"Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη" Μίλαν Κούντερα

Γιώργος Αλεξάτος



gnalexatos@yahoo.gr

Ο καπνεργατικός κλάδος στην πρωτοπορία των εργατικών αγώνων κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

2014-05-09 09:51

Από το βιβλίο μου "Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου" - Ρωγμή, Αθήνα 1997.

 

Ήδη από τη χαραυγή του 20ού αιώνα και μέχρι τη δεκαετία του 1950, ο κλάδος που αναμφισβήτητα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των εργατικών αγώνων και της συνδικαλιστικής δραστηριότητας είναι ο καπνεργατικός. Πρόκειται για κλάδο μαζικό, που ασχολείται με την επεξεργασία του βασικού εξαγώγιμου προϊόντος της χώρας (1).

Τμήμα του καπνεργατικού κλάδου με υψηλή ειδίκευση και αντίστοιχες αποδοχές ήταν οι τσιγαράδες (σιγαροποιοί). Πολύ νωρίς, από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με το πρόβλημα της αντικατάστασής τους από τις σιγαροποιητικές μηχανές. Ενώ ένας τσιγαράς με τους δύο βοηθούς του κατασκεύαζε 2.000-3.000 τσιγάρα την ημέρα, η μηχανή έβγαζε 200.000-250.000. Το 1918 18 μηχανές εκτόπισαν 2.500 εργάτες (2).

Οι αγώνες των τσιγαράδων για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, που συχνά έπαιρναν μορφές «λουντιστικής» πρακτικής, με καταστροφές μηχανών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων (3), δεν απέτρεψαν, τελικά, τη διάλυση του κλάδου. Έτσι, ενώ στα 1919-20 υπήρχαν 7.596 τσιγαράδες (4.254 άντρες και 3.342 γυναίκες), στα 1921-25 μειώθηκαν σε 3.500 (1.500 άντρες και 2.000 γυναίκες) (4). Η αλλαγή της σύνθεσης του συρρικνωνόμενου κλάδου με την αριθμητική υπεροχή των γυναικών αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση απαξίωσης της τέχνης και πτώσης του μεροκάματου, καθώς οι γυναίκες έκαναν δουλειές συμπληρωματικές. Σε λίγο η τέχνη του τσιγαρά θα εκλείψει εντελώς.

Η εργασία των καπνεργατών/τριών είναι εποχιακή. Από τον Φεβρουάριο-Μάρτιο μέχρι τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο. Στους χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας του καπνού, στα «καπνομάγαζα», απασχολούνται κατά μέσο όρο 16,2 εργαζόμενοι/ες το 1930 και 49,5 το 1939 (5). Ο κλάδος, στη μεγαλύτερη ακμή του, το 1927, αποτελείται από 52.000 άτομα, το 1/12 της τότε ελληνικής εργατικής τάξης. Το 1935, μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση, απασχολούνταν στην καπνεπεξεργασία 35.000 άτομα, από τα οποία 18.000 ήταν γυναίκες (6).

Ο κλάδος κάνει την εμφάνισή του στο διεκδικητικό κίνημα της εργατικής τάξης ήδη από την πρώτη μαζική συγκρότησή του, στις αρχές του 20ού αιώνα. Το ιδιαίτερα οξυμμένο πρόβλημα των ανθυγιεινών συνθηκών εργασίας και η φυματίωση που κάνει θραύση, αποτελούν βασικούς λόγους κινητοποίησης για τη διεκδίκηση κοινωνικής ασφάλισης. Παράλληλα, η εποχιακότητα της εργασίας υποχρεώνει τον κλάδο να αγωνίζεται για υψηλότερα μεροκάματα.

Σκληροί αγώνες διεξάγονται για την απαγόρευση της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών. Οι καπνέμποροι ενδιαφέρονται για την εξαγωγή ανεπεξέργαστων για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων η μη ακινητοποίηση των κεφαλαίων τους στις αποθήκες, η εκμετάλλευση φτηνότερης εργατικής δύναμης, η αποδιάρθρωση του κλάδου και η εκμηδένιση της συνδικαλιστικής του δύναμης (7).

Κινητοποιήσεις για την απαγόρευση της εξαγωγής ανεπεξέργαστων έχουν γίνει ήδη από το 1908 στον Βόλο και την τουρκοκρατούμενη τότε Καβάλα. Στην Τουρκία, μάλιστα, οι εργάτες/τριες του Μονοπωλίου Ρεζί είχαν επιβάλλει στην απαγόρευση.

