ενωμένη Αντιπολίτευση του ΚΚΕ. Η Ενωμένη Αντιπολίτευση μετονομάστηκε το 1929 σε A.A. του ΚΚΕ - Σπάρτακος και αργότερα σε Κομμουνιστική Αντιπολίτευση - Σπάρτακος.

 

Αριστερή Δημοκρατία. Αναφέρεται και ως «Πραγματική Δημοκρατία». Προτάθηκε το 1926 από μέλη της ηγεσίας του ΚΚΕ (Ελευθέριος Σταυρίδης, Ανδρόνικος Χαϊτάς κ.ά.), κατά τη σύσκεψη στελεχών του κόμματος που ονομάστηκε «Σύσκεψη Παραγόντων», ως άμεσος στόχος για την ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού πριν από τη σοσιαλιστική προλεταριακή επανάσταση. Στον προσανατολισμό αυτόν αντιτάχθηκε ο γραμματέας του κόμματος Παντελής Πουλιόπουλος, με αποτέλεσμα την απόσυρση της πρότασης. Επρόκειτο για απόπειρα εισαγωγής της στρατηγικής των σταδίων, που έγινε αποδεκτή από το ΚΚΕ το 1934.

 

Αριστερή Ενότητα (ΑΡΕΝ). Συνδικαλιστική παράταξη στο φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα. Ιδρύθηκε το 2007, ως σχήμα συνεργασίας των παρατάξεων του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ (ΔΑΡΑΣ, του ΣΥΝ, Αριστερά Σχήματα, της ΚΟΕ, Φοιτητές ενάντια στο σύστημα, της ΔΕΑ, φοιτητές της ομάδας Κόκκινο κ.λπ.). Τα ποσοστά της στις φοιτητικές εκλογές στα ΑΕΙ κυμαίνονταν μεταξύ 5 και 8%, ενώ στα ΤΕΙ περιορίζονταν στο 1,5-2%. Το 2015 η μεγάλη πλειονότητα των μελών της ήρθε σε ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ και από τις φοιτητικές εκλογές του 2016 συνεργάζεται σε πολλές σχολές με την ΕΑΑΚ.

 

Αριστερή Κίνηση. Πολιτική ομάδα του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που συγκροτήθηκε κατά τη δεκαετία του 1990, κυρίως από πρώην μέλη της ΚΝΕ, και έδρασε στο φοιτητικό κίνημα της Πάτρας. Με τον τίτλο A.K. εμφανίστηκε το 1997. Το 2000 πρωτοστάτησε στη συγκρότηση της Πρωτοβουλίας για τη σύγκλιση και την κοινή δράση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Συμμετείχε στην Πρωτοβουλία Αγώνα και το 2003 ενοποιήθηκε με τις Αριστερές Συσπειρώσεις, συγκροτώντας την Αριστερή Ανασύνθεση (ΑΡΑΝ). Βασικά της στελέχη ήταν οι Γιάννης Διακάκης, Αντώνης Κακλαμάνης, Γιάννης Μανώλας, Γιώτα Σταθά, Λάμπρος Χήτας κ.ά.

 

Αριστερή Παράταξη. Συνδικαλιστική κίνηση που συγκροτήθηκε το 1928 από το ΚΚΕ, μετά από τον πραξικοπηματικό αποκλεισμό από το 4ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ των εργατικών κέντρων και ομοσπονδιών που έλεγχε. Εξέδιδε την εφημερίδα «Συνδικαλιστής» και συνέβαλε στην ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ, το 1929. Συχνά αναφερόταν και ως Επαναστατική Παράταξη. Τον τίτλο τον διατήρησαν οι δυνάμεις του ΚΚΕ που παρέμβαιναν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις που βρίσκονταν εκτός Ενωτικής ΓΣΕΕ, στα 1929-36.

 

Αριστερή Παράταξη του ΚΚΕ. Βραχύβια κίνηση που συγκροτήθηκε το 1935 από τον Γιώργο Κωνσταντινίδη (Ασημίδη), πρώην ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ. Εξέδιδε το περιοδικό «Μαρξιστικό Βήμα».

 

Αριστερή Παράταξη Φοιτητών. Ιδρύθηκε το 1929 από την ΟΚΝΕ και εξέδιδε τη «Φοιτητική Σημαία». Συμμετείχε στο ανερχόμενο φοιτητικό κίνημα της περιόδου και έχοντας ξεκινήσει ως μια μικρή κίνηση εκατό περίπου μελών κατόρθωσε να συσπειρώσει στις γραμμές της χιλιάδες φοιτητές και σπουδαστές. Το 1936 πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ένωσης Προοδευτικών Οργανώσεων Φοιτητών και Σπουδαστών, και υπολογίζεται πως επηρέαζε το 50% της σπουδάζουσας νεολαίας. Διαλύθηκε από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

 

Αριστερή Πολιτική. 1. Εβδομαδιαία εφημερίδα που εξέδωσε το 1980 το ΚΚΕ (μ-λ), σε αντικατάσταση της «Προλεταριακής Σημαίας». Μετά τη διάσπαση του κόμματος το 1982, έγινε όργανο του τμήματος που είχε την έδρα του στην Αθήνα. Όταν το 1986 η οργάνωση που την εξέδιδε εγκατέλειψε τον τίτλο του ΚΚΕ (μ-λ), υιοθέτησε ως τίτλο της την Α.Π. Κατά καιρούς αργότερα κυκλοφόρησε με τη μορφή περιοδικού.

2. Κίνηση που πήρε τον τίτλο της από τη εφημερίδα της οργάνωσης που προήλθε από τη διάσπαση του ΚΚΕ (μ-λ) το 1982, με βασικά στελέχη τους Πολύδωρο Δανιηλίδη, Σπύρο Γάκη, Μήτσο Καρακώστα, Κώστα Μαλαφέκα κ.ά. Μετά την εγκατάλειψη του τίτλου του ΚΚΕ (μ-λ), το 1986, η κίνηση συνέχισε τη δράση της, με άξονα την κριτική επανεξέταση της ιστορικής διαδρομής και του προσανατολισμού του μ-λ χώρου. Συμμετείχε στην Πρωτοβουλία για τη σύγκλιση και την κοινή δράση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (2000-01), στον Χώρο Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς (2001-04) και στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ. Από το 2004 τάχθηκε υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο του οποίου αυτοδιαλύθηκε το 2013, με τη μετατροπή του σε ενιαίο κόμμα.

 

Αριστερή Πρωτοβουλία. Σχήμα εκλογικής συνεργασίας του ΚΚΕ Εσ. / Ανανεωτική Αριστερά, του ΕΚΚΕ, της ΕΑΣ και ανένταχτων αγωνιστών. Ο πλήρης τίτλος του ήταν Α.Π. Κομμουνιστών, Ριζοσπαστών και Οικολόγων. Συμμετείχε στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 και πήρε 13.500 ψήφους (0,2%), αποτέλεσμα που κρίθηκε ως αποτυχία, με συνέπεια τη διάλυσή της.

 

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση (ΑΡΚ). Πολιτική συλλογικότητα που συγκροτήθηκε το 2015 από μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, που αποχώρησαν μετά τη μνημονιακή του στροφή. Εντάχθηκε στη Λαϊκή Ενότητα, από την οποία αποχώρησε το 2016. Το 2018 εντάχθηκε στη Συνάντηση για μία Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά. Βασικά στελέχη της ήταν οι Τόνια Κατερίνη, Γιάννος Γιαννόπουλος, Σίσσυ Βελισσαρίου, Περικλής Ζήκας, Σίμος Σιμωτάς κ.ά.

 

Αριστερή Συσπείρωση. 1. Τίτλος συνδικαλιστικών κινήσεων που συσπειρώνουν, κυρίως, αγωνιστές της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στους εργατικούς και φοιτητικούς χώρους, και χρησιμοποιείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στο συνδικαλιστικό κίνημα εντάσσονται από το 2004 στις Παρεμβάσεις-Κινήσεις-Συσπειρώσεις.

2. Περιοδικό που εκδίδει από το 1998 η Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡΑΣ). Για μικρό διάστημα, το 2006, έβγαινε με τη μορφή εφημερίδας.

3. (ΑΡΙΣ). Οργάνωση που ιδρύθηκε το 2012 από πρώην μέλη της Αριστερής Αντικαπιταλιστικής Συσπείρωσης (ΑΡΑΣ). Συμμετείχε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την οποία αποχώρησε και στις εκλογές του 2023 στήριξε το ΚΚΕ. Δραστηριοποιείται, κυρίως, στο φοιτητικό κίνημα μέσω των σχημάτων της ΕΑΑΚ και στο συνδικαλιστικό κίνημα των τεχνικών. Εκδίδει το περιοδικό «Αριστερή Ανατροπή» και βασικά της στελέχη είναι οι Δάφνη Κατσίμπα, Σπύρος Κοντομάρης, Δημήτρης Κοσκινάς, Δημήτρης Μπλάνας κ.ά.

 

Αριστερισμός. Όρος που χαρακτηρίζει απόψεις και πρακτικές που θεωρείται πως αποκόπτουν την επαναστατική πρωτοπορία από το κίνημα των μαζών. Χρησιμοποιήθηκε από τον Λένιν (κυρίως, με το κλασικό του έργο «Ο αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού») στην κριτική του σε τάσεις του νεαρού κομμουνιστικού κινήματος, που απέρριπταν την παρέμβαση σε συνδικάτα τα οποία έλεγχαν ρεφορμιστές και τη συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές και στο αστικό κοινοβούλιο, αντιτάσσονταν σε πολιτικούς συμβιβασμούς και τακτικές υποχωρήσεις κ.λπ. Αν και έχουν υπάρξει τάσεις που υιοθέτησαν τον όρο, υποστηρίζοντας τον επαναστατικό χαρακτήρα ανάλογων πρακτικών (ρεύματα συμβουλιακών κομμουνιστών, σιτουασιονιστές κ.ά.), στην ιστορία του διεθνούς και του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος χρησιμοποιήθηκε για τον επικριτικό χαρακτηρισμό των εκάστοτε τάσεων αριστερής κριτικής.

Από το ΚΚΕ χαρακτηρίστηκαν σαν αριστερίστικες οι τάσεις του τροτσκισμού και του αρχειομαρξισμού, η πολιτική του Ζαχαριάδη, κυρίως κατά την περίοδο 1945-56, μετά την καθαίρεσή του και οι υποστηρικτές του στη συνέχεια, το μ-λ ρεύμα και το σύνολο των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, η τάση που αποχώρησε το 1989 και ίδρυσε το ΝΑΡ κ.λπ. Ανάλογοι ήταν και οι χαρακτηρισμοί από το ΚΚΕ εσωτερικού για τον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, για το τμήμα της νεολαίας του που αποχώρησε το 1978 και συγκρότησε την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (Β΄ Πανελλαδική), αλλά και για πλευρές της πολιτικής του ΚΚΕ.

Ο χαρακτηρισμός προσάπτεται και μεταξύ των οργανώσεων και ρευμάτων της άκρας Αριστεράς, για να χαρακτηρίσει θέσεις και πρακτικές που κρίνονται ως ανεδαφικές, άκαιρες και τυχοδιωκτικές. Ο όρος, μετά την Μεταπολίτευση του 1974, έχει γίνει πλατιά γνωστός και αναφέρεται στον ακροαριστερό χώρο, όχι πάντα με αρνητική φόρτιση και χωρίς την κυριολεξία του λενινιστικού προσδιορισμού του.

 

Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης. Κίνηση που ιδρύθηκε το 2010 με πρωτοβουλία ανένταχτων αγωνιστών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής, και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Λειτούργησε μέχρι το 2012, συσπειρώνοντας δυνάμεις που τάσσονταν υπέρ της ρήξης με την Ευρωζώνη.

 

Αριστερό Ρεύμα. Κίνηση που συγκροτήθηκε ως τάση στις γραμμές του Συνασπισμού το 1992, από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, η οποία διαφωνούσε με την κυρίαρχη πολιτική τόσο της τότε προέδρου Μαρίας Δαμανάκη όσο και στη συνέχεια του Νίκου Κωνσταντόπουλου. Επί χρόνια εξέδιδε το περιοδικό «Άλφα» και βασικά στελέχη ήταν οι Αλέκος Αλαβάνος, Νίκος Βούτσης, Παναγιώτης Λαφαζάνης κ.ά. Από το Α.Ρ. προήλθε και ο μετέπειτα πρόεδρος του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος, όμως, κατόπιν ήρθε σε ρήξη μ’ αυτό. Έχοντας χάσει σημαντικό μέρος του δυναμικού του, το 2015 το Α.Ρ. αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ και συμμετείχε στην ίδρυση της Λαϊκής Ενότητας (ΛΑΕ), ενώ λίγο αργότερα συγκροτήθηκε σε ιδιαίτερη πολιτική οργάνωση ενταγμένη στη ΛΑΕ, με γραμματέα τον Λαφαζάνη, που αποχώρησε το 2019. Το 2023 αποχώρησε και ομάδα στελεχών και μελών που ίδρυσε την Κίνηση Ενωτικής Μαχόμενης Αριστεράς. Τη βασική στελέχωση του Α.Ρ. αποτελούν οι Κώστας Ήσυχος, Στάθης Λεουτσάκος, Θανάσης Πετράκος, Δέσποινα Σπανού, Δημήτρης Στρατούλης, Γιάννης Τόλιος, Δέσποινα Χαραλαμπίδου, Νίκος Χουντής κ.ά.

 

Αριστεροί Φιλελεύθεροι. Συσπείρωση παραγόντων βενιζελικής προέλευσης, που είχαν συνεργαστεί κατά την Κατοχή με το ΕΑΜ και ως Κόμμα Αριστερών Φιλελευθέρων συνεργάζονταν με τον Συνασπισμό Κομμάτων του ΕΑΜ στα 1945-47. Το Κόμμα Α.Φ., στην ηγεσία του οποίου ήταν οι Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, Εμμανουήλ Μάντακας και Φίλιππος Χατζήμπεης, συμμετείχε στη Δημοκρατική Παράταξη, το σχήμα με το οποίο η Αριστερά πήρε μέρος στις εκλογές του Μαρτίου 1950. Από τους δεκαοχτώ βουλευτές που εκλέχτηκαν, οι έξι ανήκαν σ’ αυτό. Τον Αύγουστο 1951 ήταν μία από τις ιδρυτικές συνιστώσες της ΕΔΑ, αλλά σύντομα αποχώρησε και αυτοδιαλύθηκε. Κάποια στελέχη του, όπως ο Μάντακας, εξακολούθησαν να συμμετέχουν στην ΕΔΑ.

 

Αρμαγεδδών. Χριστιανοσοσιαλιστικού προσανατολισμού εφημερίδα, που εξέδιδε στην Πάτρα, το 1896, ο Ιωάννης Αρνέλλος. Συνεργάτες της ήταν οι Βασίλειος Θεοδωρίδης, Θεόδωρος Καπετάνος, Σωτήρης Κυριαζόπουλος, Αθανάσιος Χριστογιαννόπουλος κ.ά. Εμπνεόταν από τις χριστιανοκοινωνικές απόψεις του Απόστολου Μακράκη.

 

Αρνέλλος Ιωάννης (1870-1948). Χριστιανοσοσιαλιστής φυσικομαθηματικός και φιλόσοφος. Επηρεασμένος από τις ιδέες του Απόστολου Μακράκη, ίδρυσε το Κίνημα Επεγνωσμένου Χριστιανισμού και από το 1894 άρχισε στην Πάτρα κήρυγμα χιλιαστικού προσανατολισμού για την επερχόμενη καταστροφή του κόσμου, προβάλλοντας ως σωτηρία την εφαρμογή των αρχών του χριστιανισμού και του σοσιαλισμού. Το 1896 εξέδωσε την εφημερίδα «Αρμαγεδδών». Διώχτηκε στα 1896-98, αλλά εξακολούθησε να προπαγανδίζει τις ιδέες του μέχρι και τη δεκαετία του 1910. Έχοντας εγκατασταθεί στην Αθήνα, ίδρυσε την  Ορθόδοξη Χριστιανική Αδελφότητα και κατά τον Μεσοπόλεμο πρόβαλλε αντικομμουνιστικές απόψεις, συνεργαζόμενος με τη συντηρητική εφημερίδα «Σκριπ».

 

Αρσένη Κίττυ (1935-2013). Ηθοποιός και αγωνίστρια της Αριστεράς. Γεννήθηκε στο Αργοστόλι, σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης και εμφανίστηκε στο θέατρο το 1958. Συμμετείχε στην ΕΔΑ και ως μέλος του ΠΑΜ πιάστηκε, βασανίστηκε και φυλακίστηκε, στα 1967-68. Ενταγμένη στην ανανεωτική Αριστερά, συμμετείχε και στο συνδικαλιστικό κίνημα των ηθοποιών. Στο βιβλίο «Μπουμπουλίνας 18» κατέγραψε την εμπειρία της από τα βασανιστήρια που υπέστη το 1967. Ήταν αδελφή του πολιτικού Γεράσιμου Α.  

 

Αρσενίου Λάζαρος (1915-2018). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Καλαμπάκα και συμμετείχε στο ΕΑΜ, στον ΔΣΕ και στο ΚΚΕ. Έγραψε ιστορικά βιβλία για τη Θεσσαλία και την Αριστερά.

 

Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Κίνηση που λειτουργεί από το 1992. Πρόεδροί της υπήρξαν οι Φίλιππος Ηλιού, Σπύρος Ασδραχάς και Ηλίας Νικολακόπουλος, και από το 2022 ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης. Το αρχικό υλικό των συλλογών της το αποτέλεσε το τμήμα των αρχείων του ΚΚΕ που μετά τη διάσπαση του 1968 είχε περιέλθει στο ΚΚΕ εσωτερικού. Το 2003 ιδρύθηκε και η κίνηση Φίλοι των ΑΣΚΙ. Ασχολείται με τη συγκέντρωση αρχειακού υλικού της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, με ιστορικές εκδόσεις και διοργάνωση εκδηλώσεων, και εκδίδει το περιοδικό «Αρχειοτάξιο».

 

Αρχείο Εθνικής Αντίστασης. Έκδοση των «Νέων Βιβλίων», εκδοτικού οργανισμού του ΚΚΕ. Κυκλοφόρησαν δύο τεύχη το 1946, με υπεύθυνο τον Γεώργιο Ζιούτο.

 

Αρχείο Μαρξισμού. Θεωρητικό περιοδικό που έδωσε την ονομασία του στο αρχειομαρξιστικό ρεύμα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Εκδόθηκε την Πρωτομαγιά του 1923 από ομάδα στελεχών του ΣΕΚΕ(Κ) και της ΟΚΝΕ, που λειτουργούσε ως φράξια, με επικεφαλής τον Φραγκίσκο Τζουλάτη. Σκοπός της έκδοσης ήταν η δημοσίευση μεταφράσεων κλασικών έργων του μαρξισμού, για τη θεωρητική συγκρότηση στελεχών που θεωρούνταν πως το κόμμα την υποβάθμιζε.

Μετά την αποκάλυψη στο κόμμα της φραξιονιστικής της λειτουργίας, το 1924, η ομάδα συγκροτήθηκε σε ανεξάρτητη οργάνωση. Το «Α.Μ.» σταμάτησε να κυκλοφορεί το 1925, με την επιβολή της δικτατορίας Πάγκαλου. Κυκλοφόρησε και πάλι το 1927, με διευθυντή τον Ιωάννη Γυφτόπουλο, για να διακόψει οριστικά την έκδοσή του στις αρχές του επόμενου χρόνου.

 

Αρχειομαρξισμός. Αυτογενές ρεύμα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος που διαμορφώθηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου και συνδέθηκε με τον διεθνή τροτσκισμό. Ο όρος προέρχεται από το θεωρητικό περιοδικό «Αρχείο Μαρξισμού», που πρωτοκυκλοφόρησε την Πρωτομαγιά του 1923 από στελέχη του ΣΕΚΕ(Κ) και της ΟΚΝΕ. Ο πυρήνας της ομάδας που εξέδωσε το περιοδικό αποτελούνταν από παλιότερα στελέχη της Σοσιαλιστικής Νεολαίας Αθήνας, που προωθούσαν τις κομμουνιστικές θέσεις σε αντιπαράθεση με την ηγεσία του ΣΕΚΕ, η οποία ταλαντευόταν μεταξύ της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Το 1919 η ομάδα αποχώρησε από το κόμμα και μαζί με άλλους αποχωρήσαντες ίδρυσε την Ένωση Μαρξιστικών Μορφωτικών Ομίλων και στα 1920-21 το περιοδικό «Κομμουνισμός» και την Κομμουνιστική Ένωση. Το 1921 επαναπροσχώρησε στο ΣΕΚΕ(Κ).

Με την έκδοση του «Αρχείου Μαρξισμού» η ομάδα ανασυγκροτήθηκε ως φράξια στο εσωτερικό του κόμματος, επιδιώκοντας τη θεωρητική διαπαιδαγώγηση των αγωνιστών, εκτιμώντας πως αυτή ήταν έξω από τις προτεραιότητες της κομματικής ηγεσίας. Επικεφαλής βρισκόταν οι Φραγκίσκος Τζουλάτης και βασικά στελέχη ήταν οι Λευτέρης Αποστόλου, Κώστας Γκοβόστης, Χρήστος Δεδούσης, Παναγιώτης Καββαδάς (Σφυρής), Μανώλης Κόρακας (που αποχώρησε σύντομα), Γιώργος και Γρηγόρης Σαραντίδης, Σωτήρης Τσιγαρίδης (Ποντίκης), Νίκος Φωτόπουλος κ.ά.

Μετά την αποχώρηση του Αποστόλου από την ομάδα και την αποκάλυψη των στελεχών της φράξιας στο κόμμα, που οδήγησε στη διαγραφή τους, τον Απρίλιο 1924, οι αρχειομαρξιστές, όπως ονομάζονταν πλέον, συγκροτήθηκαν σε χωριστή οργάνωση, με κέντρο το περιοδικό.

Λειτουργούσαν στη βάση αυστηρών συνωμοτικών κανόνων, ρίχνοντας βάρος στη θεωρητική συγκρότηση στελεχών που στρατολογούσαν μεταξύ των μελών του κόμματος, αλλά, κυρίως, έξω απ’ αυτό. Χαρακτηριστικό τους ήταν ο λιτός και συχνά ασκητικός τρόπος ζωής. Θεωρείται πως ο κώδικας ηθικής στον οποίο βάσιζαν τη ζωή τους δεν είναι άσχετος με την κοινωνική τους θέση, καθώς στην πλειονότητά τους ήταν βίαια προλεταριοποιημένοι ειδικευμένοι τεχνίτες, στους οποίους παραμένουν συνήθως κυρίαρχες οι αξίες των ανεξάρτητων μικροϊδιοκτητών παραγωγών, που ενισχύονται από τον φόβο μήπως ξεπέσουν ακόμα πιο κάτω, στην κατάσταση του λούμπεν προλεταριάτου. Εκτιμώντας πως η ελληνική εργατική τάξη ήταν ιδιαίτερα καθυστερημένη πολιτικά, επιδίωκαν την πνευματική, διανοητική και ηθική εξύψωση των εργατών.

Η εμμονή στη θεωρητική δουλειά ταυτίστηκε από το ΚΚΕ με την υποτίμηση της πρακτικής πολιτικής και συνδικαλιστικής παρέμβασης, και στην κίνηση προσάφθηκε η θέση «πρώτα μόρφωση και μετά δράση». Στην πραγματικότητα, οι αρχειομαρξιστές επιδίωκαν την παρέμβαση σε περιορισμένους χώρους όπου υπήρχαν στελέχη τους, όπως στο κίνημα των αναπήρων πολέμου, έχοντας κατακτήσει από το 1923 τη Συνομοσπονδία τους, με επικεφαλής τον Σταύρο Βερούχη, καθώς και σε σειρά εργατικών σωματείων, όπως το Σωματείο Μπετόν Αρμέ Αθήνας, το Σωματείο Αρτοποιών Πειραιά κ.ά. Εντούτοις, απέφευγαν να εκτίθενται ανοιχτά, επιδιώκοντας τη συντήρηση και ενίσχυση των δυνάμεών τους, προετοιμαζόμενοι για μαζική παρέμβαση σε ευνοϊκότερες συνθήκες. Το ΚΚΕ χαρακτήριζε επίσης και τον τρόπο λειτουργίας τους σαν «μασονικού τύπου», εξαιτίας της τήρησης αυστηρών συνωμοτικών κανόνων, που έφταναν μέχρι και στο να αγνοούν τα μέλη της οργάνωσης ποια πρόσωπα αποτελούσαν την ηγεσία.

Η αντιπαράθεση με το ΣΕΚΕ(Κ)-ΚΚΕ ήταν οξυμμένη στα 1924-25, καθώς στο δημοψήφισμα για το πολιτειακό υποστήριζαν τη συμμετοχή με άκυρα ψηφοδέλτια με το σύνθημα «σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία», ενώ το ΣΕΚΕ(Κ) υπερψήφισε την αβασίλευτη δημοκρατία, και στη συνέχεια εκδήλωσαν την αντίθεσή τους στη θέση του ΚΚΕ για ενιαία ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη. Το 1925, με την επιβολή της δικτατορίας του Πάγκαλου και ενώ το περιοδικό διέκοψε την έκδοσή του, οι αρχειομαρξιστές απέφυγαν τις διώξεις, εντείνοντας τη μορφωτική δραστηριότητα σε κλειστούς κύκλους. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της καθοδήγησης και στελέχωσης του ΚΚΕ είχε φυλακιστεί ή εξοριστεί, είχαν κάποιες επιτυχίες στη στρατολόγηση νέων μελών. Την ίδια περίοδο η οργάνωση επέκτεινε τη δράση της και στη Θεσσαλονίκη, το Αγρίνιο, την Πάτρα, την  Καλαμάτα κ.λπ.

Το 1926, μετά την ξαφνική αποχώρηση του Τζουλάτη από την καθοδήγηση και την αδρανοποίηση των Δεδούση και Γρ. Σαραντίδη, συγκροτήθηκε νέα ηγετική ομάδα, από τους Γιώργο Βιτσώρη, Δημήτρη Γιωτόπουλο, Παναγιώτη Καββαδά, Κώστα Καστρίτη, Μήτσο Σούλα, Σωτήρη Τσιγαρίδη κ.ά. Στην πραγματικότητα, την εξουσία μέσα στην οργάνωση τη συγκέντρωσε στα χέρια του ο Γιωτόπουλος και μέχρι το 1929 η καθοδήγηση ήταν μονοπρόσωπη και αναφερόταν με το όνομα «Εργασία».

Αντιδρώντας στην απουσία δημοκρατικών διαδικασιών και επιδιώκοντας ουσιαστικό προσανατολισμό στο μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα και  συμπόρευση με το ΚΚΕ, ομάδα στελεχών, με επικεφαλής τους Κώστα Γκοβόστη, Κώστα Μάρα κ.ά., αποσπάστηκε το 1927 και συγκρότησε τη βραχύβια Τρίτη Κατάσταση.

Η σύνδεση με το τροτσκιστικό κίνημα. Μετά τη ρήξη Στάλιν-Τρότσκι η κίνηση προσέγγισε το τροτσκιστικό ρεύμα της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης (ΔΑΑ). Αν και οι θέσεις της οργάνωσης που συγκροτούνταν γύρω από το περιοδικό «Σπάρτακος», με επικεφαλής τον πρώην γραμματέα του ΚΚΕ, Παντελή Πουλιόπουλο, ταυτίζονταν με τις απόψεις της ΔΑΑ, η τελευταία επέλεξε τη συνεργασία με τους αρχειομαρξιστές, κυρίως λόγω της μαζικότητας και της εργατικής σύνθεσης της οργάνωσής τους. Παράλληλα, τέθηκε στους αρχειομαρξιστές ως όρος η ανασυγκρότηση της οργάνωσης στη βάση των λενινιστικών αρχών λειτουργίας και η οργανωμένη παρέμβαση στο μαζικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα που είχε ενταθεί από το 1927.

Το 1929 η οργάνωση ονομάζεται Ένωση Διεθνιστών Κομμουνιστών και τον επόμενο χρόνο Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας - Αρχειομαρξιστές (ΚΟΜΛΕΑ), ενώ τμήμα των μελών της (οι λεγόμενοι «φραξιονιστές») αποχωρεί και ιδρύει την Κομμουνιστική Ενωτική Ομάδα (ΚΕΟ). Η ΚΟΜΛΕΑ εκδίδει την εφημερίδα «Πάλη των Τάξεων» και εντάσσεται στη ΔΑΑ, αποτελώντας και το πιο μαζικό τμήμα της. Ο Γιωτόπουλος, μάλιστα, αναδεικνύεται γενικός γραμματέας της ΔΑΑ.

Καθώς το ΚΚΕ διέρχεται βαθιά κρίση, η παρέμβαση των αρχειομαρξιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα αποδίδει, ενώ η επιρροή τους αυξάνεται σε πολλές εργατουπόλεις. Αναδεικνύονται συνδικαλιστικά στελέχη, όπως ο οικοδόμος Γιάννης Θεοδωράτος, ο αρτεργάτης Αλέκος Σάκκος, ο τσαγκάρης Πέτρος Ανδρώνης, ο εμποροϋπάλληλος Κώστας Καστρίτης κ.ά., στελέχη του φοιτητικού κινήματος, όπως οι Κώστας και Χρήστος Αναστασιάδης, και Βάσος Βαρίκας, και εκδίδονται εφημερίδες σε διάφορους τομείς παρέμβασης, όπως το «Εργατικό Βήμα», η «Αγωνίστρια», ο «Υπάλληλος», ο «Φοιτητής» κ.ά.

Οι σχέσεις των αρχειομαρξιστών με το ΚΚΕ οξύνονται ιδιαίτερα αυτή την περίοδο και συχνά παίρνουν χαρακτήρα ακόμη και αιματηρών συγκρούσεων. Σε δύο απ’ αυτές, στα 1927-28, σκοτώθηκαν οι αρχειομαρξιστές Χρήστος Λαδάς και Ηλίας Γεωργοπαπαδάκος, πρόεδρος του Σωματείου Αρτοποιών Πειραιά. Οι αρχειομαρξιστές συγκροτούσαν ομάδες περιφρούρησης, ακόμα και ένοπλες, και τόσο το ΚΚΕ όσο και οι τροτσκιστές της ομάδας Σπάρτακος τους προσέδιδαν το χαρακτηρισμό «φαλτσετοφόροι». Οι πρακτικές αυτές, όπως και η στάση των μελών της οργάνωσης στα δικαστήρια, όπου απέκρυπταν την πολιτικοϊδεολογική τους ταυτότητα, προκάλεσαν παρέμβαση του Τρότσκι, τον Οκτώβριο 1930.

Αν και η οργάνωση μαζικοποιείται και κερδίζει μια σειρά συνδικαλιστικές οργανώσεις, κυρίως σε κλάδους με μικρές παραγωγικές μονάδες, ενώ απουσιάζει από τα εργοστάσια και το μαζικό και δυναμικό καπνεργατικό κλάδο -με εξαίρεση τα καπνεργατικά σωματεία του Αγρινίου και της Καλαμάτας- η ευρύτερη επιρροή της δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική. Χαρακτηριστικές είναι οι δημοτικές εκλογές στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο 1930, όταν ο αρχειομαρξιστής υποψήφιος πήρε λιγότερες από 400 ψήφους, έναντι 2.500 ψήφων του υποψήφιου του ΚΚΕ.

Από το 1932, με την ανασυγκρότηση των δυνάμεων του ΚΚΕ και το ξεπέρασμα της κρίσης του, η αρχειομαρξιστική επιρροή περιορίζεται. Στις εκλογές του 1933 η ΚΟΜΛΕΑ πήρε 1.400 ψήφους (0,12%), έναντι 53.000 (4,64%) του ΚΚΕ.

Μολονότι σε έκθεση προς τη ΔΑΑ, το 1933, η ΚΟΜΛΕΑ εμφανίζει 900 μέλη και 1.400 δόκιμα, όταν μετά από ένα χρόνο διασπάται τα μέλη της δεν ξεπερνούν τα 150, που μοιράζονται στις δύο νέες οργανώσεις που προέκυψαν.

Στα 1933-34 η ΚΟΜΛΕΑ αντιμετωπίζει το ζήτημα του αναπροσανατολισμού της ΔΑΑ, που μετά την ήττα του γερμανικού εργατικού κινήματος και την επικράτηση του ναζισμού, θεωρεί πως η Κομμουνιστική Διεθνής έχει χρεοκοπήσει πλέον, μετονομάζεται σε Κομμουνιστική  Διεθνιστική Ένωση και καλεί στη συγκρότηση νέων επαναστατικών οργανώσεων και κομμάτων, στην προοπτική ίδρυσης νέας, 4ης Διεθνούς. Η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της ΚΟΜΛΕΑ, σχετικά με την αποδοχή αυτών των κατευθύνσεων, οδηγεί στη διάσπαση. Το ένα τμήμα, που συσπειρώνεται ως Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας γύρω από την εφημερίδα «Μπολσεβίκος», με επικεφαλής τον Βιτσώρη, ευθυγραμμίζεται με τις νέες απόψεις του Τρότσκι, ενώ το άλλο, με επικεφαλής τον Γιωτόπουλο, αποσπάται από το τροτσκιστικό ρεύμα, συγκροτεί το Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΑΚΕ) και αργότερα συνδέεται με το Διεθνές Επαναστατικό Μαρξιστικό Κέντρο, στο οποίο εντάσσονταν  οργανώσεις και κόμματα που είχαν παρεμφερείς απόψεις, όπως το ισπανικό Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενότητας (POUM), το αγγλικό Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα, το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, του Μαρσό Πιβέρ, κ.ά. Το ΚΑΚΕ διατήρησε ως όργανο την εφημερίδα «Πάλη των Τάξεων» μέχρι το 1935, οπότε εξέδωσε τη «Φωνή των Εργατών και Αγροτών». Συμμετείχε και στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, κερδίζοντας 1.150 ψήφους (0,09%), έναντι 300 των τροτσκιστών και 73.400 που πήρε το Παλλαϊκό Μέτωπο του ΚΚΕ.

Με την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 το ΚΑΚΕ τέθηκε εκτός νόμου και τα μέλη του διώχτηκαν, φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν. Ούτε και από το ΚΑΚΕ απουσίασαν αυτοί που υπέγραψαν δηλώσεις νομιμοφροσύνης, ενώ κάποιοι, όπως το ηγετικό στέλεχος  Καββαδάς (Σφυρής), πέρασαν και στην υπηρεσία του καθεστώτος. Ο Γιωτόπουλος διέφυγε στη Γαλλία κι από εκεί στην Ισπανία, όπου συνεχιζόταν ο Εμφύλιος Πόλεμος.

Κατά την περίοδο της Κατοχής το ΚΑΚΕ ανασυγκροτείται στην παρανομία, χαρακτηρίζει τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και προπαγανδίζει τη μετατροπή του  σε εμφύλιο, με στόχο τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση. Μεταφέρει, δηλαδή, στις συνθήκες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την ανάλυση που έκανε η επαναστατική Αριστερά κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υποτιμώντας τη βασική διαφορά που συνιστούσε ο κίνδυνος επικράτησης του φασισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και χαρακτηρίζει εθνικιστικό το ΕΑΜ, εντούτοις μέλη του εντάσσονται σ’ αυτό, αλλά και στον ΕΛΑΣ, με στόχο την προπαγάνδιση των θέσεών τους. Αυτή τους η δραστηριότητα αντιμετωπίζεται από το ΚΚΕ με σκληρά μέτρα, ακόμα και με εκτελέσεις, που συνεχίστηκαν και εντάθηκαν κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών του 1944. Πολλοί αρχειομαρξιστές, κυρίως κρατούμενοι από την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, εκτελέστηκαν και από τις δυνάμεις κατοχής.

Η στροφή προς τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία. Η τελευταία σημαντική εκδήλωση αριστερής κριτικής προς το ΚΚΕ εκ μέρους του ΚΑΚΕ ήταν η αντίθεση στη Συμφωνία της Βάρκιζας το 1945. Τον επόμενο χρόνο μέλη του, που είχαν αποσπαστεί και δρούσαν ως Ομάδα Κομμουνιστών, προσχώρησαν στο ΚΚΕ.

Καθώς στη χώρα διαμορφώνονταν συνθήκες εμφυλίου πολέμου, ενώ και σε διεθνές επίπεδο εμφανίζονται τα προμηνύματα του Ψυχρού Πολέμου, οι αρχειομαρξιστές, όπως και το σύνολο των κομμάτων και οργανώσεων που συγκροτούσαν το Διεθνές Επαναστατικό Μαρξιστικό Κέντρο (με εξαίρεση τμήμα του POUM), εγκαταλείπουν την αναφορά στον επαναστατικό μαρξισμό και προσανατολίζονται σε θέσεις της αντικομμουνιστικής δεξιάς πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας. Η μετατόπιση αυτή σχετίζεται άμεσα με τη διάψευση της ελπίδας πως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα προκαλούσε πανευρωπαϊκή σοσιαλιστική επανάσταση. Εκτιμώντας πως η ισχυροποίηση της Σοβιετικής Ένωσης και η επέκταση της επιρροής της στην ανατολική Ευρώπη σήμαινε νίκη του σταλινισμού, τον οποίο καταδίκαζαν σαν εφάμιλλο του φασισμού, πρόβαλαν ως κύριο ζήτημα την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας από τον «ολοκληρωτισμό» και τον «ρωσικό ιμπεριαλισμό».

Το 1947 το ΚΑΚΕ απαλείφει την αναφορά στον κομμουνισμό και μετονομάζεται σε Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ), ενώ στο συνδικαλιστικό κίνημα συνεργάζεται με τις δυνάμεις της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας στο πλαίσιο του Ανεξάρτητου Εργατικού Συνδικαλιστικού Μετώπου, το οποίο συμμαχεί με δυνάμεις του εργατοπατερισμού, σε μια περίοδο διώξεων των αριστερών συνδικαλιστών. Συνεπές στη νέα του κατεύθυνση, τάσσεται υπέρ της νίκης του κυβερνητικού στρατού κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, υιοθετώντας την επίσημη αντικομμουνιστική προπαγάνδα κατά του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, χαρακτηρίζοντας τον αγώνα τους «αντεθνικό», στην υπηρεσία του «ρωσικού ιμπεριαλισμού». Το Οκτώβριο 1949, μετά την ήττα του ΔΣΕ, η 3η Συνδιάσκεψη του ΑΚΕ έστειλε και συγχαρητήριο μήνυμα για τη νίκη του κυβερνητικού στρατού.

Ο νέος προσανατολισμός απομονώνει πλήρως τον αρχειομαρξισμό από τον κόσμο της Αριστεράς. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στις εκλογές του 1950 το ΑΚΕ καλεί σε υπερψήφιση κεντρώων κομμάτων που δεν είναι ύποπτα για συνεργασία με τους κομμουνιστές, αποκλείοντας, έτσι, ακόμη και την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, ενώ το 1951, έχοντας μετονομαστεί σε Σοσιαλιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας, κατέρχεται στις εκλογές και παίρνει μόλις 53 ψήφους.

Μετά από αυτή την εκλογική πανωλεθρία, οι αρχειομαρξιστές παύουν να εμφανίζονται ως αυτόνομη κίνηση και κάποιοι συνεχίζουν τη δράση τους, συνεργαζόμενοι με ομάδες και κινήσεις της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας που αρνούνται κάθε συνεργασία με την ΕΔΑ. Οι  Γιωτόπουλος και Τσιγαρίδης ίδρυσαν το 1959 τη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Κίνηση, η οποία συγχωνεύτηκε κατόπιν με άλλες σοσιαλδημοκρατικές κινήσεις, στις οποίες συμμετείχαν, τοποθετημένοι στη δεξιά τους πτέρυγα.

Ανεξάρτητα από την τελική κατάληξη του αρχειομαρξιστικού ρεύματος, στο τμήμα εκείνο που αποτέλεσε οργανικό κομμάτι του τροτσκιστικού ρεύματος εντάσσονταν δεκάδες αγωνιστές που παρέμειναν προσηλωμένοι στην υπόθεση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Ανάμεσά τους υπήρξαν και κορυφαία στελέχη του διεθνούς κινήματος, όπως ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) και ο Γιώργος Βιτσώρης, αλλά και στελέχη του ελληνικού τροτσκισμού, όπως οι Κώστας και Χρήστος Αναστασιάδης, ο  Σταύρος Βερούχης, ο Γιάννης Θεοδωράτος, ο Κώστας Καστρίτης κ.ά. Αναδείχτηκαν, επίσης, και γυναίκες στελέχη, όπως η Ντίνα Αναστασιάδη, η Μαρίκα Βερούχη, η ηθοποιός  Νίτσα Βιτσώρη (μετέπειτα Τσαγανέα), η Αμαλία Δελή (μέλος της ηγεσίας του ΚΑΚΕ), η Γεωργία Δεληγιάννη κ.ά.

 

Αρχειομαρξιστής. Δελτίο διαλόγου της ΚΟΜΛΕΑ που κυκλοφόρησε στα 1933-34, με διευθυντή τον Ηρακλή Μήτση. Τον Απρίλιο 1943 εκδόθηκε ένα τεύχος ως παράνομο περιοδικό του ΚΑΚΕ και κυκλοφόρησε και πάλι ως νόμιμο το 1946.

 

Αρχειομαρξιστική Συνδικαλιστική Παράταξη. Συγκροτήθηκε το 1946 από το Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας, με επικεφαλής τον Μανώλη Μαθιόπουλο, ως Κομμουνιστική Α.Σ.Π. Τον επόμενο χρόνο απάλειψε την αναφορά στον κομμουνισμό από τον τίτλο της, όπως έκανε και το αρχειομαρξιστικό κόμμα. Συνεργάστηκε με τις αντικομμουνιστικές δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, ενάντια στην εαμική παράταξη του Εργατικού Αντιφασιστικού Συνασπισμού (ΕΡΓΑΣ) και συγκρότησε, μαζί με την Ανεξάρτητη Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Παράταξη, το Ανεξάρτητο Συνδικαλιστικό Εργατικό Μέτωπο. Διαλύθηκε το 1950.

 

Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ). Μετονομασία του Κομμουνιστικού Αρχειομαρξιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΑΚΕ) το 1947. Η αφαίρεση του όρου «Κομμουνιστικό» από τον τίτλο ήταν συνέπεια της ιδεολογικής μετατόπισης των μελών που απέμειναν στο ΚΑΚΕ σε θέσεις σοσιαλδημοκρατικές και μάλιστα αντικομμουνιστικές.

Με επικεφαλής τον Σωτήρη Τσιγαρίδη (Ποντίκη) και πραγματικό ηγέτη τον Δημήτρη Γιωτόπουλο που ζούσε στο Παρίσι, το ΑΚΕ τασσόταν υπέρ της ήττας του ΔΣΕ, ο οποίος θεωρούνταν ότι εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα και επιδίωκε την επιβολή ολοκληρωτικού καθεστώτος. Το ΑΚΕ συνεργάστηκε με οργανώσεις σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού με διακηρυγμένη αντικομμουνιστική τοποθέτηση, αρνούμενο τη συνεργασία ακόμη και με το ΣΚ-ΕΛΔ, το οποίο χαρακτήριζε φιλοκομμουνιστικό. Στην 3η Συνδιάσκεψη του 1949 χαιρέτισε τη νίκη του «εθνικού στρατού» στον Γράμμο και στις εκλογές του 1950 κάλεσε σε στήριξη των κομμάτων της Κεντροδεξιάς, χαρακτηρίζοντας φιλοκομμουνιστική ακόμη και την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1951, στις οποίες συμμετείχε ως Σοσιαλιστικό ΑΚΕ, όπως είχε μετονομαστεί τον προηγούμενο χρόνο, πήρε μόλις 53 ψήφους και κατόπιν αυτοδιαλύθηκε.

O συνολικός προσανατολισμός του τμήματος αυτού του παλιού αρχειομαρξιστικού ρεύματος στον αντικομμουνισμό παρακολούθησε τον ανάλογο προσανατολισμό αδελφών κομμάτων και οργανώσεων στη Δυτική Ευρώπη (τμήματος του ισπανικού POUM, το αγγλικό Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα, το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, του Μαρσό Πιβέρ, κ.ά.), με τα οποία το ΚΑΚΕ είχε συμπορευτεί από το 1939 στο Διεθνές Επαναστατικό Μαρξιστικό Κέντρο. Εκτιμώντας ότι το κομμουνιστικό κίνημα έχει κυριαρχηθεί από τον σταλινισμό που, κατά την άποψή τους, αποτελούσε τον κύριο εχθρό της εργατικής τάξης και της δημοκρατίας μετά την ήττα του φασισμού, προσχώρησαν στη δεξιά αντικομμουνιστική πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας.  

