"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Χρυσή Αυγή: Και εγκληματική συμμορία και νόμιμη;

2014-03-24 18:08

Δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο 2013 στο Rednotebook και στην έκδοση "Βελτιώνονται οι φτάχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες".


 
Χρυσή Αυγή: Και εγκληματική συμμορία και νόμιμη;
 
Η ανάδειξη της Χρυσής Αυγής σε κοινοβουλευτικό κόμμα υποχρέωσε το σύνολο της Αριστεράς να ασχοληθεί με το φαινόμενο του νεοφασισμού στον τόπο μας, θέτοντας και το ζήτημα της νομιμότητας μιας οργάνωσης ναζιστικού και ρατσιστικού προσανατολισμού, η οποία επιδίδεται σε συνεχείς προκλήσεις, όσο κι αν αποφεύγει (προς το παρόν;) να αναλάβει την ευθύνη και για δολοφονίες στις οποίες εμπλέκεται
 
Toυ Γιώργου Αλεξάτου

Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι τείνει να θεωρείται αυτονόητη η νομιμότητα μιας οργάνωσης, που σύσσωμη η Αριστερά, αλλά και πολιτικές δυνάμεις πέραν ή και πολύ πέραν αυτής, χαρακτηρίζουν φασιστική και εγκληματική. Συχνά, βέβαια, με το επιχείρημα ότι ενδεχόμενη απαγόρευσή της θα δημιουργούσε κακό προηγούμενο, θέτοντας σε κίνδυνο τη νομιμότητα αριστερών και αντιεξουσιαστικών συλλογικοτήτων, ή/και  με την προβολή της άποψης ότι στην αντιπαράθεση με τον φασισμό δεν μπορεί να έχει λόγο η αστική δικαιοσύνη. Ακραία συνέπεια αυτής της θέσης είναι και η αποφυγή δικαστικών διώξεων -κυρίως από αγωνιστές του αναρχικού χώρου- ακόμα και σε περιπτώσεις αυταπόδεικτων εγκληματικών ενεργειών της.

Στο πλαίσιο ενός σύντομου άρθρου είναι δύσκολη μια εκτενής και τεκμηριωμένη αντιπαράθεση με τις απόψεις αυτές. Προφανώς, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η αντιμετώπιση του φασισμού είναι υπόθεση κυρίως αστικής δημοκρατικής νομιμότητας, καθώς τον πρώτο λόγο τον έχει η ανάπτυξη μαζικών αγώνων, η αφαίρεση του εδάφους πάνω στο οποίο επιχειρεί να στηριχτεί, με τη συγκρότηση δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης και την επανακάλυψη της δύναμης της λαϊκής συλλογικότητας, και η απονομιμοποίησή του στις λαϊκές συνειδήσεις με αγώνα ιδεολογικό, αλλά και με δυναμικές παρεμβάσεις για την παρεμπόδιση της όποιας δημόσιας φασιστικής δραστηριότητας.  

Ίσως, όμως, θα έπρεπε να δούμε πιο σοβαρά την ίδια τη σύνθεση της φασιστικής συμμορίας από σημαντικό ποσοστό ατόμων που εμπλέκονται σε παραβατικές δραστηριότητες και πέραν της “πολιτικής” τους δράσης. Είναι προφανές ότι η συνέχιση αυτών των δραστηριοτήτων θα παρεμποδιζόταν από την ποινικοποίησή της, που, κατά συνέπεια, θα λειτουργούσε αποτρεπτικά ως προς την ένταξή τους σ΄ αυτήν.  Όπως θα είχε ενδιαφέρον να δούμε και τη σύνθεση της πλειονότητας των ψηφοφόρων της, από κόσμο προσηλωμένο στις αξίες “του νόμου και της τάξης”. Φαντάζει απίθανο να εξακολουθούσαν να στηρίζουν το ενδεχόμενο νόμιμο υποκατάστατο ενός “κόμματος” που τέθηκε εκτός νόμου. Οι ακροδεξιοί ψηφοφόροι δεν είναι οι αριστεροί της μετεμφυλιακής περιόδου. Το να βρεθούν αντιμέτωποι με το κράτος τούς είναι αδιανόητο.

Ιστορικά, η απαγόρευση της λειτουργίας των φασιστικών οργανώσεων αποτελούσε σταθερή επιδίωξη του αντιφασιστικού κινήματος και τη θέση αυτή επιμένει να υπερασπίζεται η Αριστερά σε όλες, σχεδόν, τις χώρες. Εκεί, μάλιστα, όπου αρκεί η αποκάλυψη του φασιστικού χαρακτήρα μιας οργάνωσης ή ενός κόμματος για να κριθεί παράνομο, η Αριστερά αγωνίζεται για την απόδειξή του.

Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ και το σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος πρόβαλαν σταθερά κατά τον Μεσοπόλεμο το αίτημα της διάλυσης των φασιστικών οργανώσεων, παρόλο που, ανεξάρτητα από αυτό, απειλούνταν βάσιμα η νομιμότητα των κομμουνιστικών οργανώσεων, για τις οποίες, ούτως ή άλλως, ίσχυε από το 1929 το Ιδιώνυμο. Για τους κομμουνιστές, η ταυτόχρονη πάλη για την απαγόρευση των φασιστικών οργανώσεων και την υπεράσπιση της νομιμότητας του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος αποτελούσε αυτονόητη διαδικασία, στο πλαίσιο της ταξικής πάλης που θα έκρινε την έκβαση και στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η άρνηση των εκάστοτε βενιζελικών ή αντιβενιζελικών κυβερνήσεων να απαγορεύσουν τη λειτουργία των φασιστικών κινήσεων εμφανιζόταν ως απόδειξη της στενής σχέσης μεταξύ φασιστών και κρατικού μηχανισμού.

Ανάλογη ήταν η στάση της Αριστεράς και στα 1945-47, όπως και μετά τον Εμφύλιο και ιδιαίτερα στα 1961-63, με την έξαρση της  δραστηριότητας των φασιστικών παρακρατικών συμμοριών. Και τώρα, το αίτημα της διάλυσής τους προβαλλόταν ταυτόχρονα με τον αγώνα για τη διασφάλιση της νομιμότητας των αριστερών οργανώσεων. Η ικανοποίησή του, το 1964, από την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου χαιρετίστηκε ως σημαντική νίκη του λαϊκού δημοκρατικού κινήματος.

Τη διάλυση των φασιστικών οργανώσεων απαιτούσε η Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ΕΔΗΚ, μετά το 1974, καταγγέλλοντας τους υπουργούς Δημόσιας Τάξης, Γκίκα και Μπάλκο, για συγκάλυψη της τρομοκρατικής Νέας Τάξης. Η δήλωση του Μπάλκου ότι ...δεν είχε τη διεύθυνση και το τηλέφωνό της, αποτέλεσε προσφιλές θέμα των γελοιογράφων της εποχής, ενώ η αντιπολίτευση επέμενε στη διάλυση και εκείνων των οργανώσεων που και γραφεία και τηλέφωνα διέθεταν: το Κόμμα της 4ης Αυγούστου -φυτώριο των μετέπειτα φασιστικών κινήσεων, όπως η Χρυσή Αυγή- ήταν μια απ΄ αυτές.