Ενώ το 1919 υπουργική επιτροπή υπό την προεδρία του Αλέξανδρου Σβώλου είχε απορρίψει το αίτημα των καπνεργατών/τριών, το 1922 ψηφίστηκε ο Νόμος 2869 που απαγόρευε την εξαγωγή στις περισσότερες ποικιλίες. Ο νόμος καταργήθηκε από τη δικτατορία του Πάγκαλου, αλλά στα επόμενα χρόνια η μη εξαγωγή επιβαλλόταν στον βαθμό που ο κλάδος επενέβαινε δυναμικά και την απέτρεπε.

Η μαχητικότητα του κλάδου και οι αγώνες του, που λειτουργούσαν ως υποδειγματικοί για το σύνολο της εργατικής τάξης, είναι ο κύριος λόγος για την υιοθέτηση από το κράτος και την εργοδοσία πολιτικής «αποσυμφόρησής» του (8). Ο κλάδος θεωρείται, κατά τη διατύπωση τυ κυβερνητικού παράγοντα Αχιλλέα Μάντζαρη, «εστία διαρκώς και μεθοδικώς υποδαυλιζομένη και έτοιμη να σκορπίση φλόγας καταστροφής εις πάσαν εύθετον περίστασιν» (9).

Μέσα για την κάμψη της αντίστασης και της μαχητικότητας του κλάδου είναι από τη μια η ανεργία που θα προέκυπτε από την εξαγωγή ανεπεξέργαστων και από την άλλη η αντικατάσταση των αντρών, που θεωρούνται πιο μαχητικοί και είναι πιο καλοπληρωμένοι, από γυναίκες. Αυτό επιχειρείται να γίνει με την εισαγωγή της «τόγκας», με την αποειδίκευση, μέσω μιας απλούστερης διαδικασίας επεξεργασίας του καπνού.

Μετά τη μεγάλη επιτυχία του καπνεργατικού κινήματος το 1926, με την ίδρυση του Ταμείου Ασφάλισης Καπνεργατών, το 1933 επιτυγχάνεται η ψήφιση του Νόμου «περί τόγκας», που όριζε την απασχόληση των φύλων κατά 50% το καθένα στα καπνομάγαζα. Ο νόμος θα καταργηθεί από τη δικτατορία Μεταξά.

Η μεγάλη δύναμη του κλάδου βρίσκεται στη μαζικότητά του. Τα καπνεργατικά σωματεία αποτελούν οργανώσεις μαζικές και η Καπνεργατική Ομοσπονδία είναι η μεγαλύτερη δευτεροβάθμια οργάνωση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Στην οργάνωση των αγώνων του κλάδου σημαντικός είναι ο ρόλος των περίφημων «Επιτροπών Σαλονιών». Σαλόνι λεγόταν ο χώρος όπου γινόταν η επεξεργασία του καπνού. Οι εργάτες/τριες είχαν κατακτήσει το δικαίωμα να εκλέγουν επιτροπή, η οποία ασκούσε έλεγχο σε καθημερινή βάση πάνω στις συνθήκες εργασίας και αποτελούσε τον σύνδεσμο μεταξύ εργαζομένων και σωματείου.

Οι αγώνες ευνοούνταν από την περιοδικότητα της εργασίας. Οι καπνεργάτες/τριες προσλαμβάνονταν κατά το τέλος του χειμώνα, όταν η ανάγκη επεξεργασίας ήταν επιτακτική. Κάθε καθυστέρηση θα μπορούσε να έχει καταστρεπτικές συνέπειες για το προϊόν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες λόγω της ζέστης. Μπορούσαν, έτσι, να διαπραγματεύονται από θέση ισχύος. Από την άλλη, η περιοδικότητα της εργασίας διαμόρφωνε και άλλου είδους σχέσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας: «Αλλ΄η περιοδικότης αυτή δημιουργεί και άλλο κακό», γράφουν θορυβημένοι οι Μαυρογορδάτος και Χαμουδόπουλος, «την εναλλαγήν προϊσταμένων, χάρις εις την οποίαν ουδεμία επαφή υφίσταται μεταξύ καπνεργάτου και εργοδότου. Εις πάσαν βιομηχανικήν επιχείρησιν, ιδιαίτατα δε εν Ελλάδι, το εργαζόμενον προσωπικόν είναι κατά το μάλλον ή ήττον πάγιον. Ούτω δε παρά τας υφισταμένας διαφοράς και αντιθέσεις μεταξύ προϊσταμένων και εργατών δημιουργούνται μεταξύ αυτών ικανοί δεσμοί, χάρις εις την συνεχή επαφή των. Μεταξύ όμως καπνεμπόρων και καπνεργατών τοιαύτη επαφή δεν υφίσταται» (10).