Μετά την αυτοδιάλυσή του, τα στελέχη του αρχειομαρξιστικού κόμματος είτε εγκατέλειψαν κάθε πολιτική δραστηριότητα είτε τη συνέχισαν μέσα από τις γραμμές μικρών σοσιαλδημοκρατικών κινήσεων με σαφή αντικομμουνιστικό προσανατολισμό.

 

Αρχειοτάξιο. Περιοδικό που εκδίδεται από το 1999, από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.

 

Ασδραχάς Σπύρος (1933-2017). Ιστορικός και πανεπιστημιακός. Γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς και σπούδασε στην Αθήνα και το Παρίσι. Ασχολήθηκε με τη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, στα 1983-2005 υπήρξε συνδιευθυντής του περιοδικού «Τα Ιστορικά» και στα 2004-17 ήταν πρόεδρος των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.

 

Ασίκης Βασίλης (1898-1965). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Καβάλα και ως καπνεργάτης αναδείχθηκε σε συνδικαλιστικό στέλεχος. Μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 1927, φυλακίστηκε, το 1931. Τον επόμενο χρόνο απέδρασε, καταφεύγοντας έως το 1935 στην ΕΣΣΔ, όπου σπούδασε στο ΚΟΥΤΒ. Η δικτατορία Μεταξά τον φυλάκισε στην Ακροναυπλία. Συμμετείχε στον αγώνα του ΕΑΜ και του ΔΣΕ, και από το 1949 έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962.

 

Άσιμος Νικόλας (1949-1988). Ψευδώνυμο του συνθέτη και τραγουδιστή Νίκου Ασιμόπουλου. Γεννήθηκε στην Κοζάνη και διακόπτοντας τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκε το 1973 στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη μουσική, ενώ παράλληλα εντάχθηκε στο αναρχικό κίνημα. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονα ανήσυχη οπτική και βαθιά κριτική της κοινωνικής πραγματικότητας. Ακολούθησε ιδιόμορφο αντικομφορμιστικό τρόπο ζωής. Έχοντας σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, αυτοκτόνησε.

 

Ασκούτσης Νικόλαος (1890-1955). Στέλεχος του σοσιαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, σπούδασε νομικά και έχοντας συμμετάσχει στο κίνημα του Θέρισου υπήρξε αργότερα νομάρχης και βουλευτής των Φιλελευθέρων. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ και συμμετείχε στην ΠΕΕΑ και στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Γεωργίου Παπανδρέου. Στα 1945-50 ήταν στέλεχος της ΕΛΔ-ΣΚΕ και του ΣΚΕΛΔ, και το 1951 εκλέχθηκε βουλευτής της ΕΠΕΚ.

 

Αστέρας. Εφημερίδα που εξέδιδε στα 1943-44 η Αντιφασιστική Οργάνωση Αεροπορίας, που δρούσε στις γραμμές του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής, υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ. Έπαψε να κυκλοφορεί μετά την καταστολή του κινήματος του Απριλίου 1944 και τη διάλυση της οργάνωσης.

 

Αστικοδημοκρατική επανάσταση. H διαδικασία μετασχηματισμού και ανατροπής των οικονομικών και πολιτικοκοινωνικών σχέσεων που αντιστοιχούν στην κυριαρχία προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής (φεουδαρχικού και ασιατικού), με την εγκαθίδρυση αστικοδημοκρατικών θεσμών, που διευκολύνουν την καπιταλιστική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο των α. ε. επιδιώκονταν η θεσμοθέτηση των δημοκρατικών πολιτικών δικαιωμάτων και του κοινοβουλευτισμού, αλλά και η συγκρότηση εθνικών κρατών, με την επίλυση ζητημάτων εθνικής καταπίεσης.

Η α. ε. ή η ολοκλήρωσή της αποτέλεσε σημαντικό ζήτημα για το εργατικό κίνημα, σε μια σειρά κοινωνικούς σχηματισμούς, ακόμη και σε χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Υπήρξε, μάλιστα, ένα από τα κύρια ζητήματα που απασχόλησαν μεγάλα επαναστατικά κινήματα, όπως το ρωσικό, το κινεζικό κ.ά. Στις γραμμές της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα στη μενσεβίκικη πτέρυγα που επιδίωκε την ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού, ως προϋπόθεσης για τη σοσιαλιστική επανάσταση, και των μπολσεβίκων που υποστήριζαν πως η α. ε. μπορεί να συντελεστεί από την εργατοαγροτική συμμαχία, υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης, σε μια ενιαία επαναστατική διαδικασία που θα οδηγούσε στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Ιδιαίτερη συζήτηση προκάλεσε η θεωρία της διαρκούς επανάστασης που πρόβαλε ο Γερμανός μαρξιστής Αλεξάντερ Πάρβους και υιοθέτησε ο Λέον Τρότσκι, αναφερόμενοι σε θέσεις του Μαρξ για τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848. Σύμφωνα με τους Πάρβους και Τρότσκι, το ξέσπασμα της α. ε. πυροδοτεί τη σοσιαλιστική επανάσταση, η νίκη της οποίας συνεπάγεται και την επίλυση ζητημάτων αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα.

Η α.ε. στην Ελλάδα. Η α. ε. αποτέλεσε προγραμματικό στόχο του ΚΚΕ, που εγκρίθηκε στην 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. το 1934. Σύμφωνα με την ανάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η Ελλάδα κατατασσόταν μεταξύ των χωρών με μέσο επίπεδο ανάπτυξης, με άλυτα προβλήματα αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα, με φεουδαρχικά («τσιφλικάδικα») υπολείμματα, καθώς και ζητήματα καταπίεσης εθνικών μειονοτήτων. Κατά συνέπεια, ο χαρακτήρας της επικείμενης επανάστασης θα ήταν αστικοδημοκρατικός, για τη λύση αυτών των προβλημάτων και τη δημιουργία των όρων για το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Αναφέρεται πως η διατύπωση «γρήγορο πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση» υπήρξε αποτέλεσμα της παρέμβασης του ηγέτη του κόμματος Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος είχε εκφράσει διαφωνία για τον αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα.

Ενάντια στη στρατηγική του ΚΚΕ τάχθηκε, κυρίως, το τροτσκιστικό ρεύμα και οι απόψεις του κατατέθηκαν με το κλασικό έργο του Παντελή Πουλιόπουλου «Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;», το οποίο εισήγαγε στην ελληνική μαρξιστική φιλολογία τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης. Η υιοθέτηση της στρατηγικής της α. ε. θεωρήθηκε από τους τροτσκιστές, αλλά και από άλλους μαρξιστές, ως η βασική αιτία της ήττας του κινήματος τόσο το 1936 όσο, ακόμη περισσότερο, το 1945, όταν το ΚΚΕ, επιμένοντας στην επιδίωξη συμμαχίας με τις αστικές δυνάμεις, δεν προσανατόλισε το κίνημα στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Ο προσανατολισμός στην ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού διαπερνά και το Πρόγραμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας που ψήφισε το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 1945. Εντούτοις, στο αποκορύφωμα του Εμφυλίου, το 1949, εκτιμάται πως η ταξική αντιπαράθεση έχει θέσει ζητήματα άμεσου περάσματος στον σοσιαλισμό και τα άλυτα αστικοδημοκρατικά ζητήματα θα επιλυθούν στο πλαίσιο της Λαϊκής Δημοκρατίας που θα έχει σοσιαλιστικό χαρακτήρα και θα επιτελεί καθήκοντα δικτατορίας του προλεταριάτου. Η θέση αυτή πέρασε και στο Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ το 1953, το οποίο αποσύρθηκε σιωπηρά τον επόμενο χρόνο μετά από παρέμβαση των Σοβιετικών, για να ανατραπεί μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη το 1956, οπότε το ΚΚΕ προσανατολίστηκε, εκ νέου, στη στρατηγική της σταδιακής μετάβασης στον σοσιαλισμό.

Καθώς η μετά το 1956 στρατηγική του ΚΚΕ απέβλεπε στον σταδιακό μετασχηματισμό σε δημοκρατική και αντιμονοπωλιακή-αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, για τη δημιουργία προϋποθέσεων για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό (θέση που υιοθέτησαν και τα δύο κόμματα που προέκυψαν από τη διάσπαση του 1968), τη στρατηγική της α. ε. επανέφερε, κατά την περίοδο της δικτατορίας 1967-74 και κατόπιν, τμήμα του μ-λ ρεύματος (ΟΜΛΕ κ.ά.).

Οι θέσεις αυτές έχουν εγκαταλειφθεί πλέον, αν και πολλοί αριστεροί, προερχόμενοι από το ΚΚΕ, το ΚΚΕ εσωτερικού και τον μ-λ χώρο, θεωρούν πως ήταν βάσιμες και σωστές κατά την περίοδο που διατυπώθηκαν και αποτέλεσαν τη βάση για τη σύνδεση του ΚΚΕ με την ελληνική πραγματικότητα της δεκαετίας του 1930, που επέτρεψε την ανάδειξή του σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην περίοδο της αντιφασιστικής Αντίστασης. Στην άποψη αυτή αντιτίθεται τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ, το οποίο υποστηρίζει ότι η στρατηγική των σταδίων μετάβασης στον σοσιαλισμό αποτέλεσε θεωρητικό και πολιτικό λάθος, με καθοριστικές αρνητικές επιπτώσεις στο κομμουνιστικό κίνημα.

 

Α/Συνέχεια. 1. Κίνηση που προήλθε από τη διάσπαση του ΚΚΕ (μ-λ) το 1982, συγκροτήθηκε το 1984 και εξέδιδε ομώνυμο πολιτικό δελτίο. Στην ίδρυση και τη λειτουργία της σημαντική ήταν η συμβολή του Γιάννη Χοντζέα, από τις κορυφαίες ιστορικές φυσιογνωμίες του μ-λ κινήματος στην Ελλάδα.

Βάση της συγκρότησής της ήταν η εκτίμηση ότι χρειάζεται εμβάθυνση στην ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας, θεμελιωμένη στις θεωρητικές κατακτήσεις του μαρξισμού-λενινισμού και του έργου του Μάο Τσετούνγκ. Στην κατεύθυνση αυτή εκδόθηκε σειρά κειμένων για τις αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία και τις εργασιακές σχέσεις, καθώς και για την κρίση του κομμουνιστικού κινήματος.

Η Α/Συνέχεια έδρασε, κυρίως, στον φοιτητικό χώρο, μέσα από τις Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών κατά τη δεκαετία του 1980 και συγκροτώντας τα Αριστερά Σχήματα στη συνέχεια, καθώς και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, με την Ένωση Εργαζομένων. Στις ευρωεκλογές του 1999 συμμετείχε ως «Αριστερά!», τίτλο που είχε και η εφημερίδα της από το 1996, και πήρε 9.000 ψήφους (0,15%). Στις βουλευτικές εκλογές του επόμενου χρόνου συνεργάστηκε με το Μ-Λ ΚΚΕ και κατέγραψαν 6.000 ψήφους (0,09%).

Συμμετείχε στη συγκρότηση του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ και το 2003 μετεξελίχτηκε στην Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδας (ΚΟΕ). Βασικά της στελέχη, εκτός από τον Χοντζέα που πέθανε το 1994,   ήταν οι Νίκος Γαλάνης, Χρήστος Καραμάνος, Άβα Μπουλούμπαση, Μαριάννα Μπρεκάση, Ρούντι Ρινάλντι, Βασίλης Χατζηλάμπρου κ.ά.

2. Έντυπο που εξέδιδε η ομώνυμη πολιτική κίνηση στα 1983-96.

 

Αυγέρης Μάρκος (1884-1973). Ψευδώνυμο του λογοτέχνη Γεωργίου Παπαδόπουλου. Γεννήθηκε στην Καρίτσα Ιωαννίνων και σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. Εργάστηκε ως γιατρός και το 1924 διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας, απ’ όπου απολύθηκε το 1947 λόγω των πολιτικών του φρονημάτων. Συμμετείχε στην εαμική Αντίσταση και έγινε μέλος του ΚΚΕ. Αργότερα συμμετείχε στην ΕΔΑ και δραστηριοποιήθηκε στο κίνημα ειρήνης. Ως κριτικός τέχνης, ήταν από τους βασικούς υπερασπιστές της κατεύθυνσης της κομματικότητας και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, εκφράζοντας τις θέσεις του και από τις σελίδες της «Επιθεώρησης Τέχνης». Έγραψε ποιήματα, έργα λογοτεχνικής κριτικής, θεατρικά κ.ά. Τα ποιήματά του εκδόθηκαν στη συλλογή «Άπαντα ποιητικά», ενώ εκδόθηκε και η συλλογή κειμένων του «Κριτικά - Αισθητικά - Ιδεολογικά», η «Εισαγωγή στη νεοελληνική λογοτεχνία και η ελληνική ποίηση» κ.ά. Υπήρξε σύζυγος της Γαλάτειας Καζαντζάκη.

 

Αυγερόπουλος Γεράσιμος (1887-1981). Στρατιωτικός, στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης και της Αριστεράς. Γεννήθηκε στο Αγρίνιο, αποφοίτησε από τη Σχολή Υπαξιωματικών και συμμετείχε στο κίνημα του 1909 και στους πολέμους της περιόδου 1912-22. Υπήρξε ανώτατος αξιωματικός του ΕΛΑΣ και στέλεχος κατόπιν του Δημοκρατικού Ριζοσπαστικού Κόμματος. Εξορίστηκε στα 1946-49, συμμετείχε στην ίδρυση της ΕΔΑ το 1951 και υπήρξε βουλευτής της στα 1956-63. Εξορίστηκε και πάλι από τη στρατιωτική δικτατορία και συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του την πολιτική του δραστηριότητα στο πλευρό του ΚΚΕ.

 

Αυγή (Η). Εφημερίδα της Αριστεράς που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο 1952, ως ανεπίσημο δημοσιογραφικό όργανο της ΕΔΑ, με την προμετωπίδα «εβδομαδιαία δημοκρατική εφημερίδα του λαού» και διευθυντή τον Βασίλη Εφραιμίδη. Από τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου έγινε καθημερινή. Η αρθρογραφία της εφημερίδας στοίχισε διώξεις στους συντάκτες της, ενώ στο συνολικότερο κλίμα της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας και του αστυνομικού κράτους, ακόμη και η αγορά κι η ανάγνωσή της είχε συνέπειες, ιδιαίτερα στην επαρχία. H έκδοσή της απαγορεύτηκε με την επιβολή της δικτατορίας, το 1967. Τη διεύθυνση της προδικτατορικής «Α.» είχαν αναλάβει κατά καιρούς και οι Μανώλης Γλέζος, Λεωνίδας Κύρκος, Αντώνης Μπριλλάκης και Πότης Παρασκευόπουλος.

Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησαν κάποια παράνομα φύλλα στα 1968-71, ως όργανο της εκτός νόμου ΕΔΑ, που απηχούσαν απόψεις του ΚΚΕ εσωτερικού. Με πρωτοβουλία του ίδιου κόμματος επανεκδόθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας, τον Αύγουστο 1974, ως «πρωινή εφημερίδα της Αριστεράς».

Σε ανταγωνισμό με τον «Ριζοσπάστη», που επανεκδόθηκε από το ΚΚΕ μετά από είκοσι εφτά χρόνια απαγόρευσης, η κυκλοφορία της μεταδικτατορικής «Α.» παρέμεινε περιορισμένη. Μετά το 1977 και την εκλογική ήττα της Συμμαχίας, στην οποία συμμετείχε το ΚΚΕ εσ., εκδιδόταν και τυπικά ως κομματικό δημοσιογραφικό όργανο. Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ εσ., το 1987, τοποθετήθηκε υπέρ της ΕΑΡ και από το 1991 υπέρ του Συνασπισμού, και συνεχίζει την έκδοσή της, εκφράζοντας απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ. Διευθυντές της μεταδικτατορικής «Α.» ήταν οι Λευτέρης Βουτσάς, Γρηγόρης Γιάνναρος, Κώστας Κάρης, Αντώνης Μπριλλάκης, Νίκος Φίλης, Δημήτρης Χατζησωκράτης κ.ά.

 

Αυγητίδης Κώστας (1926-2011). Ιστορικός και αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στον Ακρίτα Κιλκίς και συμμετείχε στην ΕΠΟΝ, τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ, ενώ εντάχθηκε και στο ΚΚΕ. Έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη και επαναπατρίστηκε μετά τη Μεταπολίτευση. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιστορία των ελληνικών κοινοτήτων στη Ρωσία.

 

Αυδή-Καλκάνη Ίρις (1938-). Ερευνήτρια της ιστορίας του γυναικείου κινήματος. Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, συμπληρώνοντας τις σπουδές της στη Γερμανία. Συμμετείχε ενεργά στο γυναικείο κίνημα και υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης Ελληνίδων Νομικών. Σύζυγος της ήταν το στέλεχος του ΚΚΕ Λέων Α.

 

Αυτοδιαχείριση. Η ανασυγκρότηση της παραγωγικής διαδικασίας σε συνθήκες σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κοινωνικού μετασχηματισμού, με τη συλλογική συμμετοχή όλων των εργαζομένων στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων. Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί, κυρίως, από τα αντιεξουσιαστικά ρεύματα, αλλά και από ρεύματα μαρξιστικά και ιδιαίτερα από τους συμβουλιακούς κομμουνιστές, από τροτσκιστές (με ξεχωριστή συμβολή του Μιχάλη Ράπτη-Πάμπλο, του Έρνεστ Μαντέλ κ.ά.), από τους ευρωκομμουνιστές, καθώς και από αριστερές πτέρυγες της σοσιαλδημοκρατίας.

Μια μορφή αυτοδιαχείρισης εφαρμόστηκε στη Γιουγκοσλαβία, από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι τη διάλυσή της, στην Αλγερία, κατά τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωσή της το 1962, στη Νικαράγουα της δεκαετίας 1980 κ.λπ. Απόπειρες εφαρμογής της α. έχουν γίνει και στο πλαίσιο καπιταλιστικών κοινωνιών, με σημαντικότερη και μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας την περίπτωση των ισραηλινών αγροτικών κιμπούτς, αλλά και σε εργοστάσια κατειλημμένα από εργάτες σε μια σειρά χώρες, όπως στη Γαλλία, μετά το 1968, στην Αργεντινή, μετά το 2001, κ.λπ.

Στην Ελλάδα έχουμε πολύ λίγα παραδείγματα εφαρμογής αυτοδιαχειριστικών μορφών παραγωγικής διαδικασίας, με πιο σημαντικά το εργοστάσιο ΒΙΟ στην Αθήνα, που καταλήφθηκε από τους εργάτες την περίοδο της Κατοχής, και τη ΒΙΟΜΕ στη Θεσσαλονίκη, από το 2013 και μετά.

Την προοπτική αυτοδιαχειριστικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας την ενέταξαν στο πρόγραμμά τους το ΚΚΕ εσωτερικού και η μεταδικτατορική ΕΔΑ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, στην πρώτη περίοδο μετά την ίδρυσή του. Στην προοπτική της α. αναφέρθηκαν και αναφέρονται οργανώσεις του χώρου της εξωκοινοβουλευτικήςς Αριστεράς, κυρίως τροτσκιστικές, καθώς και τα αντιεξουσιαστικά και αυτόνομα ρεύματα.

 

Αυτοδύναμη Κίνηση Εργατικής Πολιτικής (ΑΚΕΠ). Πολιτική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1984 από πρώην μέλη της ΚΝΕ, που είχαν συγκροτήσει τα προηγούμενα χρόνια τη φράξια Λενινιστική Αριστερά. Ασκούσε κριτική από τ’ αριστερά στο ΚΚΕ, αλλά υποστήριζε τη γκορμπατσοφική Περεστρόικα. Πήρε μέρος σε εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα (1.100 – 2.100 ψήφοι και 7.500 στις ευρωεκλογές του 1989) και ο κύριος όγκος των μελών της αποχώρησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το 1992 εμφανίστηκε με τον τίτλο Αυτοδύναμη Κίνηση Εθνικής Πολιτικής, υποστηρίζοντας απόψεις που επικρίθηκαν σαν εθνικιστικές. Επανεμφανίστηκε μετά το 2005, με τον τίτλο Αυτοδύναμη Κίνηση Επαναστατικής Πολιτικής και αργότερα επανέφερε τον αρχικό της τίτλο. Στα 2015-19 συμμετείχε στη Λαϊκή Ενότητα. Επικεφαλής της, μέχρι τον θάνατό του, το 2024, ήταν ο Αντώνης Χάλαρης 

 

Αυτόνομη Παρέμβαση. Συνδικαλιστική παράταξη που ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, από τους συνδικαλιστές του Συνασπισμού της Αριστεράς. Αποτελούσε την τέταρτη, από άποψη επιρροής, παράταξη του συνδικαλιστικού κινήματος και η δύναμή της εντοπιζόταν, κυρίως, σε χώρους του δημόσιου τομέα, μεταξύ των μισθωτών της διανοητικής εργασίας και των υπηρεσιών (εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, εκπαιδευτικοί, τραπεζοϋπάλληλοι, μηχανικοί-τεχνικοί κ.λπ.), ενώ είχε πολύ μικρή πρόσβαση στον ιδιωτικό τομέα. Συμμετείχε στα προεδρεία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και η πολύχρονη πολιτική συνεργασίας με την ΠΑΣΚΕ αποτέλεσε αιτία της πολεμικής του ΚΚΕ εναντίον της. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήρθε σε ρήξη με τις κυρίαρχες δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα. Μεταξύ των βασικών στελεχών της ήταν οι Γρηγόρης Καλομοίρης, Αλέκος Καλύβης, Δημήτρης Στρατούλης, Δέσποινα Χαραλαμπίδου, Γιώργος Χαρίσης κ.ά. Το 2014 αυτοδιαλύθηκε και συμμετείχε στη συγκρότηση της Μαχητικής Εργατοϋπαλληλικής Ταξικής Ανατροπής (ΜΕΤΑ).

 

Αυτονομία. Ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα με αναφορές στον μαρξισμό και επιρροές από το αντιεξουσιαστικό κίνημα. Συγκροτήθηκε σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, στ’ αριστερά του κομμουνιστικού κινήματος, μέσα από τα κινήματα των δεκαετιών 1960 και ’70, και σε πολλές περιπτώσεις ταυτίστηκε με τάσεις της Νέας Αριστεράς. Βασικά του φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά είναι η απόρριψη της λενινιστικής αντίληψης για το κόμμα και τη σχέση πρωτοπορίας-μαζών, η απόρριψη της διάκρισης ανάμεσα στην πολιτική και τη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση, η θέση για αυτοοργάνωση των κινημάτων, η ροπή σε προωθημένες μορφές πάλης και η υποστήριξη της προοπτικής επαναστατικής ανατροπής για τη δημιουργία θεσμών αυτόνομης κοινωνίας, στη βάση της αυτοδιαχείρισης.

Το ρεύμα της Α. στηρίζεται θεωρητικά σε θέσεις των συμβουλιακών κομμουνιστών, του Κορνήλιου Καστοριάδη, των σιτουασιονιστών κ.ά. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά διαμόρφωσε στην Ιταλία, όπου η οργάνωση Εργατική Α., με κύριο εκφραστή τον Τόνι Νέγκρι, διατύπωσε θέσεις για το νέο κοινωνικό προλεταριάτο, που είναι πολύ ευρύτερο από την παραδοσιακή εργατική τάξη και η εξέγερσή του θέτει άμεσα ζητήματα κομμουνιστικού μετασχηματισμού.

Στο ελληνικό εργατικό κίνημα το ρεύμα της Α. έκανε την εμφάνισή του στα χρόνια της δικτατορίας με τις ολιγομελείς συσπειρώσεις γύρω από τα περιοδικά «Επίθεση» και «Τα Άλλα Νέα», που εκδίδονταν στην Ιταλία. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970 γνώρισε σχετική μαζικοποίηση μέσα από νεολαιίστικες ομάδες, οι οποίες συχνά συγχέονταν με το αναρχικό ρεύμα, εξ ου και ο όρος «αναρχοαυτόνομοι». Ιδιαίτερη ανάπτυξη παρουσίασε στις φοιτητικές καταλήψεις του 1979 και κατά την επόμενη περίοδο, κυρίως μέσα από το κίνημα κατάληψης κτιρίων. Την ίδια εποχή και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, θέσεις επηρεασμένες από την ιταλική Εργατική Α. διατύπωνε η ομάδα που συγκροτούνταν γύρω από το περιοδικό «Ρήξη» και κατόπιν η ομάδα που εξέδιδε το περιοδικό «Κομβόι». Το ρεύμα της Α. περιορίστηκε κατά τα επόμενα χρόνια, ενώ μέρος των αυτόνομων ανέπτυξε συλλογικές δραστηριότητες εναλλακτικών τρόπων καθημερινής ζωής.

Νεολαιίστικες αυτόνομες ομάδες εξακολουθούν να λειτουργούν, κυρίως στον φοιτητικό χώρο και σε τοπικό επίπεδο, ενώ δρουν και ομάδες προσανατολισμένες στο εργατικό κίνημα.

 

Αυτοοργάνωση. Ποικιλία μορφών οργάνωσης κινημάτων από τους συμμετέχοντες σ’ αυτά, με απουσία κεντρικής καθοδήγησης ή με περιορισμό του ρόλου της. Έχει εμφανιστεί σε διάφορες περιόδους του διεθνούς και του ελληνικού εργατικού κινήματος και ως ένα βαθμό συνδέεται με τις παραδόσεις του αναρχισμού, χωρίς να περιορίζεται σ’ αυτόν.

Μεγάλης κλίμακας μορφές α. αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Κατοχής και της αντιφασιστικής Αντίστασης, κυρίως στον τομέα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η α. εκδηλώθηκε, επίσης, σε μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις, όπως κατά την περίοδο των Ιουλιανών του 1965 και στην εξέγερση του Νοέμβρη 1973, σε καταλήψεις εργοστασίων, σχολείων και σχολών, αργότερα, κ.λπ. Μορφές α. αναπτύχθηκαν στα 2010-15 και ιδιαίτερα κατά το κίνημα των πλατειών του 2011, με τη μορφή τοπικών λαϊκών συνελεύσεων και κινήσεων κοινωνικής αλληλεγγύης.

 

Αχτίδα. Βαθμίδα της οργανωτικής δομής του κομμουνιστικού κόμματος. Συγκροτούνταν από έναν αριθμό κομματικών πυρήνων ή οργανώσεων βάσης, σε τοπικό ή επαγγελματικό επίπεδο, και καθοδηγούνταν από Αχτιδική Επιτροπή. Στο ΚΚΕ καθιερώθηκε το 1927 και τα τελευταία χρόνια έχει αντικατασταθεί από την Τομεακή Οργάνωση.

 

 

 

 

Β

 

Βαβούδης Νίκος (1903 ή 1906 - 1951). Αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στη Ρωσία και από τα παιδικά του χρόνια έζησε στη Λέσβο, απ’ όπου καταγόταν. Εργάστηκε ως βυρσοδέψης, εντάχθηκε στο ΚΚΕ και εκλέχτηκε γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Πειραιά. Στα 1931-34 φυλακίστηκε, αλλά απέδρασε και κατέφυγε στην ΕΣΣΔ, όπου σπούδασε στο ΚΟΥΤΒ. Πήρε μέρος στον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο και το 1944 συμμετείχε στη Σοβιετική Στρατιωτική Αποστολή στην Ελεύθερη Ελλάδα. Το 1947 ανέλαβε την επικοινωνία,  μέσω ασυρμάτων, του παράνομου κομματικού μηχανισμού της Αθήνας με την καθοδήγηση του ΚΚΕ. Αυτοκτόνησε μετά την εισβολή της αστυνομίας στη γιάφκα της Καλλιθέας, όπου λειτουργούσε ασύρματος. Καταγγέλθηκε κατόπιν από την ηγεσία του ΚΚΕ σαν πράκτορας, αλλά αργότερα η μνήμη του αποκαταστάθηκε.

 

Βαβυλωνία. Μηνιαίο περιοδικό που εκδίδεται από την Αντιεξουσιαστική Κίνηση. Από το 2004 έως το 2011 κυκλοφορούσε ως εφημερίδα. Μέχρι το 2018 διοργάνωνε ετήσιο φεστιβάλ, το B-Fest.

 

Βαϊνάς Παντελής (1924-2008). Σλαβομακεδόνας, στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Ασπρόγεια (Στρέμπενο) της Φλώρινας, συμμετείχε στον ΕΛΑΣ και αναδείχτηκε στέλεχος του ΔΣΕ. Μετά το 1949 κατέφυγε στην ΕΣΣΔ και σπούδασε στις σχολές αξιωματικών και στελεχών της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ. Στα 1952-54 ήταν πρόεδρος της οργάνωσης των Σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων Ήλιντεν και το 1953 έγινε αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι. Διαφώνησε με τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του 1956 και την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη, και το 1958 εντάχθηκε στον βουλγαρικό στρατό, φτάνοντας στο βαθμό του αντιστράτηγου. Μέχρι τον θάνατό του έζησε στη Σόφια.

 

Βακαλιός Θανάσης (1929-2018). Μαρξιστής μελετητής της φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στον Εμμανουήλ Παππά των Σερρών και συμμετείχε στην ΕΠΟΝ και στον ΔΣΕ. Έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Βουδαπέστη, όπου σπούδασε φιλοσοφία και κοινωνικές επιστήμες, και εργάστηκε ως πανεπιστημιακός καθηγητής. Μετά τη Μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα, εκλέχτηκε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ εσωτερικού και έγινε πρόεδρος του Κέντρου Μαρξιστικών Σπουδών και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θράκης. Το έργο του ήταν επηρεασμένο από τις απόψεις του Γκέοργκ Λούκατς και της σχολής της Βουδαπέστης. Έγραψε τα βιβλία «Ο άνθρωπος μέσα στο επαναστατικό κίνημα», «Παγκοσμιοποίηση και σοσιαλισμός», «Είναι ο καπιταλισμός συμβατός με την ηθική;» κ.ά.

 

Βακαλό Γιώργος (1902-1991). Ζωγράφος και σκηνογράφος. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βακαλόπουλος. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έζησε στα 1919-40 στο Παρίσι και κατόπιν στην Αθήνα. Συμμετείχε στο εαμικό κίνημα και στην Αριστερά. Ήταν σύζυγος της ποιήτριας Ελένης Β. και ιδρυτής της καλλιτεχνικής σχολής που φέρει το όνομά του.

 

Βαλαβάνη Νάντια (1951-). Συγγραφέας και στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Ως φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής στην Αθήνα εντάχθηκε στην Αντι-ΕΦΕΕ και την ΚΝΕ, και το 1974 πιάστηκε, βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Υπήρξε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το οποίο αποχώρησε το 1989, διαφωνώντας με την κυβερνητική συνεργασία με τη Δεξιά. Το 2012 εκλέχτηκε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και το 2015 επανεκλέχθηκε και έγινε αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών. Αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 και συνεργάζεται με τη Λαϊκή Ενότητα.  Έχει γράψει τα βιβλία «Μπέρτολντ Μπρεχτ. Κριτικές προσεγγίσεις», «Ψωμί και τριαντάφυλλα. Θέματα τέχνης και πολιτισμού» κ.ά.

 

Βαλάση Μπέτυ (1937-). Ηθοποιός. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και τοποθετημένη σταθερά στην Αριστερά και στο πλευρό του ΚΚΕ, ανέπτυξε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Ήταν σύζυγος του ηθοποιού Τίτου Βανδή.

 

Βαλαωρίτης Νάνος (1921-2019). Ποιητής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Λωζάνη και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1944 κατέφυγε στη Μέση Ανατολή και έζησε επί σειρά χρόνων στο Λονδίνο και το Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των σουρεαλιστών. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1960 και στα 1963-66 διηύθυνε το περιοδικό «Πάλι». Μετά την εγκαθίδρυση της  δικτατορίας εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φραντσίσκο. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές («Μερικές γυναίκες», «Αλληγορική Κασσάνδρα», «Με πλοίο» κ.ά.), συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα και λογοτεχνικά δοκίμια.

 

Βαλιούλης Στέργιος (1916-1986). Λογοτέχνης και αγωνιστής της Αριστεράς. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και διακόπτοντας τις νομικές σπουδές του εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Διώχτηκε για την πολιτική του δραστηριότητα. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και ποιήματα («Πικρά χαμόγελα», «Κρυμμένο Τετράδιο» κ.ά.).  

 

Βανδής Τίτος (1917-2003). Ηθοποιός. Γεννήθηκε στον Πειραιά, έζησε στη Λωζάνη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, και εμφανίστηκε στο θέατρο το 1934. Τον ίδιο χρόνο συνδέθηκε με την Αριστερά και στην περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, και συμμετείχε κατόπιν στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έζησε στις ΗΠΑ, όπου διακρίθηκε στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Συνέχισε κατόπιν το καλλιτεχνικό του έργο στην Ελλάδα, παραμένοντας μέχρι τέλους αφοσιωμένος στο ΚΚΕ. Μεταξύ των συζύγων του ήταν οι ηθοποιοί Μαρία Αλκαίου, Αλέκα Παΐζη και Μπέτυ Βαλάση.

 

Βάρβογλης Μάριος (1885-1967). Μουσικοσυνθέτης. Προερχόμενος από οικογένεια πολιτικών, γεννήθηκε στη Λωζάνη και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε μουσική στην Αθήνα και το Παρίσι, όπου έζησε πολλά χρόνια, αναδείχτηκε σε έναν από τους κορυφαίους μουσικοσυνθέτες και εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα. Διώχτηκε από τη δικτατορία Μεταξά, συμμετείχε στο ΕΑΜ και κατά τα Δεκεμβριανά φυλακίστηκε από τους Άγγλους. Έγραψε τα έργα «Ελληνική ραψωδία», «Το απόγευμα της αγάπης», «Πίσω από το συρματόπλεγμα», «Δάφνες και κυπαρίσσια» κ.ά.

 

Βαρίκας Βάσος (1912-1971). Κριτικός λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο και εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στην Αθήνα. Εντάχθηκε στον αρχειομαρξισμό, αναδείχτηκε στέλεχος του φοιτητικού κινήματος και υπήρξε μέλος συντακτικών επιτροπών και συνεργάτης αριστερών περιοδικών. Έχοντας αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική δράση, εργάστηκε μεταπολεμικά ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Βήμα» και «Νέα» και στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Έγραψε τα βιβλία «Συγγραφείς και κείμενα», «Κριτική θεάτρου», «Η μεταπολεμική μας λογοτεχνία» κ.ά.

 

Βάρκιζας Συμφωνία. Η Σ. μεταξύ των αντιπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης και του ΕΑΜ που υπογράφηκε στη Βάρκιζα στις 12 Φεβρουαρίου 1945, μετά τον τερματισμό της ένοπλης αντιπαράθεσης του ΕΛΑΣ με τις βρετανικές και ελληνικές κυβερνητικές δυνάμεις κατά τα Δεκεμβριανά. Την εαμική αντιπροσωπεία αποτέλεσαν οι Γιώργος Σιάντος, Δημήτρης Παρτσαλίδης και Ηλίας Τσιριμώκος, και ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης, ως στρατιωτικός σύμβουλος.

Η Σ. πρόβλεπε την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και των άλλων ένοπλων οργανώσεων (ΕΔΕΣ κ.λπ.), την κατάργηση του στρατιωτικού νόμου που είχε επιβληθεί κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών, την εξασφάλιση συνθηκών ελεύθερης εκδήλωσης των πολιτικών φρονημάτων, τη συγκρότηση εθνικού στρατού και την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες των κατακτητών. Συμφωνήθηκε, επίσης, η διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό και βουλευτικών εκλογών. Με τη Σ. χορηγήθηκε αμνηστία στα πολιτικά αδικήματα της περιόδου που προηγήθηκε, όχι όμως και σ’ αυτά που θα χαρακτηρίζονταν ποινικά.

H πρόβλεψη για τιμωρία των ποινικών αδικημάτων αποτέλεσε το νομότυπο πρόσχημα για την εξαπόλυση διωγμών και μαζικών συλλήψεων αγωνιστών του εαμικού κινήματος. Παράλληλα και καθώς οι εαμικές δυνάμεις είχαν αφοπλιστεί, το πεδίο έμεινε ανοιχτό για την ασύδοτη τρομοκρατική και δολοφονική δράση ένοπλων αντικομμουνιστικών παρακρατικών συμμοριών.

H Σ. αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη από τη μεγάλη πλειονότητα του κόσμου της Αριστεράς, ενώ την αντίθεσή του εξέφρασε έμπρακτα ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης, που συγκρότησε ένοπλη ομάδα, ως πρόπλασμα της ανασυγκρότησης του λαϊκού στρατού. H στάση του αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή του από το ΚΚΕ, την αποκήρυξη και απομόνωσή του, που συνέβαλε στον θάνατό του, μετά από μάχη με εχθρικά αποσπάσματα, τον Ιούνιο 1945.

Καθώς ήδη είχε ξεκινήσει μονομερής εμφύλιος πόλεμος με τη μορφή της αντικομμουνιστικής λευκής τρομοκρατίας, χιλιάδες αγωνιστές του ΕΛΑΣ κατέφυγαν και πάλι στα βουνά και σχημάτισαν ανταρτοομάδες, που αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες του μετέπειτα ΔΣΕ. H παραβίαση της Σ. από την πλευρά της κυβέρνησης καταγγέλθηκε επανειλημμένα από την Αριστερά και από τα τέλη του 1945 το ΚΚΕ αποφάσισε τον συνδυασμό της νόμιμης πολιτικής δράσης με την ανάπτυξη μορφών αντίστασης στη λευκή τρομοκρατία (Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα), ακόμη και ένοπλης (Στενή Αυτοάμυνα).

Η υπογραφή της Σ. της Β. καταδικάστηκε από το ΚΚΕ στα χρόνια του Εμφυλίου και αργότερα, ως ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του κόμματος και ως απαράδεκτος συμβιβασμός. Εκτιμήθηκε πως η διάλυση του ΕΛΑΣ έγινε χωρίς την εξασφάλιση όρων για την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, ενώ η αποδοχή της διάκρισης μεταξύ πολιτικών και ποινικών αδικημάτων έδωσε τη δυνατότητα στο καθεστώς να εξαπολύσει νομότυπα άγριο διωγμό κατά της Αριστεράς.

 

Βάρναλης Κώστας (1883 ή ’84 - 1974). Ποιητής, ενταγμένος στο κομμουνιστικό κίνημα. Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα, καθώς και κοινωνιολογία και αισθητική στο Παρίσι, και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός.

Μέσα στη δίνη των πολεμικών περιπετειών και υπό την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης και της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, εγκατέλειψε τις μεγαλοϊδεατικές του απόψεις και αποδέχτηκε τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες. Σημείο τομής αποτέλεσε η έκδοση του έργου «Το φως που καίει», το 1922. Το 1926 απολύθηκε από τη θέση του ως καθηγητή και στράφηκε στη δημοσιογραφία και στις μεταφράσεις έργων της αρχαίας ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας, ενώ αργότερα εξορίστηκε στον Αϊ-Στράτη. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και στην ΕΔΑ, παραμένοντας σταθερά στον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς, και μετά τη διάσπαση του 1968 απέφυγε να πάρει θέση.

Έγραψε ποιητικές συνθέσεις και συλλογές («Σκλάβοι πολιορκημένοι», «Ελεύθερος κόσμος», «Οργή λαού» κ.ά.), όπως και πεζά, δοκίμια και θεατρικά («Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», «Οι δικτάτορες», «Άτταλος ο Τρίτος» κ.λπ.). Το 1959 τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν της ΕΣΣΔ. Ήταν σύζυγος της ποιήτριας Δώρας Μοάτσου.

 

Βαρουφάκης Γιάνης (1961-). Οικονομολόγος, πανεπιστημιακός και πολιτικός της ευρύτερης Αριστεράς. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε σε βρετανικά πανεπιστήμια. Καθηγητής ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων, το 2015 εκλέχτηκε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και ανέλαβε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Τσίπρα. Αμέσως μετά το Δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 και διαβλέποντας ότι η λαϊκή ετυμηγορία θα αγνοηθεί, παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού. Έχοντας ιδρύσει το 2016 το πανευρωπαϊκό κίνημα Diem25, το 2018 ίδρυσε το κόμμα Μέτωπο Ρεαλιστικής Ανυπακοής (ΜέΡΑ25) και στις εκλογές του 2019 εκλέχθηκε βουλευτής. Εντούτοις, το κόμμα του δεν μπόρεσε να μπει στη Βουλή στις εκλογές του 2023, στις οποίες συνεργάστηκε με τη ΛΑΕ. 

 

Βασιλακοπούλου Σωτηρία (1959-1980). Μέλος της ΚΝΕ και φοιτήτρια της Παντείου, δολοφονήθηκε κατά τη διανομή προκηρύξεων στις εργάτριες, έξω από εργοστάσιο στον Βοτανικό της Αθήνας.

 

Βασταρδής Νίκος (1924-2012). Ηθοποιός. Γεννήθηκε στον Πειραιά, σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, του Κουν, και το 1942 έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως ηθοποιός και εντάχθηκε στο εαμικό κίνημα. Στα 1958-62 εργάστηκε στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, του Μάνου Κατράκη. Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, τοποθετήθηκε υπέρ του ΚΚΕ εσωτερικού. Το 1982 ίδρυσε το θέατρο Θεμέλιο και το 1992 ομώνυμη Δραματική Σχολή.

 

Βαφειάδης Μάρκος (1906-1992). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννημένος  στη Θεοδοσιούπολη της Μικράς Ασίας, κατέφυγε ως πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα, όπου εργάστηκε ως καπνεργάτης. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ το 1924 και αναδείχτηκε στέλεχος του κόμματος και του συνδικαλιστικού κινήματος. Κατά τη δικτατορία Μεταξά απέδρασε από τον Αϊ-Στράτη, όπου ήταν εξόριστος, και τον Ιούλιο του 1938 συμμετείχε στην οργάνωση της αντιδικτατορικής εξέγερσης της Κρήτης. Ξαναπιάστηκε στη συνέχεια και εξορίστηκε στη Γαύδο, απ’ όπου απέδρασε κατά τη γερμανική εισβολή, το 1941.

Εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και από το 1943 ήταν επικεφαλής των δυνάμεών του στη Μακεδονία. Έγινε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ το 1942. Μετά την Απελευθέρωση, στη σύσκεψη των καπεταναίων του ΕΛΑΣ στη Λαμία τον Νοέμβριο 1944, διαφώνησε με την πρόταση του Άρη Βελουχιώτη για προετοιμασία αντιπαράθεσης με τους Άγγλους και κατά τα Δεκεμβριανά ακολούθησε την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης μαζί τους στη Μακεδονία.

Αν και διαφώνησε και με την κατεύθυνση της ηγεσίας Ζαχαριάδη για ξεκίνημα νέου αντάρτικου, ανέλαβε επικεφαλής του ΔΣΕ το 1946 και τον Δεκέμβριο του 1947 έγινε πρωθυπουργός και υπουργός στρατιωτικών στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση. Το 1948 ήρθε σε ρήξη με τον Ζαχαριάδη, διαφωνώντας με τη ανασυγκρότηση του ΔΣΕ για κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τις κυβερνητικές δυνάμεις και στάλθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί κατηγόρησε τον Ζαχαριάδη στους Σοβιετικούς ως προβοκάτορα. Απαλλάχτηκε από τα καθήκοντά του στις αρχές του 1949 και διαγράφηκε από το ΚΚΕ το 1950, με την κατηγορία της φιλοτιτοϊκής παρέκκλισης.

Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη, το 1956, έγινε μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε., για να διαγραφεί και πάλι το 1958, όταν διαφώνησε με την απόφαση διάλυσης των παράνομων κομματικών οργανώσεων στην Ελλάδα.

Έζησε επί χρόνια στη Σοβιετική Ένωση και κατόπιν στα Σκόπια, και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1984. Υποστήριξε την «εθνική συμφιλίωση», με τη συμβολική συνάντησή του με τον επικεφαλής του κυβερνητικού στρατού κατά τον Εμφύλιο, στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο, και στα 1989 και ’90 έγινε βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ. Έγραψε δίτομη αυτοβιογραφία.

 

Βδομαδιάτικα Νέα. Παράνομη εφημερίδα του ΕΑΜ, που εκδιδόταν με ευθύνη της Κ.Ο. Αθήνας του ΚΚΕ, στα 1941-42.

 

Βεάκης Αιμίλιος (1884-1951). Ηθοποιός του θεάτρου. Γεννήθηκε στον Πειραιά, ασχολήθηκε με το θέατρο από το 1900 και αναδείχτηκε σε κορυφαίο ηθοποιό ήδη από το 1915. Έχοντας αγωνιστεί κατά τη δεκαετία του 1930 για τα δημοκρατικά δικαιώματα, το 1941 απολύθηκε από το Εθνικό Θέατρο, συνδέθηκε με το ΕΑΜ Καλλιτεχνών και μετά τα Δεκεμβριανά ακολούθησε τον ΕΛΑΣ στην αποχώρησή του από την Αθήνα, οργανώνοντας θεατρικές παραστάσεις στις εαμοκρατούμενες πόλεις της επαρχίας. Διώχτηκε στη συνέχεια και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από το θέατρο. Έγραψε θεατρικά έργα και ποιήματα. Ο γιος του Γιάννης, αγωνιστής της εαμικής Αντίστασης, έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στο Βουκουρέστι, ασχολούμενος με το θέατρο.

 

Βεάκης Γιάννης (1918-2006). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Γιος του Αιμίλιου Β., γεννήθηκε στην Αθήνα και κατά την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Έχοντας φύγει από την Ελλάδα κατά τον Εμφύλιο, έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του στο Βουκουρέστι, όπου έκανε λαμπρή καριέρα, κυρίως ως σκηνοθέτης του θεάτρου.

 

Βέγγος Θανάσης (1927-2011). Κορυφαίος κωμικός ηθοποιός. Γεννήθηκε στον Πειραιά. Τοποθετημένος στην Αριστερά, εξορίστηκε στη Μακρόνησο στα 1948-50 και κατόπιν άρχισε την καριέρα του, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους σε ταινίες που εμπεριείχαν έντονα στοιχεία καταγγελίας της κοινωνικής αδικίας, πολλές από τις οποίες σκηνοθετούσε ο ίδιος. Συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Ντίνος Κατσουρίδης, ο Θόδωρος Μαραγκός, ο Παντελής Βούλγαρης κ.ά.

 

Βέης Νίκος (1882 ή ’83 - 1958). Αριστερός πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε στην Τρίπολη και σπούδασε βυζαντινολογία και φιλολογία στην Αθήνα και τη Γερμανία. Έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ακαδημαϊκός. Έχοντας προσεγγίσει την Αριστερά ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, συμμετείχε στο ΕΑΜ και το 1946 διώχτηκε από το Πανεπιστήμιο. Το 1950 εκλέχτηκε βουλευτής της Δημοκρατικής Παράταξης με το ΣΚ-ΕΛΔ και συμμετείχε στο κίνημα ειρήνης. Υπήρξε πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και ακαδημαϊκός, και έγραψε ιστορικές και φιλολογικές μελέτες.

 

Βελδεμίρης Στέφανος (1937-1961). Αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος και εντάχθηκε στην παράνομη ΕΠΟΝ, στα 1954-58, και κατόπιν στη Νεολαία ΕΔΑ. Τις παραμονές των εκλογών του Οκτωβρίου 1961 δολοφονήθηκε από αστυνομικούς. 

 

Βελουχιώτης Άρης (1905-1945). Αγωνιστικό ψευδώνυμο του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Θανάση Κλάρα. Γεννήθηκε στη Λαμία από ευκατάστατη οικογένεια, σπούδασε στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου δούλεψε ως εργάτης. Κατά τη στρατιωτική του θητεία, στα 1925-27, στάλθηκε στον πειθαρχικό λόχο Καλπακίου, έχοντας ενταχθεί ήδη στο κομμουνιστικό κίνημα.  Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον «Ριζοσπάστη» και μετά το 1929 ήταν ένα από τα στελέχη του ΚΚΕ που είχαν επιφορτιστεί με την περιφρούρηση των δραστηριοτήτων και των κινητοποιήσεων του κόμματος, και με την οργάνωση δραπετεύσεων κρατούμενων αγωνιστών.

Φυλακίστηκε επανειλημμένα, στα  1931-33 εξορίστηκε στη Γαύδο και τα επόμενα χρόνια ανέλαβε την καθοδήγηση των κομματικών οργανώσεων της Λέσβου και της Θράκης. Με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά πέρασε στην παρανομία, πιάστηκε τον Δεκέμβριο του 1936, δραπέτευσε, αλλά συνελήφθη και πάλι και φυλακίστηκε στην Αίγινα και στην Κέρκυρα.

Αφέθηκε ελεύθερος το καλοκαίρι του 1939, έχοντας υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ. Η υπογραφή της δήλωσης, είτε ως αποτέλεσμα σωματικών βασανιστηρίων ή ηθικών εκβιασμών είτε ως συνέπεια της θέλησής του να συνεχίσει τη δράση του εκτός φυλακής, στιγμάτισε τον Β. και καθόρισε την επιφυλακτική στάση του κόμματος απέναντί του. Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και με την ίδρυση του ΕΑΜ και παρά τη δήλωση που είχε υπογράψει, του ανατέθηκε η συγκρότηση ανταρτοομάδων στη Στερεά Ελλάδα. Το 1942 έγινε ξανά μέλος του ΚΚΕ.

Αναδείχτηκε πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, μέλος του τριμελούς Γενικού Στρατηγείου, μαζί με τους Στέφανο Σαράφη και Ανδρέα Τζήμα (Σαμαρινιώτη), και καθοδήγησε σημαντικές μάχες ενάντια στους κατακτητές και τις αντίπαλες προς το ΕΑΜ ένοπλες οργανώσεις. Τοποθετήθηκε κατά των Συμφωνιών του Λιβάνου και της Καζέρτας, αλλά πειθάρχησε στην κομματική γραμμή. Τον Μάιο - Σεπτέμβριο του 1944 συμμετείχε, ως επικεφαλής, στις μάχες του ΕΛΑΣ κατά των Γερμανών και των ταγματασφαλιτών στην Πελοπόννησο. Μετά την Απελευθέρωση και προβλέποντας την ένοπλη επέμβαση των Άγγλων ενάντια στο αντιστασιακό κίνημα, συγκάλεσε σύσκεψη των καπεταναίων του ΕΛΑΣ στη Λαμία, στην οποία πρότεινε την προετοιμασία για την αντιπαράθεση, που, όμως, δεν έγινε δεκτή. Στα Δεκεμβριανά του ανατέθηκε η διάλυση των δυνάμεων του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο.

Αν και συνυπέγραψε μαζί με τον στρατηγό Σαράφη το διάταγμα για την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, εξέφρασε τη διαφωνία του με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και συγκρότησε ανταρτοομάδα, ως πρόπλασμα ενός Νέου ΕΛΑΣ. Προσανατολιζόμενος στην ίδρυση νέου ΕΑΜ, ανακοίνωσε τη συγκρότηση του Μετώπου Εθνικής Ανεξαρτησίας, μαζί με τον Τάκη Φίτσιο και τον αδελφό του Μπάμπη Κλάρα. Οι ενέργειές του αυτές αποτέλεσαν πρόσχημα για τις δυνάμεις της αντίδρασης, που πρόσαπταν στο ΚΚΕ την κατηγορία ότι παραβίαζε τη Συμφωνία. Από την πλευρά του, το ΚΚΕ καταδίκασε τη δράση του Β., αποκηρύσσοντάς τον. Αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών, σε ένοπλη σύγκρουση στη Μεσούντα της Άρτας, τον Ιούνιο του 1945.

Ο Άρης Βελουχιώτης, που μισήθηκε από την αντίδραση όσο κανένας άλλος ηγέτης της Αντίστασης και συκοφαντήθηκε σαν «στυγερός και αδίστακτος εγκληματίας», λατρεύτηκε, επίσης, όσο κανένας άλλος από τον λαϊκό κόσμο του ΕΑΜ. Ο Νίκος Ζαχαριάδης, γραμματέας του κόμματος όταν αποκηρύχτηκε ο Β., επέμεινε και στα επόμενα χρόνια στις κατηγορίες εναντίον του για τυχοδιωκτισμό. Διαγραμμένος ο ίδιος από το ΚΚΕ και εξόριστος στη Σιβηρία, πολύ αργότερα, χαρακτήρισε την αποκήρυξη του Άρη ως το σοβαρότερο πολιτικό του λάθος. Ο Β. αποκαταστάθηκε πολιτικά και κομματικά από το ΚΚΕ, και αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος ηγέτης της αντιφασιστικής Εθνικής Αντίστασης.

 

Βενετσάνου Νένα (1956-). Τραγουδίστρια και συνθέτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα και μετά από μουσικές σπουδές στο Παρίσι επέστρεψε το 1977 και ασχολήθηκε με το έντεχνο τραγούδι. Πολλά από τα τραγούδια που ερμήνευσε αποτέλεσαν σημείο αναφοράς του φεμινιστικού κινήματος. Συνδέθηκε με τον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς και με το γυναικείο κίνημα.

 

Βεντούρα Ζακ (1899-1943;). Στέλεχος του νεολαιίστικου κινήματος. Ισραηλίτης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Στο 1ο Συνέδριο της ΟΚΝΕ, το 1922, εκλέχτηκε γραμματέας της Κ.Ε. Το 1926 εκλέχτηκε βουλευτής Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ και υπήρξε διευθυντής της ισραηλίτικης εφημερίδας «Αβάντι». Κατά την Κατοχή κατέφυγε στην Κρήτη, πιάστηκε το 1943 από τους Γερμανούς και εξοντώθηκε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

 

Βερβέρης Βασίλης (1891-1943). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στη Ροδόπη, εργάστηκε ως καπνεργάτης, εντάχθηκε στο ΚΚΕ και δραστηριοποιήθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα. Υπήρξε γραμματέας της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας και ηγετικό στέλεχος της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Το 1932 και το 1936 εκλέχτηκε βουλευτής, από το 1934 ήταν μέλος της Κ.Ε. του κόμματος και σπούδασε στο ΚΟΥΤΒ, στη Μόσχα. Η δικτατορία Μεταξά τον φυλάκισε στην Ακροναυπλία και κατά την περίοδο της Κατοχής μεταφέρθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Λάρισας και του Χαϊδαρίου, και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.

 

Βεργόπουλος Κώστας (1942-2017). Μαρξιστής οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στην Αθήνα και το Παρίσι, και συμμετείχε στο φοιτητικό και το αντιδικτατορικό κίνημα. Διετέλεσε μέλος και διευθυντής διεθνών οργανισμών εμπειρογνωμόνων. Έγραψε βιβλία για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, για το αγροτικό ζήτημα, τη διεθνή οικονομία κ.λπ., όπως τα «Δύσμορφος καπιταλισμός», «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα», «Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη», «Παγκοσμιοποίηση, η μεγάλη χίμαιρα», «Το μαύρο και το κόκκινο» κ.ά.

 

Βερούχης Γιάννης (1931-2010). Στέλεχος του τροτσκιστικού κινήματος, γιος του Σταύρου Β. Εντάχθηκε στο παράνομο ΚΔΚΕ και ανέπτυξε συνδικαλιστική δραστηριότητα στον χώρο των λιθογράφων. Με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας συμμετείχε στην ίδρυση των ΔΕΑ και κατόπιν διέφυγε στην Ιταλία, διασχίζοντας το Ιόνιο Πέλαγος με μια βάρκα, μαζί με τον Γιώργο Κώτσου. Το 1974 ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Επαναστατική Ένωση. Ηγετικό στέλεχος της Σοσιαλιστικής Οργάνωσης Εργαζομένων αργότερα, το 1996 τέθηκε επικεφαλής της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Επαναστατών Εργατών και της μετεξέλιξής της, της Κομμουνιστικής Τροτσκιστικής Ένωσης, το 2000.

 

Βερούχης Σταύρος (;-1944). Στέλεχος του αρχειομαρξιστικού και του τροτσκιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στον Πλατανιστό της Εύβοιας και έγινε κομμουνιστής το 1919, ενώ νοσηλευόταν, τυφλωμένος από τη Μάχη του Σκρα. Μέλος της ομάδας που το 1923 συγκρότησε το αρχειομαρξιστικό ρεύμα, δραστηριοποιήθηκε στο κίνημα των αναπήρων πολέμου και αναδείχτηκε γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας τους. Ηγετικό στέλεχος της ΚΟΜΛΕΑ, τάχθηκε υπέρ της γραμμής Τρότσκι το 1934 και συμμετείχε στη συγκρότηση της οργάνωσης που εξέδιδε την εφημερίδα «Μπολσεβίκος». Συμμετείχε κατόπιν στην οργάνωση του Νέου Δρόμου και στην ΕΟΚΔΕ. Η δικτατορία Μεταξά τον εκτόπισε στην Κάρυστο και κατά την Κατοχή συμμετείχε στο ΕΑΜ, αν και επέκρινε την πολιτική του που τη θεωρούσε εθνικιστική. Δολοφονήθηκε από μέλη του ΚΚΕ.

 

Βέττας Φώκος (1914-2005). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ και επί δικτατορίας Μεταξά εξορίστηκε στην Ακροναυπλία. Το 1941 δραπέτευσε από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, συνέβαλε στην ανασυγκρότηση της ΟΚΝΕ και το 1944 έγινε γραμματέας της ΕΠΟΝ και μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Συμμετείχε στον ΔΣΕ και το 1949 καθαιρέθηκε από την Κ.Ε. και μετά τη λήξη του Εμφυλίου εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι. Επανήλθε στην Κ.Ε. μετά το 1956. Το 1958 επέστρεψε παράνομα στην Ελλάδα, συνελήφθη και μετά την αποφυλάκισή του, το 1966, έγινε μέλος της καθοδήγησης της ΕΔΑ και του Γραφείου Εσωτερικού της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Απέφυγε τη σύλληψη το 1967 και με τη διάσπαση του κόμματος συμμετείχε στην καθοδήγηση του ΚΚΕ εσωτερικού, ως μέλος του Γραφείου της Κ.Ε. Αντιτάχθηκε στην αλλαγή της πολιτικής του κόμματος το 1973, αποσύρθηκε και παρέμεινε ανένταχτος μέχρι τον θάνατό του.

 

Βιδάλης Κώστας (1904-1946). Δημοσιογράφος, αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Αθήνα και από το 1924 άρχισε να δημοσιογραφεί στον «Ριζοσπάστη». Το 1937 πήγε ως πολεμικός ανταποκριτής στην Ισπανία και κατά την επιστροφή του εκτοπίστηκε στα Κύθηρα. Συμμετείχε στο ΕΑΜ, ως μέλος της κεντρικής διαφώτισης. Δολοφονήθηκε από τη συμμορία του Σούρλα, κατά την απόπειρά του να αποκαλύψει τη μεταβαρκιζιανή παρακρατική τρομοκρατία στη Θεσσαλία.

 

Βίρβος Κώστας (1926-2015). Στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα και συμμετείχε στο εαμικό κίνημα και στους μετέπειτα δημοκρατικούς αγώνες. Σπούδασε στην Πάντειο και άρχισε να γράφει τραγούδια από το 1950. Ιδιαίτερη επιτυχία είχαν οι στίχοι του με κοινωνικά θέματα, τους οποίους τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Κορυφαίο του έργο είναι η «Καταχνιά», που αναφέρεται στη Κατοχή και την Αντίσταση, και μελοποιήθηκε από τον Χρήστο Λεοντή, με κύριο ερμηνευτή τον Καζαντζίδη.

 

Βιτσαρά-Κτιστάκη Σταματία (1897-1948). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Ικαρία και εργάστηκε ως δασκάλα. Έχοντας ενταχθεί στο ΚΚΕ, φυλακίστηκε το 1931. Κατά τη δικτατορία Μεταξά απέφυγε τη σύλληψη και στα 1939-41 ήταν μέλος της «Παλιάς Κ.Ε.» του κόμματος. Εξαιτίας του χαρακτηρισμού της ΠΚΕ ως ύποπτης για συνεργασία με το δικτατορικό καθεστώς, διαγράφηκε από το ΚΚΕ, αλλά αποκαταστάθηκε το 1943 και εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Πέθανε, έχοντας περάσει στην παρανομία. Ήταν σύζυγος του Βαγγέλη Κτιστάκη.

 

Βιτσώρης Γιώργος (1898-1954). Από τα ηγετικά στελέχη του αρχειομαρξιστικού και του τροτσκιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Καβάλα και ήταν ηθοποιός με ιδιαίτερη πνευματική καλλιέργεια. Εντάχθηκε στη νεολαία του ΣΕΚΕ και συμμετείχε στην Κομμουνιστική Ένωση, το 1921, και στην ιδρυτική ομάδα του αρχειομαρξισμού, το 1923. Από το 1930 ήταν μέλος της ηγεσίας της ΚΟΜΛΕΑ, υπεύθυνος έκδοσης της «Πάλης των Τάξεων» και άλλων εντύπων.

Το 1934 τέθηκε επικεφαλής της τάσης που συμφωνούσε με τον προσανατολισμό του Τρότσκι για ίδρυση νέας επαναστατικής Διεθνούς και συγκροτήθηκε  γύρω από την εφημερίδα «Μπολσεβίκος», και τον επόμενο χρόνο συμμετείχε στην ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνιστικής Ένωσης Ελλάδας (ΚΔΕΕ). Με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά πιάστηκε, αλλά με τη μεσολάβηση της ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη αποφυλακίστηκε και υποχρεώθηκε να φύγει στο εξωτερικό. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνέχισε την καλλιτεχνική του καριέρα έως το τέλος της ζωής του και το 1938 εκπροσώπησε την ΚΔΕΕ στο Ιδρυτικό Συνέδριο της 4ης Διεθνούς.

Στην περίοδο της κατοχής της Γαλλίας από τους ναζί αποτέλεσε τον σύνδεσμο του κινήματος Αντίστασης με το τροτσκιστικό Εργατικό Διεθνιστικό Κόμμα. Τη θέση πως ο B΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διέφερε από τον πρώτο, όχι μόνο γιατί κινδύνευε το εργατικό κράτος της ΕΣΣΔ, αλλά και γιατί ενδεχόμενη νίκη του φασιστικού Άξονα θα είχε ολέθριες συνέπειες για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, υποστήριξε και με επιστολή που έστειλε προς τους Έλληνες τροτσκιστές το 1946, επικρίνοντας την αποχή τους από το κίνημα Αντίστασης κατά την περίοδο της Κατοχής.

 

Βλαντάς Δημήτρης (1908-1985). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στον Μάραθο Ηρακλείου Κρήτης και το 1924 εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ και αναδείχτηκε μέλος της ηγεσίας της. Η δικτατορία Μεταξά τον εξόρισε στη Γαύδο, απ’ όπου απέδρασε μετά την εισβολή των Γερμανών. Υπήρξε γραμματέας της ΟΚΝΕ στα 1942-43 και της ΕΠΟΝ στα 1943-44, πρόεδρος της εθνικοαπελευθερωτικής κυβέρνησης Κρήτης το 1944, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 1942 και κατόπιν μέλος του Π.Γ., ηγετικό στέλεχος του ΔΣΕ και ένα από τα βασικά μέλη της καθοδήγησης του ΚΚΕ κατά τον Εμφύλιο και μέχρι το 1956.

Καθαιρέθηκε στην 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του 1956, κατηγορούμενος για σοβαρές παραβιάσεις της εσωκομματικής δημοκρατίας, και τον επόμενο χρόνο διαγράφηκε από το κόμμα και έζησε, έως το 1967, υπό περιορισμό στα Καρπάθια. Κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Γαλλία και μετά τη δικτατορία επέστρεψε στην Ελλάδα, έχοντας κόψει κάθε δεσμό με το κομμουνιστικό κίνημα, από το οποίο απομακρύνθηκε και ιδεολογικά. Μεταξύ άλλων, έγραψε το πολύτομο έργο «Η τραγωδία του ΚΚΕ» και το «Ημερολόγιο 1947-1949».

 

Βλασίδης Βασίλης (1907-1997). Ζωγράφος και αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1924 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Αυτοδίδακτος ζωγράφος, εργάστηκε ως σχεδιαστής και κατά την Κατοχή εντάχθηκε στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Στα 1947-56 ήταν εξόριστος.

 

Βογιάζος Αντώνης (1930-1992). Συγγραφέας και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, εντάχθηκε το 1944 στην ΕΠΟΝ και το 1948 συμμετείχε με άλλους νέους κομμουνιστές σε αεροπειρατεία από την Αθήνα στα Σκόπια. Πολέμησε ως μαχητής του ΔΣΕ και έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην ΕΣΣΔ. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1964, υπήρξε μέλος της Σ.Ε. της «Επιθεώρησης Τέχνης» και με τη διάσπαση του 1968 εντάχθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού. Έγραψε τη μελέτη «Σοσιαλισμός και κουλτούρα: προβληματισμοί και ρεύματα στη μετεπαναστατική Ρωσία 1917-1932» και κινηματογραφικά σενάρια, και μετέφρασε έργα Ρώσων συγγραφέων.

 

Βογιατζής Απόστολος (1904-;). Στέλεχος του αγροτιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Καρδίτσα, έγινε δικηγόρος και εντάχθηκε στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ), του οποίου υπήρξε γραμματέας, και στις εκλογές του 1936 συνεργάστηκε με το ΚΚΕ. Ως εκπρόσωπος του ΑΚΕ, υπέγραψε το Ιδρυτικό του ΕΑΜ και εκλέχτηκε στο Εθνικό Συμβούλιο που συγκάλεσε η ΠΕΕΑ το 1944. Έχοντας αποχωρήσει από το ΑΚΕ, ίδρυσε το Αγροτικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδας και κατόπιν το Ανεξάρτητο Αγροτικό Κόμμα. Κατά την περίοδο του Εμφυλίου υποστήριξε αντικομμουνιστικές θέσεις και αργότερα έγινε σύμβουλος της υπό κυβερνητικό έλεγχο ΓΣΕΕ. Κατέληξε στη συνεργασία με τη στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, αναλαμβάνοντας υπουργός Εργασίας και πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Βούλγαρης Παντελής (1940-). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Σχολή Σταυράκου. Σκηνοθετεί από το 1965. Συμμετείχε στην αντιδικτατορική Αντίσταση και διώχτηκε. Ανάμεσα στα έργα του είναι «Το προξενιό της Άννας», «Happyday», «Πέτρινα χρόνια», «Όλα είναι δρόμος», «Ψυχή βαθιά», «Το τελευταίο σημείωμα» κ.ά. Είναι σύζυγος της συγγραφέα Ιωάννας Καρυστιάνη.

 

Βούρλων, φυλακές. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις στη Δραπετσώνα του Πειραιά που χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακές, όπου στις 17 Ιουλίου 1955 πραγματοποιήθηκε μία από τις πιο εντυπωσιακές αποδράσεις κομμουνιστών κρατουμένων.

Έχοντας σκάψει υπόγεια σήραγγα που έβγαζε έξω από τη φυλακή, απέδρασαν είκοσι εφτά κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων οι Σταύρος Καρράς, Ανδρέας Μπαρτζώκας, Αλέξης Παπαλεξίου, Περικλής Ροδάκης, Λεωνίδας Τζεφρώνης κ.ά. Οι περισσότεροι δραπέτες κατόρθωσαν να περάσουν στις ανατολικές χώρες, ενώ ο  Γιώργος Γεωργίου δολοφονήθηκε από την αστυνομία, το 1957, στην Αλεξανδρούπολη.

 

Βουρνάς Τάσος (1913-1990). Ιστορικός, μεταφραστής και δημοσιογράφος, στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς. Γεννήθηκε στο Αγριλόβουνο Μεσσηνίας, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή και ασχολήθηκε με τη νεότερη ιστορία και τη λογοτεχνία. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ, συμμετείχε στο εαμικό κίνημα και γνώρισε πολύχρονες διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες. Μετά τη διάσπαση του 1968 εντάχθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε έντυπα της Αριστεράς και υπήρξε επί σειρά χρόνων βασικός συνεργάτης της «Αυγής». Έγραψε ιστορικά βιβλία, κυρίως για τη νεότερη ελληνική ιστορία, με πιο σημαντική την εξάτομη «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας», και μετέφρασε κείμενα αρχαίων συγγραφέων.

 

Βούρτση Μάρθα (1937-). Ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Αθήνα και πρωταγωνίστησε σε δραματικούς ρόλους στον εμπορικό λαϊκό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1960. Έχει  εμφανιστεί με επιτυχία στο θέατρο και στην τηλεόραση. Δραστηριοποιήθηκε στην ΕΔΑ και στο ΚΚΕ εσωτερικού, και κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας ανέπτυξε αντιστασιακή δράση από τις γραμμές του ΠΑΜ.

 

Βουτσάς Λευτέρης (1918-2002). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Προποντίδα, σπούδασε στην ΑΣΟΕΕ και στα χρόνια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Στα 1949-66 έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Ουγγαρία και στα 1967-70 εξορίστηκε στη Λέρο. Υπήρξε δημοσιογράφος και διευθυντής αριστερών εντύπων. Μετά τη διάσπαση του 1968 εντάχθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού. 

 

Βούτσης Νίκος (1951-). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ως φοιτητής του Πολυτεχνείου συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα και εντάχθηκε στον Ρήγα Φεραίο. Στα 1980-82 ήταν γραμματέας της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και κατόπιν μέλος του Ε.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ εσωτερικού. Στα 1987-91 συμμετείχε στην ηγεσία του ΚΚΕ Εσ. / Ανανεωτική Αριστερά και κατόπιν εντάχθηκε στον Συνασπισμό. Το 2012 εκλέχτηκε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Επανεκλέχτηκε το 2015 και ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών. Παρέμεινε στον ΣΥΡΙΖΑ και μετά την ψήφιση του 3ου Μνημονίου και την ιδεολογικοπολιτική μετατόπισή του, και εκλέχτηκε πρόεδρος της Βουλής. Στις εκλογές του Ιουνίου 2023 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής. Τον ίδιο χρόνο αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ και συμμετείχε στην ίδρυση της Νέας Αριστεράς. 

 

Βουτυράς Δημοσθένης (1871-1958). Λογοτέχνης. Καταγόταν από την Κέα, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έζησε από τα παιδικά του χρόνια στην Αθήνα, το Μεσολόγγι και τον Πειραιά. Ασχολήθηκε κυρίως με τη διηγηματογραφία, αντλώντας θέματα από τη ζωή φτωχών και περιθωριακών κοινωνικών ομάδων, και χαρακτηρίστηκε «Γκόρκι της Ελλάδας». Μέχρι το τέλος της ζωής του διατήρησε στενές σχέσεις με την κομμουνιστική Αριστερά. Εκτός από τις συλλογές διηγημάτων, έχουν εκδοθεί και τα μυθιστορήματά του «Η σιδερένια πόρτα», «Το σπίτι των ερπετών» και «Οι ομίχλες».

 

Βρεττάκος Νικηφόρος (1912-1991). Ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας. Δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του και εργάστηκε στην Αθήνα ως εργάτης, υπάλληλος και δημοσιογράφος. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και μέχρι το 1947 ήταν μέλος του ΚΚΕ. Το 1954 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος Πειραιά, στα 1963-67 συμμετείχε στο κίνημα ειρήνης και κατά την περίοδο της δικτατορίας έζησε αυτοεξόριστος στη δυτική Ευρώπη. Το 1987 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Δημοσίευσε μεγάλο αριθμό ποιητικών συλλογών («Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», «Τα ποιήματα 1929-1951» κ.ά.), πεζογραφήματα (όπως τα «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου», «Το αγρίμι και η καταιγίδα» κ.ά.) και έργα λογοτεχνικής κριτικής.

 

Βωβού Σίσσυ (1948-). Αγωνίστρια της Αριστεράς και στέλεχος του φεμινιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στον Πειραιά και εργάστηκε από μικρή ηλικία στον χώρο της τυπογραφίας. Ενταγμένη στο αριστερό νεολαιίστικο κίνημα, διώχτηκε από τη στρατιωτική δικτατορία και κατέφυγε έως το 1974 στο Λονδίνο. Συμμετέχοντας στον τροτσκιστικό χώρο, υπήρξε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, έως το 2015. Έχει αναπτύξει, επί δεκαετίες, έντονη δραστηριότητα στο φεμινιστικό κίνημα και συμμετέχει στην κίνηση «Το μωβ». Μεταξύ άλλων, έγραψε και το βιβλίο «Πατριαρχική δικαιοσύνη και φεμινιστικές αντιστάσεις»

 

 

 

 

 

 

Γ

 

Γαβράς Κώστας (1933-). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στην Ηραία Αρκαδίας και σπούδασε φιλολογία και κινηματογράφο στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Σκηνοθέτησε μεγάλο αριθμό ταινιών με πολιτικό περιεχόμενο, όπως το «Z», που αναφέρεται στη δολοφονία Λαμπράκη και οι «Κατάσταση πολιορκίας», «Ο αγνοούμενος», «Η ομολογία», «Αμήν» κ.ά. Ιδεολογικά εντάσσεται στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς.

 

Γαβριηλίδης Κώστας (1897-1952). Αγροτιστής και ηγετικό στέλεχος της Αριστεράς. Γεννήθηκε στο Καρς του Καυκάσου και εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στη Μακεδονία. Εργάστηκε ως δάσκαλος, εντάχθηκε στο αγροτικό κίνημα και το 1928 συμμετείχε στην ηγεσία της βραχύβιας Σοσιαλιστικής Εργατοαγροτικής και Προσφυγικής Παράταξης. Στα 1932 και ’33 εκλέχτηκε βουλευτής του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ). Τοποθετημένος στην αριστερή του πτέρυγα, στα 1935-36 υποστήριξε τη συνεργασία με το ΚΚΕ.

Εξορίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά και απελευθερώθηκε μετά την υπογραφή δήλωσης. Το καλοκαίρι του 1941 πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση του ΑΚΕ. Συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το 1943, οπότε απέδρασε, ανέλαβε ξανά την ηγεσία του ΑΚΕ και το 1944 έγινε υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση των βουνών (ΠΕΕΑ). Συνέχισε τη συνεργασία με το ΚΚΕ στο πλαίσιο του Συνασπισμού Κομμάτων του ΕΑΜ και μετά τα Δεκεμβριανά.

Κατά τον Εμφύλιο εξορίστηκε και το 1951 εκλέχτηκε βουλευτής της ΕΔΑ, αλλά η εκλογή του δεν αναγνωρίστηκε. Εντούτοις, απελευθερώθηκε και ανέλαβε γραμματέας της ΕΔΑ και υπεύθυνος της εφημερίδας «Δημοκρατική». Το 1952 εξορίστηκε και πάλι στον Αϊ-Στράτη, όπου και πέθανε.

 

Γαϊτάνου-Γιαννιού Αθηνά (1886-1954). Στέλεχος του σοσιαλιστικού και του γυναικείου κινήματος. Γεννήθηκε στο Μακροχώρι της Κωνσταντινούπολης. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός και συμμετείχε στο δημοτικιστικό και το σοσιαλιστικό κίνημα στην Πόλης και στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε το 1910. Το 1919 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου Γυναικών. Ήταν μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας, του συζύγου της, Νίκου Γιαννιού, και από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ακολούθησε, όπως κι αυτός, αστικοφιλελεύθερο αντικομμουνιστικό προσανατολισμό.

 

Γαΐτης Γιάννης (1923-1984). Ζωγράφος. Καταγόταν από την Τήνο και γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και εντάχθηκε στο εαμικό κίνημα. Στα 1954-74 έζησε στο Παρίσι και επιστρέφοντας στην Ελλάδα ζούσε, κυρίως, στην Ίο. Μεταξύ των έργων του ξεχωρίζουν οι πίνακες με τα αποπροσωποποιημένα ανθρωπάκια, που μοιάζουν να δυστροπούν σε μια πληκτική ομοιομορφία.

 

Γαλανάκη Ρέα (1947-). Συγγραφέας, γεννημένη στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει γράψει πεζογραφήματα, ποιήματα και δοκίμια. Ενταγμένη επί δεκαετίες στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Μεταξύ των βιβλίων της είναι «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά», «Ελένη ή ο Κανένας», «Άκρα ταπείνωση» κ.ά.

 

Γαλαξίας. Εφημερίδα αναρχικού προσανατολισμού. Κυκλοφόρησε στην Αθήνα επί ένα εξάμηνο το 1879, με τον υπότιτλο «Εφημερίς των Εργατών του Λαού».

 

Γαλανόπουλος Γιάννης (1917-1993). Αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος, ένας από τους εισηγητές των ιδεών της Αυτονομίας στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στο Πελόπιο Ηλείας, κατατάχθηκε ως εθελοντής στην Πολεμική Αεροπορία, συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41 και κατόπιν εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ, με το ψευδώνυμο Ανέστης. Φυλακίστηκε από το 1946 έως το 1960 και κατά την περίοδο της δικτατορίας έζησε στην Ιταλία, όπου εξέδιδε την εφημερίδα «Επίθεση» και συγκρότησε το Εργατικό Δημοκρατικό Επαναστατικό Κίνημα της Ανεξάρτητης Αριστεράς. Το 1974 επέστρεψε στην Αθήνα και συμμετείχε σε διάφορες εκδοτικές προσπάθειες («Κείμενα», «Κομβόι» κ.ά.).

 

Γαλέρα για τις ακυβέρνητες πολιτείες. Μηνιαίο σατιρικό, πολιτικό και πολιτιστικό ενημερωτικό περιοδικό, που εκδιδόταν στα 2006-09 από τον σκιτσογράφο Γιάννη Καλαϊτζή.

 

Γαμβέτας Κώστας (1909-1944). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στη Λίμνη της Εύβοιας. Φυλακισμένος από την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, δραπέτευσε το 1941, έγινε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και ανέλαβε την καθοδήγηση της Oργάνωσης Θεσσαλίας και κατόπιν της Oργάνωσης Πελοποννήσου. Πιάστηκε και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.

 

Γαύδος. Το νησί του Λιβυκού Πελάγους νοτίως της Κρήτης, που αποτέλεσε κατά τον Μεσοπόλεμο τόπο εξορίας κομμουνιστών αγωνιστών. Ανάμεσα σ’ αυτούς που εξορίστηκαν στη Γ. ήταν και κορυφαία στελέχη του κινήματος, όπως ο Θανάσης Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης), στα 1931-33, και οι Μάρκος Βαφειάδης, Δημήτρης Βλαντάς, Πολύδωρος Δανιηλίδης, Λεωνίδας Στρίγκος κ.ά., κατά τη δικτατορία Μεταξά. Οι τελευταίοι δραπέτευσαν μετά την εισβολή των Γερμανών. H Γ. υπήρξε τόπος εκτόπισης και κατά την περίοδο του Εμφυλίου.

 

Γενιά (Η Γ. μας). Εφημερίδα της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Εκδόθηκε το 1965 και ο τίτλος της παρέπεμπε στην εφημερίδα της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά». H έκδοσή της απαγορεύτηκε με την επιβολή της δικτατορίας, το 1967, αλλά συνέχισε κατά περιόδους, μέχρι το 1970, να εκδίδεται και να κυκλοφορεί παράνομα, από πρώην λαμπράκηδες που συνδέονταν με το ΚΚΕ εσωτερικού.

 

Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ). Κορυφαία συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων. Ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1918 από το 1ο Πανελλαδικό Πανεργατικό Συνέδριο, στο οποίο αντιπροσωπεύτηκαν 215 συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούσαν 65.000 συνδικαλισμένους εργαζόμενους. H ίδρυση της ΓΣΕΕ ευνοήθηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου, που απέβλεπε στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης της Ελλάδας στις διεθνείς διασκέψεις μετά τη λήξη του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη στήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων και από το συνδικαλιστικό κίνημα.

Αν και το Ιδρυτικό Συνέδριο αναγνώρισε ως βασική αρχή συγκρότησης της Συνομοσπονδίας την πάλη των τάξεων, στη Διοίκησή της είχαν ισχυρή παρουσία οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές και οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές της τάσης Γιαννιού. Από τους πρώτους προερχόταν και ο γραμματέας της οργάνωσης, Εμμανουήλ Μαχαίρας. Ένα μόλις χρόνο μετά την ίδρυσή της η ΓΣΕΕ αντιμετώπισε διώξεις των μελών της Διοίκησής της που ανήκαν στο ΣΕΚΕ και το 1920 γνώρισε την πρώτη κρίση της, με την αποχώρηση των φιλοκυβερνητικών στελεχών και τη συγκρότηση χωριστής Διοίκησης με έδρα τον Πειραιά, στην οποία συμμετείχαν και οι σοσιαλιστές του Νίκου Γιαννιού, ενώ υποστηρίχτηκε και από τον αναρχοσυνδικαλιστή Σταύρο Κουχτσόγλου κ.ά. Στην κατεύθυνση αυτή, εκτός από την πρόθεση της κυβέρνησης να ελέγξει το συνδικαλιστικό κίνημα, λειτούργησε και η απόφαση για οργανική σύνδεση της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ, που εκτιμήθηκε ότι καταργούσε την αυτονομία της.

H διασπαστική Διοίκηση της ΓΣΕΕ δεν επέζησε μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου, αλλά η υπό κομμουνιστικό έλεγχο ΓΣΕΕ είχε απέναντί της μεγάλο αριθμό σωματείων και ομοσπονδιών που δεν εντάσσονταν στις γραμμές της, ενώ συχνά συγκροτούνταν οργανώσεις διασπαστικές και αντικομμουνιστικές, σε κλάδους όπου κυριαρχούσαν οι κομμουνιστές. Για το ξεπέρασμα της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος, κυρίως μετά την ήττα των εργατικών κινητοποιήσεων της περιόδου 1923-24, αποφασίστηκε, τον Αύγουστο 1925, η διακοπή της οργανικής σύνδεσης με το ΚΚΕ, που διευκόλυνε την ένταξη στη ΓΣΕΕ των οργανώσεων που έλεγχαν συντηρητικοί και σοσιαλδημοκράτες, ενώ ο κομμουνιστής γραμματέας Ευάγγελος Ευαγγέλου αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλιστή Δημήτρη Στρατή.

Η ελεγχόμενη ΓΣΕΕ. Στο 3ο Συνέδριο της Συνομοσπονδίας, που συνήλθε τον Μάρτιο 1926 επί δικτατορίας Πάγκαλου, επικράτησε πραξικοπηματικά το μέτωπο συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών, μετά την αλλοίωση της σύνθεσής του, με τις συλλήψεις από την αστυνομία κομμουνιστών αντιπροσώπων. Το πραξικόπημα ολοκληρώθηκε με τον αποκλεισμό μαζικών οργανώσεων, τις οποίες έλεγχαν οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ, στο 4ο Συνέδριο του 1928. Μετά απ’ αυτό, το ΚΚΕ προσανατολίστηκε στη συγκρότηση νέας Συνομοσπονδίας και το 1929 ιδρύθηκε η Ενωτική ΓΣΕΕ, με γραμματέα τον Κώστα Θέο. Από τη ΓΣΕΕ, στην ηγεσία της οποίας βρίσκονταν συντηρητικοί συνδικαλιστές όπως οι Αριστείδης Δημητράτος, Γιάννης Καλομοίρης, Γιάννης Τσαπής κ.ά., αποχώρησαν το 1930 και οι σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές, που ίδρυσαν τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα, με επικεφαλής τον Στρατή, και το 1934, σε συνεργασία με τη συντηρητική παράταξη του Νίκου Καλύβα, συγκρότησαν την Πανελλαδική Συνομοσπονδία Εργασίας, αλλά επαναπροσχώρησαν στη ΓΣΕΕ το 1935.

Με την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων στην περίοδο 1931-36, η Ενωτική ΓΣΕΕ ενισχύθηκε και μετά την εργατική και παλλαϊκή εξέγερση της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο 1936, συμφωνήθηκε η ενοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε μια ενιαία Συνομοσπονδία. Τις ενοποιητικές διαδικασίες ανέκοψε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της οποίας η Συνομοσπονδία, που από το 1939 είχε τον τίτλο Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, μπήκε υπό τον έλεγχο του υφυπουργείου Εργασίας. Ο ίδιος ο υφυπουργός Δημητράτος ήταν και γραμματέας της Συνομοσπονδίας.

Κατά την περίοδο της Κατοχής οι διοικήσεις της ΓΣΕΕ διορίζονταν από τις κυβερνήσεις των συνεργατών του κατακτητή. Το μαζικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα εκφραζόταν από το Εργατικό ΕΑΜ, το οποίο ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1941, με πρωτοβουλία των κομμουνιστών και με τη συμμετοχή σοσιαλιστών και συντηρητικών συνδικαλιστών. Το ΕΕΑΜ απέκτησε μεγάλη επιρροή στην εργατική τάξη, καθοδήγησε σημαντικούς αγώνες και κατόρθωσε να κερδίσει το σύνολο, σχεδόν, των εργατικών σωματείων. Γραμματέας του ΕΕΑΜ ήταν ο κομμουνιστής συνδικαλιστής Κώστας Λαζαρίδης που εκτελέστηκε το 1943, ενώ τον Ιανουάριο 1944, η ΟΠΛΑ εκτέλεσε τον διορισμένο από τους κατακτητές υφυπουργό Εργασίας και γραμματέα της ΓΣΕΕ, Καλύβα. Τον Αύγουστο του 1944 η Κ.Ε. του ΕΕΑΜ αυτοανακηρύχτηκε Διοίκηση της ΓΣΕΕ και ως τέτοια αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» κατά την Απελευθέρωση.

Μετά τα Δεκεμβριανά διορίστηκαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, με ανοιχτή παρέμβαση των Άγγλων, αλλεπάλληλες διοικήσεις, σε μια προσπάθεια ελέγχου του συνδικαλιστικού κινήματος και περιορισμού της επιρροής της Αριστεράς, η οποία είχε συγκροτηθεί στον Εργατικό Αντιφασιστικό Συνασπισμό (ΕΡΓΑΣ), με ηγέτη τον Θέο. Οι δυνάμεις του ΕΡΓΑΣ καθοδήγησαν σημαντικές εργατικές κινητοποιήσεις και στο 8ο Συνέδριο του Μαρτίου 1946 πήραν τη Διοίκηση της ΓΣΕΕ, έχοντας κερδίσει τη μεγάλη πλειοψηφία στις εργατικές αρχαιρεσίες.

Η νόμιμη Διοίκηση της ΓΣΕΕ καθαιρέθηκε τον Ιούνιο του 1946, τα μέλη της και χιλιάδες άλλοι αριστεροί συνδικαλιστές διώχτηκαν και πολλοί δολοφονήθηκαν ή εκτελέστηκαν, ανάμεσά τους και ο γραμματέας της, Μήτσος Παπαρήγας. Η ΓΣΕΕ και συνολικά το συνδικαλιστικό κίνημα, τέθηκε υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των αντικομμουνιστών εργατοπατέρων. Οι ελεγχόμενες από την Αριστερά συνδικαλιστικές οργανώσεις είτε διαλύθηκαν είτε τέθηκαν υπό διορισμένες αντικομμουνιστικές διοικήσεις.

Μετά τον Εμφύλιο συνεχίστηκε ο αποκλεισμός από τη ΓΣΕΕ των οργανώσεων που έλεγχε η Αριστερά. Στην ηγεσία του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος βρίσκονταν ομάδες εργατοπατέρων, με κύριους ηγέτες τους Δημήτρη Θεοδώρου, Δημήτρη Θεοχαρίδη, Εμμανουήλ Κανακουσάκη, Φώτη Μακρή (επικεφαλής της ΓΣΕΕ από το 1946 έως το 1969, με ένα μικρό διάλειμμα στα 1964-66), Γιάννη Πατσατζή, Σίμο Χατζηδημητρίου κ.ά., που είχαν κάνει τον συνδικαλισμό και τον αντικομμουνισμό προσοδοφόρο βιοποριστικό επάγγελμα, ευρισκόμενοι σε διαρκή αντιπαράθεση και μεταξύ τους, επιδιώκοντας την εύνοια του εκάστοτε υπουργού Εργασίας και της αμερικανικής εργατικής αποστολής, που παρέμβαινε δραστήρια και συχνά καθοριστικά, στα εσωτερικά του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1954 ιδρύθηκε χωριστή Νέα ΓΣΕΕ, με επικεφαλής τον Χατζηδημητρίου, υποστηριζόμενη από τον υπουργό Εργασίας Ελευθέριο Γονή, η οποία αντιπολιτευόταν τη Διοίκηση Μακρή. Ανάλογη διασπαστική κίνηση αποτέλεσε αργότερα η Δημοκρατική Λειτουργία, με επικεφαλής τον Θεοδώρου, ενώ το 1960 από τη Νέα ΓΣΕΕ συγκροτήθηκε η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ορθόδοξων Χριστιανικών Εργατικών Σωματείων, γνωστή ως Χριστιανική ΓΣΕΕ.