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μορφές πάλης που χρησιμοποιούσε το καπνεργατικό κίνημα (11). Οι απεργιακοί αγώνες διεξάγονταν κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι, για τους λόγους που είπαμε παραπάνω. Ιδιαίτερα βίαιη ήταν η αντιμετώπιση της απεργοσπασίας, που έφτανε μέχρι και σε τραυματισμούς απεργοσπαστών, ακόμη και στην πυρπόληση των σπιτιών τους.  Μέτρα σκληρά, βέβαια, αναγκαία όμως, καθώς, όπως έγραφε ο Μάρκος Βαφειάδης, ηγετικό στέλεχος του καπνεργατικού κινήματος εκείνα τα χρόνια, «θες δεν θες εφάρμοζες και τέτοια σκληρά μέτρα ενάντια σε κείνους που νοιαζόντουσαν για τη δική τους καλοπέραση και καταδίκαζαν χιλιάδες καπνεργάτες και καπνεργάτριες σε ανεργία και πείνα, αυτούς και τις οικογένειές τους» (12).

Οι καπνεργατικοί αγώνες κάθε άλλο παρά μάχες οπισθοφυλακής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, όπως μερικές φορές γράφεται (13). Ο αγώνας του καπνεργατικού κλάδου ενάντια στην εξαγωγή ανεπεξέργαστων και στο σύστημα της «τόγκας» αποτέλεσε, κατά τον Παντελή Πουλιόπουλο, αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική «υποδούλωση» κι απ’ αυτή την άποψη έχει «ιστορική σημασία» (14). Αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση αγώνα ενάντια στην υπαγωγή από τις βιοτεχνικές στις βιομηχανικές συνθήκες εκμετάλλευσης, που θα είχε ως κυριότερη συνέπεια την αποστέρηση των εργαζομένων από τη γνώση της παραγωγικής διαδικασίας. Και η αποτελεσματικότητα αυτού του αγώνα για μια μακρόχρονη περίοδο δεκαετιών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του κατά πόσο η εργατική αντίσταση μπορεί να αποτρέπει εξελίξεις που οι οικονομίστικες λογικές τις θεωρούν «αντικειμενικές και αναπότρεπτες».

Η συρρίκνωση του καπνεργατικού κλάδου θα ‘ρθει πολύ μετά, το 1953, και θ’ ακολουθήσει μοιραία την ήττα του λαϊκού επαναστατικού κινήματος κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Θα έρθει ως συνέπεια σαφούς πολιτικής επιλογής της αντιδραστικής κυβέρνησης Παπάγου, που θα απαλλάξει, έτσι, τον αστισμό από τον πονοκέφαλο των μαζικών καπνεργατικών αγώνων.

Είναι φυσικό ο καπνεργατικός κλάδος να αποτελεί τη βασική δύναμη στήριξης του ΚΚΕ στην εργατική τάξη. Οι «κόκκινες πόλεις» του Μεσοπολέμου είναι οι πόλεις όπου ζουν και εργάζονται καπνεργάτες/τριες: η Θεσσαλονίκη, η Καβάλα, οι Σέρρες, η Δράμα, η Ξάνθη, ο Βόλος, το Αγρίνιο κ.λπ. Ανάμεσα στους αγωνιστές του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ξεχωρίζει το πλήθος των καπνεργατών που στελέχωσαν το ΚΚΕ και πολλοί απ’ αυτούς αναδείχθηκαν και στην ηγεσία του κόμματος (15).