Το 1955 ενοποιούνται οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού Κινήματος Ελεύθερου Συνδικαλισμού (ΚΕΣ) και του Ενιαίου Συνδικαλιστικού Κινήματος Ελλάδας (ΕΣΚΕ), της ΕΔΑ, και συγκροτείται το Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα (ΔΣΚ), με επικεφαλής τον Στρατή. Μετά τη στροφή της πολιτικής του ΚΚΕ και της ΕΔΑ το 1956, και ενώ παραμένει ως στόχος η επανένταξη στη ΓΣΕΕ των οργανώσεων που είχαν αποκλειστεί, διαμορφώνονται συμμαχίες και με παράγοντες του εργατοπατερικού συνδικαλισμού.

Με την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, συγκροτείται το κίνημα των 115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων, με τη συμμετοχή συνδικάτων που ελέγχονται από την Αριστερά και το Κέντρο, που λειτουργούν παράλληλα με τη ΓΣΕΕ, χωρίς να πάψουν να επιδιώκουν την ενοποίηση μέσα στις γραμμές της. Στο κίνημα εντάσσονται στη συνέχεια εκατοντάδες οργανώσεις, που εκπροσωπούν μαζικά και μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης και των άλλων μισθωτών εργαζόμενων στρωμάτων.

H κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου διορίζει το 1964 νέα Διοίκηση στη ΓΣΕΕ, από φιλικά προσκείμενους συνδικαλιστές, που καθαιρείται μετά το βασιλικό πραξικόπημα του 1965. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 διαλύει τις οργανώσεις που επηρεάζει η Αριστερά και επιβάλει φιλοδικτατορικές διοικήσεις στη ΓΣΕΕ.

Μετά την πτώση της δικτατορίας συνεχίζεται ο αποκλεισμός οργανώσεων από τις νέες διοικήσεις, που εκλέγονται με αντιδημοκρατικές διαδικασίες σε στημένα συνέδρια και στηρίζουν τις κυβερνήσεις της Δεξιάς. Στην ηγεσία του νέου κυβερνητικού συνδικαλισμού αναδεικνύονται πρώην κεντρώοι συνδικαλιστές, όπως οι Νίκος Παπαγεωργίου, Χρήστος Καρακίτσος κ.ά. H συνδικαλιστική αντιπολίτευση, που εκφράζεται από τις παρατάξεις Πανελλήνια Αγωνιστική Συνδικαλιστική Κίνηση Εργαζομένων (ΠΑΣΚΕ), του ΠΑΣΟΚ, Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση - Συνεργαζόμενοι (ΕΣΑΚ-Σ), του ΚΚΕ, και Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ), του ΚΚΕ εσωτερικού και της ΕΔΑ, συγκροτεί την κίνηση των Συνεργαζόμενων Αγωνιστικών Δημοκρατικών Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΣΑΔΕΟ), για τη διοργάνωση και τον συντονισμό διεκδικητικών αγώνων, και για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος.

Εκδημοκρατισμός και γραφειοκρατικοποίηση. Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση διορίζεται νέα Διοίκηση, από τις δυνάμεις της μέχρι τότε συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης, με πρόεδρο τον Ορέστη Χατζηβασιλείου του ΑΕΜ, και το 1983 συγκαλείται το πρώτο, μετά από το 1946, δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό Συνέδριο, στη βάση του νέου νόμου 1268, που κατοχυρώνει τη δημοκρατική λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Εντούτοις, η νέα Διοίκηση της ΓΣΕΕ, που συγκροτείται με τη συνεργασία των ΠΑΣΚΕ, ΕΣΑΚ-Σ και ΑΕΜ, καθαιρείται με κυβερνητική παρέμβαση το 1985, όταν αντιδρά στην αντεργατική πολιτική που υιοθετεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Τμήμα της Διοίκησης που προέρχεται από την ΠΑΣΚΕ, συγκροτούμενο στη Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Εργατοϋπαλληλική Κίνηση (ΣΣΕΚ), σε συνεργασία με την ΕΣΑΚ και το ΑΕΜ, λειτουργεί ως παράλληλη Διοίκηση της ΓΣΕΕ, με πρόεδρο τον γραμματέα της ΣΣΕΚ Γιάννη Παπαμιχαήλ, ενώ πρόεδρος της κυβερνητικής ΓΣΕΕ διορίζεται ο Γιώργος Ραυτόπουλος. Η διάσπαση αίρεται το 1988, με τη διεξαγωγή Συνεδρίου με δημοκρατικές διαδικασίες.

Στην επανενοποιημένη ΓΣΕΕ κυριαρχεί μετά το 1990 κι ακόμη περισσότερο μετά το 1993, η πολιτική της συναίνεσης και της κοινωνικής ειρήνης, που εκφράζεται με δίχρονες συμβάσεις εργασίας. Ακολουθεί περίοδος κρίσης και απομαζικοποίησης των πρωτοβάθμιων σωματείων στον ιδιωτικό τομέα, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της διάλυσης και συρρίκνωσης παραγωγικών μονάδων και κλάδων, αύξησης της ανεργίας και εισαγωγής νέων μορφών ελαστικών εργασιακών σχέσεων. Αλλάζει εν τω μεταξύ και η εσωτερική σύνθεση της εργατικής τάξης, με την προσέλευση εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, που στερούνται στοιχειώδη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, και δύσκολα εντάσσονται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενώ για σημαντικό ποσοστό εργαζομένων δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις που να καλύπτουν τους κλάδους όπου εντάσσονται. Την αρνητική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα επέτεινε η πολιτική της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, όπου ο κυρίαρχος συνασπισμός των παρατάξεων του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας (ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ), συχνά με τη συνεργασία και της παράταξης Αυτόνομη Παρέμβαση, του Συνασπισμού, αντιτάσσονταν στη διοργάνωση διεκδικητικών αγώνων, σε όλη, σχεδόν, τη δεκαετία του 1990.

Κατά τη δεκαετία του 1990 διαμορφώνεται αντιπολιτευτική κίνηση στους κόλπους του συνδικαλιστικού κινήματος και της ΓΣΕΕ, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, που εκφράζεται με τη συγκρότηση του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου (ΠΑΜΕ), το 1999. Το ΠΑΜΕ λειτουργεί ως παράλληλος μηχανισμός συντονισμού εργατικών αγώνων, κρίνοντας ως ανεπαρκή τη δράση της Διοίκησης της ΓΣΕΕ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 πραγματοποίησε στροφή σε ριζοσπαστική κατεύθυνση και η Αυτόνομη Παρέμβαση.

Συνεχίζοντας τη μετά το 1983 παράδοση της ανάδειξης των προέδρων της ΓΣΕΕ από την ΠΑΣΚΕ, που παραμένει η πρώτη δύναμη στο συνδικαλιστικό κίνημα, μετά από τον Ραυτόπουλο, πέρασαν από τη θέση αυτή οι Λάμπρος Κανελλόπουλος, Χρήστος Πρωτόπαπας και Χρήστος Πολυζωγόπουλος. Στην ΠΑΣΚΕ, που διέρχεται σοβαρή κρίση από το 2010, ανήκει και ο σημερινός πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος.

Χαρακτηριστικό της διάστασης της γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ με τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων είναι και το ότι αν και προκηρύχθηκαν πολλές απεργίες στα πρώτα χρόνια της μνημονιακής πολιτικής, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, οι συγκεντρώσεις που οργάνωνε η Συνομοσπονδία υπολείπονταν σε μαζικότητα αυτών του ΠΑΜΕ. Η διάσταση με τον κόσμο της εργασίας εκφράστηκε και κατά το δημοψήφισμα του 2015, όταν η τεράστια πλειονότητα των εργαζομένων ψήφισε «Όχι», με την ηγεσία της ΓΣΕΕ να τάσσεται υπέρ του «Ναι».

Στη ΓΣΕΕ εντάσσονται οργανώσεις, που αντιπροσωπεύουν περίπου 400.000 μέλη. Πρόκειται για σημαντικό περιορισμό του αριθμού των συνδικαλισμένων εργατοϋπαλλήλων, οι οποίοι κατά τη δεκαετία του 1980 ξεπερνούσαν τις 600.000. Άλλοι 300.000 εργαζόμενοι στο Δημόσιο συμμετέχουν σε οργανώσεις που εντάσσονται στην ΑΔΕΔΥ.

 

Γενίτσαρης Μιχάλης (1917-2005). Συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννήθηκε στον Πειραιά, δούλευε ως εργάτης και άρχισε να ασχολείται με τη μουσική από πολύ μικρός. Ανάμεσα στα έργα του περιλαμβάνονται και τραγούδια εμπνευσμένα από την εαμική Αντίσταση, στην οποία είχε συμμετάσχει, ενώ παρέμεινε στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς μέχρι το τέλος της ζωής του.

 

Γεράνης Στέλιος (1920-1993). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή, μελετητή της λογοτεχνίας και δημοσιογράφου Στέλιου Παναγιωτόπουλου. Μικρασιατικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε στον Πειραιά. Συμμετείχε στην εαμική Αντίσταση και αργότερα στην ΕΔΑ. Έγραψε ποιητικές συλλογές («Άνεμοι στο τέλμα», «Τα μικρά μου θαύματα» κ.ά.), πεζογραφήματα και μελέτες για Νεοέλληνες ποιητές.

 

Γερασιμίδου Ελένη (1949-). Ηθοποιός. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και εμφανίστηκε στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Στα 2012-15 υπήρξε βουλεύτρια του ΚΚΕ.

 

Γεωργάτος Διονύσης (1917-2013). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στα Παρισάτα Κεφαλονιάς και ως φοιτητής συμμετείχε, στα 1936-40, στο αντιδικτατορικό κίνημα. Συμμετείχε στο ΕΑΜ ως μέλος του ΚΚΕ και κατά τον Εμφύλιο εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Το 1956 έγινε μέλος της Δ.Ε. της ΕΔΑ και το 1961 της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Στα 1967-71 εξορίστηκε και πάλι και κατόπιν διέφυγε στο εξωτερικό, απ’ όπου επέστρεψε το 1974. Μέλος του Π.Γ. από το 1973 έως το 1982, παρέμεινε μέλος της Κ.Ε. μέχρι το 1991.

 

Γεωργιάδης Γεώργιος (1892-1970). Στέλεχος του σοσιαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Καρδαμύλη Μεσσηνίας και σπούδασε νομικά. Το 1918 ίδρυσε την Ένωση Σοσιαλιστών Διανοουμένων και το 1920 εγκατέλειψε τη θέση του αντιεισαγγελέα και εντάχθηκε στο ΣΕΚΕ. Μέλος της ηγεσίας του κόμματος το 1922, ήταν ο κύριος εμπνευστής της πολιτικής της «μακράς νομίμου υπάρξεως» και κύριος εκφραστής σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων μέσα στο κόμμα. Τον ίδιο χρόνο φυλακίστηκε, εξαιτίας της θέσης του ΣΕΚΕ(Κ) κατά του πολέμου στη Μικρά Ασία.

Αποχώρησε από το κόμμα το 1923, αντιτασσόμενος στον κομμουνιστικό του προσανατολισμό, και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Εργατικής Σοσιαλιστικής Ένωσης Ελλάδας. Συμμετείχε στις προσπάθειες συγκρότησης σοσιαλιστικού κόμματος και το 1926 εκλέχτηκε «ανεξάρτητος εργατικός βουλευτής» με το κόμμα του Γεωργίου Καφαντάρη. Το 1931 ίδρυσε το Ενωτικό Εργατικό Κόμμα και στα 1934-36, ως πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Νομικών, συνεργάστηκε και με το ΚΚΕ στο αντιφασιστικό κίνημα.

Το 1941 ίδρυσε το Κόμμα Εργασίας, το οποίο εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στα 1942-44 φυλακίστηκε. Διαφώνησε με την πολιτική του ΚΚΕ κατά τα Δεκεμβριανά και το Κόμμα Εργασίας αποχώρησε από το ΕΑΜ, συμμετέχοντας το 1946 στην ίδρυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, μαζί με άλλες αντικομμουνιστικές σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις. Στα 1951-53 εξέδιδε τη «Συνδικαλιστική Εγκυκλοπαίδεια» και κατόπιν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Έγραψε το βιβλίο «Η πάλη των τάξεων εν Ελλάδι».

 

Γεωργίου Βάσος (1910-2003). Συγγραφέας και στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στους Άγιους Θεόδωρους Κορινθίας, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και υπήρξε διευθυντής της «Ελεύθερης Ελλάδας» και αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη». Μέλος του ΚΚΕ από το 1932 και αγωνιστής του ΕΑΜ, φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά και τη δικτατορία των συνταγματαρχών, ενώ στα 1949-64 έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας. Έγραψε τα βιβλία «Γεια χαρά. Έτσι γίνανε οι άνθρωποι», «Προμαχώντας για τη λευτεριά», «Ο αληθινός Δεκέμβρης» κ.ά.

 

Γεωργούλας Μπάμπης (1946-). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς. Γεννήθηκε στη Λάρισα και ως φοιτητής στην Αθήνα εντάχθηκε στη Δ.Ν. Λαμπράκη. Πέρασε στην παρανομία το 1967, συμμετείχε στην ίδρυση του Ρήγα Φεραίου και φυλακίστηκε για την αντιστασιακή του δράση. Στα 1978-80 ήταν γραμματέας της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και κατόπιν μέλος του Ε.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ εσωτερικού. Από το 1988 συμμετέχει στην έκδοση της «Εποχής».

 

Γεωργούλη Αλίκη (1933-1995). Ηθοποιός. Γεννήθηκε  στην Αθήνα. Με τον κινηματογράφο ασχολήθηκε από το 1953 και εμφανίστηκε με επιτυχία και στο θέατρο. Συμμετείχε στους δημοκρατικούς αγώνες από τις γραμμές της ΕΔΑ. Υπήρξε σύζυγος του ηθοποιού Αλέκου Αλεξανδράκη.

 

Για το σοσιαλισμό. Περιοδικό που εξέδιδε στα 1975-81 η Οργάνωση Επαναστατών Μαρξιστών Ελλάδας, που συνδεόταν με τη Διεθνή Επαναστατική Μαρξιστική Τάση του Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο). Υπεύθυνος της έκδοσης ήταν ο Χρήστος Γκογκόρνας.

 

Γιαλαμάς Ασημάκης (1909-2004). Συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Άνω Μέλπεια Μεσσηνίας και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος και με εφημερίδες της Αριστεράς. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και στους μετέπειτα δημοκρατικούς αγώνες. Έγραψε τα βιβλία «Ε! Κάτι κάναμε κι εμείς», «Εις μνήμην ανθρώπων» κ.ά., καθώς και σενάρια για θεατρικά και κινηματογραφικά έργα.

 

Γιάνναρος Γρηγόρης (1936-1997). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς. Γεννήθηκε στη Σαλμώνη Ηλείας και σπούδασε στην ΑΣΟΕΕ. Αναδείχτηκε μέλος της ηγεσίας της Νεολαίας ΕΔΑ και της Δ.Ν. Λαμπράκη, και το 1965 συνέχισε τις σπουδές του στη Μόσχα. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού και μετά την πτώση της δικτατορίας συμμετείχε στο Ε.Γ. της Κ.Ε. του κόμματος και υπήρξε διευθυντής της «Κομμουνιστικής Θεωρίας και Πολιτικής» και της «Αυγής». Μετά το 1987 ήταν ηγετικό στέλεχος της ΕΑΡ και κατόπιν του Συνασπισμού. Βουλευτής στα 1989-93 και 1996-97, το 1989-90 έγινε αναπληρωτής υπουργός Βιομηχανίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα.

 

Γιαννάτος Μιχάλης (1941-2013). Ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και από το 1964 ζούσε στην Αθήνα. Εμφανίστηκε με επιτυχία στον ελληνικό και ξένο κινηματογράφο, στο θέατρο και στην τηλεόραση. Ιδεολογικά εντασσόταν στην Αριστερά.

 

Γιαννίδης Αντώνης (1901-1968). Ηθοποιός του θεάτρου. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε νομικά στο Παρίσι και θέατρο στη Γερμανία, όπου εργάστηκε ως ηθοποιός, αλλά απολύθηκε το 1923 λόγω της συμμετοχής του στην εξέγερση που καθοδήγησε το Κ.Κ. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών, καθώς και σε πολιτιστικές δραστηριότητες του ΔΣΕ. Από το 1949 εγκαταστάθηκε στην ΕΣΣΔ, όπου οργάνωσε το θέατρο των πολιτικών προσφύγων.

 

Γιαννιός Νίκος (1885-1958). Ηγετικό στέλεχος του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Άνδρο και σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι, όπου έγινε γραμματέας του Γιάννη Ψυχάρη. Εργαζόμενος ως καθηγητής γαλλικών στην Κωνσταντινούπολη, το 1908 πρωτοστάτησε στην ίδρυση της δημοτικιστικής κίνησης Αδελφάτο της Εθνικής Γλώσσας και ανέλαβε αρχισυντάκτης του οργάνου του «Λαός». Συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο της πόλης και στη διεύθυνση της ελληνόφωνης εφημερίδας του, «Εργάτης».

Απελάθηκε το 1910, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε γραμματέας του Συνδέσμου των Εργατικών Τάξεων και αρχισυντάκτης της «Έρευνας». Διακόπτοντας τη συνεργασία του με τον Δρακούλη, το 1911 ίδρυσε το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών και  το 1915 εξέδωσε το περιοδικό «Σοσιαλιστικά φύλλα» και την εφημερίδα «Σοσιαλισμός». Στα 1917-18 ήταν αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» και συμμετείχε στις διαδικασίες συγκρότησης σοσιαλιστικού κόμματος. Από το 1915 είχε διαφωνήσει με τον αντιπολεμικό προσανατολισμό της πλειονότητας των Ελλήνων σοσιαλιστών και αποχώρησε από τις διαδικασίες του Ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΕΚΕ, το 1918.

Στα 1919-20 εξέδιδε την εφημερίδα «Κοινωνία» και με τη μικρή ομάδα των οπαδών του στήριξε τη διασπαστική αντικομμουνιστική Διοίκηση της ΓΣΕΕ του Πειραιά. Η ομάδα του, εμφανιζόμενη από το 1919 ως Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ), αναγνωρίστηκε από τη Σοσιαλιστική Διεθνή, τάχθηκε υπέρ του κινήματος του Πλαστήρα το 1922 και στις εκλογές του 1923 και του 1926 συνεργάστηκε με τη Δημοκρατική Ένωση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Το 1928 συμμετείχε στην προσπάθεια ίδρυσης του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας και άρχισε να εκδίδει το περιοδικό «Σοσιαλιστική Ζωή». Συμμετείχε στην ίδρυση του ΣΚΕ το 1931, αλλά διαφώνησε με τον μαρξιστικό προσανατολισμό του και το 1932 παραιτήθηκε από την τριμελή γραμματεία. Το 1934 διαγράφηκε από το ΣΚΕ και ανασύστησε το προσωποπαγές κόμμα του. Έχοντας αποσυρθεί από την ενεργό δράση στα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά και της Κατοχής, από το 1944 εμφανίστηκε και πάλι ως ηγέτης του ΣΚΕ και κατόπιν συνδέθηκε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων.

Έγραψε τα βιβλία «Σοσιαλισμός του κράτους», «Δημοτικισμός και σοσιαλισμός» και «Το εργατικό ζήτημα της Ελλάδας». Ήταν σύζυγος της Αθηνάς Γαϊτάνου-Γ.

 

Γιάννου Μίνα (1916-2011). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε στην ΑΣΟΕΕ και εργάστηκε ως τραπεζοϋπάλληλος, αναπτύσσοντας  συνδικαλιστική δραστηριότητα. Συμμετείχε στην εαμική Αντίσταση και το 1943 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Φυλακίστηκε στα 1949-53 και κατόπιν εντάχθηκε στην ΕΔΑ. Βουλεύτρια Αθηνών στα 1961-63, το 1962 εκλέχτηκε μέλος της Ε.Ε. της ΕΔΑ. Μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 1961, συμμετείχε στο Γραφείο Εσωτερικού. Εξορίστηκε στα 1967-71 και φυλακίστηκε και πάλι το 1974. Ήταν μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ, στα 1973-82, και στα 1974-78 βουλεύτρια Θεσσαλονίκης.

 

Γιατσόπουλος Παστίας (1897-1979). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Αγχίαλο της Βουλγαρίας, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και υπήρξε μέλος της ηγεσίας του ΣΕΚΕ(Κ) από το 1922. Για μικρό διάστημα, το 1926, ανέλαβε γραμματέας του ΚΚΕ. Διαφωνώντας με την ηγεσία Χαϊτά, έγραψε μαζί με τον Παντελή Πουλιόπουλο το Γράμμα προς τα μέλη του ΚΚΕ το 1927 και διαγράφηκε από το κόμμα. Στη συνέχεια συμμετείχε στην έκδοση του «Νέου Ξεκινήματος» και του «Σπάρτακου», και στην Ενωμένη Αντιπολίτευση του ΚΚΕ. Έμεινε ανάπηρος από ατύχημα το 1929 και έκτοτε η δραστηριότητά του περιορίστηκε σε μεταφράσεις μαρξιστικών έργων.

 

Γιολδάσης Δημήτρης (1897-1993). Ζωγράφος. Γεννήθηκε στα Άγραφα, εργάστηκε ως καπνεργάτης και σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Το έργο του εμπνέεται από τη θεσσαλική γη και από τη ζωή των ανθρώπων του μόχθου.

 

Γιωτόπουλος Γιώργος (1925-2003). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς. Γεννήθηκε στον Πειραιά και τελείωσε μέση εμπορική σχολή. Συμμετείχε στο νεολαιίστικο κίνημα Αντίστασης και το 1944 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Φυλακίστηκε στα 1948-54 και στα 1956-62 εξορίστηκε στον Αϊ-Στράτη. Γραμματέας της Οργάνωσης Πειραιά και μέλος της ηγεσίας της Νεολαίας ΕΔΑ και της Δ.Ν. Λαμπράκη στη συνέχεια, εξορίστηκε στα 1967-71 και συμμετείχε στη μεταδικτατορική ΕΔΑ. Το 1989 προσανατολίστηκε προς το ΠΑΣΟΚ.

 

Γιωτόπουλος Δημήτρης (1901-1965). Κορυφαίο ηγετικό στέλεχος του αρχειομαρξιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στη Γιαννιτσού της Φθιώτιδας. Φοιτητής του Χημικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, εντάχθηκε στη Σοσιαλιστική  Νεολαία Αθήνας το 1919 και συνδέθηκε με την ομάδα από την οποία προέκυψε το 1924 η οργάνωση του «Αρχείου Μαρξισμού», στην οποία αναδείχτηκε καθοδηγητικό στέλεχος. Μετά την αποχώρηση του Φραγκίσκου Τζουλάτη, το 1926, ανέλαβε την ηγεσία της οργάνωσης, που το 1930 συγκροτήθηκε ως Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας - Αρχειομαρξιστές (ΚΟΜΛΕΑ) και συνδέθηκε με την τροτσκιστική Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση (ΔΑΑ). Στα 1932-33 έζησε στο Βερολίνο και στο Παρίσι, ως γραμματέας της ΔΑΑ, με το ψευδώνυμο Βίτε.

Διαφωνώντας με την εκτίμηση του Τρότσκι για χρεοκοπία της Κομμουνιστικής Διεθνούς και των Κ.Κ. μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, και στον προσανατολισμό για εισοδισμό στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, για τη συγκρότηση νέας Διεθνούς με την απόσπαση της αριστερής τους βάσης, ο Γ. επιστρέφει στην Ελλάδα και μετά τη διάσπαση της ΚΟΜΛΕΑ, το 1934, συγκροτεί το Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΑΚΕ). Με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά το 1936, κατέφυγε στη Γαλλία κι από κει στην Ισπανία, όπου διεξαγόταν ο Εμφύλιος Πόλεμος. Ανέπτυξε σχέσεις με το POUM, κόμμα που επίσης είχε διαφωνήσει με τον Τρότσκι, και επέστρεψε στη Γαλλία, μετά από σύντομη φυλάκισή του από τη δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας. Το 1939 δήλωσε την προσχώρηση του ΚΑΚΕ στο Διεθνές Επαναστατικό Μαρξιστικό Κέντρο, το οποίο συγκροτούσαν οργανώσεις και κόμματα που είχαν διαφωνήσει με το τροτσκιστικό ρεύμα, με απόψεις ανάλογες μ’ αυτές των Ελλήνων αρχειομαρξιστών.

Παρέμεινε στο Παρίσι έως το 1952, επισκεπτόμενος σπάνια την Αθήνα. Στα χρόνια αυτά συντελείται η ιδεολογική του μετατόπιση, κοινή τόσο στην οργάνωσή του στην Ελλάδα, που τάσσεται κατά τον Εμφύλιο υπέρ της ήττας του ΔΣΕ, όσο και του διεθνούς ρεύματος όπου εντασσόταν, το οποίο, εγκαταλείποντας τις αναφορές στην επαναστατική προοπτική, υποστηρίζει τον «δημοκρατικό φιλελεύθερο σοσιαλισμό», προσεγγίζοντας τη σοσιαλδημοκρατία από δεξιές αντικομμουνιστικές θέσεις. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εργάστηκε ως σύμβουλος καθεστωτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το 1959  ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Κίνηση, συμμετείχε κατόπιν σε διάφορες σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις και το 1964 πήρε μέρος στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας που είχε αντικομμουνιστικό προσανατολισμό.

Γιος του είναι ο Αλέξανδρος Γ., που φυλακίστηκε με την κατηγορία ότι υπήρξε επικεφαλής της Ε.Ο. 17 Νοέμβρη.

 

Γκαϊφύλιας Θανάσης (1947-). Μουσικοσυνθέτης και ερμηνευτής. Γεννήθηκε στο Σουφλί Έβρου και από το 1953 έζησε στην Κομοτηνή. Το 1968 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος. Το έργο του επηρεάζεται από την αμφισβητησιακή ριζοσπαστική τοποθέτησή του. Από το 1977 επέστρεψε στην Κομοτηνή.

 

Γκανάς Μιχάλης (1944-). Ποιητής και στιχουργός. Γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας και ήταν ένα από τα χιλιάδες παιδιά που μεταφέρθηκαν στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, για να αποφύγουν τις συνέπειες του Εμφυλίου Πολέμου. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962 και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πολλά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από αξιόλογους συνθέτες. Έχουν εκδοθεί τα έργα του «Ακάθιστος δείπνος», «Μητριά πατρίδα», «Παραλογή» κ.ά.

 

Γκαργκάνας Πάνος (1946-). Στέλεχος της επαναστατικής Αριστεράς. Γεννήθηκε στο Σουφλί του Έβρου και ως μαθητής στην Αθήνα εντάχθηκε στο αριστερό νεολαιίστικο κίνημα. Ως φοιτητής στην Αγγλία, συμμετείχε κατά την περίοδο της δικτατορίας στις Επαναστατικές Σοσιαλιστικές Ομάδες και στην ίδρυση της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ), συμμετέχοντας στην ηγεσία της και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1974. Παραμένει στην ηγεσία του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΣΕΚ), μετεξέλιξη της ΟΣΕ από το 1997.

 

Γκένιος Θανάσης (1910-1988). Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, με το ψευδώνυμο Λασσάνης. Γεννήθηκε στην Ηράκλεια Σερρών, εργάστηκε ως δάσκαλος και το καλοκαίρι του 1941 συγκρότησε την ανταρτοομάδα Οδυσσέας Ανδρούτσος που έδρασε στην ανατολική Μακεδονία. Στέλεχος του ΚΚΕ, καπετάνιος του ΕΛΑΣ και στρατιωτικός διοικητής στον ΔΣΕ, έζησε επί δεκαετίες κατόπιν ως πολιτικός πρόσφυγας.

 

Γκοβόστης Κώστας (1904-1958). Στέλεχος του αρχειομαρξισμού και ιδρυτής προοδευτικού εκδοτικού οίκου. Εργαζόμενος ως βιβλιοϋπάλληλος, ήταν ιδρυτικό στέλεχος του αρχειομαρξιστικού κινήματος. Αποχώρησε το 1927 με την ομάδα Τρίτη Κατάσταση και κατόπιν ασχολήθηκε αποκλειστικά με εκδοτικές δραστηριότητες. Ήταν ο πρώτος εκδότης που εξέδωσε βιβλία για την ψυχανάλυση στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Πλήθος βιβλίων των εκδόσεών του κάηκε από τη δικτατορία Μεταξά. Ανασύστησε μετά τον πόλεμο τον εκδοτικό του οίκο και παρέμεινε ανένταχτος αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του.

 

Γκόγκος Δημήτρης. Βλ. Μπαγιαντέρας.

 

Γκόλφης Ρήγας (1886-1958). Ψευδώνυμο του συγγραφέα, ποιητή και κριτικού λογοτεχνίας, Δημήτρη Δημητριάδη. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Εντάχθηκε στο δημοτικιστικό κίνημα που συγκροτούνταν γύρω από το περιοδικό «Νουμάς», καθώς και στη Σοσιαλιστική Δημοτικιστική Ένωση, και συνεργάστηκε με αριστερά λογοτεχνικά περιοδικά. Εξέδωσε συλλογές ποιημάτων («Τραγούδια του Απρίλη», «Στο γύρισμα της ρίμας», «Τετράμετρο» κ.ά.) και τη συλλογή διηγημάτων «Η επιφάνεια και το βάθος», και μετέφρασε στα ελληνικά τον «Ύμνο της Διεθνούς».

 

Γκόρπας Θωμάς (1935-2003). Ποιητής. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, κάνοντας διάφορες δουλειές, όπως εργάτης, λογιστής κ.ά., και το 1955 συνδέθηκε με ριζοσπαστικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1957 έκανε την πρώτη του δημοσίευση στο περιοδικό «Λογοτέχνης» και το 1983 ίδρυσε τις εκδόσεις «Έξοδος». Έγραψε ποιητικές συλλογές («Σπασμένος καιρός», «Στάσεις στο μέλλον», «Περνάει ο στρατός», «Τα θεάματα» κ.ά.), καθώς και πεζογραφήματα και δοκίμια.

 

Γκρόζος Απόστολος (1892-1981). Στέλεχος του κομμουνιστικού και του συνδικαλιστικού  κινήματος. Γεννήθηκε στην Κομοτηνή και εργάστηκε στην Καβάλα ως καπνεργάτης. Έγινε μέλος του ΣΕΚΕ(Κ) και συμμετείχε στην ηγεσία του καπνεργατικού κινήματος.  Διώχτηκε επανειλημμένα και εξορίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά. Το 1943 απέδρασε από τις φυλακές της Κέρκυρας και συμμετείχε, ως επικεφαλής της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας, στην ηγεσία του ΕΕΑΜ. Μέλος της Διοίκησης της ΓΣΕΕ το 1944, το 1945 εκλέχτηκε στην Κ.Ε. του ΚΚΕ. Συμμετείχε στον αγώνα του ΔΣΕ, έγινε υπουργός Εργασίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, το 1949, και κατόπιν εγκαταστάθηκε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία. Στα 1956-57 ανέλαβε επικεφαλής του Γραφείου της Κ.Ε. του κόμματος και μέχρι το 1961 ήταν μέλος του Π.Γ. Το 8ο Συνέδριο του 1961 τον εξέλεξε επίτιμο πρόεδρο του ΚΚΕ. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας.

 

Γλέζος Μανώλης (1922-2020). Στέλεχος της Αριστεράς. Γεννήθηκε στον Απείρανθο της Νάξου και το 1935 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Φοιτητής της ΑΣΟΕΕ, τον Μάιο του 1941, πραγματοποίησε μαζί με τον Απόστολο Σάντα τη συμβολικά θεωρούμενη ως πρώτη αντιστασιακή ενέργεια στην κατεχόμενη Ευρώπη, κατεβάζοντας τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη. Συμμετείχε ως μέλος της ΟΚΝΕ, του ΕΑΜ Νέων και της ΕΠΟΝ στην Αντίσταση και εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Μετά την Απελευθέρωση έγινε αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη».

Διώχτηκε για τη δράση του, καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε στα 1948-54. Υπήρξε μέλος της ηγεσίας και βουλευτής της ΕΔΑ, γραμματέας της, στα 1956-59, και διευθυντής της εφημερίδας «Αυγή». Φυλακίστηκε και πάλι στα 1959-62, μετά από στημένη δίκη σκοπιμότητας. Στα 1963-67 ήταν μέλος του Γραφείου Εσωτερικού του ΚΚΕ. Εξορίστηκε, στα 1967-71, από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, τάχθηκε υπέρ της ενότητας των κομμουνιστών και αριστερών σε ένα νέο πολιτικό φορέα, στο πρότυπο της προδικτατορικής ΕΔΑ. Το 1971 ίδρυσε τις εκδόσεις και το βιβλιοπωλείο «Βέγας».

Μετά την πτώση της δικτατορίας συμμετείχε στην ΕΔΑ, της οποίας διετέλεσε γραμματέας, και στα 1981 και 1985 εκλέχτηκε βουλευτής, συνεργαζόμενος με το ΠΑΣΟΚ. Το 1986 αποσύρθηκε στο χωριό του, όπου έγινε πρόεδρος της κοινότητας. Συμμετείχε στις εκλογές του Ιουνίου 1989, ως επικεφαλής της κίνησης Άμεση Δημοκρατία. Επανήλθε στην ενεργό δράση το 2002, ως υποψήφιος υπερνομάρχης Αθήνας, με την υποστήριξη του Συνασπισμού και άλλων μικρότερων αριστερών δυνάμεων. Συμμετείχε με την κίνηση Ενεργοί Πολίτες στον ΣΥΡΙΖΑ και το 2012 εκλέχτηκε βουλευτής Επικρατείας, ενώ στα 2014-15 υπήρξε ευρωβουλευτής. Μετά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, αποχώρησε και συνεργάστηκε εκλογικά με τη Λαϊκή Ενότητα.

Έγραψε τα βιβλία «Από τη δικτατορία στη δημοκρατία», «Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα», «Εθνική Αντίσταση 1940-1945», «Έξοδος» κ.ά.

 

Γληνός Δημήτρης. 1. (1882-1943). Μαρξιστής παιδαγωγός, στέλεχος του εκπαιδευτικού, του δημοτικιστικού και του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στη Σμύρνη και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και παιδαγωγική, φιλοσοφία και ψυχολογία στη Γερμανία, όπου επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες και γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Σκληρό. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εργάστηκε σε κυβερνητικές θέσεις και προσπάθησε να προωθήσει ριζοσπαστικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα και κυρίως τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας, συνεργαζόμενος με τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου.

Συμμετείχε το 1922 στην ίδρυση της Δημοκρατικής Ένωσης του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και το 1923 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Μαρασλείου Διδασκαλείου. Προσανατολίστηκε στον μαρξισμό και το 1926 εξέδωσε το περιοδικό «Αναγέννηση» που συσπείρωσε την αριστερή πτέρυγα του Εκπαιδευτικού Ομίλου, η οποία αυτονομήθηκε μετά τη διάσπαση του επόμενου χρόνου. Στα 1928-29 εξέδιδε τον «Νέο Δρόμο».

Μετά το 1931 συνεργάστηκε με το λογοτεχνικό περιοδικό της Αριστεράς «Νέοι Πρωτοπόροι», συνδέθηκε στενά με το ΚΚΕ και το 1933 ανέλαβε υπεύθυνος της Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Εξορίστηκε το 1935 και το 1936 εκλέχτηκε βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου. Κατά τη δικτατορία Μεταξά εξορίστηκε και πάλι και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε το 1941, εντάχθηκε στο ΚΚΕ και συμμετείχε ενεργά στο ΕΑΜ. Το 1942 έγραψε τη διακήρυξη «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» και έγινε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και της Γραμματείας του Π.Γ.  Έγραψε, επίσης, τα βιβλία «Δημιουργικός ιστορισμός», «Γυναικείος ανθρωπισμός», «Τριλογία του πολέμου» κ.ά.

2. H Κεντρική Κομματική Σχολή του ΚΚΕ στα 1945-47. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του μεγάλου διανοούμενου που είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ και πέθανε το 1943 ως μέλος της ηγεσίας του.

 

Γούσιας Γιώργος (1915-1979). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βοντίτσιος. Εργάστηκε ως υποδηματεργάτης στα Γιάννενα και εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Εξορίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά και κατόπιν συμμετείχε στην εαμική Αντίσταση. Αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 1945, ανέλαβε ηγετική θέση στον ΔΣΕ και το 1949 αναδείχτηκε στο Π.Γ. της Κ.Ε. Εγκαταστάθηκε μετά την ήττα στη Ρουμανία και παρέμεινε στο Π.Γ. μέχρι το 1956. Κατηγορήθηκε για σοβαρές παραβιάσεις της κομματικής νομιμότητας, καθαιρέθηκε και το 1957 διαγράφηκε από το κόμμα. Μετά την πτώση της δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα και συνδέθηκε με το ΕΚΚΕ. Σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. Έγραψε το βιβλίο «Οι αιτίες για τις ήττες, τη διάσπαση του ΚΚΕ και της ελληνικής Αριστεράς».

 

Γόντικας Δημήτρης (1947-). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος, Γεννήθηκε στα Μαγούλιανα Αρκαδίας και εργάστηκε στην Αθήνα ως οικοδόμος-ηλεκτρολόγος. Εντάχθηκε στη Δ.Ν. Λαμπράκη και το 1968 συμμετείχε στην ίδρυση της παράνομης ΚΝΕ, της οποίας αργότερα υπήρξε γραμματέας. Το 1974 πιάστηκε, βασανίστηκε και φυλακίστηκε, και μετά την πτώση της δικτατορίας εκλέχθηκε βουλευτής Β΄ Πειραιά του ΚΚΕ. Επανεκλέχθηκε το 1977. Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ από τα χρόνια της δικτατορίας, επί δεκαετίες και μέχρι το 2017, ήταν και μέλος του Πολιτικού Γραφείου.   

 

Γράκχος. Βραχύβιο σοσιαλιστικό περιοδικό. Κυκλοφόρησε το 1919, με διευθυντή τον Γρηγόρη Μπάμια, και στην ύλη του περιλαμβάνονταν μεταφράσεις κειμένων ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας (Κάουτσκι, Βαντερβέλντε κ.ά.).

 

Γράψας Γιώργος (1953-2000). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Εξάνθεια Λευκάδας και εργάστηκε ως οικοδόμος στην Αθήνα, συμμετέχοντας στο αντιδικτατορικό κίνημα ως μέλος της ΚΝΕ. Αναδείχτηκε ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης και γραμματέας της από το 1986. Το 1989 πρωτοστάτησε στη ρήξη με το ΚΚΕ και συμμετείχε κατόπιν στην ίδρυση του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ), στην ηγεσία του οποίου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του.

 

Γρηγόρης Γεράσιμος (1907-1985). Ποιητής, συγγραφέας και σκιτσογράφος. Γεννήθηκε στη Λευκάδα, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και στους μετέπειτα δημοκρατικούς αγώνες. Έγραψε τις ποιητικές συλλογές «Η πολιτεία ξέσκεπη», «Πέρα από την όχθη» κ.ά., καθώς και μελέτες για Νεοέλληνες ποιητές.

 

Γρηγοριάδης Νεόκοσμος (1879-1967). Στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, υπηρέτησε στον στρατό από το 1897 έως το 1926 και αποστρατεύτηκε ως υποστράτηγος. Ως βενιζελικός, εκλέχτηκε βουλευτής και γερουσιαστής. Στην περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και υπήρξε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες. Μετά την Απελευθέρωση αναδείχτηκε στην ηγεσία του Κόμματος των Αριστερών Φιλελευθέρων, που συνεργάστηκε με τον Συνασπισμό Κομμάτων του ΕΑΜ, και το 1950 εκλέχτηκε βουλευτής της Δημοκρατικής Παράταξης. Το 1951 συνέβαλε στις διαδικασίες ίδρυσης της ΕΔΑ, από την οποία αποχώρησε, διαφωνώντας με τις σχέσεις της με το παράνομο ΚΚΕ.

 

Γρηγορογιάννης Αχιλλέας (1911-1996). Σοσιαλιστής οικονομολόγος. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Ως φοιτητής ήταν ηγετικό στέλεχος της Σοσιαλιστικής Πρωτοπορίας, νεολαίας του ΣΚΕ. Κατά την περίοδο της Κατοχής συμμετείχε στην ομάδα που εξέδιδε τη «Νέα Εποχή» και στις μετεξελίξεις της και κατόπιν, ως μέλος της Επαναστατικής Διεθνιστικής Παράταξης της ΕΛΔ, υπήρξε θεωρητικός της αριστερής πτέρυγας της ΕΛΔ-ΣΚΕ. Αργότερα εντάχθηκε στην ΕΠΕΚ και κατόπιν προσχώρησε στο κεντρώο Κόμμα Αγροτών Εργαζομένων. Έγραψε τα βιβλία «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», «Ο μείζων ελληνισμός», «Βιομηχανική έκρηξη και αγροτικό ζήτημα στο σύγχρονο κόσμο» κ.ά.

 

Γυάρος (Γιούρα). Ακατοίκητη νησίδα των Κυκλάδων, τόπος εξορίας και φυλάκισης αγωνιστών κατά τις περιόδους 1947-52, 1955-61 και 1967-74. Μετά την εξέγερση του Νοεμβρίου 1973 και μέχρι τον Ιούλιο 1974, κρατήθηκαν στη Γ. και πολλοί αστοί πολιτικοί.

 

Γυναικεία Δράση. Παράνομη εφημερίδα του ΕΑΜ για το γυναικείο κίνημα. Εκδιδόταν στα 1942-44.

 

Γυναικείο κίνημα. Το κίνημα για τη διεκδίκηση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών και για την κατάργηση των κοινωνικών ανισοτήτων ανάμεσα στα δύο φύλα. Σε μεγάλο βαθμό συνδέθηκε με το εργατικό κίνημα, καθώς τα ζητήματα που έχει θέσει αποτελούν και στόχους του κινήματος για τον συνολικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

Στην Ελλάδα το γ.κ. εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, με πρωτοπόρα την Καλλιρρόη Παρρέν, που εξέδιδε από το 1887 έως το 1917 την «Εφημερίδα των γυναικών». Το ζήτημα της ισότητας των δύο φύλων είχαν θέσει ριζοσπάστες και σοσιαλιστές διανοούμενοι, καθώς και σοσιαλιστικές ομάδες και οργανώσεις. Το 1893 οι σοσιαλίστριες Ελένη Αποστολίδου και Λουίζα Σπαρτέλη διακήρυξαν την ανάγκη σύνδεσης του γ.κ. με το σοσιαλιστικό κίνημα και το 1894 μεταφράστηκε το βιβλίο του Αύγουστου Μπέμπελ, «Γυναίκα και σοσιαλισμός», με τον τίτλο «Γυνή και κοινωνισμός». Το 1912 εκδόθηκε η «Αποκατάστασις της γυναικός», το πρώτο ελληνικό βιβλίο για το γυναικείο ζήτημα, γραμμένο από τον πρωτοπόρο σοσιαλιστή Πλάτωνα Δρακούλη.

Η πρώτη σημαντική οργάνωση του ελληνικού γ.κ. ήταν ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, που ιδρύθηκε το 1920 και από το 1923 εξέδιδε το περιοδικό «Ο αγώνας της Γυναίκας». Τον αποτελούσαν διανοούμενες από τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο και ένα από τα βασικά ζητήματα που έθετε ήταν το δικαίωμα των γυναικών να ψηφίζουν και να εκλέγονται στις δημοτικές και βουλευτικές εκλογές. Ανάμεσα σ’ αυτές που πρωτοστάτησαν στο γ.κ. του Μεσοπολέμου ήταν οι  Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού (επικεφαλής του ολιγομελούς Σοσιαλιστικού Ομίλου Γυναικών), Μαρία Δεσύπρη-Σβώλου, Αύρα Θεοδωροπούλου,  Ρόζα Ιμβριώτη, Μαρία Νεγρεπόντη, Πηνελόπη Χριστάκου κ.ά.

Το ΚΚΕ έθετε στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντός του τα ζητήματα που απασχολούσαν το γ.κ.. αν και υποβάθμιζε το ζήτημα της ανισότητας στις καθημερινές σχέσεις των δύο φύλων και παράλληλα ασκούσε κριτική στον Σύνδεσμο, γιατί δεν έθετε ζητήματα προστασίας των εργαζόμενων γυναικών, καταγγέλλοντάς τον για «αστικό φεμινισμό». Στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών σημαντικός ήταν ο ρόλος των συνδικαλιστικών οργανώσεων και ιδιαίτερα του καπνεργατικού κλάδου, που αποτελούνταν σε μεγάλο ποσοστό από γυναίκες, οι οποίες συνδικαλίζονταν. Από το 1929, η Ενωτική ΓΣΕΕ που ελεγχόταν από το ΚΚΕ, εξέδιδε την εφημερίδα «Εργάτρια». Στο γ.κ. παρέμβαιναν και οι αρχειομαρξίστριες, που εξέδωσαν το 1932 την εφημερίδα «Αγωνίστρια».

Στα 1934-35, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, ιδρύονται αριστερές γυναικείες οργανώσεις που συχνά συνεργάζονται με τον Σύνδεσμο, όπως η Γυναικεία Επιτροπή Συνεργαζόμενων Οργανώσεων, ο Σύλλογος Εργαζόμενων Γυναικών κ.ά., και ιδρύουν Πανελλήνια Επιτροπή κατά του Πολέμου και του Φασισμού, και το 1936 συγκροτούν την Πανελλήνια Ένωση Γυναικείων Οργανώσεων. Με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά απαγορεύτηκε η λειτουργία όλων των οργανώσεων του γ.κ.

Η ανασύσταση του γ.κ. συντελέστηκε με μαζικούς όρους στα χρόνια της Κατοχής, στο πλαίσιο του εαμικού κινήματος Αντίστασης. Το 1942, με πρωτοβουλία της ΟΚΝΕ, ιδρύθηκε η οργάνωση Λεύτερη Νέα, με καθοδηγήτρια την Καίτη Νισυρίου και βασικά στελέχη τις Μαρία Αγριγιαννάκη και Ηλέκτρα Αποστόλου. Η οργάνωση εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων και συμμετείχε το 1943 στην ίδρυση της ΕΠΟΝ.

Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες συμμετείχαν στις εαμικές οργανώσεις, αποτελώντας τη μεγάλη πλειονότητα των μελών της Εθνικής Αλληλεγγύης, ενώ γυναίκες εντάχθηκαν και στα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Καθώς για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία οι γυναίκες εισέρχονταν στον χώρο της δημόσιας ζωής, η έμπρακτη αμφισβήτηση παραδοσιακών ρόλων συνέβαλε καθοριστικά σε ιδεολογικούς μετασχηματισμούς που επηρέασαν την ελληνική κοινωνία κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Οι γυναίκες συμμετείχαν με δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι στους θεσμούς της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης, και ψήφισαν για πρώτη φορά στις εκλογές για την ανάδειξη του Εθνικού Συμβουλίου των Κορυσχάδων, το 1944. Εκλέχτηκαν μάλιστα και πέντε γυναίκες εθνοσύμβουλοι: η Χρύσα Χατζηβασιλείου, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και υπεύθυνη του κόμματος για το γ.κ., η Μαρία Σβώλου, η Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου, η Μάχη Μαυροειδή και η Φωτεινή Φιλιππίδου. Στα 1944-45 εκλέχτηκε στην Αμαλιάδα η πρώτη Ελληνίδα δήμαρχος, η Μαρίκα Μπότση. Κεντρικό όργανο του εαμικού γ.κ. ήταν η εφημερίδα «Γυναικεία Δράση».

Το 1945 ιδρύθηκε η Πανελλήνια Ένωση Γυναικών (ΠΕΓ) και το 1946 η Πανελλαδική Ομοσπονδία Γυναικών (ΠΟΓ), με πρόεδρο τη Θεοδωροπούλου, η οποία παραιτήθηκε το 1947, όταν η ΠΟΓ συνδέθηκε με την Παγκόσμια Δημοκρατική Ομοσπονδία Γυναικών, την οποία θεωρούσε κομμουνιστική. Τον ίδιο χρόνο η ΠΟΓ τέθηκε εκτός νόμου ως σχετιζόμενη με το ΚΚΕ και διαλύθηκε. Το 1948, στις περιοχές όπου δρούσε ο ΔΣΕ, ιδρύθηκε η Πανελλαδική Δημοκρατική Ένωση Γυναικών (ΠΔΕΓ), με επικεφαλής τη Ρούλα Κουκούλου, η οποία συνέχισε να λειτουργεί τα επόμενα χρόνια στις χώρες όπου εγκαταστάθηκαν πολιτικοί πρόσφυγες. Στις γραμμές του ΔΣΕ κυκλοφορούσαν και οι εφημερίδες «Μαχήτρια», «Μαχήτρια της λευτεριάς», «Αγωνίστρια» και «Παρτιζάνα του Βίτσι».

Η ανασυγκρότηση του γ.κ. στη μετεμφυλιακή περίοδο συνάντησε πολύ μεγάλες δυσκολίες. Ενώ η δράση του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας συνεχιζόταν, αν και περιορισμένη σε κύκλους διανοουμένων, σοβαρά προβλήματα παρεμβάλλονταν στη σύσταση και λειτουργία οργανώσεων που σχετίζονταν με το παράνομο ΚΚΕ και την ΕΔΑ.

Μία από τις πρώτες μετεμφυλιακές οργανώσεις που αποτελούνταν από γυναίκες και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, ήταν η Πανελλήνια Ένωση Οικογενειών Πολιτικών Εξορίστων και Φυλακισμένων (ΠΕΟΠΕΦ), που τέθηκε εκτός νόμου το 1954.

Αν και το 1952 αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της ψήφου και της εκλογής στο κοινοβούλιο, ήταν ελάχιστες οι γυναίκες που εκλέχτηκαν στη Βουλή σε όλη την επόμενη περίοδο, μέχρι τη δικτατορία του 1967. Ανάμεσά τους και οι βουλεύτριες της ΕΔΑ, Βάσω Θανασέκου (1956-61), Μαρία Σβώλου (1958-63),  Ελένη Μπενά (1958-61), Μίνα Γιάννου (1961-63) και Μαρία Αγριγιαννάκη-Καραγιώργη (1963-67). Χαρακτηριστικό είναι το ότι όλα αυτά τα χρόνια εκλέχτηκαν μόνο δύο βουλεύτριες της Δεξιάς και μία (επιλαχούσα) του Κέντρου. Το 1965 οι γυναίκες αποτελούσαν το 14% των μελών της ΕΔΑ, ποσοστό ασύγκριτα μεγαλύτερο από των άλλων κομμάτων.

Από το 1956 λειτουργούσε η κίνηση των Συνεργαζόμενων Γυναικείων Σωματείων και το 1963 συγκροτήθηκε η Συντονιστική Επιτροπή Εργαζόμενων Γυναικών. Το Μάιο 1964 ιδρύθηκε η Πανελλαδική Ένωση Γυναικών (ΠΕΓ) με πρόεδρο τη Θάλεια Κολυβά. Η ΠΕΓ έγινε μέλος της ΠΟΔΓ. Όλες οι γυναικείες οργανώσεις διαλύθηκαν μετά το πραξικόπημα του 1967.

Το σύγχρονο γ.κ. Μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974, συγκροτήθηκε η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών (ΚΔΓ). Γυναίκες που αποχώρησαν από την ΚΔΓ το 1976, προσκείμενες στο ΚΚΕ, ίδρυσαν την Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ) και άλλες, προσκείμενες στο ΠΑΣΟΚ, ίδρυσαν την Ένωση Γυναικών Ελλάδας (ΕΓΕ). Έκτοτε η ΚΔΓ εξέφραζε, κυρίως, τον χώρο του ΚΚΕ εσωτερικού.

Γυναίκες από τον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ίδρυσαν την Κίνηση για την Απελευθέρωση των Γυναικών, που έθεσε συνολικότερα ζητήματα σχέσεων των δύο φύλων, κριτικής των ανδροκρατικών κοινωνικών δομών, απελευθέρωσης της γυναικείας σεξουαλικότητας κ.λπ., εισάγοντας, έτσι, στο ελληνικό γ.κ. την προβληματική που είχε αναπτυχθεί από το ευρωπαϊκό φεμινιστικό κίνημα. Ανάλογες θέσεις άρχισαν να προβάλλουν και τμήματα της ΚΔΓ, καθώς και αυτόνομες ομάδες που συγκροτήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Οι παραδοσιακές θέσεις του γ.κ. (νομική ισότητα, προστασία της εργαζόμενης γυναίκας και της μητρότητας, σύνδεση του γ.κ. με το κίνημα ειρήνης κ.λπ.) αποτέλεσαν κύριο αντικείμενο της δράσης της ΟΓΕ, που κατήγγειλε τον «αστικό και μικροαστικό φεμινισμό», καθώς και της ΕΓΕ και τμήματος της ΚΔΓ.

H ανάπτυξη του γ.κ. στα μεταπολιτευτικά χρόνια συνοδεύτηκε με σχετικά πλούσια εκδοτική δραστηριότητα. Επανεκδόθηκε «Ο αγώνας της Γυναίκας», όργανο του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, και κυκλοφόρησαν τα περιοδικά «Δελτίο της ΚΔΓ», «Σύγχρονη Γυναίκα» (ΟΓΕ), «Ανοιχτό Παράθυρο» (ΕΓΕ), «Για την Απελευθέρωση των Γυναικών» (της ομώνυμης κίνησης), «Επαναστατική Πάλη Γυναικών» (στον χώρο της άκρας Αριστεράς) και «Σκούπα για το γυναικείο ζήτημα». Κατά τη δεκαετία του 1980 εκδόθηκαν από το αυτόνομο γ.κ. τα έντυπα «Σφίγγα», «Λάβρυς» (το πρώτο ελληνικό λεσβιακό περιοδικό), «Δίνη», «Τελέσιλλα» (της Αδέσμευτης Κίνησης Γυναικών), «Γαία» και «Κατίνα» (στη Θεσσαλονίκη), κ.ά.

Το γ.κ. κατοχύρωσε σημαντικές κατακτήσεις μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, όπως τον ίσο μισθό για ίση εργασία με τους άντρες, την κατάργηση της προίκας, τον πολιτικό γάμο και το αυτόματο διαζύγιο, το δικαίωμα στην άμβλωση κ.λπ. Με την καθοριστική συμβολή του γ.κ. υπήρξαν και σημαντικές αλλαγές στις κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με τις σχέσεις των δύο φύλων και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Εντούτοις, παρέμειναν κυρίαρχες οι συντηρητικές ανδροκρατικές δομές και αντιλήψεις, ενώ και το ίδιο το γ.κ. σημείωσε σημαντική υποχώρηση μετά το 1990.

Τα τελευταία χρόνια υπήρξε σημαντική και δυναμική ανάκαμψη με το κίνημα Me Too, ενάντια στη βία κατά των γυναικών, και με τη συγκρότηση νέων συλλογικοτήτων που συνεργάζονται και με το κίνημα υπεράσπισης της σεξουαλικής διαφορετικότητας (ΛΟΑΤΚΙ+), ενώ συνεχίζει να αναπτύσσει δραστηριότητα και η ΟΓΕ.

 

Γώγου Κατερίνα (1940-1993). Ηθοποιός και ποιήτρια. Γεννήθηκε στην Αθήνα, συνδέθηκε με την Αριστερά και από τα χρόνια της δικτατορίας με το ριζοσπαστικό κίνημα αμφισβήτησης. Εμφανίστηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο και το θέατρο, και έγραψε ποιητικές συλλογές που εξέφρασαν την αμφισβητησιακή της τοποθέτηση. Πέθανε από χρήση ναρκωτικών. Έγραψε τις ποιητικές συλλογές «Τρία κλικ αριστερά», «Ιδιώνυμο», «Το ξύλινο παλτό» κ.ά.

 

 

 

 

 

 

Δ

 

Δαγκλής Χρήστος (1916-1991). Ζωγράφος και χαράκτης. Γεννήθηκε στα Γιάννενα και σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, φυλακίστηκε πριν την Απελευθέρωση, το 1944, και στα 1946-56 εξορίστηκε. Στα 1961-74 έζησε στη Γαλλία και την Ιταλία.

 

Δαλαβάγκας Γιώργος (1923-2012). Στέλεχος του τροτσκιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Αθήνα και κατά την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ Αθήνας και στο Επαναστατικό Σοσιαλιστικό (Κομμουνιστικό) Κόμμα Ελλάδας. Το 1945 συμμετείχε στην Επαναστατική Διεθνιστική Παράταξη της ΕΛΔ και το 1946 πήρε μέρος στο Ιδρυτικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Διεθνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΔΚΕ), ως στέλεχος της ομάδας Κόκκινη Σημαία. Στα 1954-58 ήταν στέλεχος του Σοσιαλιστικού Συνδέσμου Νέων, εφαρμόζοντας τακτική εισοδισμού. Γραμματέας του ΚΔΚΕ στα 1964-69, υποστήριξε τις θέσεις του Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο). Εξορίστηκε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών και μετά την πτώση της εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ, ως μέλος της Κ.Ε. Αποχώρησε το 1976 και συμμετείχε, μαζί με τον Δημήτρη Λιβιεράτο, στην ίδρυση του Πολιτικού Συνδέσμου 3ης Σεπτέμβρη, που από τον επόμενο χρόνο άρχισε την έκδοση του περιοδικού «Ενότητα».

 

Δάλλας Γιάννης (1924-2020). Ποιητής, κριτικός της λογοτεχνίας και μεταφραστής. Γεννήθηκε στη Φιλιππιάδα της Ηπείρου, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως πανεπιστημιακός καθηγητής της φιλολογίας. Ήταν σταθερά ενταγμένος στην Αριστερά.  Ανάμεσα στα ποιητικά του έργα είναι οι «Πόρτες εξόδου», η «Εξαγορά», το «Τίμημα» κ.ά., ενώ σημαντικές είναι και οι μελέτες του για το έργο αρχαίων και Νεοελλήνων συγγραφέων.

 

Δαμανάκη Μαρία (1952-). Αριστερή πολιτικός που μετακινήθηκε στον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης. Εντάχθηκε στην Αντιδικτατορική ΕΦΕΕ και την ΚΝΕ, και συμμετείχε στην εξέγερση του Νοέμβρη 1973, ως εκφωνήτρια του ραδιοσταθμού του Πολυτεχνείου. Μετά τη δικτατορία υπήρξε μέλος του Γραφείου του Κ.Σ. της ΚΝΕ και της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Από το 1977 εκλεγόταν βουλευτής και το 1990 έγινε πρόεδρος του ενιαίου Συνασπισμού (ΣΥΝ).

Με τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1991, παρέμεινε πρόεδρος του ΣΥΝ και παραιτήθηκε το 1993, μετά την εκλογική του αποτυχία. Το 1994 υπέστη νέα εκλογική ήττα, ως υποψήφια δήμαρχος Αθηναίων του ΣΥΝ, όπως και το 1998, όταν υποστηρίχτηκε και από το ΠΑΣΟΚ. Το 2003 αποχώρησε από τον ΣΥΝ και τον επόμενο χρόνο αναδείχτηκε βουλεύτρια Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο και προσχώρησε. Επανεκλέχτηκε το 2007 και αργότερα έγινε επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Δαμασκόπουλος Παντελής (1896-1944). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Ηλείας, σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή και αναδείχτηκε ηγετικό στέλεχος του συνδικαλιστικού κινήματος των δημοσίων υπαλλήλων. Μέλος του ΚΚΕ από το 1931, το 1935 εκλέχτηκε στην Κ.Ε. Με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά πέρασε στην παρανομία. Το 1938 διαγράφηκε από το κόμμα με την κατηγορία του χαφιέ και στη συνέχεια υπέγραψε δήλωση νομιμοφροσύνης προς το καθεστώς. Αν και οι κατηγορίες σε βάρος του ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν, εκτελέστηκε στην Ευρυτανία από το ΚΚΕ, κατά την προσπάθειά του να το επαναπροσεγγίσει. Η μνήμη του αποκαταστάθηκε αργότερα από το κόμμα.

 

Δαμιανάκου Βούλα (1914-2016). Λογοτέχνης. Γεννήθηκε στην Πάνιτσα Λακωνίας, εντάχθηκε στην Αριστερά από τα μαθητικά της χρόνια και συμμετείχε στην εαμική Αντίσταση. Φυλακίστηκε κατά την περίοδο της Κατοχής και εξορίστηκε κατά τον Εμφύλιο. Το 1963 συμμετείχε στην ίδρυση της Πανελλήνιας Λέσχης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και τάχθηκε υπέρ της στήριξης από την Αριστερά της Ένωσης Κέντρου. Το 1965 εξέδωσε, μαζί με τον σύζυγό της Βασίλη Ρώτα, το περιοδικό «Λαϊκός Λόγος». Μεταδικτατορικά προσανατολίστηκε στη στήριξη του ΠΑΣΟΚ, παραμένοντας ιδεολογικά στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Έγραψε τα βιβλία «Μοιρολόγια μιας Μανιάτισσας», «Υπεύθυνη δήλωση», «Οδοιπορώ για την πατρίδα» κ.ά., και μετέφρασε μεγάλο μέρος του έργου του Σαίξπηρ.

 

Δαμιανός Αλέξης (1921-2006). Σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου, θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμμετείχε στην εαμική Αντίσταση και στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών. Το 1948 ίδρυσε το Πειραματικό Θέατρο και το 1961 το Θέατρο Πορεία. Σκηνοθέτησε τις ταινίες «Μέχρι το πλοίο», «Φόβος», «Ευδοκία», «Ηνίοχος» κ.ά.

 

Δανάλης Γρηγόρης (1915-1993). Κινηματογραφιστής, συνδικαλιστής και αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στη Σάμη της Κεφαλονιάς, σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως οπερατέρ, συνεργαζόμενος με τους πιο σημαντικούς Έλληνες σκηνοθέτες. Έχοντας ενταχθεί στο ΚΚΕ, φυλακίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά, συμμετείχε στο ΕΑΜ και κατόπιν εξορίστηκε. Πρωτοστάτησε στο συνδικαλιστικό κίνημα των τεχνικών κινηματογράφου.

 

Δανιηλίδης Πολύδωρος (1899-1990). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος, από τους ηγέτες του μ-λ ρεύματος. Γεννήθηκε στο Κουρί της Προποντίδας. Εργαζόμενος από τα παιδικά του χρόνια, εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία και κατά τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατατάχθηκε εθελοντής στον ελληνικό στρατό. Επηρεασμένος από τις αντιπολεμικές και σοσιαλιστικές διακηρύξεις, αρνήθηκε να πάει στο μέτωπο της Ουκρανίας ενάντια στην Οκτωβριανή Επανάσταση.

Το 1920 έγινε μέλος του ΣΕΚΕ και φυλακίστηκε για την αντιπολεμική του δράση. Εργάστηκε ως λιμενεργάτης και αναδείχτηκε συνδικαλιστικό στέλεχος του ΚΚΕ, γνωρίζοντας συνεχείς διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες. Στα 1933-34 σπούδασε στη Λενινιστική Σχολή της Μόσχας. Κατά τη δικτατορία Μεταξά φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία και εξορίστηκε στη Γαύδο, απ’ όπου απέδρασε το 1941. Μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ κατά την Κατοχή, συμμετείχε στη συγκρότηση του ΕΛΑΣ και ανέλαβε την καθοδήγηση της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Διαφώνησε με τις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας. Στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το 1945, εκλέχτηκε στην Κεντρική Εξελεγκτική Επιτροπή του κόμματος. Υπήρξε στέλεχος του ΔΣΕ και μετά την ήττα εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία.

Αντιτάχθηκε στην 6η Ολομέλεια του 1956, που ανέτρεψε την ηγεσία Ζαχαριάδη, θεωρώντας παράνομη την επέμβαση ξένων κομμάτων στα εσωτερικά του ΚΚΕ. Διαγράφηκε από το κόμμα και το 1963 συμμετείχε στην ηγεσία του ΚΚΕ (μ-λ), που ιδρύθηκε από διαφωνούντες πολιτικούς πρόσφυγες. Επέστρεψε παράνομα στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας και εντάχθηκε στην καθοδήγηση της ΟΜΛΕ. Το 1976, στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΚΚΕ (μ-λ), εκλέχτηκε γραμματέας του κόμματος. Μετά την κρίση του 1982 τάχθηκε με την ομάδα που εξέδιδε την «Αριστερή Πολιτική». Έγραψε το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Ο Πολύδωρος θυμάται».

 

Δαράκη Πέπη (1906-2006). Αριστερή παιδαγωγός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αγία Παρασκευή Λέσβου και το 1928 αποφοίτησε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και στα 1954-67 ήταν δημοτική σύμβουλος Αθήνας. Έγραψε τα βιβλία «Κουκλοθέατρο», «Ένα αχόρταγο δέντρο», «Το προσχολικό παιδί και οι ανάγκες του», «Αιγαιοπελαγίτικα παραμύθια» κ.ά.

 

Δαυλός. Μηνιαίο περιοδικό, θεωρητικό όργανο της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας - Αρχειομαρξιστές (ΚΟΜΛΕΑ), στα 1931-33.

 

Δεκεμβριανά. H ένοπλη αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, από τη μία πλευρά, και στις κυβερνητικές και βρετανικές δυνάμεις, από την άλλη, κατά τον Δεκέμβριο 1944 και τις αρχές Ιανουαρίου 1945. Αφορμή υπήρξε η δολοφονία αριστερών διαδηλωτών από αστυνομικά πυρά κατά τη διάρκεια του εαμικού συλλαλητηρίου στις 3 Δεκεμβρίου, στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα.

Το συλλαλητήριο οργανώθηκε για την έκφραση της λαϊκής αντίθεσης στη μονομερή απόφαση του Βρετανού στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι και της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου (από την οποία πριν λίγες μέρες είχαν αποχωρήσει οι υπουργοί-εκπρόσωποι του ΕΑΜ) για τη διάλυση του ΕΛΑΣ, με όρους που δεν εξασφάλιζαν την ισότιμη συμμετοχή των δυνάμεών του στη συγκρότηση του μελλοντικού εθνικού στρατού.

Μετά τη δολοφονία των διαδηλωτών κηρύχτηκε γενική απεργία και ορίστηκε νέα παλλαϊκή συγκέντρωση για την κηδεία των δολοφονηθέντων, την επόμενη μέρα. Η απεργία είχε απόλυτη επιτυχία, αλλά δολοφονήθηκαν και άλλοι διαδηλωτές κατά την κηδεία. Με απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ ανασυστάθηκε η Κ.Ε. του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον γραμματέα του κόμματος Γιώργο Σιάντο, και εξαπολύθηκαν επιθέσεις κατά των αστυνομικών τμημάτων του Λεκανοπεδίου, τα οποία, στο σύνολό τους σχεδόν, έπεσαν στα χέρια των ελασιτών.

Με την απόφαση για ένοπλη αντιπαράθεση διαφώνησε το μεγαλύτερο μέρος των συνεργαζόμενων με το ΚΚΕ στο πλαίσιο του ΕΑΜ, αν και οι περισσότεροι απέφυγαν να εκφράσουν δημοσίως τη διαφωνία τους όσο διεξαγόταν η ένοπλη αντιπαράθεση.

Οι μάχες γενικεύτηκαν τις επόμενες μέρες, με τη συμμετοχή του ΕΛΑΣ Αθήνας και Πειραιά, και με την υποστήριξη της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού, κυρίως στις εργατογειτονιές. Από την άλλη πλευρά, συμπαρατάχθηκαν οι δυνάμεις της αστυνομίας, στρατιωτικές δυνάμεις που συγκροτήθηκαν στη Μέση Ανατολή, μετά την εκκαθάριση του ελληνικού στρατού από τους αξιωματικούς και οπλίτες που συμμετείχαν στο φιλοεαμικό κίνημα του Απριλίου 1944, ένοπλοι συνεργάτες των κατακτητών και τα τμήματα του βρετανικού στρατού που είχαν αποβιβαστεί στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση και ενισχύονταν καθ’ όλη τη διάρκεια των Δ.

Αν και η αντίδραση δεν έλεγχε παρά μία μικρή έκταση στο κέντρο της Αθήνας (τη λεγόμενη «Σκομπία»), η υπεροπλία των βρετανικών δυνάμεων και η διαρκής ενίσχυσή τους με νέες μονάδες, ανέτρεψαν τους συσχετισμούς. Σε μια προσπάθεια περιορισμού της αντιπαράθεσης με τους Βρετανούς, το ΚΚΕ απέφυγε να μεταφέρει στην Αθήνα δυνάμεις του ΕΛΑΣ από την επαρχία. Ο πρωτοκαπετάνιος, μάλιστα, του ΕΛΑΣ, Άρης Βελουχιώτης, και ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης στάλθηκαν στην Ήπειρο, όπου διέλυσαν τον ΕΔΕΣ, εξαιτίας της ανησυχίας πως θα μπορούσε να γίνει απόβαση βρετανικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Ιταλία, ενώ οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μακεδονία συνέχιζαν να συνυπάρχουν χωρίς συγκρούσεις με τα βρετανικά στρατεύματα.

Παρά την αυξανόμενη ανατροπή του συσχετισμού υπέρ των βρετανικών δυνάμεων, η αντίσταση του ΕΛΑΣ ήταν σθεναρή, υποχρεώνοντας τον ίδιο τον Τσόρτσιλ να επισκεφτεί την Αθήνα κατά τις μέρες των Χριστουγέννων, για την άσκηση πίεσης για αποδοχή των βρετανικών και κυβερνητικών αποφάσεων από την Αριστερά. Μετά την αποτυχία του εντάθηκαν οι βρετανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις που ανάγκασαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να αποσυρθούν από το λεκανοπέδιο και να καταφύγουν στις εαμοκρατούμενες περιοχές της κεντρικής Ελλάδας, ακολουθούμενες από δεκάδες χιλιάδες άμαχων αριστερών, που ήθελαν να αποφύγουν τα αντίποινα της αντίδρασης. Τις 11 Ιανουαρίου έγινε ανακωχή που επισφραγίστηκε, ένα μήνα αργότερα, με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ.

Αν και η αντιδραστική προπαγάνδα εμφάνιζε τα Δ. ως απόπειρα του ΚΚΕ να καταλάβει βίαια την εξουσία, στην πραγματικότητα τέτοια επιδίωξη δεν υπήρχε. Ήδη, από τις 6-7 Δεκεμβρίου, το Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ αποσαφήνισε πως στόχος δεν ήταν η εξέγερση για την κατάληψη της εξουσίας, αλλά η επιδίωξη πολιτικής λύσης. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύουν και οι στρατιωτικοί χειρισμοί κατά τη διάρκεια της ένοπλης αντιπαράθεσης.

Τα γεγονότα των Δ., ο χαρακτήρας της αντιπαράθεσης και οι πολιτικοί και στρατιωτικοί χειρισμοί που σχετίζονται με τη «Μάχη της Αθήνας», έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολύχρονων συζητήσεων και οξύτατων αντιπαραθέσεων στις γραμμές της ελληνικής Αριστεράς. Έχουν διατυπωθεί διαφωνίες, σχετικά με το αν μπορούσε ο ΕΛΑΣ να δώσει νικηφόρα τη μάχη με τις βρετανικές δυνάμεις. Από τη μία πλευρά, υποστηρίζεται πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, λόγω της δυνατότητας των Βρετανών να εξασφαλίζουν σταθερά μεγάλη υπεροπλία απέναντι στον ΕΛΑΣ. Από την άλλη, θεωρείται πως η εκδήλωση αποφασιστικότητας από τις πρώτες μέρες της μάχης, με τη συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα, θα υποχρέωνε τους Βρετανούς σε υποχώρηση, καθώς ο πόλεμος κατά της Γερμανίας συνεχιζόταν και οι Βρετανοί δύσκολα θα αποδυνάμωναν το πολεμικό μέτωπο για να διεξάγουν τη μάχη ενάντια στην ελληνική Αντίσταση, που, επιπλέον, θα είχε θέσει υπό τον έλεγχό της το σύνολο της χώρας.

Ενώ μετά το 1945 η εκτίμηση του ΚΚΕ για τα Δ. ήταν πως αποτελούσαν συνέχεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην ξένη επέμβαση, ασκώντας παράλληλα κριτική στην έλλειψη αποφασιστικότητας κατά τη διεξαγωγή της σύγκρουσης, στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς κυριάρχησε η άποψη πως η εμπλοκή στα Δ. ήταν σημαντικό λάθος του κινήματος και θα μπορούσε να αποφευχθεί με συμβιβαστική λύση. Σύμφωνα με άλλες απόψεις, τα Δ. αποτέλεσαν ταξική σύγκρουση, που έθετε αντικειμενικά το ζήτημα της εξουσίας. Κατά την άποψη αυτή, αν το ΚΚΕ είχε αποφασίσει τη διεκδίκησή της, θα μπορούσε η εξέλιξη να ήταν διαφορετική, καθώς ο συσχετισμός δυνάμεων σε πανελλαδικό επίπεδο ήταν θετικός και κυρίως γιατί στο πλευρό της Αριστεράς ήταν τοποθετημένη η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού.

 

Δεληγιάννη-Αναστασιάδη Γεωργία (1904-1998). Συγγραφέας, ποιήτρια, μεταφράστρια και αγωνίστρια της Αριστεράς. Γεννήθηκε στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο και ως πρόσφυγας στην Αθήνα έγινε δημοσιογράφος. Συμμετείχε στο αρχειομαρξιστικό και το τροτσκιστικό κίνημα και αργότερα στο ΕΑΜ, και μετά τα Δεκεμβριανά φυλακίστηκε. Ήταν σύζυγος του Κώστα Αναστασιάδη και μητέρα του σκηνοθέτη Σωτήρη Α.

 

Δεληγιάννης Αναγνώστης (1900-1943). Στέλεχος του κομμουνιστικού και του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στον Γάνο της Ανατολικής Θράκης και εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στην Καβάλα. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ, εκλέχτηκε γραμματέας της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας και το 1935 απέδρασε από τον Αϊ-Στράτη και κατέφυγε στην ΕΣΣΔ. Πολέμησε στον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο και κατόπιν απελάθηκε από τη Γαλλία και φυλακίστηκε στην Ελλάδα, όπου εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.

 

Δελτίο Θυέλλης. Περιοδική έκδοση του Δικτύου για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Εκδίδεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

 

Δελτίο Φίλων των Νέων Χωρών. Όργανο της Αντιαποικιακής-Αντιιμπεριαλιστικής Κίνησης Φ.Ν.Χ., από την ίδρυσή της το 1963 έως το 1966. Εκτός από τον Νίκο Ψυρούκη, που ήταν επικεφαλής της κίνησης, στη σύνταξή του συμμετείχαν και οι Παντελής Εμιρζάς,  Νίκος Καλαποθαράκος, Ανδρέας Κάρλος, Στέλιος Μπαμπάς, Γιώργος Χατζόπουλος κ.ά. Το 1966 αντικαταστάθηκε από το περιοδικό «Αντιιμπεριαλιστής»

 

Δεσποτίδης Δημήτρης (1926-1981). Διανοούμενος, στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς. Γεννήθηκε στην Αθήνα, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΚΚΕ και κατά τον Εμφύλιο εξορίστηκε. Μετά την απελευθέρωσή του αναδείχτηκε στέλεχος της ΕΔΑ και συμμετείχε στη Σ.Ε της «Επιθεώρησης Τέχνης». Το 1961 ίδρυσε, μαζί με τον Θόδωρο Μαλικιώση, τις εκδόσεις «Θεμέλιο», που αποτέλεσαν άτυπο εκδοτικό οίκο της ΕΔΑ. Κατά την περίοδο της δικτατορίας διέφυγε στο Παρίσι.  Εντάχθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού, του οποίου παρέμεινε στέλεχος μέχρι τον θάνατό του.

 

Δεσποτόπουλος Κωνσταντίνος (1901-1992). Νομικός, γεννημένος στη Χίο. Προερχόμενος από τον βενιζελικό χώρο, εντάχθηκε στο ΕΑΜ και το 1944 εκλέχτηκε εθνοσύμβουλος. Μέλος κεντρικών οργάνων της ΕΔΑ, στα 1958-61 υπήρξε και βουλευτής. Ήταν ξάδελφος του συνονόματού του πανεπιστημιακού Κ.Δ.

 

Δεσποτόπουλος Κωνσταντίνος (1913-2016). Νομικός και φιλόσοφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε στη Σμύρνη. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και στα 1945-47 ήταν πρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Στα 1947-50 εξορίστηκε στην Ικαρία και τη Μακρόνησο, αρνούμενος να διαχωρίσει τη θέση του από τους διωκόμενους κομμουνιστές, αν και ο ίδιος δεν ήταν κομμουνιστής. Κατά τη δικτατορία του 1967-74 αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία, όπου ανέπτυξε αντιδικτατορική δραστηριότητα. Συμμετείχε στις κυβερνήσεις του 1989-90 και  έγραψε μεγάλο αριθμό επιστημονικών και φιλοσοφικών έργων, καθώς και τα «Φιλολογικά» και «Μνήμη απόντων». Ήταν ξάδελφος του συνονόματού του νομικού Κ.Δ.

 

Δηλωσίες. Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονταν οι κομμουνιστές, μέλη και οπαδοί του ΚΚΕ, αλλά και αγωνιστές άλλων αριστερών κομμάτων και οργανώσεων, που υπέγραφαν δήλωση αποκήρυξης των ιδεών τους.

Οι δηλώσεις αποκήρυξης των αριστερών και κομμουνιστικών ιδεών, και καταγγελίας του ΚΚΕ σαν ξενοκίνητου αντεθνικού κόμματος, άρχισαν να απαιτούνται από τους κρατούμενους κομμουνιστές μετά την ψήφιση του Ιδιώνυμου το 1929 και γενικεύτηκαν από τη δικτατορία Μεταξά. Στην υπογραφή τους υποχρεώθηκαν δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές, προκειμένου να αποφύγουν βασανισμούς, φυλακίσεις και ποικίλους εκβιασμούς. Με τις δηλώσεις το καθεστώς αποσκοπούσε στον ηθικό και πολιτικό εκμηδενισμό των αγωνιστών, που εμφανίζονταν αφερέγγυοι και ασυνεπείς ως προς τις ιδέες τους. Άλλωστε, από τους δ. απαιτούνταν συχνά και η κατάδοση παράνομων αγωνιστών και ανάμεσά τους επιχειρούνταν και η στρατολόγηση πρακτόρων της αστυνομίας.

Τόσο το ΚΚΕ όσο και οι άλλες αριστερές οργανώσεις αντιτάσσονταν στην υπογραφή δηλώσεων και τα μέλη τους που γίνονταν δ. διαγράφονταν και στιγματίζονταν. Επρόκειτο για μέτρο που θεωρούνταν από το σύνολο της Αριστεράς αναγκαίο, καθώς –έστω και μικρό- μέρος των δ. περνούσε στην υπηρεσία της Ασφάλειας, αλλά κυρίως γιατί η υπογραφή δηλώσεων είχε ως αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των εργαζομένων και του κόσμου της Αριστεράς στα μέλη και τα στελέχη του κόμματος και των άλλων οργανώσεων. Εντούτοις, υπήρχαν και περιπτώσεις που υπογραφόταν δήλωση με κομματική εντολή, για να μπορέσει κάποιος αγωνιστής να συνεχίσει την παράνομη δραστηριότητά του αποφυλακιζόμενος.

Οι πιο γνωστές περιπτώσεις δ. ήταν αυτές των στελεχών του ΚΚΕ που προσχώρησαν στην υπηρεσία του καθεστώτος, συγκροτώντας στα 1939-41 την ελεγχόμενη από την Ασφάλεια «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ» (Μανώλης Μανωλέας, Μιχάλης Τυρίμος κ.ά.), του Στέλιου Σκλάβαινα, του Παντελή Δαμασκόπουλου κ.ά. Εκτός ΚΚΕ, γνωστοί δ. ήταν ο αγροτιστής Κώστας Γαβριηλίδης, ο Παναγιώτης Καββαδάς (Σφυρής), ηγετικό στέλεχος του αρχειομαρξισμού, ο οποίος πέρασε στην υπηρεσία του καθεστώτος, ο Μήτσος Σούλας, που ιδεολογικά παρέμεινε τροτσκιστής, κ.ά. 

Καθώς η μεγάλη πλειονότητα των δ. παρέμεινε πιστή στην αριστερή ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση,  δεκάδες χιλιάδες ήταν αυτοί που συμμετείχαν  στο εαμικό κίνημα, ανάμεσά τους και ο Θανάσης Κλάρας, ο οποίος, ως Άρης Βελουχιώτης, αναδείχτηκε στη θέση του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς επανεντάχθηκαν στο ΚΚΕ, αλλά το 1945 διαγράφηκαν και πάλι, σε μια προσπάθεια να τονιστεί ξανά η ανάγκη της αδιάλλακτης στάσης των αγωνιστών απέναντι στον ταξικό αντίπαλο. Παρ’ όλα αυτά, χιλιάδες δ. επανεντάχθηκαν και πάλι στο ΚΚΕ και συνέχισαν τη δράση τους μέσα από τις γραμμές του ΔΣΕ.

Ο θεσμός των δηλώσεων επανήλθε στα χρόνια του Εμφυλίου και διατηρήθηκε σε όλη την μετεμφυλιακή περίοδο, μέχρι την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974, αν και με τα χρόνια ατόνησε. Η υπογραφή δήλωσης δεν αποτελούσε εμπόδιο για την ένταξη κάποιου αγωνιστή στην ΕΔΑ. Μετά τη δικτατορία, πρώτο το ΚΚΕ εσωτερικού  άνοιξε τις γραμμές του για την ένταξη και αγωνιστών που είχαν υπογράψει παλιότερα δηλώσεις και ακολούθησε κατόπιν και το ΚΚΕ.

 

Δημητράτος Νίκος (1894-1944). Ο πρώτος γραμματέας του ΣΕΚΕ. Γεννήθηκε στην Κεφαλονιά και ήταν αδελφός του κορυφαίου καθεστωτικού συνδικαλιστή, Αριστείδη Δ., και ξάδελφος του Παναγιώτη Δ. Υπήρξε μεταξύ των βασικών στελεχών της Σοσιαλιστικής Ένωσης και της Σοσιαλιστικής Νεολαίας Αθήνας. Στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, το 1918, υποστήριξε θέσεις αριστερές, επιδιώκοντας όμως και τον συμβιβασμό με τη Φεντερασιόν. Εκλέχτηκε γραμματέας της Κ.Ε., αλλά παραιτήθηκε το 1919, αποχώρησε από το κόμμα και συμμετείχε στην Κομμουνιστική Ένωση και στην έκδοση του περιοδικού «Κομμουνισμός». Επανήλθε στο κόμμα το 1920, ανάλαβε και πάλι γραμματέας έως το 1922, και το 1921 φυλακίστηκε.

Αποχώρησε ξανά το 1924, υποστηρίζοντας αυτή τη φορά θέσεις της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, και συμμετείχε στην ίδρυση της Συγκεντρωτικής Ομάδας του ΣΕΚΕ. Το 1927, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες συγκρότησης ενιαίου σοσιαλιστικού κόμματος, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δικηγορία.

 

Δημητράτος Παναγής (1886-1944). Στέλεχος του σοσιαλιστικού κινήματος, ξάδελφος του Νίκου Δ. Γεννήθηκε στην Κεφαλονιά και προσχώρησε στο σοσιαλιστικό κίνημα επηρεασμένος από τον Μαρίνο Αντύπα, στην κίνηση του οποίου συμμετείχε στα 1904-07. Το 1914 συνδέθηκε με το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών του Νίκου Γιαννιού και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Πλάτωνα Δρακούλη, αν και διαφωνούσε με τις απόψεις του. Το ίδιο χρόνο άρχισε την έκδοση της εφημερίδας «Οργάνωσις». Προσέγγισε τη Φεντερασιόν και το 1915 ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Ένωση, με στόχο την ενοποίηση του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος. Συμμετείχε στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ το 1918, υποστηρίζοντας τις κεντρίστικες θέσεις της Φεντερασιόν.

Μέλος της Κ.Ε. του κόμματος στα 1919-22, γραμματέας για λίγους μήνες στα 1919-20, αποχώρησε το 1923, υποστηρίζοντας σοσιαλδημοκρατικές θέσεις. Συμμετείχε κατόπιν στις προσπάθειες ίδρυσης σοσιαλιστικού κόμματος και δραστηριοποιήθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα των δασκάλων, αναδεικνυόμενος στην ηγεσία της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας και του δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλισμού. Κατά την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.

 

Δημητριάδη Μαρία (1951-2009). Τραγουδίστρια, μία από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες πολιτικών τραγουδιών. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Συμμετείχε στις αντιδικτατορικές συναυλίες που οργάνωσε ο Μίκης Θεοδωράκης στο εξωτερικό κατά την περίοδο της δικτατορίας. Ερμήνευσε, επίσης, τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, του Θάνου Μικρούτσικου κ.ά. Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν μέλος του ΕΚΚΕ και αργότερα τάχθηκε υπέρ του ΚΚΕ.

 

Δημητρίου Πάνος (1917-2017). Στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ως μαθητής εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ. Το 1938 εξορίστηκε στη Φολέγανδρο, απ’ όπου απέδρασε το 1941, αλλά πιάστηκε και πάλι στα τέλη της χρονιάς. Την Πρωτοχρονιά του 1944 απέδρασε από τις φυλακές της Κέρκυρας και ανέλαβε υπεύθυνος της ΕΠΟΝ Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε στον ΔΣΕ και κατόπιν έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη.

Ήταν μεταξύ των βασικών στελεχών που τάχθηκαν κατά της καθοδήγησης Ζαχαριάδη. Το 1957 έγινε αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, μόνιμο μέλος το 1958 και το 1961 μέλος του Π.Γ. Στη 12η Ολομέλεια του 1968 καθαιρέθηκε από το Π.Γ., μαζί με τους Μήτσο Παρτσαλίδη και Ζήση Ζωγράφου, και στη συνέχεια συμμετείχε στη συγκρότηση του ΚΚΕ εσωτερικού. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 και ανέλαβε γραμματέας της Κ.Ο. Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ εσ., του οποίου υπήρξε μέλος της Κ.Ε. και του Ε.Γ. Το 1987 συμμετείχε στην ίδρυση της ΕΑΡ και το 1991 εντάχθηκε στον Συνασπισμό. Έγραψε τα βιβλία «Η διάσπαση του ΚΚΕ» και «Εκ βαθέων».

 

Δημοκράτης. 1. Οργάνωση αριστερών διανοουμένων, κυρίως γιατρών, υπό την ηγεσία του Ιφικράτη Χατζηεμμανουήλ. Ιδρύθηκε τον Μάιο 1941. Στο Δ. προσχώρησε και ομάδα τραπεζοϋπαλλήλων, με επικεφαλής τον Τάκη Πετρίδη. Ανάμεσα στα στελέχη της οργάνωσης ήταν ο Κωνσταντίνος Καραβίδας, ο κομμουνιστής, μετέπειτα καπετάνιος του ΕΛΑΣ, Σπύρος Κωτσάκης κ.ά. Ο Δ. κυκλοφόρησε την πρώτη εθνικοαπελευθερωτική προκήρυξη και κατόπιν εξέδωσε ομώνυμη εφημερίδα. Με την ίδρυση του ΕΑΜ εντάχθηκε στις γραμμές του και αργότερα μέρος των μελών του προσχώρησε στο ΚΚΕ, ενώ οι υπόλοιποι ίδρυσαν το Δημοκρατικό Κόμμα Ελλάδας.

2. Παράνομη εφημερίδα που εξέδιδε τον πρώτο καιρό της Κατοχής, το 1941, η ομώνυμη ομάδα αριστερών διανοουμένων.

 

Δημοκράτης Λαός. Εφημερίδα που εξέδιδε η οργάνωση Εργατικό Αντιιμπεριαλιστικό Μέτωπο (ΕΑΜ), από την ίδρυσή της, το 1985, έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

 

Δημοκρατικά δικαιώματα. Θεσμοθετημένες εγγυήσεις προστασίας από την κρατική αυθαιρεσία και υποχρεώσεις του κράτους απέναντι στους πολίτες και σε κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις, στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, των οποίων η διεύρυνση ή ο περιορισμός αποτελεί επίδικο πολιτικών και κοινωνικών αγώνων. Ως βασικά δ.δ., συνταγματικά κατοχυρωμένα σε όλα τα αστικά δημοκρατικά καθεστώτα, αναγνωρίζονται αυτά που αφορούν στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, το άσυλο της κατοικίας, τη συλλογική δράση και επικοινωνία, την προφορική και μέσω του Τύπου έκφραση, την ελευθερία της  θρησκευτικής και ιδεολογικής συνείδησης κ.λπ. Στα δ.δ. περιλαμβάνονται και τα πολιτικά δικαιώματα, με κυριότερο το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, αλλά υπό ευρύτερη έννοια και τα κοινωνικά, που αναφέρονται στην κρατική μέριμνα για την εργασία, την παιδεία, την υγεία κ.λπ.