 

1. Ο καπνός αντιπροσώπευε το 40-60% των εξαγωγών της Ελλάδας στον Μεσοπόλεμο (Ξενοφών Ζολώτας, Αγροτική πολιτική – σ. 138). Η παραγωγή του παρουσίασε κατακόρυφη αύξηση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με την εγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην ύπαιθρο, όπου οι μικροί κλήροι που διανεμήθηκαν προσφέρονταν για την καλλιέργεια αυτού του αποδοτικού προϊόντος. Από τα 175 χιλιάδες στρέμματα του 1915 που απέδιδαν 12.702 τόννους καπνού, φτάσαμε το 1929 σε 1.012 χιλιάδες στρέμματα, με παραγωγή 68.738 τόννων (στο ίδιο, σ. 101).

Το ελληνικό καπνεμπορικό κεφάλαιο ενισχύθηκε από τις πολεμικές εξορμήσεις και την επέκταση του ελληνικού κράτους στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, όπου παραδοσιακά καλλιεργούνταν καπνά ποιότητας. Παράλληλα, όμως, ευνοήθηκε και το ξένο κεφάλαιο (Αχιλλέας Μάντζαρης, Τα καπνά μας – Αθήνα 1928, σ. 47), έτσι ώστε οι ξένες, κυρίως αμερικανικές, εταιρίες να γίνουν «οι κύριοι ρυθμισταί των τιμών του καπνεμπορίου» (Μ. Μαυρογορδάτος – Α. Χαμουδόπουλος, Η Μακεδονία. Μελέτη δημογραφική και οικονομική – Θεσσαλονίκη 1931, σ. 62).

2. Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στο μεσοπόλεμο. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών – Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1993, σ. 399.

3. Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος – γ΄ έκδοση Μποκουμάνης, Αθήνα 1972, σ. 119 και 193.

4. Αντώνης Λιάκος, ό.π., σ. 398.

5. Γεώργιος Κουτσουμάρης, Η μορφολογία της ελληνικής βιομηχανίας – ΚΕΠΕ, Αθήνα 1963, σ. 145.

6. Αντώνης Λιάκος, ό.π., σ. 433.

7. Παντελής Πουλιόπουλος, Το καπνεργατικό. Ιστορική εξέλιξη και σημερινή θέση του –περιοδ. «Σπάρτακος», τ. 2, 1928.

8. Αντώνης Λιάκος, ο.π., σ. 435.

9. Αχιλλέας Μάντζαρης, Το καπνεργατικόν ζήτημα  Αθήνα 1927, σ. 40.

10. Μ. Μαυρογορδάτος – Α. Χαμουδόπουλος, ό.π., σ. 84.

11. Σημαντικές πληροφορίες στο Γιώργος Πέγιος, Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας (1922-1935) – ΟΑΕΔ, Αθήνα 1984. Επίσης, Μάρκος Βαφειάδης, Απομνημονεύματα – τ. Α΄, Δίφρος, Αθήνα 1984.

12. Μάρκος Βαφειάδης, ό.π., σ. 99.

13. Γιώργος Μαυρογορδάτος, Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη. Οι επαγγελματικές οργανώσεις στη σημερινή Ελλάδα – Οδυσσέας, Αθήνα 1988, σ. 135.

14. Παντελής Πουλιόπουλος, ό.π.

15. Μεταξύ των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ που προέρχονταν από τον καπνεργατικό κλάδο ήταν ο Κώστας Λαζαρίδης, ηγέτης της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας και κατά την Κατοχή ηγέτης του Εργατικού ΕΑΜ, που εκτελέστηκε το 1943, ο γραμματέας του ΚΚΕ στα χρόνια της Κατοχής, Γιώργος Σιάντος, ο Κώστας Θέος, κεντρικός συνδικαλιστικός υπεύθυνος του ΚΚΕ επί δεκαετίες, ο επικεφαλής του Δημοκρατικού Στρατού κατά τον Εμφύλιο, Μάρκος Βαφειάδης, το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Μήτσος Παρσταλίδης, ο Στέργιος Αναστασιάδης που εκτελέστηκε στον Εμφύλιο ως γραμματέας της Κ.Ο. Αθήνας, ο βουλευτής του ΚΚΕ Βασίλης Βερβέρης που εκτελέστηκε κατά την Κατοχή, ο Γιώργης Ελευθεριάδης που πέθανε στι φυλακές του Ιτζεδίν κ.ά. Ακόμη, ο Λεωνίδας Χατζησταύρου, ηγέτης της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας μέχρι το 1927, που εντάχθηκε κατόπιν στην κίνηση του «Σπάρτακου».