Τα δ.δ. αποτέλεσαν αντικείμενο διεκδίκησης των αστικοδημοκρατικών κινημάτων και επαναστάσεων. Μετά την επικράτηση της αστικής τάξης και την εμφάνιση του εργατικού κινήματος χαρακτηριστικό της κρατικής εξουσίας είναι η τάση για περιορισμό των δ.δ., που εκδηλώνεται απροκάλυπτα στις περιπτώσεις επιβολής καθεστώτων έκτακτης ανάγκης (δικτατορίες, φασιστικά καθεστώτα κ.λπ.). Αντίθετα, η ιστορία του εργατικού κινήματος συνδέεται με τον αγώνα για την υπεράσπιση και διεύρυνση των δ.δ., και την επέκτασή τους στα κοινωνικά δικαιώματα.

Εντούτοις, ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα προκύπτει από την πρακτική του περιορισμού των δ.δ. στα καθεστώτα που εγκαθιδρύθηκαν μετά την ανατροπή της αστικής εξουσίας, που έθεσε και θέτει το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στα πολιτικά δικαιώματα και τον δημοκρατικό χαρακτήρα της επαναστατικής εξουσίας. Ο περιορισμός των δ.δ. στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού ταυτίστηκε από τη σοσιαλδημοκρατία, τον αναρχισμό, αλλά και από τάσεις του κομμουνιστικού κινήματος, όπως ο ευρωκομμουνισμός, με τη δικτατορία του προλεταριάτου, δικαιολογώντας, έτσι, την απόρριψή της, ενώ άλλες τάσεις αντιμετώπισαν αυτό τον περιορισμό ως απόρροια είτε του γραφειοκρατικού εκφυλισμού των εργατικών καθεστώτων (τροτσκιστές, κυρίως) είτε ως απόδειξη του κρατικού καπιταλιστικού χαρακτήρα τους (διάφορες τροτσκιστογενείς τάσεις, τάσεις του μαοϊσμού κ.λπ.).

Το κίνημα για τα δ.δ. στην Ελλάδα. Τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που διακηρύχτηκαν από τις Εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης του 1821, κατοχυρώθηκαν συνταγματικά ήδη από τον 19ο αιώνα (κυρίως με το Σύνταγμα του 1864), ενώ κοινωνικά δικαιώματα αναγνωρίστηκαν κατά τον 20ό αιώνα. Η αντίσταση στις επιδιώξεις αναίρεσης ή περιορισμού τους, ο αγώνας για την αποκατάστασή τους, όταν καταργούνταν ή περιορίζονταν, καθώς και για τη διεύρυνσή τους, αποτέλεσαν βασικούς πολιτικούς στόχους του εργατικού κινήματος, όχι μόνο στις περιπτώσεις επιβολής καθεστώτων έκτακτης ανάγκης, όπως ήταν οι δικτατορίες του Πάγκαλου (1925-26), του Μεταξά (1936-41) και των συνταγματαρχών (1967-74), αλλά και κατά τις περιόδους που λειτουργούσαν οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί.

Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι αγώνες που διεξήγαγε το εργατικό κίνημα κατά της θεσμικής κατοχύρωσης των διώξεων εναντίον του, μετά την ψήφιση του Ιδιώνυμου από την κυβέρνηση Βενιζέλου, το 1929, και κυρίως οι αγώνες της δημοκρατικής αντίστασης ενάντια στο καθεστώς έκτακτων μέτρων που επιβλήθηκε κατά τον Εμφύλιο και κυριάρχησε σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο της ελεγχόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Αν και το 1918 σοσιαλιστές και αριστεροί δημοκράτες (Αλέξανδρος Δελμούζος, Γεώργιος Καφαντάρης, Γιάννης Πετσόπουλος κ.ά.) ίδρυσαν την Ελληνική Ένωση προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου, το κίνημα για τα δ.δ. αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 1930 και κυρίως στα 1934-36, με την επιδίωξη συγκρότησης αντιφασιστικού μετώπου. Λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά ανασυστάθηκε η κίνηση του 1918, ως Ένωση υπέρ των Ελευθεριών του Ανθρώπου και του Πολίτου, με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Σβώλο.

Μετά τη λήξη του Εμφυλίου ο αγώνας για τα δ.δ., την κατάργηση του αντικομμουνιστικού θεσμικού πλαισίου και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, τη λειτουργία των αστικοδημοκρατικών θεσμών χωρίς εξωθεσμικές παρεμβάσεις και την κατάργηση του καθεστώτος της αστυνομικής αυθαιρεσίας, τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος κ.λπ., αποτέλεσε κύριο στόχο της Αριστεράς και βασικό ζήτημα που επέτρεψε τη συνεργασία με δυνάμεις του δημοκρατικού Κέντρου, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Στην κατεύθυνση αυτή, σημαντική υπήρξε η συνεισφορά της Ελληνικής Ένωσης υπέρ των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτου, που ιδρύθηκε το 1953, ως συνέχεια της Ένωσης του 1936, στη λειτουργία και τη δράση της οποίας πρωτοστάτησαν σοσιαλιστές και άλλοι δημοκράτες, όπως οι Δημήτρης Καλιτσουνάκις, Ηλίας Τσιριμώκος, Στρατής Σωμερίτης κ.ά.,  καθώς και του Συνδέσμου Ελλήνων Δημοκρατικών Νομικών. Στα 1965-67 λειτούργησε και Πανελλήνια Επιτροπή για την Ελεύθερη Λειτουργία και Δράση των Κομμάτων και τη Νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Το κίνημα για τα δ.δ. προσέλαβε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας 1967-74, όταν σ’ αυτό εντάχθηκε το σύνολο των αντιδικτατορικών δυνάμεων, από την άκρα Αριστερά μέχρι την αντιδικτατορική Δεξιά.

Αν και η κατάρρευση της δικτατορίας συνοδεύτηκε από τη νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος και τη διαμόρφωση συνθηκών ομαλής λειτουργίας των αστικοδημοκρατικών θεσμών, εξακολούθησε, μέχρι την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ο κυβερνητικός έλεγχος στο συνδικαλιστικό κίνημα, ενώ δεν απουσίαζαν και περιστατικά διώξεων για πολιτική δραστηριότητα. Παράλληλα, το καθεστώς συνέχισε να θωρακίζεται απέναντι στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, εκσυγχρονίζοντας τον κατασταλτικό μηχανισμό (ίδρυση των ΜΑΤ και άλλων ειδικών σωμάτων για την αντιμετώπιση αγωνιστικών κινητοποιήσεων κ.λπ.) και στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν μετά το 1981 και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.

Πολλοί είναι οι αναρχικοί, κομμουνιστές κ.ά. αγωνιστές που δολοφονήθηκαν μετά το 1974. Ανάμεσά τους ο μαθητής Σιδέρης Ισιδωρόπουλος, ο αντιδικτατορικός αγωνιστής, γιατρός Βασίλης Τσιρώνης, οι φοιτητές Ιάκωβος Κουμής και Σωτηρία Βασιλακοπούλου, η νεαρή εργάτρια Ματίνα Κανελλοπούλου, οι αναρχικοί Μιχάλης Καλτεζάς και Χριστόφορος Μαρίνος, ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας κ.ά. Πολλοί άλλοι, σχεδόν στο σύνολό τους αντιεξουσιαστές, έχουν υποστεί πολύχρονες διώξεις και φυλακίσεις, συνήθως με χαλκευμένες κατηγορίες.

Τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως μετά το 2001, το ζήτημα των δ.δ. προσλαμβάνει νέο χαρακτήρα και εντοπίζεται στην αντίσταση απέναντι στην τάση περιορισμού τους από την κρατική εξουσία, στο πλαίσιο μιας σύγχρονης αυταρχικής δημοκρατίας, που ενισχύεται και με τη θεσμοθέτηση νέων έκτακτων μέτρων στο όνομα της αντιμετώπισης της «τρομοκρατίας». Ιδιαίτερη σημασία αποκτάει η διεθνοποίηση της καταστολής και του αστυνομικού ελέγχου, τόσο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και παγκοσμίως, με τη συνεργασία των κατασταλτικών μηχανισμών και την υπογραφή διεθνών συμφωνιών για τον περιορισμό των δ.δ. Η δολοφονία του 15χρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από αστυνομικό αποτέλεσε αφορμή για τη νεολαιίστικη εξέγερση κατά της κρατικής καταστολής, τον Δεκέμβριο 2008.

Για την υπεράσπιση των δ.δ. αναπτύχθηκε ιδιαίτερη δραστηριότητα από το Δίκτυο για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, τη συνδεδεμένη με το ΚΚΕ Δημοκρατική Συσπείρωση για τις Λαϊκές Ελευθερίες και την Αλληλεγγύη, την Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων κ.ά. κινήσεις, σε πανελλαδικό ή τοπικό επίπεδο. 

 

Δημοκρατικές Επιτροπές Αντίστασης (ΔΕΑ). Από τις πρώτες αντιδικτατορικές οργανώσεις που ιδρύθηκαν μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Συγκροτήθηκαν χωρίς ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο, με πρωτοβουλία του τροτσκιστικού Κομμουνιστικού Διεθνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΔΚΕ) και με τη συμμετοχή πρώην μελών της Δ.Ν. Λαμπράκη. Υπολογίζεται πως στις γραμμές τους εντάχθηκαν περισσότεροι από 400 αγωνιστές, που δραστηριοποιήθηκαν με την αναγραφή συνθημάτων και την έκδοση παράνομων προκηρύξεων, αλλά και με βομβιστικές ενέργειες. Οι ΔΕΑ δέχτηκαν δύο απανωτά χτυπήματα της Ασφάλειας, τον Αύγουστο και τον Δεκέμβριο του 1967, αν και τυπικά δρούσαν έως το 1970.

 

Δημοκρατική. Εφημερίδα της Αριστεράς που κυκλοφόρησε ως ανεπίσημο όργανο της ΕΔΑ, αμέσως μετά την ίδρυσή της, τον Σεπτέμβριο 1951. Ο τίτλος της παρέπεμπε στην εφημερίδα «Δημοκρατικός», που η έκδοσή του είχε απαγορευτεί τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου. Διευθυντής της «Δ.» ήταν ο Γιάννης Αγγέλου και υπεύθυνος έκδοσης ο Κώστας Γαβριηλίδης. Με τη σειρά της απαγορεύτηκε κι αυτή, τον Ιανουάριο του 1952, ως εξαρτώμενη από το παράνομο ΚΚΕ. Ο Γαβριηλίδης εξορίστηκε και πάλι και μετά από λίγους μήνες πέθανε στην εξορία. Στη θέση της «Δ.» εκδόθηκε αργότερα «Η Αυγή».

 

Δημοκρατική Αλλαγή. 1. Απογευματινή εφημερίδα που στηριζόταν από την ΕΔΑ και απηχούσε τις θέσεις του παράνομου Γραφείου Εσωτερικού της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Κυκλοφόρησε το 1964 και η έκδοσή της απαγορεύτηκε με το πραξικόπημα του 1967. Βασικοί συντελεστές της έκδοσης ήταν οι Λευτέρης Βουτσάς και Γιάννης Ευαγγελίδης.

2. Παράνομη εφημερίδα που κυκλοφόρησε στα 1968-71 ως όργανο της ΕΔΑ Αθήνας, εκφράζοντας θέσεις του ΚΚΕ.

 

Δημοκρατική Αριστερά. 1. Δεκαπενθήμερη και κατόπιν μηνιαία εφημερίδα, όργανο της μεταδικτατορικής ΕΔΑ. Κυκλοφόρησε από το 1975 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

2. (ΔΗΜΑΡ). Κόμμα που ιδρύθηκε το 2010 μετά την αποχώρηση από τον Συνασπισμό της Αριστεράς της πλειονότητας των μελών της Ανανεωτικής Πτέρυγας, με πρόεδρο τον Φώτη Κουβέλη και βασικά στελέχη τους Σπύρο Λυκούδη, Θεόδωρο Μαργαρίτη, Δημήτρη Χατζησωκράτη κ.ά. Την υποστήριξή του εξέφρασε και ο Λεωνίδας Κύρκος.

Η ΔΗΜΑΡ τοποθετούνταν στον χώρο της Κεντροαριστεράς και είχε σαφή προσανατολισμό υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις εκλογές του Μαΐου 2012 πήρε 386.000 ψήφους (6,11%) και 19 έδρες, και τον επόμενο μήνα 385.000 ψήφους (6,26%) και 17 έδρες. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012 συμμετείχε στην κυβέρνηση, σε συνεργασία με τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, αλλά αποχώρησε αργότερα.

Έχοντας περιέλθει σε σοβαρή κρίση με αποχωρήσεις μεγάλου μέρους των μελών και στελεχών της, συμμετείχε στις ευρωεκλογές του 2014, παίρνοντας 69.000 ψήφους (1,21%), ενώ στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, στις οποίες συμμετείχε σε συνεργασία με τμήμα των Οικολόγων-Πράσινων, πήρε 30.000 ψήφους (0,49%). Μετά την αποχώρηση του Φώτη Κουβέλη, στην ηγεσία του κόμματος αναδείχτηκε ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος, που εκλέχτηκε βουλευτής στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, στις οποίες η ΔΗΜΑΡ συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ. Από το 2019 η ΔΗΜΑΡ συνεργαζόταν με τον ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο προσχώρησαν τα περισσότερα από τα μέλη της μετά την αυτοδιάλυσή της, το 2022.

 

Δημοκρατική Αριστερή Νεολαία (ΔΑΝ). Οργάνωση νεολαίας της Ένωσης Δημοκρατικών Αριστερών του Ιωάννη Σοφιανόπουλου. Ιδρύθηκε το 1950, κυρίως από κομμουνιστές επονίτες, που απέβλεπαν στην ανάπτυξη νόμιμης δραστηριότητας. Επικεφαλής της ήταν ο Βασίλης Μπρακατσούλας. Το 1951 συμμετείχε στην ίδρυση της Ενιαίας Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας (ΕΔΝΕ) και αυτοδιαλύθηκε.

 

Δημοκρατική Ένωση. 1. Μικρή κεντροαριστερή συσπείρωση πρώην στελεχών του ομώνυμου μεσοπολεμικού κόμματος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, που συμμετείχε στο ΕΑΜ, υπό την ηγεσία των Στέλιου Κρητικά και Ιωάννη Μιχαήλ. Ο επίσημος τίτλος της ήταν Αγροτικό και Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, όπως είχε μετονομαστεί η Δ.Ε. από το 1926. Μετά την Απελευθέρωση παρέμεινε στον Συνασπισμό Κομμάτων του ΕΑΜ. Εξέδιδε τις εφημερίδες «Νέα Κοινωνία» και «Πανδημοκρατική». Τα στελέχη της αντιμετώπισαν διώξεις την περίοδο του Εμφυλίου και το 1951 εντάχθηκε στην ΕΔΑ. Τυπικά συνέχισε τη λειτουργία της έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950.

2. Πολιτικό κόμμα σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού που ίδρυσε το 1958 ο Ηλίας Τσιριμώκος, με ομάδα βουλευτών (Τάσος Βουλόδημος, Αλέξανδρος Καλλιδόπουλος, Μιχάλης Κύρκος,  Ηλίας Μπρεδήμας, Κομνηνός Πυρομάγλου κ.ά.) που είχαν εκλεγεί, όπως και ο ηγέτης του, ως συνεργαζόμενοι με την ΕΔΑ στις εκλογές του ίδιου χρόνου. Η ίδρυση της Δ.Ε. πριμοδοτήθηκε και από την ΕΔΑ, τόσο για να διασκεδαστούν οι φόβοι της αντίδρασης που προκλήθηκαν από την ανάδειξή της σε αξιωματική αντιπολίτευση όσο και για να συμβάλει το νέο κόμμα σε μια ευρύτερη ενότητα των δυνάμεων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Οι ελπίδες αυτές διαψεύστηκαν, καθώς η Δ.Ε., από την οποία αποχώρησαν το 1960 οι οχτώ από τους δώδεκα βουλευτές της, που συνέχισαν τη συνεργασία με την ΕΔΑ, επέλεξε τη μονόπλευρη συνεργασία με κεντρώες δυνάμεις, συμμετέχοντας το 1961 στην ίδρυση της Ένωσης Κέντρου. Δημοσιογραφικό όργανο της Δ.Ε. ήταν το περιοδικό «Η Πολιτική».

 

Δημοκρατική Κίνηση Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης. Βλ. Λαμπράκηδες.

 

Δημοκρατική Μαθητική Κίνηση (ΔΗΜΑΚ). Μαθητική παράταξη του Ρήγα Φεραίου, νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού. Ιδρύθηκε το 1974 και εξέδιδε τη «Μαθητική Πορεία». Έπαψε να λειτουργεί  μετά τη διάσπαση της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, το 1978.

 

Δημοκρατική Νεολαία Ελλάδας (ΔΝΕ). Οργάνωση της νεολαίας του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας (ΔΣΕ). Ιδρύθηκε το 1947 και συνέχισε να λειτουργεί τυπικά έως το 1949, μολονότι από το 1948 στο πλαίσιο του ΔΣΕ δρούσε παράλληλα και η ΕΠΟΝ.

 

Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη (ΔΝΛ). Βλ. Λαμπράκηδες.

 

Δημοκρατική Παράταξη. Συνασπισμός αριστερών κομμάτων στις εκλογές του Μαρτίου 1950. Την αποτέλεσαν το ΣΚ-ΕΛΔ, με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Σβώλο, το Κόμμα Αριστερών Φιλελευθέρων, με τους Νεόκοσμο Γρηγοριάδη και Σταμάτη Χατζήμπεη, και η Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών, με τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο. Μετά από απαίτηση του ΣΚ-ΕΛΔ, αποκλείστηκε από τη συνεργασία το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, του Γιάννη Πασαλίδη.

Ψηφίστηκε κυρίως από τους κομμουνιστές και πήρε 9,7%, εκλέγοντας 18 βουλευτές (8 του ΣΚ-ΕΛΔ, 6 των Αριστερών Φιλελευθέρων, 3 του Σοφιανόπουλου και έναν ανένταχτο). Το εκλογικό αποτέλεσμα θεωρήθηκε επιτυχία της Αριστεράς, καθώς οι εκλογές έγιναν μόλις λίγους μήνες μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου, αλλά και δεν καταρτίσθηκαν συνδυασμοί σε πολλές επαρχιακές περιφέρειες. Στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, τα ποσοστά της Δ.Π. κινήθηκαν μεταξύ 20 και 25%, και στις εργατικές συνοικίες έφταναν το 40%.

Πολύ σύντομα η κίνηση διαλύθηκε, καθώς οι βουλευτές του ΣΚ-ΕΛΔ συγκρότησαν ιδιαίτερη κοινοβουλευτική ομάδα, ενώ κατόπιν άλλοι συγκρότησαν τον Δημοκρατικό Συναγερμό, κόμμα που συνδεόταν με το παράνομο ΚΚΕ και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της ΕΔΑ.

 

Δημοκρατική Ριζοσπαστική Νεολαία. Μικρή οργάνωση νεολαίας του Δημοκρατικού Ριζοσπαστικού Κόμματος Ελλάδας, του Μιχάλη Κύρκου. Ιδρύθηκε το 1950, αποτελούμενη κυρίως από  μέλη της παράνομης ΕΠΟΝ, που αξιοποίησαν τις δυνατότητες για πολιτική δραστηριότητα που τους προσέφερε ένα νόμιμο κόμμα. Το 1951  αυτοδιαλύθηκε, συμμετέχοντας στην ίδρυση της Ενιαίας Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας (ΕΔΝΕ).

 

Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗΚΚΙ). Αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα που ιδρύθηκε το 1995 από τον Δημήτρη Τσοβόλα, πρώην ηγετικό στέλεχος και υπουργό του ΠΑΣΟΚ. Το ΔΗΚΚΙ συσπείρωσε στελέχη, μέλη και οπαδούς του ΠΑΣΟΚ που αντιτάσσονταν στη δεξιά νεοφιλελεύθερη στροφή του κόμματος, επιμένοντας σε έναν αριστερό προσανατολισμό. Στις εκλογές του 1996 πήρε ποσοστό 4,4% και ανέδειξε 9 βουλευτές, αλλά το 2000 δεν κατόρθωσε να εκπροσωπηθεί κοινοβουλευτικά, έχοντας πάρει 2,7%. Υποστήριξε την ενότητα της Αριστεράς, αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση από το ΚΚΕ και τον Συνασπισμό.

Λίγο πριν τις εκλογές του 2004 ο Τσοβόλας ανακοίνωσε την αυτοδιάλυση του κόμματος, συναντώντας την αντίθεση μερίδας στελεχών του που επέμειναν στη συνέχιση της λειτουργίας του και συμμετείχαν στις εκλογές παίρνοντας 1,8%. Στις δημοτικές εκλογές του 2002 και του 2006 το ΔΗΚΚI συνεργάστηκε με το ΚΚΕ και από το 2007 εντάχθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, με τον τίτλο ΔΗΚΚΙ - Σοσιαλιστική Αριστερά. Στις εκλογές του Ιουνίου 2012 απέκτησε τριμελή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Το 2013, με τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα, διατήρησε την αυτοτελή του συγκρότηση, συνεχίζοντας τη συνεργασία, και στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 εξέλεξε δύο βουλευτές. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου εντάχθηκε στη Λαϊκή Ενότητα, από την οποία αποχώρησε το 2019 και ως μικρή πολιτική ομάδα συνεργάζεται με κινήσεις λαϊκιστικής - εθνικιστικής κατεύθυνσης. Βασικά του στελέχη είναι οι Παναγιώτης Μαντάς, Γιώργος Μπούτρης κ.ά.

 

Δημοκρατικό Κόμμα Ελλάδας. Ολιγομελής αριστερός πολιτικός φορέας που ιδρύθηκε το 1942 από στελέχη της οργάνωσης Δημοκράτης, με επικεφαλής τον Ιφικράτη Χατζηεμμανουήλ. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και αυτοδιαλύθηκε το 1945,  όταν τα μέλη του συμμετείχαν στην ίδρυση του Δημοκρατικού Ριζοσπαστικού Κόμματος Ελλάδας, με επικεφαλής τον Μιχάλη Κύρκο.

 

Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού (ΔΚΕΛ). Σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης κόμμα. Ιδρύθηκε το 1953 από τμήμα του ΣΚ-ΕΛΔ, που μετά τη διάλυσή του ακολούθησε τον πρόεδρό του Αλέξανδρο Σβώλο, και από την αριστερή πτέρυγα της ΕΠΕΚ, που μετά τον θάνατο του Πλαστήρα συσπειρώθηκε γύρω από τον Γεώργιο Καρτάλη, συγκροτώντας το Δημοκρατικό Κόμμα. Μεταξύ των στελεχών του ήταν και οι σοσιαλιστές Νίκος Ασκούτσης, Δημήτρης Στρατής (επικεφαλής του Κινήματος Ελεύθερου Συνδικαλισμού), Στρατής Σωμερίτης κ.ά.

Το ΔΚΕΛ επιδίωξε την πολιτική έκφραση του χώρου της μη κομμουνιστικής Αριστεράς και στις δημοτικές εκλογές του 1954 συνεργάστηκε με την ΕΔΑ. Το 1956 συμμετείχε στην Εθνική Κίνηση Αλλαγής και στον εκλογικό συνασπισμό της αντιπολίτευσης Δημοκρατική Ένωση, κερδίζοντας 17 κοινοβουλευτικές έδρες. Το 1957, μετά τον θάνατο των ιδρυτών του, την ηγεσία του ανέλαβε ο Στέλιος Αλλαμανής και το κόμμα μετατοπίστηκε στον χώρο του Κέντρου, ενώ μεγάλος αριθμός στελεχών του αποχώρησε και στις εκλογές του 1958 συνεργάστηκε με την ΕΔΑ. Στις εκλογές αυτές το ΔΚΕΛ πήρε μέρος με τον συνασπισμό της Προοδευτικής Αγροτικής Δημοκρατικής Ένωσης, εκλέγοντας έναν βουλευτή, και το 1961 συμμετείχε στη συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου. Ο Αλλαμανής ήταν ένας από τους αποστάτες του 1965.

 

Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα Ελλάδας. Μικρή πολιτική κίνηση στον χώρο της ευρύτερης δημοκρατικής Αριστεράς. Ιδρύθηκε το 1945 από τον Μιχάλη Κύρκο, τον Αλκιβιάδη Λούλη, τον Εμμανουήλ Πρωιμάκη, το στέλεχος του ΕΛΑΣ, στρατηγό Γεράσιμο Αυγερόπουλο, τον Ιφικράτη Χατζηεμμανουήλ, επικεφαλής του εαμικού Δημοκρατικού Κόμματος Ελλάδας το οποίο αυτοδιαλύθηκε και προσχώρησε στο ΔΡΚΕ, κ.ά., και συμμετείχε στον Συνασπισμό Κομμάτων του ΕΑΜ. Στα 1949-50 απαγορεύτηκε η λειτουργία του και ο επικεφαλής του φυλακίστηκε, αλλά ανασυστάθηκε στη συνέχεια και το 1951 συμμετείχε στον Δημοκρατικό Συναγερμό και στην ίδρυση της ΕΔΑ. Λίγους μήνες αργότερα ο Κύρκος και άλλα στελέχη αποχώρησαν από την ΕΔΑ και το 1952 προσχώρησαν στο κυβερνητικό κόμμα της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα. Στα 1950-51 λειτουργούσε και η Δημοκρατική Ριζοσπαστική Νεολαία.

 

Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα (ΔΣΚ). Παράταξη της Αριστεράς στο συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων. Ιδρύθηκε το 1955 με την ενοποίηση του Ενιαίου Συνδικαλιστικού Κινήματος Ελλάδας (ΕΣΚΕ), της ΕΔΑ, και του Κινήματος Ελεύθερου Συνδικαλισμού (ΚΕΣ), του Δημήτρη Στρατή, που αποτελούνταν, κυρίως, από σοσιαλιστές συνδικαλιστές. Επικεφαλής του ΔΣΚ ανέλαβε ο Στρατής και όργανό του έγινε η εφημερίδα «Ελεύθερα Συνδικάτα», που μέχρι τότε εκδιδόταν από το ΚΕΣ.

Το ΔΣΚ αποτέλεσε τον δίαυλο για το πέρασμα της πολιτικής του παράνομου ΚΚΕ και της ΕΔΑ στο συνδικαλιστικό κίνημα, και η πολιτική του καθορίστηκε από τη συνδικαλιστική πολιτική της Αριστεράς. Παράλληλα, όμως, διατήρησε μια σχετική ανεξαρτησία απέναντι στους κομματικούς σχηματισμούς της. Ως κύριο στόχο έθεσε τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, την ένταξη στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις και στη ΓΣΕΕ των σωματείων που έλεγχε και τα οποία είχαν διαγραφεί ή δεν είχαν γίνει δεκτά, και τη διοργάνωση δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού Συνεδρίου. Στην κατεύθυνση αυτή συνεργάστηκε το 1956 με τη Νέα ΓΣΕΕ του Σίμου Χατζηδημητρίου και το 1958 με την κυρίαρχη τάση της ΓΣΕΕ, του Φώτη Μακρή, ενάντια στην ακραία αντικομμουνιστική ομάδα του Δημήτρη Θεοδώρου, αν και παρά τη συνεργασία δεν προωθήθηκε η υπόθεση του εκδημοκρατισμού. Ανάλογες τακτικές συνεργασίες με εκπροσώπους του συντηρητικού συνδικαλισμού έγιναν και κατά τα επόμενα χρόνια.

Το ΔΣΚ πρωτοστάτησε στην οργάνωση και διεξαγωγή των αγώνων των εργαζομένων σε όλη την περίοδο από την ίδρυσή του έως το 1967. Το 1962, σε συνεργασία με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του Κέντρου, συγκρότησε το κίνημα των 115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων, που συσπείρωσε τις δυνάμεις της συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης και βρέθηκε επικεφαλής των εργατικών κινητοποιήσεων της επόμενης περιόδου.

Το ΔΣΚ τέθηκε εκτός νόμου και διαλύθηκε με το πραξικόπημα του Απριλίου 1967, και εκατοντάδες στελέχη του εξορίστηκαν. Ομάδα στελεχών του που απέφυγε τη σύλληψη και πέρασε στην παρανομία, ίδρυσε τον Αύγουστο του 1967 το Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ), που μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ συνδέθηκε με το ΚΚΕ εσωτερικού, ενώ άλλα στελέχη του, προσκείμενα στο ΚΚΕ, ίδρυσαν το 1968 την Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ).

Στην ηγεσία του ΔΣΚ, εκτός από τον Δημήτρη Στρατή, συμμετείχαν κατά καιρούς και οι  Γιάννης Αμπατζόγλου, Γιώργος Αράπης,  Μπάμπης Γαλανόπουλος, Δημήτρης Γιαχνής, Κώστας Μαραγκουδάκης, Βασίλης Μεσολογγίτης, Βασίλης Νεφελούδης, Βασίλης Παπαγιαννόπουλος, Τάκης Τασούλης, Νίκος Τζανιδάκης, Γιάννης Τσαγκαράκης, Χρήστος Τσεσμελής, Ορέστης Χατζηβασιλείου  κ.ά.

 

Δημοκρατικό Φιλειρηνικό Μέτωπο Νέων. Κίνηση που συγκροτήθηκε αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου, στα 1950-51, με την υποστήριξη της παράνομης ΕΠΟΝ. Ανέπτυξε δραστηριότητα υπέρ της «Έκκλησης της Στοκχόλμης» για την καταστροφή της ατομικής βόμβας και τα μέλη της αντιμετώπισαν ποικίλες διώξεις. Ανάμεσα στα στελέχη της ήταν ο επονίτης Νίκος Νικηφορίδης, που καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε τον Μάρτιο 1951. Το μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού της κίνησης συμμετείχε κατόπιν στην ίδρυση της ΕΔΝΕ.

 

Δημοκρατικοί Σύλλογοι. Κινήσεις που συγκροτήθηκαν το 1945, με πρωτοβουλία του ΕΑΜ και με τη συμμετοχή των Αριστερών Φιλελευθέρων, της ΕΛΔ-ΣΚΕ και δημοκρατικών παραγόντων, όπως ήταν και ο επικεφαλής τους, στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος. Τάσσονταν κατά της επανόδου του βασιλιά και υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, και δραστηριοποιούνταν στη διοργάνωση συγκεντρώσεων, καθώς και στην έκδοση ανακοινώσεων και διαμαρτυριών ενάντια στην κρατική και παρακρατική τρομοκρατία. H δράση τους περιορίστηκε μετά το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1946 και διαλύθηκαν το 1947, ως αποτέλεσμα των έκτακτων αντιδημοκρατικών μέτρων που ενισχύθηκαν με την επέκταση του Εμφυλίου.

 

Δημοκρατικός. Εφημερίδα που κυκλοφόρησε από τον Αύγουστο του 1950 έως τον Ιανουάριο 1951, οπότε απαγορεύτηκε η έκδοσή της. Απηχούσε τις απόψεις του παράνομου ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Συναγερμού. Υπεύθυνος έκδοσης ήταν ο Γιάννης Αγγέλου, διευθυντής ο Διονύσης Χριστάκος, βουλευτής της Δημοκρατικής Παράταξης, και αρχισυντάκτης ο Στάθης Δρομάζος. Τον Σεπτέμβριο 1951, μετά την ίδρυση της ΕΔΑ, εκδόθηκε η εφημερίδα «Δημοκρατική».

 

Δημοκρατικός Αγώνας. Φοιτητική-σπουδαστική παράταξη του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς. Ιδρύθηκε από τη νεολαία του ΚΚΕ εσωτερικού, Ρήγας Φεραίος, το 1974 και αναδείχτηκε τρίτη δύναμη στο φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα, μετά από την Πσκ του ΚΚΕ και την ΠΑΣΠ του ΠΑΣΟΚ, με ποσοστά γύρω στο 15%. Στις φοιτητικές εκλογές του 1976 συνεργάστηκε στη Θεσσαλονίκη με την κεντρώα Δημοκρατική Πορεία, ως Δημοκρατική Ενότητα, και έκτοτε αναφερόταν ως ΔΑ-ΔΕ.

Τη διάσπαση της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, το 1978, ακολούθησε διάσπαση και της παράταξης. Το τμήμα που συνδέθηκε με την ΕΚΟΝ Ρ.Φ. (Β΄ Πανελλαδική) πρωτοστάτησε στις φοιτητικές καταλήψεις του 1979 και κατόπιν αυτοδιαλύθηκε, συμμετέχοντας στην ίδρυση των Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών. Το άλλο τμήμα, που παρέμεινε συνδεδεμένο με τη νεολαία του ΚΚΕ εσ., διασπάστηκε και πάλι το 1987, ακολουθώντας τη διάσπαση του κόμματος. Η μειοψηφία τάχθηκε με την Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ), για να διαλυθεί μέσα στα κοινά σχήματα του Συνασπισμού, το 1990, ενώ η πλειοψηφία, παραμένοντας παράταξη της ΕΚΟΝ Ρ.Φ. (νεολαίας, πλέον, του ΚΚΕ Εσ. / Ανανεωτική Αριστερά), αυτοδιαλύθηκε το 1991, συμμετέχοντας στην ίδρυση των σχημάτων της ΕΑΑΚ.

 

Δημοκρατικός δρόμος (για τον σοσιαλισμό). Στρατηγική που επεξεργάστηκε ο χώρος της ανανεωτικής Αριστεράς, κυρίως το ΚΚΕ εσωτερικού, κατά τη δεκαετία του 1970. H στρατηγική του δ.δ. επηρεάστηκε από ανάλογες επεξεργασίες άλλων Κ.Κ., ιδιαίτερα της δυτικής Ευρώπης (ιταλικό, ισπανικό, γαλλικό κ.λπ.), που συγκρότησαν το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού. Έγκειται στην απόρριψη της «εξ εφόδου κατάληψης της εξουσίας» και στη διεκδίκηση της κατάκτησής της μέσα από δημοκρατικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, με πλατιές πολιτικές συμμαχίες και με τη στήριξη σε ισχυρά μαζικά κινήματα. H προώθηση αλλαγών με τη διεύρυνση της δημοκρατίας και με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, νοείται ως μια διαδικασία βαθιών διαρθρωτικών μετασχηματισμών με πλατιά λαϊκή συναίνεση.

Ο δ.δ. αποβλέπει στην οικοδόμηση ενός σοσιαλισμού με δημοκρατία, ελευθερία και αυτοδιαχείριση. Στο πλαίσιο αυτό, εγκαταλείφθηκε και η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, καθώς ο δημοκρατικός σοσιαλισμός νοείται ως δημοκρατική εξουσία στηριγμένη σε ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις.

Ο δ.δ. για τον σοσιαλισμό, που υιοθετήθηκε από το ΚΚΕ εσ. με το Πρόγραμμα που ψήφισε το 1ο (9ο) Συνέδριο το 1976, επικρίθηκε από το ΚΚΕ, αλλά και από το σύνολο των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ως έκφραση ρεφορμισμού και εγκατάλειψη της επαναστατικής προοπτικής του κομμουνιστικού κινήματος. Ανάλογη κριτική ασκήθηκε και από την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (Β΄ Πανελλαδική), η οποία αποδεχόταν τη στρατηγική του δ.δ., ως διαδικασία ρήξεων, με μαζικούς κοινωνικούς αγώνες και στόχο τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Στο δ.δ. εξακολούθησαν να αναφέρονται αριστερές τάσεις του Συνασπισμού, αλλά και μικρότερες δυνάμεις του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς, όπως η  ΑΚΟΑ και η Κομμουνιστική Ανανέωση, καθώς και ο ΣΥΡΙΖΑ.

 

Δημοκρατικός σοσιαλισμός. 1. Όρος που υιοθετήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατία για τον αυτοπροσδιορισμό της και τη διαφοροποίησή της από το κομμουνιστικό κίνημα. Χρησιμοποιήθηκε και από το σύνολο των ελληνικών σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων και κομμάτων, αλλά και από τον Συνασπισμό, τη ΔΗΜΑΡ και τον ΣΥΡΙΖΑ.

2. Προγραμματική διακήρυξη της σοσιαλδημοκρατίας και της κυρίαρχης τάσης στα ευρωκομμουνιστικά κόμματα. Προβλήθηκε για τη διαφοροποίηση από τα μοντέλα σοσιαλισμού των χωρών όπου επικράτησαν τα κομμουνιστικά κόμματα. Θεωρητικά, αντιπαρατίθεται στην έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο δ.σ. νοείται ως καθεστώς στο οποίο διατηρούνται οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί και οι αστικές δημοκρατικές ελευθερίες, που διευρύνονται και συμπληρώνονται με μορφές άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Οι θέσεις αυτές έχουν επικριθεί, κυρίως γιατί θεωρείται πως στηρίζονται στην άρνηση του ταξικού χαρακτήρα των κρατικών μηχανισμών και της πολιτικής εξουσίας.

Στην Ελλάδα ο δ.σ. αποτέλεσε προγραμματική διακήρυξη τόσο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και οργανώσεων, όσο και του ΚΚΕ εσωτερικού και της μεταδικτατορικής ΕΔΑ. Στον δ.σ. αναφερόταν ο Συνασπισμός και άλλες οργανώσεις της ανανεωτικής Αριστεράς, όπως η ΑΚΟΑ και η Κομμουνιστική Ανανέωση, καθώς και  ο ΣΥΡΙΖΑ.

 

Δημοκρατικός Στρατός. Πολιτικό-θεωρητικό περιοδικό που εξέδιδε στα 1948-49 το Γενικό Στρατηγείο του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας, εκφράζοντας τις θέσεις του ΚΚΕ.

 

Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας (ΔΣΕ). Ο αντάρτικος στρατός κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1946-49. Ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1946, με τη συγκρότηση του Γενικού Αρχηγείου, με επικεφαλής τον Μάρκο Βαφειάδη, για τον συντονισμό της δράσης των ανταρτοομάδων που είχαν σχηματιστεί από αγωνιστές της Αντίστασης και της Αριστεράς, και δρούσαν ως  Ομάδες Καταδιωκόμενων Δημοκρατικών Αγωνιστών ή Ομάδες Δημοκρατικών Ένοπλων Καταδιωκόμενων Αγωνιστών. Ονομάστηκε ΔΣΕ τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου.

Ο ΔΣΕ εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την ορεινή Ελλάδα, από τη Θράκη έως την Πελοπόννησο, και σε πολλά νησιά (Κρήτη, Εύβοια, Ικαρία, Σάμο, Λέσβο, Κεφαλονιά και Λευκάδα) και έφερε σε δύσκολη θέση τον κυβερνητικό στρατό, ακολουθώντας τακτική ανταρτοπολέμου, με αιφνιδιαστικές επιθέσεις ενάντια σε σταθμούς της Χωροφυλακής και σε μικρές στρατιωτικές μονάδες. Το καλοκαίρι 1947 στις γραμμές του εντάσσονταν 20.000 μαχητές και μαχήτριες.

Η ανάπτυξη του αντάρτικου προκάλεσε την άμεση αμερικανική επέμβαση, που εκδηλώθηκε με την εξαγγελία, τον Μάρτιο 1947, του Δόγματος Τρούμαν, το οποίο πρόβλεπε την αποφασιστική ενίσχυση των ελληνικών κυβερνητικών στρατιωτικών δυνάμεων, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του επαναστατικού κινήματος. Στα τέλη του 1948 ο κυβερνητικός στρατός έφτασε τους 250.000 άντρες και είχε στη διάθεσή του τεράστια αφθονία σύγχρονων όπλων, διεξάγοντας τον πόλεμο υπό την επίβλεψη Αμερικανών ανώτατων στρατιωτικών.

Στη δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο υπήρχαν εκτεταμένες περιοχές όπου κυριαρχούσε ο ΔΣΕ και αποτέλεσαν το έδαφος της Ελεύθερης Ελλάδας. Στις περιοχές αυτές αποφασίστηκε από την 3η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, τον Σεπτέμβριο 1947, να εφαρμοστεί το σχέδιο «Λίμνες» (ή «Σ»), που αποσκοπούσε στην κατάληψη πόλεων και τη δημιουργία σταθερής βάσης, και τέθηκε ο στόχος της αύξησης των μαχητών του ΔΣΕ στους 60.000. Η επίθεση στο Μέτσοβο για την υλοποίηση του σχεδίου απέτυχε, αν και σημειώθηκε νίκη του ΔΣΕ στη μάχη της Μουργκάνας. Την ανάγκη κατάληψης πόλης στην περιοχή κατέστησε επιτακτική και ο σχηματισμός, τον Δεκέμβριο 1947, της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Ακολούθησε νέα αποτυχία στην Κόνιτσα.

Καθώς το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου, τα μέλη της ηγεσίας του, σχεδόν στο σύνολό τους, πέρασαν στις απελευθερωμένες περιοχές, και ανάμεσά τους και ο γραμματέας του κόμματος, Νίκος Ζαχαριάδης.

Στις αρχές του 1948 απέτυχαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, που επαναλήφθηκαν το καλοκαίρι στον Γράμμο, όπου 80.000 άντρες με ασύγκριτη υπεροπλία συγκρούστηκαν με 11.000 μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, που πραγματοποίησαν επιτυχή ελιγμό προς το Βίτσι, ενώ νικηφόρες μάχες δόθηκαν από τον ΔΣΕ στη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο.

Την περίοδο αυτή απομακρύνθηκε από την ηγεσία του ΔΣΕ ο Βαφειάδης, που είχε διαφωνήσει με την τακτική που απέβλεπε στην κατάληψη πόλεων. Συγκροτήθηκε Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη, και αποφασίστηκε η μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό.

Τον Σεπτέμβριο 1948 απέτυχαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων στο Βίτσι και ο ΔΣΕ κατήγαγε σημαντική νίκη στο Μάλι Μάδι. Μετά από σειρά επιθέσεων, καταλήφθηκαν και κρατήθηκαν προσωρινά οι πόλεις των Τρικάλων και της Καρδίτσας, και κωμοπόλεις της δυτικής Μακεδονίας, και στις αρχές του 1949 η Νάουσα και το Καρπενήσι, ενώ απέτυχαν οι επιθέσεις για κατάληψη της Έδεσσας και της Φλώρινας. Τον Ιανουάριο 1949, μετά από μεγάλες επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, διαλύθηκε ο ΔΣΕ Πελοποννήσου.

Τον ίδιο μήνα η 5η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ διακήρυξε πως ο αγώνας του ΔΣΕ αποτελεί επανάσταση που αποβλέπει στην εγκαθίδρυση λαϊκοδημοκρατικού καθεστώτος με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά. Η Ολομέλεια διακήρυξε τη θέση για αυτοδιάθεση των Σλαβομακεδόνων, που αποτελούσαν σημαντικό τμήμα του ΔΣΕ, και διέγραψε από το κόμμα τον Βαφειάδη.

Τη μεγάλη επιτυχία του ΔΣΕ με την ανακατάληψη του Γράμμου, τον Απρίλιο 1949, ακολούθησε η επιτυχία των κυβερνητικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία, που οδήγησε στη διάλυση του Κεντρικού Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας, τον Ιούλιο, και στη συγκέντρωση των δυνάμεων του ΔΣΕ στον Γράμμο. Εξαιρετικά σοβαρό πλήγμα για τον ΔΣΕ ήταν το κλείσιμο των συνόρων από τη Γιουγκοσλαβία, ως συνέπεια της τοποθέτησης του ΚΚΕ υπέρ των θέσεων της ΕΣΣΔ κατά του Τίτο. Ο ΔΣΕ έχασε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί το γιουγκοσλαβικό έδαφος ως ενδοχώρα και στερήθηκε τη βοήθεια από τη γειτονική χώρα.

Το καλοκαίρι του 1949 εφαρμόστηκε από τον κυβερνητικό στρατό το σχέδιο «Πυρσός» και 150.000 άντρες, ενισχυμένοι με πυροβολικό, τεθωρακισμένα και αεροπορία, επιτέθηκαν σε 12.000 μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ στον Γράμμο και το Βίτσι. Στις 29 με 30 Αυγούστου, μετά την πτώση και της τελευταίας γραμμής άμυνας στο ύψωμα Κάμενικ, ο ΔΣΕ υποχώρησε στην Αλβανία. Τους αμέσως επόμενους μήνες ακολούθησε η διάλυση των δυνάμεων του ΔΣΕ και στα νησιά. Εντούτοις, ανταρτοομάδες συνέχισαν να δρουν μέχρι το 1951 στη βόρεια Ελλάδα και κατά τα επόμενα χρόνια στην Κρήτη και την Ικαρία.

Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η εκδοτική δραστηριότητα του ΔΣΕ. Κυκλοφόρησαν οι εφημερίδες «Εξόρμηση», «Προς τη νίκη», «Μαχήτρια», «Μαχήτρια της λευτεριάς», «Αγωνίστρια», «Παρτιζάνα του Βίτσι» και «Νέος Μαχητής», το πολιτικό-θεωρητικό περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός»,  καθώς και πολλά έντυπα τμημάτων του ΔΣΕ σε διάφορες περιοχές.

Η αναγκαιότητα και τα αδιέξοδα του αγώνα του ΔΣΕ. H ίδρυση του ΔΣΕ και η διεξαγωγή ενός άνισου πολέμου επί μια τριετία, ήταν αποτέλεσμα της εξαπόλυσης του μονόπλευρου εμφυλίου από την πλευρά της αντίδρασης, που ακολούθησε την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Υπήρξε συνέπεια των διώξεων ενάντια στον κόσμο της Αντίστασης, της αναγκαστικής διαφυγής στα βουνά και της άρνησης του αστικού κόσμου να αποδεχτεί την πολιτική ομαλής δημοκρατικής διεξόδου που πρότεινε το ΚΚΕ.

O αγώνας του ΔΣΕ αποτέλεσε συνέχεια του αγώνα του ΕΛΑΣ, με πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Στις περιοχές που πρόσκαιρα απελευθερώθηκαν, εγκαθιδρύθηκαν θεσμοί λαϊκής εξουσίας, συνεχίζοντας την εαμική παράδοση. Δεκάδες χιλιάδες γυναίκες, σε μέρη με έντονο τον κοινωνικό συντηρητισμό των παραδοσιακών κλειστών αγροτικών κοινωνιών, συμμετείχαν στα κοινά, ενώ αποτέλεσαν το 15-20% των μάχιμων και το 70% των βοηθητικών δυνάμεων του ΔΣΕ. Το 1949, λίγο πριν τη λήξη του Εμφυλίου, ακόμα και στις μάχιμες μονάδες οι γυναίκες έφτασαν το 30%.

Από τους 100.000 που πέρασαν συνολικά από τον ΔΣΕ, περίπου 25.000 ήταν οι μαχητές και μαχήτριες που έπεσαν στις μάχες. Ανάμεσά τους διακεκριμένα στελέχη του κομμουνιστικού κινήματος, όπως οι Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), Γεράσιμος Γρηγοράτος (Αστραπόγιαννος), Στέφανος Γκιουζέλης, Θύμιος Καψής (Ανάποδος), Ευαγγελία Κλάδου, Γιάννης Μαλαγάρης, Αθηνά Μπενέκου, Γιάννης Ποδιάς, Βαγγέλης Ρογκάκος, Γιάννης Σαλάς, Νίκος Τριανταφύλλου κ.ά. Μεταξύ αυτών που έδωσαν τη ζωή τους κατά την περίοδο του Εμφυλίου, από δολοφονίες και εκτελέσεις είτε πέφτοντας στις μάχες, συγκαταλέγονται και τα μέλη της Κ.Ε. του ΚΚΕ Στέργιος Αναστασιάδης, Νίκος Αραμπατζής, Αρίστος Βασιλειάδης, Γιάννης Ζέβγος, Σπύρος Καλοδίκης, Βασίλης Μαρκεζίνης,  Αδάμ Μουζενίδης, Γιώργος Τσιτήλος κ.ά.

Μελανή σελίδα στην ιστορία του ΔΣΕ αποτέλεσε η εκτέλεση των στελεχών του, Γιώργου Γιαννούλη και Γιώργου Γεωργιάδη, που κατηγορήθηκαν για λανθασμένους πολεμικούς χειρισμούς, ενώ ανάλογη ήταν η αντιμετώπιση και δεκάδων μαχητών που κατηγορήθηκαν για διάφορους λόγους.

H ήττα του ΔΣΕ, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της ασύγκριτα μεγάλης υπεροχής του αντιπάλου σε αριθμητική δύναμη και στρατιωτικό υλικό, καθορίστηκε και από σημαντικά πολιτικά λάθη της κομματικής ηγεσίας. Ως κύριο μπορεί να θεωρηθεί η απουσία αποφασιστικότητας για την έναρξη της ένοπλης πάλης, καθώς υπήρχαν ελπίδες για ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, μέσα από συμβιβασμό με την αντίδραση. Χάθηκε, έτσι, πολύτιμος χρόνος, ιδιαίτερα μέχρι τα μέσα του 1946, όταν εξακολουθούσε να υπάρχει ισχυρό μαζικό εργατικό και λαϊκό κίνημα στις πόλεις, αλλά και σε μεγάλο μέρος της υπαίθρου, ενώ ο αντίπαλος δεν είχε συγκροτηθεί στρατιωτικά και δεν είχε ακόμη την ενίσχυση των Αμερικανών.

H επέκταση του Εμφυλίου, κατά το 1947, έγινε με διαλυμένο το μαζικό κίνημα και τις περισσότερες κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ, με δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστές φυλακισμένους και εξόριστους, μεγάλο μέρος από τους οποίους το αποτελούσαν έμπειροι αξιωματικοί και οπλίτες του ΕΛΑΣ. Όταν ο Εμφύλιος γενικεύτηκε, ο ΔΣΕ είχε στερηθεί ακόμη και τη δυνατότητα εξασφάλισης εφεδρειών, καθώς οι περιοχές όπου δρούσε εκκενώθηκαν από τον πληθυσμό τους και 800.000 κάτοικοι της υπαίθρου υποχρεώθηκαν από τον κυβερνητικό στρατό να μετακινηθούν προς τις μεγάλες πόλεις.

Καίριας σημασίας ζήτημα αποτέλεσε η μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό, στο πλαίσιο του σχεδίου «Λίμνες», για τη διεξαγωγή μαχών κατά μέτωπο, που στόχευε στην κατάληψη κάποιας πόλης, η οποία θα ανακηρυσσόταν έδρα της κυβέρνησης των βουνών. Θα μπορούσε, έτσι, να αναγνωριστεί η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, τουλάχιστον από τις σοσιαλιστικές χώρες, καθιστώντας πιο εύκολη την πολιτική και υλική ενίσχυση από την πλευρά τους. H απόφαση αυτή, που αποτέλεσε και το σημείο διαφωνίας του Βαφειάδη με την κομματική καθοδήγηση, επικρίθηκε και αργότερα, γιατί ανέτρεπε τη βασική αρχή της διεξαγωγής ένοπλου αγώνα από μικρότερες ενάντια σε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις, που συνίσταται στη διεξαγωγή του με τη δράση ανταρτοομάδων.

Αμέσως μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, ο Ζαχαριάδης εντόπισε ως κύρια αιτία της ήττας το «πισώπλατο χτύπημα» από την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία, υποστηρίζοντας πως όχι μόνο έκλεισε τα σύνορα στον ΔΣΕ, αλλά επέτρεψε και τη διέλευση εχθρικών δυνάμεων από το έδαφός της. Αν και ο ισχυρισμός αυτός έχει αμφισβητηθεί, αναγνωρίζεται ότι και μόνο η διακοπή της γιουγκοσλαβικής βοήθειας και το κλείσιμο των συνόρων αποτέλεσε έναν από τους λόγους της ήττας, αν και όχι τον κύριο.

Στις γραμμές της Αριστεράς έχουν διατυπωθεί και απόψεις που θεωρούν λανθασμένη την προσφυγή στον ένοπλο αγώνα, εκτιμώντας πως το ΚΚΕ δεν εξάντλησε κάθε δυνατότητα ομαλής δημοκρατικής διεξόδου πριν την έναρξη του Εμφυλίου. Κυρίαρχες στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, οι απόψεις αυτές επικεντρώνουν την κριτική τους στην απόφαση για αποχή από τις εκλογές του 1946. Στις απόψεις αυτές αντιπαρατίθεται, κυρίως, η εκτίμηση πως η δημοκρατική εξέλιξη ήταν ανέφικτη, καθώς ο συσχετισμός δυνάμεων, μέχρι τουλάχιστον το 1946, ήταν ευνοϊκός για την Αριστερά και κατά συνέπεια η αντίδραση δεν θα συναινούσε σε μια εξέλιξη που μπορεί να κατέληγε στην απώλεια της εξουσίας μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες.

Οι μαχητές του ΔΣΕ που πέρασαν στην Αλβανία μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στην ΕΣΣΔ και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες, όπου ήδη είχαν εγκατασταθεί χιλιάδες άλλοι μαχητές (κυρίως τραυματίες) και άμαχοι, μέλη αριστερών οικογενειών, από τις περιοχές όπου έγιναν οι μεγάλες συγκρούσεις του Εμφυλίου. Υπολογίζεται πως οι πολιτικοί πρόσφυγες έφταναν τους 55.000. Στο σύνολό τους στερήθηκαν την ελληνική ιθαγένεια, που τους αναγνωρίστηκε και πάλι μετά από τρεις δεκαετίες από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, οπότε οι περισσότεροι απ’ αυτούς επέστρεψαν στην Ελλάδα. Άλλοι εξακολούθησαν να ζουν στις ανατολικές χώρες, ενώ από το δικαίωμα της επιστροφής εξαιρέθηκαν οι Σλαβομακεδόνες μαχητές του ΔΣΕ και οι απόγονοί τους, που ζουν στη γειτονική Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας.

H θέση του Ζαχαριάδη για προσωρινή υποχώρηση του ΔΣΕ, που θα παρέμενε με «το όπλο παρά πόδα», στη βάση της εκτίμησης πως, παρά την ήττα, η κατάσταση στην Ελλάδα παρέμενε επαναστατική, ενώ και η ένταση των σχέσεων Δύσης - Ανατολής θα μπορούσε να καταλήξει σε γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση, είχε ως συνέπεια τη διατήρηση της δομής του ΔΣΕ, ακόμη και όταν οι μαχητές του είχαν ενταχθεί ήδη στο εργατικό δυναμικό των χωρών που τους φιλοξενούσαν. H στροφή στην πολιτική του ΚΚΕ μετά το 1956, με την υιοθέτηση της στρατηγικής του ειρηνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, σηματοδότησε και την οριστική εγκατάλειψη κάθε αναφοράς σε ενδεχόμενη επανέναρξη της ένοπλης αντιπαράθεσης.

 

Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός. Μοντέλο συγκρότησης κομμάτων και οργανώσεων που αναφέρονται στον λενινισμό. Έγκειται στον συνδυασμό της δημοκρατικής διαδικασίας ανάδειξης των κομματικών οργάνων και συλλογικής δημοκρατικής λήψης των αποφάσεων, με τη συγκεντρωτική λειτουργία κατά την εφαρμογή τους.

Στο έργο του Λένιν δεν υπάρχει σαφής προσδιορισμός των αρχών του δ.σ. Αναφορές στη δομή και τον τρόπο λειτουργίας του «επαναστατικού κόμματος νέου τύπου» βρίσκονται κυρίως στο «Τι να κάνουμε;» και στο «Ο αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», καθώς και σε πλήθος άρθρων. Στα κείμενα αυτά διακρίνεται η προσπάθεια να τονιστεί η δημοκρατική ή η συγκεντρωτική πλευρά του δ.σ., ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το Κόμμα των Μπολσεβίκων και αργότερα το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

H κωδικοποίηση των αρχών του δ.σ. έγινε μετά τον θάνατο του Λένιν, από τους ηγέτες του ΚΚΣΕ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κυρίως από τον Στάλιν και τον Τρότσκι. Η κυρίαρχη σταλινική τάση επέβαλε τελικά τη δική της εκδοχή, που συνίσταται στην επιδίωξη της μονολιθικότητας του κόμματος, τον αποκλεισμό ρευμάτων και τάσεων, και την πειθαρχία στις αποφάσεις των ανώτερων οργάνων. Αντίθετα, το δικαίωμα λειτουργίας τάσεων έγινε αποδεκτό από το τροτσκιστικό ρεύμα.

Στην Ελλάδα ο δ.σ. αναγνωρίστηκε ως βάση λειτουργίας του ΚΚΕ από το 1924. Στην πορεία ευθυγράμμισης του κόμματος με τις κατευθύνσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που κυριαρχούνταν από το σταλινικό ρεύμα, το ΚΚΕ αποδέχτηκε, κατά τη δεκαετία του 1930, τη σταλινική εκδοχή του δ.σ.. H περίοδος κατά την οποία το ΚΚΕ συγκροτήθηκε σε τυπικό κόμμα σταλινικού τύπου, μετά την επέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για το ξεπέρασμα της εσωκομματικής κρίσης το 1931 και την ανάδειξη στην ηγεσία του κόμματος του Νίκου Ζαχαριάδη, συνέπεσε με την έκρηξη μεγάλων κοινωνικών αγώνων, με τους οποίους οι ανασυγκροτημένες κομματικές δυνάμεις μπόρεσαν να συνδεθούν και να τους καθοδηγήσουν. Έτσι, το μοντέλο λειτουργίας που επιβλήθηκε στην περίοδο αυτή (1931-36) καταξιώθηκε στη συνείδηση των κομμουνιστών ως αποτελεσματικό.

Σοβαρά προβλήματα στην κομματική λειτουργία παρουσιάστηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, όταν δημιουργήθηκαν διάφορα καθοδηγητικά κέντρα, ένα από τα οποία (η λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ») βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Ασφάλειας. Καθώς οι συνθήκες παρανομίας υποχρέωναν σε ενίσχυση του συγκεντρωτισμού σε βάρος των δημοκρατικών διαδικασιών, ενώ κυρίαρχη ήταν η τάση αποδοχής των αποφάσεων της καθοδήγησης, σοβαρά προβλήματα εμφανίστηκαν και με την ανάπτυξη του εαμικού κινήματος και ιδιαίτερα κατά το 1944-45, όταν κρίσιμες και καθοριστικές για την τύχη του κινήματος αποφάσεις λαμβάνονταν από την ηγεσία του ΚΚΕ, χωρίς τη συμμετοχή της κομματικής στελέχωσης και βάσης. Ενίοτε και χωρίς αποφάσεις της Κ.Ε. H πρακτική αυτή συνεχίστηκε και κατά τη διεξαγωγή του Εμφυλίου, ενώ σημαντικά προβλήματα ανέκυψαν και τα επόμενα χρόνια, όταν η αναζήτηση των αιτίων της ήττας προκάλεσε διαμάχες στην ηγεσία του ΚΚΕ, που αντιμετωπίστηκαν με την καθαίρεση και διαγραφή διαφωνούντων στελεχών, κι ακόμη περισσότερο με τη συχνή σπίλωση αγωνιστών, με τον χαρακτηρισμό του πράκτορα της αντίδρασης. Ουσιαστικά, ο δ.σ. είχε αντικατασταθεί από ένα μοντέλο συγκεντρωτικής λειτουργίας, με περιορισμένη τη δυνατότητα της βάσης να ελέγχει τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

H κατάσταση δεν βελτιώθηκε ούτε μετά την καθαίρεση της καθοδήγησης Ζαχαριάδη το 1956, που πραγματοποιήθηκε, άλλωστε, κατά παράβαση των κομματικών αρχών, με επέμβαση άλλων Κ.Κ. Τις μαζικές διαγραφές χιλιάδων πολιτικών προσφύγων, μελών του ΚΚΕ, που αντιτάχθηκαν στη διαδικασία καθαίρεσης της προηγούμενης καθοδήγησης, ακολούθησε, το 1958, η διάλυση των παράνομων οργανώσεων του κόμματος στην Ελλάδα. Έτσι, το 8ο Συνέδριο του κόμματος πραγματοποιήθηκε το 1961 με τη συμμετοχή ελάχιστων στελεχών από την Ελλάδα που δεν είχαν εκλεγεί και η καθοδήγηση των κομμουνιστών που δρούσαν από τις γραμμές της ΕΔΑ γινόταν από μια Κ.Ε. του ΚΚΕ στην εκλογή της οποίας δεν είχαν συμμετάσχει ούτε υπήρχε η δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεών της. Αντίστοιχα, ανεξέλεγκτο από τους κομμουνιστές της βάσης της ΕΔΑ ήταν και το Κλιμάκιο Εσωτερικού της Κ.Ε. του ΚΚΕ και το Γραφείο του, που συγκροτήθηκε το 1963.

Η λειτουργία των αρχών του δ.σ., με την ενίσχυση του δημοκρατικού σκέλους του, αποτέλεσε διακηρυκτικό στόχο του ΚΚΕ εσωτερικού, συστατικό στοιχείο της ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος. Εντούτοις, μέσα από παράτυπες διαδικασίες ανατράπηκε το 1973 η καθοδήγηση του μέχρι τότε Γραφείου της Κ.Ε. του, ενώ παράτυπες διαδικασίες επέμβασης της ηγεσίας του κόμματος σε ζητήματα που αφορούσαν στην ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος αποτέλεσαν την αφορμή για τη διάσπασή της και την ίδρυση της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (Β΄ Πανελλαδική) το 1978. Με ανάλογες παράτυπες διαδικασίες άλλαξαν από την ηγεσία του ΚΚΕ βασικές θέσεις του κόμματος με την ίδρυση του Συνασπισμού της Αριστεράς, το 1989, και διαγράφηκε, τον ίδιο χρόνο, η μεγάλη πλειονότητα των μελών της ΚΝΕ.

Ζητήματα παραβιάσεων των αρχών του δ.σ. απασχόλησαν, κατά συνέπεια, το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα σε όλη, σχεδόν, την ιστορική του διαδρομή. Σημαντικές παρατυπίες έχουν υπάρξει και σε άλλα ρεύματα του κομμουνιστικού κινήματος, τόσο στο τροτσκιστικό (μία από τις συνιστώσες της συγκρότησής του, μάλιστα, η αρχειομαρξιστική, λειτουργούσε με ένα εξαιρετικά συγκεντρωτικό μοντέλο), όσο και στο μ-λ ρεύμα κ.λπ.

Συνήθως, η εφαρμογή των αρχών του δ.σ. εξαρτάται από τον συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό κομμάτων και οργανώσεων, από τον βαθμό που έχει κατακτηθεί το δικαίωμα της κομματικής βάσης να συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων κ.λπ. Ο περιορισμός του δικαιώματος στη διαφωνία οδηγεί συχνά στη συγκρότηση ιδιαίτερων ομάδων (φραξιών), ενώ κάποια από τα ρεύματα του κινήματος έχουν αποδεχτεί το δικαίωμα συγκρότησης τάσεων και τη δημόσια έκφραση των διαφωνιών. Ο δ.σ., γραφειοκρατικά παραμορφωμένος ή όχι, εξακολουθεί να αποτελεί μοντέλο λειτουργίας του ΚΚΕ και άλλων κομμουνιστικών οργανώσεων, ενώ υπάρχουν και οργανώσεις που λειτουργούν στη βάση ενός χαλαρού μοντέλου συντονισμού της δράσης τους.

 

Δημοκρατικός Συναγερμός. H πρώτη προσπάθεια νόμιμης έκφρασης των κομμουνιστών μετά τον Εμφύλιο. Ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1950, με τη συμμετοχή κομμουνιστών και κυρίως συνεργαζόμενων, με σκοπό τη συγκρότηση ευρύτερου πολιτικού σχηματισμού των εαμογενών δυνάμεων.

Το παράνομο ΚΚΕ εκτιμούσε πως την ανάγκη αυτή δεν μπορούσε να την καλύψει η Δημοκρατική Παράταξη, το σχήμα με το οποίο συμμετείχαν οι αριστερές δυνάμεις στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές του Μαρτίου 1950. Αν και την εκλογική βάση της Δημοκρατικής Παράταξης την αποτελούσαν, κυρίως, οπαδοί του ΚΚΕ, πολλοί από τους ηγέτες της είχαν αντιρρήσεις ή έστω σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την αποδοχή και κομμουνιστών στη συνεργασία.

Στη συγκρότηση του Δ.Σ. και στην ηγεσία του συμμετείχαν οι Χαρίλαος Θυμογιάννης, Φίλιππος Χατζήμπεης και Διονύσης Χριστάκος, βουλευτές, εκλεγμένοι με τη Δημοκρατική Παράταξη, ο συνδικαλιστής Δημήτρης Μαργιόλης,  οι λογοτέχνες Γιάννης Αγγέλου και Κοσμάς Πολίτης, ο Μιχάλης Βουρνάς, ο Στάθης Δρομάζος, ο Γιώργος Σπηλιόπουλος κ.ά. Το 1951 προσχώρησε και το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα Ελλάδας, του Μιχάλη Κύρκου. Οι επαφές με το ΚΚΕ γίνονταν μέσω του Νίκου Πλουμπίδη, μέλους της Κ.Ε., που ήταν επικεφαλής του παράνομου μηχανισμού του κόμματος. Από τον Αύγουστο του 1950 οι πολιτικές θέσεις του Δ.Σ. εκφράζονταν από την εφημερίδα «Δημοκρατικός», έως τον Ιανουάριο 1951, οπότε απαγορεύτηκε η συνέχιση της έκδοσής της, με την κατηγορία πως αποτελούσε όργανο του εκτός νόμου ΚΚΕ. Από την άνοιξη του 1951 δρούσε και η Νεολαία του Δημοκρατικού Συναγερμού με γραμματέα τον Κώστα Ζόγκα, που αυτοδιαλύθηκε αργότερα, συμμετέχοντας στην ίδρυση της Ενιαίας Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας (ΕΔΝΕ).

Η μεγάλη επιτυχία των υποψηφίων που στήριξε ο Δ.Σ. στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου 1951 και η προκήρυξη βουλευτικών εκλογών για τον Σεπτέμβριο, επιτάχυναν τις διαδικασίες ενότητας των εαμογενών δυνάμεων, που κατέληξαν στην ίδρυση του συνασπισμού κομμάτων της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ).

Μετά την ίδρυση της ΕΔΑ η λειτουργία του Δ.Σ. ουσιαστικά ατόνησε, καθώς τα στελέχη του, διατηρώντας τη στενή συνεργασία με τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ -ενώ πολλά από αυτά εντάσσονταν και σ’ αυτόν-, αποτέλεσαν τη βασική στελέχωση της ΕΔΑ, λειτουργώντας ως ενοποιητικός ιστός, μέχρις ότου, το 1956, η ΕΔΑ μετασχηματίστηκε και τυπικά από συνασπισμός σε ενιαίο κόμμα. 

 

Δημοκρατικός Σύνδεσμος του Λαού. Κίνηση αριστερού ριζοσπαστικού προσανατολισμού, με ιδρυτικό πυρήνα τον Δημοκρατικό Σύλλογο Πατρών. Συγκροτήθηκε στην Πάτρα το 1876, με επικεφαλής τον Διονύσιο Αμπελικόπουλο και βασικά στελέχη τους Ιωάννη Ασημακόπουλο,  Κωνσταντίνο Γριμάνη, Αλέξανδρο Ευμορφόπουλο, Κωνσταντίνο Μπομποτή, Γεώργιο Παπαρρήτορα, Ανδρέα Ρηγόπουλο κ.ά. Μέσω των Ιταλών πολιτικών προσφύγων της πόλης, απέκτησε επαφές με τη μπακουνική Διεθνή Ένωση Εργατών, στο Συνέδριο της οποίας, το 1877, αντιπροσωπεύτηκε από τον Ιταλό αναρχικό Αντρέα Κόστα. Τον Μάιο 1877 εξέδωσε ένα φύλλο της εφημερίδας «Ελληνική Δημοκρατία» που κατασχέθηκε ως αντιβασιλική, με συνέπεια τη δίωξη και φυλάκιση στελεχών του, τα οποία αποφυλακίστηκαν με παρέμβαση του ριζοσπάστη βουλευτή Ρόκκου Χοϊδά. Αμέσως μετά ο Σύνδεσμος ουσιαστικά διαλύθηκε.

 

Δημοκρατικός Τύπος. Εβδομαδιαία εφημερίδα που εξέδιδε στα 1950-51 η Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών του Ιωάννη Σοφιανόπουλου. Διευθυντής της ήταν ο Νίκος Ρίτσης.

 

Δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα. Το συνδικαλιστικό κίνημα για την υπεράσπιση των εργασιακών, ασφαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων στο Δημόσιο.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και για μεγάλο τμήμα τους και για πολλές δεκαετίες ακόμη και τον 20ό αιώνα, θεωρούνταν ευνοημένοι σε σχέση με τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, λόγω κοινωνικού κύρους, καθώς η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα γινόταν αντιληπτή ως μορφή πρόσβασης στα κέντρα λήψης αποφάσεων και ως μορφή κοινωνικής ανόδου. Άλλωστε, ήταν πάντα συνδεδεμένη με τη μόρφωση, που έστω κι αν κάποτε αφορούσε απλώς και μόνο στην αποφοίτηση από τη Στοιχειώδη και αργότερα από τη Μέση Εκπαίδευση, αποτελούσε σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο σε εποχές με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού.

Στην πραγματικότητα, για την πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων το κοινωνικό κύρος δεν συνοδευόταν και από ανάλογο βιοτικό επίπεδο. Πολύ συχνά, οι οικονομικές δυνατότητες ενός εργαζόμενου στο Δημόσιο ήταν μικρότερες από αυτές ενός ανεξάρτητου τεχνίτη ή επαγγελματία, ενώ μέχρι το 1911 απουσίαζε και η επαγγελματική μονιμότητα.

Η μονιμοποίηση των εργαζομένων στο Δημόσιο από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, το 1911, αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά μέτρα αναδιοργάνωσης του ελληνικού κράτους, που απέβλεπε τόσο στην εύρυθμη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με υπαλλήλους που αποκτούσαν εμπειρία στη δουλειά που έκαναν, όσο και στην αντιμετώπιση των πελατειακών σχέσεων και την άμεση εξάρτηση των υπαλλήλων από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Αν και οι πρώτοι απεργιακοί αγώνες στην Ελλάδα, τόσο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 όσο και επί Καποδίστρια (η απεργία των τυπογράφων της «Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος», της τότε εφημερίδας της κυβέρνησης, το 1826, και η απεργία στο Νομισματοκοπείο της Αίγινας το 1830) έγιναν από εργαζόμενους του Δημοσίου, το 1833 απαγορεύτηκε με νόμο η «εκ συστάσεως αποχή εκ της εργασίας επί σκοπώ ισχυροποιήσεως αξιώσεων». Παρά την απαγόρευση, το απεργιακό δικαίωμα κατακτήθηκε de facto από τους εργαζόμενους από το 1879, με τις απεργίες των εργατοτεχνιτών της Σύρου.   

Καθώς μετά την έξωση του Όθωνα και την ψήφιση του Συντάγματος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, το 1864, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, το πρώτο σωματείο μισθωτών εργαζομένων ήταν ο Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος, που ιδρύθηκε κυρίως από καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης, το 1873. Το 1905 έγινε και η πρώτη απεργία των ταχυδρομικών υπαλλήλων.

Το συνδικαλιστικό κίνημα στον δημόσιο τομέα άρχισε να συγκροτείται ουσιαστικά κατά τη δεκαετία του 1920, όταν ιδρύθηκε η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος (ΔΟΕ, το 1922), η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ, το 1926) κ.ά., ενώ το 1926 ιδρύθηκε και η τριτοβάθμια Συνομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδας (ΣΔΥΕ), στην οποία, εντούτοις, δεν εντάχθηκε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σιδηροδρομικών, που συνέχισε να συμμετέχει στη ΓΣΕΕ.

Η ίδρυση της ΣΔΥΕ σηματοδότησε το ξέσπασμα διεκδικητικών αγώνων για μισθολογικές αυξήσεις, σε μια περίοδο κατά την οποία η πλειονότητα των εργαζομένων στο Δημόσιο εξακολουθούσε να ζει σε συνθήκες που ελάχιστα διέφεραν απ’ αυτές που βίωνε η πλειονότητα της εργατικής τάξης στον ιδιωτικό τομέα. Οι αγώνες είχαν, επίσης, ως στόχο τις εργασιακές συνθήκες, αλλά και τα δημοκρατικά δικαιώματα, ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του Ιδιώνυμου, από την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1929, και την εξαπόλυση κύματος διώξεων συνδικαλιστικών στελεχών, ακόμη κι αν δεν είχαν σχέσεις με το ΚΚΕ. Αποκορύφωμα αυτής της κυβερνητικής πρακτικής υπήρξε η διάλυση της ΣΔΥΕ με δικαστική απόφαση, το 1931, και η ψήφιση νόμου που απαγόρευε την ίδρυση ενώσεων δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων που κάλυπταν περισσότερους από έναν κλάδο. Ταυτόχρονα, απαγορεύτηκε και το δικαίωμα στην απεργία στον δημόσιο τομέα.

Σε μια περίοδο όξυνσης των προβλημάτων των εργαζομένων, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης, οι απαγορεύσεις αυτές δεν ήταν ικανές να κάμψουν τις αγωνιστικές αντιδράσεις. Έτσι, το 1932, με πρωτοβουλία συνδικαλιστικών στελεχών του ΚΚΕ (Παντελής Δαμασκόπουλος, Νίκος Πλουμπίδης κ.ά.) και σοσιαλιστών (Παναγής Δημητράτος, Στρατής Σωμερίτης κ.ά.), ιδρύθηκε η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ), η οποία καθοδήγησε σημαντικούς αγώνες τα επόμενα χρόνια, μέχρι τη διάλυσή της από τη δικτατορία Μεταξά και την κατάργηση κάθε συνδικαλιστικού δικαιώματος στον δημοσιοϋπαλληλικό χώρο.

Το κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων θα ανασυγκροτηθεί από τον πρώτο καιρό της Κατοχής, με την ανασύσταση της ΚΠΕ, επικεφαλής της οποίας τέθηκε ο Κώστας Νικολακόπουλος, στέλεχος του ΚΚΕ. Ενταγμένη στο ΕΑΜ, η ΚΠΕ θα προκηρύξει απεργία τον Απρίλιο 1942, ενώ μεγάλοι απεργιακοί αγώνες στις δημόσιες υπηρεσίες θα ξεσπάσουν και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Οι αγώνες αυτοί έληξαν με νίκη των απεργών, που εξασφάλισαν σταθερά συσσίτια και παροχή ειδών άμεσης ανάγκης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Πυροδοτώντας, συνάμα, αγώνες και όλων των άλλων εργαζομένων, τους οποίους καθοδηγούσε το Εθνικό Εργατικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ).

Αποκορύφωμα των αγώνων αυτής της περιόδου ήταν οι μεγάλες παλλαϊκές κινητοποιήσεις στην Αθήνα, στις 21 και 22 Δεκεμβρίου 1942, που εξελίχθηκαν σε μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τις δυνάμεις κατοχής, με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων και νέων, ανάμεσα στους οποίους χιλιάδες ήταν και οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Βγαίνοντας πανίσχυρο από την κατοχική περίοδο, το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα συνεχίζει τους αγώνες του και στα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια, μέχρι το 1946, όταν άρχισαν οι διώξεις και απολύσεις χιλιάδων αριστερών δημοσίων υπαλλήλων. Αν και έγινε προσπάθεια ανασύστασης της ΣΔΥΕ, τελικά κυριάρχησε η Ανώτατη Διοικούσα Επιτροπή Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ), η οποία λειτουργούσε υπό αυστηρό κυβερνητικό έλεγχο, από το 1947.

Παρά το κλίμα έντονης τρομοκρατίας και απαγορεύσεων, ακόμη και η καθεστωτική ΑΔΕΔΥ, όπως και οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις στις οποίες είχαν τοποθετηθεί καθεστωτικές διοικήσεις, αναγκάζονταν να πραγματοποιούν κινητοποιήσεις και στην περίοδο του Εμφυλίου και αμέσως μετά απ’ αυτόν, ανταποκρινόμενες στις πιέσεις των εργαζομένων, οι οποίοι ζούσαν σε συνθήκες που λίγο απείχαν από την εξαθλίωση. Εντούτοις, η ΑΔΕΔΥ σταμάτησε κάθε αγωνιστική δραστηριότητα μετά από τη γενική πανυπαλληλική απεργία του 1953. Η επόμενη πανυπαλληλική απεργία θα πραγματοποιηθεί το 1980!

Αντιμέτωπο με το μετεμφυλιακό καθεστώς της ελεγχόμενης και περιορισμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της αστυνομοκρατίας, το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα θα επανακάμψει σε μια σειρά κλάδους την περίοδο 1961-67, όταν στην ηγεσία πολλών οργανώσεων θα βρεθούν σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού κεντρώοι συνδικαλιστές. Πρόκειται για μια εποχή που οι αριστεροί ήταν πλήρως αποκλεισμένοι από την εργασία στο Δημόσιο, καθώς η πρόσληψη απαιτούσε την προσκόμιση του διαβόητου «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων».

Η στρατιωτική δικτατορία του 1967-74 όχι μόνο έθεσε υπό την έλεγχό της τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά θεσμοθέτησε και την απαγόρευση της απεργίας στο Δημόσιο, με το ψευτοσύνταγμα του 1968, χαρακτηρίζοντάς την «αποχήν εκ του καθήκοντος».

Το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα επανεμφανίζεται δυναμικό αμέσως μετά την πτώση τη δικτατορίας και είναι μεγάλοι και σημαντικοί οι αγώνες που καθοδηγεί η Συντονιστική Επιτροπή Δημοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΣΕΔΟ), που ιδρύθηκε το 1976, από τη συνδικαλιστική αντιπολίτευση της κυβερνητικής ΑΔΕΔΥ (τις παρατάξεις ΠΑΣΚΕ, του ΠΑΣΟΚ, Δημοσιοϋπαλληλική Ενότητα, του ΚΚΕ, και ΑΕΜ, του ΚΚΕ εσωτερικού). Οι αγώνες αυτοί, όπως και οι αγώνες των εργαζομένων στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ και σε άλλους δημόσιους οργανισμούς, που εντάσσονταν στη ΓΣΕΕ και συγκροτούσαν, μαζί με συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα, τις Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Δημοκρατικές Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις (ΣΑΔΕΟ), αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος του συνδικαλιστικού κινήματος, συγκρινόμενοι σε διάρκεια και μαχητικότητα μ’ αυτούς των βιομηχανικών εργατών, του μεγάλου, τότε, κινήματος του εργοστασιακού συνδικαλισμού.

Η ΑΔΕΔΥ μπήκε σε διαδικασία εκδημοκρατισμού μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, που ολοκληρώθηκε με το 25ο Συνέδριο του 1983. Ανάλογες διαδικασίες κατέληξαν στον εκδημοκρατισμό και της ΓΣΕΕ, σημαντική δύναμη της οποίας αποτελούσαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων στις Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (ΔΕΚΟ).

Με όπλο τη μαζικότητα και την απουσία του φόβου της απόλυσης, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο λειτούργησαν και τα επόμενα χρόνια ως πιλοτική δύναμη για το σύνολο του κόσμου της εργασίας, καθώς οι κατακτήσεις τους γίνονταν υπόδειγμα για τις διεκδικήσεις και των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Ήταν αυτή ακριβώς η λειτουργία του δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλισμού που προκάλεσε την αντίδραση των εκάστοτε κυβερνήσεων, τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Ν.Δ., η οποία εκφράστηκε με τις θεωρίες περί «ρετιρέ» και την ενίσχυση των λεγόμενων «κοινωνικών αντανακλαστικών».

Ενταγμένες στην αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού και στην προώθηση μιας πολιτικής συρρίκνωσης των συνδικαλιστικών, εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων του συνόλου των εργαζομένων, οι αντιλήψεις αυτές κατόρθωσαν σε σημαντικό βαθμό να διαχυθούν σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Από τη δεκαετία του 1990 η παραδοσιακή τάση εκδήλωσης αλληλεγγύης προς τους αγωνιζόμενους κλάδους του Δημοσίου, που στηριζόταν στην επίγνωση πως κάθε κατάκτησή τους βελτίωνε την προσφορά των δημοσίων υπηρεσιών και επιχειρήσεων προς το κοινωνικό σύνολο, και συνάμα λειτουργούσε και ως πιλότος για ανάλογες διεκδικήσεις και των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, υποχώρησε, με τεράστιες αρνητικές συνέπειες για το σύνολο του κόσμου της εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, οι αγώνες του δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος συνεχίστηκαν, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της μνημονιακής πολιτικής.

 

Δημοτικισμός. Το κίνημα για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση και την αναγνώρισή της ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους. Συνδέθηκε με το εργατικό κίνημα, καθώς η αναγνώριση και καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας θεωρήθηκε βασική προϋπόθεση για την ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.

Το κίνημα του δ. εμφανίστηκε συγκροτημένα μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Γιάννη Ψυχάρη «Το ταξίδι μου», το 1888. Το στελέχωσαν αστοί διανοούμενοι, που συνέδεαν την κατάργηση της διγλωσσίας (επίσημη γλώσσα η καθαρεύουσα, καθομιλούμενη η δημοτική) με την ανάπτυξη της χώρας και του εθνικού πολιτισμού. Οι αντιδράσεις ήταν εξαιρετικά ισχυρές και εκδηλώθηκαν ακόμη και με αιματηρές κινητοποιήσεις υποστηρικτών της καθαρεύουσας, κυρίως φοιτητών, στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα.

Καθώς οι πρώτες σοσιαλιστικές κινήσεις πρόβαλλαν και το ζήτημα της δημοτικής γλώσσας, πολλοί διανοούμενοι προσέγγισαν τον σοσιαλισμό μέσα από το κίνημα του δ., όπως μεγάλο μέρος των συνεργατών του δημοτικιστικού περιοδικού «Νουμάς», που εκδόθηκε το 1903. Το 1909 ιδρύθηκε στη Γερμανία, με πρωτοβουλία του Κώστα Χατζόπουλου, η Σοσιαλιστική Δημοτικιστική Ένωση, που έθετε ως σκοπό τον παράλληλο αγώνα για τη δημοτική και τον σοσιαλισμό. Ο αγώνας για τη δημοτική υπήρξε βασικός στόχος του Εκπαιδευτικού Ομίλου, που ιδρύθηκε το 1910 από διανοούμενους (Δημήτρης Γληνός, Αλέξανδρος Δελμούζος, Μανώλης Τριανταφυλλίδης κ.ά.), οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, συμπαρατάχθηκαν με τον βενιζελισμό. Αποτέλεσε, επίσης, στόχο του ΣΕΚΕ, από την ίδρυσή του, το 1918. Με τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, το 1926, η αριστερή του πτέρυγα (Γληνός, Στρατής Σωμερίτης κ.ά.) διακήρυξε τον «σοσιαλιστικό δ.», την ανάγκη σύνδεσης του δ. με το σοσιαλιστικό κίνημα. Το κίνημα του δ. υποστηρίχτηκε από το σύνολο των αριστερών λογοτεχνικών περιοδικών και συνέχισε να λειτουργεί ως μέσο για την προσέγγιση του εργατικού κινήματος από πολλούς διανοούμενους.

Για πρώτη φορά, η δημοτική αναγνωρίζεται ως επίσημη γλώσσα από την κυβέρνηση των βουνών, την ΠΕΕΑ, το 1944. Μετά την Απελευθέρωση ανασυστάθηκε για λίγο ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, για να σταματήσει τη λειτουργία του το 1947. Παρά το ότι και ο χώρος του Κέντρου υποστήριζε την καθιέρωση της δημοτικής, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου νομοθέτησε το 1964 τη διδασκαλία και τη χρήση της μόνο για τις κατώτερες βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος. Κι αυτή η μεταρρύθμιση ανατράπηκε από τη δικτατορία του 1967-74. Τελικά, η δημοτική αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα του κράτους, το 1976.

 

Δήμου Γιώργης (1911-2006). Ζωγράφος και χαράκτης. Γεννήθηκε στο Κάιρο, σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και εντάχθηκε στο ΚΚΕ, στο ΕΑΜ και στον ΔΣΕ. Επί χρόνια έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία.

 

Δήμου Τάσος (1924-1986). Στέλεχος του συνδικαλιστικού και του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στο Επταχώρι Καστοριάς και άρχισε να δημοσιογραφεί από τα παράνομα έντυπα του ΕΑΜ. Στα 1946-47 εργάστηκε στον «Ριζοσπάστη», εξορίστηκε στη συνέχεια και από το 1952 έως το 1967 εργαζόταν στην «Αυγή», αναπτύσσοντας συνδικαλιστική δραστηριότητα στον χώρο του Τύπου. Στην περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας κατόρθωσε να παραμείνει ασύλληπτος, δρώντας στην παρανομία, μέσα από τις γραμμές του ΠΑΜ, ενώ συγκρότησε και τον Αντιδικτατορικό Σύνδεσμο Δημοσιογράφων. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού, από το οποίο αποχώρησε το 1976 και προσχώρησε στο ΚΚΕ, με το οποίο ήρθε σε ρήξη το 1982. Έγραψε τα βιβλία «Φλογισμένα χρόνια», «2.340 μέρες στην παρανομία» και «Ένα γαρίφαλο που δεν τ’ αφήνουν ν’ ανθίσει».

 

Διαδρομή Ελευθερίας. Εφημερίδα που εκδίδεται από το 2002 από την Αναρχική Αρχειοθήκη, εκφράζοντας τη Συσπείρωση Αναρχικών. Αντικατέστησε την εφημερίδα «Εξέγερση».

 

Διαλεκτική. Μαρξιστικό θεωρητικό περιοδικό. Εκδιδόταν ανά δίμηνο στα 1990-93 από πρώην στελέχη του ΚΚΕ, που είχαν αποχωρήσει ή διαγράφηκαν το 1989. Ανάμεσά τους οι Αριάδνη Αλαβάνου, Νίκος Κοτζιάς, Σπύρος Μαγκλιβέρας, Ευτύχης Μπιτσάκης, Περικλής Παπαδόπουλος, Γιώργος Ρούσης κ.ά.  Συμμετείχαν, επίσης, οι Ελένη Αστερίου και Τάσος Κυπριανίδης.

 

Διάλογος για την ενότητα των Ελλήνων κομμουνιστών. Περιοδικό που εξέδιδε στα 1972-74 το ΚΚΕ εσωτερικού. Τυπωνόταν στη Ρώμη και κυκλοφορούσε παράνομα και στην Ελλάδα. Από τις σελίδες του επιδιωκόταν η συζήτηση θεμάτων που προέκυψαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ και ζητήματα φυσιογνωμίας του ΚΚΕ εσ.

 

Διαμαντόπουλος Βασίλης (1920-1999). Ηθοποιός. Γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε νομικά, καθώς και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης, του οποίου αργότερα υπήρξε στέλεχος. Ίδρυσε το Νέο Θέατρο το 1956 και το Σύγχρονο Θέατρο το 1993, ενώ ερμήνευσε ρόλους και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Συμμετείχε ενεργά στους αγώνες της Αριστεράς και συνδέθηκε με το ΚΚΕ.

 

Διαμαντόπουλος Διαμαντής (1914-1995). Ζωγράφος. Γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας και το 1922 εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας την Αθήνα. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και εργάστηκε ως οικοδόμος για να μη δεσμεύεται στο καλλιτεχνικό του έργο από οικονομικές εξαρτήσεις. Συμμετείχε στο ΕΑΜ και στους μεταπολεμικούς αγώνες της Αριστεράς.

 

Διανοούμενος. Λογοτεχνικό, πολιτιστικό και θεωρητικό περιοδικό τροτσκιστικού προσανατολισμού. Εκδόθηκε το 1962 με τη στήριξη του παράνομου Κομμουνιστικού Διεθνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΔΚΕ) και διευθυντή τον Στέφανο Χατζημιχελάκη, ως «Μηνιαία Επιθεώρηση Τέχνης και Επιστήμης». H έκδοσή του σταμάτησε το 1967. Πολιτικός αρθρογράφος ήταν ο Δημήτρης Λιβιεράτος και εκτός άλλων δημοσίευσε κείμενα των Λέον Τρότσκι, Έρνεστ Μαντέλ και Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο).

 

Διάπλους. Διμηνιαίο αριστερό πολιτικό περιοδικό. Εκδιδόταν στα 2004-09 από Σ.Ε. ευρείας σύνθεσης, στην οποία συμμετείχαν οι Αποστόλης Παλιούρας (εκδότης-διευθυντής), Αλεξάνδρα Λακαφώση, Στέλιος Μπαμπάς, Ρούντι Ρινάλντι, Παναγιώτης Σωτήρης, Εύα Ταξιαρχοπούλου, Κώστας Χαριτάκης κ.ά.

Διαρκής επανάσταση. 1. Θεωρία πάνω στην οποία βασίζει τη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης το τροτσκιστικό ρεύμα. Διατυπώθηκε από τον Γερμανό σοσιαλιστή Αλεξάντερ Πάρβους, που στηρίχτηκε σε θέσεις του Μαρξ για την επανάσταση του 1848, και την υιοθέτησε και την επεξεργάστηκε περαιτέρω ο Λέον Τρότσκι.

Σύμφωνα με τη θεωρία της δ.ε., στις νέες συνθήκες που διαμορφώνει η εμφάνιση και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί από την αστική τάξη. Εκεί όπου διαμορφώνονται επαναστατικές καταστάσεις με αστικοδημοκρατικό προσανατολισμό, το εργατικό κίνημα απαιτείται να κατακτήσει την ηγεμονία στην επαναστατική διαδικασία και να επιδιώξει το προχώρημα της σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.  Η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας δεν μπορεί να γίνει παρά με την επέκταση της επανάστασης σε διεθνές επίπεδο, καθώς είναι αδύνατη η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα.

Στη βάση της θεωρίας της δ.ε., το τροτσκιστικό κίνημα αντιτάχθηκε στη στρατηγική των σταδίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς (αστικοδημοκρατική επανάσταση και κατόπιν σοσιαλιστική). Η στρατηγική της δ.ε. υποστηρίχτηκε από τους τροτσκιστές και αργότερα, τόσο για την προοπτική των αντιφασιστικών και αντιδικτατορικών κινημάτων όσο και για τις αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις.

Στην Ελλάδα τη θεωρία της δ.ε. υπερασπίστηκε ο Παντελής Πουλιόπουλος, κυρίως με το βιβλίο του «Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;», που έγραψε το 1934, για να αντικρούσει τη στρατηγική των σταδίων που υιοθέτησε το ΚΚΕ.

2. Θεωρητικό περιοδικό που εξέδιδε στα 1932-33 η τροτσκιστική Λενινιστική Αντιπολίτευση του ΚΚΕ (ΛΑΚΚΕ).

3. Θεωρητικό περιοδικό που εξέδιδε παράνομα, στα 1936-37, η τροτσκιστική Κομμουνιστική Διεθνιστική Ένωση Ελλάδας (ΚΔΕΕ). Επανεκδόθηκε στα 1942-43 από το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ) και η έκδοσή του συνεχίστηκε από το Διεθνιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΔΚΚΕ), έως το 1944.

 

Διεθνής Βιβλιοθήκη. Εκδοτικός οίκος που ιδρύθηκε το 1972 από τον Χρήστο Κωνσταντινίδη, σε συνεργασία με τον Νίκο Μπαλή και τη Σύλβια Παπαδοπούλου, και λειτούργησε με κέντρο το βιβλιοπωλείο «Μαύρο Ρόδο». Εξέδωσε πλήθος βιβλίων αντιεξουσιαστικού προσανατολισμού, καθώς και έργα του Μαρξ, της Λούξεμπουργκ κ.ά. Από τις σημαντικότερες εκδόσεις της «Δ.Β.» ήταν το περιοδικό «Πεζοδρόμιο», που δημοσίευε κείμενα του διεθνούς αντιεξουσιαστικού κινήματος. Η εκδοτική της δραστηριότητα συνέβαλε καθοριστικά στη γνωριμία του ελληνικού κοινού με τις αναρχικές ιδέες και στη συγκρότηση του νέου αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα, ήδη από τα τελευταία χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας.

 

Διεθνής Επιθεώρηση. Περιοδικό που εκδιδόταν το 1965. Την ύλη του αποτελούσαν άρθρα προερχόμενα από το δεεθνές περιοδικό "Προβλήματα ειρήνης και σοσιαλισμού", που εκδιδόταν στην Πράγα. 

 

Διεθνής Ζωή. Σοσιαλδημοκρατικό περιοδικό που εκδόθηκε το 1958 από τον Βύρωνα Σταματόπουλο. Αν και μεταξύ των συνεργατών του ήταν και σοσιαλιστές που δεν εντάσσονταν στην αντικομμουνιστική πτέρυγα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, το περιοδικό, που συνδέθηκε με τη Σοσιαλιστική Λέσχη, χαρακτηριζόταν από έντονα αντικομμουνιστική κατεύθυνση, σε σημείο ώστε να επικριθεί για σχέσεις με κύκλους ελληνικών και ξένων μυστικών υπηρεσιών. Οι υποψίες αυτές ενισχύθηκαν αργότερα, όταν τόσο ο εκδότης του όσο και ο βασικός αρθρογράφος, Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, συνεργάστηκαν από κυβερνητικές θέσεις με το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967.

 

Διεθνής Πανεργατική Ένωση. Πολιτικοσυνδικαλιστική κίνηση που έδρασε στα 1918-22 στην Κωνσταντινούπολη και αναφέρεται πως διατηρούσε σχέσεις με την αμερικανική αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου. Εξέδιδε την εφημερίδα «Ελεύθερος Άνθρωπος» και ανέπτυξε δραστηριότητα για τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών της Πόλης, αν και η απήχησή της περιοριζόταν, κυρίως, στην ελληνική κοινότητα. Ηγετικό στέλεχός της ήταν ο Ηλίας Ζαχαριάδης και ανάμεσα στα μέλη της συγκαταλέγονταν μελλοντικά στελέχη του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, όπως οι Νίκος Ζαχαριάδης, Σεραφείμ Μάξιμος, Πέτρος Ρούσος και Κώστας Σκλάβος, ο λογοτέχνης Πέτρος Πικρός κ.ά.

 

Διεθνής (4η). 1. Θεωρητικό περιοδικό που εξέδιδε παράνομα το τροτσκιστικό Κόμμα Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΚΚΔΕ), στα 1943-44.

2. Δελτίο συζήτησης της Οργανωτικής Επιτροπής του Ενοποιητικού Συνεδρίου των Τεταρτοδιεθνιστικών Οργανώσεων, που εκδιδόταν το 1945. Στα 1946-47 εκδιδόταν από το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ). Κυκλοφόρησε και παράνομα κατά διαστήματα, από το 1950 μέχρι το 1953. Στα 1967-73 εκδιδόταν ως περιοδικό στις Βρυξέλες.

3. Έντυπο που εξέδιδε παράνομα η τροτσκιστική οργάνωση Εργατική Πρωτοπορία, το 1972.

 

Διεθνισμός. H αντίληψη της κοινότητας των συμφερόντων της εργατικής τάξης, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, η τοποθέτηση των κοινών συμφερόντων της εργατικής τάξης πάνω από τα εθνικά, και η άρνηση του εθνικισμού και του σοβινισμού.

Ο δ. αποτελεί βασική αρχή του επαναστατικού εργατικού κινήματος και βασική θέση του μαρξισμού, που διατυπώθηκε ήδη το 1848 στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Μαρξ-Ένγκελς, με το περίφημο σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!». Θεμελιώνεται στην άποψη πως η αστική τάξη χρησιμοποιεί το εθνικό κράτος για την εξυπηρέτηση των ανταγωνιστικών συμφερόντων της απέναντι στις αστικές τάξεις άλλων χωρών. Κατά συνέπεια, η εθνική ενότητα συντελείται υπό αστική κυριαρχία και ιδεολογική ηγεμονία. Το εργατικό κίνημα, παράλληλα με τις διεθνιστικές του διακηρύξεις, τάχθηκε (αν και όχι χωρίς διαφωνίες) υπέρ των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων και του δικαιώματος στην εθνική αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία, διεκδικώντας την ηγεμονία.

Στη βάση του δ. συγκροτήθηκαν οι Διεθνείς του εργατικού, αναρχικού, σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος, και ο δ. αποτέλεσε βασικό ζήτημα στη ρήξη της αριστερής πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας, που συγκρότησε το κομμουνιστικό κίνημα, με τη δεξιά της, που έχοντας εγκαταλείψει στην πράξη τις αρχές του δ. δεν αντιτάχθηκε στον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο προσανατολισμός στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, ανεξάρτητα από την επέκταση της επανάστασης και έξω απ’ αυτήν, αποτέλεσε κεντρικό σημείο διαφοροποίησης αριστερών τάσεων στα Κ.Κ. και στην Κομμουνιστική Διεθνή κατά τη δεκαετία του 1920, που συγκρότησαν στη συνέχεια το διεθνές τροτσκιστικό κίνημα, ως ρεύμα του συνεπούς «κομμουνιστικού δ.». Στη βάση του δ., οι τροτσκιστές επέκριναν την πολιτική συνεργασίας της ΕΣΣΔ με τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ μεγάλο τμήμα του τροτσκιστικού κινήματος αντιτάχθηκε και στην Αντίσταση στις κατεχόμενες χώρες, χαρακτηρίζοντάς την εθνικιστική. Ως εγκατάλειψη του δ. αντιμετωπίστηκε και η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1943.

Ο δ. (ως προλεταριακός δ.) εξακολούθησε να αποτελεί βασική αρχή που αποδέχονταν τα Κ.Κ., αν και επικρίθηκαν πως τον ταύτιζαν με την προτεραιότητα της υποστήριξης των κρατικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ. Κατά τη δεκαετία του 1960 η ΕΣΣΔ επικρίθηκε από τη Λαϊκή Κίνα για εγκατάλειψη του δ., καθώς η πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης που ακολουθούσε θεωρούνταν πως υπέτασσε τα συμφέροντα των λαών και τους αγώνες των απελευθερωτικών κινημάτων στις ανάγκες της πολιτικής ειρηνικής διευθέτησης των αντιθέσεων με τους ιμπεριαλιστές. Το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, αργότερα, αντικατέστησε τον όρο προλεταριακός δ. με την ευρύτερη έννοια της διεθνιστικής αλληλεγγύης, υποδηλώνοντας την ανεξαρτησία των Κ.Κ. από το μέχρι τότε διεθνές κέντρο, το ΚΚΣΕ.

Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση των καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης, μια νέα εκδήλωση δ. εμφανίστηκε με τα κινήματα κατά της «παγκοσμιοποίησης» και με τις κινητοποιήσεις ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.

Ο δ. και το ελληνικό εργατικό κίνημα. Ο δ. αποτέλεσε βασική αρχή συγκρότησης και του ελληνικού εργατικού, αναρχικού, σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος. Σε μια χώρα με προβλήματα εθνικής ολοκλήρωσης, καθώς μεγάλες περιοχές με συμπαγή ελληνική πληθυσμιακή σύνθεση παρέμεναν έξω από το ελληνικό εθνικό κράτος, το ελληνικό εργατικό κίνημα, με την ενεργητική υποστήριξη του διεθνούς κινήματος, τασσόταν υπέρ των απελευθερωτικών αγώνων (κρητικές επαναστάσεις, A΄ Βαλκανικός Πόλεμος), ενώ παράλληλα διακήρυττε το σύνθημα της ενότητας των λαών της ευρύτερης περιοχής της Βαλκανικής.

Υποστηρίζοντας τις διεθνιστικές αρχές, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων σοσιαλιστών αντιτάχθηκε στη συμμετοχή της Ελλάδας στον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το ΣΕΚΕ τάχθηκε κατά της αντισοβιετικής εκστρατείας στην Ουκρανία, το 1919, και του πολέμου στη Μικρά Ασία, στα 1919-22. Το ΚΚΕ, ως Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, εξέφρασε τον διεθνιστικό του προσανατολισμό, υποστηρίζοντας ακόμη και τον αποχωρισμό της Μακεδονίας και Θράκης, και την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο θα συμβίωναν ειρηνικά όλες οι εθνότητες της περιοχής, θέση η οποία στοίχισε διώξεις και χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα από τους αντιπάλους του για να το κατηγορούν σαν αντεθνικό όργανο του πανσλαβισμού.

Από το 1935 το ΚΚΕ, έχοντας εγκαταλείψει αυτή τη γραμμή, υιοθέτησε την πολιτική της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων (Σλαβομακεδόνων, Μουσουλμάνων της Θράκης, Αλβανών Τσάμηδων και Εβραίων), ενώ παράλληλα πρόβαλλε το δικαίωμα στην Αυτοδιάθεση της Κύπρου και της Δωδεκανήσου, και την ένωσή τους με την Ελλάδα. Η πολιτική του για απόκρουση της ιταλικής επίθεσης το 1940 και στη συνέχεια για Εθνική Αντίσταση κατά την Κατοχή, επικρίθηκε σαν εθνικιστική από τους τροτσκιστές και τους αρχειομαρξιστές. Εντούτοις, κάποιοι αρχειομαρξιστές συμμετείχαν στο εαμικό κίνημα, πραγματοποιώντας εισοδισμό. Ιδιαίτερα προβλήματα δημιούργησε στις γραμμές του ΕΑΜ η επιμονή κομμάτων συνεργαζόμενων με το ΚΚΕ για τη «διευθέτηση των βορείων συνόρων της χώρας» σε βάρος των γειτονικών χωρών, θέση που συνέχισαν να προβάλλουν οι σοσιαλιστές και μετά την αποχώρησή τους από το ΕΑΜ.

Η εμφυλιοπολεμική και μετεμφυλιακή τρομοκρατία κατά της κομμουνιστικής Αριστεράς θεμελιωνόταν ιδεολογικά και στον χαρακτηρισμό της σαν αντεθνικού οργάνου των πανσλαβισμού, ιδιαίτερα μετά την απόφαση της 5ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ το 1949, που αναγνώριζε το δικαίωμα των Σλαβομακεδόνων στην εθνική αυτοδιάθεση. Οι διώξεις των κομμουνιστών τα επόμενα χρόνια και οι εκτελέσεις των Νίκου Νικηφορίδη, Νίκου Μπελογιάννη, Νίκου Πλουμπίδη κ.ά., γινόταν με βασική κατηγορία την «κατασκοπία υπέρ της ΕΣΣΔ».

Οι σχέσεις με το ΚΚΣΕ, ιδιαίτερα στενές μετά το 1949, όταν χιλιάδες κομμουνιστές βρέθηκαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ και τις άλλες ανατολικές χώρες, και μαζί τους και η ηγεσία του κόμματος, αποτέλεσαν σημαντικό ζήτημα, κατά τις δύο μεγάλες κρίσεις του 1956 και 1968. Στην πρώτη, γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ (Νίκος Ζαχαριάδης κ.ά.) αντικαταστάθηκε παράτυπα, με επέμβαση του ΚΚΣΕ και άλλων ανατολικοευρωπαϊκών Κ.Κ. Στη δεύτερη, γιατί το ΚΚΣΕ αναγνώρισε ως ηγεσία του κόμματος το ένα από τα δύο τμήματα της καθοδήγησης, αυτό που διατήρησε, τελικά, τον τίτλο του ΚΚΕ.

Μέρος των διαφωνούντων της πρώτης κρίσης προσανατολίστηκε αργότερα προς το μ-λ ρεύμα, υποστηρίζοντας τις θέσεις του Κ.Κ. Κίνας, σχετικά και με την εγκατάλειψη του δ. από την ΕΣΣΔ. Καθώς η Κίνα δεν επιδίωκε τη διαμόρφωση ενός άλλου νέου διεθνούς κέντρου, οι σχέσεις της με τις ελληνικές μ-λ οργανώσεις παρέμειναν από ανύπαρκτες έως χαλαρές. Πολλές απ’ αυτές τις οργανώσεις, ήδη από το 1976, και στο σύνολό τους, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έπαψαν να  αναφέρονται στην Κίνα.

Το τμήμα του ΚΚΕ που συγκρότησε το ΚΚΕ εσωτερικού προσανατολίστηκε σε κριτική στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ, διακηρύσσοντας την αυτονομία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, στο πλαίσιο της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Αντίθετα, το ΚΚΕ συνέχισε την ευθυγράμμιση της πολιτικής του με τις θέσεις της ΕΣΣΔ στα διεθνή ζητήματα και σ’ αυτά που απασχολούσαν το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, δεχόμενο επικρίσεις για εξάρτηση από το ΚΚΣΕ.

Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το ΚΚΕ έχει αναδειχτεί διεθνώς σε κόμμα που αναλαμβάνει συχνά πρωτοβουλίες για συναντήσεις και συσκέψεις κομμουνιστικών κομμάτων. Ο Συνασπισμός, που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε ενορχηστρωθεί με την κυρίαρχη πολιτική για το Μακεδονικό, κράτησε στη συνέχεια αποστάσεις από τον ελληνικό εθνικισμό, ανέπτυξε σχέσεις με τα κινήματα κατά της «παγκοσμιοποίησης» και εντάχθηκε στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επικρινόταν από αριστερές δυνάμεις σαν κόμμα προσανατολισμένο σε θέσεις αστικού κοσμοπολιτισμού και ευρωπαϊσμού, αν και τα τελευταία χρόνια δεχόταν επιθέσεις από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις για τους ακριβώς αντίθετους λόγους.

Σημαντικό ζήτημα που αφορά στον διεθνιστικό προσανατολισμό του ελληνικού εργατικού κινήματος και της Αριστεράς αποτελεί το Κυπριακό και η ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο. Στον χώρο της Αριστεράς εμφανίζεται ένα μεγάλο φάσμα απόψεων, που εκφράστηκαν και σχετικά με το Σχέδιο Ανάν για την Κύπρο στα 2004-05. Ζητήματα που αφορούν στον δ. προκύπτουν και από τις θέσεις για τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς τάσεις που υποστηρίζουν τη συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε. προβάλλουν την άποψη πως αποτελεί πεδίο ανάπτυξης αγώνων με διεθνιστικό προσανατολισμό, ενώ μεγάλο μέρος της Αριστεράς τάσσεται υπέρ της αποδέσμευσης της Ελλάδας από την Ε.Ε.

 

Διεθνιστής. 1. Θεωρητικό περιοδικό που εξέδιδε, το 1935, η τροτσκιστική οργάνωση που συγκροτούνταν γύρω από την εφημερίδα «Μπολσεβίκος».

2. Έντυπο που εξέδιδε παράνομα, το 1942, η τροτσκιστική Ενιαία Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΕΟΚΔΕ). Από τον επόμενο χρόνο και έως το 1944 εκδιδόταν από το Κόμμα Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΚΚΔΕ). Αντιτασσόταν στο ΕΑΜ, χαρακτηρίζοντάς το εθνικιστικό, αν και αναγνώριζε τη δυναμική της επιρροής του στην εργατική τάξη και στα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα.

3. Όργανο της τροτσκιστικής Διεθνιστικής Επαναστατικής Πρωτοπορίας (ΔΕΠ), που εκδιδόταν το 1946. Αντιτασσόταν στην πλειονότητα των τροτσκιστών που συγκρότησαν το ΚΔΚΕ, επικρίνοντας την αποχή τους από το εαμικό κίνημα Αντίστασης και την άρνησή τους να θέσουν το ζήτημα της αποχώρησης των βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα.

4. Εφημερίδα που εξέδιδε παράνομα, στα 1967-70, η τροτσκιστική οργάνωση Εργατική Πρωτοπορία. Συνέχισε την έκδοσή του και μετά την πτώση της δικτατορίας και έως τη δεκαετία του 1990, με τη μορφή περιοδικού και υπεύθυνο τον Κώστα Καστρίτη.

5. Τροτσκιστική εφημερίδα που εξέδιδε στο Παρίσι, κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας, ο Θεόδωρος Σταυρόπουλος.

6. Εφημερίδα που εκδιδόταν στα 2010-11, από ομάδα πρώην μελών του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ). Η πλειονότητά τους εντάχθηκε αργότερα στο τροτσκιστικό Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα (ΕΕΚ).

 

Διεθνιστική Αριστερά. Πολιτικό-θεωρητικό περιοδικό της οργάνωσης Διεθνιστική Εργατική Αριστερά (ΔΕΑ). Εκδιδόταν ως τετραμηνιαίο  από το 2001 έως το 2014.

 

Διεθνιστική Επαναστατική Πρωτοπορία (ΔΕΠ). Ολιγομελής τροτσκιστική οργάνωση που συγκροτήθηκε το 1946 από μέλη του Εργατικού Διεθνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΕΔΚΕ), που διαφώνησαν με την ενοποίησή του με τις άλλες τροτσκιστικές οργανώσεις. Επικεφαλής ήταν η χήρα του Παντελή Πουλιόπουλου, Φιλισία, και ο Παναγιώτης Δημητρηκαρέας, και όργανο της ο «Διεθνιστής». Καταδίκαζε την αποχή των τροτσκιστών από το εαμικό κίνημα Αντίστασης και υποστήριζε την πολιτική του ΚΚΕ ενάντια στην παρουσία βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Διαλύθηκε το 1947 και τα μέλη της προσχώρησαν στο ΚΚΕ.

 

Διεθνιστική Εργατική Αριστερά (ΔΕΑ). Οργάνωση τροτσκιστικής αναφοράς που ιδρύθηκε το 2001, μετά από διάσπαση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΣΕΚ). Συμμετείχε στην ίδρυση του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ και αποτέλεσε ιδρυτική συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ. Το 2004 αντιμετώπισε εσωτερική κρίση, με την αποχώρηση μελών της που ίδρυσαν τις ομάδες Κόκκινο και Διεθνιστική Σοσιαλιστική Παρέμβαση, η οποία προσχώρησε στην ΟΚΔΕ/Σπάρτακος.

Στις εκλογές του 2012 και του Ιανουαρίου 2015, στις οποίες συμμετείχε με τους συνδυασμούς του ΣΥΡΙΖΑ, εξέλεξε δύο βουλεύτριες κάθε φορά. Το 2014 επαναπροσχώρησε στη ΔΕΑ η ομάδα Κόκκινο. Το καλοκαίρι του 2015 αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ και μέχρι το 2019 συμμετείχε στη Λαϊκή Ενότητα. Διασπάστηκε και πάλι το 2018, με την αποχώρηση μέρους των μελών της, που συγκρότησαν την οργάνωση Κόκκινο Νήμα.

Η ΔΕΑ αναπτύσσει ιδιαίτερη αντιρατσιστική και αντιφασιστική δραστηριότητα, στηρίζοντας τις κινήσεις Απελάστε τον Ρατσισμό και Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών. Βασικά της στελέχη είναι οι Γιάννα Γαϊτάνη, Αντώνης Νταβανέλος, Παναγιώτης Λίλλης, Σωτήρης Μάρταλης, Μαρία Μπόλαρη κ.ά., και εκδίδει την εφημερίδα «Εργατική Αριστερά» και το περιοδικό «Κόκκινο».

 

Διεθνιστική Σοσιαλιστική Παρέμβαση. Ολιγομελής ομάδα τροτσκιστικού προσανατολισμού, που αποσπάστηκε το 2004 από τη Διεθνιστική Εργατική Αριστερά (ΔΕΑ). Το 2005 προσχώρησε στην ΟΚΔΕ/Σπάρτακος.

 

Διεθνιστικό Επαναστατικό Κόμμα Ελλάδας (ΔΕΚΕ). Τροτσκιστική οργάνωση, με επικεφαλής τον Άγι Στίνα. Ιδρύθηκε τον Οκτώβριο 1944 ως μετεξέλιξη του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΔΚΚΕ), μετά την αποχώρηση της ομάδας Κώστα Καστρίτη - Γιάννη Θεοδωράτου. Εξέδιδε την εφημερίδα «Εργατικό Μέτωπο». Κατά τα Δεκεμβριανά κράτησε ουδέτερη στάση και το 1946 συμμετείχε στην ενοποίηση των δυνάμεων των Ελλήνων τροτσκιστών και στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Διεθνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΔΚΕ), γραμματέας του οποίου εκλέχτηκε ο Στίνας. Το 1947 τα πρώην μέλη της αποχώρησαν από το ΚΔΚΕ, ιδρύοντας την οργάνωση Εργατικό Μέτωπο, η οποία σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον τροτσκισμό, υιοθετώντας τις απόψεις του Κορνήλιου Καστοριάδη.

 

Διεθνιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΔΚΚΕ). Τροτσκιστική οργάνωση που ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο 1943, με τη συνένωση του Κομμουνιστικού Διεθνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΔΚΕ) και ομάδων πρώην μελών της Ενιαίας Οργάνωσης Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΕΟΚΔΕ) και της Επαναστατικής Παράταξης του ΚΚΕ. Εξέδιδε τα έντυπα «Διαρκής Επανάσταση» και «Ο Αγώνας μας». Το ΔΚΚΕ τάχθηκε ενάντια στο εαμικό κίνημα Αντίστασης, χαρακτηρίζοντάς το εθνικιστικό, και η πλειοψηφία του (οι προερχόμενοι από το ΚΔΚΕ, με επικεφαλής τον Άγι Στίνα) αντιτασσόταν στην υπεράσπιση της ΕΣΣΔ. Τον Οκτώβριο του 1944 διασπάστηκε και η πλειοψηφία ίδρυσε το Διεθνιστικό Επαναστατικό Κόμμα Ελλάδας (ΔΕΚΕ), ενώ η μειοψηφία, με επικεφαλής τους Κώστα Καστρίτη και Γιάννη Θεοδωράτο, συμμετείχε, το 1945, στην ίδρυση του Εργατικού Διεθνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΕΔΚΕ).

 

Διζικιρίκης Γιώργος (1921-2008). Σκηνοθέτης και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Γένοβα και σπούδασε κινηματογράφο, ζωγραφική, κοινωνιολογία και φιλοσοφία. Άρχισε να σκηνοθετεί από το 1959, ενώ έγραψε και μεγάλο αριθμό βιβλίων για ζητήματα τέχνης, φιλοσοφικά κ.ά., όπως τα «Η αισθητική της Ρωμιοσύνης», «Ο νεοελληνικός διαφωτισμός και το ευρωπαϊκό πνεύμα 1750-1821», «Λεξικό αισθητικών και τεχνικών όρων του κινηματογράφου» κ.λπ.

 

Δικτατορία του προλεταριάτου. Όρος που αναφέρεται στην εξουσία της εργατικής τάξης κατά την περίοδο από την ανατροπή της αστικής εξουσίας μέχρι το πέρασμα στην κομμουνιστική αταξική κοινωνία ή -σύμφωνα με άλλη εκδοχή- μέχρι την επικράτηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αναφερόμενος στη δ.τ.π., ο Μαρξ επισήμαινε πως η δική του συνεισφορά στη θεωρία της πάλης των τάξεων έγκειται στη θεμελίωση της αναγκαιότητας επιβολής της. Πρόκειται για μια θέση που απορρέει από τη μαρξιστική θεωρία για την ταξική φύση της κρατικής εξουσίας. Ο όρος δεν αναφέρεται στη μορφή άσκησης της εξουσίας, καθώς και στα αστικά καθεστώτα, που επίσης συνιστούν ταξική δικτατορία, αυτή μπορεί να παίρνει δημοκρατική ή μορφή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης.

Τη θεωρία για τη δ.τ.π. ανέπτυξαν μαρξιστές θεωρητικοί, όπως ο Λένιν (που αντιπαρατέθηκε στη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη περί ουδετερότητας του κράτους), ο Τρότσκι (που την αντιμετώπιζε αρχικά ως εξουσία του επαναστατικού κόμματος, αλλά αργότερα τη συνέδεσε με την εξουσία των εργατικών συμβουλίων - των σοβιέτ), ο Στάλιν (που την ταύτισε με το μονοκομματικό καθεστώς που επιβλήθηκε στην ΕΣΣΔ), ο Γκράμσι (που την έβλεπε ως συνδυασμό κυριαρχίας και ιδεολογικής ηγεμονίας), ο Μάο (που τη συνέδεε με τη συνέχιση της ταξικής πάλης, ενάντια στο στρώμα των γραφειοκρατών του κόμματος και του κράτους, που συγκροτούνται σε νέα αστική τάξη) κ.ά.

Η δ.τ.π. αποτέλεσε προγραμματικό στόχο του ΣΕΚΕ(Κ) από το 1920, μετά την εγκατάλειψη της θέσης για λαϊκή δημοκρατία. Είτε ως άμεση επιδίωξη είτε ως μακροπρόθεσμος στόχος, αποτελεί προγραμματική διακήρυξη του ΚΚΕ σε όλη την ιστορική του διαδρομή. Εγκαταλείφθηκε από το ΚΚΕ εσωτερικού, το οποίο αναφερόταν στον δημοκρατικό σοσιαλισμό, ενώ συχνά ο όρος δ.τ.π. αντικαθίσταται από τους όρους «εργατική δημοκρατία» και «εργατική εξουσία».

 

Δίκτυο Αυτόνομων Ριζοσπαστικών Αριστερών Σχημάτων (ΔΑΡΑΣ). Φοιτητική και σπουδαστική παράταξη του Συνασπισμού. Συγκροτήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και η επιρροή της παρέμεινε περιορισμένη κατά τα επόμενα χρόνια. Το 2007 συμμετείχε στην ίδρυση της Αριστερής Ενότητας (ΑΡΕΝ), στην οποία εντάχθηκαν οι φοιτητικές και σπουδαστικές κινήσεις των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Δίκτυο για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Συγκροτήθηκε το 1993 από τις κινήσεις για την υπεράσπιση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που λειτουργούσαν σε διάφορες πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Χανιά, Λαμία κ.ά.) από το 1987. Μέρος του στελεχικού του δυναμικού προσχώρησε το 1996 στον Συνασπισμό. Στο Δίκτυο συμμετείχαν αγωνιστές που ίδρυσαν το 2008 την κίνηση Ρόζα, η οποία αποτέλεσε συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μέλη της ΑΚΟΑ, της  ΟΚΔΕ/Σπάρτακος κ.ά.

Έχοντας διακόψει τις σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τη μνημονιακή στροφή του 2015, μέλη του Δικτύου συγκρότησαν τη Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά και το 2018 συμμετείχαν στην ίδρυση της Συνάντησης για μία Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά.

Εκτός από τη δραστηριότητα που αναπτύσσει ενάντια στην κρατική καταστολή, συμμετέχει ενεργά στο αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα, και με δική του πρωτοβουλία έχουν ιδρυθεί στέκια μεταναστών και διοργανώνονται ετήσια αντιρατσιστικά φεστιβάλ. Εκδίδει το περιοδικό «Δελτίο Θυέλλης» και βασικά του στελέχη υπήρξαν κατά καιρούς οι Κώστας Αθανασίου, Γιάννης Αλμπάνης, Νίκος Γιαννόπουλος,  Γιάννα Κούρτοβικ, Μάνια Μπαρζέφσκι, Δημήτρης Τσιγγάνης, Γιάννης Φελέκης, Θοδωρής Φέστας, Χρήστος Μπακέλλας, Χριστόφορος Παπαδόπουλος, Νίκος Σαμανίδης κ.ά.

 

Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά. Κίνηση που ιδρύθηκε το 2015 από πρώην μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, που αποχώρησαν μετά τη μνημονιακή στροφή του. Εκρόκειτο, κυρίως, για μέλη του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα. Το 2016 συγκροτήθηκε σε πολιτική οργάνωση και το 2018 εντάχθηκε στη Συνάντηση για μία Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά. Βασικά της στελέχη ήταν οι Γιάννης Αλμπάνης, Νίκος Γιαννόπουλος, Ηρώ Διώτη, Τάσος Κορωνάκης, Αλίκη Κοσυφολόγου, Χρήστος Λάσκος, Νίκος Νικήσιανης, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Νίκος Σαμανίδης κ.ά.

 

Διονύσιος (1879-1951). Μητροπολίτης Μηθύμνης και πρόεδρος του ΕΑΜ Λέσβου. Γεννήθηκε στη Νίσυρο και το κοσμικό του όνομα ήταν Διονύσιος Μηνάς. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Χάλκης το 1904. Εξελέγη Μητροπολίτης το 1922 και ανέπτυξε μεγάλη κοινωνική δράση. Ως πρόεδρος του ΕΑΜ Λέσβου απέκτησε το προσωνύμιο «Κόκκινος Δεσπότης». Το 1945 καθαιρέθηκε και έγινε μοναχός.

 

Δογματισμός. Η αντιμετώπιση του μαρξισμού και του μαρξισμού-λενινισμού σαν μιας κωδικοποιημένης κοσμοθεωρίας, που καθήκον των οπαδών της είναι η πιστή εφαρμογή των αρχών της. Επίσης, η άκριτη μεταφορά εμπειριών που αφορούν σε άλλη ιστορική περίοδο ή και σε άλλη χώρα, χωρίς προσπάθεια προσαρμογής στις ιδιαίτερες ιστορικοκοινωνικές και πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες επιχειρείται η άσκηση πολιτικής. Κατά συνέπεια, η ακύρωση του επιστημονικού χαρακτήρα της μαρξιστικής θεωρίας και η άρνηση εφαρμογής της λενινιστικής υπόδειξης για «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» (της «συγκυρίας»).

Την κατηγορία του δ. προσάπτει σταθερά το ΚΚΕ προς τις τάσεις που διαμορφώνονται στ’ αριστερά του, ενώ για δ. κατηγορούνταν και το ίδιο από την ανανεωτική Αριστερά. 

 

Δοκιμή. Εφημερίδα του αναρχικού χώρου που εκδιδόταν στα 1985-87. Από το 1987 και με την ίδρυση της Ένωσης Αναρχικών, αντικαταστάθηκε από την εφημερίδα «Αναρχία».

 

Δόξας Γιώργος (;-1944). Στέλεχος του τροτσκιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στα Βουρλά της Σμύρνης και το 1922 ήρθε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα. Κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή και αργότερα εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής. Μέλος της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης από το 1928, το 1932 προσχώρησε στη ΛΑΚΚΕ και το 1934 συμμετείχε στην ίδρυση της οργάνωσης Νέα Διεθνής, της ΟΚΔΕ και  της οργάνωσης του «Μπολσεβίκου». Το 1936 συμμετείχε στην ίδρυση ομάδας γύρω από την εφημερίδα «Εργατικός Τύπος». Το 1942 ίδρυσε την ομάδα Επίθεση και τον επόμενο χρόνο την Ενωτική Ομάδα. Τάχθηκε κατά του ΕΑΜ, καταγγέλλοντάς το σαν εθνικιστικό, και δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ.

 

Δουδούμης Βασίλειος (;-;). Ένας από τους πρωτοπόρους σοσιαλιστές, με χριστιανοσοσιαλιστικές απόψεις. Ήταν δικηγόρος και υπήρξε πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Αδελφότητας της Πάτρας στα 1893-96, ενώ στα 1894-95 διηύθυνε την εφημερίδα «Φως». Συνδεόταν πολιτικά με τον Πλάτωνα Δρακούλη, με τον οποίο συνεργάστηκε και μετά το 1910, όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τα επόμενα χρόνια ήταν διευθυντής της «Έρευνας» και γραμματέας του Ελληνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Μεταξύ άλλων, έγραψε και το βιβλίο «Το ειρηνευτικόν κράτος».

 

Δούκα Μάρω (1947-). Συγγραφέας. Γεννήθηκε στα Χανιά και σπούδασε   στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εντάχθηκε στη Δ.Ν. Λαμπράκη και στον παράνομο Ρήγα Φεραίο. Μυθιστορήματά της δημοσιεύονται από το 1969. Έγραψε τα βιβλία «Η αρχαία σκουριά», «Η πλωτή πόλη», «Τα μαύρα λουστρίνια» κ.ά.

 

Δούκας Στρατής (1895-1983). Λογοτέχνης. Γεννήθηκε στα Μοσχονήσια, σπούδασε νομικά και αναγνωρίστηκε ως λογοτέχνης από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα χρόνια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, και φυλακίστηκε. Διώχτηκε και κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας. Έγραψε τα βιβλία «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», «Δεσμός» κ.ά., ενώ στα 1949-51 ήταν διευθυντής του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα».

 

Δούμας Νίκος (1879-1923). Στέλεχος του σοσιαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στο Δέλβινο της Βόρειας Ηπείρου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1893 και υπήρξε μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου και της ομάδας Κόσμος. Το 1902 μετανάστευσε στο Κάιρο, όπου ίδρυσε Λαϊκό Αναγνωστήριο και το 1907 εξέδωσε την εφημερίδα «Εργάτης». Επέστρεψε στην Αθήνα το 1913, φυλακίστηκε για μικρό διάστημα, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του σωματείου των υποδηματεργατών και το 1915 προσχώρησε στο Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, του Πλάτωνα Δρακούλη. Σκοτώθηκε σε προσωπική διένεξη. Έγραψε τα βιβλία «Από τη ζωή των βασανισμένων», «Ξύπνα εργάτη» κ.ά. Γιος του ήταν ο Γιώργος Δ., στέλεχος του  ΣΕΚΕ και του αρχειομαρξιστικού ρεύματος.

 

Δραγασάκης Γιάννης (1947-). Στέλεχος της Αριστεράς. Γεννήθηκε στην Ανατολή Λασιθίου και σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα και το Λονδίνο. Μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 1982, απέτυχε να εκλεγεί γραμματέας του κόμματος το 1989 και με τη διάσπαση του 1991 εντάχθηκε στον Συνασπισμό. Υπήρξε βουλευτής το 1989 και στα 1996-2023, και υπουργός στις κυβερνήσεις Ζολώτα (1989-90) και Τσίπρα (2015-19). Θεωρείται ένα από τα βασικά μέλη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που συνέβαλαν στη μνημονιακή στροφή του 2015 και στην κεντροαριστερή του μετατόπιση.

 

Δρακόπουλος Μπάμπης (1917-1991). Ηγετικό στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος και της ανανεωτικής Αριστεράς. Γεννήθηκε στην Αρκαδία και ήταν αδελφός του στελέχους της ΟΚΝΕ Γιώργου Δρ., που πέθανε κρατούμενος κατά τη δικτατορία Μεταξά. Έζησε από μικρός στην Αθήνα, εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ το 1934 και ανέπτυξε δραστηριότητα στο φοιτητικό κίνημα, ως φοιτητής της Φιλοσοφικής. Εξορίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά στη Φολέγανδρο, απ’ όπου απέδρασε το 1941. Ανέλαβε γραμματέας της ΟΚΝΕ Πειραιά και το 1943 αναδείχτηκε ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ. Πέρασε στην παρανομία το 1947 και από το 1949 έως το 1960 παρέμεινε φυλακισμένος. Μετά την αποφυλάκισή του έγινε μέλος της Ε.Ε. της ΕΔΑ. Το 1961 εκλέχτηκε στην Κ.Ε. του ΚΚΕ  και το 1965 ανέλαβε γραμματέας του Γραφείου Εσωτερικού, στο οποίο συμμετείχε από τη συγκρότησή του, το 1963.

Το 1967 απέφυγε τη σύλληψη και μετά τη 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, τον Φεβρουάριο 1968, τάχθηκε κατά των αποφάσεών της. Τον Σεπτέμβριο το Γραφείο Εσωτερικού ανέλαβε την καθοδήγηση των κομματικών οργανώσεων και τον Απρίλιο  1969, στην Έκτακτη Ολομέλεια των μελών της Κ.Ε. που δεν είχαν αποδεχτεί τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας, ο Δρ. εκλέχτηκε γραμματέας του Γραφείου της Κ.Ε. του ΚΚΕ εσωτερικού, με έδρα τη Ρώμη. Επιστρέφοντας παράνομα στην Ελλάδα, πιάστηκε το 1971, φυλακίστηκε έως το 1973 και εξορίστηκε το 1974. Παρέμεινε γραμματέας του ΚΚΕ εσ. μέχρι το 1982. Αν και το 1986 αντιτάχθηκε στη διάλυση του ΚΚΕ εσ., τον επόμενο χρόνο συμμετείχε στην ίδρυση της ΕΑΡ.

Η πολιτική που ακολούθησε το ΚΚΕ εσ. επί ηγεσίας Δρ., ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1973-78, χαρακτηρίστηκε «δεξιόστροφη» και η αποτυχία του στον ανταγωνισμό με το ΚΚΕ για την επικράτηση στον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς αποδίδεται στις θέσεις υπέρ της φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας, το 1973, και στην πολιτική της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ), μετά το 1974.

 

Δρακούλης Πλάτων (1858-1942). Ένας από τους κορυφαίους σοσιαλιστές κατά την πρώτη περίοδο συγκρότησης του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στην Ιθάκη από οικογένεια εφοπλιστών αριστοκρατικής καταγωγής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στην Οξφόρδη, και διαμόρφωσε μια ιδιόμορφη ιδεολογία, κράμα ρεφορμιστικών, θεοσοφικών και χριστιανοσοσιαλιστικών τάσεων.

Στα 1885-87 εξέδιδε τη σοσιαλιστική εφημερίδα «Άρδην», γύρω από την οποία συγκροτήθηκε αξιόλογος πυρήνας σοσιαλιστών διανοουμένων. Το 1886 δημοσίευσε το φυλλάδιο «Τι είναι κοινωνισμός» και μετέφρασε το έργο του Κροπότκιν «Προς τους νέους», ενώ το 1893 εξέδωσε το «Εγχειρίδιον του εργάτου. Ήτοι αι βάσεις του σοσιαλισμού». Έχοντας εγκατασταθεί από το 1887 στην Αγγλία, επέστρεψε το 1894 και συνέχισε τη δράση του, συμβάλλοντας στη διοργάνωση του εορτασμού της Πρωτομαγιάς, σε συνεργασία με τον Σταύρο Καλλέργη. Συσπειρώνοντας γύρω του τα μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου που διαφώνησαν με τον Καλλέργη, ήταν το 1895 υποψήφιος βουλευτής στην Πάτρα, με την υποστήριξη της Σοσιαλιστικής Αδελφότητας.

Εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αγγλία και το 1901 εξέδωσε στην Οξφόρδη το περιοδικό «Έρευνα», το οποίο συνέχισε να εκδίδει στην Αθήνα, μετά την εκ νέου επιστροφή του το 1908. Το 1909 ίδρυσε τον Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων (ΣΤΕΤ) και το 1910 εκλέχτηκε ταυτόχρονα βουλευτής Αττικής και Κεφαλληνίας. Το 1911, μετά την αποχώρηση ομάδας με επικεφαλής τον Νίκο Γιαννιό, ο ΣΤΕΤ μετασχηματίστηκε σε Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Ο Δρ. τάχθηκε υπέρ της επεκτατικής πολιτικής του Βενιζέλου κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ερχόμενος σε αντίθεση με την πλειονότητα των νεότερων σοσιαλιστών. Από το 1918 διέκοψε τη δραστηριότητά του στο σοσιαλιστικό κίνημα και το 1924 ίδρυσε την Ελληνική Εταιρία Αγροπόλεων, προωθώντας σε διεθνές επίπεδο την ιδέα της κατάργησης της διάκρισης πόλης-υπαίθρου.  Τα τελευταία χρόνια της ζωής του απέμεινε φτωχός, έχοντας δαπανήσει την περιουσία του στις πολιτικές του δραστηριότητες. Έγραψε και τα βιβλία «Μελέτη περί της Γαλλικής Επαναστάσεως», «Φως εκ των ένδον», «Αποκατάστασις της γυναικός», «Στοιχεία Βιονομίας» κ.ά.

 

Δρομάζος Στάθης (1915-1983). Δημοσιογράφος, κριτικός θεάτρου και αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος. Γεννήθηκε στο Πάνορμο Φωκίδας και σπούδασε νομικά και φιλολογία. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ και ανέλαβε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» και του «Ριζοσπάστη». Στα 1950-51 ήταν αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Δημοκρατικός». Το 1951 συνελήφθη με την υπόθεση Μπελογιάννη και έμεινε στη φυλακή  μέχρι το 1962. Έως το 1967 εργάστηκε στην «Αυγή» και κατόπιν εξορίστηκε μέχρι το 1970. Έγραψε τα βιβλία «Προβλήματα θεατρικής κριτικής», «Αρχαίο δράμα», «Νεοελληνικό θέατρο» κ.ά.

 

Δρόμοι πολιτικής και κοινωνικής κριτικής. Περιοδικό που εξέδιδε ομάδα αγωνιστών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στα 1996-2003, με υπεύθυνο έκδοσης τον Μάκη Σέρβο. Πρόβαλλε ζητήματα πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και εργατικά, εκπαιδευτικά κ.ά.

 

Δρόμοι της Ειρήνης. Μηνιαίο περιοδικό που εξέδιδε στα 1956-67 η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη. Στην ύλη του περιλαμβάνονταν ειδήσεις για το κίνημα ειρήνης στην Ελλάδα και διεθνώς, αλλά και ζητήματα πολιτικής επικαιρότητας, πολιτιστικά κ.ά. Από το 1963 η κυκλοφορία του ήταν μαζική, λόγω της ανάπτυξης του κινήματος ειρήνης μετά τη δολοφονία του ειρηνιστή βουλευτή της Αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη. Επανεκδόθηκε και πάλι το 1998.

 

Δρόμος της Αγροτιάς. Εφημερίδα που εκδιδόταν στα 1979-84, ως όργανο του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας. Διευθυντής ήταν ο Τέλης Αράπης.

 

Δρόμος της Αριστεράς. Εβδομαδιαία εφημερίδα που εκδίδεται από το 2010. Κυκλοφόρησε ως ανεπίσημη έκφραση του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής, και συνεχίζει την έκδοσή της με τη στήριξη της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ελλάδας (ΚΟΕ).

 

Δρόσου Καίτη (1924-2016). Ποιήτρια, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια. Γεννήθηκε στην Αθήνα και συμμετείχε στην εαμική Αντίσταση. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 κατέφυγε στο Παρίσι, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της. Ήταν σύζυγος του ποιητή και συγγραφέα Άρη Αλεξάνδρου.